Πριν δύο ημέρες, το αρμόδιο όργανο των δημοσιογράφων, η Ένωση Συντακτών, αποφάσισε κατά πλειοψηφία ποινές σε τρεις δημοσιογράφους-μέλη της, τους Άρη Πορτοσάλτε (Σκάι, 12 μήνες διαγραφής, Σταμάτη Μαλέλη (Σκάι, 18 μήνες διαγραφής), και Νίκο Κονιτόπουλο (Σκάι, 6 μήνες διαγραφής), ποινές επίπληξης σε τέσσερα μέλη της (Όλγα Τρέμη, Μαρία Σαράφογλου, Μαρία Χούκλη και Μανώλη Καψή) και αθώωσε άλλον έναν (Πρετεντέρης).
Από την ημέρα της ανακοίνωσης, διαβάζω tweets/άρθρα κυρίως (αλλά όχι μόνο) από δημοσιογράφους που σχεδόν αποκλειστικά ψέγουν την ΕΣΗΕΑ για την απόφασή της. Ξεκινούν από την απλή κριτική, και φτάνουν σε εκφράσεις και θέσεις που αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού, ότι Χούντα έχει πλέον απλώσει τα χέρια της στην δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Στο παρόν άρθρο δεν αναφέρομαι στις θέσεις των κομμάτων, ή τις αντιδράσεις του υπόλοιπου κόσμου – η σκέψη μου έχει να κάνει με τους δημοσιογράφους, και την αντίδρασή τους.
Κατ’ αρχάς δεν θέλω να κρίνω την απόφαση του οργάνου των δημοσιογράφων. Πρώτον γιατί η ΕΣΗΕΑ ψηφίζεται από δημοσιογράφους, οπότε μπορούν να την ελέγξουν αυτοί, να την κρίνουν και να την τιμωρήσουν αν έσφαλε και δεν τήρησε το καταστατικό της. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, η ΕΣΗΕΑ δεν έχει (ακόμα, δύο ημέρες μετά) όχι μόνο δικαιολογήσει – μα ούτε καν αναρτήσει στον δικτυακό της τόπο την απόφασή της. Όταν το κάνει, παρότι δεν είμαι δημοσιογράφος, αν χρειαστεί θα πάρω θέση – προς το παρόν, προσωπικά δεν θα κρίνω.
Αυτό που έχω όμως χειροπιαστό, είναι οι αντιδράσεις. Και αυτό είναι που με προβλημάτισε περισσότερο.
Όπως είπα και πριν, δεν μπορώ να κρίνω την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αλλά, για χάρη της κουβέντας και μόνο, θα δεχθώ ότι οποιαδήποτε τιμωρία, είναι ένας περιορισμός, και η δημοσιογραφία θα έπρεπε να έχει ελάχιστους περιορισμούς – δίκαιους, και σαφέστατα τεκμηριωμένους.
Το πρόβλημά μου όμως, είναι ότι πέρασαν κοντά δέκα μήνες, από τότε που (θεωρώ, εγώ, να το συζητήσουμε αν χρειαστεί) ότι η δημοσιογραφία πέρασε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην ιστορία της.
Δέκα μήνες.
Όλο αυτό το διάστημα, τι;
Είναι (συμφωνήσαμε, για την κουβέντα) και θεμιτό και δίκαιο να διαμαρτύρονται όσοι διαμαρτύρονται για την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αντιλαμβάνονται όμως ότι έμειναν (όσοι έμειναν) σιωπηλοί δέκα μήνες τώρα; Χρόνια τώρα; Όχι μόνο με το δημοψήφισμα, ούτε μόνο πριν ή μετά από αυτό;
Κάθε φορά που ένας ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης, ή φίλος του καλείτο στην δικαιοσύνη, και δεν ήταν είδηση για κανέναν. Κάθε φορά που μία εκπομπή παρανομούσε(!) με την προβολή της σε μέρα που ο νόμος απαγόρευε. Για κάθε δάνειο που πήγε στην μία εφημερίδα, την δική μας – μα όχι στην άλλη, που δεν μας βόλευε. Για κάθε κρατική διαφήμιση σε ανύπαρκτα έντυπα. Για κάθε μία εκπομπή που φώναζε μόνο τους ανθρώπους με τους οποίους συμφωνούσε η γραμμή της. Για κάθε έναν παππού που σπρωχνόταν(!) σε ζωντανό ρεπορτάζ αν η θέση του δεν ταίριαζε με αυτήν του σταθμού. Για κάθε ατιμώρητο ψέμα που ειπώθηκε από μέσο ενημέρωσης. Για κάθε έναν δημοσιογράφο που απολυόταν αν δεν ταίριαζε η γνώμη του με αυτήν του διευθυντή του. Για κάθε «παράληψη» είδησης – ακόμα και αν αφορούσε χιλιάδες ανθρώπους. Για κάθε ένα «τι να κάνουμε που όλοι είναι μαζί μας». Για κάθε ένα «θα γίνουμε Γκάμπια» αν δεν ψηφίσουμε αυτό που θέλει ο σταθμός. Για κάθε ένα επιπλέον δάνειο από χρεοκοπημένη τράπεζα, σε χρεοκοπημένη επιχείρηση τύπου. Για κάθε ένα «Ξέραμε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, μα δεν το λέγαμε».
