Έναν χρόνο μετά, έναν χρόνο με 57 νεκρούς, με δύο τρένα τσαλακωμένα, με μία μυστήρια υπόθεση για χημικά που δεν ξέρω τι στέκει και τι όχι, με χυδαίες, ασσύληπτα χυδαίες δηλώσεις υπευθύνων, έναν χρόνο με τους τραυματίες που έχουμε ξεχάσει να προσμετρήσουμε στους αδικημένους, έναν χρόνο που ακούμε για “τοπική τηλεδιοίκηση(!)”, έναν χρόνο αδιανόητης απόπειρας κυβερνητικής συγκάλυψης, έναν χρόνο με εξεταστικές-κοροϊδία, έναν χρόνο μετά που δεν έχει διορθωθεί κανένα απολύτως από τα προβλήματα που οδήγησαν σ’ αυτήν την σύγκρουση, που βρίσκουμε σωματικό υλικό (τι ανόητα συγκαλυμμένος τρόπος να αναφέρεσαι σ’ αυτό) έναν χρόνο που κοιταζόμαστε, εμείς οι υπόλοιποι, εμείς που γλιτώσαμε, και λέμε “δεν είναι δυνατόν ρε φίλε να μην έχουμε προχωρήσει μ’ αυτό το θέμα”, που οι συγγενείς κατηγορούνται χυδαία ότι εργαλειοποιούν τον πόνο τους για να πάρουν ένα βουλευτικό αντίτιμο – έχει περάσει ένας χρόνος.

Έναν χρόνο μετά και δεν είμαστε ούτε μισό βήμα πιο κοντά στην λύτρωση.

Εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων, έναν χρόνο μετά, θα βρεθούν στο Σύνταγμα να διαδηλώσουν (και) γι’ αυτό. Άκουσαν τους συγγενείς, άκουσαν και τις δικαιολογίες των υπευθύνων, πήραν θέση, αντιδρούν.

Είναι σαφές σε όλους πως, όταν γίνεται κάτι τέτοιο, ή διορθώνεται, ή ξαναγίνεται. Ή τιμωρούνται οι παραλείψεις, ή το μάθημα είναι πως δεν έγινε και τίποτα. Ή παραιτούνται οι υπεύθυνοι, ή συνεχίζουν να κάνουν τα ίδια λάθη. Η τύχη μόνο βοήθησε να μην γίνει εκατοντάδες φορές πιο πριν – η τύχη μόνο βοηθά να μην έχει ξαναγίνει έκτοτε.

Δεν είναι όμως ζητούμενο η τιμωρία μόνο για το λάθος που έγινε μέχρι πέντε λεπτά πριν. Είναι, πολύ περισσότερο από αυτό κατ’ εμέ, η τιμωρία για την δειλία που άρχισε πέντε λεπτά μετά. Για το κούνημα του δακτύλου, για την επίμονη προσπάθεια να μας βγάλουν ΟΛΟΥΣ τρελούς, για την χυδαία αποφυγή κάθε πιθανής ευθύνης.

Η ζωή μας δεν είναι σε λάθος ράγες για όσα έγιναν το πριν το δυστύχημα: Αυτό ήταν ένα λάθος, όχι απλώς ανθρώπινο βέβαια, αλλά κυρίως ήταν ένα λάθος πολιτικής.

Η ζωή μας είναι σε λάθος γραμμή για το μετά. Για τον τρόπο που επιλέχθηκε από τους ανθρώπους που ορίζουν τις ζωές μας να προστατευτούν από την δικαιοσύνη. Για τον μηχανισμό που δημιουργήθηκε για να μην τύχουν καμίας τιμωρίας.

Ένας μηχανισμός που δεν δημιουργήθηκε μόνο γι’ αυτό, μα τον είδαμε να λειτουργεί από την Novartis και τον ξυλοδαρμό στην Νέα Σμύρνη, μέχρι τις επιθέσεις στην δημοσιογραφία, τις ΜΕΘ και τις παρακολουθήσεις ΕΥΠ και Predator. Είναι πιθανόν πολύ καλοί σ’ αυτό που κάνουν, αλλά όλη τους η ενέργεια ξοδεύεται εναντίον μας. Εμάς πολεμούν. Είναι απέναντί μας.

Δεν είναι άξιοι να μας κυβερνούν. Δεν είναι άξιοι να ορίζουν την διαδρομή μας. Είναι επικίνδυνοι.

Ας πάρουμε τον έλεγχο της ζωής μας, ας αλλάξουμε άμεσα ράγες, ας επανακαθορίσουμε την πολιτική ηθική μας, τον πολιτικό πολιτισμό μας, την πολιτική αξιοπρέπειά μας – ας διορθώσουμε την διαδρομή μας όσο πιο νωρίς μπορούμε, και όσο πιο καθαρά γίνεται.

Είμαστε όλοι σε λάθος γραμμή. Είναι επείγον. Ας αλλάξουμε ράγες.

Γράφοντας για τα Φαντάσματα ξεκίνησε μία κουβέντα με offline φίλους και ένας διάλογος μάλλον εποικοδομητικός σε μία συζήτηση που δεν έβγαζε νόημα, μία διαδικασία που με ταλαιπωρεί καιρό τώρα, αλλά δεν έχω καταφέρει να την βγάλω σε λέξεις να την μεταφέρω ως βαθιά απορία: Τι τρέχει μ’ αυτήν την σιωπή; Και κάπως έτσι, ξεκινά άλλη μία (μακροσκελής) σκέψη.

Βλέπω καθημερινά (καθημερινά!) τον Κουκάκη τον δημοσιογράφο, ή τον Βλάχο τον αδελφό, ή τον Αποστολόπουλο τον διασώστη, ή τον Βαξεβάνη τον δημοσιογράφο, ή τον Παπανικολάου τον γιατρό, τον Μάγγο τον πατέρα και την Φύσσα την μάνα – βλέπω δηλαδή καθημερινά ανθρώπους να πασχίζουν να μου εξηγήσουν ότι κάτι πάει στραβά, ότι κάτι είναι πολύ, πολύ λάθος.

Τους βλέπω, γράφουν, παλεύουν, μάχονται, αγωνιούν, καθημερινά λέμε τώρα, ε; ο καθένας στο πεδίο του, και μιλάνε με λογική, με επιχειρήματα, όχι αντικειμενικά, κανείς τους δεν είναι αντικειμενικός, γιατί όλοι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι θύματα, να γράφουν “κοίτα, μία αδικία γίνεται εδώ”, ή “κοίτα, πάνε να γλυτώσουν από αυτό”, ή “κοίτα, λένε ψέματα εδώ”, ή “κοίτα, σου λένε ψέματα όταν ξεφουρνίζουν πως τάχα δεν ήξεραν για τις παρακολουθήσεις του predator” ή “κοίτα, η αστυνομία βαράει και σκοτώνει ατιμώρητα στο όνομά σου” ή “κοίτα, άλλος ένας μετανάστης κακοποιήθηκε”, ή “κοίτα, ένας γιατρός, αυτός που περιμένεις να σε σώσει αύριο; ε, κλάταρε και δεν αντέχει άλλο”.

Πρόσεξε τι λέω, ε; είναι θύματα, είναι ΗΔΗ θύματα, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, είναι ΗΔΗ καταδικασμένοι, ΗΔΗ αδικημένοι, δεν προσπαθούν να γλιτώσουν τώρα οι ίδιοι από κάτι – το έχουν ΗΔΗ πάθει, ο αγώνας τους είναι ανιδιοτελής και τίμιος, κοιτάνε να σώσουν εμάς, τους βαράει μπουνιά το παράλογο, το αδιανόητο, να βλέπουν την αδικία τόσο ξεκάθαρα μπροστά τους, να παίρνει μορφή, σάρκα και οστά, να τους κοιτάει, να τους μάχεται, να τους διαβάλλει, να τους απομυζεί, να τους φέρεται με ασέβεια, με ειρωνεία, με θράσος, να τους φτύνει στα μούτρα, να τους προσβάλλει – και αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί και άλλοι τόσοι, και άλλοι τόσοι μαζί, να συνεχίζουν, κάθε πρωί, και να μας λένε “καλημέρα, κοίτα, άλλη μία αδικία, δες την – δες την να μην είμαι μόνος μου”.

Και εμείς να κοιτάμε σιωπηλοί.

Τώρα, μετά από τόσο καιρό με ξέρεις, δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα σόσιαλ είναι σιωπή, τουναντίον – θεωρώ πως είναι μία τεράστια έκθεση, ένα τεράστιο βήμα, πολύ σημαντικό, δεν θα ήμουν εδώ, άλλωστε, αν δεν το ήξερα. Δεν λέω αυτό.

Αλλά αν μαζέψεις τα “φωνάξτε!”, “διαμαρτυρηθείτε!”, “ουρλιάξτε!” που έχω γράψει τόσα χρόνια, προφανώς θα γίνει αντιληπτό πως δεν φτάνει μόνο να παίρνεις δημόσια θέση, δυστυχώς, απέναντι σ’ αυτό το χυδαίο κακό που μας πλαισιώνει – δεν φτάνει προφανώς ένα ποστ.

Γιατί ποστ έχουν κι αυτοί. Και φωνές έχουν κι αυτοί. Και καμιά φορά, πολύ δυνατές, πολύ σκαχτικές και τσιριχτές φωνές.

Έχει νόημα να κάνουμε περισσότερο θόρυβο από αυτούς; Πολλές φορές είχε! Πολλές φορές χρειάστηκε, πολλές φορές έφερε αποτέλεσμα, πολλές φορές άλλαξε όντως κάτι. Συχνά όμως, δεν άλλαξε τίποτα, όχι γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά, αλλά γιατί δεν φωνάξαμε πολύ και για πολύ.

Γιατί όμως αυτή η σιωπή;

Αυτό δεν καταλαβαίνω: Όταν καταδικάζεται η τότε κυβέρνηση ότι διέβαλλε τόσους ανθρώπους δια στόματος Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη, είναι ΛΟΓΙΚΟ, είναι ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι η δεσμευμένη δημοσιογραφία πχ δεν θα τους ρωτήσει για τις ευθύνες τους – αν μπορούν να το αποφύγουν βέβαια. Και, αν τυχόν αναγκαστούν να τους ρωτήσουν, θα τους δώσουν έτοιμη και την απάντηση, την προφύλαξη, την προστασία, όση χρειάζονται κι ακόμα λίγο παραπάνω για έξτρα υπηρεσίες – σαν να χορταίνεις με τέσσερα τόστ μία οικογένεια όπως λένε στο σινάφι τους.

Ναι, αλλά αυτοί πληρώνονται γι’ αυτό. Και όχι μόνο αυτοί, πληρώνονται και τα αφεντικά τους γι’ αυτό. Και αν δεν πληρώνονται άμεσα για τις υπηρεσίες τους, παίρνουν δουλειές, ή κάνουν τα κουμάντα τους, ή προστατεύουν τα καράβια τους, τέλος πάντων έχουν κέρδος από αυτό.

Είναι τίμιοι στην ατιμία τους, αυτό εννοώ. Δεν κρύβονται. Ο ένας έχει ενέργεια, ο άλλος κατασκευαστικές, ο τρίτος καράβια, τέλος πάντων δεν το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους, έχουν ανταλλάγματα.

Κάτι κερδίζουν.

Εμείς, τι σκατά κερδίζουμε; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Και χάνουμε, και βγαίνουμε σιωπηλοί. Γιατί;

~

Λοιπόν, στην συζήτηση που έκανα, βγήκε κάτι καινούργιο. Μπορεί να μην κερδίζουμε. Μπορεί απλώς να μην το πιστεύουμε όλο αυτό που συμβαίνει.

Να μην πιστεύουμε στα μάτια μας.

Είναι δηλαδή περίοδος ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και σου λέει ο άλλος, “θα καταργήσω το άρθρο 16 του Συντάγματος”. Αυτό. Τέλος. Λέει άλλες πεντακόσιες μπαρούφες από πίσω, αλλά αυτό είναι το νόημα, “το Σύνταγμα με ενοχλεί, δεν μπορώ να κάνω μπίζνες, δεν μπορώ να το αλλάξω – το καταργώ τόσο όσο”. Και εσύ κοιτάς σα χάνος, δεν μπορεί να το είπε αυτό, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται. Δεν θα είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, σωστά; Ή σου λέει “θα βάλω την εφορία να χτυπήσει αυτόν τον δημοσιογράφο. Μόνο.” Ή λέει “Θα δώσω ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους άλλους λεφτά, εκτός από εκείνες τις ΤΡΕΙΣ εφημερίδες γιατί δεν τις χωνεύω” Και συ λες μαλάκα μου δεν γίνεται, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, σωστά; Δηλαδή αποκλείεται, δεν γίνεται. Ή ξέρωγω έχει πανδημία, και λέει “Λοιπόν, στις ΜΕΘ πεθαίνουν, ΑΡΑ λιγότερες ΜΕΘ για να σωθείτε”. Όχι ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις, δεν μπορεί να το είπες αυτό, δεν γίνεται να το ξεστόμισες αυτό. Και σου κάνει ρελάνς, και σου λέει “Όχι μόνο το εννοώ, αλλά θα βάλω και περισσότερους μαθητές ενώ έχουμε κορονοΐο στην τάξη ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ”. Ή έρχεται και λέει “Λοιπόν, παίρνω όλη την ευθύνη επάνω μου, διαλέγω έναν διοικητή, αλλάζω τον νόμο μετά γιατί δεν ήταν νόμιμος, και μετά με αυτόν τον διοικητή που ήταν παράνομος αλλά τον έκανα αναδρομικά νόμιμο κρυφακούω δημοσιογράφους που γράφουν ότι άλλαξα τον νόμο και είπα ότι οι τραπεζίτες μπορούν μόνο να καταδίδονται μόνοι τους άμα θέλουν”. Είναι δυνατόν να μην τα χάσεις; Είναι δυνατόν να ακους όντως τέτοια πράγματα; Πετάει μετά και πενήντα μπαρούφες όταν τον πιάνουν να παρακολουθεί τον πολιτικό που κερδίζει το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ότι “τον πλησίασαν κάτι Ζουαζινδαλοί και άστα μη τα ψάχνεις βρωμάει η υπόθεση και που να στα λέω” και μένεις μαλάκας. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς τέτοιο πράγμα; Να λέει τόσο βλακώδη δικαιολογία; Πως σκατά αντιδράς σ’ αυτό; Πως σκατά μπορείς να αντιδράσεις λογικά μετρημένα, όταν δέκα αστυνομικοί βαράνε έναν αθώο άνθρωπο, ή όταν το αυτοκίνητο που πυροβόλησε η αστυνομία καμια τριανταριά φορές τον συνοδηγό γίνεται απλώς παλιοσίδερα πριν την έρευνα και κάθε κριτική παίρνει την απάντηση “έκανε όπλο το αμάξι”, ή όταν λίγες μέρες πριν ένα πολύνεκρο δυστύχημα ο υπουργός που του έχουν κοινοποιήσει με εξώδικα ότι θα γίνει μακελειό κουνάει το δάχτυλο στην Βουλή – και τον ξαναβάζεις στα ψηφοδέλτια! ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ;

Να το δούμε ψύχραιμα δηλαδή:

ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ;

Δηλαδή, η βία – όχι η βία που έγινε, Η ΒΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΈΓΙΝΕ, αυτό λέω τώρα, όχι το δυστύχημα, ή οι παρακολουθήσεις, ή η κρατική δολοφονία, σου λέω το ΜΕΤΑ, η διαχείριση, ΤΟ ΜΕΤΑ – καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; μπορείς να το χωνέψεις αυτό που σου λέω; όχι η στραβή, το λάθος, η μαλακία, η αστοχία, η ατυχία, η κακία στιγμή, ΤΟ ΜΕΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, το συνεχόμενο μετά, τα ψέματα ΜΕΤΑ, οι δικαιολογίες ΜΕΤΑ, η βρωμιά ΜΕΤΑ, οι μπουνιές ΜΕΤΑ, η δειλία ΜΕΤΑ, το ξύλο ΜΕΤΑ, το θράσος ΜΕΤΑ, αυτό που δεν είναι πια ατυχία, αυτό που είναι σχέδιο, που είναι πρόγραμμα, που είναι άσκηση επί χάρτου, που ξημεροβραδιάζονται καλοπληρωμένοι άνθρωποι να το σκεφτούν, να το σερβίρουν, μιλάμε για non-paper και σχέδια, για νίκες και πλάνο, για την καλύτερη διαχείριση με το μικρότερο κόστος, καταλαβαίνεις τι logistics θέλει όλο αυτό, είναι νομίζεις ΤΥΧΑΙΟ που κάποιος βλαμμένος θα πει “ναι, κοιτάξτε, ελπίζω η μάνα που έχασε την κόρη της να μη γίνει πολιτικός”, είναι βλακεία της στιγμής που θα φωνάξουν ανθέλληνα τον Αποστολόπουλο, ναρκομανή τον Μάγγο, λαμόγιο τον Βαξεβάνη, που θα αφήσουν υπονοούμενα απο τις φυλλάδες τους για τον Κουκάκη, που θα πουν βλαμμένη την Φύσσα και τεμπέλη τον Παπανικολάου – νομίζετε ότι είναι ΤΥΧΑΙΑ όλα αυτά;

Όλα αυτά θέλουν κόπο, προσπάθεια, πολύ χρήμα και πολύ κούραση. Δηλαδη, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να είναι ράκος από την εξάντληση οι λασπολόγοι τους.

