Γράφοντας για τα Φαντάσματα ξεκίνησε μία κουβέντα με offline φίλους και ένας διάλογος μάλλον εποικοδομητικός σε μία συζήτηση που δεν έβγαζε νόημα, μία διαδικασία που με ταλαιπωρεί καιρό τώρα, αλλά δεν έχω καταφέρει να την βγάλω σε λέξεις να την μεταφέρω ως βαθιά απορία: Τι τρέχει μ’ αυτήν την σιωπή; Και κάπως έτσι, ξεκινά άλλη μία (μακροσκελής) σκέψη.

Βλέπω καθημερινά (καθημερινά!) τον Κουκάκη τον δημοσιογράφο, ή τον Βλάχο τον αδελφό, ή τον Αποστολόπουλο τον διασώστη, ή τον Βαξεβάνη τον δημοσιογράφο, ή τον Παπανικολάου τον γιατρό, τον Μάγγο τον πατέρα και την Φύσσα την μάνα – βλέπω δηλαδή καθημερινά ανθρώπους να πασχίζουν να μου εξηγήσουν ότι κάτι πάει στραβά, ότι κάτι είναι πολύ, πολύ λάθος.

Τους βλέπω, γράφουν, παλεύουν, μάχονται, αγωνιούν, καθημερινά λέμε τώρα, ε; ο καθένας στο πεδίο του, και μιλάνε με λογική, με επιχειρήματα, όχι αντικειμενικά, κανείς τους δεν είναι αντικειμενικός, γιατί όλοι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι θύματα, να γράφουν “κοίτα, μία αδικία γίνεται εδώ”, ή “κοίτα, πάνε να γλυτώσουν από αυτό”, ή “κοίτα, λένε ψέματα εδώ”, ή “κοίτα, σου λένε ψέματα όταν ξεφουρνίζουν πως τάχα δεν ήξεραν για τις παρακολουθήσεις του predator” ή “κοίτα, η αστυνομία βαράει και σκοτώνει ατιμώρητα στο όνομά σου” ή “κοίτα, άλλος ένας μετανάστης κακοποιήθηκε”, ή “κοίτα, ένας γιατρός, αυτός που περιμένεις να σε σώσει αύριο; ε, κλάταρε και δεν αντέχει άλλο”.

Πρόσεξε τι λέω, ε; είναι θύματα, είναι ΗΔΗ θύματα, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, είναι ΗΔΗ καταδικασμένοι, ΗΔΗ αδικημένοι, δεν προσπαθούν να γλιτώσουν τώρα οι ίδιοι από κάτι – το έχουν ΗΔΗ πάθει, ο αγώνας τους είναι ανιδιοτελής και τίμιος, κοιτάνε να σώσουν εμάς, τους βαράει μπουνιά το παράλογο, το αδιανόητο, να βλέπουν την αδικία τόσο ξεκάθαρα μπροστά τους, να παίρνει μορφή, σάρκα και οστά, να τους κοιτάει, να τους μάχεται, να τους διαβάλλει, να τους απομυζεί, να τους φέρεται με ασέβεια, με ειρωνεία, με θράσος, να τους φτύνει στα μούτρα, να τους προσβάλλει – και αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί και άλλοι τόσοι, και άλλοι τόσοι μαζί, να συνεχίζουν, κάθε πρωί, και να μας λένε “καλημέρα, κοίτα, άλλη μία αδικία, δες την – δες την να μην είμαι μόνος μου”.

Και εμείς να κοιτάμε σιωπηλοί.

Τώρα, μετά από τόσο καιρό με ξέρεις, δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα σόσιαλ είναι σιωπή, τουναντίον – θεωρώ πως είναι μία τεράστια έκθεση, ένα τεράστιο βήμα, πολύ σημαντικό, δεν θα ήμουν εδώ, άλλωστε, αν δεν το ήξερα. Δεν λέω αυτό.

Αλλά αν μαζέψεις τα “φωνάξτε!”, “διαμαρτυρηθείτε!”, “ουρλιάξτε!” που έχω γράψει τόσα χρόνια, προφανώς θα γίνει αντιληπτό πως δεν φτάνει μόνο να παίρνεις δημόσια θέση, δυστυχώς, απέναντι σ’ αυτό το χυδαίο κακό που μας πλαισιώνει – δεν φτάνει προφανώς ένα ποστ.

Γιατί ποστ έχουν κι αυτοί. Και φωνές έχουν κι αυτοί. Και καμιά φορά, πολύ δυνατές, πολύ σκαχτικές και τσιριχτές φωνές.

Έχει νόημα να κάνουμε περισσότερο θόρυβο από αυτούς; Πολλές φορές είχε! Πολλές φορές χρειάστηκε, πολλές φορές έφερε αποτέλεσμα, πολλές φορές άλλαξε όντως κάτι. Συχνά όμως, δεν άλλαξε τίποτα, όχι γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά, αλλά γιατί δεν φωνάξαμε πολύ και για πολύ.

Γιατί όμως αυτή η σιωπή;

Αυτό δεν καταλαβαίνω: Όταν καταδικάζεται η τότε κυβέρνηση ότι διέβαλλε τόσους ανθρώπους δια στόματος Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη, είναι ΛΟΓΙΚΟ, είναι ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι η δεσμευμένη δημοσιογραφία πχ δεν θα τους ρωτήσει για τις ευθύνες τους – αν μπορούν να το αποφύγουν βέβαια. Και, αν τυχόν αναγκαστούν να τους ρωτήσουν, θα τους δώσουν έτοιμη και την απάντηση, την προφύλαξη, την προστασία, όση χρειάζονται κι ακόμα λίγο παραπάνω για έξτρα υπηρεσίες – σαν να χορταίνεις με τέσσερα τόστ μία οικογένεια όπως λένε στο σινάφι τους.

Ναι, αλλά αυτοί πληρώνονται γι’ αυτό. Και όχι μόνο αυτοί, πληρώνονται και τα αφεντικά τους γι’ αυτό. Και αν δεν πληρώνονται άμεσα για τις υπηρεσίες τους, παίρνουν δουλειές, ή κάνουν τα κουμάντα τους, ή προστατεύουν τα καράβια τους, τέλος πάντων έχουν κέρδος από αυτό.

Είναι τίμιοι στην ατιμία τους, αυτό εννοώ. Δεν κρύβονται. Ο ένας έχει ενέργεια, ο άλλος κατασκευαστικές, ο τρίτος καράβια, τέλος πάντων δεν το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους, έχουν ανταλλάγματα.

Κάτι κερδίζουν.

Εμείς, τι σκατά κερδίζουμε; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Και χάνουμε, και βγαίνουμε σιωπηλοί. Γιατί;

~

Λοιπόν, στην συζήτηση που έκανα, βγήκε κάτι καινούργιο. Μπορεί να μην κερδίζουμε. Μπορεί απλώς να μην το πιστεύουμε όλο αυτό που συμβαίνει.

Να μην πιστεύουμε στα μάτια μας.

Είναι δηλαδή περίοδος ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και σου λέει ο άλλος, “θα καταργήσω το άρθρο 16 του Συντάγματος”. Αυτό. Τέλος. Λέει άλλες πεντακόσιες μπαρούφες από πίσω, αλλά αυτό είναι το νόημα, “το Σύνταγμα με ενοχλεί, δεν μπορώ να κάνω μπίζνες, δεν μπορώ να το αλλάξω – το καταργώ τόσο όσο”. Και εσύ κοιτάς σα χάνος, δεν μπορεί να το είπε αυτό, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται. Δεν θα είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, σωστά; Ή σου λέει “θα βάλω την εφορία να χτυπήσει αυτόν τον δημοσιογράφο. Μόνο.” Ή λέει “Θα δώσω ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους άλλους λεφτά, εκτός από εκείνες τις ΤΡΕΙΣ εφημερίδες γιατί δεν τις χωνεύω” Και συ λες μαλάκα μου δεν γίνεται, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, σωστά; Δηλαδή αποκλείεται, δεν γίνεται. Ή ξέρωγω έχει πανδημία, και λέει “Λοιπόν, στις ΜΕΘ πεθαίνουν, ΑΡΑ λιγότερες ΜΕΘ για να σωθείτε”. Όχι ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις, δεν μπορεί να το είπες αυτό, δεν γίνεται να το ξεστόμισες αυτό. Και σου κάνει ρελάνς, και σου λέει “Όχι μόνο το εννοώ, αλλά θα βάλω και περισσότερους μαθητές ενώ έχουμε κορονοΐο στην τάξη ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ”. Ή έρχεται και λέει “Λοιπόν, παίρνω όλη την ευθύνη επάνω μου, διαλέγω έναν διοικητή, αλλάζω τον νόμο μετά γιατί δεν ήταν νόμιμος, και μετά με αυτόν τον διοικητή που ήταν παράνομος αλλά τον έκανα αναδρομικά νόμιμο κρυφακούω δημοσιογράφους που γράφουν ότι άλλαξα τον νόμο και είπα ότι οι τραπεζίτες μπορούν μόνο να καταδίδονται μόνοι τους άμα θέλουν”. Είναι δυνατόν να μην τα χάσεις; Είναι δυνατόν να ακους όντως τέτοια πράγματα; Πετάει μετά και πενήντα μπαρούφες όταν τον πιάνουν να παρακολουθεί τον πολιτικό που κερδίζει το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ότι “τον πλησίασαν κάτι Ζουαζινδαλοί και άστα μη τα ψάχνεις βρωμάει η υπόθεση και που να στα λέω” και μένεις μαλάκας. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς τέτοιο πράγμα; Να λέει τόσο βλακώδη δικαιολογία; Πως σκατά αντιδράς σ’ αυτό; Πως σκατά μπορείς να αντιδράσεις λογικά μετρημένα, όταν δέκα αστυνομικοί βαράνε έναν αθώο άνθρωπο, ή όταν το αυτοκίνητο που πυροβόλησε η αστυνομία καμια τριανταριά φορές τον συνοδηγό γίνεται απλώς παλιοσίδερα πριν την έρευνα και κάθε κριτική παίρνει την απάντηση “έκανε όπλο το αμάξι”, ή όταν λίγες μέρες πριν ένα πολύνεκρο δυστύχημα ο υπουργός που του έχουν κοινοποιήσει με εξώδικα ότι θα γίνει μακελειό κουνάει το δάχτυλο στην Βουλή – και τον ξαναβάζεις στα ψηφοδέλτια! ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ;

Να το δούμε ψύχραιμα δηλαδή:

ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ;

Δηλαδή, η βία – όχι η βία που έγινε, Η ΒΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΈΓΙΝΕ, αυτό λέω τώρα, όχι το δυστύχημα, ή οι παρακολουθήσεις, ή η κρατική δολοφονία, σου λέω το ΜΕΤΑ, η διαχείριση, ΤΟ ΜΕΤΑ – καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; μπορείς να το χωνέψεις αυτό που σου λέω; όχι η στραβή, το λάθος, η μαλακία, η αστοχία, η ατυχία, η κακία στιγμή, ΤΟ ΜΕΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, το συνεχόμενο μετά, τα ψέματα ΜΕΤΑ, οι δικαιολογίες ΜΕΤΑ, η βρωμιά ΜΕΤΑ, οι μπουνιές ΜΕΤΑ, η δειλία ΜΕΤΑ, το ξύλο ΜΕΤΑ, το θράσος ΜΕΤΑ, αυτό που δεν είναι πια ατυχία, αυτό που είναι σχέδιο, που είναι πρόγραμμα, που είναι άσκηση επί χάρτου, που ξημεροβραδιάζονται καλοπληρωμένοι άνθρωποι να το σκεφτούν, να το σερβίρουν, μιλάμε για non-paper και σχέδια, για νίκες και πλάνο, για την καλύτερη διαχείριση με το μικρότερο κόστος, καταλαβαίνεις τι logistics θέλει όλο αυτό, είναι νομίζεις ΤΥΧΑΙΟ που κάποιος βλαμμένος θα πει “ναι, κοιτάξτε, ελπίζω η μάνα που έχασε την κόρη της να μη γίνει πολιτικός”, είναι βλακεία της στιγμής που θα φωνάξουν ανθέλληνα τον Αποστολόπουλο, ναρκομανή τον Μάγγο, λαμόγιο τον Βαξεβάνη, που θα αφήσουν υπονοούμενα απο τις φυλλάδες τους για τον Κουκάκη, που θα πουν βλαμμένη την Φύσσα και τεμπέλη τον Παπανικολάου – νομίζετε ότι είναι ΤΥΧΑΙΑ όλα αυτά;

Όλα αυτά θέλουν κόπο, προσπάθεια, πολύ χρήμα και πολύ κούραση. Δηλαδη, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να είναι ράκος από την εξάντληση οι λασπολόγοι τους.

Οπότε, εν πολλοίς, το καταλαβαίνω. Είναι μία εγγενής αδυναμία μας, που ειλικρινά, δεν μπορώ να την ψέξω κιόλας. Είμαστε άφωνοι στο θράσος.

Έρχεται ο άλλος που θέλει να καταπατήσει το Σύνταγμα, και λέει αυτούς που αντιδρούν ότι κάνουν σαν… ληστές που ψήφισαν να κλέψουν μια τράπεζα.

Και λες “όχι ρε φίλε, αυτό που λες ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ”. Ναι, μα απλώς δεν εννοούμε να καταλάβουμε πως δεν είναι τυχαίο που δεν είναι λογικό. Γιατί αν συζητήσουμε με την λογική δεν έχουν κανένα απολύτως κράτημα. Καμία βάση. Τίποτα. Νάδα.

Λέει “Αν το ήξερα δεν θα το επέτρεπα να παρακολουθούν τον Ανδρουλάκη, αλλά έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη ένας που δεν είναι πολιτικός, οπότε είμαστε εντάξει, έκανα και την αυτοκριτική μου, προχωράμε”.

Ε;

Τι;

Πώς πολεμάς απέναντι σ’ αυτό;

Δηλαδή σοβαρά, τι επιχείρημα να παραθέσεις;

Οπότε μένεις εκεί, κοιτώντας, με ανοιχτό το στόμα, με δέος απέναντι στην γκεμπελική τακτική, περιμένοντας κάποιος άλλος να πεταχτεί και να σε σώσει.

Θες να τον λένε Βαγγέλη, να τον λένε Γιάννη, να τον λένε Γιώργο, να την λένε Μάγδα, τέλος πάντων κάποιος από αυτούς θα επιβεβαιώσει ότι δεν είσαι τρελός, ο βασιλιάς όντως είναι τσίτσιδος, εσύ καλά τα σκέφτεσαι, οι άλλοι σε κοροϊδεύουν.

Και βέβαια, για αυτό θα βαρέσουν τον Κώστα, θα χτυπήσουν τον Θανάση, θα λοιδωρήσουν τον Ιάσονα, – όχι γιατί μισούν μόνο αυτούς, αλλά κυρίως για να τα βλέπεις εσύ, και να ξέρεις ότι “καλή η πλάκα που σου κάνουμε, αλλά μη παραμιλάς, γιατί πέφτουν και φάπες”.

Και άλλοι από εμάς θα δειλιάσουν, άλλοι όχι, αλλά οι περισσότεροι μόλις κάποιος τους πει, “καταργείται το Σύνταγμα”, όσες άλλες λέξεις και να πουν δεν θα βγάζουν νόημα, γιατί η συζήτηση θα έπρεπε να σταματήσει εκεί.

Αλλά δεν σταματάει.

Και σου λένε “μα, γιατί, δεν θέλεις το Χάρβαρντ στην Ελλάδα;” και αντί να τους πεις “καταργείται το Σύνταγμα, συζήτηση κομμένη”, λες “ποιο Χάρβαρντ βρε καραγκιόζη που ούτε την Φάγε δεν κρατήσαμε εδώ”. Και, βέβαια, έχεις ήδη χάσει. Γιατί δεν τους νοιάζει το Χάρβαρντ, τους νοιάζει να απολογηθείς. Σου λέει ο άλλος “ας πιάσουν και δεύτερη δουλειά οι γιατροί το απόγευμα και έτσι θα γυρίσουν στην Ελλάδα” και αντί να του πεις «πού είναι ρε κάθαρμα η δημόσια δωρεάν και αξιοπρεπής υγεία για όλους;» συζητάς αν θα πάρουν δέκα ή είκοσι χιλιάρια και που θα τα βρει ο κόσμος. Έ, πάει, μπήκες στην λούπα, παίζεις με τους όρους τους. Λέει ο άλλος “γιατί έρχονται άντρες από την Αφρική, τι έχουν εκεί, πόλεμο;” αντί να τους πεις “πυροβόλησαν στο κεφάλι μετανάστες, τέλος της κουβέντας” κάθεσαι και κανεις ποσόστωση πόσοι άντρες, πόσες γυναίκες και πόσα παιδιά – και φυσικά, έχεις ήδη χάσει. Σου λέει ο άλλος “ναι, αλλά πέθανε έναν μήνα μετά το πρεζόνι”, και αντί να του πεις “τον βαράγανε οκτώ, τέλος κάθε κουβέντα” ψάχνεις να εξηγήσεις τώρα στον άλλον, αν φέρνει ή όχι ψυχολογικό σοκ ο βασανισμός. Ε, στ’ αρχίδια του με το συμπάθειο κιόλας αν και τι κανει ο βασανισμός, αυτός πέτυχε να σε αποπροσανατολίσει, περνάς όλη σου την μέρα απολογούμενος, και σου απομυζεί και την λίγη δύναμη που σου έχει μείνει από το σοκ όχι μόνο της είδησης που καλείσαι να διαχειριστείς, αλλά και των τρολ (με την ουσιαστική σημασία της λέξης) που θα πρέπει να καταπολεμήσεις.