Που ήταν οι διαμαρτυρίες τότε;
Ο δημοσιογράφος δεν είναι μάγειρας. Είναι ερευνητής της αλήθειας. Αν ένας μάγειρας είναι σκάρτος, δεν είναι δουλειά των συναδέλφων του να ερευνήσουν τα λάθη του. Αν όμως κάποιος είναι δημοσιογράφος είναι μέρος της δημοσιογραφίας και καθήκον του να ερευνήσει την αλήθεια – ακόμα και αν πληγώνει φίλους, πεποιθήσεις ή αφεντικά. Κυρίως τότε! Είναι μέρος του λειτουργήματος που οφείλει να τιμά, μέρος της αλήθειας που οφείλει να υπηρετεί.
Που ήταν οι έρευνες τότε;
Τα δημοσιογραφικά μέσα επιβιώνουν παρά φύσιν με δυσθεώρητα δάνεια, χωρίς πωλήσεις, με πλήρη απαξίωση του αγοραστικού κοινού για την αξία τους. Έχουν πιαστεί να λένε ψέμματα, να επιβάλλουν την άποψή τους ως μοναδική, να κρύβουν κάθε τι που δεν εξυπηρετεί την εκάστοτε ατζέντα τους. Έχουν διαπλεκόμενα συμφέροντα με επιχειρήσεις, με κόμματα, με κυβερνήσεις και με τράπεζες – με ο,τι δηλαδή θα έπρεπε, κανονικά, να ελέγχουν αυστηρά και δίκαια. Οι πράξεις αυτών που δεν ελέγχονται από την δημοσιογραφία, ή που προωθούνται σε βάση μίας ατζέντας που εξυπηρετεί όλους, έχουν αντίκτυπο εδώ και χρόνια σε όλη την κοινωνία.
Που είναι ο έλεγχος για όλα αυτά;
Όταν η ΕΣΗΕΑ δεήσει να εξηγήσει την απόφασή της, θα κρίνουμε και την διαδικασία του σκεπτικού της. Μέχρι τότε, (ως πολίτης-δημοσιογράφος δεν είμαι) να σταθώ απέναντί της, αλληλέγγυός σας, αλληλλέγγυος του Πορτοσάλτε, του Μαλέλη, της Χούκλη, του Μπογδάνου, του Πρετεντέρη και του Παπαδημητρίου, αν το θέλετε τόσο πολύ, για την φίμωση που τους επέβαλλε. Εντάξει.
Όμως κάποιος, κάπως, πρέπει να καθαρίσει. Το επάγγελμα της δημοσιογραφίας έχει λερωθεί πολύ. Τα σημάδια της απαξίωσης φαίνονται καθαρά.
Ο βασιλιάς είναι γυμνός καιρό τώρα, και βρώμικος – και η σιωπή όλων μας για την κατάντια του δεν τον ντύνει. Οι φωνές για φίμωση, δεν τον ντύνουν. Οι φωνές για αδικίες, δεν τον ντύνουν. Αν δεν το αναγνωρίσουμε, σαφώς και ειλικρινώς, δεν θα γίνει ποτέ το πρώτο βήμα για να σταθεί ξανά αξιοπρεπής.
Αν υπάρχει όντως δημοσιογραφική φίμωση όπως διαμαρτύρονται κάποιοι σήμερα στην Ελλάδα, δεν επεβλήθηκε από την ΕΣΗΕΑ μόλις τώρα. Επεβλήθηκε τόσο καιρό με την σιωπή μας.
Το πήρα απόφαση, δεν υπάρχει ελπίδα μαζί σου. Φοβερά απογοητευμένος με το συριζαίικο κόλλημά σου. Εύχομαι καλή, αλλά προφανώς πολύ μοναχική, συνέχεια.
Όπως είδες και σ’ αυτό το άρθρο και στο προηγούμενο που έχω συνδέσει, μιλάω με στοιχεία, με γεγονότα και με θέση. Ούτε μία φορά δεν ανέφερα κόμματα, ή πολιτικές. Αντίθετα, ειδικά τον καιρό του δημοψηφίσματος, έκανα προσπάθεια να είμαι όσο πιο ειλικρινής δυνατόν, να προστατέψω και τις δύο πλευρές, να πουν την γνώμη τους όσο πιο ξεκάθαρα μπορούν.
Εγώ πάντως, παραμένω εδώ, στην διάθεσή σου. Αν πιστεύεις ότι κάπου έχω λάθος, ας το συζητήσουμε.
Αν πάλι νομίζεις ότι μιλάς με έναν …συριζαίο μόνο και μόνο επειδή διαφωνεί μαζί σου, καλή συνέχεια εύχομαι – όντως, καμία ελπίδα συνεννόησης δεν υπάρχει.