Οπότε, εν πολλοίς, το καταλαβαίνω. Είναι μία εγγενής αδυναμία μας, που ειλικρινά, δεν μπορώ να την ψέξω κιόλας. Είμαστε άφωνοι στο θράσος.

Έρχεται ο άλλος που θέλει να καταπατήσει το Σύνταγμα, και λέει αυτούς που αντιδρούν ότι κάνουν σαν… ληστές που ψήφισαν να κλέψουν μια τράπεζα.

Και λες “όχι ρε φίλε, αυτό που λες ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ”. Ναι, μα απλώς δεν εννοούμε να καταλάβουμε πως δεν είναι τυχαίο που δεν είναι λογικό. Γιατί αν συζητήσουμε με την λογική δεν έχουν κανένα απολύτως κράτημα. Καμία βάση. Τίποτα. Νάδα.

Λέει “Αν το ήξερα δεν θα το επέτρεπα να παρακολουθούν τον Ανδρουλάκη, αλλά έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη ένας που δεν είναι πολιτικός, οπότε είμαστε εντάξει, έκανα και την αυτοκριτική μου, προχωράμε”.

Ε;

Τι;

Πώς πολεμάς απέναντι σ’ αυτό;

Δηλαδή σοβαρά, τι επιχείρημα να παραθέσεις;

Οπότε μένεις εκεί, κοιτώντας, με ανοιχτό το στόμα, με δέος απέναντι στην γκεμπελική τακτική, περιμένοντας κάποιος άλλος να πεταχτεί και να σε σώσει.

Θες να τον λένε Βαγγέλη, να τον λένε Γιάννη, να τον λένε Γιώργο, να την λένε Μάγδα, τέλος πάντων κάποιος από αυτούς θα επιβεβαιώσει ότι δεν είσαι τρελός, ο βασιλιάς όντως είναι τσίτσιδος, εσύ καλά τα σκέφτεσαι, οι άλλοι σε κοροϊδεύουν.

Και βέβαια, για αυτό θα βαρέσουν τον Κώστα, θα χτυπήσουν τον Θανάση, θα λοιδωρήσουν τον Ιάσονα, – όχι γιατί μισούν μόνο αυτούς, αλλά κυρίως για να τα βλέπεις εσύ, και να ξέρεις ότι “καλή η πλάκα που σου κάνουμε, αλλά μη παραμιλάς, γιατί πέφτουν και φάπες”.

Και άλλοι από εμάς θα δειλιάσουν, άλλοι όχι, αλλά οι περισσότεροι μόλις κάποιος τους πει, “καταργείται το Σύνταγμα”, όσες άλλες λέξεις και να πουν δεν θα βγάζουν νόημα, γιατί η συζήτηση θα έπρεπε να σταματήσει εκεί.

Αλλά δεν σταματάει.

Και σου λένε “μα, γιατί, δεν θέλεις το Χάρβαρντ στην Ελλάδα;” και αντί να τους πεις “καταργείται το Σύνταγμα, συζήτηση κομμένη”, λες “ποιο Χάρβαρντ βρε καραγκιόζη που ούτε την Φάγε δεν κρατήσαμε εδώ”. Και, βέβαια, έχεις ήδη χάσει. Γιατί δεν τους νοιάζει το Χάρβαρντ, τους νοιάζει να απολογηθείς. Σου λέει ο άλλος “ας πιάσουν και δεύτερη δουλειά οι γιατροί το απόγευμα και έτσι θα γυρίσουν στην Ελλάδα” και αντί να του πεις «πού είναι ρε κάθαρμα η δημόσια δωρεάν και αξιοπρεπής υγεία για όλους;» συζητάς αν θα πάρουν δέκα ή είκοσι χιλιάρια και που θα τα βρει ο κόσμος. Έ, πάει, μπήκες στην λούπα, παίζεις με τους όρους τους. Λέει ο άλλος “γιατί έρχονται άντρες από την Αφρική, τι έχουν εκεί, πόλεμο;” αντί να τους πεις “πυροβόλησαν στο κεφάλι μετανάστες, τέλος της κουβέντας” κάθεσαι και κανεις ποσόστωση πόσοι άντρες, πόσες γυναίκες και πόσα παιδιά – και φυσικά, έχεις ήδη χάσει. Σου λέει ο άλλος “ναι, αλλά πέθανε έναν μήνα μετά το πρεζόνι”, και αντί να του πεις “τον βαράγανε οκτώ, τέλος κάθε κουβέντα” ψάχνεις να εξηγήσεις τώρα στον άλλον, αν φέρνει ή όχι ψυχολογικό σοκ ο βασανισμός. Ε, στ’ αρχίδια του με το συμπάθειο κιόλας αν και τι κανει ο βασανισμός, αυτός πέτυχε να σε αποπροσανατολίσει, περνάς όλη σου την μέρα απολογούμενος, και σου απομυζεί και την λίγη δύναμη που σου έχει μείνει από το σοκ όχι μόνο της είδησης που καλείσαι να διαχειριστείς, αλλά και των τρολ (με την ουσιαστική σημασία της λέξης) που θα πρέπει να καταπολεμήσεις.

Και αφού κουράζεσαι να πολεμάς σκιές, αυτοί βλέπουν πότε θα εξαντληθείς, και μόλις σε πιάσουν κατάκοπο, πάνε και τον ψηφίζουν τον νόμο, δικάζουνε το μετανάστη, σκοτώνουν τον διαμαρτυρόμενο, πυροβολάνε την εφημερίδα, παρακολουθούν τον δημοσιογράφο, και ξαναβγάζουν τον βουλευτή.

Και εσύ χαμένος, με μόνη παρέα το δίκιο σου, πέντε ακόμα τρελούς διπλα σου και κάτι φαντάσματα να σε κρατάνε λογικό, κάθεσαι και τους χαζεύεις.

Και κάπως έτσι περνάει ο καιρός μας. Εμείς κουρασμένοι, και αποκαμωμένοι και αυτοί να κάνουν την δουλίτσα τους.

Και σε ρωτάω εγώ τώρα φίλε/η αναγνώστη/τρια:

Πως προστατευόμαστε από όλο αυτό; Ποιο, τελικά, επιχείρημα να φωνάξεις απέναντι στο παράλογο; Τι αλήθεια έχουμε καλύτερο να δώσουμε σ’ αυτήν την κουβέντα εκτός από μία -απολύτως λογική- σιωπή;

Έφεραν λοιπόν δηλαδή την μάχη στο επίπεδό τους. Στον γκεμπελισμό. Στις λάσπες. Ok. Μάλιστα. Τι κάνουμε λοιπόν όταν ξέρουμε ήδη καλά πως δεν κερδίζεται η λάσπη ούτε με λάσπες, μα ούτε με επιχειρήματα;

Γιατί εκεί είμαστε. Τι κάνουμε λοιπόν;

Υ.Γ.: Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως επαναλαμβάνομαι, λέγοντας τελικά τα ίδια πράγματα – απλώς ίσως με διαφορετικό τρόπο και σε άλλο τέμπο.

Οι νεκροί μας έχουν φύγει πια. Η εικόνα τους κρατά μερικές μέρες μόνο – συνήθως μέχρι τον επόμενο. Ο,τι κλάψαμε, κλάψαμε, ό,τι διαμαρτυρηθήκαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, ό,τι μας θύμωσε, μας θύμωσε. Ο πανδαμάτωρ χρόνος ακουμπά την λήθη επάνω μας, τα λειαίνει όλα, η ανάγκη για τιμωρία βρίσκει βράχια σκληρά και άκομψα, η λογική μας συνθλίβεται στο συμφέρον τους, το δίκαιό μας πεθαίνει στον κυνισμό τους.

Ό,τι μπορούσαμε κάναμε, τρομάξαμε, είπαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε, τσακωθήκαμε, αγριέψαμε, είπαμε και μία κουβέντα παραπάνω – μα δεν γυρίζουν πίσω. Πόσο να παλέψεις; Να ξαναζήσουν δεν γίνεται, να τιμωρήσεις τους κακούς δεν τα καταφέρνεις, είναι ισχυρότεροι, έχουν τον έλεγχο της λογικής και της παράνοιάς μας, μας ξεκαθαρίζουν ότι δεν τους νοιάζει, πλακώνουν και τα άλλα, έρχεται και ο λογαριασμός της ΔΕΗ, έχεις να βρεις και για το γάλα, σκάνε και κάτι παρακολουθήσεις και κάτι οφσόρ και κάτι λαμογιές, με τι να πρωτοασχοληθείς, άσ’ το να πάει – μέχρι τον επόμενο.

Μέχρι τον επόμενο, που αν ακόμα έχεις καρδιά, θα πονέσεις – και εξίσου γρήγορα με τον προηγούμενο, θα ξεχάσεις.

Είναι όμως τα φαντάσματα.

~

Πάντα αυτό με απασχολούσε. Τα φαντάσματα. Αυτοί που μένουν πίσω, στο άδειο δωμάτιο.

Η ζωή της της μητέρας Φύσσα, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Γρηγορόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Λουκμάν, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Ζακ, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή των γονιών του Σαμπάνη, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Μάγγου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της οικογένειας του Μιχαλόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του γιού του Μανιουδάκη, δεν είναι πια η ίδια. Του αδελφού του Βλάχου, της μάνας της Μάρθας, της οικογένειας του Φραγκούλη. Οι ζωές αυτών που μένουν πίσω, δεν είναι πια οι ίδιες.Όλων αυτών που ζωές μένουν πίσω.

Κάποιοι μένουν εκεί. Και κοιτάνε να μείνει το παιδί τους ζωντανό.

Αυτό τους κρατάει. Αυτό τους κάνει να ξυπνάνε το πρωι. Αυτό τους κάνει να μιλάνε και να διαμαρτύρονται. Αυτό τους κάνει να φωνάζουν. Κοιτάνε να κρατήσουν το παιδί τους ζωντανό.

Ζωντανό στην μνήμη μας.

Ενοχλητικοί και άβολοι.

Σαν τα φαντάσματα.

~

Παρακολούθησα την ομιλία της Καρυστιανού. Δεν ήταν εύκολο. Δεν ένιωσα καλά. Όλη η αδικία του κόσμου σε ένα μαύρο φόρεμα, σε ένα καθαρό, τίμιο βλέμμα, σε ένα κείμενο που δεν διαβάζεται καλά από τα δακρυσμένα μάτια. Απέναντί της, έβλεπε τους ανθρώπους που έκαναν και κάνουν ακόμα ό,τι μπορούν για να αποκρύψουν τις ευθύνες τους. Κρυβόμουν, άθελά μου, για να μην είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Ένιωθα λίγος. Οτι έκανα λίγα. Κοιτούσε δειλούς και πονηρούς. Που ξοδεύουν όλο τους το είναι, κάνουν ο,τι μπορούν για να μην αναλάβουν την ευθύνη. Που κουνάνε από πάνω και το δάκτυλο. Θρασείς. Άκαρδους. Τομάρια. «Δεν είμαι μόνη μου», είπε, με θάρρος απέναντί τους. «Πίσω μου είναι κι άλλοι». Μέτρησε τους νεκρούς. Μέτρησε τους τραυματίες. Μέτρησε τους συγγενείς. Μέτρησε όσους λείπουν.

(Δεν μέτρησε το δίκιο: Δεν ήταν μόνη της. Είχε δίπλα της το δίκιο).

Εκείνο που σε κάνει να στέκεσαι απέναντι σε οποιονδήποτε. Εκείνο που σε ταλανίζει, που σε τρελαίνει, που σε εξοργίζει.

Και με έκανε να αναρωτηθώ: σε ποιον τα λέει; Μόνο σ’ αυτούς; Άραγε, δεν τα λέει και σε μένα; Που ξέχασα το παιδί της και προχώρησα; Που την άφησα μόνη της απέναντι στα θηρία και στα καθάρματα να πολεμά;

Που την άφησα να έχει δίπλα της τους τραυματίες, τους συγγενείς και τους νεκρούς, όταν πολεμά τα θηρία που δεν τολμώ να τιμωρήσω – και όχι εμένα;

Να πει «δεν είμαι μόνη μου. Είναι και ο Γιάννης, που θυμάται. Ο Νίκος. Η Μαρία. Η Ελένη. Ο Κώστας. Η Βάνα». Να πει «είναι όλοι αυτοί δίπλα μου, είναι ζωντανοί, θυμούνται και θυμώνουν. Με προστατεύουν. Είναι μπροστά. Τον φόβο τους να ‘χετε».

~

Γιατί να είναι εκεί η Καρυστιανού; Γιατί να είναι εκεί η Μάγδα Φύσσα, γιατί να είναι εκεί ο Γιάννης Μάγγος, η Τζίνα Τσαλικιάν, ο Γιάννης Σαμπάνης – γιατί να είναι εκεί όλοι αυτοί; Σε κάθε διεκδίκηση, σε κάθε δρόμο, σε κάθε μάχη, να φωνάζουν για το δίκιο, γιατί να είναι εκείνοι μπροστά; Σαν τα φαντάσματα ανάμεσά μας, που τους κοιτάμε δύσκολα στα μάτια, που ντρεπόμαστε μπροστά τους, τι θέλουν να μας πουν;

Γιατί δεν ησυχάζουν πια;

Γιατί δεν αναπαύεται η ψυχή τους;

~

Γιατί χρωστάμε.

Γιατί χρωστάμε σε κάθε έναν από αυτούς, και σε άλλους τόσους που δεν αναφέρω εδώ, δικαιοσύνη. Υπάρχει ακόμα ένα κενό. Τους βλέπουμε ακόμα, τους αναγνωρίζουμε ακόμα, νιώθουμε ανατριχίλα στην ύπαρξή τους, γιατί τους χρωστάμε δικαιοσύνη.

Γιατί δεν μιλήσαμε αρκετά.

Γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά.

Γιατί δεν θυμώσαμε αρκετά.

Γιατί δεν απαιτήσαμε αρκετά.

Που δεν ζητήσαμε, τουλάχιστον, μία συγγνώμη.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να θρηνήσουν θυμωμένοι, γιατί δεν είμαστε εμείς όσο χρειάζεται ώστε να καλύψουν τον θυμό τους. Γιατί ξέρουν τον πόνο της απώλειας, και βλέπουν πως δεν διορθώνουμε όσα πρέπει ώστε να μην θρηνήσουμε και τα δικά μας παιδιά, τα δικά μας αδέλφια, τους δικούς μας γονείς αύριο. Κοιτάνε στα μάτια μας, και φοβούνται πως αν ξεχάσουμε, θα ξαναγίνει. Κανείς σε θέση ευθύνης δεν έμαθε τίποτα. Γλύτωσαν με την ανοχή μας πάλι όλοι. Θα ξαναγίνει. Μοιραία, θα ξαναγίνει. Μέχρι να μάθουμε.