Και αφού κουράζεσαι να πολεμάς σκιές, αυτοί βλέπουν πότε θα εξαντληθείς, και μόλις σε πιάσουν κατάκοπο, πάνε και τον ψηφίζουν τον νόμο, δικάζουνε το μετανάστη, σκοτώνουν τον διαμαρτυρόμενο, πυροβολάνε την εφημερίδα, παρακολουθούν τον δημοσιογράφο, και ξαναβγάζουν τον βουλευτή.

Και εσύ χαμένος, με μόνη παρέα το δίκιο σου, πέντε ακόμα τρελούς διπλα σου και κάτι φαντάσματα να σε κρατάνε λογικό, κάθεσαι και τους χαζεύεις.

Και κάπως έτσι περνάει ο καιρός μας. Εμείς κουρασμένοι, και αποκαμωμένοι και αυτοί να κάνουν την δουλίτσα τους.

Και σε ρωτάω εγώ τώρα φίλε/η αναγνώστη/τρια:

Πως προστατευόμαστε από όλο αυτό; Ποιο, τελικά, επιχείρημα να φωνάξεις απέναντι στο παράλογο; Τι αλήθεια έχουμε καλύτερο να δώσουμε σ’ αυτήν την κουβέντα εκτός από μία -απολύτως λογική- σιωπή;

Έφεραν λοιπόν δηλαδή την μάχη στο επίπεδό τους. Στον γκεμπελισμό. Στις λάσπες. Ok. Μάλιστα. Τι κάνουμε λοιπόν όταν ξέρουμε ήδη καλά πως δεν κερδίζεται η λάσπη ούτε με λάσπες, μα ούτε με επιχειρήματα;

Γιατί εκεί είμαστε. Τι κάνουμε λοιπόν;

Υ.Γ.: Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως επαναλαμβάνομαι, λέγοντας τελικά τα ίδια πράγματα – απλώς ίσως με διαφορετικό τρόπο και σε άλλο τέμπο.

Το παιχνίδι που ονομάζεται “Μία Νύχτα στο Παλέρμο” είναι ένα κλασικό παιχνίδι παρέας. Οι ρόλοι μοιράζονται σε πολίτες, δολοφόνους, ίσως έναν γιατρό και έναν αστυνομικό και έναν αφηγητή. Μοιράζεται μία τράπουλα και κληρώνονται 2 δολοφόνοι, που γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά δεν τους ξέρει κανείς άλλος, και ένας αστυνομικός ή και ένας γιατρός αν η παρέα είναι αρκετά μεγάλη. Ο αφηγητής ζητά από όλους τους παίκτες να κλείσουν τα μάτια τους, οι δολοφόνοι κοιτάζονται μεταξύ τους, επιλέγουν ένα θύμα και τον “σκοτώνουν”, βγάζοντάς τον από το παιχνίδι. Ύστερα, ανοίγουν όλοι τα μάτια τους, ανακαλύπτουν ποιος από αυτούς πέθανε σ’ αυτόν τον γύρο, ο αστυνομικός κάνει έρευνες, ο γιατρός αν υπάρχει προστατεύει κάποιον να μην πεθάνει στον επόμενο γύρο, και οι παίκτες ψηφίζουν ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος με βάση τις έρευνες. Όσο υπάρχουν δολοφόνοι ή παίκτες στο παιχνίδι, σε κάθε γύρο πέφτει η “νύχτα στο Παλέρμο” και πεθαίνει άλλος ένας άνθρωπος.

Μία μικρή αναφορά σε γεγονότα, όπως συνηθίζω:

Πριν από τρία χρόνια, στις 28/7/2020, ο δημοσιογράφος και εκδότης Στέφανος Χίος δέχεται μία δολοφονική επίθεση με όπλο, έξω από το σπίτι του. Τραυματισμένος από δύο σφαίρες, που μόνο κατά τύχη δεν του στέρησαν την ζωή, ο δημοσιογράφος οδηγεί μέχρι το νοσοκομείο και σώζεται.

(Έχουν ήδη προηγηθεί οι δολοφονίες του Σωκράτη Γκιόλια, στις 19/8/2010 και του εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολη Παναγιώτη Μαυρίκου όταν κάηκε το αυτοκίνητό του μάρκας Πόρσε στην Αττική Οδό)

Έναν περίπου χρόνο μετά από την απόπειρα δολοφονίας του Στέφανου Χίου, στις 9/4/2021, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ πέφτει νεκρός από ενέδρα έξω από το σπίτι του – δύο δράστες, τον πυροβολούν με καλάσνικοφ και τον σκοτώνουν ακαριαία. Ο δημοσιογράφος έχει στενή επαφή με τον υπόκοσμο, λόγω του ρεπορτάζ του.

Λίγες ημέρες μετά, το βράδυ της 16/4 δύο άτομα πάνω σε μηχανή πυροβολούν με καλάσνικοφ αστυνομικούς της ομάδας Δίας που τους σταμάτησαν σε τυχαίο έλεγχο σε δρόμο της Εκάλης. Δεν τραυματίζεται κανείς, αλλά οι αστυνομικοί συλλέγουν τους κάλυκες από το σημείο. Την ίδια ημέρα, ο εκδότης και δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης ενημερώνει τους αναγνώστες του πως άγνωστος άνδρας προσπάθησε τα ξημερώματα να διαρρήξει τα γραφεία της εφημερίδας Documento – για τρίτη φορά.

Την επόμενη μέρα, στις 17/4, άγνωστοι πυροβολούν τον τοίχο του εκδότη και παρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη.

Στις 23/4 ο Κώστας Βαξεβάνης δέχεται ένα δυσοίωνο τηλεφώνημα: Οι δύο επιβαίνοντες της μηχανής που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς κοντά στο σπίτι του Βαξεβάνη, ήταν οι άνθρωποι που εκείνο το βράδυ είχαν αποστολή να τον σκοτώσουν – αλλά ο τυχαίος έλεγχος τους χάλασε τα σχέδια. Ο δημοσιογράφος, επιλέγει να δημοσιοποιήσει το ρεπορτάζ του, σύμφωνα με το οποίο άνδρας του είχε εκμυστηρευτεί, ήδη από τις 6/4, ότι επίκειται χτύπημα με τρία θύματα: το ένα, ήταν δημοσιογράφος που δεν θυμόταν το όνομά του. Το δεύτερο, ήταν ο τοίχος του Φουρθιώτη (όχι ο παρουσιάστης- ο τοίχος του, για να δείξει ότι κινδυνεύει). Ο τρίτος ήταν ο ίδιος ο Βαξεβάνης. Την ενημέρωση αυτή, την έχουν όχι μόνο ο εκδότης της εφημερίδας, αλλά και ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Τριάντης, και η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Αθηνών, Σωτηρία Γεωργακοπούλου – πριν, όπως αναφέρει, τα γεγονότα επιβεβαιώσουν την κατάθεση του αγνώστου. Ο άνθρωπος που αρχικά είχε αρνηθεί να δολοφονήσει τον Βαξεβάνη είχε το προσωνύμιο “ο Ταρίφας”.

Στις 27/4/2021 τέσσερις ολόκληρες ημέρες μετά την καταγγελία Βαξεβάνη, προσάγεται ο παρουσιαστής Μένιος Φουρθιώτης. Οι κάλυκες που βρέθηκαν στο σπίτι του, και οι κάλυκες που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς στον δρόμο προς το σπίτι του Βαξεβάνη, είχαν πυροβοληθεί από το ίδιο όπλο.

Μερικά χρόνια μετά, στις 24/4/2023, σε μία από τις εκπομπές του, ο Στέφανος Χίος φιλοξενεί στην εκπομπή του τον πρώην αστυνομικό της αντιτρομοκρατικής, αποσπασμένος στην ασφάλεια της οικογένειας Μητσοτάκη επί 10ετία Σπύρο Νίνο. Στην εκπομπή αυτή ο Νίνος κάνει λόγο για σημαντικά στοιχεία που έχει, μεταξύ των άλλων και μαγνητοφωνήσεις, για το ποιός παρήγγειλε την δολοφονία του Χίου – δείχνοντας συγκεκριμένους πολιτικούς και μη παράγοντες στην κατάθεσή του.

Σαράντα ημέρες μετά ο γιός του, ο 38χρονος Δημήτρης Νίνος, στις 7/6/2023 βρίσκεται νεκρός στο αυτοκίνητό του με πυροβολισμό στον κρόταφο. Η αστυνομία κάνει αρχικά λόγο για αυτοκτονία, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι ο θάνατός του επήλθε ενώ το όχημα ήταν εν κινήσει, κάνουν την αστυνομία να ερευνά ακόμα την υπόθεση.

Μία μέρα μετά, στις 8/6 πραγματοποιείται στον Κορυδαλλο διπλή δολοφονία – ο 38χρονος Βασίλης Ρουμπέτης είναι ένας εκ των δύο που πέφτει νεκρός. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Δημοκρατία, ο Ρουμπέτης είχε στην νύχτα το προσωνύμιο “Ο Ταρίφας” και είναι καταδικασμένος σε 12 χρόνια φυλακή για την δολοφονία του φιλάθλου του Παναθηναϊκού Φιλόπουλου. Η δολοφονία έγινε σε θωρακισμένο αυτοκίνητο που ανήκε στην εταιρεία ειδήσεις ντοτ κομ, ιδιοκτησίας Αλαφούζου.

Ο Στέφανος Χίος αποκαλύπτει πως έχει συναντηθεί στο γραφείο του με τον Ρουμπέτη – τον οποίο τον κατονομάζει ως επίδοξο δολοφόνο του, καθώς τον αναγνωρίζει ως δράστη της επίθεσης στο πρόσωπό του το 2021. Ο δημοσιογράφος παραθέτει βίντεο της συνάντησής του με τον δολοφονηθέντα Ρουμπέτη και ακόμα δύο πρόσωπα που κατονομάζουν συγκεκριμένα πρόσωπα ως οργανωτές των επιθέσεων στο πρόσωπό του.

Στις 13/6 ο δικτυακός τόπος newsbreak.gr αναφέρει συνέντευξη του Γιώργου Καραϊβάζ το 2018 που έκανε αναφορά για τον Ρουμπέτη και την Μερσεντές

Παραθέτω μόνο γεγονότα από ειδησεογραφικές πηγές – links για τις πηγές μου όπως πάντα μέσα στο κείμενο.

Είμαστε εντάξει ως εδώ; Πολύ ωραία, πάμε στο θέμα τώρα.

~

Έχουμε μία σειρά από γεγονότα. Έχουμε έναν ορυμαγδό από καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα. Δημοσιογράφοι δολοφονούνται, ή αποπειράται η δολοφονία τους. Υπάρχουν στοιχεία, υπάρχουν καταθέσεις, και υπάρχουν μαρτυρίες.Και υπάρχει αίμα. Πολύ αίμα.

Τι δεν υπάρχει; Δημοσιότητα. Έρευνα. Δημοσιογραφία.

Τις τελευταίες ημέρες, οι καταγγελίες για την συμμετοχή του δολοφονηθέντα Ρουμπέτη (τουλάχιστον) στην απόπειρα δολοφονίας του Χίου και του Βαξεβάνη είναι διαρκείς. Θέλετε να δείτε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων; Θέλετε να δείτε τα δελτία ειδήσεων;

Καμία αναφορά. Σιωπή.

Είχα πει στο παρελθόν, πως όταν ένας δολοφονεί και ενενηντα εννιά βλέπουν την πράξη, αλλά δεν μιλούν, οι δολοφόνοι είναι εκατό.

Δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα. Δεν με ενδιαφέρουν τα θύματα. Δεν με ενδιαφέρουν οι θύτες. Δεν με νοιάζει αν είναι καλοί άνθρωποι, κακοί άνθρωποι, πουλημένοι, ξεπουλημένοι, αν είναι δολοφόνοι, αν είναι μαφιόζοι, αν είναι καθάρματα – δεν-με-νοιάζει. Δεν με νοιάζει, και δεν θα έπρεπε να νοιάζει κι εσάς: Δεν σας ζητώ να συνδεθείτε συναισθηματικά με τα θύματα.

Το θέμα μου είναι η δημοσιογραφία.

Πως μπορείς να αποφεύγεις να μιλήσεις ΓΙΑ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ;

Είναι σαφώς πιο εύκολο όταν είναι ένας – το δέχομαι. Αλλά τώρα έχουν μαζευτεί τόσοι άνθρωποι – θύματα, νεκροί, τραυματίες, δημοσιογράφοι, γονείς – πώς, πώς διάολο καταφέρνεις να τους αγνοήσεις ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ;

Πως καταφέρνει τόσες μέρες κανένα μεγάλο μέσο να να μη έχει διαθέσει μία έρευνα, ένα εξώφυλλο, μία είδηση, μία απλή γαμημένη αναφορά σ’ όλα αυτά;

Κάντε μία αναζήτηση για το όνομα του δολοφονηθέντος στα μεγάλα μέσα. Ψάξτε για το όνομα Βαξεβάνης, ή Χίος ή ακόμα και Αλαφούζος ή Μαρινάκης.

Σιωπή.

Αναζητήστε το όνομα Νίνος. Θα βρείτε μόνο την είδηση για τον νεκρό γιο του – και γι’ αυτόν, αναφορές μόνο για αυτοκτονία. Αναζητήστε οτιδήποτε αφορά τις καταγγελίες του Χίου ή του Βαξεβάνη.

Σιωπή.

Οι καταγγελίες έχουν ονοματεπώνυμα. Έχουν ονομαστικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, σε κυβερνητικά στελέχη, σε δημοσιογράφους, σε αθλητικούς παράγοντες!

Ούτε μία έρευνα από την Εισαγγελία δεν έχει ανακοινωθεί.

Σιωπή.

Ξέρετε πόσο πολύ θέλω να πάει φυλακή ο Χίος; Ποιος Χίος – ξέρετε ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ θέλω να πάει ΦΥΛΑΚΗ ο Βαξεβάνης; Δεν φαντάζεστε πόσο. Φυλακή! Να μην τους δει το φως του ήλιου ξανά. Όχι γιατί δεν τους χωνεύω – μα γιατί όσα έχουν καταγγείλει τόσο καιρό, είναι τρομαχτικά, είναι φρικώδη! Εμπλέκεται η κυβέρνηση, η αστυνομία, οι δικαστές! Το σενάριο να ισχύει οτιδήποτε από αυτά είναι αδιανόητο!

