Οι τρεις δηλώσεις που έγιναν υπο μορφήν εκβιασμού (του Γεωργιάδη για τον δήμαρχο Χαλανδρίου, του Μαρινάκη για … όλους τους αντίπαλους δημάρχους και του Αυγενάκη για τον υποψήφιο περιφερειάρχη Θεσσαλίας) μάλλον δεν πήγαν και πολύ καλά. Όμως είναι από τις φορές εκείνες που, το να αποτύχει ένας εκβιασμός, κάνει την κατάσταση πολύ, πολύ χειρότερη.

Οφείλω πριν συνεχίσω την σκέψη μου να θυμίσω στους αναγνώστες μου μία παλαιότερη, προφανώς εντελώς ξεχασμένη ιστορία. Από το πρώτο μνημόνιο αν θυμάμαι καλά και μετά, υπήρχε μία υποχρέωση που αφορούσε τις εταιρίες που έβαζαν διαφημίσεις στα τηλεοπτικά ΜΜΕ να καταβάλλουν 20% φόρο επί των διαφημίσεων τους – μία υποχρέωση που πήρε μία… υπόγεια αναβολή συνεχόμενα, κάθε χρόνο, από το 2010 έως και το 2015. Ώσπου, ήρθε το μπαγάσικο το 2015, και η νεοδημοκρατική κυβέρνηση Σαμαρά μάλλον ξέχασε να ανανέωσει για άλλον έναν χρόνο την αναβολή και ήρθε μία κυρία Σαββαΐδου και αφού πια δεν μπορούσε να κάνει άλλη παράταση, φρόντισε να μεταφέρει την ημερομηνία πληρωμής στο τέλος του έτους, ξεκάθαρα, (κατά την ταπεινή μου γνώμη), για να μην έχει έσοδα ο Σύριζα στην αρχή της θητείας του και να αποτύχει παταγωδώς. Έκανε δηλαδή μία τρικλοποδιά προς την … αριστερής παρένθεσης κυβέρνηση, στερώντας από το δημόσιο υπερπολύτιμα έσοδα, και ίσως μία καλύτερη μοίρα στις διαπραγματεύσεις της (εξυπηρετώντας ταυτόχρονα τα συμφέροντα αυτών που την στήριζαν).

Έχουμε αποβλακωθεί τελείως βέβαια, και τέτοιες ενέργειες κάπως γίνεται και δεν μας κάνουν εντύπωση πια. Δεν ξερω αν είναι λογικό και αναμενόμενο, ας πούμε ότι είναι υπόθεση ενός επόμενου ποστ, αν ποτέ καταλάβω με ποιον τρόπο αυτός ο αδιανόητος πολιτικός διασυρμός έχουμε επιλέξει (διότι περι επιλογής πρόκειται, ξεκάθαρα) να μην τιμωρείται όσο αισχρός και να είναι.

Πίσω στα δικά μας. «Αν δεν κερδίσουμε θα κάνουμε δύσκολη τη ζωή του Ρούσσου από εδώ και μπρος, για να μην μπορεί να ταλαιπωρήσει το Χαλάνδρι» είπε χειροκροτούμενος ο (Υπουργός, θυμίζω) Γεωργιάδης συνεχίζοντας με το “Ο Δήμος αυτός θα χάσει όλες τις ευκαιρίες του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης εάν για τα επόμενα 5 χρόνια μείνει με αυτόν τον Δήμαρχο”. «Δεν υπάρχουν δικοί μας και μη δικοί μας δήμαρχοι αλλά όταν βλέπω δήμαρχο να υπερασπίζεται την Παλαιστίνη μετά από όσα έγιναν, ή υπάρχουν άνθρωποι που τις ιδεοληψίες τους τις βάζουν μπροστά από την ανάπτυξη των πολιτών, σίγουρα αμφιβάλλω αν όλα αυτά τα χρήματα που σπρώχνονται στην τοπική αυτοδιοίκηση για το σύνολο των πολιτών και των δημάρχων χωρίς προφανώς να υπάρχει κανόνας το που ανήκουν οι δήμαρχοι και ούτε μπορεί να υπάρξει νομοθετικά» καθώς «σίγουρα θεωρώ ότι αυτοί που έχουν φιλελεύθερη ιδεολογία και είναι πιο κοντά στο χώρο μας μπορούν να τα αξιοποιήσουν καλύτερα τα χρήματα» έλεγε ο Μαρινάκης, εκπρόσωπος τύπου της κυβέρνησης. Και, φυσικά, το αμίμητο «Το αποτέλεσμα της κάλπης είναι ευνόητο ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ταχύτητα και την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων που μόλις εξαγγείλαμε» του Αυγενάκη, υπουργού Γεωργίας της κυβέρνησης αυτής.

Στα δικά μου τα μάτια (υποθέτω και των ψηφοφόρων που καταψήφισαν εντυπωσιακά κάθε τέτοια απόπειρα σε σχεδόν κάθε δήμο και περιφέρεια στον δεύτερο γύρο) αυτό έμοιαζε με ωμό εκβιασμό. Και ο εκβιασμός αυτός, κρίθηκε πράγματι αποτυχημένος. Όμως δεν είναι ακριβώς έτσι: ο εκβιασμός αυτός, δεν έχει ημερομηνία λήξης τις εκλογές. Αυτή είναι η ημερομηνία έναρξης.

“Ο Δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, με επιστολή του προς τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, ζητά έγκριση χρηματοδότησης για την αποκατάσταση της Μαρίνας Πατρών, ενημερώνοντάς τον ότι έχει κατατεθεί, εδώ κι ένα χρόνο, τεχνικό δελτίο και φάκελος του έργου, αλλά και για τις συναντήσεις με υπουργούς που έχουν γίνει για το θέμα” διαβάζω πριν από λίγο καιρό στο ypodomes.gr. Είναι προφανές πως η χρηματοδότηση των δήμων και των περιφερειών, θα περάσει, τελικά, αναγκαστικά από τα γρανάζια της κυβέρνησης. Και θα ήταν αναμενόμενο να μην … τρέχει να ικανοποιήσει η κυβέρνηση κάθε υποχρεώσή της όταν ο δήμος ή η περιφέρεια δεν είναι της αρεσκείας της.

Όμως εδώ έχουμε μία εντελώς άλλη διαδικασία. Γιατί, στην προσπάθεια να φοβίσουν τους κατοίκους των περιοχών αυτών, η κυβέρνηση μέσω τριών πολύ σημαντικών στελεχών προχώρησε σε “νουθεσίες” στους ψηφοφόρους να μην περιμένουν τίποτα λιγότερο από εχθρική αντιμετώπιση. Μία ενέργεια που, να θυμίσω, την είχαμε δει προεκλογικά και στην Ροδόπη από την Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία είχε δηλώσει πως «Αντ’ αυτού ψηφίσατε τον ΣΥΡΙΖΑ. Θέλω λοιπόν βοήθεια και στήριξη, διότι αν εσείς δεν με στηρίξετε εγώ δεν μπορώ να σας στηρίξω αύριο. Στην Αθήνα δεν είναι όλοι σαν εμένα που αγαπάω τη μειονότητα. Τώρα η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση της ΝΔ. Τους βουλευτές τους βγάλατε, τώρα πρέπει να βγάλετε κόμμα και αυτό είμαστε εμείς. Έφερα στα Χανιά 41% που ποτέ εκεί ιστορικά δεν έχουν ψηφίσει τη ΝΔ, ούτε όταν ήταν ο πατέρας μου πρωθυπουργός, και δεν ψηφίζετε εσείς. Οπότε τώρα τι να κάνω; Γι’ αυτό ήρθα εδώ για να περάσει το μήνυμα τώρα. Χρειαζόμαστε στήριξη. Αν δεν μας στηρίξετε, τα πράγματα θα είναι πολύ δύσκολα».

Δύσκολα τα πράγματα αν δεν μας στηρίξετε, από την κάλπη θα εξαρτηθεί η ταχύτητα των αποζημιώσεων και δήμαρχοι που υποστηρίζουν το παλαιστινιακό δεν είναι αρκετά φιλελεύθεροι άρα δεν θα έχουν χρήματα να φτιάξουν πράγματα.

Αν το πω εγώ, είναι υπόθεση. Αν το πει αυτός που μοιράζει τα λεφτά όμως, είναι προφητεία. Και μάλιστα αυτοεκπληρούμενη.

Δεν εξετάζω τι πιστεύουν και τι όχι οι πολίτες. Όπως είπαμε, ουδείς συγκινείται, θα το ξεχάσουμε σε πέντε-δέκα ημέρες, και το πολύ-πολύ να έφερε μία βραχύβια αλυσιδωτή αντίδραση που στέρησε πχ την περιφέρεια από τον (προπορευόμενο) Αγοραστό, ή ακόμα και τον δήμο Αθηναίων από τον (προπορευόμενο μέχρι τότε) Μπακογιάννη.