~

Λοιπόν, έχω ένα λάθος, που το καταλαβαίνω τώρα, γράφοντας το κείμενο: Υπάρχουν όντως φαντάσματα, αλλά δεν είναι αυτοί που νόμιζα.

Δεν είναι αυτοί τα φαντάσματα.

Εμείς, οι άτολμοι. Εμείς, οι φοβισμένοι. Εμείς, οι μουδιασμένοι. Εμείς οι βολεμένοι. Εμείς που δεν πάμε μπροστά. Εμείς που δεν μιλάμε αρκετά δυνατά. Εμείς που δεν αντιδρούμε. Αυτοί; Αυτοί είναι ζωντανοί. Πιο ζωντανοί από όλους μας. Αυτοί πολεμάνε. Αυτοί διεκδικούν. Αυτοί εκτίθενται. Αυτοί πάνε μπροστά. Αυτοί μας προστατεύουν.

…Εμείς είμαστε τελικά τα φαντάσματα.

Μέχρι την ημέρα που θα αποδώσουμε δικαιοσύνη.

Οι τρεις δηλώσεις που έγιναν υπο μορφήν εκβιασμού (του Γεωργιάδη για τον δήμαρχο Χαλανδρίου, του Μαρινάκη για … όλους τους αντίπαλους δημάρχους και του Αυγενάκη για τον υποψήφιο περιφερειάρχη Θεσσαλίας) μάλλον δεν πήγαν και πολύ καλά. Όμως είναι από τις φορές εκείνες που, το να αποτύχει ένας εκβιασμός, κάνει την κατάσταση πολύ, πολύ χειρότερη.

Οφείλω πριν συνεχίσω την σκέψη μου να θυμίσω στους αναγνώστες μου μία παλαιότερη, προφανώς εντελώς ξεχασμένη ιστορία. Από το πρώτο μνημόνιο αν θυμάμαι καλά και μετά, υπήρχε μία υποχρέωση που αφορούσε τις εταιρίες που έβαζαν διαφημίσεις στα τηλεοπτικά ΜΜΕ να καταβάλλουν 20% φόρο επί των διαφημίσεων τους – μία υποχρέωση που πήρε μία… υπόγεια αναβολή συνεχόμενα, κάθε χρόνο, από το 2010 έως και το 2015. Ώσπου, ήρθε το μπαγάσικο το 2015, και η νεοδημοκρατική κυβέρνηση Σαμαρά μάλλον ξέχασε να ανανέωσει για άλλον έναν χρόνο την αναβολή και ήρθε μία κυρία Σαββαΐδου και αφού πια δεν μπορούσε να κάνει άλλη παράταση, φρόντισε να μεταφέρει την ημερομηνία πληρωμής στο τέλος του έτους, ξεκάθαρα, (κατά την ταπεινή μου γνώμη), για να μην έχει έσοδα ο Σύριζα στην αρχή της θητείας του και να αποτύχει παταγωδώς. Έκανε δηλαδή μία τρικλοποδιά προς την … αριστερής παρένθεσης κυβέρνηση, στερώντας από το δημόσιο υπερπολύτιμα έσοδα, και ίσως μία καλύτερη μοίρα στις διαπραγματεύσεις της (εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα αυτών που την στήριζαν).

Έχουμε αποβλακωθεί τελείως βέβαια, και τέτοιες ενέργειες κάπως γίνεται και δεν μας κάνουν εντύπωση πια. Δεν ξερω αν είναι λογικό και αναμενόμενο, ας πούμε ότι είναι υπόθεση ενός επόμενου ποστ, αν ποτέ καταλάβω με ποιον τρόπο αυτός ο αδιανόητος πολιτικός διασυρμός έχουμε επιλέξει (διότι περι επιλογής πρόκειται, ξεκάθαρα) να μην τιμωρείται όσο αισχρός και να είναι.

Πίσω στα δικά μας. «Αν δεν κερδίσουμε θα κάνουμε δύσκολη τη ζωή του Ρούσσου από εδώ και μπρος, για να μην μπορεί να ταλαιπωρήσει το Χαλάνδρι» είπε χειροκροτούμενος ο (Υπουργός, θυμίζω) Γεωργιάδης συνεχίζοντας με το “Ο Δήμος αυτός θα χάσει όλες τις ευκαιρίες του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης εάν για τα επόμενα 5 χρόνια μείνει με αυτόν τον Δήμαρχο”. «Δεν υπάρχουν δικοί μας και μη δικοί μας δήμαρχοι αλλά όταν βλέπω δήμαρχο να υπερασπίζεται την Παλαιστίνη μετά από όσα έγιναν, ή υπάρχουν άνθρωποι που τις ιδεοληψίες τους τις βάζουν μπροστά από την ανάπτυξη των πολιτών, σίγουρα αμφιβάλλω αν όλα αυτά τα χρήματα που σπρώχνονται στην τοπική αυτοδιοίκηση για το σύνολο των πολιτών και των δημάρχων χωρίς προφανώς να υπάρχει κανόνας το που ανήκουν οι δήμαρχοι και ούτε μπορεί να υπάρξει νομοθετικά» καθώς «σίγουρα θεωρώ ότι αυτοί που έχουν φιλελεύθερη ιδεολογία και είναι πιο κοντά στο χώρο μας μπορούν να τα αξιοποιήσουν καλύτερα τα χρήματα» έλεγε ο Μαρινάκης, εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης. Και, φυσικά, το αμίμητο «Το αποτέλεσμα της κάλπης είναι ευνόητο ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταχύτητα και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που μόλις εξαγγείλαμε» του Αυγενάκη, υπουργού Γεωργίας της κυβέρνησης αυτής.

Στα δικά μου τα μάτια (υποθέτω και των ψηφοφόρων που καταψήφισαν εντυπωσιακά κάθε τέτοια απόπειρα σε σχεδόν κάθε δήμο και περιφέρεια στον δεύτερο γύρο) αυτό έμοιαζε με ωμό εκβιασμό. Και ο εκβιασμός αυτός, κρίθηκε πράγματι αποτυχημένος. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι: ο εκβιασμός αυτός, δεν έχει ημερομηνία λήξης τις εκλογές. Αυτή είναι η ημερομηνία έναρξης.

“Ο Δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ζητά έγκριση χρηματοδότησης για την αποκατάσταση της Μαρίνας Πατρών, ενημερώνοντάς τον ότι έχει κατατεθεί, εδώ κι ένα χρόνο, τεχνικό δελτίο και φάκελος του έργου, αλλά και για τις συναντήσεις με υπουργούς που έχουν γίνει για το θέμα” διαβάζω πριν από λίγο καιρό στο ypodomes.gr. Είναι προφανές πως η χρηματοδότηση των δήμων και των περιφερειών, θα περάσει, τελικά, αναγκαστικά από τα γρανάζια της κυβέρνησης. Και θα ήταν αναμενόμενο να μην … τρέχει να ικανοποιήσει η κυβέρνηση κάθε υποχρεώσή της όταν ο δήμος ή η περιφέρεια δεν είναι της αρεσκείας της.

Όμως εδώ έχουμε μία εντελώς άλλη διαδικασία. Γιατί, στην προσπάθεια να φοβίσουν τους κατοίκους των περιοχών αυτών, η κυβέρνηση μέσω τριών πολύ σημαντικών στελεχών προχώρησε σε “νουθεσίες” στους ψηφοφόρους να μην περιμένουν τίποτα λιγότερο από εχθρική αντιμετώπιση. Μία ενέργεια που, να θυμίσω, την είχαμε δει προεκλογικά και στην Ροδόπη από την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία είχε δηλώσει πως «Αντ’ αυτού ψηφίσατε τον ΣΥΡΙΖΑ. Θέλω λοιπόν βοήθεια και στήριξη, διότι αν εσείς δεν με στηρίξετε εγώ δεν μπορώ να σας στηρίξω αύριο. Στην Αθήνα δεν είναι όλοι σαν εμένα που αγαπάω τη μειονότητα. Τώρα η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση της ΝΔ. Τους βουλευτές τους βγάλατε, τώρα πρέπει να βγάλετε κόμμα και αυτό είμαστε εμείς. Έφερα στα Χανιά 41% που ποτέ εκεί ιστορικά δεν έχουν ψηφίσει τη ΝΔ, ούτε όταν ήταν ο πατέρας μου πρωθυπουργός, και δεν ψηφίζετε εσείς. Οπότε τώρα τι να κάνω; Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να περάσει το μήνυμα τώρα. Χρειαζόμαστε στήριξη. Αν δεν μας στηρίξετε, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα».

Δύσκολα τα πράγματα αν δεν μας στηρίξετε, από την κάλπη θα εξαρτηθεί η ταχύτητα των αποζημιώσεων και δήμαρχοι που υποστηρίζουν το παλαιστινιακό δεν είναι αρκετά φιλελεύθεροι άρα δεν θα έχουν χρήματα να φτιάξουν πράγματα.

Αν το πω εγώ, είναι υπόθεση. Αν το πει αυτός που μοιράζει τα λεφτά όμως, είναι προφητεία. Και μάλιστα αυτοεκπληρούμενη.

Δεν εξετάζω τι πιστεύουν και τι όχι οι πολίτες. Όπως είπαμε, ουδείς συγκινείται, θα το ξεχάσουμε σε πέντε-δέκα ημέρες, και το πολύ-πολύ να έφερε μία βραχύβια αλυσιδωτή αντίδραση που στέρησε πχ την περιφέρεια από τον (προπορευόμενο) Αγοραστό, ή ακόμα και τον δήμο Αθηναίων από τον (προπορευόμενο μέχρι τότε) Μπακογιάννη.

Θα έχουν οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες την ελάχιστη στήριξη του κράτους όταν δεν συμπλέουν πολιτικά; Όχι, δεν το νομίζω. Αν ήταν άλλο κόμμα στην εξουσία ίσως διατηρούσα κάποιες ελπίδες, αλλά με αυτήν την κυβέρνηση και με αυτόν τον πρωθυπουργό, δεν το πιστεύω ούτε ελάχιστα. Θα είναι αυτός λόγος που θα αποτύχουν στο έργο τους; Από την μία ο Πελετίδης πχ έχει τρίτη θητεία παρότι παίρνει όπως δηλώνει πολύ λιγότερα από όσα δικαιούται ως δήμος. Από την άλλη, αν καθυστερήσουν έστω και ελάχιστα την χρηματοδότηση σε μια περιφέρεια τόσο ταλαιπωρημένη όσο η Θεσσαλία, μάλλον την καταδικάζουν στην απόλυτη καταστροφή, όσο και αν προσπαθήσουν οι υπεύθυνοι να ξεπεράσουν τα προβλήματα. Θα είναι μία καλή δικαιολογία για πιθανή αποτυχία; Θα εξαρτηθεί από τους ψηφοφόρους, αλλά με τα μέσα επικοινωνίας αναφανδόν υπέρ της κυβέρνησης, μάλλον κάθε διαμαρτυρία δεν θα φτάσει ποτέ στα αυτιά τους για να ληφθεί υπόψη και να κριθεί αναλόγως.

Θα έχουμε μία κυβέρνηση που δεν θα απειλεί για να πετύχει τους στόχους της; Όχι, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια τουλάχιστον, έχουμε συλλογικά αποφασίσει πως δεν μας πειράζει αυτή η “πολιτική” τακτική. Ατομικά, ως σκεπτόμενοι πολίτες μπορεί να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν είναι καν πολιτική, αλλά αυτοί είναι στην εξουσία, και μάλιστα με πρόσφατη λαϊκή εντολή.

Κάποιας μορφής αντίσταση σ’ αυτές τις πρακτικές βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως φάνηκε. Δεν την βρίσκω σωστή, όμως, προσωπικά: Μπορεί ο Μπακογιάννης, ο Αγοραστός, ο Ζέρβας, και όλοι οι υπόλοιποι να ήταν καλοί στην δουλειά τους τελικά – μπορεί, πράγματι, μπορεί και όχι. Μπορεί η ψήφος διαμαρτυρίας να ήταν ακριβώς αυτό, διαμαρτυρία στους εκβιασμούς και όχι στις πολιτικές – μπορεί. Αν είναι όντως έτσι, αν δεν ασχοληθήκαμε με το έργο τους αλλά με την προσπάθεια επιβολής τους, σας πληροφορώ πως δεν κερδίσαμε τίποτα: Αν φέραμε εξίσου κακούς ή ακόμα και χειρότερους υπευθύνους με μία δικαιολογία στα χέρια τους αν κάτι πάει στραβά, ο τόπος μας δεν κέρδισε απολύτως τίποτα.

Αφήσαμε την πολιτική εξουσία στα χέρια αδίστακτων αχρείων, πράγματι, και ανησυχώ μήπως είναι πιθανό να μας προκαλούν να φερόμαστε αντίστοιχα μη-πολιτικά. Μας έπαιξαν το ντέφι στον δικό τους (σιχαμερό, δεν αντιλέγω) ορισμό της πολιτικής, και εμείς αυθόρμητα χορέψαμε – έστω και σε άλλον ρυθμό. Δεν είναι όμως πολιτική αυτό. Έτσι κερδίζουν πάλι εκείνοι. Οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω, θεωρώ, και να κρίνουμε τις επιλογές μας όχι με βάση το “είναι καλύτεροι από τα καθάρματα” αλλά ουσιαστικές με πολιτικές απαιτήσεις, προγράμματα και επιταγές.

Ας εκπαιδεύσουμε, έστω και την τελευταία στιγμή, έστω και τώρα, τους επόμενους πολιτικούς μας ταγούς να φέρονται ΠΟΛΙΤΙΚΑ. Είναι δύσκολο σ’ αυτόν τον βούρκο, το ξέρω, μα είναι πολύ σημαντικό να επιμείνουμε. Να τους πιέσουμε να προτείνουν πολιτικές λύσεις, και να μας αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Να τους αναγκάσουμε να είναι διάφανοι, να επικοινωνούν με και προς τους ψηφοφόρους τους, να είναι υπόλογοι των ευθυνών και μαχητές των δικαιωμάτων τους.

Ας μην επιτρέψουμε τέλος πάντων να γινόμαστε ετερόφωτοι εκβιαστών, δειλών κομματόσκυλων – ας τους πάρουμε την σημαντικότερη εξουσία που έχουν στα χέρια τους, τον καθορισμό της πολιτικής σκηνής, και ας τους εξοβελίσουμε από την ουσιαστική πολιτική πλατφόρμα ανακαταλαμβάνοντας την συζήτηση και τις γραμμές της πολιτικής αξιοπρέπειας. Είναι ξεκάθαρο πως αν ορίσουμε την πολιτική ως πεδίο μάχης, θα αναγκαστούν να μονομαχήσουν με πολιτικά επιχειρήματα, ούτε με την εικόνα, ούτε με λαϊκισμούς.

Απλώς αντιδρώντας στα γουρούνια της πολιτικής, το μόνο που θα πετύχουμε είναι να θαβόμαστε βαθύτερα στην δική τους λάσπη. Την ξέρουν καλά, και δεν ενοχλούνται από αυτήν. Εμείς πνιγόμαστε μόνο.

Αντε, και καλή τοπική πενταετία στον καθένα μας εύχομαι.

Ένα μοναδικό δώρο μας δόθηκε πριν από λίγες ημέρες: το δικαίωμα να αλλάξουμε ένα λάθος. Ένα δώρο που κανείς, κατά πως φαίνεται, δεν έχει την δυνατότητα να το αξιοποιήσει. Θα το πετάξουμε στα σκουπίδια, είτε από εγωισμό, είτε από αδυναμία, είτε από φόβο, είτε από κουταμάρα. Και κάπως έτσι, πέρασαν 35 ημέρες. Και κάπως έτσι, θα περάσουν και τα επόμενα τέσσερα χρόνια: Καθώς θα αναλογιζόμαστε την χαμένη ευκαιρία.