Αλλά για να πάνε φυλακή, πρέπει πρώτα να τους ακούσουμε. Να ερευνηθούν τα λεγόμενά τους. Να δούμε τις πηγές τους. Να αναρωτηθούμε για τις καταγγελίες τους. Να τους πιάσουμε, έναν-έναν τους εμπλεκόμενους και να τους ρωτήσουμε “πως το ξέρεις αυτό; Πως το είπες αυτό; που βασίστηκες για να το πεις αυτό;”

Πως μπορούν να απαντηθούν όλα αυτά, όταν η δημοσιογραφία (και η δικαιοσύνη, εν προκειμένω) κάνει τα στραβά μάτια;

Πως όταν αυτή η δημοσιογραφία κλείνει τα μάτια της και κάνει ότι δεν βλέπει;

Πως ανεχόμαστε τόση σιωπή όταν γύρω μας όλα ουρλιάζουν με τόσο θόρυβο – άλλοι γιατί τους πυροβόλησαν, άλλοι γιατί είναι θυμωμένοι, άλλοι γιατί καταγγέλλουν, άλλοι γιατί σκοτώνουν κι άλλοι γιατί πεθαίνουν; Πως γίνεται να μας λένε “κοιτάξτε τι ήσυχα που είναι και σήμερα”;

Πως δεν μας είναι σαφές ότι πρόκειται για μία δολοφονία της αλήθειας που γίνεται αυτήν την στιγμή μπροστά στα μάτια μας; Για μία δολοφονία της δημοσιογραφίας;

Πως όπλο είναι η σιωπή;

Πως δεν καταλαβαίνουμε ότι οι δολοφόνοι είναι εκατό;

~

Το παιχνίδι Μία νύχτα στο Παλέρμο, παρότι είχα πολλές ευκαιρίες, δεν το έπαιξα ποτέ. Το σιχαινόμουν βαθιά – παρότι είναι μόνο ένα παιχνίδι. Δεν ήθελα να είμαι ο δολοφόνος, φυσικά, μα σίγουρα δεν ήθελα να είμαι ο πολίτης. Με ανατριχιάζει η αίσθηση ότι οι δολοφόνοι συνεννοούνται μεταξύ τους με τα μάτια για το επόμενο θύμα έχοντας το πλεονέκτημα να γνωρίζονται μεταξύ τους. Με θυμώνει η πιθανότητα ο αστυνομικός να είναι πληρωμένος και να μην κάνει σωστές έρευνες για να τους αποκαλύψει με αντίτιμο την προστασία τους. Με αηδιάζει η σκέψη ότι ο γιατρός τα παίρνει, και θα σώζει διαρκώς μόνο αυτούς που θα προστατεύουν είτε από βλακεία είτε από σχέδιο τους αληθινούς δολοφόνους ελπίζοντας να αντέξουν μόνο λίγο παραπάνω. Με αγχώνει ότι οι αθώοι πολίτες θα ψηφίσουν(!) χωρίς να έχουν κανένα στοιχείο, παραπλανημένοι συνειδητά από όλους τους υπόλοιπους, έναν από τους ίδιους παίζοντας τέλεια τον ρόλο του θύματος σε ένα παιχνίδι που δεν θα κερδίσουν ποτέ.

Μα πάνω απ’ όλα, με τρομοκρατεί ο αφηγητής. Με τρομοκρατεί να ξέρει ποιοι είναι οι δολοφόνοι, να ξέρει ποια είναι τα θύματα, να ξέρει όλο αυτό το ανίερο παιχνίδι – και με χαλαρή, ήρεμη φωνή, να μας κοιτά στα μάτια, να μας ζητά να καλύψουμε τα δικά μας, να αφεθούμε ηττημένοι και να αποδεχθούμε να πέσει άλλη μία ατιμώρητη, σιωπηλή, νύχτα στο Παλέρμο…

Απο μικρό παιδί, δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω την λογική “ναι, αλλά η χούντα έφτιαξε δρόμους”. Ή το “με την χούντα κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοικτές”. Και πάντα με εξέπληττε το “Η χούντα έφτιαξε την οικονομία”. Αυτή η μάχη, στην οποία τολμούσε να πολεμήσει το οικονομικό συμφέρον του καθενός την ίδια την ουσία της Δημοκρατίας, μου φαινόταν πάντα εξαιρετικά παράλογη.

Φυσικά, παρότι αθεράπευτα αφελής πολιτικά άνθρωπος, πάντα καταλάβαινα το “γιατί” κάποιος θα έλεγε τέτοια ανόητα πράγματα. Οι άνθρωποι χρειάζονται ηρεμία, χρειάζονται ασφάλεια, χρειάζονται οικονομική ευμάρεια – προφανώς, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό ήταν ο στόχος τέτοιων δηλώσεων. Όμως, παραμένει τρελό:

Αξίζει η ασφάλεια, η ηρεμία και η ευμάρεια όμως την κατάλυση της Δημοκρατίας;

Δεν έχω ακούσει κανέναν -και έχω μιλήσει και με συμπαθούντες την χούντα στην ζωή μου, όχι μόνο τότε, μα ακόμα και πρόσφατα- ποτέ, κανέναν να μου πει “όχι, κάνεις λάθος, είναι ένα ψέμα – δεν πήραν ποτέ την εξουσία με την απειλή των όπλων”. Πάντα το προφανές απλώς δεν το συζητούσαμε – την πήραν όπως την πήραν, οκ, αλλά τι έκαναν μ’ αυτήν; Καλό για όλους, το τραπέζι είχε φαι, οι πόρτες ήταν ανοιχτές, τέλος πάντων, ήταν ο επίγειος παράδεισος. Και όσοι και να το καταρρίψουν με στοιχεία πάντα το “ε, τουλάχιστον κοιμόμασταν με ανοικτές τις πόρτες” μοιάζει να κερδίζει κάθε άλλο επιχείρημα.

Και γω πάντα ο ίδιος αφελής, πάντα αναρωτιόμουν πως κατάφερναν να κοιμηθούν με ανοιχτές τις πόρτες – δεν τους ενοχλούσαν οι κραυγές των βασανισμένων;

Πριν από λίγες ημέρες, έγραψα το “Συγγνώμη. Συγγνώμη! ΣΥΓΓΝΩΜΗ!”, Ήταν μία αγωνία που είχα μέσα από την καρδιά μου, βασισμένη σε μία σταθερά προσέγγισή μου να κοιτώ πρώτα τον άνθρωπο, και μετά το σύνολο. Οι άνθρωποι χάνονται, ξεχνιούνται, δεν τους δίνουμε πια σημασία, και έτσι εύκολα μπορεί να ξεχάσουμε τι προκάλεσε όλα αυτά που έζησαν – δίνοντας έτσι το ελεύθερο για να ξαναγίνουν.

Ήθελα να πω μία συγγνώμη σ’ αυτούς που δεν πολέμησα αρκετά γι’ αυτούς, που απέτυχα να εκπροσωπήσω στην κάλπη, που απέτυχα να πείσω τους υπόλοιπους να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους.

Βεβαίως, ήταν δημόσια κουβέντα, και οι δημόσιες κουβέντες περνούν από κριτική. Και ω, και αν είχα κριτική.

Εκτός από αυτούς που ένιωσαν κάτι διαβάζοντάς το, και κάποιους λίγους που μου απάντησαν σοβαρά, πολλοί στα social με έβρισαν, πολλοί με λοιδώρησαν – ακόμα και άνθρωποι με τους οποίους μπορεί πάντα να ήμουν ιδεολογικά απέναντι, αλλά ποτέ δεν τους φέρθηκα έτσι, γιατί σέβομαι πάντα τον αντίπαλό μου. Κάποιοι τα έσβησαν μετά, οι περισσότεροι όχι. Τα κρατώ, με πίκρα και τα μεν και τα δε – άλλωστε είναι νικητές κι εγώ είμαι χαμένος, στην επόμενη τετραετία θα έχουμε αυτούς που που θέλουν, νικητές κι αυτούς, με ισχυρότατη και ξεκάθαρη εντολή.

Φευ.

Όμως, σ’ αυτούς που μου απάντησαν σοβαρά, μία ήταν η βασική κοινή συνισταμένη:

“Γιάννη, ζεις σε έναν μικρόκοσμο. Έξω γίνονται άλλα πράγματα.“

Σας μιλώ απολύτως ειλικρινά, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Χιλιάδες άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν εκτός ΜΕΘ με αστείες δικαιολογίες, δεκάδες άνθρωποι πέθαναν με γελοίες δικαιολογίες, εκατοντάδες άνθρωποι παρακολουθήθηκαν με αδιανόητες δικαιολογίες, αναρίθμητοι αθώοι άνθρωποι επαναπροωθήθηκαν χωρίς καμία δικαιολογία. Δεν είναι αρκετός λόγος να τιμωρήσεις τον υπεύθυνο; Τι σκατά μιλάμε για echo chamber, για τον θάλαμο που ακούς μόνο πολλαπλασιασμένα τον εαυτό σου; Δεν είναι όλα αυτά σημαντικά;

Προφανώς, όχι – όχι για όλους.

“Ο κόσμος ήθελε ασφάλεια. Ήθελε ευημερία. Ήθελε ηρεμία”.

Δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα άλλαξαν λίγο την οπτική μου:

Το πρώτο, ήταν μία σημαντική εικόνα: ένα tweet (δεν θυμάμαι απο ποιον, λυπάμαι, αλλά αν το βρω θα το συμπληρώσω στο άρθρο) που έκανε πάνω κάτω την διαπίστωση πως “για την κυβέρνηση δεν ακούγεται από τα μέσα ούτε μία αρνητική είδηση. Για την αντιπολίτευση, ούτε μία θετική”. Είναι εντυπωσιακό πόσο υποσυνείδητα γίνεται αυτό, μα όσες φορές έβλεπα τηλεόραση, σαν γενικό συμπέρασμα, ταιριάζει μ’ αυτήν την εικόνα. Ο Κωνσταντίνος Πουλής (αν δεν απατώμαι) έλεγε σε ένα από τα pod/vidcast της Φάρμας των Ζώων πως ακόμα και αν κάτι πάει στραβά, η αφήγηση δεν είναι “η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις”, μα “η αντιπολίτευση ισχυρίζεται πως η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε αναθέσεις”. Αφού “το ισχυρίζεται η αντιπολίτευση” δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια, σωστά; Αντιπολίτευση είναι, τι άλλο θα πει, έτσι δεν είναι; Την ίδια διαδικασία, επίσης αν θυμάμαι καλά, περιγράφει ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου (έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο γι’ αυτό) ενώ την ολοκληρώνει ο Κώστας Βαξεβάνης, που λέει ότι όταν κάποιος έξω βρέχει, και κάποιος άλλος ότι δεν βρέχει, η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να μεταφέρει απλώς τι λέει ο καθένας, μα να ανοίξει το γαμημένο το παράθυρο και να ανακαλύψει μόνος του.

Το δεύτερο, είναι το άρθρο του δημοσιογράφου Δημήτρη Κούλαλη για το News247.gr. Εκεί παίρνει συνέντευξη μεταξύ άλλων από έναν αγρότη, που λέει: “εγώ σαν επαγγελματίας δεν ζημιώθηκα. Αποδέσμευσαν τις ασφαλιστικές εισφορές από το εισόδημα. Ανέστειλαν το τέλος επιτηδεύματος όλα αυτά τα χρόνια ”.

Τόμπολα.

Βλέπετε, στο πόνημά μου, ζητάω συγγνώμη σε χιλιάδες ανθρώπους. Σε όλες τις απαντήσεις που έλαβα, όλες, από τις πιο χυδαίες μέχρι τις πιο σοβαρές, δεν είδα ούτε μία που να λέει “κάνεις λάθος, δεν έγιναν”. Προφανώς, ελάχιστοι (εως κανείς εξ αυτών) δεν πιστεύουν τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη, που λέει ότι βασανίστηκε στην ΓΑΔΑ, κανείς δεν πιστεύει τις διηγήσεις του Ιάσονα Αποστολόπουλου ή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, το ξέρω – αλλά για την τακτική στις ΜΕΘ, πχ την υπερασπίστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, για την τακτική των παρακολουθήσεων την παραδέχθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα πράγματα έγιναν.

Έγιναν, και όσους μας απασχολούν, ζούμε σε έναν μικρόκοσμο.

Και κάπως έτσι γίνεται και είναι ταυτόχρονα και σωστή αυτή η διαπίστωση, και λάθος.

Κάποιος αγρότης, οικονομικά, δεν επηρεαστηκε. Ο κάτοικος της Λήμνου Λέσβου πχ, όπως περιγράφει στο ίδιο άρθρο του News247 ο Θωμάς Μαυροφίδης, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πίστεψε πως επήλθε η ηρεμία στο νησί, γιατί απλώς τους επαναπροωθούσαν όλους και δεν τους ξανάβλεπε ποτέ. Κάποιος επιχειρηματίας, πήρε μία επιστρεπτέα προκαταβολή και κράτησε το μαγαζί του ανοικτό. Κάποιος άνεργος ίσως πήρε ένα pass για τον υπερφουσκωμένο λογαριασμό της ενέργειας.

Έκανε έργα η κυβέρνηση. Έφτιαξε την οικονομία. Ας την ξαναψηφίσουμε.

Ομολογώ, ότι εδώ δεν έχω επιχειρήματα. Ακούω αυτούς πχ που λένε στον επιχειρηματία “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να αγοράσει τα προϊόντα σου”, ή στον κουρασμένο από τους μετανάστες “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να μαζέψει τις φράουλές σου”, ή ακόμα και στον αγρότη “και ποιος νομίζεις πως θα κάνει κουμάντο τελικά στο πόσο θα πουλήσεις τις ντομάτες σου” – αλλά από μέρους μου θα ήταν φθηνό, και δεν θα το κάνω. Δεν θα το κάνω, κυρίως επειδή δεν τολμώ να βάλω την δημοκρατία στο ζύγι με οτιδήποτε άλλο, είναι ανήθικο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: μπορεί να έχουν δίκιο, δεν ξέρω: όταν όλοι θα ψάχνουν για δουλειά μπορεί να ξαναπάνε στα χωράφια, και οι αγρότες θα ελπίζουν στις κοινοτικές αποζημιώσεις, και για τους επιχειρηματίες υπάρχουν πάντα οι τουρίστες. Μπορεί όλα να πάνε καλά γι’ αυτούς στο τέλος, πού ξέρω εγώ;

Ή απλώς, μπορεί – όπως έλεγα τελικά προφητικά το 2019, ότι “τουλάχιστον από εδώ και μπρος τα κανάλια θα μας παρουσιάζουν την κάθε μέρα πιο ήρεμη από την προηγούμενη, αντίθετα με όσα μας έλεγαν τέσσερα χρόνια τώρα”- μπορεί δηλαδή, δεν ξέρω, απλώς οι μουσικοί του Τιτανικού πχ να κάνουν καλά την δουλειά τους, και όσοι δεν έχουμε ένα ξύλο να πιαστούμε, να πνιγούμε, τουλάχιστον, ήσυχοι, υπνωτισμένοι από την μελωδία της ηρεμίας.

Που να ξέρω;

Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι πως μέχρι τώρα -και έχω φτάσει αισίως στα πενήντα μου, δεν έχω φοβάμαι περιθώρια να αλλάξω πια- ποτέ δεν μέτρησε πιο πάνω η δική μου πιθανή ευημερία από τον βιασμό της προσωπικής ζωής του Θανάση Κουκάκη. Πότε δεν θεώρησα ότι η εξαγορασμένη φωνή από διάφορες λίστες ησυχία θα έπρεπε να καλύπτει την φωνή του Άρη, ή τις κραυγές του Μάγγου. Ποτέ δεν θεώρησα ότι η πιθανή οικονομική μου ανάσα είναι πιο πολύτιμη από την ανάσα που πάσχιζε να πάρει ένας ασθενής εκτός ΜΕΘ.

Έχουν την οικονομία τους, κι εγώ τους μιλάω για Δημοκρατία. Είναι πια τόσο παράλογο να πιστεύω πως μπορώ τους πείσω τελικά πόσο πιο σημαντικό είναι αυτό για το οποιο πασχίζω να ακουστεί;

Προφανώς λοιπόν, είμαι ανάμεσα σε λίγους φίλους. Προφανώς, ζω στο δικό μου μικρόκοσμο. Δεν έχω καμία αμφιβολία, το 41% ήταν πάνω από σαφές. Στην δημοκρατία, ξεκάθαρα οι περισσότεροι κάνουν κουμάντο.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι λιγότεροι θα πρέπει να βγάζουν τον σκασμό:

Αν θα πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά, για να ενώσω τις φωνές μου με τους βασανισμένους, για να περάσω από τις ανοικτές σας πόρτες και να χαλάσω σε κάποιους τον ύπνο, αυτό θα κάνω.

Αν πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά από τους υπνωτικούς μουσικούς του Τιτανικού – δεν βαριέσαι, έτσι θα γίνει.

Κι αν εγώ, όντως, τελικά, ζω σε μικρόκοσμο, είμαι με τον Θανάση και τον Ιάσονα, με τον Άρη και τον Βασίλη – δεν είμαι διατεθειμένος να τους πουλήσω και να βγω από αυτόν μόνο και μόνο για να κάνω σε κάποιους το χατήρι: θα τον μεγαλώσω αυτόν τον μικρόκοσμο, με όποιον τρόπο μπορώ, ώστε κάποια στιγμή να σας χωράει πια όλους.