Θα έχουν οι δήμαρχοι και οι περιφερειάρχες την ελάχιστη στήριξη του κράτους όταν δεν συμπλέουν πολιτικά; Όχι, δεν το νομίζω. Αν ήταν άλλο κόμμα στην εξουσία ίσως διατηρούσα κάποιες ελπίδες, αλλά με αυτήν την κυβέρνηση και με αυτόν τον πρωθυπουργό, δεν το πιστεύω ούτε ελάχιστα. Θα είναι αυτός λόγος που θα αποτύχουν στο έργο τους; Από την μία ο Πελετίδης πχ έχει τρίτη θητεία παρότι παίρνει όπως δηλώνει πολύ λιγότερα από όσα δικαιούται ως δήμος. Από την άλλη, αν καθυστερήσουν έστω και ελάχιστα την χρηματοδότηση σε μια περιφέρεια τόσο ταλαιπωρημένη όσο η Θεσσαλία, μάλλον την καταδικάζουν στην απόλυτη καταστροφή, όσο και αν προσπαθήσουν οι υπεύθυνοι να ξεπεράσουν τα προβλήματα. Θα είναι μία καλή δικαιολογία για πιθανή αποτυχία; Θα εξαρτηθεί από τους ψηφοφόρους, αλλά με τα μέσα επικοινωνίας αναφανδόν υπέρ της κυβέρνησης, μάλλον κάθε διαμαρτυρία δεν θα φτάσει ποτέ στα αυτιά τους για να ληφθεί υπόψη και να κριθεί αναλόγως.

Θα έχουμε μία κυβέρνηση που δεν θα απειλεί για να πετύχει τους στόχους της; Όχι, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια τουλάχιστον, έχουμε συλλογικά αποφασίσει πως δεν μας πειράζει αυτή η “πολιτική” τακτική. Ατομικά, ως σκεπτόμενοι πολίτες μπορεί να αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν είναι καν πολιτική, αλλά αυτοί είναι στην εξουσία, και μάλιστα με πρόσφατη λαϊκή εντολή.

Κάποιας μορφής αντίσταση σ’ αυτές τις πρακτικές βέβαια, οφείλω να ομολογήσω πως φάνηκε. Δεν την βρίσκω σωστή, όμως, προσωπικά: Μπορεί ο Μπακογιάννης, ο Αγοραστός, ο Ζέρβας, και όλοι οι υπόλοιποι να ήταν καλοί στην δουλειά τους τελικά – μπορεί, πράγματι, μπορεί και όχι. Μπορεί η ψήφος διαμαρτυρίας να ήταν ακριβώς αυτό, διαμαρτυρία στους εκβιασμούς και όχι στις πολιτικές – μπορεί. Αν είναι όντως έτσι, αν δεν ασχοληθήκαμε με το έργο τους αλλά με την προσπάθεια επιβολής τους, σας πληροφορώ πως δεν κερδίσαμε τίποτα: Αν φέραμε εξίσου κακούς ή ακόμα και χειρότερους υπευθύνους με μία δικαιολογία στα χέρια τους αν κάτι πάει στραβά, ο τόπος μας δεν κέρδισε απολύτως τίποτα.

Αφήσαμε την πολιτική εξουσία στα χέρια αδίστακτων αχρείων, πράγματι, και ανησυχώ μήπως είναι πιθανό να μας προκαλούν να φερόμαστε αντίστοιχα μη-πολιτικά. Μας έπαιξαν το ντέφι στον δικό τους (σιχαμερό, δεν αντιλέγω) ορισμό της πολιτικής, και εμείς αυθόρμητα χορέψαμε – έστω και σε άλλον ρυθμό. Δεν είναι όμως πολιτική αυτό. Έτσι κερδίζουν πάλι εκείνοι. Οφείλουμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω, θεωρώ, και να κρίνουμε τις επιλογές μας όχι με βάση το “είναι καλύτεροι από τα καθάρματα” αλλά ουσιαστικές με πολιτικές απαιτήσεις, προγράμματα και επιταγές.

Ας εκπαιδεύσουμε, έστω και την τελευταία στιγμή, έστω και τώρα, τους επόμενους πολιτικούς μας ταγούς να φέρονται ΠΟΛΙΤΙΚΑ. Είναι δύσκολο σ’ αυτόν τον βούρκο, το ξέρω, μα είναι πολύ σημαντικό να επιμείνουμε. Να τους πιέσουμε να προτείνουν πολιτικές λύσεις, και να μας αντιμετωπίζουν με σεβασμό. Να τους αναγκάσουμε να είναι διάφανοι, να επικοινωνούν με και προς τους ψηφοφόρους τους, να είναι υπόλογοι των ευθυνών και μαχητές των δικαιωμάτων τους.

Ας μην επιτρέψουμε τέλος πάντων να γινόμαστε ετερόφωτοι εκβιαστών, δειλών κομματόσκυλων – ας τους πάρουμε την σημαντικότερη εξουσία που έχουν στα χέρια τους, τον καθορισμό της πολιτικής σκηνής, και ας τους εξοβελίσουμε από την ουσιαστική πολιτική πλατφόρμα ανακαταλαμβάνοντας την συζήτηση και τις γραμμές της πολιτικής αξιοπρέπειας. Είναι ξεκάθαρο πως αν ορίσουμε την πολιτική ως πεδίο μάχης, θα αναγκαστούν να μονομαχήσουν με πολιτικά επιχειρήματα, ούτε με την εικόνα, ούτε με λαϊκισμούς.

Απλώς αντιδρώντας στα γουρούνια της πολιτικής, το μόνο που θα πετύχουμε είναι να θαβόμαστε βαθύτερα στην δική τους λάσπη. Την ξέρουν καλά, και δεν ενοχλούνται από αυτήν. Εμείς πνιγόμαστε μόνο.

Αντε, και καλή τοπική πενταετία στον καθένα μας εύχομαι.

Μετά το ΜέΡΑ25 τώρα και το ΚΚΕ τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο για την «αφισορύπανση» από τον δήμο Αθηναίων.

Παρότι όμως μοιάζει νόμιμο, και φαινομενικά τίμιο να τιμωρεί κανείς την «αφισορύπανση» – θεωρώ πως ως ενέργεια η τιμωρία αυτή είναι πρωτίστως πολιτική, και όχι τυπική, και γι’ αυτό μας αφορά όλους.

Και αυτό γιατί τα μικρά κόμματα δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν μεγάλα ποσά για την δημοσιοποίηση των θέσεών τους, ειδικά σε περιόδους εκλογών όπου οι τιμές ανεβαίνουν και οι θέσεις λιγοστεύουν καθώς ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Συν αυτώ, τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν (κατά περίπτωση βέβαια) σχεδόν τον αποκλειστικό χώρο στην ΜΜΕ δημόσια σφαίρα, και, παρότι τα περισσότερα μεγάλα κόμματα είναι σοβαρότατα υπερχρεωμένα, παρόλα αυτά… παραδόξως περισσεύουν (πολλά!) χρήματα για διαφήμιση σε νόμιμους χώρους προβολής, και κανείς φυσικά κανείς δεν αναρωτιέται το γιατί.

Κάπως έτσι, βρισκόμαστε στην θέση να αναρωτιόμαστε αν μία παρανομία είναι τελικά δικαιολογημένη ή όχι.

Γιατί κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τα κανάλια να φωνάξουν ισότιμα (ή έστω δίκαια) τα μικρότερα κόμματα να παρουσιάσουν τις θέσεις τους (που, ακόμα και όταν τους αναγκάζουν δεν το κάνουν και τελικά τιμωρούναι με ελάχιστες ποινές), σχεδόν κανείς δεν ελέγχει σοβαρά τα απίστευτα άθλια οικονομικά των κομμάτων για να δει ποιος πληρώνει και από πού για την υπερβολική διαφήμισή τους ή γενικά τα έσοδά τους, και η νομιμότητα εξαντλείται με δυσθεώρητα πρόστιμα σε κόμματα που έχουν λίγους ή καθόλου πόρους να υπερασπιστούν την πολιτική υπάρξή τους.

Προφανώς, δεν θα ακούσουμε πολύ γι’ αυτό – ακόμα και όταν το ΜέΡΑ25 κατήγγειλε πολλές φορές πως ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Μαρινάκη τους απέκλεισε από κάθε παρουσία στα μέσα του, η αντίδραση (από την αντιπολίτευση λέμε τώρα, όχι από την κυβέρνηση) ήταν εξωφρενικά ανύπαρκτη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς, ως πολίτες, οφείλουμε να ανεχόμαστε σιωπηλοί κάθε άθλια τακτική για να φιμώνονται τα μικρότερα κόμματα με το πρόσχημα της «νομιμότητας» και οι ψηφοφόροι να χάνουν ένα σημαντικό (και εν πολλοίς ακηδεμόνευτο) στοιχείο της απαραίτητης πολιτικής ενημέρωσής τους πριν πάνε στην κάλπη να επιλέξουν.

Πέρασαν κιόλας περίπου δέκα ημέρες από το κάζο των τελευταίων εκλογών (ομολογώ πως ακόμα δεν έχω συνέλθει από το σοκ) και το μόνο που βλέπω στα social που κυκλοφορώ, είναι η γκρίνια των ηττημένων. Όχι γκρίνια για τον νικητή: μεταξύ τους.

Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας πούμε πως, όλοι μαζί, αποφασίσαμε ότι για τέσσερα χρόνια θα τρώμε ένα μόνο φαγητό. Ας πούμε πως είμαστε εκατό νοματαίοι όλοι κι όλοι, μία ψήφο ο καθένας.

Σε ένα τραπέζι, κάθε υποψήφιος σεφ, δείχνει την πρότασή του. Καμιά τριανταριά προτάσεις, δεν είναι όλες ίδιες φυσικά, κάποιες καλές, κάποιες κακές, στην διάθεση όλων για να διαλέξουν. Κάποιες είναι περιποιημένες, κάποιες είναι τσαπατσούλικες. Κάποιες έχουν υψηλή διατροφική αξία, κάποιες είναι μόνο νοστιμιά. Κάποιες έχουν πολύ ζάχαρη, κάποιες πολύ αλάτι. Κάποιες άνοστες μα σου κάνουν καλό, κάποιες σου δίνουν απλώς πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Κάποιες έχουν ξηρούς καρπούς και κάποιοι είναι αλλεργικοί σ’ αυτές, κάποιες άλλες είναι σχεδόν ωμές σου ζητάνε να τις μαγειρέψεις μόνος σου. (Έχει και κάτι ακροδεξιές κουράδες για φαγητά, αλλά ας μην ασχοληθούμε μ’ αυτά, κανείς δεν πρέπει να τα διαλέξει ο,τι και να γίνει).

Το θέμα είναι πως, σε όσα μοιάζουν έστω με φαγητά, υπάρχουν για όλα τα γούστα. Τώρα, ο κόσμος επιλέγει κατά πως θέλει, και συνήθως όλοι τελικά διαλέγουν πέντ’ έξι από αυτά μόνο, τα πιο συνηθισμένα, αλλά όλα εκεί είναι. Ο καθείς με τις ορέξεις του.

Ο κόσμος λοιπόν, οι εκατό νοματαίοι που λέγαμε, επιλέγουμε κατά βούληση. Κάποιοι, δεν επιλέγουν καθόλου, δεν δέχονται να συμμετάσχουν σ’ αυτό το παράλογο πανηγύρι – ο,τι αποφασίσουμε οι υπολοιποι βέβαια θα φάνε, αλλά δεν θέλουν να το νομιμοποιήσουν. Καλώς, δικαίωμά τους. Οι υπόλοιποι κοιτάμε προφανώς κυρίως τι αρέσει σε μας, και όχι τόσο τι αρέσει σε όλους τους άλλους. Λογικό είναι – εμένα μ’ αρέσουν τα μακαρόνια, θα διαλέξω τις φακές του αλλουνού; Τέσσερα χρόνια είναι αυτά, δεν παίζουμε. Και κάπως έτσι, βγαίνει το φαγητό της τετραετίας.

Στις προηγούμενες εκλογές του 2019 είχαμε διαλέξει. Επί τέσσερα χρόνια τρώγαμε, όπως είχαμε συνεννοηθεί και συμφωνήσει, το ίδιο φαγητό όλοι. Αυτό που επιλέξαμε οι περισσότεροι.

Σ’ εκείνες τις εκλογές, το 2019, ο σεφ έμοιαζε νέος. Το φαγητό απ’ έξω μπορεί να φαινόταν περιποιημένο και καλοφτιαγμένο – αλλά κάποιοι από μας ήξεραν καλά ότι μάλλον δεν θα μας έβγαινε σε καλό. Πράγματι, τέσσερα χρόνια τώρα όσοι ανησυχούσαμε πέσαμε μέσα στις δυσοίωνες προβλέψεις μας – και με το παραπάνω.

Το φαγητό που επιλέξαμε όλοι μαζί, ήταν τοξικό και επικίνδυνο. Τόσο μουχλιασμένο, ώστε όσο μένει στο τραπέζι μολύνει και τα διπλανά φαγητά. Τόσο τοξικό που όσοι τρώνε αρρωσταίνουν – όχι όλοι βέβαια γιατί επί τέσσερα χρόνια το στριφογύριζε ο σεφ όταν το σέρβιρε, και σε λίγους τύχαιναν νοστιμιές, στους περισσότερους όμως επειδή ήταν μουχλιασμένο, τους έπιανε το στομάχι τους. Κάποιοι, πέρασαν και πολύ χειρότερα από έναν απλό στομαχόπονο. Πολύ, πολύ χειρότερα.

Αλλά, η συμφωνία – συμφωνία: κάθε τέσσερα χρόνια, δίκαια, δημοκρατικά, ξανααποφασίζουμε για το φαγητό της επόμενης τετραετίας. Και έτσι, καμια δεκαριά μέρες πριν, μαζευτήκαμε πάλι στον μπουφέ.

Πάνω κάτω τα ίδια φαγητά, πάνω κάτω και οι ίδιοι οι άνθρωποι να αποφασίσουν. Φαινόταν πως είχαμε συμφωνήσει πως το φαγητό της τελευταίας τετραετίας ήταν απαράδεκτο, αλλά κατα πως φαίνεται, εκεί που δεν το περιμέναμε, οι ίδιοι από μας που το είχαν επιλέξει πριν, το ξαναεπέλεξαν.

Δεν θα ασχοληθώ με την επιλογή τους αυτήν την στιγμή – αυτό ήθελαν, αυτό διάλεξαν. Δικαίωμά τους.

Οι υπόλοιποι όμως, αυτοί που ξέρουμε πια καλά ότι το φαγητό που επιλέχθηκε είναι τοξικό και εν πολλοίς επικίνδυνο, επιλέξαμε κάτι άλλο – αλλά δεν είμαστε αρκετοί. Είκοσι επέλεξαν το ένα, μία ντουζίνα το άλλο, καπου οκτώ από μας το τρίτο. Όχι το πρώτο, όχι το τοξικό, όχι αυτό που θα κάνει την ζωή μας χάλια. Ο καθένας το δικό του, σύμφωνα με το κέφι του. Μα επέλεξαν πάλι οι περισσότεροι που ψήφισαν αυτό που τρώγαμε, οπότε, άλλα τέσσερα χρόνια το ίδιο.

Επειδή όμως είχαμε κάνει μία συμφωνία για μία και μοναδική φορά να χρειάζονται πάνω από πενήντα, καλούμαστε να ξανααποφασίσουμε.

Και όσο έρχεται εκείνη η ώρα, τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Οι υπόλοιποι – όχι οι σαράντα. Οι σαράντα ξέρουν τι θέλουν, ξερουν για ποιον λόγο το θέλουν, μπορεί να είναι γι’ αυτούς θρεπτικό, να έχουν ανοσία, μπορεί να μη τους νοιάζει, μπορεί να ξαφνιαστούν μετά – δεν έχει σημασία, δεν αλλάζουν γνώμη, μπετον αρμέ, αυτό θέλουν. Με γειά τους, με χαρά τους.

Εμείς οι υπόλοιποι;

Και κάπου εδώ ξεκινάει το ποστ. Γιατί εμείς οι υπόλοιποι τσακωνόμαστε μεταξύ μας. “Όχι, το φαγητό σου δεν είναι υγιεινό”. “Όχι, το δικό σου δεν είναι νόστιμο”. “Όχι, το δικό σου έχει πολλές θερμίδες και θα το πληρώσουμε μετά”.

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ, όλοι έχουν δίκιο: Όντως, το ένα έχει πολύ ζάχαρη, το άλλο είναι άνοστο, το τρίτο είναι δεν είναι εντελώς υγιεινό αν το τρώμε επι τέσσερα χρόνια. ΦΥΣΙΚΑ. ΟΛΟΙ έχουν ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ, και έχει βάση η κριτική τους.

Μπορούμε όμως να το ξεπεράσουμε αυτό;

Διότι αν δεν συννενοηθούμε, αν δεν επιλέξουμε όλοι ένα φαγητό στον μπουφέ, θα έχουμε διαλέξει ο καθένας το δικό του, ναι – μα θα φάμε άλλα τέσσερα χρόνια ένα φαγητό που συμφωνούμε όλοι μας ότι είναι επικίνδυνο. Και, αν είμαστε τυχεροί θα είναι το ίδιο: Ο σεφ που το σέρβιρε μέχρι τώρα, όχι μόνο δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο, μα θα το κάνει πολύ, πολύ χειρότερο – και είναι λογικό, αφού το ξαναεπιλέγουμε, αφού το εγκρίνουμε οι περισσότεροι άρα μας αρέσει τόσο χάλια κι άλλο τόσο!