Όσοι από εμάς βρήκαμε λάθη στην προηγούμενη κυβέρνηση, λάθη που θεωρήσαμε σημαντικά και ουσιαστικά, λάθη που έκριναν την ψήφο μας, αποτύχαμε θεωρώ σ’ αυτές τις τριάντα πέντε ημέρες να ορίσουμε τα θέλω μας. Αποτύχαμε, θεωρώ όχι εκ του αποτελέσματος, που την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι άγνωστο (“η κάλπη είναι άδεια”, και άλλα τέτοια χαριτωμένα που λέμε) αλλά εκ της προσπάθειας και της μάχης που παρακολούθησα, να αλλάξουμε την γνώμη σε όσους δίνουν λευκή επιταγή στην κυβέρνηση να κάνει ο,τι θέλει την επόμενη τετραετία, ακριβώς (αν όχι χειρότερα) με την επιταγή που είχε να κάνει ο,τι θέλει επι τέσσερα χρόνια στην προηγούμενη.

Ώρες ώρες μπορεί να με πιάνει ένας θυμός – αλλά στα ήρεμά μου, αναγνωρίζω ότι το καθήκον το είχαμε εμείς που ξέραμε, όχι εκείνοι που δεν ξέρουν – ή δεν τους νοιάζει. Εκείνοι έκαναν την επιλογή τους και θα ζήσουν μ’ αυτό που επέλεξαν – εμείς θα ζήσουμε με κάτι που επέλεξαν κάποιοι άλλοι και που διαφωνούμε με την επιλογή τους. Ποιος καίγεται περισσότερο;

Τριανταπέντε χαμένες ημέρες

Τι μπορούσε να γίνει; Δεν θα μπω στην διαδικασία να σχολιάσω πού μπορεί να διαφωνεί η αντιπολίτευση στον τρόπο με τον οποίο θα λύνεται το κάθε πρόβλημα. Είναι όμως σαφές πού συμφωνεί – στο ότι η διακυβέρνηση της χώρας την προηγούμενη τετραετία ήταν φρικτή και απογοητευτική.

Ήταν τόσο φρικτή και τόσο απογοητευτική, που ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ και να έκαναν, θα ήταν άξιο λόγου. Είναι τόσα πολλά αυτά που θα χαθούν την επόμενη τετραετία – πολύ περισσότερα φοβάμαι ακόμα και από την προηγούμενη – που θα δεχόμουν να προσπαθήσουν και ας αποτύχουν.

Φευ.

Η αντιπολίτευση υπήρξε φοβική και λίγη. Κάποια από τα κόμματα τρομοκρατήθηκαν από την ζημιά που έπαθαν, κάποια άλλα… πανηγύρισαν(!) μία πρόσκαιρη επιτυχία λίγων βαθμών στα ποσοστά τους – λες και έχει καμία σημασία η αντιπολίτευση εν καιρώ Νέας Δημοκρατίας. Όλοι, αντί να τομλήσουν, πάσχισαν να αμυνθούν παλεύοντας για τα κεκτημένα τους, ή για λίγη αξιοπρέπεια στην επερχόμενη ήττα τους.

Είναι αστείο, και συνάμα πολύ τρομακτικό.

Εμείς, ως πολίτες και ψηφοφόροι ακολουθώντας το παράδειγμά τους τσακωθήκαμε μεταξύ μας, τονίζοντας τις διαφορές μας περισσότερο από τα κοινά μας. Ένα ζοφερό μέλλον θα μας το υπενθυμίζει αυτό για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, καθώς σπείραμε μόνο διχασμό, και όχι σύμπνοια. Φροντίσαμε να χωριστούμε ακόμα περισσότερο. Φροντίσαμε να ρίξουμε ο ένας το φταίξιμο στον άλλον. Τι φυτρώνει άραγε μετά από αυτό;

Αποτύχαμε, όχι γιατί αυτά που δοκιμάσαμε δεν έπιασαν, αλλά γιατί ήμασταν πολύ πολιτικά φοβικοί ακόμα και για να δοκιμάσουμε. Η ήττα δεν έρχεται γιατί κάναμε λάθος, αλλά γιατί ουσιαστικά δεν κάναμε τίποτα.

~

Εγώ νόμιζα ότι ήξερα το 2019 τι να περιμένω από την κυβέρνηση που ψηφίστηκε- ξαφνιάστηκα δυσάρεστα όμως παρόλα αυτά, τα πράγματα ήταν πολύ, πολύ χειρότερα την τετραετία που ακολούθησε. Απόλυτη ανικανότητα, δειλία, μίσος, αδιαφορία, θράσος – ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να επιδείξει μία κυβέρνηση, το εισπράξαμε όσο πιο βίαια γινόταν.

Σε αυτήν την εικόνα -όπως την βλέπω εγώ, δεν συμφωνούμε προφανώς όλοι, το 41% έχει εντελώς άλλη γνώμη- κάθε αντίδραση την μοναδική στιγμή που ερωτηθήκαμε, θα ήταν δικαιολογημένη, πλην αυτής που δώσαμε. Αποτύχαμε την πρώτη φορά, μα, ακόμα χειρότερα αποτύχαμε να διορθώσουμε το λάθος μας την δεύτερη δείχνοντας ξεκάθαρα πως ακόμα δεν τολμούμε να βάλουμε τις προτεραιότητές μας σωστά.

Η κάλπη είναι άδεια λένε λοιπόν. Όντως, είναι. Μπορεί ο κόσμος να αλλάξει γνώμη ή μπορεί εγώ να κάνω πάλι λάθος, μπορεί αυτή η τακτική τελικά να ενέπνευσε κάποιους, να εξήγησε τις θέσεις και τις αξίες που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Μακάρι.

Γιατί όταν γεμίσει αυτή η κάλπη, θα κοιτάξουμε αναγκαστικό πίσω για να δούμε πώς φτάσαμε ως εκεί. Και δεν είμαι σίγουρος ότι θα μας αρέσει αυτό που θα δούμε.

Το παιχνίδι που ονομάζεται “Μία Νύχτα στο Παλέρμο” είναι ένα κλασικό παιχνίδι παρέας. Οι ρόλοι μοιράζονται σε πολίτες, δολοφόνους, ίσως έναν γιατρό και έναν αστυνομικό και έναν αφηγητή. Μοιράζεται μία τράπουλα και κληρώνονται 2 δολοφόνοι, που γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά δεν τους ξέρει κανείς άλλος, και ένας αστυνομικός ή και ένας γιατρός αν η παρέα είναι αρκετά μεγάλη. Ο αφηγητής ζητά από όλους τους παίκτες να κλείσουν τα μάτια τους, οι δολοφόνοι κοιτάζονται μεταξύ τους, επιλέγουν ένα θύμα και τον “σκοτώνουν”, βγάζοντάς τον από το παιχνίδι. Ύστερα, ανοίγουν όλοι τα μάτια τους, ανακαλύπτουν ποιος από αυτούς πέθανε σ’ αυτόν τον γύρο, ο αστυνομικός κάνει έρευνες, ο γιατρός αν υπάρχει προστατεύει κάποιον να μην πεθάνει στον επόμενο γύρο, και οι παίκτες ψηφίζουν ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος με βάση τις έρευνες. Όσο υπάρχουν δολοφόνοι ή παίκτες στο παιχνίδι, σε κάθε γύρο πέφτει η “νύχτα στο Παλέρμο” και πεθαίνει άλλος ένας άνθρωπος.

Μία μικρή αναφορά σε γεγονότα, όπως συνηθίζω:

Πριν από τρία χρόνια, στις 28/7/2020, ο δημοσιογράφος και εκδότης Στέφανος Χίος δέχεται μία δολοφονική επίθεση με όπλο, έξω από το σπίτι του. Τραυματισμένος από δύο σφαίρες, που μόνο κατά τύχη δεν του στέρησαν την ζωή, ο δημοσιογράφος οδηγεί μέχρι το νοσοκομείο και σώζεται.

(Έχουν ήδη προηγηθεί οι δολοφονίες του Σωκράτη Γκιόλια, στις 19/8/2010 και του εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολη Παναγιώτη Μαυρίκου όταν κάηκε το αυτοκίνητό του μάρκας Πόρσε στην Αττική Οδό)

Έναν περίπου χρόνο μετά από την απόπειρα δολοφονίας του Στέφανου Χίου, στις 9/4/2021, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ πέφτει νεκρός από ενέδρα έξω από το σπίτι του – δύο δράστες, τον πυροβολούν με καλάσνικοφ και τον σκοτώνουν ακαριαία. Ο δημοσιογράφος έχει στενή επαφή με τον υπόκοσμο, λόγω του ρεπορτάζ του.

Λίγες ημέρες μετά, το βράδυ της 16/4 δύο άτομα πάνω σε μηχανή πυροβολούν με καλάσνικοφ αστυνομικούς της ομάδας Δίας που τους σταμάτησαν σε τυχαίο έλεγχο σε δρόμο της Εκάλης. Δεν τραυματίζεται κανείς, αλλά οι αστυνομικοί συλλέγουν τους κάλυκες από το σημείο. Την ίδια ημέρα, ο εκδότης και δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης ενημερώνει τους αναγνώστες του πως άγνωστος άνδρας προσπάθησε τα ξημερώματα να διαρρήξει τα γραφεία της εφημερίδας Documento – για τρίτη φορά.

Την επόμενη μέρα, στις 17/4, άγνωστοι πυροβολούν τον τοίχο του εκδότη και παρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη.

Στις 23/4 ο Κώστας Βαξεβάνης δέχεται ένα δυσοίωνο τηλεφώνημα: Οι δύο επιβαίνοντες της μηχανής που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς κοντά στο σπίτι του Βαξεβάνη, ήταν οι άνθρωποι που εκείνο το βράδυ είχαν αποστολή να τον σκοτώσουν – αλλά ο τυχαίος έλεγχος τους χάλασε τα σχέδια. Ο δημοσιογράφος, επιλέγει να δημοσιοποιήσει το ρεπορτάζ του, σύμφωνα με το οποίο άνδρας του είχε εκμυστηρευτεί, ήδη από τις 6/4, ότι επίκειται χτύπημα με τρία θύματα: το ένα, ήταν δημοσιογράφος που δεν θυμόταν το όνομά του. Το δεύτερο, ήταν ο τοίχος του Φουρθιώτη (όχι ο παρουσιάστης- ο τοίχος του, για να δείξει ότι κινδυνεύει). Ο τρίτος ήταν ο ίδιος ο Βαξεβάνης. Την ενημέρωση αυτή, την έχουν όχι μόνο ο εκδότης της εφημερίδας, αλλά και ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Τριάντης, και η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Αθηνών, Σωτηρία Γεωργακοπούλου – πριν, όπως αναφέρει, τα γεγονότα επιβεβαιώσουν την κατάθεση του αγνώστου. Ο άνθρωπος που αρχικά είχε αρνηθεί να δολοφονήσει τον Βαξεβάνη είχε το προσωνύμιο “ο Ταρίφας”.

Στις 27/4/2021 τέσσερις ολόκληρες ημέρες μετά την καταγγελία Βαξεβάνη, προσάγεται ο παρουσιαστής Μένιος Φουρθιώτης. Οι κάλυκες που βρέθηκαν στο σπίτι του, και οι κάλυκες που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς στον δρόμο προς το σπίτι του Βαξεβάνη, είχαν πυροβοληθεί από το ίδιο όπλο.

Μερικά χρόνια μετά, στις 24/4/2023, σε μία από τις εκπομπές του, ο Στέφανος Χίος φιλοξενεί στην εκπομπή του τον πρώην αστυνομικό της αντιτρομοκρατικής, αποσπασμένος στην ασφάλεια της οικογένειας Μητσοτάκη επί 10ετία Σπύρο Νίνο. Στην εκπομπή αυτή ο Νίνος κάνει λόγο για σημαντικά στοιχεία που έχει, μεταξύ των άλλων και μαγνητοφωνήσεις, για το ποιός παρήγγειλε την δολοφονία του Χίου – δείχνοντας συγκεκριμένους πολιτικούς και μη παράγοντες στην κατάθεσή του.

Σαράντα ημέρες μετά ο γιός του, ο 38χρονος Δημήτρης Νίνος, στις 7/6/2023 βρίσκεται νεκρός στο αυτοκίνητό του με πυροβολισμό στον κρόταφο. Η αστυνομία κάνει αρχικά λόγο για αυτοκτονία, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι ο θάνατός του επήλθε ενώ το όχημα ήταν εν κινήσει, κάνουν την αστυνομία να ερευνά ακόμα την υπόθεση.

Μία μέρα μετά, στις 8/6 πραγματοποιείται στον Κορυδαλλο διπλή δολοφονία – ο 38χρονος Βασίλης Ρουμπέτης είναι ένας εκ των δύο που πέφτει νεκρός. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Δημοκρατία, ο Ρουμπέτης είχε στην νύχτα το προσωνύμιο “Ο Ταρίφας” και είναι καταδικασμένος σε 12 χρόνια φυλακή για την δολοφονία του φιλάθλου του Παναθηναϊκού Φιλόπουλου. Η δολοφονία έγινε σε θωρακισμένο αυτοκίνητο που ανήκε στην εταιρεία ειδήσεις ντοτ κομ, ιδιοκτησίας Αλαφούζου.

Ο Στέφανος Χίος αποκαλύπτει πως έχει συναντηθεί στο γραφείο του με τον Ρουμπέτη – τον οποίο τον κατονομάζει ως επίδοξο δολοφόνο του, καθώς τον αναγνωρίζει ως δράστη της επίθεσης στο πρόσωπό του το 2021. Ο δημοσιογράφος παραθέτει βίντεο της συνάντησής του με τον δολοφονηθέντα Ρουμπέτη και ακόμα δύο πρόσωπα που κατονομάζουν συγκεκριμένα πρόσωπα ως οργανωτές των επιθέσεων στο πρόσωπό του.

Στις 13/6 ο δικτυακός τόπος newsbreak.gr αναφέρει συνέντευξη του Γιώργου Καραϊβάζ το 2018 που έκανε αναφορά για τον Ρουμπέτη και την Μερσεντές

Παραθέτω μόνο γεγονότα από ειδησεογραφικές πηγές – links για τις πηγές μου όπως πάντα μέσα στο κείμενο.

Είμαστε εντάξει ως εδώ; Πολύ ωραία, πάμε στο θέμα τώρα.

~

Έχουμε μία σειρά από γεγονότα. Έχουμε έναν ορυμαγδό από καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα. Δημοσιογράφοι δολοφονούνται, ή αποπειράται η δολοφονία τους. Υπάρχουν στοιχεία, υπάρχουν καταθέσεις, και υπάρχουν μαρτυρίες.Και υπάρχει αίμα. Πολύ αίμα.

Τι δεν υπάρχει; Δημοσιότητα. Έρευνα. Δημοσιογραφία.

Τις τελευταίες ημέρες, οι καταγγελίες για την συμμετοχή του δολοφονηθέντα Ρουμπέτη (τουλάχιστον) στην απόπειρα δολοφονίας του Χίου και του Βαξεβάνη είναι διαρκείς. Θέλετε να δείτε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων; Θέλετε να δείτε τα δελτία ειδήσεων;

Καμία αναφορά. Σιωπή.

Είχα πει στο παρελθόν, πως όταν ένας δολοφονεί και ενενηντα εννιά βλέπουν την πράξη, αλλά δεν μιλούν, οι δολοφόνοι είναι εκατό.

Δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα. Δεν με ενδιαφέρουν τα θύματα. Δεν με ενδιαφέρουν οι θύτες. Δεν με νοιάζει αν είναι καλοί άνθρωποι, κακοί άνθρωποι, πουλημένοι, ξεπουλημένοι, αν είναι δολοφόνοι, αν είναι μαφιόζοι, αν είναι καθάρματα – δεν-με-νοιάζει. Δεν με νοιάζει, και δεν θα έπρεπε να νοιάζει κι εσάς: Δεν σας ζητώ να συνδεθείτε συναισθηματικά με τα θύματα.