Ετσι κι αλλιώς, έχασα. Τι άλλο έχω λοιπόν να χάσω;

Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Σε μία τετραετία που όλα (όλα!) αλώθηκαν και μάλιστα με το μεγαλύτερο δυνατόν θράσος, το κυβερνών κόμμα παίρνει επιπλέον 100-200 χιλιάδες ψήφους. Επιπλέον. Περισσότερους από πριν. Χωρίς να περάσει καν ένα εικοσιτετράωρο νιώθω απολύτως αδύνατο να διαχειριστώ το αποτέλεσμα.

Μου έχει κοπεί η ανάσα. Με ποιον να θυμώσω;

Εκατοντάδες σκάνδαλα σε κάθε πιθανό τομέα διακυβέρνησης, δεκάδες αφορμές που (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) μας έκαναν να δακρύσουμε από αγανάκτηση την τελευταία τετραετία – και χιλιάδες ψηφοφόρων ξεκάθαρα είπαν “όχι, μην ανησυχείτε, συνεχίστε”.

«Συνεχίστε!».

Με ποιον να θυμώσω; Βλέπω άλλους να θυμώνουν με τον Σύριζα, δεν είχε λένε την αντιπολίτευση που ονειρεύονταν. Ναι, αλλά να θυμώσω μαζί του γι’ αυτό που είναι; Πρέπει να τον αναγκάσω να είναι κάτι άλλο που δεν μπορεί να το υποστηρίξει επειδή ο ψηφοφόρος το έχει ανάγκη ειδικά από αυτόν; Πες αυτό μπορεί είναι – ένα κεντροαριστερό κόμμα, με τις υποχωρήσεις και τις φοβίες του; Αυτό είναι. Τι νόημα έχει να θέλω να το κάνω με το ζόρι επαναστατικό άρμα; Ωραία δηλαδή, να θυμώσω μαζί του – αλλά ωραία, αυτός δεν μπόρεσε, κανείς άλλος ουσιαστικά από την αντιπολίτευση δεν κατάφερε να θρυμματίσει την αλαζονεία της κυβέρνησης; Ούτε ένας από τους υπόλοιπους δεν κατάφερε να εμπνεύσει; Αν όντως ο κόσμος ήταν θυμωμένος, δεν θα πήγαινε κάπου αλλού; Πάλι την ίδια κυβέρνηση θα ψήφιζε;

Να θυμώσω λοιπόν με τα άλλα κόμματα; Ή με αυτούς που έλεγαν “έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι”; Δεν είναι σαφές ότι πχ το ΚΚΕ ή το ΜέΡΑ25 έχουν όντως βαθιές ιδεολογικές διαφορές με τον Σύριζα; Ότι είναι πρακτικά αδύνατο και όχι απλώς κόλλημα να κάτσουν μαζι του σε ένα τραπέζι, αφού ακόμα κι αν όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα – έχουν ουσιαστικά εντελώς διαφορετικό όραμα για το πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; είναι δυνατόν να τους ζητήσω να κάνουν τόσο πίσω σ’ αυτό που τους καθορίζει απλώς για να “τα βρουν”; Και για πόσο; Θα άντεχε πάνω από μία ώρα κάτι τέτοιο;

Να θυμώσω τότε με τον κόσμο; Ο πολίτης που ψηφίζει με τέτοιον τρόπο ώστε να επικροτεί την διαχείριση της πανδημίας, τις υποκλοπές, το μεταναστευτικό – δεν ξέρω πως σκέφτεται, το ομολογώ. Μπορεί να θέλει αυτό πράγματι – αλήθεια δεν ξέρω. Μπορεί να φοβάται, ή μπορεί να νιώθει νικητής – αρκετοί από όσους με διαβάζουν τώρα θα πανηγυρίζουν την απολύτη θλίψη μου, τους το χαρίζω αυτό. Μπορώ, πχ, πράγματι να θυμώσω με τους πολίτες που θεώρησαν σωστό να εκλέξουν ξανά, πρώτο σε ψήφους τον Καραμανλή που αγνόησε, αποδεδειγμένα, δεκάδες φορές και με κάθε τρόπο όλες τις προειδοποιήσεις για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Καμία πολιτική διαφωνία δεν θα έπρεπε να να εμποδίζει πχ την πολιτική τιμωρία του – για όνομα του θεού πια! Αλλά πες ότι θυμώνω με τον κόσμο – θα αλλάξει κάτι; Θα πετύχω κάτι; Δεν ήμουν θυμωμένος τόσα χρόνια; Πάλι το ίδιο δεν ψήφισαν; Κερδίζει κάτι ο θυμός με τους συμπολίτες μου; Αλλάζει κάτι;

Να θυμώσω με μένα, που δεν έγραψα αρκετά την γνώμη μου; Αντίθετα με τα προηγούμενα χρόνια, η αντιπολίτευση ΕΙΧΕ βήμα αυτήν την τετραετία. Το Documento πουλούσε φύλλα. Υπήρχαν τηλεοπτικά κανάλια, όπως το Open ή το Κόντρα που έβρισκες μία άλλη φωνή. Το ThePressProject άνθισε. Ακόμα και το Inside Story επέστρεψε (μετά το ακατανόητο φιάσκο με τους “twitterάδες”) σε μία εξαιρετικά μαχητική δημοσιογραφία και τίμησε τον ρόλο του – και με προσωπικό κόστος. Όσα ήθελα να πω, τα έβρισκα στο Manifold και στο Reporters United. Το ΚΚΕ έχει δυναμική στα social, το ΜέΡΑ25 είχε πλούσια τηλεπτική παρουσία. Όσα δεν έλεγα εγώ στο twitter, υπήρχαν άλλες, αξιόλογες φωνές να τα εμφανίσουν και να τα προβάλλουν. Τι σκατά θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε όλα αυτά;

Με ποιον να θυμώσω λοιπόν; Είμαι απίστευτα απογοητευμένος, γιατί στ’ αλήθεια θεωρούσα -και θεωρώ ακόμη- πως όσα έγραφα τόσο καιρό, όσα με εξαγρίωναν, ήταν δικαιολογημένα. Στ’ αλήθεια, όταν έγραφα ότι ως πολίτες πρέπει να δώσουμε ένα στίγμα για να μην ξαναγίνουν όλα αυτά τα αίσχη, ήταν μόνο και μόνο για να προετοιμάσουμε τις άμυνές μας για μία επόμενη, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ κυβέρνηση, που θα προέκυπτε από την οργή και την απογοήτευση για όσα έγιναν γι’ αυτήν την τετραετία, να προστατεύσω την δημοκρατία από την οργή μας – δεν περίμενα ρε γαμώτο ότι θα συζητάμε πώς φτάσαμε οι πολίτες να την επιβραβεύσουν κιόλας!

Μάλλον δεν έπεισα. Ίσως δεν έφτασα εκεί που έπρεπε. Αρνούμαι πάντως να δεχτώ ότι το να σπρώχνεις μετανάστες στην θάλασσα, το να κρυφακούς φίλους και εχθρούς, το να αποδέχεσαι αλλοιωμένα πόθεν έσχες, να μοιράζεις κρατικό χρήμα χωρίς έλεγχο, αρνούμαι να δεχθώ ότι το να προσπαθείς να προστατέψεις τις επιλογές σου παρότι ευθύνονται για τα πιο σιχαμένα και εμετικά εγκλήματα, να πριμοδοτείς από τον κρατικό κουμπαρά πέντε-δέκα πανίσχυρα καθάρματα κάθε μήνα, να αφήνεις τον κόσμο να πεθάνει σε ένα ράντζο έξω από την ΜΕΘ, αρνούμαι να δεχθώ ρε γαμωτο ότι το να μην φτιάχνεις για είκοσι χιλιάδες ευρώ ένα γαμημένο τραίνο πρέπει να περάσει ατιμώρητο. Αρνούμαι!

Όλοι τους και μόνος μου λοιπον; Έτσι μοιάζει. Ας είναι. Δυόμισι εκατομμύρια όλοι τους και μόνος μου.

Θα σας πείσω, έναν-έναν. Θα κάνω τον θυμό μου εργαλείο, και θα σας πείσω.

Αυτό που έγινε ήταν λάθος. Ήταν τρομακτικό. Ήταν αδιανόητο.

Ας μας ξυπνήσει όλους, ας με ξυπνήσει κι εμένα.

Αν η σκέψη μου δεν έφτασε σε σας, θα παλέψω να φτάσει – με κάθε τρόπο. Αν διαφωνείτε, θα το συζητήσουμε. Αν καταφέρω να σας πείσω πως κάνετε λάθος, θα συνταχθούμε.

Θα κάνω ο,τι μπορώ.

Δεν ξέρω με ποιον να θυμώσω. Αλλά ξέρω, το μόνο που ξέρω, είναι πως πρέπει να κάνω αυτόν τον θυμό εργαλείο.

Γιατί δεν μπορεί να μου έχει κοπεί η ανάσα μόνο εμένα. Και προφανώς πρέπει να κάνω κάτι, ο,τι μπορώ, μπας και αναπνεύσουμε όλοι κάποια στιγμή.

Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Τι κάνουμε τώρα;

Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.

Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»

Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.

Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…

…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:

Γιατί.

Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Και τώρα τι κάνουμε;
~

Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)

Οπότε, τώρα τι κάνουμε;

Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.

Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.

Και τώρα;

Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:

Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.

Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.

Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.

Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.

Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.

Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.

Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;

Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~

Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για την φάει.

Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γαμάτος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.

Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.

Τώρα;

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.

Ένα από τα πιο δύσκολα που είχα να αντιμετωπίσω παρακολουθώντας την υπόθεση των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (και αναφέρομαι στην ΕΥΠ, που ξέρουμε σίγουρα, και όχι στο Predator που υποψιαζόμαστε απλώς) ήταν ένα σημερινό retweet από τον Θανάση Κουκάκη.

Ο δημοσιογράφος έχει (και έχω εκτιμήσει την επιμονή του όσο τίποτα άλλο) αποτελέσει μία σταθερή πηγή επικοινωνίας για κάθε άρθρο που γράφεται για τις παρακολουθήσεις. Δεν είναι τυχαίο – είναι από τους πρώτους ανθρώπους (προηγήθηκαν λίγο καιρό πριν ο Σταύρος Μαλιχούδης και ακόμα πιο πριν οι καταγγελίες για μηχανήματα παρακολούθησης που είχε αναφέρει το omniatv) που, όχι μόνο κατήγγειλε απλώς, αλλά είχε και αδιάψευστα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στο πρόσωπό του.

Η επιμονή του αυτή, τον οδήγησε να αναδείξει το άρθρο του Γ. Παπαχρήστου, στην εφημερίδα Τα Νέα, την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Εκει, ένα κεφάλαιο αναφέρεται στις υποκλοπές – και, ακόμα κι αυτό, έχει μία, στα μάτια μου έτσι φαίνεται τουλάχιστον, σοκαριστική αποδοχή των υποκλοπών:

Δεν καταλαβαίνω” γράφει ο αρθρογράφος “τι είχε να φοβηθεί η κυβέρνηση αν ας πούμε γινόταν δεκτό (σσ: το αίτημα της ΑΔΑΕ για ενημέρωση). Τι θα αφορούσε; Την έρευνα της ΑΔΑΕ στους τρεις παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Θα ενημέρωνε λοιπόν η ΑΔΑΕ ότι γίνονταν παρακολουθήσεις. Αλλά αυτές αφορούν «νόμιμες επισυνδέσεις», με την έννοια ότι έφτασαν στις εταιρίες με χαρτιά της ΕΥΠ. Μα αυτό το ξέρουμε ήδη. Είναι γενική πεποίθηση ότι έγιναν παρακολουθήσεις, και προφανώς θα γίνονται και στο μέλλον. Περίπτωση να ξέρουμε ποιους αφορούν, υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει. Ισχύει ο γνωστός νόμος που ψηφίστηκε, και ο οποίος απαιτεί την παρέλευση 3ετίας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Μόνο.

Γράφει και άλλα ο αρθρογράφος, μεταξύ των οποίων γελοιοποιεί την επιμονή του Ράμμου να καταθέσει στην επιτροπή (“[…] Προηγούμενο να επιζητεί φορέας ή πρόσωπο να ενημερώσει την Βουλή, δεν υπάρχει. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα κι εγώ, ας πούμε, να αιτηθώ ακόραση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας […]”) – το οποίο δεν είναι το προκείμενο εδώ, αλλά ξεκάθαρα δηλώνει το γενικότερο στίγμα του άρθρου – που τιτλοφορείται πολύ ταιριαστά “Τζερτζελές να γίνεται”

Έψαχνα να βρω γιατί θύμωσα τόσο πολύ, και παρότι μου πήρε λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, νομίζω ότι έχω μία καλή εξήγηση.

~

Όσο με αφορά, έχω μία σταθερή θέση για τις υποκλοπές. Είτε το θύμα είναι ο Φλώρος, είτε είναι ο Κουκάκης ή ο Μαλιχούδης είτε είναι ο Σπίρτζης, ο Τέλλογλου, ο Ανδρουλάκης ή ο Χατζηδάκης – υπάρχει σίγουρα μία και μοναδική ιδιότητα που μοιράζονται όλοι αυτοί: Είναι πρωτίστως θύματα.

Είναι θύματα βιασμού της προσωπικής τους ζωής.

Άλλοι εξ αυτών, σε ελαφρύτερο επίπεδο όπως πχ οι παρακολουθήσεις τηλεφωνημάτων από την ΕΥΠ, άλλοι σε βαρύτερο, όπως οι παρακολουθήσεις από πράκτορες της ΕΥΠ, και άλλοι σε βαρύτατο επίπεδο, όπως οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, που είναι μία πλήρης εξαθλίωση κάθε ιδιωτικής στιγμής σε κάθε πιθανή έκφανσή της.

Δεν είναι όλοι το ίδιο – το καταλαβαίνω. Ακόμα και αν άλλοι όμως παλεύουν για να βρουν δικαίωση τα θύματα και οι επόμενοι στόχοι, όπως πχ ο Κουκάκης και ο Τέλλογλου, και άλλοι παλεύουν για να μην ακουστεί ποτέ τίποτα, όπως ο Φλώρος και ο Χατζηδάκης, είναι όλοι κατ’ αρχάς θύματα μίας αποτρόπαιας πράξης – και, θεωρώ προσωπικά, ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να θυμόμαστε πάντα.

Είναι θύματα, και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν θύματα, πρέπει να τα σεβόμαστε σαν θύματα, και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε σαν θύματα. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Χατζηδάκη. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Φλώρο.

~

Όταν λοιπόν είδα ένα θύμα να αναρτά για την ενημέρωση των αναγνωστών του ένα άρθρο συναδέλφου του δημοσιογράφου το οποίο κινείται σε κλίμα “ε, και τι έγινε” – αυτό με πόνεσε προσωπικά πολύ.

Είναι πολύ οδυνηρό.

Όχι γιατί είναι η άποψη του Παπαχρήστου αυτή (να μην τον αδικήσω, η εικόνα που έχω είναι ότι στο παρελθόν έχει αναφερθεί και επικριτικά για το όλο θέμα των υποκλοπών, και όχι μόνο μία φορά) όσο γιατί καθρεφτίζει πιθανόν την βασική γενική γνώμη για ζήτημα των υποκλοπών:

«Έλα μωρέ, και τι έγινε, όλοι παρακολουθούν».

Καθρεφτίζει, ή εκπαιδεύει; Θα ήμουν πιο ελαστικός, αν δεν συνοδευόταν αυτή η στάση με απίστευτες ανακρίβειες, όπως για παράδειγμα το ότι το να καταθέσει ο πρόεδρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε μία επιτροπή που άπτεται ακριβώς αυτού του αντικειμένου, σε γεγονότα που (θα έπρεπε να είχαν) τον βαθμό του κατεπείγοντος (τουλάχιστον), είναι ακριβώς το ίδιο με το να… πάει ο ίδιος καταθέσει ο δημοσιογράφος την όποια άποψή του. Όπως το “δεν μπορεί να καταθέσει ονόματα, γιατί ο νόμος τον εμποδίζει” δείχνοντας απόλυτη άγνοια και του νόμου, και της θεσμικής θέσης της επιτροπής, και του ρόλου της Αρχής. Ή, όπως το να βαφτίζει, έτσι, άκοπα, έστω και με εισαγωγικά νόμιμες τις “επισυνδέσεις” (θα μου επιτρέψετε να βάλω εγώ εκεί τα εισαγωγικά) επειδή ήρθαν από την ΕΥΠ, ή είχαν φαρδιά πλατιά υπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα. Μάλλον.