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ κανένας δεν θέλει να φάει ένα φαγητό που δεν του αρέσει. ΦΥΣΙΚΑ. Το καταλαβαίνω απόλυτα! Και μένα δεν μ’ αρέσουν πες πχ οι φακές, ούτε να τις βλέπω δεν θέλω. Αλλά αντί να φάω ένα μουχλιασμένο τοξικό πράγμα επι τέσσερα χρόνια, δέχομαι να φάω κάθε μέρα φακές. Τί να κάνω; Να αφήσω να κινδυνέψει η υγεία μου επειδή δεν είναι οι άλλες επιλογές ακριβώς όσο και όπως μ’ αρέσουν;

Είναι καιρός να είμαι εκλεκτικός;

Εγώ λοιπόν, κάνω πίσω. Δεν θα φάω αυτό που θέλω. Ό,τι θέλετε εσείς. Διαλέξτε μία από τις άλλες επιλογές, μην εστιάσετε πού διαφωνείτε, εστιάστε στο τι σας αρέσει στις άλλες προτάσεις που, εκ προοιμίου, συμφωνήσαμε, δεν σας αρέσουν. Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να βρούμε μία που να είναι ανεκτή, έστω και ελάχιστα, απ’ όλους. Το ξέρω ότι δεν θα σας αρέσει, το καταλαβαίνω ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρεύεστε, αλλά εγώ – εγώ, μπορεί να κάνω και λάθος, όπως νομίζετε – επειδή έφαγα από την προηγούμενη πρόταση επί τέσσερα χρόνια, δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Οπότε, ο,τι άλλο θέλετε εσείς (*).

Και ας φάμε τέσσερα χρόνια φακές μετά.

Και ας τσακωθούμε σε εκείνο το διάστημα, φαγωμένοι και υγιείς όμως, τα τέσσερα χρόνια που ακολουθούν, για το ποια πρέπει να είναι, ή ποια πρέπει να γίνει η επόμενη καλύτερη πρόταση. Με ηρεμία, με διάλογο, με διαφωνίες αλλά χωρίς κραυγές. Άλλωστε είχαμε τις τελευταίες εκλογές για να ανησυχήσουν οι υπόλοιποι σεφ, και να καταλάβουν πως, αν τους επιλέξουμε, θα είναι λύση ανάγκης, και όχι επιδοκιμασίας για την πρότασή τους.

Εγώ δέχομαι να κάνω λοιπόν ένα βήμα πίσω: Ό,τι θέλετε εσείς. Θα φάω όποιο φαγητό επιλέξετε. Αρκεί να συννενοηθούμε όλοι σε ένα. Αρκεί, ωραία και δημοκρατικά, όπως είχαμε συνεννοηθεί εξαρχής, να γίνουμε περισσότεροι.

Μπας και γλυτώσουμε.

(*) Τα είπαμε, εκτός από τις ακροδεξιές κουράδες, αυτές δεν τρώγονται με τίποτα.

Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.

Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.

Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.

Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.

Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.

Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.

Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.

Δεν είναι απίστευτο;

Δεν ειναι, όχι.

Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.

Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.

Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.

Το θέμα είναι το μετά.

Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.

Γίνεται;

Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.

Γίνεται;

Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.

Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.

Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.

Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.

Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.

Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@

Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.

Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:

Τι θα κάνουμε εμείς;

Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.

Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:

Κοιτάω τι θέλω εγώ.

Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.

Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.

Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.

Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.

Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.

Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂

Λίγες μόλις ώρες πριν ανοίξουν οι κάλπες, αυτές στις οποίες καταλήγει κάθε προεκλογική περίοδος που ξεκινά την αμέσως επομένη των εκλογών, νιώθω την ανάγκη να περιγράψω τις σκέψεις μου για τούτες τις εκλογές, έτσι ώστε να τα διαβάζω στο μέλλον, να μοιράζομαι λίγο πως ένοιωθα, πως σκεφτόμουν και πως ζούσα τον Ιούλη του 2019.

Κάθε απολογισμός του παρελθόντος, κάθε κατανόηση του παρόντος, κάθε ελπίδα ή στόχος για το μέλλον, ορίζεται κυρίως από το τώρα • από το πως βλέπεις τα πράγματα αυτήν την στιγμή. Αύριο η οπτική αλλάζει, χθες ήταν αλλιώς, ωριμάζουμε εμείς ή αναδιοργανώνεται η ζωή γύρω μας, οι προσλαμβάνουσες αυξάνονται, τα βλέπεις αλλιώς. Μόνο αν ξέρεις πως αισθανόσουν τώρα μπορείς να κατανοήσεις γιατί κάνεις ο,τι κάνεις τελικά, γιατί βλέπεις τα πράγματα έτσι, γιατί ορίζεις αυτές τις προτεραιότητες και όχι άλλες.

Ας δούμε πρώτα το παρελθόν.

Πουλήσαμε βλήματα στην Σαουδική Αραβία, κάναμε δώρο στα κανάλια τον φόρο του 20% που τους αναλογούσε, δεν αλλάξαμε, ως οφείλαμε, την κολπική εξέταση στις κρατούμενες γυναίκες, δεν δικαιώσαμε τις Αμαλίες, αφήσαμε τους ανθρώπους να σκοτώνονται ατιμώρητα για τις ομάδες τους και τους πληρώσαμε γι’ αυτό μέσω της ΕΡΤ, αφήσαμε τα ΕΛΠΕ ατιμώρητα και ξεχάσαμε τον θάνατο τεσσάρων ατόμων (ξανά: Δευτεραίος, Delilaj, Αβράμπος, Μαγγούρας), δεν διαχωρίσαμε το κράτος από την θρησκεία, συνεχίσαμε τις απελάσεις προς την Τουρκία (ακόμα και εκτός νομίμων διαδικασιών), όχι μόνο το Mall συνεχίζει να λειτουργεί, αλλά ο πρωθυπουργός επιχαίρει πως οι δουλειές με τον άνθρωπο που το εμπνεύστηκε και το δημιούργησε έγινε ο,τι είναι δυνατόν για να συνεχιστούν απρόσκοπτα και στο Ελληνικό, κάναμε δωράκι την άρση της προστασίας από τα τυχερά παιχνίδια, το μνημόνιο ψηφίστηκε fast-track, δεν σταμάτησαν (παρότι μειώθηκαν) όπως είχε υποσχεθεί, εκατόν ένας οι νεκροί στην πυρκαγιά στο Μάτι, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, τα πολυνομοσχέδια, και οι διατάξεις σε άσχετους νόμους, δεν προχώρησε η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου για να δούμε πως φτάσαμε να χρωστάμε τόσα χρήματα, τα φραουλοχώραφα δεν έχουν βελτιωθεί – οι συνθήκες παραμένουν απαράδεκτες, ακόμα καίγονται άνθρωποι γιατί κρυώνουν, δεν προστατευτήκαμε από τα κάθε luxleaks και τα Paradise Papers που φοροαποφεύγουν ζημιώνοντας την οικονομία μας, τα αυθαίρετα ακόμα εξαγοράζονται με φόρους και πρόστιμα, οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να δεσμεύουν χρήματα από τον λογαριασμό πολιτών, και για δικές τους υποθέσεις, και για οφειλές προς το κράτος – ούτε καν υποχρεούνται να ενημερώσουν τον καταθέτη, ούτε να έχουν την σύμφωνη γνώμη του, ο ΕΝΦΙΑ παραμένει ως φόρος – ενοίκιο ιδιοκτήτη στο κράτος, τα ΜΑΤ δεν φέρουν ακόμα διακριτικό αριθμό για να εντοπίζονται τυχόν παράνομες πράξεις τους (όπως αυτές στον Μάριο Λώλο και τον Μανώλη Κυπραίο), παραμένει ως φόρος και ο φόρος επί της κινητής τηλεφωνίας, άνθρωποι πεθαίνουν ακόμα στο Κολαστήριο (ατιμώρητα) για ένα χαλασμένο δόντι, φερθήκαμε αισχρά στην Μόρια και στα άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αποδεχθήκαμε τους νεκρούς της, (δεν) γίναμε σοφότεροι στην αναισθησία μας, τους αφήσαμε να παγώσουν απροστάτευτοι, τους εκδικηθήκαμε , «κρατικοποιήσαμε» το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών για χρέη που κανείς δεν έχει ελέγξει πως έγιναν, περάσαμε την δημόσια περιουσία για 99 χρόνια σε μία εταιρία εξυπηρέτησης του χρέους και όχι των πολιτών, η Αμυγδαλέζα δεν έκλεισε (και άνθρωποι ακόμα έκαναν απόπειρες αυτοκτονίας εκεί, εικοσιτέσσερις πνιγμένοι στην Μάνδρα, ακόμη πληρώνουμε για εξοπλισμούς, η Ελληνικός Χρυσός ακόμα σκάβει, χτίζει, κόβει δέντρα, και συνεχίζει το έργο της, οι άνθρωποι διαχωρίζονται ανάλογα με το με ποιο φύλο προτιμούν να ερωτεύονται για το αν θα αναθρέψουν παιδιά, το Μαξίμου παρέμεινε κομματικό όργανο , οι ελεύθεροι επαγγελματίες προπληρώνουν τον φόρο για την επόμενη χρονιά(!), ακόμα η φορολογία στο πετρέλαιο θέρμανσης είναι υψηλή, η υπόθεση Χαϊκάλη παραμένει στο συρτάρι της εισαγγελίας, η Frontex ελέγχει τα σύνορά μας, ο Οδυσσέας, το εθελοντικό σχολείο της Θεσσαλονίκης ακόμα χρωστάει το παράλογο πρόστιμο που του έχει επιβληθεί (και, αν δεν χρωστάει πια, είναι γιατί θα το έχει αποπληρώσει όλο, παρά τις αντίθετες δεσμεύσεις), τα κανάλια δεν τιμωρήθηκαν ουσιαστικά όταν τα έπιασαν να ορίζουν την πραγματικότητα αντί να την περιγράφουν, ούτε και οι δημοσιογράφοι , ο φράκτης στα βόρεια σύνορά μας παραμένει ακόμα εκεί, οι εφοπλιστές (δεν) πληρώνουν όσα οι ίδιοι κανονίζουν ως… «φόρο», οι διευθύνσεις στα Κολαστήρια και στα ΑΤ που αποδεδειγμένα βασάνιζαν κόσμο παραμένουν ατιμώρητες….

