Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη. Με μέση, αρχή, τέλος, με επιμύθιο, απ’ όλα – στην έκθεση θα έπαιρνε άριστα και μπράβο μου.

Αλλά φυσικά, δεν θα το ανεβάσω, γιατί του λείπει το πιο βασικό.

Δεν έχω γράψει την ουσία του πράγματος.

~

Η ιστορία είναι γεμάτη ανατροπές. Στην αρχή, ένας ληστής μπαίνει σε ένα μαγαζί με ένα μαχαίρι και σπάζοντας τις βιτρίνες τραυματίζεται και πεθαίνει. Κάποιοι συμπεραίνουν αυτόματα ότι είναι μετανάστης. Ύστερα, ο ληστής γίνεται πρεζάκι, που είναι διαλυμένος και πήγε για να εξασφαλίσει την δόση του. Μετά, το πρεζάκι δεν πεθαίνει απο τα γυαλιά της βιτρίνας – δολοφονείται από περαστικούς. Στην συνέχεια, βγαίνει το πρώτο βίντεο (χωρίς ήχο). Τότε δεν άντεξα να το δω. Μετά, μαθαίνουμε ότι το «πρεζάκι-ληστής» είναι γνωστός σε πολύ κόσμο (τον ακολουθούσα και γω), ο Ζακ, μία μορφή που είχε επηρεάσει με την στάση του μία ολόκληρη κοινότητα. Μαθαίνουμε ότι ο καταστηματάρχης «είχε πάει για τσιγάρα», το βίντεο γίνεται viral, ο ληστής είναι πια «πούστης οροθετικός». Ο κόσμος αναρωτιέται για το μαχαίρι, ο καταστηματάρχης συλλαμβάνεται. Κάποιοι παίρνουν την θέση του καταστηματάρχη, κάποιοι του Ζακ, κάποιοι μιλάνε για ανθρωπιά λιντσάρισμα, κάποιοι για αυτοπροστασία. Η υπόθεση αποκτά βαρύτητα, συζητείται. Ύστερα, αφήνεται να εννοηθεί (κυρίως από τον Βαλλιανάτο – μα όχι μόνο από αυτόν) πως ο Ζακ (γιατί το θύμα έχει πια όνομα) δεν μπήκε για να κλέψει μα για να σωθεί από πέσιμο που του έγινε λίγο πριν.

Προσέξατε τι έγραψα στην αρχή;

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη .

Εκεί είναι το λάθος μου. Αισθάνομαι ότι εκεί είναι το λάθος όλων μας.

~

Ο καταστηματάρχης και ο Ζακ Κωστόπουλος είναι δύο αυθεντικοί ήρωες μίας τραγωδίας. Έπαιξαν έναν ρόλο σε μία σκηνή που την παρακολουθήσαμε όλοι, μάθαμε το θύμα, τον θύτη, οι ρόλοι άλλαξαν κατά το δοκούν, ανάλογα με την καρέκλα του θεατή. Ο πούστης, το πρεζάκι, ο οροθετικός, οι φασίστες που λιντσάρουν, ο τύπος με τα άσπρα μαλλιά που τον προστατεύει, οι ΕΚΑΒίτες που τον περιθάλπουν, τα ουρλιαχτά, οι αστυνομικοί που (δεν) παρεμβαίνουν, η μεταφορά στο νοσοκομείο με χειροπέδες, ο ένας στο χώμα, ο άλλος στην φυλακή.

Αδυνατώ, και μιλώ πολύ σοβαρά, να κουνήσω το δάκτυλο σε οποιονδήποτε εδώ. Δεν ξέρω καν τι έγινε, μπήκε μέσα; Ήταν άδειο; Πήγε να κλέψει; Είχε φύγει ο καταστηματάρχης; Ήθελε να τον σκοτώσει; Έγινε ότι έγινε γιατί όλοι κινήθηκαν σαν όχλος; Ήταν ο Ζακ οπλισμένος με μαχαίρι ή ήταν ο Ζακ αυτός που όλοι περιγράφουν, ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος που δεν θα πείραζε κανέναν; Ήταν όλο μία τεράστια παρεξήγηση; Τους τρόμαξε ο Ζακ με την συμπεριφορά του; Ήταν υπό επήρεια; Δεν ήταν και του συνέβαινε κάτι άλλο; Βρήκαν ευκαιρία να λιντσάρουν έναν πεσμένο, δεν υπάρχει αμφιβολία καμία, και είπαν ψέματα όσο δεν ήξεραν ότι υπήρχε το βίντεο, και είναι ένοχοι γι’ αυτό, ο,τι και να έγινε, αλλά όλη η υπόθεση συνολικά είναι τόσο ανατρεπτική κάθε λίγο και λιγάκι, που δεν μπορώ να καταλάβω καν τι έγινε.

Εκτός από δύο πράγματα:

Υπάρχει ένας νεκρός.

Και υπάρχουν πολλοί θύτες.