Αλλά ας πούμε χάριν της συζήτησης πως καθρεφτίζει και όχι εκπαιδεύει. Αν όμως καθρεφτίζει απλώς μόνο όντως, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από ότι μπορούμε να φανταστούμε:

Διότι ζούμε έναν απίστευτο, αδιανόητο παραλογισμό, όπου, η κυβέρνηση που ήλεγχε την ΕΥΠ, πρώτα φέρνει νόμο για να μην μαθαίνουν τα θύματα ότι παρακολουθούνται – φιμώνοντας στην ουσία την ΑΔΑΕ, μετά κωλυσιεργεί στις δικαστικές έρευνές της με αποτέλεσμα τα γραφεία να αδειάζουν και τα στοιχεία να χάνονται, φροντίζει μάρτυρες κλειδιά να μην καταθέσουν στην επιτροπή, τρομοκρατεί θύματα, μάρτυρες και δημοσιογράφους είτε με δηλώσεις στελεχών της, είτε με ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς, ξαναφέρνει νόμο που καλύπτει κάθε ενέργεια της ΕΥΠ για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη, τρομοκρατεί και την ΑΔΑΕ πάλι με νέες δηλώσεις ανώτατου εισαγγελέα και αρνείται να ακούσει τα στοιχεία της αρμόδιας Αρχής στο κοινοβούλιο.

Ξαναδιαβάστε το, κάντε μου την χάρη: Δεν σας περιγράφω τι άκουγε και τι όχι η κυβέρνηση, θεωρίες συνωμοσίας, ποιοι είχαν επαφές με ποιους, δεν σας κάνω αναφορά στις καταγγελίες Κουκάκη ότι η πρώτη άρση του δικαιώματος των πληροφοριών έγινε επειδή ο ίδιος διεκδίκησε να μάθει γιατί παρακολουθείτω ή τις καταγγελίες Τέλλογλου ότι οι παρακολουθήσεις του άρχισαν όταν ο ίδιος αρχισε να αναζητά αυτήν την δυσώδη υπόθεση: Ότι σας περιγράφω είναι οι ενέργειες της κυβέρνησης και των στελεχών της για να “διερευνηθεί” η υπόθεση.

Η υπόθεση που έχει η ίδια την ευθύνη, έτσι;

Βγάζει νόμους, δύο, όπου και οι δύο είναι απολύτως καταστροφικοί για κάθε προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, καθυστερεί έρευνες, μπλοκάρει την ενημέρωση της Βουλής, και απειλεί μάρτυρες θύματα και δημοσιογράφους με κάθε τρόπο.

Ξανά: η ίδια κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τις παρακολουθήσεις τα κάνει όλα αυτά.

Κάθε – γαμημένη – μέρα.

Και εμείς την κοιτάμε σαν χάνοι, και οι τίτλοι των άρθρων, ή έστω η κοινή γνώμη, μας χλευάζουν πως όλες οι διαμαρτυρίες είναι για να γίνεται “τζέρτζελο”.

Και ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, ένας αθώος άνθρωπος, που πασχίζει κάθε μέρα, στωικά, να κάνει την δουλειά του, το λειτούργημά του, να ενημερώσει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί γι’ αυτόν τον εφιάλτη – είναι υποχρεωμένος σ’ αυτήν την προσπάθειά του να αναρτήσει και ένα άρθρο που λοιδωρεί ακριβώς αυτήν του την αγωνία.

Είναι πολύ οδυνηρό αυτό αδέλφια.

~

Είναι πολύ οδυνηρό να πρέπει να εξηγήσεις πάνω από μία φορά ότι όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε το δικαίωμά της να ρωτά και τους παρόχους και την ΕΥΠ για τυχόν παρακολουθήσεις, όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε την υποχρέωσή της να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα, και κυρίως όχι, όχι διάολε, δεν έχει δικαίωμα η ΕΥΠ να παρακολουθεί όποιον θέλει επειδή έτσι γουστάρει μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή εισαγγελέα – οι αποφάσεις αυτές είναι υπό κρίση, και θα έπρεπε να είναι υπό αυστηρό έλεγχο.

Όσο και οποιοσδήποτε, και ειδικά οι δράστες πασχίζουν να μας πείσουν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην ασχολούμαστε, και το θέμα έχει ουσιαστικά κλείσει.

Είναι πολύ οδυνηρό το θύμα να πασχίζει να μας τα εξηγεί όλα αυτά πάνω από μία φορά.

Είναι πολύ, πολύ οδυνηρό το θύμα να μας ενημερώνει για την αδιαφορία μας, την απάθειά μας, την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα του, να ενώσουμε την φωνή μας μαζί του, να πολλαπλασιάσουμε το μήνυμά του και να φροντίσουμε να μην φοβάται κανένα από τα θύματα να μιλήσει και να αναζητήσει το δίκιο του.

Ότι δεν είναι “τζερτζελές”, όλο αυτό που συμβαίνει.

Ότι είναι τραγικό, ότι είναι επώδυνο, ότι είναι τρομερά επικίνδυνο, και ότι εντέλει πρέπει να σταματήσει – άμεσα.

Ας διαλέξει ο καθένας μας στρατόπεδο, τι να πω. Με ενδιαφέρον ή με αδιαφορία. Με την λοιδορία ή με τον θυμό. Με την ντροπή, ή με την πλάκα. Με την αλληλεγγύη, ή με το τζέρτζελο.

Και ας νιώσει μετά όπως πρέπει όταν το θύμα μας δείχνει πως σκεφτόμαστε.

Εγώ έχω επιλέξει να θυμώνω, πάντως. Να θυμώνω, να μιλάω, να διαμαρτύρομαι, και να εκθέτω τις σκέψεις μου στην κρίση σας.

Ισως μία μέρα, κάποιο από τα θύματα, να σας δείξει δικαιωμένο το δικό μου το άρθρο. Ίσως μία μέρα να είναι η θέση μου που να καθρεφτίζει την οπτική όλης της κοινωνίας.

Ίσως αυτός ο καθρέφτης, μία μέρα, να δείξει κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.

Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.

Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.

Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.

Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.

Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.

Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.

Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.

Δεν είναι απίστευτο;

Δεν ειναι, όχι.

Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.

Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.

Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.

Το θέμα είναι το μετά.

Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.

Γίνεται;

Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.

Γίνεται;

Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.

Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.

Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.

Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.

Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.

Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που οργιζόμαστε, όταν δεκαεξάχρονα παιδιά πέφτουν από τις σφαίρες των αρματωμένων αστυνομικών, όταν φοιτητές δέχονται απευθείας βολές στο πρόσωπο εκτοξευτήρων δακρυγόνων, που μας κόβεται η ανάσα όταν ξυλοκοπούν και πνίγουν μετανάστες στα σύνορα, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη όταν γινόμαστε έξαλλοι που δέκα αστυνομικοί χτυπάνε έναν πεσμένο διαδηλωτή ή έναν πεσμένο Ζάκ, που πονάμε κι εμείς με τις κραυγές στην Νέα Σμύρνη, που θα παγώσουμε με την μαχαιριά στον Φύσσα, που αρρωστήσαμε με τα θύματα των προβεβλημένων και απείραχτων βιαστών, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που θα πανηγυρίσουμε την φυλάκιση των ναζί, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε καθάρματα που θα χρεώσουμε στα ΜΑΤ τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου έναν μήνα μετά τον ξυλοδαρμό του, καμία συγγνώμη που θα θυμώσουμε για τις εξοστρακισμένες σφαίρες στον Γρηγορόπουλο, δεν σας χρωστάμε ρε καμία συγγνώμη που θα τρομάξουμε με τον ακατάσχετο ρυθμό των πυροβολισμών στο ήδη νεκρό κορμί του άοπλου Νίκου Σαμπάνη.

Καμία συγγνώμη δεν σας χρωστάμε. Δεν σας ακούμε άλλο. Δεν σας ακούμε άλλο ρε. Δεν υπάρχετε πια.

Πείτε τους όπως θέλετε, πείτε τους χασικλίδες, πείτε τους κλέφτες, πείτε τους γύφτους, πείτε τους πρεζόνια, πείτε τους παραβατικούς, λαθραίους, πούστηδες, πουτάνες, πάκηδες, βρωμιάρηδες, μούλους, πείτε τους όπως θέλετε ρε, πείτε τους όπως θέλετε ρε, βρίστε τους ρε, ρε, δεν σας ακούμε άλλο ρε, πείτε ο,τι θέλετε, ξεράστε τις πιο χολερές σας σκέψεις, τα παιδιά είναι εκεί, νεκρά, δεν μπορούν να μιλήσουν, μέσα στο αίμα τους, με την κοπέλα τους δίπλα, με τον φίλο τους δίπλα, δεν μπορούν να μιλήσουν, πείτε ο,τι θέλετε, πείτε τα σε μας, πείτε τα στην μάνα του Φύσσα και στον πατέρα του Μάγγου, την οικογένεια του Σαμπάνη και του Φραγκούλη, καρφώστε τους την καρδιά, πείτε ο,τι θέλετε ρε καθάρματα, ό,τι θέλετε.

Πείτε ο,τι θέλετε για εμάς, πείτε ότι τα παίρνουμε, ότι τους εκμεταλλευόμαστε, ότι είμαστε άπλυτοι, πείτε το αριστεροί σαν προσβολή και το αναρχικοί σαν βρισιά, πείτε το σύντροφοι και το αλληλέγγυοι σαν επάγγελμα, πείτε ο,τι θέλετε και για εμάς, εδώ είμαστε, εδώ θα είμαστε – δεν θα σας ακούμε άλλο ρε, δεν σας ακούμε άλλο, δεν υπάρχετε πια.

Κρυφτείτε πίσω από ψέματα, από δικαιολογίες, κρυφτείτε πίσω από πουλημένες ηθικές και χυδαίες σκέψεις, κρυφτείτε πίσω από κοινωνικούς αυτοματισμούς και βαθιές, άδικες προκαταλείψεις, κρυφτείτε πίσω από παράνομους νόμους και γελοίες μόνιμα αθωωτικές ΕΔΕ, κρυφτείτε πίσω από ψεύτες δημοσιογράφους και σιχαμένους ακροδεξιούς σχολιαστές – και κρύψτε πίσω σας με την σειρά σας τους άτολμους δικαστές, τους δειλούς κι αμίλητους συνάδελφούς τους αστυνομικούς, τους ξεφτιλισμένους καιροσκόπους ακροδεξιούς πολιτικούς και βρίστε, ξεράστε και χύστε με την επιτυχία της απευθείας βολής του ένστολου εκφραστή σας.

Εμείς θα είμαστε εδώ, και δεν σας δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη.

Καμία συγγνώμη που είμαστε δίπλα τους, και αφού κρυώσει το κορμί τους. Καμία συγγνώμη για το δάκρυ μας, καμία συγγνώμη για την οργή μας, καμία συγγνώμη επειδή μας θυμώνει το άδικο, καμία συγγνώμη που πιστεύουμε ότι κάθε ζωή μετράει, ότι κι η πιο ακριβή, κι η πιο φθηνή αξίζουν το ίδιο, ότι όλες οι ψυχές αξίζουν δικαιοσύνη.

Καμία συγγνώμη που λέμε το σύστημά τους σάπιο, την καλαισθησία τους υποκριτική, την δικαιοσύνη τους ψεύτικη.

Όλοι μαζί, κι εσείς κι εμείς – εμείς όσοι μιλήσαμε λιγότερο από όσο πρέπει, όσοι δεν κατεβήκαμε στον δρόμο να απαιτήσουμε δικαιοσύνη, όσοι δεν ουρλιάξαμε για δικαιοσύνη, όσοι κάναμε τα στραβά μάτια στους υπαλλήλους μας, όσοι δεν είχαμε αρκετή καρδιά για να δακρύσουμε, όσοι τρομάξαμε για τα ΜΑΤ τα χημικά και τις συλλήψεις, όσοι δεν είχαμε αρκετή ψυχή για να βουρκώσουμε, εμείς χρωστάμε μία συγγνώμη, σ’ αυτούς, στις μανάδες τους που θα τα ξαναδούν κρύα, στους φίλους τους που θα τους στοιχειώνει μία τρομακτική τρύπα στο σώμα του αδελφού τους, στις κοπέλες τους που δεν θα ξέρουν πως να ξανααγαπήσουν πια, στα παιδιά τους που δεν θα πουν μπαμπά ξανά.

Σε ποιον, σε σας; Σε σας συγγνώμη; Χρωστάμε σε εσάς συγγνώμη; Επειδή κοιτάξαμε τον νεκρό; Με το ζόρι να κοιτάμε εσάς, και να μην κοιτάμε το παιδί;

Ρε πάτε καλά; Ρε πάτε καλά ρε;

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Καμία συγγνώμη. Δε υπάρχετε πια. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο μαζί σας. Σας παραμερίζουμε, δεν θα ασχοληθούμε μαζί σας πια. Αρκετά μας απασχολήσατε, αρκετά μας ξεγελάσετε να θυμώσουμε με σας, με τα αρρωστημένα πιόνια μουρλαμένων στρατηγών – δεν σας ακούμε πια, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ, ΡΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ!

Δεν είσαστε παρά μόνο ένας βήχας, όταν εμείς κραυγάζουμε ένα σύνθημα, μόνο μία λέξη από τα πέρατα της ψυχής μας:

Δοικεοσήνι ρε. Μόνο μία λέξη. Δηκαιωσίνυ για όλους ρε καθάρματα.

Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Προσπαθώ ειλικρινά -δεν το καταφέρνω πάντα βέβαια- στα κείμενά μου να μην είμαι αθυρόστομος. Έψαξα, αλήθεια το λέω, να βρω έναν καλύτερο, πιο … ευγενικό τίτλο γι’ αυτό το άρθρο από αυτόν που μου κόλλησε αυτόματα μόλις στο φτωχό μυαλό μου απέκτησε υπόσταση. Ήταν αδύνατον. Τι “κυβέρνηση της αδιαφορίας” έγραφα, τι “Δεν την νοιάζει” έγραφα, εις μάτην: Αυτή η κυβέρνηση είναι τελείως στ’ αρχίδια της. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής τρόπος να το περιγράψεις. Και, αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι, ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με το να είμαστε ειλικρινείς.

Μία κυβέρνηση εκλέγεται κάθε -συνήθως- τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος παίρνει την απόφασή του, ο Κυριάκος καλύτερος από τον Τσίπρα, ο Τσίπρας καλύτερος από την Γεννηματά ή τον Βαρουφάκη, Δεν πάω να ψηφίσω, ας αποφασίσουν οι άλλοι ποιος θα με κυβερνήσει – τέτοια πράγματα περνάνε από το μυαλό του ψηφοφόρου, Φόροι, Μακεδονία, Μετανάστες, Μία θέση στο δημόσιο, Γάτες ή Λαμόγια, τέλος πάντων, όπως θέλει κανείς πάει και ψηφίζει, και παίρνει απόφαση ποιον θα βρίζει τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Στην καλύτερη, βέβαια, δεν ψηφίζει κόμματα αλλά βουλευτές.

Δηλαδή(μη γελάτε, εγώ το κάνω εδώ και πολλά χρόνια), υπάρχουν κάποιοι που επιλέγουν βουλευτές αντί για κόμματα. Γιατί; κυρίως επειδή ο πολίτης ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ όμως, κάποιος πρέπει να ελέγχει τι σκατά κάνει η κυβέρνηση αυτά τα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια, σωστά; Δεν μπορούμε να την αφήνουμε ανεξέλεγκτη! Οπότε τι κάνουμε; ψηφίζουμε βουλευτές, ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις, που θα την κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, που θα την επιβλέπουν να μην κάνει λάθος ενέργειες.

Ανθρώπους που, αν κάτι στραβώσει, μπορούμε να πάμε και να τους πούμε “επ, εσένα σε ψήφισα, σε θυμάμαι που μου είπες ότι θα μου βάψετε πχ τον τοίχο κίτρινο, τα συμφωνήσαμε, τώρα γιατί τον βάφετε πορτοκαλί;” Και αυτός πρέπει να σου εξηγήσει, εσένα, προσωπικά, ότι είναι καλύτερα, ή είναι φθηνότερα, ή έτσι πρέπει, και αν σε πείσει έχει καλώς, αν δεν σε πείσει ξέρει ότι τον θεωρείς ψεύτη ή ακατάλληλο και την επόμενη τετραετία δεν θα έχει την στήριξή σου.

Αυτό γινόταν τόσα χρόνια.

