Έχω καιρό να γράψω – και αναρωτιέμαι γιατί. Εχθές το βράδυ, μία συζήτηση με φίλους στην διαδήλωση, μπροστά στο κοινοβούλιο με βοήθησε πολύ να καταλάβω: Όποτε γράφω, γράφω με επιχειρήματα. Δεν λέω “έχω δίκιο”, λέω “αυτά έχουν γίνει, αυτά πιστεύω”. Είμαι όμως, και όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός, έξω από την εποχή μου. Γιατί δεν είμαστε σε μία εποχή πολιτικών επιχειρημάτων και λογικής. Βρισκόμαστε σε μία διαφορετική, αχαρτογράφητη περιοχή διαλόγου. Εκεί που, από την μία, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου ζητούν δικαιοσύνη, και από την άλλη ο πρωθυπουργός βλέπει ότι τον στηρίζουν να αλλάξει την χώρα. Καθώς δεν έχω άλλον όρο να την περιγράψω, θα την ονομάσω “πολιτική ντελούλου”.

~

“Ντελούλου”, για να καταλάβετε χονδρικά, προέρχεται από το «delusional» στα αγγλικά, που αναφέρεται σε κάποιον που έχει ψευδαισθήσεις μεγαλείου ή πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει στόχους που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Θα είχε νόημα και θα στεκόταν θαυμάσια αυτό. Ο πρωθυπουργός μας, δήλωσε από την βουλή τα εξής:

Η ηχηρή φωνή των συλλαλητηρίων της περασμένης Παρασκευής ακούγεται ακόμα σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία. Όπως είχα την ευκαιρία και να ξαναπώ, πριν από λίγες μέρες εκατοντάδες χιλιάδες συμπολίτες μας βρέθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες.

Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε τουλάχιστον στα αυτονόητα, στο τι ζήτησαν πρώτα και πάνω απ’ όλα. Ζήτησαν αλήθεια και δικαιοσύνη και ταυτόχρονα δικαίωση των θυμάτων. Ζήτησαν πάλι το αυτονόητο: ασφαλείς και σύγχρονες συγκοινωνίες για τη χώρα, μαζί με μία πολιτεία η οποία θα είναι ικανή να προστατεύει τους πολίτες της.

Σίγουρα -δεν υπάρχει αμφιβολία, είμαστε δημοκρατία- υπήρχαν διαδηλωτές που ζήτησαν να πέσει η κυβέρνηση. Πιστεύω, όμως, ότι η μεγάλη πλειοψηφία αυτών που διαδήλωσαν είχαν το αντίθετο αίτημα: να ανέβει ψηλότερα η Ελλάδα. Αυτό άκουσα εγώ τουλάχιστον από τις εκατοντάδες χιλιάδες των συμπολιτών μας που βρέθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες, μακριά από την προσπάθεια κάποιων να τους εκμεταλλευτούν κομματικά.

Ξεκάθαρα λοιπόν, είναι μία «delulu is the solulu» (delusion is the solution) κατάσταση, κατά την οποία ο πρωθυπουργός έλαβε ως μήνυμα προσωπικής στήριξης του από μία διαδήλωση που είχε ως κοινό, καθολικό στόχο την διαμαρτυρία για τις πράξεις του.

Θα ήταν μία υπέροχη εξήγηση, θα κάναμε και την πλάκα μας με το λογοπαίγνιο, και θα τελείωνε το άρθρο περίφημα εδώ.

Αλλά δυστυχώς, όχι ακριβώς. Έχει κι άλλο. Και εδώ είναι το πρόβλημα.

~

Έγραφα λίγο παλαιότερα, όταν είχα γενικά περισσότερες ελπίδες:

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

Διαβάστε το άρθρο «Και τώρα τι κάνουμε;» 27/1/2023

Ωραία; Ωραία.

Διαβάστε τώρα και την ομιλία του πρωθυπουργού στην βουλή, συνολικά εδώ:

Ο πρωθυπουργός, εν πολλοίς, θεωρεί υπεύθυνη την αντιπολίτευση γι’ αυτό το μπαχαλο που ζούμε σήμερα, τον εαυτό του ήρωα που θα αλλάξει τα πάντα, τον κόσμο στήριγμά του που τον βρίσκει απολύτως κατάλληλο γι’ αυτό το έργο, και για ο,τι πήγε στραβά ευθύνονται χρόνιες παραλείψεις και ανθρώπινα λάθη (όχι δικά του). Α, και ο λαός θέλει να αρθεί η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. «Αυτό άκουσα εγώ τουλάχιστον».