~

Πάντα πασχίζω να καταλάβω. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, αυτή είναι μία από τις κατάρες που κουβαλάω. Θα αναρωτηθώ για τον δράστη, θα προσπαθήσω να καταλάβω πως σκεφτόταν, τι ένιωθε, θα προσπαθήσω να καταλάβω τι θα ένιωθα εγώ στην θέση του, πως θα αντιδρούσα εγώ, τι θα έκανα τελικά εγώ, πόσο ανθρώπινος θα ήμουν στην ίδια κατάσταση, στις ίδιες συνθήκες.

Μα σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν έχω φτάσει εκεί. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση σταμάτησα λίγο πριν: συνάντησα πολλούς δράστες, δεκάδες δράστες, ιδιαιτέρως σκληρούς, εξαιρετικά αιμοβόρους, στυγνούς, ανθρώπους που δικαιολόγησαν απόλυτα την πράξη, που είπαν «αν έμπαινε ένας μαχαιροβγάλτης στο δικό σου μαγαζί;» και «ένας πούστης λιγότερος» και «ξεβρώμισε ο τόπος με το καθίκι», τα κανάλια (μέχρι και ο Δήμαρχος(!) έπαιξαν με άνεση το «μαίνεται η παραβατικότητα και τα ναρκωτικά στο κέντρο της Αθήνας» και έκαναν και δημοψήφισμα «συμφωνείτε με την αντίδραση του καταστηματάρχη σ’ αυτόν που εισέβαλλε στο μαγαζί του με μαχαίρι;», και ο μέσος πολίτης βομβαρδίζεται με το «καλά του κάνανε».

«Καλά του κάνανε».

Μπορώ να αναρωτηθώ για όλους, για τον Ζακ, για τον καταστηματάρχη – μα αυτός που, στο σπίτι του, στην ασφάλειά του, έχοντας όλον τον χρόνο να σκεφτεί, έχοντας την κατάληξη μπροστά του, έχοντας όλη την εικόνα μπροστά του, αυτός που ξέρει ότι ο νεαρός θα πέσει, αιμόφυρτος, θα πεθάνει αν τον κλωτσήσουν, αυτός που θα γράψει αυτά τα πράγματα θα τα γράψει γιατί είναι χαραγμένα βαθιά στην ψυχή του.

Δεν είναι ένας. Δεν είναι καν όσοι ήταν πριν έναν χρόνο, ή πριν δύο χρόνια – ή, αν θέλεις, μιλάνε τώρα πολύ περισσότεροι, είναι πολλοί, ένας θα ήταν πολύς, δύο θα ήταν πολλοί – μα είναι στ’ αλήθεια πολλοί, υπερβολικά πολλοί, αφόρητα πολλοί.

Δεν συζητάω πια για το λιντσάρισμα που έγινε στην οδό Γλάδστωνος.

Συζητώ για κάτι απείρως μεγαλύτερο, για μία μόλυνση, έναν καρκίνο που εξαπλώνεται, που μολύνει ανθρώπους στην ψυχή τους, που μισούν, που φοβούνται, που δικαιώνουν μία δολοφονία – έναν θάνατο έστω, που για αυτούς το 33χρονο παιδί «καλά έπαθε» και πέθανε.

«Καλά του κάνανε».

Φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Ο φρουρός τα άκουσε που δεν πυροβόλησε τους Ρουβίκωνες (πρόσφατα πολιτικοί σιγοντάριζαν τρελούς που σημάδευαν με ένα δάκτυλο την οθόνη αν θυμάστε), όποιος διαφωνεί με το Μακεδονικό θέλει κρέμασμα, οι λάθρο να πεθαίνουν στα σύνορα για παραδειγματισμό, οι μουσουλμάνοι είναι τζιχαντιστές και ας ψοφήσουν, οι πούστηδες μας έχουν κάνει όλους σαν τα μούτρα τους και θέλουν λοβοτομή να γίνουν καλά. Το μίσος ξεχειλίζει, δεν λέγεται σιγά και ύπουλα, λέγεται δυνατά, με θράσος, το «εγώ δεν είμαι φασίστας, αλλά», το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά» έχει γίνει «εγώ ΕΙΜΑΙ φασίστας», «εγώ ΕΙΜΑΙ ρατσιστής», οι μάσκες πέφτουν, πριν ακόμα στεγνώσει το αίμα φυτρώνεται κι άλλο, με ένα «καλά να πάθει».

«Καλά του κάνανε».

~

Άκου με λίγο.

Ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ο καταστηματάρχης ήταν σε άμυνα, ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ένιωθε απειλή, ή ήθελε να προστατευτεί, ότι τρόμαξε, δεν θα πάω να σε πείσω αλλιώς, δεν ξέρω, ακόμα και αν πιστεύεις όλα αυτά ειλικρινά γιατί αυτό κατάλαβες από αυτήν την τραγωδία – ένα πράγμα μην πεις:

Πως «καλά του κάνανε».