Και αν μαζευτούν αρκετοί ψηφοφόροι, και ο εν λόγω βουλευτής μας ονειρεύεται να ξαναβγει, τότε – και μόνο από λόγους αυτοπροστασίας, αν όχι από λόγους αξιοπρέπειας- δεν ψηφίζει στην βουλή ο τοίχος να βαφτεί κίτρινος (παράδειγμα είναι, μη ψάχνετε να βρείτε συνειρμούς και βαθύτερα νοήματα) και ας τα βγάλουν πέρα οι άλλοι μόνοι τους, και ψάχνει για άλλο κόμμα που θα ταιριάζει καλύτερα με τις ιδέες του, ή εκείνο με τους ψηφοφόρους του, και προχωράει και η ζωή συνεχίζεται.

…και υπάρχει κι αυτή η κυβέρνηση.

Η οποία είναι στ’ αρχίδια της.

Φίλοι μου λένε πως είναι άτυχη γιατί της έκατσαν πράγματα όπως η πανδημία, και δεν προλαβε να δείξει το έργο της – και γω λέω πως άγιο είχαμε, τώρα που έχει χρόνο να δείξει το έργο της, διότι “όταν δεν μπορούσε να δείξει το έργο της” κατηγορήθηκε για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, απο απευθείας αναθέσεις, και σκόιλ ελικίκου μέχρι την διάταξη του πως θα κάθονται οι μαθητές στην τάξη,αν όντως μας ζήτησαν ποτέ εκείνον τον μοναδικό κώδικα που θα ξεχώριζε ποιος τουρίστας θα βήξει ύποπτα και πού παράπεσε μία έκθεση για το αν, τελικά, οι ΜΕΘ σώζουν ζωές.

(Hint: Σώζουν)

Και – τι κάνουμε μ’ αυτό;

Φέρνουμε πχ “τώρα που ήρθε διαφάνεια και νομιμότητα στην χώρα” έναν νόμο που λέει ότι οι τραπεζίτες δεν ελέγχονται από εισαγγελείς για τις ενέργειες των τραπεζών τους, ακόμα και αν είναι προδήλως ζημιογόνες – εκτός και … αν το αποφασίσουν οι ίδιοι(!)

Νομοθετούμε “τώρα που η οικονομία μας πάει βζιιινννν” πχ ο άνθρωπος πλέον να χρεοκοπεί ο ίδιος, να χάνει τα πάντα, να μένει στο σπίτι του με ενοίκιο της τράπεζας, άμα χάσει δύο-τρεις δόσεις να της μένει το σπίτι, και αν τα καταφέρει μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια να πληρώσει όλες τις δόσεις να μπορεί να αγοράσει το σπίτι του σε ό,τι τιμή αποφασίσει ο τραπεζίτης – και άμα θέλει.

Ή, πχ, τώρα που “τελείωσε η πανδημία” φροντίζουμε να έχουμε πρόσβαση στο ΕΣΥ με όρους το καλάθι του αρρώστου, “τα φθηνά είναι λίγα και όποιος προλαβαίνει παίρνει, οι άλλοι στην αισχροκέρδεια και πλειοδοτήστε την ζωή σας μεταξύ σας, έτσι πάει αδέλφια”.

Αυτά περάσανε από την βουλή, έτσι; Αυτά που σας περιγράφω, περάσανε από την βουλή.

Και τα ψήφισαν όλοι.

Ούτε μία αντίδραση. Κάποιος να πει “ρε παιδιά, δεν είναι σωστό να πλειοδοτείται η υγεία”, ή “ρε παιδιά, δεν μπορούμε να τα χαρίζουμε όλα στις τράπεζες” – όχι, κανένας, όλοι μαζί.

Σαν να μην έχει αυτή η κυβέρνηση βουλευτές. Μπετόν αρμέ, ένα πράγμα, μία απόφαση όποιον και να ψήφισες.

Και λες “εντάξει, δεξιοί είναι, πραγματικά – τι περίμενες, άλλη αντιμετώπιση; Αυτή είναι η οικονομική της πολιτική, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης της, αυτό ψηφίσαμε, αυτό θέλαμε”.

Ok, τίμιο. Δεξιά είναι, αφού ψήφισε ο πολίτης, αυτό ήθελαν οι περισσότεροι, καλοφάγωτο.

Όμως, υπάρχουν και οι παρανομίες.

Αυτό δεν είναι “οικονομική πολιτική”, αυτό δεν (θα έπρεπε να) είναι ανεκτό από κανέναν:

Τραπεζίτες που αθωώνουν τον εαυτό τους;

Δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις;

Αστυνομικοί που πυροβολούν δακρυγόνα σε ευθεία βολή;

Παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ;

Επιλεκτικές πληρωμές στον τύπο;

Σχέσεις κυβερνητικών υπαλλήλων με παρακρατικές επιχειρήσεις;

Ακόμα και οι δεξιοί, οι καραμπινάτοι δεξιοί λέμε τώρα, θα έπρεπε να αντιδρούν σ’ αυτό. Κάπου θα έπρεπε να υπάρχει μία γραμμή, ένα όριο ανοχής, ένα σημείο πολιτικής ανοχής. Κάποιος έλεγχος στην εξουσία απαιτείται αυτά τα τέσσερα χρόνια, όχι; Αυτόν τον έλεγχο δεν μπορώ εκ φύσεως να τον αναλάβω εγώ που δεν την ψήφισα, με τί θα την απειλήσω, ότι … δεν θα την ψηφίσω αύριο; Η ευθύνη μένει αναγκαστικά σ’ αυτόν που εξαρτάται από αυτόν, στον ψηφοφόρο, που την στηρίζει, στον πολιτικό, που την στηρίζει, στον βουλευτή, που την στηρίζει.

Όχι μόνο για λόγους πολιτικής αυτοπροστασίας (πόσο πιο χαμηλά να πέσει ένα κόμμα, δηλαδή, για όνομα πια) αλλά και προσωπικής αξιοπρέπειας: Όταν αποκαλύπτεται ότι σε παρακολουθούν πχ δεν μπορείς να λες “αν με παρακολουθούσαν, θα βαρέθηκαν, είμαι πολύ βαρετός τύπος”. Ποσο πιο χαμηλά να πέσει δηλαδή ένας άνθρωπος, για όνομα πια.

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, όπως έλεγα και στο προηγούμενο άρθρο μου, η κυβέρνηση δεν έχει καμία ουσιαστική ζημιά. Ξέρετε πόσες κυβερνητικές ψήφους πήρε το άρθρο για το ΕΣΥ; Όλες.

Ό-λες.

Είναι ένα κακό άρθρο, δεν στέκει πουθενά, θα κάνει ανείπωτη ζημιά στους πολίτες αυτής της χώρας, είναι μία εγκληματική ενέργεια ειδικά λόγω πανδημίας και ασθενειών που συνδέονται με Cov…

Ό-λες.

~

Και θα μου πείτε, ρε αρκούδο, ρε αρκούδο, τώρα δεν μας τα έλεγες; Αυτά είναι οικονομία, οι βουλευτές συμφωνούν να διαλυθεί η υγεία και να πλειοδοτώ με τον δίπλα μου το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι στο χειρουργείο, έτσι θέλει η δεξιά, αυτή είναι η οικονομική πολιτική της.

Πάσο, αν και διαφωνώ, πάσο. Κανένας πολίτης που ψήφισε δεξιό βουλευτή δεν ενοχλείται, δεν τον πειράζει, έχει περισσότερα λεφτά από τον δίπλα του και σίγουρο απογευματινό χειρούργο, έτσι θέλει και για τους δίπλα του, στηρίζει τον βουλευτή του που ψηφίζει τέτοια εκτρώματα, έτσι θέλει την Ελλάδα του αύριο. Είναι ξεκάθαρο, όλοι οι πολίτες που αποδέχθηκαν αυτόν τον νόμο, θα γλυτώσουν στην στραβή, δεν θα τους προσπεράσει κανένας, είναι όλοι πλούσιοι, ok, ξεκάθαρο. Ok, ok.

Όμως έρχεται ένας νόμος για τις παρακολουθήσεις. Θα πάει στην βουλή και οι βουλευτές της πλειοψηφίας (άσε τα άλλα κόμματα, είναι αναφανδόν εναντίον του) θα κληθούν να τον ψηφίσουν.

Και θα λέει -φαντάσου τώρα, ε;- αυτός ο νόμος πως τα αρχεία των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ θα κρατώνται μόνο για τρεις μήνες και μετά θα διαγράφονται, και μαζί και οι λόγοι της παρακολούθησης, ή ότι μπορεί πλέον η κυβέρνηση επισήμως (και …. “νομίμως”) να παρακολουθεί και με εργαλεία τύπου predator, ή ότι ο πολίτης θα μαθαίνει μετά από … χρόνια αν παρακολουθήθηκε.

Αυτό όμως, δεν είναι οικονομική πολιτική των δεξιών.

Αυτό, είναι πολιτική των αχρείων.

Αυτό δεν καλύπτεται από το δεξιό παραπέτασμα του “αυτήν την οικονομία θέλουμε”, αλλά από το “αυτήν την κυβέρνηση θέλουμε, να παρακολουθεί τους πάντες και να μην δίνει -νόμιμα πάντα, ε;- και επισήμως λογαριασμό σε κανέναν”.

Αυτό είναι κάλυψη μίας παρανομίας.

Είναι κάλυψη μίας εκτροπής.

~

Κοιτάξτε, καλή η πλάκα, αλλά ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά, για λίγο μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Ζούμε μία εκτροπή άνευ προηγουμένου στην Ελλάδα, κάποιοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο που για συγκεκριμένους λόγους δεν δίνεται ούτε από νόμους, ούτε από το σύνταγμα – και λειτουργούν ως μαφία. Και αυτές οι ενέργειες θα «νομιμοποιηθούν» με έναν νόμο που η λέξη σίχαμα δεν αρκεί να την εκφράσει, και αυτός ο νόμος θα έρθει στην κρίση των βουλευτών.

Ποιος θα ελέγξει αυτήν κυβέρνηση;

Ο,τι έχει κάνει τώρα, το έχει κάνει χωρίς απώλειες, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμία ουσιαστική αμφισβήτηση. Ο,τι έχει κάνει τώρα, από τις βόλτες και τα πάρτι του κορονοϊού, μέχρι τις μεταγενέστερες αλλαγές στον νόμο για να νομιμοποιηθεί ο παράνομος διορισμός του διοικητή της ΕΥΠ – όλα αυτά αυτά έχουν γίνει χωρίς καμία απολύτως απώλεια. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κάνει ο,τι θέλει, ο,τι γουστάρει και αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες – γιατί, πολύ απλά, δεν έχει συνέπειες.

Στ’ αρχίδια της.

Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να κάνει ο,τι θέλει.

Και, μέχρι τώρα, αυτό έκανε.

Και, τις επόμενες ημέρες, θα το δούμε όλοι μαζί εντελώς καθαρά, ότι αυτό θα κανει: ο,τι θέλει.

Ελάτε και πείτε μου τώρα εσείς, ότι υπάρχει άλλος τίτλος που να εκφράζει καλύτερα αυτήν την κατάσταση. Εγώ όσο και να έψαξα, δεν βρήκα.

Είναι απλό:

Αυτή η κυβέρνηση είναι στ’ αρχίδια της.

Γιατί όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είτε την ψηφίσαμε, είτε όχι, -κυρίως όμως όσοι την ψηφίσαμε- την κοιτάμε σιωπηλοί.

Σιωπηλοί ανάμεσά μας, σιωπηλοί στους πολιτικούς μας, τους βουλευτές μας, σιωπηλοί.

Και, όσο εμείς είμαστε σιωπηλοί, όσος χρόνος της μένει, αυτή η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι γουστάρει.

Στ’ αρχίδια της.

(Καλοφάγωτο)

Από την ενέργεια, την υγεία, την εξωτερική πολιτική, την παιδεία, την ακρίβεια και την οικονομία, την άθλια διαχείριση του δημοσίου χρήματος, και τις απευθείας αναθέσεις έως το μεταναστευτικό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βία της εξουσίας, τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ, την απίστευτα τρομακτική υπόθεση των ατομικών χρεοκοπιών και την μανία ιδιωτικοποιήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός μας έχει δώσει πια άπειρους λόγους να πιστέψουμε πως δεν θα άντεχε ούτε μία ακόμα μέρα στην κυβέρνηση. Η ιστορία των υποκλοπών είναι μεγαλύτερη από όλα αυτά μαζί. Γι’ αυτήν ειδικά την υπόθεση των παρακολουθήσεων όμως, θεωρώ πως δεν θα πέσει ποτέ.

Με πολύ πρόχειρους υπολογισμούς, καμια εκατοστή άτομα έχουν παρουσιαστεί (από διάφορες, 3-4 ως τώρα πολύ σοβαρές πηγές και εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ) ως παράνομα παρακολουθούμενοι – είτε από το Predator, είτε από την ΕΥΠ, είτε και από τα δύο. Εξ αυτών, έχουν αντιδράσει αν δεν κάνω λάθος νομικά μόνο 3-4 άτομα: ο Σταύρος Μαλιχούδης, ο Θανάσης Κουκάκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Χρήστος Σπίρτζης, η Όλγα Γεροβασίλη πχ. Αυτοί, έχουν καταθέσει μήνυση για την υπόθεση τους. Μερικοί ακόμα αντέδρασαν δημοσιογραφικά, όπως ο Τάσος Τέλλογλου και η Ελίζα Τριανταφύλλου – και, δημοσιογραφικά πάντα, κάποιες εφημερίδες άλλαξαν (προσωρινά θεωρώ προσωπικά) την στάση τους.

Έστω ότι είναι εκατό άτομα – έστω οι δέκα αντέδρασαν λοιπόν. Οι υπόλοιποι είτε δεν το δέχονται ότι έγινε (πχ Γεωργιάδης, Οικονόμου), είτε μπορεί να έγινε, αλλά δεν τους πειράζει κιόλας πολύ (πχ Γεωργιάδης, Χατζηδάκης). Είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποδοχής της απόλυτης καταστροφής της προσωπικής και ιδιωτικής τους ζωής. Και είναι ένα ποσοστό που, μεταξύ μας, σημαίνει κάτι πολύ σημαντικό:

Δεν θα ρίξουν αυτοί τον Μητσοτάκη.

Οι υπόλοιποι των εκατό παραμένουν σιωπηλοί.

~

Όταν πρωτοέγραφα γι’ αυτό το θέμα, εστίασα εν μέρει και στα θύματα. Ήταν, και το πιστεύω ακόμα, ένας βιασμός άνευ προηγουμένου, ένας βιασμός της ζωής τους, της ιδιωτικότητάς τους, της προσωπικότητάς τους. Ήταν, και το πιστεύω ακόμα, μία ευκαιρία να δείξει η κοινωνία πώς πρέπει να αντιδρά κανείς σε τέτοιες συνθήκες: να προστατέψει τα θύματα, να τους παρέχει ασφάλεια, να τα βοηθήσει ψυχολογικά και να σταθεί δίπλα τους.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν έγινε.

Έτσι, οι υπόλοιποι των εκατό παραμένουν σιωπηλοί.

Το γιατί, ίσως δεν έχει πολύ σημασία. Άλλοι, υποθέτω, γιατί εκβιάζονται: είτε για προσωπικά τους θέματα (ο Κωνσταντίνος Πουλής της Φάρμας των Ζώων στο ThePressProject το έχει θέσει πολύ εύγλωττα λέγοντας ότι πλέον ξέρουν τα μυστικά τους, όχι απαραιτήτως παράνομα ή ανήθικα, αλλά δύσκολα δημόσια διαχειρίσιμα) είτε γιατί όντως έχουν παρανομίες που θα μπορούσαν να τους στείλουν φυλακή (και εκβιάζονται γι’ αυτό), και άλλοι γιατί θέλουν απλώς να παραμείνουν στην εξουσία, και θα κάνουν οποιαδήποτε υποχώρηση γι’ αυτό, ακόμα και το ξεπούλημα της ιδιωτικής τους ζωής.

Για τους τελευταίους, θα ήθελα να δείξω κάποια συμπόνια – μα ειλικρινά δυσκολεύομαι καθώς έτσι, με το να μένουν σιωπηροί και απαθείς, στην πραγματικότητα είτε επιτρέπουν τον βιασμό της προσωπικής ζωής όλων των άλλων, είτε ο δικός τους βιασμός της προσωπικής τους ζωής γίνεται εργαλείο επαγγελματικής ανάδειξης και τιμολογημένο προϊόν, κάτι που ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει, δεν είναι παράνομο, αλλά για τον δικό μου αξιακό κώδικα είναι κομμάτι θλιβερό όσο να πεις.

Οι υπόλοιποι των εκατό λοιπόν, για διάφορους λόγους, μένουν σιωπηλοί.