….και τόσα πολλά άλλα, που δεν θυμάμαι καν. Μία τετραετία πλήρης, με οφειλές για το μέλλον, με υποσχέσεις που δεν ολοκληρώθηκαν, με όνειρα που δεν έγιναν πράξη.

~

Ας δούμε όμως και το παρόν.

Ζούμε (για εμένα), στο κατώφλι των χειρότερων εκλογών που έχω βιώσει. Ξέρω καλά ότι τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα όταν ο Παπανδρέου και ο Μητσοτάκης ήταν αντίπαλοι, μα τότε τα ζούσα ως έφηβος, πιο αποστασιοποιημένα, πιο ονειρικά: Τώρα, τίποτα ονειρικό δεν έχει μία μιντιακή υστερία να ψηφιστεί ο εκλεκτός της καρδιάς τους, να βάζουν υποψηφιότητα άνθρωποι που ελέγχονται από την δικαιοσύνη – και στο ευρωκοινοβούλιο να εκλέγονται κιόλας, τίποτα αθώο δεν έχει η απόλυτη συντηρητικοποίηση του πολιτικού και κοινωνικού λόγου, η επιστροφή στο παρελθόν του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», με δόσεις «Μαδούρων», «ακροαριστερών φίλων της τρομοκρατίας» και «έκφυλων».

Μπορεί, δεν ξέρω, όλο αυτό να έχει ξεκινήσει πιο νωρίς – μπορεί. Μα μετά από δέκα χρόνια απόλυτης εξαθλίωσης, δημοκρατικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το να υπερασπιζόμαστε ακόμα τον διαχωρισμό της ευθύνης της πράξης απέναντι στην ευθύνη της φυλής, το δικαίωμα στην σεξουαλική αυτοδιάθεση, το να μην θεωρούμε όποιον διαφωνεί μαζί μας «εχθρό της πατρίδας» – είναι μία μάχη που δυσκολεύομαι πολύ να βρω τις αντοχές να την δώσω.

Ο πολιτικός χάρτης, μοιάζει μάλλον ζαλισμένος:

Στα δεξιά, ο συντηρητισμός πλέον υψώνει την φωνή του, με όλα τα νέα στελέχη που τον εφοδιάζει: Είτε πρόκειται για alt-right ανερχόμενες προσωπικότητες, όπως ο Μπογδάνος, είτε πρόκειται για καινούργιους προέδρους κομμάτων όπως ο Βελόπουλος, από την νέα βουλή όχι μόνο δεν θα λείψει η συντηρητική ατζέντα, μα θα έχει κυρίαρχο λόγο. Αν βγει κυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, που στα ψηφοδέλτιά της ο συντηρητισμός έχει βροντερή φωνή, τότε να περιμένουμε και αντίστοιχη πολιτική ως κυβέρνηση.

Οι ναζί όχι μόνο -ανεξαρτήτως του εκλογικού ποσοστού που θα πάρουν στις εκλογές που έρχονται- ενσωματώθηκαν πάλι στην καθημερινότητά μας από την κερκόπορτα του Μακεδονικού θέματος αλλά έγιναν και όχημα και για τις δύο πλευρές της υπόθεσης: οι κατά της συμφωνίας χρειάζονταν στρατιώτες, οι υπερ έναν φρικτό εχθρό. Οι πεντακόσιες χιλιάδες ψήφοι που συγκέντρωσε στο παρελθόν, ακόμα και αν δεν πάνε εκεί, θα μοιραστούν στα υπόλοιπα συντηρητικά κόμματα.

Στο λεγόμενο κέντρο, μάχονται ΚΙΝΑΛ και Λεβέντης, αν και η μάχη είναι μάλλον άνιση. Ο Λεβέντης έδειξε ο,τι είχε να δείξει – και φαίνεται πως δεν θα πείσει άλλους ψηφοφόρους. Το ΚΙΝΑΛ (ας το λέμε ΠΑΣΟΚ για να μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας) έπαιξε καλά το χαρτί «υπάρχουμε» -κυρίως με την αποπομπή Βενιζέλου- το χαρτί «θα μας χρειαστείτε», καθώς προσβλέπει σε μία μη αυτοδύναμη κυβέρνηση στις 8 του Ιούλη όπου η παρουσία του θα είναι αναγκαία, και τραβάει από τους παλιούς χωρίς απαραίτητα να μπορεί να δημιουργήσει καινούργιους ψηφοφόρους.

Οι αριστερές εναλλακτικές από την άλλη μοιάζουν αδύναμες. Η ΛΑΕ και η Πλεύση δεν έχουν αρθρώσει πειστικό λόγο στους πολλούς, λειτουργούν κυρίως με αρχηγικές δομές, έχουν μεν πλάνο, δεν ξέρω όμως κατά πόσο είναι εφικτό ή/και ξεκάθαρο – και χάνουν τους λιγότερο σκληρούς αριστερούς με την στάση τους σε θέματα όπως πχ στο Μακεδονικό. Το ΜέΡΑ25, the new kid on the town, μοιάζει να κερδίζει με ένα πιο ανοικτό πρόγραμμα, αλλά φαίνεται πως τον διακατέχει η ίδια ασθένεια με τους άλλους, καθώς έχει ιδιαιτέρως προσωποκεντρική δομή, προχειρότητα στις επιλογές προσώπων λόγω της πίεσης του χρόνου, και η οικονομική του πολιτική φαίνεται πως δεν κατάφερε να είναι αρκετά απλή ώστε να την κατανοήσουν πλήρως όλοι.

Το ΚΚΕ …παραμένει το ΚΚΕ, ό,τι και αν συνεπάγεται αυτό. Εξίσου συντηρητικό με το πρόσφατο παρελθόν του -για άλλους καλό αυτό, για άλλους κακό- έχει μία γραμμή, την κρατάει, και μένει να φανεί αν θα το εισπράξει σε επιπλέον ψήφους ή όχι.

Ποτάμι και ΑνΕλ δεν κατεβαίνουν σ’ αυτές τις εκλογές, καθώς η προηγούμενη τετραετία τα πλήγωσε βαθιά δημοσκοπικά, θα έλεγα για τελείως διαφορετικούς λόγους.

Αυτή η πολιτική εικόνα για μένα είναι ιδιαιτέρως απογοητευτική. Υπήρξε μία έντονη μεν, πλήρης δε τετραετία, χρόνος ικανός για να δομηθεί ένας νέος πολιτικός λόγος, μία πολιτική πρόταση που θα μπορούσε να αναλύσει ήρεμα τι έγινε, γιατί έγινε, και να καταθέσει προτάσεις για να μην ξαναγίνει. Να συγκεντρώσει ανθρώπους που έμειναν έξω (κυρίως για πολιτικούς λόγους) από την διαδικασία, να τους πείσει να συμμετάσχουν, να τους δώσει βήμα να μιλήσουν αυτοί που δεν ακούστηκαν ως τώρα – αν υπάρχουν, και όσοι υπάρχουν. Αυτό βέβαια, ως προϋπόθεση, θα είχε και το να μπορούμε και εμείς ως ψηφοφόροι να καταλάβουμε ΤΙ έγινε, ΓΙΑΤΙ έγινε, και κυρίως πως δεν θα ξαναγίνει, και, φυσικά, την ξέρετε την άποψή μου, ήταν άλλη μία χαμένη τετραετία καθώς δεν φαίνεται πως μάθαμε τίποτα.

Η δικαιοσύνη δεν βρίσκεται στις καλύτερες ημέρες της και η δημοκρατία λιώνει από το ίδιο της το οξύ των πολιτικών της.

Και όλα αυτά, κυρίως επειδή ο μεγάλος χαμένος παραμένει η δημοσιογραφία.

Μονοπώλια μιντιακής επικοινωνίας, που συνήθως εξυπηρετούν τους δικούς τους σκοπούς, θάβουν όποια είδηση δεν θέλουν να ακουστεί, αναγάγουν σε πρώτο θέμα όποια είδηση εξυπηρετεί τα πλάνα τους, δημιουργούν ειδήσεις αν χρειαστεί να ενισχύσουν την άποψή τους. Εδώ και πολλά χρόνια, δεν εξυπηρετείται η αλήθεια – και, όσο γίνεται αυτό, ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η δημοκρατία έχουν καμία τύχη.