Το θέμα μου είναι η δημοσιογραφία.

Πως μπορείς να αποφεύγεις να μιλήσεις ΓΙΑ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ;

Είναι σαφώς πιο εύκολο όταν είναι ένας – το δέχομαι. Αλλά τώρα έχουν μαζευτεί τόσοι άνθρωποι – θύματα, νεκροί, τραυματίες, δημοσιογράφοι, γονείς – πώς, πώς διάολο καταφέρνεις να τους αγνοήσεις ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ;

Πως καταφέρνει τόσες μέρες κανένα μεγάλο μέσο να να μη έχει διαθέσει μία έρευνα, ένα εξώφυλλο, μία είδηση, μία απλή γαμημένη αναφορά σ’ όλα αυτά;

Κάντε μία αναζήτηση για το όνομα του δολοφονηθέντος στα μεγάλα μέσα. Ψάξτε για το όνομα Βαξεβάνης, ή Χίος ή ακόμα και Αλαφούζος ή Μαρινάκης.

Σιωπή.

Αναζητήστε το όνομα Νίνος. Θα βρείτε μόνο την είδηση για τον νεκρό γιο του – και γι’ αυτόν, αναφορές μόνο για αυτοκτονία. Αναζητήστε οτιδήποτε αφορά τις καταγγελίες του Χίου ή του Βαξεβάνη.

Σιωπή.

Οι καταγγελίες έχουν ονοματεπώνυμα. Έχουν ονομαστικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, σε κυβερνητικά στελέχη, σε δημοσιογράφους, σε αθλητικούς παράγοντες!

Ούτε μία έρευνα από την Εισαγγελία δεν έχει ανακοινωθεί.

Σιωπή.

Ξέρετε πόσο πολύ θέλω να πάει φυλακή ο Χίος; Ποιος Χίος – ξέρετε ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ θέλω να πάει ΦΥΛΑΚΗ ο Βαξεβάνης; Δεν φαντάζεστε πόσο. Φυλακή! Να μην τους δει το φως του ήλιου ξανά. Όχι γιατί δεν τους χωνεύω – μα γιατί όσα έχουν καταγγείλει τόσο καιρό, είναι τρομαχτικά, είναι φρικώδη! Εμπλέκεται η κυβέρνηση, η αστυνομία, οι δικαστές! Το σενάριο να ισχύει οτιδήποτε από αυτά είναι αδιανόητο!

Αλλά για να πάνε φυλακή, πρέπει πρώτα να τους ακούσουμε. Να ερευνηθούν τα λεγόμενά τους. Να δούμε τις πηγές τους. Να αναρωτηθούμε για τις καταγγελίες τους. Να τους πιάσουμε, έναν-έναν τους εμπλεκόμενους και να τους ρωτήσουμε “πως το ξέρεις αυτό; Πως το είπες αυτό; που βασίστηκες για να το πεις αυτό;”

Πως μπορούν να απαντηθούν όλα αυτά, όταν η δημοσιογραφία (και η δικαιοσύνη, εν προκειμένω) κάνει τα στραβά μάτια;

Πως όταν αυτή η δημοσιογραφία κλείνει τα μάτια της και κάνει ότι δεν βλέπει;

Πως ανεχόμαστε τόση σιωπή όταν γύρω μας όλα ουρλιάζουν με τόσο θόρυβο – άλλοι γιατί τους πυροβόλησαν, άλλοι γιατί είναι θυμωμένοι, άλλοι γιατί καταγγέλλουν, άλλοι γιατί σκοτώνουν κι άλλοι γιατί πεθαίνουν; Πως γίνεται να μας λένε “κοιτάξτε τι ήσυχα που είναι και σήμερα”;

Πως δεν μας είναι σαφές ότι πρόκειται για μία δολοφονία της αλήθειας που γίνεται αυτήν την στιγμή μπροστά στα μάτια μας; Για μία δολοφονία της δημοσιογραφίας;

Πως όπλο είναι η σιωπή;

Πως δεν καταλαβαίνουμε ότι οι δολοφόνοι είναι εκατό;

~

Το παιχνίδι Μία νύχτα στο Παλέρμο, παρότι είχα πολλές ευκαιρίες, δεν το έπαιξα ποτέ. Το σιχαινόμουν βαθιά – παρότι είναι μόνο ένα παιχνίδι. Δεν ήθελα να είμαι ο δολοφόνος, φυσικά, μα σίγουρα δεν ήθελα να είμαι ο πολίτης. Με ανατριχιάζει η αίσθηση ότι οι δολοφόνοι συνεννοούνται μεταξύ τους με τα μάτια για το επόμενο θύμα έχοντας το πλεονέκτημα να γνωρίζονται μεταξύ τους. Με θυμώνει η πιθανότητα ο αστυνομικός να είναι πληρωμένος και να μην κάνει σωστές έρευνες για να τους αποκαλύψει με αντίτιμο την προστασία τους. Με αηδιάζει η σκέψη ότι ο γιατρός τα παίρνει, και θα σώζει διαρκώς μόνο αυτούς που θα προστατεύουν είτε από βλακεία είτε από σχέδιο τους αληθινούς δολοφόνους ελπίζοντας να αντέξουν μόνο λίγο παραπάνω. Με αγχώνει ότι οι αθώοι πολίτες θα ψηφίσουν(!) χωρίς να έχουν κανένα στοιχείο, παραπλανημένοι συνειδητά από όλους τους υπόλοιπους, έναν από τους ίδιους παίζοντας τέλεια τον ρόλο του θύματος σε ένα παιχνίδι που δεν θα κερδίσουν ποτέ.

Μα πάνω απ’ όλα, με τρομοκρατεί ο αφηγητής. Με τρομοκρατεί να ξέρει ποιοι είναι οι δολοφόνοι, να ξέρει ποια είναι τα θύματα, να ξέρει όλο αυτό το ανίερο παιχνίδι – και με χαλαρή, ήρεμη φωνή, να μας κοιτά στα μάτια, να μας ζητά να καλύψουμε τα δικά μας, να αφεθούμε ηττημένοι και να αποδεχθούμε να πέσει άλλη μία ατιμώρητη, σιωπηλή, νύχτα στο Παλέρμο…

Μετά το ΜέΡΑ25 τώρα και το ΚΚΕ τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο για την «αφισορύπανση» από τον δήμο Αθηναίων.

Παρότι όμως μοιάζει νόμιμο, και φαινομενικά τίμιο να τιμωρεί κανείς την «αφισορύπανση» – θεωρώ πως ως ενέργεια η τιμωρία αυτή είναι πρωτίστως πολιτική, και όχι τυπική, και γι’ αυτό μας αφορά όλους.

Και αυτό γιατί τα μικρά κόμματα δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν μεγάλα ποσά για την δημοσιοποίηση των θέσεών τους, ειδικά σε περιόδους εκλογών όπου οι τιμές ανεβαίνουν και οι θέσεις λιγοστεύουν καθώς ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Συν αυτώ, τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν (κατά περίπτωση βέβαια) σχεδόν τον αποκλειστικό χώρο στην ΜΜΕ δημόσια σφαίρα, και, παρότι τα περισσότερα μεγάλα κόμματα είναι σοβαρότατα υπερχρεωμένα, παρόλα αυτά… παραδόξως περισσεύουν (πολλά!) χρήματα για διαφήμιση σε νόμιμους χώρους προβολής, και κανείς φυσικά κανείς δεν αναρωτιέται το γιατί.

Κάπως έτσι, βρισκόμαστε στην θέση να αναρωτιόμαστε αν μία παρανομία είναι τελικά δικαιολογημένη ή όχι.

Γιατί κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τα κανάλια να φωνάξουν ισότιμα (ή έστω δίκαια) τα μικρότερα κόμματα να παρουσιάσουν τις θέσεις τους (που, ακόμα και όταν τους αναγκάζουν δεν το κάνουν και τελικά τιμωρούναι με ελάχιστες ποινές), σχεδόν κανείς δεν ελέγχει σοβαρά τα απίστευτα άθλια οικονομικά των κομμάτων για να δει ποιος πληρώνει και από πού για την υπερβολική διαφήμισή τους ή γενικά τα έσοδά τους, και η νομιμότητα εξαντλείται με δυσθεώρητα πρόστιμα σε κόμματα που έχουν λίγους ή καθόλου πόρους να υπερασπιστούν την πολιτική υπάρξή τους.

Προφανώς, δεν θα ακούσουμε πολύ γι’ αυτό – ακόμα και όταν το ΜέΡΑ25 κατήγγειλε πολλές φορές πως ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Μαρινάκη τους απέκλεισε από κάθε παρουσία στα μέσα του, η αντίδραση (από την αντιπολίτευση λέμε τώρα, όχι από την κυβέρνηση) ήταν εξωφρενικά ανύπαρκτη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς, ως πολίτες, οφείλουμε να ανεχόμαστε σιωπηλοί κάθε άθλια τακτική για να φιμώνονται τα μικρότερα κόμματα με το πρόσχημα της «νομιμότητας» και οι ψηφοφόροι να χάνουν ένα σημαντικό (και εν πολλοίς ακηδεμόνευτο) στοιχείο της απαραίτητης πολιτικής ενημέρωσής τους πριν πάνε στην κάλπη να επιλέξουν.

Απο μικρό παιδί, δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω την λογική “ναι, αλλά η χούντα έφτιαξε δρόμους”. Ή το “με την χούντα κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοικτές”. Και πάντα με εξέπληττε το “Η χούντα έφτιαξε την οικονομία”. Αυτή η μάχη, στην οποία τολμούσε να πολεμήσει το οικονομικό συμφέρον του καθενός την ίδια την ουσία της Δημοκρατίας, μου φαινόταν πάντα εξαιρετικά παράλογη.

Φυσικά, παρότι αθεράπευτα αφελής πολιτικά άνθρωπος, πάντα καταλάβαινα το “γιατί” κάποιος θα έλεγε τέτοια ανόητα πράγματα. Οι άνθρωποι χρειάζονται ηρεμία, χρειάζονται ασφάλεια, χρειάζονται οικονομική ευμάρεια – προφανώς, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό ήταν ο στόχος τέτοιων δηλώσεων. Όμως, παραμένει τρελό:

Αξίζει η ασφάλεια, η ηρεμία και η ευμάρεια όμως την κατάλυση της Δημοκρατίας;

Δεν έχω ακούσει κανέναν -και έχω μιλήσει και με συμπαθούντες την χούντα στην ζωή μου, όχι μόνο τότε, μα ακόμα και πρόσφατα- ποτέ, κανέναν να μου πει “όχι, κάνεις λάθος, είναι ένα ψέμα – δεν πήραν ποτέ την εξουσία με την απειλή των όπλων”. Πάντα το προφανές απλώς δεν το συζητούσαμε – την πήραν όπως την πήραν, οκ, αλλά τι έκαναν μ’ αυτήν; Καλό για όλους, το τραπέζι είχε φαι, οι πόρτες ήταν ανοιχτές, τέλος πάντων, ήταν ο επίγειος παράδεισος. Και όσοι και να το καταρρίψουν με στοιχεία πάντα το “ε, τουλάχιστον κοιμόμασταν με ανοικτές τις πόρτες” μοιάζει να κερδίζει κάθε άλλο επιχείρημα.

Και γω πάντα ο ίδιος αφελής, πάντα αναρωτιόμουν πως κατάφερναν να κοιμηθούν με ανοιχτές τις πόρτες – δεν τους ενοχλούσαν οι κραυγές των βασανισμένων;

Πριν από λίγες ημέρες, έγραψα το “Συγγνώμη. Συγγνώμη! ΣΥΓΓΝΩΜΗ!”, Ήταν μία αγωνία που είχα μέσα από την καρδιά μου, βασισμένη σε μία σταθερά προσέγγισή μου να κοιτώ πρώτα τον άνθρωπο, και μετά το σύνολο. Οι άνθρωποι χάνονται, ξεχνιούνται, δεν τους δίνουμε πια σημασία, και έτσι εύκολα μπορεί να ξεχάσουμε τι προκάλεσε όλα αυτά που έζησαν – δίνοντας έτσι το ελεύθερο για να ξαναγίνουν.

Ήθελα να πω μία συγγνώμη σ’ αυτούς που δεν πολέμησα αρκετά γι’ αυτούς, που απέτυχα να εκπροσωπήσω στην κάλπη, που απέτυχα να πείσω τους υπόλοιπους να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους.

Βεβαίως, ήταν δημόσια κουβέντα, και οι δημόσιες κουβέντες περνούν από κριτική. Και ω, και αν είχα κριτική.

Εκτός από αυτούς που ένιωσαν κάτι διαβάζοντάς το, και κάποιους λίγους που μου απάντησαν σοβαρά, πολλοί στα social με έβρισαν, πολλοί με λοιδώρησαν – ακόμα και άνθρωποι με τους οποίους μπορεί πάντα να ήμουν ιδεολογικά απέναντι, αλλά ποτέ δεν τους φέρθηκα έτσι, γιατί σέβομαι πάντα τον αντίπαλό μου. Κάποιοι τα έσβησαν μετά, οι περισσότεροι όχι. Τα κρατώ, με πίκρα και τα μεν και τα δε – άλλωστε είναι νικητές κι εγώ είμαι χαμένος, στην επόμενη τετραετία θα έχουμε αυτούς που που θέλουν, νικητές κι αυτούς, με ισχυρότατη και ξεκάθαρη εντολή.

Φευ.

Όμως, σ’ αυτούς που μου απάντησαν σοβαρά, μία ήταν η βασική κοινή συνισταμένη:

“Γιάννη, ζεις σε έναν μικρόκοσμο. Έξω γίνονται άλλα πράγματα.“

Σας μιλώ απολύτως ειλικρινά, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Χιλιάδες άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν εκτός ΜΕΘ με αστείες δικαιολογίες, δεκάδες άνθρωποι πέθαναν με γελοίες δικαιολογίες, εκατοντάδες άνθρωποι παρακολουθήθηκαν με αδιανόητες δικαιολογίες, αναρίθμητοι αθώοι άνθρωποι επαναπροωθήθηκαν χωρίς καμία δικαιολογία. Δεν είναι αρκετός λόγος να τιμωρήσεις τον υπεύθυνο; Τι σκατά μιλάμε για echo chamber, για τον θάλαμο που ακούς μόνο πολλαπλασιασμένα τον εαυτό σου; Δεν είναι όλα αυτά σημαντικά;

Προφανώς, όχι – όχι για όλους.

“Ο κόσμος ήθελε ασφάλεια. Ήθελε ευημερία. Ήθελε ηρεμία”.

Δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα άλλαξαν λίγο την οπτική μου:

Το πρώτο, ήταν μία σημαντική εικόνα: ένα tweet (δεν θυμάμαι απο ποιον, λυπάμαι, αλλά αν το βρω θα το συμπληρώσω στο άρθρο) που έκανε πάνω κάτω την διαπίστωση πως “για την κυβέρνηση δεν ακούγεται από τα μέσα ούτε μία αρνητική είδηση. Για την αντιπολίτευση, ούτε μία θετική”. Είναι εντυπωσιακό πόσο υποσυνείδητα γίνεται αυτό, μα όσες φορές έβλεπα τηλεόραση, σαν γενικό συμπέρασμα, ταιριάζει μ’ αυτήν την εικόνα. Ο Κωνσταντίνος Πουλής (αν δεν απατώμαι) έλεγε σε ένα από τα pod/vidcast της Φάρμας των Ζώων πως ακόμα και αν κάτι πάει στραβά, η αφήγηση δεν είναι “η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις”, μα “η αντιπολίτευση ισχυρίζεται πως η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε αναθέσεις”. Αφού “το ισχυρίζεται η αντιπολίτευση” δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια, σωστά; Αντιπολίτευση είναι, τι άλλο θα πει, έτσι δεν είναι; Την ίδια διαδικασία, επίσης αν θυμάμαι καλά, περιγράφει ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου (έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο γι’ αυτό) ενώ την ολοκληρώνει ο Κώστας Βαξεβάνης, που λέει ότι όταν κάποιος έξω βρέχει, και κάποιος άλλος ότι δεν βρέχει, η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να μεταφέρει απλώς τι λέει ο καθένας, μα να ανοίξει το γαμημένο το παράθυρο και να ανακαλύψει μόνος του.