Αυτό όμως αυτόματα σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός, είτε ως παραγγέλνων αυτές τις παρακολουθήσεις, είτε απλώς ως ανίκανος να προστατέψει την ιδιωτική ζωή των εν Ελλάδι πολιτών από τις παρακολουθήσεις άλλων, μένει απολύτως αλώβητος.

Μπορώ πχ εγώ, ο οποιοσδήποτε εγώ, ως πολίτης να διαμαρτυρηθώ για λογαριασμό άλλων; Ειδικά όταν κάποιοι εξ αυτών λένε “εμένα δεν με πειράζει” (έχω στο μυαλό μου ένα ειδικό άρθρο για τον Χατζηδάκη για την αντιμετώπισή του, δεν θα είναι ιδιαίτερα ευγενικό, αλλά όλο το μεταθέτω στο μέλλον και τελικά δεν θα το γράψω μου φαίνεται ποτέ, ίσως καλύτερα) ή όταν ξαφνιάζονται που μαθαίνουν ότι ΑΥΤΟΥΣ τους παρακολουθούσε το Predator, και από την ησυχία πηγαίνουν στην ανησυχία – κάπως καθυστερημένα όμως, και υπερβολικά εγωιστικά.

Δεν μας ένοιαζε τόσο καιρό και δεν διαμαρτυρόμασταν όταν η ζωή του Κουκάκη ήταν στα σύρματα απλωμένη, αλλά μας νοιάζει και πλέον αρθρογραφούμε που και η ΔΙΚΗ ΜΑΣ είναι, χμμμ, κάτι μάλλον έχει πάει στραβά εδώ.

Ή, (κι αυτό θα είναι μία κορυφαία ειρωνική στιγμή όταν γίνει η αποτίμηση αυτής της ιστορίας), όταν το κόμμα του ΠΑΣΟΚ υπερψήφιζε ως δικαίωμα της ΕΥΠ μην να απαντά στα αιτήματα της ΑΑΔΕ – και τελικά, δύο τουλάχιστον στελέχη, Λοβέρδος και Ανδρουλάκης ήταν κατά πως φαίνεται στόχοι παρακολουθήσεων, ο δεύτερος ειδικά και της ΕΥΠ. Οπότε, όταν πιάνει ΕΜΑΣ, μάλλον δεν μας αρέσει. Χμμμμ.

~

Όταν λοιπόν οι υπόλοιποι των εκατό δεν μιλάνε, δεν διαμαρτύρονται και δεν αντιδρούν, παρότι ξεκάθαρα είναι παρακολουθούμενοι, για οποιονδήποτε λόγο, τα πράγματα είναι μάλλον άσχημα. Και αυτό γιατί, σε μία ευνομούμενη κοινωνία θα έπρεπε να ζητήσουν κρατική προστασία, κάτι που μοιάζει γελοίο τώρα, καθώς η κυβέρνηση κάνει ο,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν όχι μόνο να μην προχωρήσει ούτε βήμα η διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά αντιθέτως, ετοιμάζεται να καταθέσει νόμο με τον οποιο θα σβήσει από την ιστορία κάθε απόδειξη αυτών των παρακολουθήσεων μέχρι τις εκλογές – ενώ, ταυτόχρονα, θα μπορέσει νομικά καλυπτόμενη να τις συνεχίσει εντελώς “νόμιμα”.

Οπότε, πως να αντιδράσουν; Να κάνουν μήνυση, ναι, μοιάζει λογικό – εκτός και αν σκεφτεί κανείς πχ ότι μεταξύ των παρακολουθούμενων είναι και δικαστές και εισαγγελείς, πράγμα καθόλου ενθαρρυντικό για την διαδικασία. Ή δημοσιογράφοι – και όλοι θυμόμαστε την διακριτική, αλλά πολύ ξεκάθαρα επιθετική (και απολύτως ανώνυμη) καταγγελία στον Ανδρουλάκη ότι τον παρακολουθούσαν γιατί … ξένες χώρες είχαν ενστάσεις για τις πράξεις του και το αν αποτελεί εθνικό κίνδυνο.

Και κάπως έτσι, οι υπόλοιποι των εκατό δεν ακούγονται καθόλου.

Οπότε: αυτοί δεν μπορούν, ή δεν θέλουν να μιλήσουν, εμείς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, οι δημοσιογράφοι γράφουν επί ματαίω, καθώς η κυβέρνηση αρνείται οποιοδήποτε σχόλιο, έλεγχο ή διαμαρτυρία, και η κυβέρνηση νομοθετεί την αθώωσή της (και, ξαναλέω, την νόμιμη πλέον συνέχιση των ενεργειών της – είναι πολύ σημαντικό, συγκρατήστε το αυτό)

Γιατί λοιπόν να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός; Τα θύματα δεν αντιδρούν, οι θύτες δεν νιώθουν ανησυχία, ο ίδιος είναι παντοδύναμος (είτε έχει άμεση, είτε έμμεση ευθύνη για όλο αυτό), πραγματικά, κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει για την εξουσία του:

Οταν η αδελφή του, φίλες της γυναίκας του, η οικογένεια του ανιψιού του, ο στενός του κύκλος, κορυφαίοι υπουργοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, δικαστικοί παρακολουθούνται και οι αντιδράσεις τους είναι μόνο δύο-τρεις μηνύσεις, πέντ’ έξι άρθρα, ένα “τι να παρακολουθήσουν από μένα, είμαι πολύ βαρετός”, μία εντυπωσιακά γελοία μη-δικαιολογία για την (επιβεβαιωμένη και ξεκάθαρη) παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ένα νομοσχέδιο “σκούπα και φαράσι” για το παρελθόν και το μέλλον των παρακολουθήσεων και μία παραίτηση Τζαβάρα “για να μην βλάψει το κόμμα του” – ε, συγγνώμη, μα η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι πιο ισχυρός από ποτέ. Δεν απειλείται από κανέναν, δεν φοβάται κανέναν, δεν ανησυχεί για κανέναν. Με τους ίδιους βουλευτές και δικαστικούς θα ξαναπάει σε εκλογές, με τους ίδιους υπουργούς θα ξανακυβερνήσει, με τους ίδιους δημοσιογράφους θα πορευτεί, με τους ίδιους βουλευτές θα νομοθετήσει την επόμενη μέρα και με τους ίδιους εισαγγελείς θα γίνουν πράξη οι εντολές του.

Με τους υπόλοιπους των εκατό.

Θέλω να καταλάβετε τι σας λέω: Ακόμα και αν τον πιάσουν, στα πράσα, με ένα κινητό, να ακούει τις ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές του Νίκου Ανδρουλάκη σε ανοικτή ακρόαση, δεν θα του συμβεί απολύτως τίποτα. Δεν θα πάθαινε απολύτως τίποτα. Απολύτως-τίποτα.

Το ξέρει, γελάει, και συνεχίζει νομοθετώντας να παραγραφεί οτιδήποτε έχει γίνει μέχρι τώρα, και να συνεχίσει (ή να ξανααρχίσει) ακόμα πιο «νόμιμα» πλέον τις υποκλοπές του.

Και, καλό είναι όσοι υποθέτουν ότι έχει ήδη χάσει, ότι μετράει μέρες, ή ότι θα εγκαταλείψει μόνος του, να ξανασκεφτούν λίγο την τακτική τους. Αυτοί που ενδόμυχα μέσα τους ελπίζουν ότι ο αντίπαλός τους θα τα παρατήσει και θα παραιτηθεί μετά από αυτήν την ολοκληρωτική ήττα για την δημοκρατία, που ελπίζουν να μην χρειαστεί να παλέψουν άλλο, να ματώσουν και να πολεμήσουν άλλο, θα απογοητευτούν θεωρώ οικτρά.

Γιατί η αιχμή του δόρατός τους, οι υπόλοιποι των εκατό, είναι για διάφορους λόγους ο καθένας, άλλους απολύτως κατανοητούς και άλλους όχι, ξεκάθαρα υποταγμένοι και παραιτημένοι. Και μαζί μ’ αυτούς, άφωνοι και μουδιασμένοι, ακολουθούμε κι εμείς οι υπόλοιποι.

Κανείς δεν θα παραιτηθεί για να μας σώσει. Το ποτήρι είναι γεμάτο δηλητήριο και χολή, και καμία ελπίδα δεν υπάρχει να χυθεί μόνο του: ή θα το πιούμε αμίλητοι, ή θα το χύσουμε μόνοι μας, με μάχη και κόπο.

Καλώς ορίσαμε στην Ελλάδα 2.0. Δεν θα μας αρέσει, αλλά, διάβολε, ας το σκεφτόμασταν και λίγο νωρίτερα. Δεν είναι δα ότι και το παρελθόν δεν μας είχε προετοιμάσει.

~

ΥΓ: * Ο αρχικός τίτλος ήταν “Οι υπόλοιποι των εκατό”, πιο λυρικό ίσως από το τρέχον “Μην κοροϊδεύεστε, ο Μητσοτάκης δεν πέφτει με τίποτα” αλλά το άλλαξα καθώς α) βαρέθηκα να ακούω γύρω μου ότι ο Μητσοτάκης μετά από αυτήν την ιστορία “μετράει ώρες” στον πρωθυπουργικό θώκο λες και όλοι πρέπει να περιμένουμε πότε ο κυβερνήτης μας θα καταλάβει ότι βρε συ, μήπως έχει γίνει κάτι λάθος σ’ αυτην την ιστορία που τον αφορά και επιπλέον β) φυλάω μία σκέψη αποκλειστικά για τα θύματα αυτού του ανείπωτου βιασμού των προσωπικών τους στιγμών, μόλις -και αν ποτέ- αποτυπωθεί σε έναν ειρμό και σε λέξεις, θα το μοιραστώ χωριστά μαζί σας.

Υ.Γ.2: Το κείμενο γράφτηκε πριν την κατάθεση του Γιώργου Δημητριάδη στην εξεταστική της βουλής.

Συγκεντρώνω εδώ μία σκέψη που μοιράστηκα στο twitter. Αφορμή, μία offline συζήτηση για τις αντιδράσεις της κυβέρνησης – και τους δικούς μου, ομολογώ, κοινωνικους αυτοματισμούς – μπορείτε να βρείτε την πρωτότυπη κουβέντα εδω.

Για το θέμα των υποκλοπών λοιπόν γράφουν ήδη μακροσκελή ρεπορτάζ, *επώνυμα*, με υπογραφές η εφημερίδες Ντοκουμέντο, Τα Νέα, Το Βήμα, Καθημερινή, Δημοκρατία, Εφημερίδα των Συντακτών, το inside story, το Reporters United μεταξύ άλλων, όλα διαφορετικής γραμμής μεταξύ τους..

Το μόνο όμως, το μόνο που ακούμε ως απάντηση είναι το «πιστεύετε τον Κώστα Βαξεβάνη

Δεκάδες άρθρα, απόψεις, αποκαλύψεις, εδώ και μήνες, δεκάδες υπογραφές, δεκάδες λεπτομέρειες, στοιχεία, ανησυχητικές διαπιστώσεις, αλληλοτεκμηριώσεις…

…Το μόνο που ακούμε ως απάντηση είναι το «πιστεύετε τον Κώστα Βαξεβάνη;»

Και όλα αυτά, όχι από τους μηχανισμούς μόνο, ανώνυμους και επώνυμους, που διευκολύντονται από μία τέτοια κατάσταση παρακολουθήσεων, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο – αλλά κυρίως, και αυτό που είναι το πιο τρομακτικό, ακόμα και επίσημα, από την ίδια την κυβέρνησή μας:

Το μόνο που ακούμε ως απάντηση είναι το «πιστεύετε τον Κώστα Βαξεβάνη;»

~

Είναι τρομερά εύκολο και η ίδια η απόγνωση άλλωστε μας οδηγεί εκεί, να πούμε «Όχι, δεν τον πιστεύουμε. Απαντήστε τότε λοιπόν κι εσείς στους υπόλοιπους, στο Βήμα, στα Νέα, στην Καθημερινή, στο Inside story, στην Εφημερίδα των Συντακτών».

Είναι εύκολο, είναι λογικό – αλλά είναι ταυτόχρονα πολύ προβληματικό.

Γιατί συμμετέχουμε -εκούσια ή ακούσια- σε μία ακύρωση που, όπως δείχνουν τα πράγματα δεν υπάρχει λόγος να αποδεχθούμε.

Τι πάει να πει «όχι» όταν όλα (όλα!) τα άλλα ρεπορτάζ, ταυτόχρονα, κινούνται στις ίδιες αποκαλύψεις; Γιατί «Όχι» αλλά «Απαντήστε στους άλλους» – που λένε όμως ακριβώς τα ίδια;

Δεν έχω, και δεν πρόκειται – ελπίζω- να θεοποιήσω ποτέ κανέναν – πολύ περισσότερο, στον χώρο της δημοσιογραφίας. Όλοι κρίνονται. Όλοι. Μ’ αυτά που γράφουν, μ’ αυτά που δεν γράφουν, με τον τρόπο που τα γράφουν – όλα. Αλλά θέλει προσπάθεια να μην την πατήσω και γω, και να ακυρώσω ένα έργο, συμβαδίζοντας σχεδόν εκβιαζόμενος να συμμετέχω σε μία (ακόμα) δολοφονία χαρακτήρα, ενόσω όλοι οι υπόλοιποι στην δημοσιογραφία ποιούν την νήσσαν – μέχρι να τους αφορά κι αυτούς κάποια στιγμή (βλεπε Παπαχελάς).

«Όχι, απαντήστε στους άλλους»; Γιατί; Όλοι τα ίδια λένε. Γιατί;

Η κυβέρνηση μοιάζει να έχει αποφασίσει να λειτουργήσει με κάποια παβλοφικά ένστικτα που φαίνονται να απευθύνονται αποκλειστικά στο κοινό της -μα, σας διαβεβαιώ, μας μολύνουν εξίσου όλους.

Γιατί αύριο,αν «όλα πάνε καλά», ελπίζουν να μείνει μόνο το Ντοκουμέντο κι η Εφημερίδα των Συντακτών να τα γράφουν, μόνο οι Reporters United και το Inside Story να ψάχνουν, μόνο ο
Θανάσης Κουκάκης να φωνάζει.

Και τότε, που θα έχουμε πει εμείς «όχι, δεν τους πιστεύουμε, απαντήστε στους άλλους», αν, αν τελικά κάποια στιγμή δεν έχουν μείνει άλλοι, θα μείνουμε ακούγοντας το υποτιμητικό

«…πιστεύετε τον Κώστα Βαξεβάνη;»

και όλα θα τελειώσουν εκεί, όπως άρχισαν.

~

Διαβάστε επίσης μία παλαιότερη σκέψη μου: Όταν θα κλείσουν τα τηλέφωνα

Τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις εχθές το βράδυ, σε μία γεμάτη παλμό αλλά όχι “ακρότητες”, όπως συνηθίζουν να τονίζουν τα κανάλια, πορεία για την άρνηση του κράτους να δώσει στον Μιχαηλίδη το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακής, το ξύλο από τους αστυφύλακες (είναι πολύ καλύτερο για μένα το αστυ-φύλακες από το αστυ-νομικούς όταν εμφανώς παρανομουν) έπεσε βροχή. Σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, σε ανθρώπους που δεν αποτελούσαν απειλή, σε δημοσιογράφους.

Ο Μιχαηλίδης, μετά από την προχθεσινή ενημέρωση των γιατρών του, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μια ενημέρωση που έγινε πριν μάθουμε πως η απόφαση για την αποφυλάκισή του, δεν έγινε δεκτή – υποθέτω πως η κατάστασή του θα επιδεινώθηκε μετά από αυτό.

Διαβάζω διαρκώς πως η κυβέρνηση θέλει νεκρό τον Μιχαηλίδη. Αυτό, πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση θα εξυπηρετούσε κάποια από τα αφηγήματά της – αλλά εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι, τελικά, λάθος.

Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε πως πράγματι θέλουν να δημιουργήσουν ένταση για να κάνουν άσπρη-μαύρη την διαδικασία των εκλογών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως οι άνθρωποι που θέλουν να προσεγγίσουν, ας τους πούμε συντηριτικούς ψηφοφόρους, χέστηκαν για τον Μιχαηλίδη. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν θέλω να φτάσω να πω πως προτιμούν να πεθάνει, διότι ως άνθρωπος είμαι μάλλον αισιόδοξος και θεωρώ, υπολογίζω και ελπίζω, να νοιάζονται για μία ανθρώπινη ζωή – έστω και αναρχικού.