Παρότι αυτό παλιότερα θα έμοιαζε απίθανο, είμαι πεπεισμένος ότι σήμερα η δημοσιογραφία είναι στο χειρότερό της σημείο, και δυστυχώς χωρίς κανένα φανερό σημάδι ανάκαμψης από αυτήν την απογοητευτική θέση. Αντιθέτως.

~

Να δούμε όμως: τι αύριο θέλουμε;

Αντί να μου πουν οι άλλοι τι αύριο μου προτείνουν, οφείλω, μετά από τόσα χρόνια, να το ζητήσω εγώ. Ξέρω τι θέλω, ξέρω και από ποιον μπορώ να το ζητήσω και από ποιον όχι. Ξέρω πως κάπου συμφωνώ με τους άλλους, και κάπου διαφωνώ. Και όπως κάνω σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, το καταθέτω για να είμαι τίμιος και αύριο με όσα ζητάω:

Θέλω όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κάθε φυσικού ή τεχνητού διαχωρισμού να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις και τα ίδια δικαιώματα. Θέλω να έχουν το δικαίωμα να σκέπτονται ελεύθερα, να τιμούν τους θεούς τους και να οργανώνουν πολιτικά τα θέλω τους, να αγαπούν όποιον θέλουν και να μην υφίστανται διαχωρισμούς γι’ αυτό. Θέλω να έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στον νόμο, όπως θα έχω και εγώ ως κράτος απέναντι στ’ αυτούς. Θέλω η κυβέρνησή μου να τους παρέχει υγεία, παιδεία, στέγη και φαγητό ως οφείλει, ανεξαρτήτως της οικονομικής και νομικής τους κατάστασης και να μην καταστέλλει τις αντιδράσεις τους όταν τους στερούνται αυτά τα βασικά, ανθρώπινα δικαιώματα.

Θέλω μια οικονομία που να προστατεύει τον αδύναμο, συγκεντρώνοντας από τον πιο ισχυρό, αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει σε όλους να κερδίσουν από τις ιδέες τους. Θέλω να προστατεύει τον εργαζόμενο αλλά ταυτόχρονα να επιτρέπει στον εργοδότη να λειτουργεί με νόμους προκαθορισμένους, που δεν αλλάζουν κάθε χρόνο. Θέλω ίση επιχειρηματική μεταχείριση σε όλους, χωρίς χάρες σε ημέτερους και φίλους. Θέλω βασικές δομές, όπως η υγεία, η παιδεία, η ενέργεια, το νερό να καλύπτουν κρατικά και αξιοπρεπώς τις βασικές ανάγκες όλων με την οικονομική στήριξη όλων των πολιτών.

Θέλω ο πολίτης να μπορεί να διαμαρτύρεται, χωρίς να φοβάται για την σωματική του ακεραιότητα. Θέλω οι ενστάσεις του όχι απλώς να επιτρέπονται, αλλά να προστατεύονται και να δίνεται η δυνατότητα να εκφράζονται όσο πιο ξεκάθαρα και δυνατά γίνεται.

Θέλω η κρατική βία να ελέγχεται πλήρως, και πιο αυστηρά από κάθε άλλη βία, και οι τιμωρία όσων εκμεταλλεύονται την δυνατότητα για να ασκείται κρατική βία, να είναι παραδειγματική. Θέλω οι κρατικές αρχές να είναι υπεύθυνες και υπόλογες για την ασφάλεια και την ισονομία για κάθε πολίτη που έχει στερηθεί για οποιονδήποτε λόγο τα δικαιώματά του.

Θέλω να διαχωριστεί το κράτος από την θρησκεία. Οι πολίτες (να) έχουν δικαίωμα στον/στους θεούς τους, χωρίς αυτό να αποτελεί κρατική υποχρέωση και/ή δέσμευση.

Θέλω οι τραπεζικές δομές να ελέγχονται πλήρως. Θέλω η πρόσβαση στο χρήμα να είναι εφικτή για όλους με τους ίδιους όρους και τους ίδιους κανόνες. Θέλω ξεκάθαρες και διαφανείς διαδικασίες ελέγχου και λειτουργίας.

Θέλω η πολιτική ζωή του τόπου να ελέγχεται πιο δίκαια. Θέλω να υπάρξουν επιτροπές δικαστών, και όχι πολιτικών φίλων που θα καθορίζουν αν μία παράβαση βουλευτή είναι ή δεν είναι πολιτική δίωξη.

Θέλω κάθε άνθρωπος που γεννήθηκε εδώ, να έχει τα ίδια δικαιώματα με όλους εμάς. Να μπορεί να ψηφίζει, να έχει πατρίδα και τους ίδιους κανόνες και δικαιώματα όπως όλοι οι υπόλοιποι από εμάς. Θέλω κάθε άνθρωπος που φτάνει ως εδώ, να αντιμετωπίζεται με σεβασμό. Να έχει εγγυημένο ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης και δικαιωμάτων, να του δίνεται ελευθερία και η ευκαιρία αν θέλει να ταξιδέψει αλλού, ή να διεκδικήσει άσυλο με την ελάχιστη ταλαιπωρία και να το παίρνει όσο πιο εύκολα είναι δυνατόν αν το δικαιούται.

Θέλω κάθε κρατική δαπάνη να είναι διαφανής, δημόσια, δικαιολογημένη και ελεγχόμενη.

Θέλω ο κάθε άνθρωπος να έχει το αυτονόητο δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση. Το κράτος να τον προστατεύει όταν το ζητά, αλλά να μην τον τιμωρεί για πρακτικές και τρόπους ζωής όταν κάνουν κακό μόνο στον ίδιο, και όχι στους ανθρώπους γύρω του.

Θέλω σεβασμό στο κοινοβούλιο. Θέλω να μην έρχονται νομοσχέδια από το παράθυρο, να δίνεται αρκετός χρόνος στους πολίτες να μελετήσουν αν θέλουν τους νόμους και η δυνατότητα να εκφέρουν απόψεις, αντιρρήσεις και προτάσεις.

Θέλω να μπορούν να ψηφίζουν όλοι, όπου και αν βρίσκονται στον κόσμο, εφόσον έχουν τα εκλογικά τους δικαιώματα, με τον πιο εύκολο, ξεκάθαρο και ιδιωτικό τρόπο.

Θέλω να μάθω πως φτάσαμε εδώ. Θέλω να ξέρω τις ευθύνες του κράτους, να αποδοθούν και να τιμωρηθεί κάθε παρανομία και αβλεψία στον βαθμό που πρέπει, και να επισημανθεί για να διορθωθεί κάθε αστοχία.

Θέλω το κράτος μου να αποσυνδέσει το κόμμα από την εξουσία. Θέλω οι κυβερνήσεις μου να αντιμετωπίζουν τον πολίτη ως αφεντικό και εντολοδόχο, και όχι ως ψηφοφόρο. Θέλω ένα κράτος που συμπεριφέρεται χωρίς «εμείς και αυτοί».

Αυτά θέλω εγώ. Ο καθένας μπορεί να θέλει κάτι άλλο – κάπου να συμφωνεί κάπου να διαφωνεί • όπως έχω ξαναπεί, μία ψήφο εγώ, μία ψήφο και ο καθένας από τους αναγνώστες μου. Ας διεκδικήσουμε όσα πιστεύουμε ότι μας αξίζουν, και ας σταθούμε τίμιοι στα θέλω μας, ώστε το κόμμα που θα κερδίσει την εξουσία, να το ελέγξουμε ως κόμμα όλων μας, όλων των πολιτών και όχι ως «δικό μας ή δικό τους».

Καλή ψήφο σε όλους μας.

Στον απόηχο των Ευρωεκλογών/Περιφερειακών/Δημοτικών εκλογών, και μετά την δήλωση του πρωθυπουργού ότι προκηρύσσει, εξ’αιτίας του αρνητικού για την κυβέρνηση αποτελέσματος, εκλογές άμεσα με την λήξη του δεύτερου γύρου, βρέθηκα σε ένα ερώτημα που με βασάνιζε και πριν την ψηφοφορία:

Τι ψηφίζουμε;

Δεν είχε να κάνει με το ποια θα ήταν η επιλογή μου, αλλά με τα βασικά κριτήριά της. Τι θεωρώ σημαντικό και τι όχι, σε τι θα βασιστώ για να ορίσω τις προτεραιότητες που ήθελα να ψηφίσω. Δυστυχώς, ήταν μία διαδικασία στην συζήτηση της οποίας ούτε η Ευρώπη μπήκε σε διαδικασία κριτικής όπως θα έπρεπε, ούτε καν ο Δήμος ή η Περιφέρεια.