Το δεύτερο, είναι το άρθρο του δημοσιογράφου Δημήτρη Κούλαλη για το News247.gr. Εκεί παίρνει συνέντευξη μεταξύ άλλων από έναν αγρότη, που λέει: “εγώ σαν επαγγελματίας δεν ζημιώθηκα. Αποδέσμευσαν τις ασφαλιστικές εισφορές από το εισόδημα. Ανέστειλαν το τέλος επιτηδεύματος όλα αυτά τα χρόνια ”.

Τόμπολα.

Βλέπετε, στο πόνημά μου, ζητάω συγγνώμη σε χιλιάδες ανθρώπους. Σε όλες τις απαντήσεις που έλαβα, όλες, από τις πιο χυδαίες μέχρι τις πιο σοβαρές, δεν είδα ούτε μία που να λέει “κάνεις λάθος, δεν έγιναν”. Προφανώς, ελάχιστοι (εως κανείς εξ αυτών) δεν πιστεύουν τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη, που λέει ότι βασανίστηκε στην ΓΑΔΑ, κανείς δεν πιστεύει τις διηγήσεις του Ιάσονα Αποστολόπουλου ή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, το ξέρω – αλλά για την τακτική στις ΜΕΘ, πχ την υπερασπίστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, για την τακτική των παρακολουθήσεων την παραδέχθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα πράγματα έγιναν.

Έγιναν, και όσους μας απασχολούν, ζούμε σε έναν μικρόκοσμο.

Και κάπως έτσι γίνεται και είναι ταυτόχρονα και σωστή αυτή η διαπίστωση, και λάθος.

Κάποιος αγρότης, οικονομικά, δεν επηρεαστηκε. Ο κάτοικος της Λήμνου Λέσβου πχ, όπως περιγράφει στο ίδιο άρθρο του News247 ο Θωμάς Μαυροφίδης, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πίστεψε πως επήλθε η ηρεμία στο νησί, γιατί απλώς τους επαναπροωθούσαν όλους και δεν τους ξανάβλεπε ποτέ. Κάποιος επιχειρηματίας, πήρε μία επιστρεπτέα προκαταβολή και κράτησε το μαγαζί του ανοικτό. Κάποιος άνεργος ίσως πήρε ένα pass για τον υπερφουσκωμένο λογαριασμό της ενέργειας.

Έκανε έργα η κυβέρνηση. Έφτιαξε την οικονομία. Ας την ξαναψηφίσουμε.

Ομολογώ, ότι εδώ δεν έχω επιχειρήματα. Ακούω αυτούς πχ που λένε στον επιχειρηματία “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να αγοράσει τα προϊόντα σου”, ή στον κουρασμένο από τους μετανάστες “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να μαζέψει τις φράουλές σου”, ή ακόμα και στον αγρότη “και ποιος νομίζεις πως θα κάνει κουμάντο τελικά στο πόσο θα πουλήσεις τις ντομάτες σου” – αλλά από μέρους μου θα ήταν φθηνό, και δεν θα το κάνω. Δεν θα το κάνω, κυρίως επειδή δεν τολμώ να βάλω την δημοκρατία στο ζύγι με οτιδήποτε άλλο, είναι ανήθικο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: μπορεί να έχουν δίκιο, δεν ξέρω: όταν όλοι θα ψάχνουν για δουλειά μπορεί να ξαναπάνε στα χωράφια, και οι αγρότες θα ελπίζουν στις κοινοτικές αποζημιώσεις, και για τους επιχειρηματίες υπάρχουν πάντα οι τουρίστες. Μπορεί όλα να πάνε καλά γι’ αυτούς στο τέλος, πού ξέρω εγώ;

Ή απλώς, μπορεί – όπως έλεγα τελικά προφητικά το 2019, ότι “τουλάχιστον από εδώ και μπρος τα κανάλια θα μας παρουσιάζουν την κάθε μέρα πιο ήρεμη από την προηγούμενη, αντίθετα με όσα μας έλεγαν τέσσερα χρόνια τώρα”- μπορεί δηλαδή, δεν ξέρω, απλώς οι μουσικοί του Τιτανικού πχ να κάνουν καλά την δουλειά τους, και όσοι δεν έχουμε ένα ξύλο να πιαστούμε, να πνιγούμε, τουλάχιστον, ήσυχοι, υπνωτισμένοι από την μελωδία της ηρεμίας.

Που να ξέρω;

Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι πως μέχρι τώρα -και έχω φτάσει αισίως στα πενήντα μου, δεν έχω φοβάμαι περιθώρια να αλλάξω πια- ποτέ δεν μέτρησε πιο πάνω η δική μου πιθανή ευημερία από τον βιασμό της προσωπικής ζωής του Θανάση Κουκάκη. Πότε δεν θεώρησα ότι η εξαγορασμένη φωνή από διάφορες λίστες ησυχία θα έπρεπε να καλύπτει την φωνή του Άρη, ή τις κραυγές του Μάγγου. Ποτέ δεν θεώρησα ότι η πιθανή οικονομική μου ανάσα είναι πιο πολύτιμη από την ανάσα που πάσχιζε να πάρει ένας ασθενής εκτός ΜΕΘ.

Έχουν την οικονομία τους, κι εγώ τους μιλάω για Δημοκρατία. Είναι πια τόσο παράλογο να πιστεύω πως μπορώ τους πείσω τελικά πόσο πιο σημαντικό είναι αυτό για το οποιο πασχίζω να ακουστεί;

Προφανώς λοιπόν, είμαι ανάμεσα σε λίγους φίλους. Προφανώς, ζω στο δικό μου μικρόκοσμο. Δεν έχω καμία αμφιβολία, το 41% ήταν πάνω από σαφές. Στην δημοκρατία, ξεκάθαρα οι περισσότεροι κάνουν κουμάντο.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι λιγότεροι θα πρέπει να βγάζουν τον σκασμό:

Αν θα πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά, για να ενώσω τις φωνές μου με τους βασανισμένους, για να περάσω από τις ανοικτές σας πόρτες και να χαλάσω σε κάποιους τον ύπνο, αυτό θα κάνω.

Αν πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά από τους υπνωτικούς μουσικούς του Τιτανικού – δεν βαριέσαι, έτσι θα γίνει.

Κι αν εγώ, όντως, τελικά, ζω σε μικρόκοσμο, είμαι με τον Θανάση και τον Ιάσονα, με τον Άρη και τον Βασίλη – δεν είμαι διατεθειμένος να τους πουλήσω και να βγω από αυτόν μόνο και μόνο για να κάνω σε κάποιους το χατήρι: θα τον μεγαλώσω αυτόν τον μικρόκοσμο, με όποιον τρόπο μπορώ, ώστε κάποια στιγμή να σας χωράει πια όλους.

Ετσι κι αλλιώς, έχασα. Τι άλλο έχω λοιπόν να χάσω;

Πέρασαν κιόλας περίπου δέκα ημέρες από το κάζο των τελευταίων εκλογών (ομολογώ πως ακόμα δεν έχω συνέλθει από το σοκ) και το μόνο που βλέπω στα social που κυκλοφορώ, είναι η γκρίνια των ηττημένων. Όχι γκρίνια για τον νικητή: μεταξύ τους.

Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας πούμε πως, όλοι μαζί, αποφασίσαμε ότι για τέσσερα χρόνια θα τρώμε ένα μόνο φαγητό. Ας πούμε πως είμαστε εκατό νοματαίοι όλοι κι όλοι, μία ψήφο ο καθένας.

Σε ένα τραπέζι, κάθε υποψήφιος σεφ, δείχνει την πρότασή του. Καμιά τριανταριά προτάσεις, δεν είναι όλες ίδιες φυσικά, κάποιες καλές, κάποιες κακές, στην διάθεση όλων για να διαλέξουν. Κάποιες είναι περιποιημένες, κάποιες είναι τσαπατσούλικες. Κάποιες έχουν υψηλή διατροφική αξία, κάποιες είναι μόνο νοστιμιά. Κάποιες έχουν πολύ ζάχαρη, κάποιες πολύ αλάτι. Κάποιες άνοστες μα σου κάνουν καλό, κάποιες σου δίνουν απλώς πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Κάποιες έχουν ξηρούς καρπούς και κάποιοι είναι αλλεργικοί σ’ αυτές, κάποιες άλλες είναι σχεδόν ωμές σου ζητάνε να τις μαγειρέψεις μόνος σου. (Έχει και κάτι ακροδεξιές κουράδες για φαγητά, αλλά ας μην ασχοληθούμε μ’ αυτά, κανείς δεν πρέπει να τα διαλέξει ο,τι και να γίνει).

Το θέμα είναι πως, σε όσα μοιάζουν έστω με φαγητά, υπάρχουν για όλα τα γούστα. Τώρα, ο κόσμος επιλέγει κατά πως θέλει, και συνήθως όλοι τελικά διαλέγουν πέντ’ έξι από αυτά μόνο, τα πιο συνηθισμένα, αλλά όλα εκεί είναι. Ο καθείς με τις ορέξεις του.

Ο κόσμος λοιπόν, οι εκατό νοματαίοι που λέγαμε, επιλέγουμε κατά βούληση. Κάποιοι, δεν επιλέγουν καθόλου, δεν δέχονται να συμμετάσχουν σ’ αυτό το παράλογο πανηγύρι – ο,τι αποφασίσουμε οι υπολοιποι βέβαια θα φάνε, αλλά δεν θέλουν να το νομιμοποιήσουν. Καλώς, δικαίωμά τους. Οι υπόλοιποι κοιτάμε προφανώς κυρίως τι αρέσει σε μας, και όχι τόσο τι αρέσει σε όλους τους άλλους. Λογικό είναι – εμένα μ’ αρέσουν τα μακαρόνια, θα διαλέξω τις φακές του αλλουνού; Τέσσερα χρόνια είναι αυτά, δεν παίζουμε. Και κάπως έτσι, βγαίνει το φαγητό της τετραετίας.

Στις προηγούμενες εκλογές του 2019 είχαμε διαλέξει. Επί τέσσερα χρόνια τρώγαμε, όπως είχαμε συνεννοηθεί και συμφωνήσει, το ίδιο φαγητό όλοι. Αυτό που επιλέξαμε οι περισσότεροι.

Σ’ εκείνες τις εκλογές, το 2019, ο σεφ έμοιαζε νέος. Το φαγητό απ’ έξω μπορεί να φαινόταν περιποιημένο και καλοφτιαγμένο – αλλά κάποιοι από μας ήξεραν καλά ότι μάλλον δεν θα μας έβγαινε σε καλό. Πράγματι, τέσσερα χρόνια τώρα όσοι ανησυχούσαμε πέσαμε μέσα στις δυσοίωνες προβλέψεις μας – και με το παραπάνω.

Το φαγητό που επιλέξαμε όλοι μαζί, ήταν τοξικό και επικίνδυνο. Τόσο μουχλιασμένο, ώστε όσο μένει στο τραπέζι μολύνει και τα διπλανά φαγητά. Τόσο τοξικό που όσοι τρώνε αρρωσταίνουν – όχι όλοι βέβαια γιατί επί τέσσερα χρόνια το στριφογύριζε ο σεφ όταν το σέρβιρε, και σε λίγους τύχαιναν νοστιμιές, στους περισσότερους όμως επειδή ήταν μουχλιασμένο, τους έπιανε το στομάχι τους. Κάποιοι, πέρασαν και πολύ χειρότερα από έναν απλό στομαχόπονο. Πολύ, πολύ χειρότερα.

Αλλά, η συμφωνία – συμφωνία: κάθε τέσσερα χρόνια, δίκαια, δημοκρατικά, ξανααποφασίζουμε για το φαγητό της επόμενης τετραετίας. Και έτσι, καμια δεκαριά μέρες πριν, μαζευτήκαμε πάλι στον μπουφέ.

Πάνω κάτω τα ίδια φαγητά, πάνω κάτω και οι ίδιοι οι άνθρωποι να αποφασίσουν. Φαινόταν πως είχαμε συμφωνήσει πως το φαγητό της τελευταίας τετραετίας ήταν απαράδεκτο, αλλά κατα πως φαίνεται, εκεί που δεν το περιμέναμε, οι ίδιοι από μας που το είχαν επιλέξει πριν, το ξαναεπέλεξαν.

Δεν θα ασχοληθώ με την επιλογή τους αυτήν την στιγμή – αυτό ήθελαν, αυτό διάλεξαν. Δικαίωμά τους.

Οι υπόλοιποι όμως, αυτοί που ξέρουμε πια καλά ότι το φαγητό που επιλέχθηκε είναι τοξικό και εν πολλοίς επικίνδυνο, επιλέξαμε κάτι άλλο – αλλά δεν είμαστε αρκετοί. Είκοσι επέλεξαν το ένα, μία ντουζίνα το άλλο, καπου οκτώ από μας το τρίτο. Όχι το πρώτο, όχι το τοξικό, όχι αυτό που θα κάνει την ζωή μας χάλια. Ο καθένας το δικό του, σύμφωνα με το κέφι του. Μα επέλεξαν πάλι οι περισσότεροι που ψήφισαν αυτό που τρώγαμε, οπότε, άλλα τέσσερα χρόνια το ίδιο.

Επειδή όμως είχαμε κάνει μία συμφωνία για μία και μοναδική φορά να χρειάζονται πάνω από πενήντα, καλούμαστε να ξανααποφασίσουμε.

Και όσο έρχεται εκείνη η ώρα, τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Οι υπόλοιποι – όχι οι σαράντα. Οι σαράντα ξέρουν τι θέλουν, ξερουν για ποιον λόγο το θέλουν, μπορεί να είναι γι’ αυτούς θρεπτικό, να έχουν ανοσία, μπορεί να μη τους νοιάζει, μπορεί να ξαφνιαστούν μετά – δεν έχει σημασία, δεν αλλάζουν γνώμη, μπετον αρμέ, αυτό θέλουν. Με γειά τους, με χαρά τους.

Εμείς οι υπόλοιποι;

Και κάπου εδώ ξεκινάει το ποστ. Γιατί εμείς οι υπόλοιποι τσακωνόμαστε μεταξύ μας. “Όχι, το φαγητό σου δεν είναι υγιεινό”. “Όχι, το δικό σου δεν είναι νόστιμο”. “Όχι, το δικό σου έχει πολλές θερμίδες και θα το πληρώσουμε μετά”.

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ, όλοι έχουν δίκιο: Όντως, το ένα έχει πολύ ζάχαρη, το άλλο είναι άνοστο, το τρίτο είναι δεν είναι εντελώς υγιεινό αν το τρώμε επι τέσσερα χρόνια. ΦΥΣΙΚΑ. ΟΛΟΙ έχουν ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ, και έχει βάση η κριτική τους.

Μπορούμε όμως να το ξεπεράσουμε αυτό;

Διότι αν δεν συννενοηθούμε, αν δεν επιλέξουμε όλοι ένα φαγητό στον μπουφέ, θα έχουμε διαλέξει ο καθένας το δικό του, ναι – μα θα φάμε άλλα τέσσερα χρόνια ένα φαγητό που συμφωνούμε όλοι μας ότι είναι επικίνδυνο. Και, αν είμαστε τυχεροί θα είναι το ίδιο: Ο σεφ που το σέρβιρε μέχρι τώρα, όχι μόνο δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο, μα θα το κάνει πολύ, πολύ χειρότερο – και είναι λογικό, αφού το ξαναεπιλέγουμε, αφού το εγκρίνουμε οι περισσότεροι άρα μας αρέσει τόσο χάλια κι άλλο τόσο!