Πιστεύω όμως πως, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν δεκάρα.

Χέστηκαν.

Φυσικά, το πνεύμα της κυβέρνησης είναι να κερδίσει από τις αντιδράσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Επειδή όμως οι αντιδράσεις είναι πια γενικευμένες – δεν είναι πια μόνο αναρχικοί που κατεβαίνουν στον δρόμο, δεν είναι καν μόνο αριστεροί αυτοί που αντιδρούν στις κυβερνητικές επιλογές – οι αντιδράσεις μπορεί να έρθουν και από τους ίδιους στους οποίους στοχεύουν για την ψήφο τους. Η “Μακεδονία” δεν είναι πια θέμα πολιτικής αντίστασης, η Τουρκία φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι διόλου “απομονωμένη”, η οικονομική δυστοκία χτυπάει πια όλες τις τάξεις, ειδικά σε πετρέλαιο, ενέργεια, τιμές προϊόντων, οι άνθρωποι χάνουν δικούς τους από τον κορονοϊό – χώρια τα υπόλοιπα. Ε, όλοι αυτοί αν διαμαρτυρηθούν πάνε για ξύλο ασήκωτο, από μία αστυνομία ξεκάθαρα οπλισμένη και με το ελεύθερο να ανοίξει κεφάλια, οπότε ο Μιχαηλίδης είναι γι’ αυτούς το λιγότερο.

Δεν την ενδιαφέρει την κυβέρνηση ο θάνατος του Μιχαηλίδη.

Δεν είναι ο νεκρός που θέλει, που την εξυπηρετεί:

Η κυβέρνηση θέλει νεκρό αστυνομικό.

~

Ήταν σε μένα εμφανές πως, ήδη από τον καιρό της Νέας Σμύρνης, όπου οι αστυφύλακες τσάκισαν έναν αθώο άνθρωπο, έμειναν ατιμώρητοι, ο κόσμος αντέδρασε και τους τσάκισαν κι αυτούς, ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και τους τσάκισαν και αυτούς στο ξύλο, αλλά και αργότερα, όλη την διαδρομή μέχρι την ευθεία βολή του αστυνομικού με τον εκτοξευτήρα δακρυγόνων πάνω στο πλήθος, πως η κυβέρνηση θέλει, δημιουργεί, προσδοκά και βασίζεται στην ένταση.

Αλλά ο νεκρός που αποζητά για να χτίσει το αφήγημά της, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν την ενδιαφέρει να είναι πολίτης. Αυτό, είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για την ουσιαστική ερώτηση, την ερώτηση που θα φέρει την ψήφο που είναι το ζητούμενο, το “θέλετε κράτος ή όχι”, δεν τίθεται με έναν τραυματισμένο ή έναν νεκρό πολίτη.

Απαντάται με πολύ περισσότερο ξύλο, πολύ περισσότερη κυβερνητική παρανομία, τόσο πολύ που οι αντιδράσεις θα ενταθούν, θα βγουν οι πέτρες, θα βγουν οι μολότοφ, θα γεμίσουν οι δρόμοι αίμα.

Η ατιμωρησία -από πλευράς μας, από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησής μας- προς τους ανθρώπους που δρουν με την «νομιμοποιημένη, κρατική βία» θα φέρει μαθηματικά, και σχεδόν αναμενόμενα, την ανάλογη αντίδραση.

Για να τεθεί η ερώτηση σωστά λοιπόν, δεν είναι το δικό μας αίμα που πρέπει να γραφτεί. Θα πρέπει να είναι το επόμενο κατά σειρά αίμα. Θα πρέπει να γραφτεί με αίμα αστυνομικού.

Και τότε, ναι. Τότε η κυβέρνηση θα θέσει επιτέλους το ερώτημα. “Την τάξη, ή την παρανομία;” “Εμάς, ή αυτούς;” Και ακόμα και οι τζημεροφαηλομπογδανοι -πόσο μάλλον οι απλοί συντηρητικοί- θα δυσκολευτούν να πουν άλλους, η απάντηση είναι δεδομένη: Την τάξη. Την εξουσία. “Εμάς”.

Πιάνει τόπο όσο να πεις το χρήμα που ξοδεύουμε σε συμβούλους του Μαξίμου.

~

Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να το πει στους αστυφύλακες αυτό. Είναι αδύνατο να καταλάβουν για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε οι άνθρωποι που χτυπούν με γροθιά πισώπλατα δεμένους ανθρώπους. Είναι ασύλληπτα εθιστική η εξουσία του να παρανομείς και μην είσαι υπόλογος πουθενά γι’ αυτό: δείτε τον άνθρωπο που πυροβόλησε στο ΑΠΘ – διάολε, δείτε τον ΜΑΤατζή που έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι σε διαδήλωση μόλις προχθές, δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Τι να τους πεις; σας χρησιμοποιούν; Δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Δεν έχει νόημα να το πει κανείς και στους αναρχικούς. Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι είναι παράνομη Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ και παραμένουν στην φυλακή αποκλειστικά γι’ αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, κάθε καταγγελία τους ότι αυτοί που τους κατηγορούν (εν προκειμένω εμείς, το κράτος) παρανομούν εξίσου, αν όχι πολύ, πολύ περισσότερο – πέφτουν στο κενό. Σε πλήρη ησυχία. Όλοι μας, όσοι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό, κοιτάμε αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι δηλαδή, να σε βαράνε παράνομα αυτοί που σε κατηγορούν εσένα για παράνομο.

Φυσικά, δεν έχει νόημα να το πει κανείς στην κυβέρνηση αυτό. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που, ξεκάθαρα, αρνείται να παραδεχθεί οποιοδήποτε λάθος της, στην ουσία φουσκώνοντας κι άλλο κάθε ζημιά που προκαλείται. Δεν το παραδέχεται στην υγεία, με την έλλειψη ΜΕΘ, γιατρών και νοσηλευτών, στις φωτιές, με την έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, στην οικονομία, που πεντ’ έξι τύποι θησαυρίζουν στις πλάτες μας, δεν το παραδέχονται στο μεταναστευτικό, με την μία αποκάλυψη μετά την άλλη, στον έλεγχο του τύπου και της ενημέρωσης, με την μία καταδίκη μετά την άλλη, στις παρακολουθήσεις, στις απευθείας αναθέσεις, σε, σε. Και αυτά είναι ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΘΗ της, εγώ μιλάω εδώ για σχέδιο για πλάνο. Αλήθεια, να της πει τι κανείς αυτής της κυβέρνησης.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολίτες; Ίσως, ίσως και όχι. Προσωπικά δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως αυτή είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει περάσει στην πολιτική ζωή μου ολάκερη από την Ελλάδα, χωρίς καν σοβαρό ανταγωνισμό – μα, ξέρω, ότι ακόμα κάποιοι την υποστηρίζουν και θα την ψηφίσουν. Σ’ αυτούς λοιπόν ειδικά, ο,τι και να πω, δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Στους άλλους, στους υπόλοιπους, τι να πω, ξέρουμε ήδη.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολιτικούς; Θα απαντήσω μόνο μ’ αυτό: ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε πως κάποιος του έστειλε μήνυμα για να παρακολουθήσει το κινητό του. Ναι, όπως ακριβώς έγινε στον Θανάση Κουκάκη (ο Μαλιχούδης ήταν άλλη υπόθεση) εδώ και μήνες, πολλούς μήνες πριν. Ε, μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης, είπε πως αποσύρει την βουλευτική στήριξη του κόμματός του στο νόμο που επέτρεπε στην κυβέρνηση να μην δημοσιοποιεί κανένα απολύτως στοιχείο για το ποιος παρακολουθείται και γιατί. Α, και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν μαθαίναμε ότι παρακολουθούσαν τον Τσίπρα ή τον… Μητσοτάκη. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα απολύτως.

~

Νομίζουμε πως, ο θάνατος ανθρώπου από απεργία πείνας θα αλλάξει την Ελλάδα. Διαφωνώ. Διαφωνώ γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Διαφωνώ γιατί, νιώθω πως οι περισσότεροι από εμάς, ο “απλός λαός” περιμένουμε να πεθάνει για να αναρωτηθούμε μήπως ήταν άδικος ο θάνατός του προσπαθώντας να είμαστε (νομίζουμε) μαζί με όσους ήδη από τώρα ουρλιάζουν για την ανάγκη να μείνει ζωντανός, τρώγοντας (ατιμώρητα) κυβερνητικό ξύλο στις πλατείες και στους δρόμους.

Διαφωνώ γιατί οι μπουνιές των αστυφυλάκων δεν μας σοκάρουν πια, τα τραβηγμένα όπλα δεν μας σοκάρουν πια, οι πυροβολισμοί μέσα στο πλήθος σε ευθεία βολή δεν μας σοκάρει πια, η σιωπή των ΜΜΕ στα αίσχη δεν μας σοκάρει πια. Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μας σοκάρει πια.

Οπότε πρέπει να έρθουν καινούργια σοκ.

Δεν θα είναι πάντα έτσι λοιπόν. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.

Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:

Τι θα κάνουμε εμείς;

Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.

Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:

Κοιτάω τι θέλω εγώ.

Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.

Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.

Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.

Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.

Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.

Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂

Μόλις διάβασα στο βούλευμα που ολοκληρώνει την έρευνα για την υπόθεση Novartis, πως ο Μανιαδάκης πήγε, όντως, και κατήγγειλε επίσημα στην εισαγγελία του 8ου ορόφου της ΓΑΔΑ, και όχι απλώς μιλώντας εμπιστευτικά στον Κώστα Βαξεβάνη, ότι ο Στουρνάρας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα του είπε πως όχι μόνο ήξεραν πως είναι προστατευόμενος μαρτυρας, μα τον απείλησε πως όταν θα έρθουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην εξουσία, θα τσακίσουν μάρτυρες και εισαγγελείς – ξεκαθάρισε κάτι πολύ σημαντικό μέσα μου: Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο. Και είναι τρομερά λάθος να μην τα ξεχωρίζουμε.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει το απόσπασμα:

«[…] με την […] αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και […] όμοια αναφορά προς τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο Ν. Μαναδιάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στην υπόθεση Novartis εμφανίστηκε στον 8 όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ όπου βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΕ στο γραφείο του ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, όσο ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας ΤΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή ΘΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΤΑΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του.”

Το απόσπασμα από το πόρισμα που βρήκα εδώ, τα κεφαλαία, ως επισημάνσεις (ή ως κραυγές, αν προτιμάτε, δικά μου).

Θεωρώ πως γεννιούνται, αυτονόητα, δύο σημαντικά ερωτήματα:

Ένα: εκ των υστέρων, οι απειλές που καταγγέλλονται, βγήκαν σωστές; Όταν είχε καταγγελθεί, προφανώς τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί. Τώρα όμως έχει περάσει ο καιρός, μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν λογικό που φοβήθηκε ο καταγγέλων: Απειλήθηκαν πράγματι οι μάρτυρες, οι εισαγγελείς (και οι ερευνητές δημοσιογράφοι) από πολιτικά πρόσωπα όταν, όντως, άλλαξε η κυβέρνηση όπως φέρεται πως απείλησε ο Στουρνάρας;

Δύο: Η καταγγελία Μανιαδάκη για την στάση Στουρνάρα δεν είναι στον δημοσιογράφο Βαξεβάνη, ειπωμένα εμπιστευτικά και δημοσιογραφικά – είναι επίσημα, με αρ. πρωτοκόλλου, στην εισαγγελία που ερευνά τους μάρτυρες, και δεν προχώρησε διότι (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ) ο μάρτυρας θα έχανε το καθεστώς προστασίας του όπως τον ενημέρωσαν στην ΓΑΔΑ (ΞΑΝΑ: ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ). Τώρα λοιπόν, που δεν είναι πια λόγια και μαρτυρίες, δεν περιμένει κανείς να προστατευτεί ο Στουρνάρας από αυτήν την ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, μηνύοντας τον Μανιαδάκη;

(κάπου να κρατήσουμε άλλο ένα ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να ενημερώνουν επίσημα τον προστατευόμενο μάρτυρα ότι δεν μπορούν να τον προστατέψουν απο καταγγελούμενες απειλές για την υπόθεση για την οποία καταθέτει διότι, αν το προχωρήσει… θα χάσει την ανωνυμία του. Αντιλαμβάνεστε από πόσα θα είχαμε γλυτώσει όλοι αν η εισαγγελία τότε έκανε το αυτονόητο;)

Αν όμως δεχθούμε πως ο Μανιαδάκης λέει την αλήθεια (μιλάει και για απειλητικά μηνύματα, αυτή είναι με πολλούς τρόπους καταγεγραμμένη πληροφορία, εύκολα αποδεικνύεται θεωρώ) τότε γίνεται σαφέστερο πως μας διαφεύγει κάτι πολύ, πολύ σημαντικό:

Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο εντελώς διακριτά, ξεχωριστά σκάνδαλα.

Ένα, φαίνεται πως ήταν η δράση της φαρμακευτικής εταιρείας.

Το δεύτερο όμως φαίνεται πως είναι η πολιτική, δικαστική και δημοσιογραφική διαχείρισή του όταν αποκαλύφθηκε.

Ούτε ίδια, ούτε καν εξίσου επικίνδυνα.

Το ξεχνάμε, το θεωρούμε μία συνέχεια, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, μία αυτονόητη διαδικασία – μα είναι τρομερά διαφορετικό, και αγνοώντας την ξεχωριστή βαρύτητά του, βάζουμε μία σημαντική τρικλοποδιά στον εαυτό μας.

Στο σκάνδαλο που ακολουθεί το σκάνδαλο Novartis εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι, άλλες διαδικασίες, και κυρίως, τελείως άλλο κίνητρο: Δεν έχουμε ανθρώπους που μοιράζουν χρήματα πια. Η καταγγελία για Στουρνάρα αποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: αν δεν υπάρχει χρήμα, για να πείσει κάποιους να συνεργαστούν, υπάρχουν ΑΠΕΙΛΕΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ και ΦΟΒΟΣ.

Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που συμμετέχουν αυτοβούλως γιατί ήθελαν ένα αμάξι, ή μία βίλα ή μια πισίνα – δεν είναι η απληστία το κίνητρό τους: μιλάμε για ανθρώπους που θέλουν να σώσουν την ζωή τους. Και, όταν βλέπει κανείς να πεθαίνουν δημοσιογράφοι – είτε να δολοφονούνται με σφαίρες, είτε καίγονται στην Αττική Οδό -, να στραγγαλίζονται δημοσιογραφικά μαγαζιά με οικονομικούς και άλλους τρόπους, να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι που, απλώς, γράφουν ενοχλητικά για το Μέγαρο Μαξίμου πράγματα, να αρπάζουν οι κυβερνήσεις υποθέσεις από τους εισαγγελείς που ελέγχουν τα πολιτικά μέλη που την απαρτίζουν (μεταξύ άλλων) και σε υψηλότατες θέσεις, να οδηγούν τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση στην δικαιοσύνη, όταν βλέπει ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος των ΜΜΕ κατεβάζει την πένα του και δεν ερευνά τίποτα από όλα αυτά – τότε, αυτές οι απειλές, είναι λογικό να τις παίρνουν όλοι πολύ, πολύ σοβαρά.

~

Στο σκάνδαλο Novartis φαίνεται πως μία φαρμακευτική θέλοντας να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της, πλήρωσε κάποιους ανθρώπους σε καίριες θέσεις να περάσουν αποφάσεις που την ευνοούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λεφτά άλλαξαν χέρια, συνειδήσεις κάμφθηκαν, ευθύνες μοιράστηκαν.

Σχεδόν μας έχει διαφύγει ότι το σκάνδαλο Novartis έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και χρόνια.

Αυτό που μας έχει σίγουρα διαφύγει όμως θεωρώ είναι πως ένα νέο σκάνδαλο γεννήθηκε την επόμενη μέρα. Πως, καθώς φαίνεται, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους για να σωθούν δεν άλλαξαν απλώς μία παράγραφο σε έναν νόμο, ή μία τιμή σε ένα προϊόν, μα έσπειραν τον φόβο, επηρέασαν την δικαιοσύνη, επηρέασαν την δημοσιογραφία (και ίσως να αποκαλυφθούν και χειρότερα αύριο).

Θα αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αφήσω κάποιον άλλον να το ονομάσει. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να το ονοματίσουμε, να το ξεχωρίσουμε, και, κυρίως να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, θάρρος, αυτοκριτική και υπευθυνότητα.

Γιατί αυτό το σκάνδαλο συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

.