Ωραία, είπαμε: μία ανάγνωση είναι ότι ο άνθρωπος ζει ένα delulu is the solulu και καθαρίσαμε.

Καθαρίσαμε όμως; Γιατί έχουμε άλλα δύο χρόνια κυβέρνησης. Πώς σκατά το πολεμάμε αυτό;

~

Ξανά, για να γίνω κατανοητός: Ας υποθέσουμε ότι έχω δίκιο, και εχουμε μία κυβέρνηση που είναι όχι μόνο πολιτικά, όχι μόνο ηθικά, αλλά και ποινικά υπεύθυνη για έναν σωρό από πράξεις και παραλείψεις – ενδεικτικά ας αναφέρουμε ΜΕΘ, Ενέργεια, Υποκλοπές, Απευθείας αναθέσεις, Τέμπη – ο,τι θες.

Ας υποθέσουμε βρε αδελφέ ότι έχω δίκιο.

Και ας υποθέσουμε ότι και άλλοι συμφωνούν μαζί μου. Και ας υποθέσουμε ότι κατεβαίνουν στους δρόμους διεκδικώντας αυτό το δίκιο.

Και απέναντί σου έχεις έναν πρωθυπουργό που “ανεβαίνει στο βήμα, λέει «αβαβάου μαμαμάου» συνεχόμενα επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, κατεβαίνει, και συνεχίζει να είναι πρωθυπουργός”.

Πώς πολεμάται αυτό;

Ας υποθέσουμε ξέρω γω, ότι πχ καμία δικαιοσύνη δεν τον φέρνει προ των ευθυνών του. Πχ ας υποθέσουμε ότι πήραν όλοι το μάθημά τους από την Τουλουπάκη, και δεν θέλουν βρε παιδί μου να μπλέξουν. Και ακόμα και αν όλα, μα όλα, μα όλα τα στοιχεία είναι εναντίον του, ότι πχ ανέλαβε την πρώτη μέρα την διεύθυνση της ΕΥΠ κι εκείνη κατέληξε να παρακολουθεί όλους τους πολιτικούς του αντιπάλους και συνεργάτες, το παίζει τρελίτσα και δεν παραπέμπει κανέναν. Ή ας υποθέσουμε ότι από τα κανάλια βγαίνουν και λένε “γνώμη μου είναι πως η Καρυστιανού υποστηρίζει τους Ρώσους. Ή Αλβανούς. Ή Τούρκους. Δεν έχει σημασία, η γνώμη μου είναι, αυτό νομίζω. Θέλει να ρίξει την χώρα στα βράχια γιατί έχει σκοτεινές αλλότριες σκέψεις” πχ.

Πώς, σοβαρά μιλάω, πώς το πολεμάς αυτό;

Εσύ μπορεί να έχεις επιχειρήματα. Θαυμάσια! Να τα βάλεις εκεί που ξέρεις όμως όταν βγαίνει δημόσια ο εθνικός μας βλάκας, και λέει “σας κατάλαβα, θέλετε να ψηφίσετε Κωνσταντοπούλου”. Έχε όλα τα επιχειρήματα του κόσμου – είναι άχρηστα. Ή θα κάτσεις να απαντήσεις σοβαρά στο αν θέλεις να ψηφίσεις Κωνσταντοπούλου, ή θα βγάλεις τον σκασμό νικημένος: Η συζήτηση πήγε από την λογική στο παράλογο τόσο γρήγορα, που όσα επιχειρήματα και να παραθέσεις, ο άλλος θα πει “τον διέλυσα”.

Ντε-λού-λου.

Αυτό, μπορεί τώρα να μοιάζει χαβαλες, αλλά είναι μία απολύτως τεκμηριωμένη και χτισμένη πολιτική τακτική. Είναι ανίκητο, ακριβώς επειδή βασίζεται σε μία πανάρχαιη αντίληψη:

Δεν μπορείς να χάσεις σε μία μάχη επιχειρημάτων αν δεν είναι πια μία μάχη επιχειρημάτων.