Ας είναι αυτό το μόνο, το λίγο που ζητάω. Αυτή η υπόθεση να είναι μία τραγωδία, όχι μία πράξη δικαιοσύνης. Δεν σου ζητάω να καταδικάσεις τον καταστηματάρχη, δεν σου ζητάω να αθωώσεις τον Ζακ, σου ζητάω μόνο να βρεις στην καρδιά σου να στεναχωρηθείς για έναν νεκρό.

Όχι «κρίμα» – να στεναχωρηθείς πραγματικά. Γιατί εκεί έξω υπάρχουν άλλοι καταστηματάρχες, υπάρχουν φασίστες, υπάρχουν πρεζόνια, υπάρχουν οροθετικοί, υπάρχουν 33χρονοι ακτιβιστές, υπάρχουν ληστές με μαχαίρι, υπάρχουν κλέφτες, υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, υπάρχουν αδικημένοι, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, το ίδιο άνθρωποι, το ίδιο με τον καταστηματάρχη της ιστορίας μας, με τον Ζακ της ιστορίας μας, με εσένα και εμένα.

Και κανείς – σε παρακαλώ, σε ικετεύω, ας συμφωνήσουμε σ’ αυτό, σ’ αυτό μόνο – κανείς δεν αξίζει να πεθάνει.

Αν κάτι πήγε στραβά, ας το διορθώσουμε, αν μπορούμε ας βοηθήσουμε, αν είναι δυνατόν ας χτίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας, μην αφήσουμε να ποτίζουν με χολή την ζωή μας, μην καθαρίσουμε με ένα «καλά του κάνανε», γιατί μπορούσαν να του κάνουν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, αν ήταν πρεζόνι να γινόταν καλά, αν ήταν φασίστας ο καταστηματάρχης να φροντίσουμε καταλάβαινε το λάθος του, ας διορθώσουμε, ας φτιάξουμε ένα γαμημένο κάτι καλύτερα.

Σε ικετεύω. Μην φυτέψουμε άλλο μίσος.

Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει τελικά σε τόσο μίσος, όχι μόνο αυτοί που τους αξίζει. Τίποτα.

2 thoughts on “Οι θύτες

  1. Τι ωραία ισορροπία παρουσίασης, έχουμε κάποιον με ονονατεπώνυμο (ή μάλλον με το υποκοριστικό του κιόλας), με χαρακτήρα σε τρεις διαστάσεις, δράση, δίκτυο, φίλους και απέναντί του ένας διδιάστατος, ανώνυμος «καταστηματάρχης». Άραγε ο ανώνυμος έχει ζωή; Οικογένεια; Δράση; Φίλους; Δεν ενδιαφέρει κανέναν, είναι στη λάθος πλευρά.

  2. Δεν έχεις απαραιτήτως άδικο. Βεβαίως, ο ένας είναι νεκρός, η ζωή του παρουσιάζεται πλήρης, ανοίγεται μπροστά στα μάτια μας – και όχι πάντα για να τον κολακέψει, κάθε άλλο. Για τον καταστηματάρχη από την άλλη, υπάρχει ζωή ακόμα μπροστά του, μπορεί να είναι αθώος, να συνεχίσει την ζωή του, να μην μαρκαριστεί από αυτήν την απαίσια ιστορία.

    Ακόμα και αν ήξερα το όνομά του (και σαφώς μπορώ να το βρω) θα τον αδικήσω αν το αναφέρω. Μα δεν είναι καν εκεί το θέμα:

    Το σημαντικό θεωρώ είναι η αντίληψη ότι δεν μιλάμε γι’ αυτούς τους δύο, δεν περιγράφω αυτούς ούτε ως αμετάκλητα ενόχους, ούτε ως αμετάκλητα αθώους, ούτε τον έναν, ούτε τον άλλον: Ξεκαθαρίζω διαρκώς, σε όλο το ποστ, ότι και οι δύο μπορεί να νιώθουν από την μεριά τους δίκιο, και οι δύο μπορεί να σφάλλουν, μπορεί και ταυτόχρονα, δεν ξέρω – η ζωή, ειδικά αυτή η σκηνή, ειδικά αυτή η ιστορία, δεν είναι άσπρο ή μαύρο.

    Αυτό όμως που θέλω να τονίσω είναι ο κόσμος. Οι θεατές. Οι σχολιαστές. Οι υπόλοιποι. Εμείς.

    Αυτό που θέλω να διορθώσω είναι το μίσος – ούτε καν η αδιαφορία, μα η αίσθηση δικαιοσύνης, τιμωρίας, πίσω από έναν νεκρό. Αυτό που θέλω να διορθώσω είναι το «καλά του έκαναν».

    Και αυτοί που το κάνουν αυτό, που το νιώθουν αυτό, δεν έχουν ονοματεπώνυμο πουθενά στο κείμενό μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.