Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.
Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.
Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.
Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.
Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.
Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.
Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.
Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.
Δεν είναι απίστευτο;
Δεν ειναι, όχι.
Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.
Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.
Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.
Το θέμα είναι το μετά.
Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.
Γίνεται;
Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.
Γίνεται;
Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.
Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.
Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.
Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.
Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.
Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@
Εξαιρετική άποψη γεμάτη αλήθειες…
Ελπίζω να υπάρχουν και άλλες στο μέλλον.Αν η δικαιοσύνη λειτουργούσε όπως έπρεπε δεν θα είχαμε φτάσει ως εδώ.Ειμαστε τόσο λίγοι ψυχικά που φοβόμαστε μην χάσουμε τα λίγα μας και τελικά τα χάνουμε όλα.
….