Ασφαλώς, δεν ήταν απλό – ούτε και η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι άλλωστε: τι μας διδάσκουν οι ευρωεκλογές πχ ότι θέλει ο ψηφοφόρος;

Στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο, από τους πολιτικούς αρχηγούς τέθηκαν κάποια βασικά ζητήματα, ακόμα και άσχετα συχνά με το διακύβευμα της παρούσας εκλογικής διαμάχης, που παρόλα αυτά ο ψηφοφόρος κλήθηκε να απαντήσει. Αν για παράδειγμα ενοχλείται από την δράση του Ρουβίκωνα, αν πιστεύει ότι η κυβέρνηση λειτούργησε σωστά στην διαχείριση της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι, αν ήταν σωστή η απόφαση για το Μακεδονικό ζήτημα, αν η κυβέρνηση δείχνει υπερβολική ανοχή στον Κουφοντίνα, αν η κυβέρνηση βγήκε, ή όχι από τα μνημόνια, αν επιβάλλει δυσβάσταχτους φόρους ή έχει μοιράσει πιο ακριβοδίκαια την πίτα της φορολογίας, αν η οικονομία βρίσκεται σε χειρότερη κρίση από την ανάληψη της κυβέρνησης το 2015, ή όχι, αν ο πολίτης αισθάνεται ασφαλής εξαιτίας της εγκληματικότητας. Επιπλέον, από τους πολίτες, τέθηκαν και άλλοι προβληματισμοί, σχετικά με το προσφυγικό και την διαχείριση του, τον τομέα της υγείας, πιθανόν ξεχνάω και άλλα.

Οι εκλογές είναι μία θαυμάσια ευκαιρία να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα – και θεωρώ πως αυτό έγινε με τον πιο εμφατικό, μα και με τον πιο παράδοξο τρόπο.

~

Από τότε που σταμάτησα να προσπαθώ, κάπου στο 2016, να πείσω τους αναγνώστες μου για τα εγκλήματα στα κέντρα «φιλοξενίας» πχ -που στην πραγματικότητα είναι στρατόπεδα συγκέντρωσης- ή των φυλακών, κατάλαβα ότι δεν θέλουμε όλοι το ίδιο πράγμα. Κάποιοι από αυτούς που συγκινούνταν με τις αναρτήσεις μου παλαιότερα, προφανώς είχαν έναν εχθρό να διώξουν, τον Σαμαρά πχ, ή τον Βενιζέλο, και όσα έλεγα είχαν τρομερή αξία και δυναμική – αλλά μόνο όσο δεν τα έκανε ο Τσίπρας. Μετά, σιωπή. Το μάθημα τότε ήταν σαφές: Δεν νοιάζουν όλον τον κόσμο οι μετανάστες, τα ΕΛΠΕ ή το Μέγαρο Μουσικής πχ. Το αν βιάζονται παιδιά στα απαράδεκτα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το αν τρώνε μουχλιασμένα φαγητά ή αν κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας γιατί από έναν πόλεμο βρέθηκαν άδικα κλειδωμένοι σε μία φυλακή, δεν είναι προτεραιότητα για όλους, παρά μόνο ευκαιριακά. Κάποιοι, ομολογώ, συνέχισαν να φωνάζουν και μετά. Κάποιοι μάλιστα, φώναζαν και πιο δυνατά. Κάποιοι, ίσως για δικούς τους λόγους, διαμαρτυρήθηκαν για πρώτη φορά τώρα. Και κάποιοι, πολλοί περισσότεροι από όσους θα ήθελα, δεν ξαναακούστηκαν καθόλου.

~

Είναι όμως πολύ εύκολο λάθος να νομίζεις ότι αυτό που φαντάζεσαι εσύ ως σημαντικό, είναι για όλους. Περιμένεις να έρθει το λεωφορείο; Προφανώς, η καθυστέρηση στα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι ένα πανανθρώπινο επείγον πρόβλημα. Βλέπεις ένα σκυλάκι να πεθαίνει από την πείνα; Είναι απόλυτη προτεραιότητα να στειρώνουν τα ζώα και να φροντίζουν τα αδέσποτα. Εγώ έπρεπε να περάσω πάνω από έναν χρόνο πολιτικής αθωότητας για να κατανοήσω γιατί (και αυτό με ιδιαίτερη δυσκολία) όταν ο Μουζάλας έλεγε για τους νεκρούς στα στρατόπεδά του «ναι, αλλά μάθαμε και κάτι», δεν γινόταν χαμός από κάτω. Άλλαξαν οι προτεραιότητες των ψηφοφόρων, προφανώς – σίγουρα δεν ήταν κοινές με τις δικές μου.

Γιατί πάντα, και με τις προηγούμενες κυβερνήσεις και με την τωρινή, μόνιμή μου επωδός ήταν προς τους ψηφοφόρους που στηρίζουν την κυβέρνηση: «Μόνο εσείς μπορείτε να το αλλάξετε». Η εκάστοτε κυβέρνηση μόνο τους εν δυνάμει ψηφοφόρους της ακούει – είναι θέμα βαθιάς αυτοπροστασίας. Δεν τους πειράζουν οι τους ψηφοφόρους μας οι γάμοι των ομοφυλοφίλων; Θαυμάσια, να ζήσετε. Δεν τους ενοχλούν οι ελληνοποιήσεις μεταναστών δεύτερης γενιάς; Υπέροχα, καλώς ορίσατε. Δεν ενοχλούνται ιδιαιτέρως αν πεθάνει κάποιος από απόστημα δοντιού στις φυλακές; Να ζήσουμε να (μην) τον θυμόμαστε, και πάμε για άλλους.

Ο,τι είναι ανεκτό από τους ψηφοφόρους μας.

Αν ισχύει αυτή η αθώα προσέγγισή μου στα κοινά, τότε η αντίληψή μου για το τι νοιάζει τους ψηφοφόρους, και πως θα επηρεάσει αυτό την πολιτική σκηνή, είναι μάλλον δυσοίωνη. Ο Σύριζα ως κυβέρνηση, κράτησε περίπου ένα 23% των ψηφοφόρων του, περίπου 800-900 χιλιάδες λιγότερους από τον Σεπτέμβριο του 2015, που δεν ενοχλήθηκαν από Μακεδονίες, ομοφυλόφιλους, μνημόνια, φόρους, στρατόπεδα και βοσκοτόπια – ή δεν ενοχλήθηκαν αρκετά για να αντιδράσουν.

Οι υπόλοιποι, προφανώς, ένα εντυπωσιακό νούμερο που αγγίζει περίπου το ένα εκατομμύριο ψηφοφόρους από τις τελευταίες βουλευτικές, δεν στήριξαν την κυβέρνηση. Και βλέποντας που ακριβώς πήγαν ή που δεν πήγαν, μας δείχνει και με τι δυσαρεστήθηκαν – όσοι από αυτούς πήγαν τελικά να ψηφίσουν.

Για παράδειγμα, δυσαρεστήθηκαν με την αντιμετώπιση των προσφύγων/μεταναστών; Πολύ αμφιβάλλω, καθώς αριστερότερα κόμματα με πιο φιλομεταναστευτικό προφίλ είτε δεν μεγάλωσαν την επιρροή τους, όπως πχ το ΚΚΕ, είτε σχεδόν εξαϋλώθηκαν, όπως η Ανταρσύα. Αντιθέτως, η δυναμική των Βελόπουλου αν συνυπολογιστεί με τους ναζί της ΧΑ μοιάζει σταθερή στα γενικά επίπεδα ενώ ακόμα και η ΝΔ, που δεν φημίζεται για την φιλομεταναστευτική πολιτική της, ούτε στο παλιό της προφίλ μέχρι το 2015, και σίγουρα όχι στο καινούργιο αν σκεφτεί κανείς την μεταγραφή Πλεύρη, πχ, κέρδισε ψηφοφόρους.

Δυσαρεστήθηκαν με την προσθήκη νέων μνημονίων ή την ευρωπαϊκή/αμερικανική οριοθέτηση της Ελλάδας; Καθόλου, τα φιλοαμερικανικοευρωπαϊκά κόμματα, είτε πήγαν θαυμάσια όπως η ΝΔ, είτε παρέμειναν στα ποσοστά τους όπως το ΠΑΣΟΚ – ενώ παραδοσιακά αντιαμερικανικές φωνές, έμειναν σταθερές, ή έχασαν. Η Πλεύση Ελευθερίας πχ, εξαφανίστηκε από τον πολιτικό χάρτη, παρότι παραμένει από τα πιο γνωστά αντιμνημονιακά κόμματα – όπως και η ΛΑΕ. Η ΜέΡΑ25, ήταν η μόνη φωνή που πήρε ψήφους με αυτήν την προοπτική, αλλά ίσως έπαιξε ρόλο εκεί και ο πρωτότυπος συνδυασμός ευρωπαϊκής διαμαρτυρίας με φιλοευρωπαϊκό προφίλ.

Μήπως τους πείραξε το γεγονός ότι συνάνθρωποί μας ακόμα στερούνται δικαιωμάτων που έχουμε όλοι οι υπόλοιποι, όπως είναι οι ομοφυλόφιλοι; Όχι, το ποτάμι που παραδοσιακά στήριζε τέτοιες ενέργειες, ακόμα και στηρίζοντας το ανθρώπινο προφίλ της κυβέρνησης στην βουλή, εξαϋλώθηκαν και το ΠΑΣΟΚ που επίσης στήριξε τέτοιες προσπάθειες, δεν ενισχύθηκε. Όχι, ούτε αυτοί λοιπόν ενοχλήθηκαν. Αντιθέτως, η ΝΔ που καταψήφισε στην βουλή τέτοιες ενέργειες, ενισχύθηκε.