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ κανένας δεν θέλει να φάει ένα φαγητό που δεν του αρέσει. ΦΥΣΙΚΑ. Το καταλαβαίνω απόλυτα! Και μένα δεν μ’ αρέσουν πες πχ οι φακές, ούτε να τις βλέπω δεν θέλω. Αλλά αντί να φάω ένα μουχλιασμένο τοξικό πράγμα επι τέσσερα χρόνια, δέχομαι να φάω κάθε μέρα φακές. Τί να κάνω; Να αφήσω να κινδυνέψει η υγεία μου επειδή δεν είναι οι άλλες επιλογές ακριβώς όσο και όπως μ’ αρέσουν;

Είναι καιρός να είμαι εκλεκτικός;

Εγώ λοιπόν, κάνω πίσω. Δεν θα φάω αυτό που θέλω. Ό,τι θέλετε εσείς. Διαλέξτε μία από τις άλλες επιλογές, μην εστιάσετε πού διαφωνείτε, εστιάστε στο τι σας αρέσει στις άλλες προτάσεις που, εκ προοιμίου, συμφωνήσαμε, δεν σας αρέσουν. Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να βρούμε μία που να είναι ανεκτή, έστω και ελάχιστα, απ’ όλους. Το ξέρω ότι δεν θα σας αρέσει, το καταλαβαίνω ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρεύεστε, αλλά εγώ – εγώ, μπορεί να κάνω και λάθος, όπως νομίζετε – επειδή έφαγα από την προηγούμενη πρόταση επί τέσσερα χρόνια, δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Οπότε, ο,τι άλλο θέλετε εσείς (*).

Και ας φάμε τέσσερα χρόνια φακές μετά.

Και ας τσακωθούμε σε εκείνο το διάστημα, φαγωμένοι και υγιείς όμως, τα τέσσερα χρόνια που ακολουθούν, για το ποια πρέπει να είναι, ή ποια πρέπει να γίνει η επόμενη καλύτερη πρόταση. Με ηρεμία, με διάλογο, με διαφωνίες αλλά χωρίς κραυγές. Άλλωστε είχαμε τις τελευταίες εκλογές για να ανησυχήσουν οι υπόλοιποι σεφ, και να καταλάβουν πως, αν τους επιλέξουμε, θα είναι λύση ανάγκης, και όχι επιδοκιμασίας για την πρότασή τους.

Εγώ δέχομαι να κάνω λοιπόν ένα βήμα πίσω: Ό,τι θέλετε εσείς. Θα φάω όποιο φαγητό επιλέξετε. Αρκεί να συννενοηθούμε όλοι σε ένα. Αρκεί, ωραία και δημοκρατικά, όπως είχαμε συνεννοηθεί εξαρχής, να γίνουμε περισσότεροι.

Μπας και γλυτώσουμε.

(*) Τα είπαμε, εκτός από τις ακροδεξιές κουράδες, αυτές δεν τρώγονται με τίποτα.

Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Σε μία τετραετία που όλα (όλα!) αλώθηκαν και μάλιστα με το μεγαλύτερο δυνατόν θράσος, το κυβερνών κόμμα παίρνει επιπλέον 100-200 χιλιάδες ψήφους. Επιπλέον. Περισσότερους από πριν. Χωρίς να περάσει καν ένα εικοσιτετράωρο νιώθω απολύτως αδύνατο να διαχειριστώ το αποτέλεσμα.

Μου έχει κοπεί η ανάσα. Με ποιον να θυμώσω;

Εκατοντάδες σκάνδαλα σε κάθε πιθανό τομέα διακυβέρνησης, δεκάδες αφορμές που (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) μας έκαναν να δακρύσουμε από αγανάκτηση την τελευταία τετραετία – και χιλιάδες ψηφοφόρων ξεκάθαρα είπαν “όχι, μην ανησυχείτε, συνεχίστε”.

«Συνεχίστε!».

Με ποιον να θυμώσω; Βλέπω άλλους να θυμώνουν με τον Σύριζα, δεν είχε λένε την αντιπολίτευση που ονειρεύονταν. Ναι, αλλά να θυμώσω μαζί του γι’ αυτό που είναι; Πρέπει να τον αναγκάσω να είναι κάτι άλλο που δεν μπορεί να το υποστηρίξει επειδή ο ψηφοφόρος το έχει ανάγκη ειδικά από αυτόν; Πες αυτό μπορεί είναι – ένα κεντροαριστερό κόμμα, με τις υποχωρήσεις και τις φοβίες του; Αυτό είναι. Τι νόημα έχει να θέλω να το κάνω με το ζόρι επαναστατικό άρμα; Ωραία δηλαδή, να θυμώσω μαζί του – αλλά ωραία, αυτός δεν μπόρεσε, κανείς άλλος ουσιαστικά από την αντιπολίτευση δεν κατάφερε να θρυμματίσει την αλαζονεία της κυβέρνησης; Ούτε ένας από τους υπόλοιπους δεν κατάφερε να εμπνεύσει; Αν όντως ο κόσμος ήταν θυμωμένος, δεν θα πήγαινε κάπου αλλού; Πάλι την ίδια κυβέρνηση θα ψήφιζε;

Να θυμώσω λοιπόν με τα άλλα κόμματα; Ή με αυτούς που έλεγαν “έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι”; Δεν είναι σαφές ότι πχ το ΚΚΕ ή το ΜέΡΑ25 έχουν όντως βαθιές ιδεολογικές διαφορές με τον Σύριζα; Ότι είναι πρακτικά αδύνατο και όχι απλώς κόλλημα να κάτσουν μαζι του σε ένα τραπέζι, αφού ακόμα κι αν όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα – έχουν ουσιαστικά εντελώς διαφορετικό όραμα για το πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; είναι δυνατόν να τους ζητήσω να κάνουν τόσο πίσω σ’ αυτό που τους καθορίζει απλώς για να “τα βρουν”; Και για πόσο; Θα άντεχε πάνω από μία ώρα κάτι τέτοιο;

Να θυμώσω τότε με τον κόσμο; Ο πολίτης που ψηφίζει με τέτοιον τρόπο ώστε να επικροτεί την διαχείριση της πανδημίας, τις υποκλοπές, το μεταναστευτικό – δεν ξέρω πως σκέφτεται, το ομολογώ. Μπορεί να θέλει αυτό πράγματι – αλήθεια δεν ξέρω. Μπορεί να φοβάται, ή μπορεί να νιώθει νικητής – αρκετοί από όσους με διαβάζουν τώρα θα πανηγυρίζουν την απολύτη θλίψη μου, τους το χαρίζω αυτό. Μπορώ, πχ, πράγματι να θυμώσω με τους πολίτες που θεώρησαν σωστό να εκλέξουν ξανά, πρώτο σε ψήφους τον Καραμανλή που αγνόησε, αποδεδειγμένα, δεκάδες φορές και με κάθε τρόπο όλες τις προειδοποιήσεις για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Καμία πολιτική διαφωνία δεν θα έπρεπε να να εμποδίζει πχ την πολιτική τιμωρία του – για όνομα του θεού πια! Αλλά πες ότι θυμώνω με τον κόσμο – θα αλλάξει κάτι; Θα πετύχω κάτι; Δεν ήμουν θυμωμένος τόσα χρόνια; Πάλι το ίδιο δεν ψήφισαν; Κερδίζει κάτι ο θυμός με τους συμπολίτες μου; Αλλάζει κάτι;

Να θυμώσω με μένα, που δεν έγραψα αρκετά την γνώμη μου; Αντίθετα με τα προηγούμενα χρόνια, η αντιπολίτευση ΕΙΧΕ βήμα αυτήν την τετραετία. Το Documento πουλούσε φύλλα. Υπήρχαν τηλεοπτικά κανάλια, όπως το Open ή το Κόντρα που έβρισκες μία άλλη φωνή. Το ThePressProject άνθισε. Ακόμα και το Inside Story επέστρεψε (μετά το ακατανόητο φιάσκο με τους “twitterάδες”) σε μία εξαιρετικά μαχητική δημοσιογραφία και τίμησε τον ρόλο του – και με προσωπικό κόστος. Όσα ήθελα να πω, τα έβρισκα στο Manifold και στο Reporters United. Το ΚΚΕ έχει δυναμική στα social, το ΜέΡΑ25 είχε πλούσια τηλεπτική παρουσία. Όσα δεν έλεγα εγώ στο twitter, υπήρχαν άλλες, αξιόλογες φωνές να τα εμφανίσουν και να τα προβάλλουν. Τι σκατά θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε όλα αυτά;

Με ποιον να θυμώσω λοιπόν; Είμαι απίστευτα απογοητευμένος, γιατί στ’ αλήθεια θεωρούσα -και θεωρώ ακόμη- πως όσα έγραφα τόσο καιρό, όσα με εξαγρίωναν, ήταν δικαιολογημένα. Στ’ αλήθεια, όταν έγραφα ότι ως πολίτες πρέπει να δώσουμε ένα στίγμα για να μην ξαναγίνουν όλα αυτά τα αίσχη, ήταν μόνο και μόνο για να προετοιμάσουμε τις άμυνές μας για μία επόμενη, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ κυβέρνηση, που θα προέκυπτε από την οργή και την απογοήτευση για όσα έγιναν γι’ αυτήν την τετραετία, να προστατεύσω την δημοκρατία από την οργή μας – δεν περίμενα ρε γαμώτο ότι θα συζητάμε πώς φτάσαμε οι πολίτες να την επιβραβεύσουν κιόλας!

Μάλλον δεν έπεισα. Ίσως δεν έφτασα εκεί που έπρεπε. Αρνούμαι πάντως να δεχτώ ότι το να σπρώχνεις μετανάστες στην θάλασσα, το να κρυφακούς φίλους και εχθρούς, το να αποδέχεσαι αλλοιωμένα πόθεν έσχες, να μοιράζεις κρατικό χρήμα χωρίς έλεγχο, αρνούμαι να δεχθώ ότι το να προσπαθείς να προστατέψεις τις επιλογές σου παρότι ευθύνονται για τα πιο σιχαμένα και εμετικά εγκλήματα, να πριμοδοτείς από τον κρατικό κουμπαρά πέντε-δέκα πανίσχυρα καθάρματα κάθε μήνα, να αφήνεις τον κόσμο να πεθάνει σε ένα ράντζο έξω από την ΜΕΘ, αρνούμαι να δεχθώ ρε γαμωτο ότι το να μην φτιάχνεις για είκοσι χιλιάδες ευρώ ένα γαμημένο τραίνο πρέπει να περάσει ατιμώρητο. Αρνούμαι!

Όλοι τους και μόνος μου λοιπον; Έτσι μοιάζει. Ας είναι. Δυόμισι εκατομμύρια όλοι τους και μόνος μου.

Θα σας πείσω, έναν-έναν. Θα κάνω τον θυμό μου εργαλείο, και θα σας πείσω.

Αυτό που έγινε ήταν λάθος. Ήταν τρομακτικό. Ήταν αδιανόητο.

Ας μας ξυπνήσει όλους, ας με ξυπνήσει κι εμένα.

Αν η σκέψη μου δεν έφτασε σε σας, θα παλέψω να φτάσει – με κάθε τρόπο. Αν διαφωνείτε, θα το συζητήσουμε. Αν καταφέρω να σας πείσω πως κάνετε λάθος, θα συνταχθούμε.

Θα κάνω ο,τι μπορώ.

Δεν ξέρω με ποιον να θυμώσω. Αλλά ξέρω, το μόνο που ξέρω, είναι πως πρέπει να κάνω αυτόν τον θυμό εργαλείο.

Γιατί δεν μπορεί να μου έχει κοπεί η ανάσα μόνο εμένα. Και προφανώς πρέπει να κάνω κάτι, ο,τι μπορώ, μπας και αναπνεύσουμε όλοι κάποια στιγμή.

Λοιπόν, για μαζευτείτε, για μαζευτείτε… Ο κύριος μπροστά, ο κύριος, με το λάθος, ελάτε κύριε, ελάτε μπροστά, κάτω από το φως, ωραία. Ελάτε οι υπόλοιποι από πίσω, για μαζευτείτε από πίσω, ελάτε, είστε και πολλοί παναθεμά σας, ελάτε, τι κάνετε οι δημοσιογράφοι εκεί πίσω, μη χαζεύετε, πίσω από τους πολιτικούς, ανάμεσα στους εισαγγελ… τι συμβαίνει κύριε; και τι με νοιάζει εμένα αν είστε και δημοσιογράφος και πολιτικός, όπου θέλετε χωθείτε, πίσω από τον κύριο να είστε, κρυφτείτε λίγο να μη φαίνεστε, αυτό με νοιάζει εμένα, να μην φαίνεστε.

Ελάτε, ελάτε, μαζευτ… Λίγο πιο μπροστά κύριε, κάτω από το φως εσείς, μην ξεχνιέστε. Για ελάτε, μία γραμμή, όπως κάναμε στο σχολείο, ελάτε, όλοι πίσω από τον μπροστινό σας. Σας παρακαλώ, μην μιλάτε μεταξύ σας, να κανουμε λίγο την δουλίτσα μας, για ελάτε..

Παιδιά, δεν χωράτε παιδιά, υπάρχει πρόβλημα. Είστε πολλοί.

Έχει κάνει κανείς άλλος ανθρώπινο λάθος να έρθει μπροστά; Όχι; Μόνο ο κύριος; Είστε πολλοί, δεν μπορώ να σας χωρέσω εκεί πίσω όλους… Λοιπόν, για ελάτε οι δημοσιογράφοι μπροστά. Ελάτε, δείξτε λίγη ζωντάνια, δεν έχουμε πολύ ώρα στην διάθεσή μας. Οι *δημοσιογράφοι* κύριέ μου, που πάτε εσείς με το κόπι πέιστ ΑΠΕ, για όνομα του θεου, πίσω εσεις, πίσω από τον κύριο. Τους μεγαλοδημοσιογράφους θέλω, τους προβεβλημένους. Ελάτε. Μπροστά εσείς.

Όχι πιο μπροστά από τον κύριο με το λάθος, βλαμμένοι είστε; να κάνουμε την δουλειά μας ρε παιδιά, συγκεντρωθείτε. Λοιπόν, ο κύριος μπροστά, οι μεγαλοδημοσιογράφοι από πίσω να τον δείχνουν, τρεις-τέσσερις σειρά, τώρα χωράτε όλοι από πίσω. Α, μπράβο, τώρα κάνουμε δουλειά. Τώρα χωράτε όλοι, και δεν φαίνεται κανείς σας. Τέλεια. Ελάτε.

Μη γελάτε ρε παιδιά, θα φανεί κανένας στην φωτογραφία, μη γελάτε, θλιμμένοι να είστε, να κλαίτε λίγο, ελάτε ρε παιδιά, τόσο κόπο κάνουμε, ελάτε.

Εσείς κύριε είπαμε, σας παρακαλώ, μπροστά στο φως. Και να φαίνονται τα χέρια σας – έχουν αίμα ακόμα επάνω; Ωραία. Μην κοιτάτε την κάμερα, χαμηλά τα μάτια να κοιτάνε τα χέρια σας, οποιος κοιτάει την φωτό θα ακολουθήσει το βλέμμα. Ωραια. Οι πολιτικοί ετοιμαστείτε, αν σας πει κανείς τίποτα πείτε δεν θα απαντήσω σε ερωτήσεις, και αν επιμείνει δεν είναι καιρός τώρα για δηλώσεις. Ε, τώρα, τι να σας πω για τα λουλούδια κυρία πρόεδρε, όπου θέλετε ακουμπήστε τα, προσέξτε μη λερωθείτε μόνο, είναι βρώμικα εκεί. Ωραια. Οι δικαστές είναι πίσω; ωραία. οι δημοσιογράφοι όχι *ακριβώς* πίσω από τον κύριο με τα άσπρα μαλλια – τι εννοείτε είναι ηλικιακός ρατσισμός, δεν είναι, το είπα πρώτος – πρέπει να φαίνεστε κι εσείς κι αυτ- ΚΥΡΙΕ ΘΕΟΔΩΡΙΚΑΚΟ, ΤΙ ΕΙΠΑΜΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΟΥ ΜΕΣΑ, ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΩΠΑΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΑΠ’ ΕΞΩ ΠΟΥ ΦΩΝΑΖΟΥΝ; ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΚΛΑΜΑΤΑ ΤΟΥΣ! Γαμώ το κέρατό μου γαμώ, για όνομα του Θεού και της Παναγίας, πόσες φορές θα το πούμε, θα είναι αυτοί πιο θλιμμένοι από εμάς; Κάντε μου την χάρη, σωπάστε τους, και εσείς λίγο πιο θλιμμένοι αν μπορείτε, ελάτε.