Αν νομίζετε ότι δεν δουλεύει, ρίξτε μία ματιά γύρω σας, έχουμε τους ίδιους αδιανόητους τύπους έξι χρόνια κοντά κυβέρνηση ήδη.

Στο μεταξύ, μεγαλύτερο κακό η χώρα δεν έχει ματαξαναδεί τα τελευταία πενήντα πάνω-κάτω χρόνια τουλάχιστον. Έχει αυτή η κυβέρνηση αλλώσει ΟΛΕΣ τις βάσεις που στηρίζουν μία ευνομούμενη κοινωνία στα πόδια της (Δικαιοσύνη; Δημοκρατία; Δημοσιογραφία;) και ο μόνος που έχει κατακερματιστεί είναι η … αντιπολίτευση.

Οπότε, είναι εύκολο και διασκεδαστικό να πούμε ότι ο πρωθυπουργός είναι σε φάση ντελούλου.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι είμαστε και εμείς.

Εμείς, εμείς οι ίδιοι. Εμείς, καθώς πιστεύουμε ότι έχουμε όλα τα δίκια του κόσμου, σε μία πολιτική κατάσταση που η συζήτηση δεν γίνεται για το ποιος έχει δίκιο (ο Γεωργιάδης έλεγε ξεκάθαρα «Είναι δυνατόν να θεωρήσω εγώ αξιόπιστη µια κυβέρνηση που επιτρέπει να δοθούν λεφτά στο Documento; Αν είναι δυνατόν» για την λίστα Πέτσα και ο Μητσοτάκης ότι «ναι, παρακολουθήθηκε ο Ανδρουλάκης» πχ) αλλά αν αυτό το δίκιο έχει κάποιο αντίτιμο, αν σημαίνει κάτι.

Ακόμα πιστεύουμε ότι να έχουμε δίκιο ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΤΙ.

Clearly, not.

Εγώ είμαι βέβαια ο πρώτος που θα πει ότι δεν μπορούμε να αρχίσουμε και εμείς να μιλάμε παράλογα, θέλω να πω, δεν θα με χάλαγε και τελείως να κάνουμε μία εντελώς σοβαρή συζήτηση πχ ότι ο Μητσοτάκης ήταν στην πραγματικότητα ο σταθμάρχης που δεν άλλαξε τις γραμμές για να τον αναγκάσουμε να απαντήσει ότι όχι, ήταν κάπου αλλου εκείνη την ώρα, αλλά από την μία δεν έχουμε τον απαραίτητο βαθμό θράσους να το υποστηρίξουμε, και από την αλλη δεν θα ήθελα κιόλας να τον αποκτήσουμε.

Οπότε;

Οπότε δύο τα τινά. Ή συνεχίζουμε απολύτως ντελούζιοναλ όπως θα έλεγαν και οι πιτσιρικάδες να πιστεύουμε ότι με το δίκιο μας κάτι θα αλλάξει, (πράγμα που ψηφίζω κι εγώ αλλά δεν έχει καμία σημασία διότι εγώ είμαι γνωστός ως διαρκώς ηττημένος), ή, ή προσαρμοζόμαστε σ’ αυτήν την πολιτική ντελούλου και αναζητούμε έναν άλλον, πιο αποτελεσματικό τρόπο επικοινωνίας.

Εγώ πάντως, αυτό βλέπω. Μία συγκεκριμένη κατάσταση που εμείς φωνάζουμε “μα είναι νεκροί, είναι διαμελισμένοι στα χώματα” και αυτός που μας οφείλει μία έστω αληθοφανή εξήγηση απαντά απολύτως σοβαρά “αβαβάου μαμαμάου” επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, κατεβαίνει, και δεν βρίσκει κανέναν λόγο να μην συνεχίζει να μην είναι πρωθυπουργός.

Και έναν λαό, απολύτως σαστισμένο, να αναρωτιέται τι σκατά πήγε στραβά και μήπως, τελικά, απωλέσαμε ΚΑΙ την λογική μας αυτά τα έξι καταραμένα χρόνια που πέρασαν…

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.