Μήπως θύμωσαν για τις φωτιές στο Μάτι, ή την πλημμύρα στην Μάνδρα; Μήπως ενοχλήθηκαν με τις πρόσφατες «εξαγορές» αδειών των αυθαίρετων πχ; Μπορεί, αλλά δεν στράφηκαν σε πολιτικές λύσεις που θα μπορούσαν να ισχυριστούν ότι ήταν εκτός των κομμάτων και των κακών νοοτροπιών που δημιούργησαν το πρόβλημα. Αντιθέτως, έδωσαν 33% στον Πατούλη, επίσημα χρισμένο από την ΝΔ.

Μήπως τους ενόχλησε η αδιάκοπη, και μονίμως (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) ατιμώρητη αστυνομική βία; Καθόλου, παραδοσιακά κόμματα που καταδικάζουν τέτοιες ενέργειες, παρέμειναν – ή έχασαν την δυναμική τους, ενώ η ΝΔ που θα μπορούσε κανείς να πει ότι ακόμα και στην πρόσφατη ιστορία της την θεωρεί αναγκαίο κακό, ενισχύθηκε.

Μήπως θύμωσαν για την στάση απέναντι στα ΜΜΕ πχ, ή στους εφοπλιστές; Ουδόλως, τα ίδια κόμματα που αντιτίθεντο σε τέτοιες λυκοφιλίες δεν ενισχύθηκαν, ενώ η ΝΔ που βρέθηκε να της πληρώνει νοίκι σε Τοπική ο Μαρινάκης και να την στηρίζει με όλο του τον δημοσιογραφικό στόλο, έντυπο, τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό, δεν είχε κανένα απολύτως πρόβλημα.

Μήπως καιγόντουσαν για τα στεγαστικά ή άλλα δάνεια, ή ότι θα χάσουν το σπίτι τους; Ακόμα και οι ναζί της ΧΑ που ανέκαθεν έπαιζαν άκοπα ένα «φιλόπτωχο» προφίλ έχασαν από τον χάρτη των μετακινήσεων – για να μην μιλήσουμε για Πλεύση και ΛΑΕ που το είχαν ως κύρια κατεύθυνσή τους. Αντιθέτως, η ελεύθερη οικονομία της ΝΔ, κέρδισε τα ποσοστά της χωρίς πρόβλημα.

Μήπως θύμωσε με την διαχείριση των ευρωβουλευτών του στο θέμα πχ του Άρθρου 13, που στην ουσία απείχαν από την καταψήφισή του, παρότι μέχρι τότε στα χαρτιά την υποστήριζαν; Μπορεί, καθώς η Σακοράφα του ΜέΡΑ25 εισέπραξε μία επιδοκιμασία για την στάση της – αλλά κανένα άλλο κόμμα που στάθηκε κατά του ευρωπαϊκού νόμου δεν ενισχύθηκε όπως θα μπορούσε – παράδειγμα η ΛΑΕ με τον Νίκο Χουντή, τον έτερο που καταψήφισε αλλά δεν εισέπραξε ανάλογη υποστήριξη από τους έλληνες ψηφοφόρους.

Μήπως ενοχλήθηκαν με την συνεχιζόμενη παρουσία της εκκλησίας στα κοινά, ακόμη και αν αυτό είναι χωρίς κόστος, όπως πχ στα σχολεία; Ουδόλως, κόμματα που έχουν εκφραστεί ξεκάθαρα κατά οποιασδήποτε μορφής θρησκευτικού εναγκαλισμού, όπως το Ποτάμι, δεν κέρδισαν δυσαρεστημένους από την τακτική της κυβέρνησης. Αντιθέτως, συντηρητικά (to say the least) κόμματα όπως του Βελόπουλου και της ΝΔ πήραν τα πάνω τους.

~

Δεν θέλουμε τα ίδια πράγματα. Δεν είναι κακό, είναι διαπίστωση. Ο κόσμος προφανώς δεν ενδιαφέρεται να αντιδράσει για το αν πεθαίνει, σήμερα, από μια φωτιά στην σκηνή του ένας πρόσφυγας, αν βιάζεται ένα παιδί σε κάποιο «καμπ», αν η εξουσία των τραπεζών ή των διευθυντών σε φυλακές, αστυνομικά τμήματα και στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι ατιμώρητη.

Νοιάζεται όμως καταπώς φαίνεται για το αν έχασε την Μακεδονία του. Αν ο Κουφοντίνας ή ο Ξηρός παίρνουν άδειες. Αν ο Ρουβίκωνας πετάει τρικάκια και μπογιές και σπάει τζαμαρίες, αν ο Τσίπρας ήταν στο κότερο, ο Πολάκης, ο Βαξεβάνης, ο Καρανίκας, και ότι κάηκε και πνίγηκε η Ελλάδα.

Η ατζέντα δεν επιβλήθηκε – και αυτό είναι ένα λάθος που έκανα και εγώ τον τελευταίο καιρό. Η ατζέντα εκφράστηκε – απλώς δεν ήταν η δική μου. Το ότι δεν αρέσει σε μένα, είναι παγερά αδιάφορο για το υπόλοιπο σύμπαν, η ετυμηγορία βγήκε, αυτά νοιάζουν τον κόσμο, έτσι θα ψηφίσει, ή θα απέχει.

Και εκεί που νόμιζες ότι αυτό το άρθρο δεν μπορεί να πάει χειρότερα, νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε αν αυτό μας φέρνει σε ένα ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα.

Τι θα κάνει ο Σύριζα; Τι έμαθε, ουσιαστικά, από τους πρώην ψηφοφόρους του;

Φοβάμαι ότι υπάρχουν δύο δρόμοι, κανένας εκ των δύο ευχάριστος.

Ο ένας, είναι προσπαθώντας να κερδίσει τους παλιούς του ψηφοφόρους που πήγαν αλλού, θα γίνει περισσότερο αντιπαθής σε μένα. Ήτοι, να φερθεί ακόμα χειρότερα σε μετανάστες, να επιτρέψει σε ακόμα περισσότερους αστυνομικούς να παρανομούν ατιμώρητοι, να στερήσει δικαιώματα από συνανθρώπους μας, όπως το δικαίωμα της υιοθεσίας, να αφήσει ατιμώρητους ακόμα περισσότερους ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας, να πάρει περισσότερα σπίτια για χάρη της βιωσιμότητας των τραπεζών. Αυτά που οι πολλοί ενέκριναν, αλλού, σε άλλες πολιτικές παρατάξεις.

Ο άλλος, είναι πως στην διαδικασία να καταλάβει τα όσα λάθη του (τουλάχιστον με την δική μου οπτική) και να αλλάξει επιτέλους την πολιτική σε κάτι πλησιέστερο σ’ αυτά που υποσχέθηκε, να μην πείσει κανέναν – άλλωστε φοβάμαι ότι αυτό, με αυτό το κοινό που πάει τελικά να ψηφίσει και με αυτές τις απαιτήσεις, ίσως τον γυρίσει πίσω στο 3%, αφήνοντας όλες αυτές τις πρακτικές του που με ενοχλούν, σε άλλους, παραδοσιακά πιο ικανούς σ’ αυτά πολιτικούς.

Άλλωστε αυτοί που δεν ψήφισαν, δεν εκφράστηκαν πουθενά, και η σιγή τους δύσκολα ερμηνεύεται από ανθρώπους που δεν ξέρουν πως, ή δεν θέλουν να ακούσουν.

Αν, αν έχω δίκιο στην ανάλυσή μου, μάλλον οι Έλληνες ψηφοφόροι δεν θέλουν αυτά που θέλω εγώ. Πιθανότατα όλα όσα πρεσβεύω τόσο καιρό να είναι αποκυήματα μίας αθώας πολιτικής φαντασίας που δεν έχουν κανένα νόημα έξω από τα όρια των ονειρώξεών μου.

Δεν νιώθω προσωπικά άσχημα – δεν ετεροκαθορίζομαι έτσι κι αλλιώς. Καλώς πιστεύει ο,τι πιστεύει ο άλλος, καλώς πιστεύω όσα πιστεύω εγώ. Αλλά υπάρχει μία απογοήτευση πολύ ξεκάθαρη, όταν βλέπεις ότι όσα πιστεύεις ως σημαντικά, στην πραγματικότητα για τον υπόλοιπο πλανήτη μάλλον δεν είναι.

Όχι τίποτα άλλο, αλλά δεν πρόκειται να λυθούν πότε έτσι.

Και δεν είμαι καθόλου σίγουρος τι άλλη ελπίδα έχει ο κλειδωμένος για μήνες πρόσφυγας στο κατ ευφημισμόν «Κέντρο Φιλοξενίας» να γλυτώσει τελικά από την τρέλα.