Να δείξετε τους συνδικαλιστές; Τι να σας πω, δεν νομίζω ότι θα πάει καλά αυτό, αλλά ό,τι νομίζετε, εσείς ξέρετε καλύτερα. Μπορείτε αν θέλετε, ενώ οι συνάδελφοί σας θα κοιτάνε θυμωμένοι τον κύριο με τα άσπρα τα μαλλιά -δεν είναι ηλικιακός ρατσισμός μη με κοιτάτε έτσι το είπα πρώτος- εσείς μπορείτε να κοιτάτε προς τα εκεί, προς τους συνδικαλιστές. Θυμωμένος, έτσι, θυμωμένος.

Πολύ ωραία. Αντε παιδιά, αντε να τελειώνουμε. Λοιπόν, ο κύριος – ελάτε λίγο πιο μπροστά εσείς κύριε είπαμε, μπροστά, στο φως, οι δημοσιογράφοι από πίσω, ο κύριος πρωθυπουργός λίγο πιο πίσω, ο Υπουργός, και μετά πίσω οι υπόλοιποι. Στεναχωρημένοι και θυμωμένοι όλοι, μη ξεφύγει κανένα κεφάλι και φανεί.

Αντε, άντε να τελειώνουμε ρε παιδιά. Άντε, να τελειώνουμε.

Πάμε και όπου βγει.

Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Τι κάνουμε τώρα;

Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.

Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»

Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.

Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…

…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:

Γιατί.

Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Και τώρα τι κάνουμε;
~

Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)

Οπότε, τώρα τι κάνουμε;

Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.

Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.

Και τώρα;

Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:

Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.

Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.

Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.

Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.

Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.

Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.

Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;

Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~

Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για την φάει.

Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γαμάτος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.

Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.

Τώρα;

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.

Ένα από τα πιο δύσκολα που είχα να αντιμετωπίσω παρακολουθώντας την υπόθεση των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (και αναφέρομαι στην ΕΥΠ, που ξέρουμε σίγουρα, και όχι στο Predator που υποψιαζόμαστε απλώς) ήταν ένα σημερινό retweet από τον Θανάση Κουκάκη.

Ο δημοσιογράφος έχει (και έχω εκτιμήσει την επιμονή του όσο τίποτα άλλο) αποτελέσει μία σταθερή πηγή επικοινωνίας για κάθε άρθρο που γράφεται για τις παρακολουθήσεις. Δεν είναι τυχαίο – είναι από τους πρώτους ανθρώπους (προηγήθηκαν λίγο καιρό πριν ο Σταύρος Μαλιχούδης και ακόμα πιο πριν οι καταγγελίες για μηχανήματα παρακολούθησης που είχε αναφέρει το omniatv) που, όχι μόνο κατήγγειλε απλώς, αλλά είχε και αδιάψευστα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στο πρόσωπό του.

Η επιμονή του αυτή, τον οδήγησε να αναδείξει το άρθρο του Γ. Παπαχρήστου, στην εφημερίδα Τα Νέα, την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Εκει, ένα κεφάλαιο αναφέρεται στις υποκλοπές – και, ακόμα κι αυτό, έχει μία, στα μάτια μου έτσι φαίνεται τουλάχιστον, σοκαριστική αποδοχή των υποκλοπών:

Δεν καταλαβαίνω” γράφει ο αρθρογράφος “τι είχε να φοβηθεί η κυβέρνηση αν ας πούμε γινόταν δεκτό (σσ: το αίτημα της ΑΔΑΕ για ενημέρωση). Τι θα αφορούσε; Την έρευνα της ΑΔΑΕ στους τρεις παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Θα ενημέρωνε λοιπόν η ΑΔΑΕ ότι γίνονταν παρακολουθήσεις. Αλλά αυτές αφορούν «νόμιμες επισυνδέσεις», με την έννοια ότι έφτασαν στις εταιρίες με χαρτιά της ΕΥΠ. Μα αυτό το ξέρουμε ήδη. Είναι γενική πεποίθηση ότι έγιναν παρακολουθήσεις, και προφανώς θα γίνονται και στο μέλλον. Περίπτωση να ξέρουμε ποιους αφορούν, υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει. Ισχύει ο γνωστός νόμος που ψηφίστηκε, και ο οποίος απαιτεί την παρέλευση 3ετίας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Μόνο.

Γράφει και άλλα ο αρθρογράφος, μεταξύ των οποίων γελοιοποιεί την επιμονή του Ράμμου να καταθέσει στην επιτροπή (“[…] Προηγούμενο να επιζητεί φορέας ή πρόσωπο να ενημερώσει την Βουλή, δεν υπάρχει. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα κι εγώ, ας πούμε, να αιτηθώ ακόραση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας […]”) – το οποίο δεν είναι το προκείμενο εδώ, αλλά ξεκάθαρα δηλώνει το γενικότερο στίγμα του άρθρου – που τιτλοφορείται πολύ ταιριαστά “Τζερτζελές να γίνεται”

Έψαχνα να βρω γιατί θύμωσα τόσο πολύ, και παρότι μου πήρε λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, νομίζω ότι έχω μία καλή εξήγηση.

~

Όσο με αφορά, έχω μία σταθερή θέση για τις υποκλοπές. Είτε το θύμα είναι ο Φλώρος, είτε είναι ο Κουκάκης ή ο Μαλιχούδης είτε είναι ο Σπίρτζης, ο Τέλλογλου, ο Ανδρουλάκης ή ο Χατζηδάκης – υπάρχει σίγουρα μία και μοναδική ιδιότητα που μοιράζονται όλοι αυτοί: Είναι πρωτίστως θύματα.

Είναι θύματα βιασμού της προσωπικής τους ζωής.

Άλλοι εξ αυτών, σε ελαφρύτερο επίπεδο όπως πχ οι παρακολουθήσεις τηλεφωνημάτων από την ΕΥΠ, άλλοι σε βαρύτερο, όπως οι παρακολουθήσεις από πράκτορες της ΕΥΠ, και άλλοι σε βαρύτατο επίπεδο, όπως οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, που είναι μία πλήρης εξαθλίωση κάθε ιδιωτικής στιγμής σε κάθε πιθανή έκφανσή της.

Δεν είναι όλοι το ίδιο – το καταλαβαίνω. Ακόμα και αν άλλοι όμως παλεύουν για να βρουν δικαίωση τα θύματα και οι επόμενοι στόχοι, όπως πχ ο Κουκάκης και ο Τέλλογλου, και άλλοι παλεύουν για να μην ακουστεί ποτέ τίποτα, όπως ο Φλώρος και ο Χατζηδάκης, είναι όλοι κατ’ αρχάς θύματα μίας αποτρόπαιας πράξης – και, θεωρώ προσωπικά, ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να θυμόμαστε πάντα.

Είναι θύματα, και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν θύματα, πρέπει να τα σεβόμαστε σαν θύματα, και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε σαν θύματα. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Χατζηδάκη. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Φλώρο.

~

Όταν λοιπόν είδα ένα θύμα να αναρτά για την ενημέρωση των αναγνωστών του ένα άρθρο συναδέλφου του δημοσιογράφου το οποίο κινείται σε κλίμα “ε, και τι έγινε” – αυτό με πόνεσε προσωπικά πολύ.

Είναι πολύ οδυνηρό.

Όχι γιατί είναι η άποψη του Παπαχρήστου αυτή (να μην τον αδικήσω, η εικόνα που έχω είναι ότι στο παρελθόν έχει αναφερθεί και επικριτικά για το όλο θέμα των υποκλοπών, και όχι μόνο μία φορά) όσο γιατί καθρεφτίζει πιθανόν την βασική γενική γνώμη για ζήτημα των υποκλοπών:

«Έλα μωρέ, και τι έγινε, όλοι παρακολουθούν».

Καθρεφτίζει, ή εκπαιδεύει; Θα ήμουν πιο ελαστικός, αν δεν συνοδευόταν αυτή η στάση με απίστευτες ανακρίβειες, όπως για παράδειγμα το ότι το να καταθέσει ο πρόεδρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε μία επιτροπή που άπτεται ακριβώς αυτού του αντικειμένου, σε γεγονότα που (θα έπρεπε να είχαν) τον βαθμό του κατεπείγοντος (τουλάχιστον), είναι ακριβώς το ίδιο με το να… πάει ο ίδιος καταθέσει ο δημοσιογράφος την όποια άποψή του. Όπως το “δεν μπορεί να καταθέσει ονόματα, γιατί ο νόμος τον εμποδίζει” δείχνοντας απόλυτη άγνοια και του νόμου, και της θεσμικής θέσης της επιτροπής, και του ρόλου της Αρχής. Ή, όπως το να βαφτίζει, έτσι, άκοπα, έστω και με εισαγωγικά νόμιμες τις “επισυνδέσεις” (θα μου επιτρέψετε να βάλω εγώ εκεί τα εισαγωγικά) επειδή ήρθαν από την ΕΥΠ, ή είχαν φαρδιά πλατιά υπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα. Μάλλον.

Αλλά ας πούμε χάριν της συζήτησης πως καθρεφτίζει και όχι εκπαιδεύει. Αν όμως καθρεφτίζει απλώς μόνο όντως, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από ότι μπορούμε να φανταστούμε:

Διότι ζούμε έναν απίστευτο, αδιανόητο παραλογισμό, όπου, η κυβέρνηση που ήλεγχε την ΕΥΠ, πρώτα φέρνει νόμο για να μην μαθαίνουν τα θύματα ότι παρακολουθούνται – φιμώνοντας στην ουσία την ΑΔΑΕ, μετά κωλυσιεργεί στις δικαστικές έρευνές της με αποτέλεσμα τα γραφεία να αδειάζουν και τα στοιχεία να χάνονται, φροντίζει μάρτυρες κλειδιά να μην καταθέσουν στην επιτροπή, τρομοκρατεί θύματα, μάρτυρες και δημοσιογράφους είτε με δηλώσεις στελεχών της, είτε με ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς, ξαναφέρνει νόμο που καλύπτει κάθε ενέργεια της ΕΥΠ για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη, τρομοκρατεί και την ΑΔΑΕ πάλι με νέες δηλώσεις ανώτατου εισαγγελέα και αρνείται να ακούσει τα στοιχεία της αρμόδιας Αρχής στο κοινοβούλιο.

Ξαναδιαβάστε το, κάντε μου την χάρη: Δεν σας περιγράφω τι άκουγε και τι όχι η κυβέρνηση, θεωρίες συνωμοσίας, ποιοι είχαν επαφές με ποιους, δεν σας κάνω αναφορά στις καταγγελίες Κουκάκη ότι η πρώτη άρση του δικαιώματος των πληροφοριών έγινε επειδή ο ίδιος διεκδίκησε να μάθει γιατί παρακολουθείτω ή τις καταγγελίες Τέλλογλου ότι οι παρακολουθήσεις του άρχισαν όταν ο ίδιος αρχισε να αναζητά αυτήν την δυσώδη υπόθεση: Ότι σας περιγράφω είναι οι ενέργειες της κυβέρνησης και των στελεχών της για να “διερευνηθεί” η υπόθεση.

Η υπόθεση που έχει η ίδια την ευθύνη, έτσι;

Βγάζει νόμους, δύο, όπου και οι δύο είναι απολύτως καταστροφικοί για κάθε προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, καθυστερεί έρευνες, μπλοκάρει την ενημέρωση της Βουλής, και απειλεί μάρτυρες θύματα και δημοσιογράφους με κάθε τρόπο.

Ξανά: η ίδια κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τις παρακολουθήσεις τα κάνει όλα αυτά.

Κάθε – γαμημένη – μέρα.

Και εμείς την κοιτάμε σαν χάνοι, και οι τίτλοι των άρθρων, ή έστω η κοινή γνώμη, μας χλευάζουν πως όλες οι διαμαρτυρίες είναι για να γίνεται “τζέρτζελο”.

Και ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, ένας αθώος άνθρωπος, που πασχίζει κάθε μέρα, στωικά, να κάνει την δουλειά του, το λειτούργημά του, να ενημερώσει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί γι’ αυτόν τον εφιάλτη – είναι υποχρεωμένος σ’ αυτήν την προσπάθειά του να αναρτήσει και ένα άρθρο που λοιδωρεί ακριβώς αυτήν του την αγωνία.

Είναι πολύ οδυνηρό αυτό αδέλφια.

~

Είναι πολύ οδυνηρό να πρέπει να εξηγήσεις πάνω από μία φορά ότι όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε το δικαίωμά της να ρωτά και τους παρόχους και την ΕΥΠ για τυχόν παρακολουθήσεις, όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε την υποχρέωσή της να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα, και κυρίως όχι, όχι διάολε, δεν έχει δικαίωμα η ΕΥΠ να παρακολουθεί όποιον θέλει επειδή έτσι γουστάρει μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή εισαγγελέα – οι αποφάσεις αυτές είναι υπό κρίση, και θα έπρεπε να είναι υπό αυστηρό έλεγχο.

Όσο και οποιοσδήποτε, και ειδικά οι δράστες πασχίζουν να μας πείσουν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην ασχολούμαστε, και το θέμα έχει ουσιαστικά κλείσει.

Είναι πολύ οδυνηρό το θύμα να πασχίζει να μας τα εξηγεί όλα αυτά πάνω από μία φορά.

Είναι πολύ, πολύ οδυνηρό το θύμα να μας ενημερώνει για την αδιαφορία μας, την απάθειά μας, την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα του, να ενώσουμε την φωνή μας μαζί του, να πολλαπλασιάσουμε το μήνυμά του και να φροντίσουμε να μην φοβάται κανένα από τα θύματα να μιλήσει και να αναζητήσει το δίκιο του.

Ότι δεν είναι “τζερτζελές”, όλο αυτό που συμβαίνει.

Ότι είναι τραγικό, ότι είναι επώδυνο, ότι είναι τρομερά επικίνδυνο, και ότι εντέλει πρέπει να σταματήσει – άμεσα.

Ας διαλέξει ο καθένας μας στρατόπεδο, τι να πω. Με ενδιαφέρον ή με αδιαφορία. Με την λοιδορία ή με τον θυμό. Με την ντροπή, ή με την πλάκα. Με την αλληλεγγύη, ή με το τζέρτζελο.

Και ας νιώσει μετά όπως πρέπει όταν το θύμα μας δείχνει πως σκεφτόμαστε.

Εγώ έχω επιλέξει να θυμώνω, πάντως. Να θυμώνω, να μιλάω, να διαμαρτύρομαι, και να εκθέτω τις σκέψεις μου στην κρίση σας.

Ισως μία μέρα, κάποιο από τα θύματα, να σας δείξει δικαιωμένο το δικό μου το άρθρο. Ίσως μία μέρα να είναι η θέση μου που να καθρεφτίζει την οπτική όλης της κοινωνίας.

Ίσως αυτός ο καθρέφτης, μία μέρα, να δείξει κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.

Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.

Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.

Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.

Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.

Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.

Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.

Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.

Δεν είναι απίστευτο;

Δεν ειναι, όχι.

Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.

Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.

Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.

Το θέμα είναι το μετά.

Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.

Γίνεται;

Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.

Γίνεται;

Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.

Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.

Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.

Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.

Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.

Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@