Ένα μοναδικό δώρο μας δόθηκε πριν από λίγες ημέρες: το δικαίωμα να αλλάξουμε ένα λάθος. Ένα δώρο που κανείς, κατά πως φαίνεται, δεν έχει την δυνατότητα να το αξιοποιήσει. Θα το πετάξουμε στα σκουπίδια, είτε από εγωισμό, είτε από αδυναμία, είτε από φόβο, είτε από κουταμάρα. Και κάπως έτσι, πέρασαν 35 ημέρες. Και κάπως έτσι, θα περάσουν και τα επόμενα τέσσερα χρόνια: Καθώς θα αναλογιζόμαστε την χαμένη ευκαιρία.

Όσοι από εμάς βρήκαμε λάθη στην προηγούμενη κυβέρνηση, λάθη που θεωρήσαμε σημαντικά και ουσιαστικά, λάθη που έκριναν την ψήφο μας, αποτύχαμε θεωρώ σ’ αυτές τις τριάντα πέντε ημέρες να ορίσουμε τα θέλω μας. Αποτύχαμε, θεωρώ όχι εκ του αποτελέσματος, που την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι άγνωστο (“η κάλπη είναι άδεια”, και άλλα τέτοια χαριτωμένα που λέμε) αλλά εκ της προσπάθειας και της μάχης που παρακολούθησα, να αλλάξουμε την γνώμη σε όσους δίνουν λευκή επιταγή στην κυβέρνηση να κάνει ο,τι θέλει την επόμενη τετραετία, ακριβώς (αν όχι χειρότερα) με την επιταγή που είχε να κάνει ο,τι θέλει επι τέσσερα χρόνια στην προηγούμενη.

Ώρες ώρες μπορεί να με πιάνει ένας θυμός – αλλά στα ήρεμά μου, αναγνωρίζω ότι το καθήκον το είχαμε εμείς που ξέραμε, όχι εκείνοι που δεν ξέρουν – ή δεν τους νοιάζει. Εκείνοι έκαναν την επιλογή τους και θα ζήσουν μ’ αυτό που επέλεξαν – εμείς θα ζήσουμε με κάτι που επέλεξαν κάποιοι άλλοι και που διαφωνούμε με την επιλογή τους. Ποιος καίγεται περισσότερο;

Τριανταπέντε χαμένες ημέρες

Τι μπορούσε να γίνει; Δεν θα μπω στην διαδικασία να σχολιάσω πού μπορεί να διαφωνεί η αντιπολίτευση στον τρόπο με τον οποίο θα λύνεται το κάθε πρόβλημα. Είναι όμως σαφές πού συμφωνεί – στο ότι η διακυβέρνηση της χώρας την προηγούμενη τετραετία ήταν φρικτή και απογοητευτική.

Ήταν τόσο φρικτή και τόσο απογοητευτική, που ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ και να έκαναν, θα ήταν άξιο λόγου. Είναι τόσα πολλά αυτά που θα χαθούν την επόμενη τετραετία – πολύ περισσότερα φοβάμαι ακόμα και από την προηγούμενη – που θα δεχόμουν να προσπαθήσουν και ας αποτύχουν.

Φευ.

Η αντιπολίτευση υπήρξε φοβική και λίγη. Κάποια από τα κόμματα τρομοκρατήθηκαν από την ζημιά που έπαθαν, κάποια άλλα… πανηγύρισαν(!) μία πρόσκαιρη επιτυχία λίγων βαθμών στα ποσοστά τους – λες και έχει καμία σημασία η αντιπολίτευση εν καιρώ Νέας Δημοκρατίας. Όλοι, αντί να τομλήσουν, πάσχισαν να αμυνθούν παλεύοντας για τα κεκτημένα τους, ή για λίγη αξιοπρέπεια στην επερχόμενη ήττα τους.

Είναι αστείο, και συνάμα πολύ τρομακτικό.

Εμείς, ως πολίτες και ψηφοφόροι ακολουθώντας το παράδειγμά τους τσακωθήκαμε μεταξύ μας, τονίζοντας τις διαφορές μας περισσότερο από τα κοινά μας. Ένα ζοφερό μέλλον θα μας το υπενθυμίζει αυτό για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, καθώς σπείραμε μόνο διχασμό, και όχι σύμπνοια. Φροντίσαμε να χωριστούμε ακόμα περισσότερο. Φροντίσαμε να ρίξουμε ο ένας το φταίξιμο στον άλλον. Τι φυτρώνει άραγε μετά από αυτό;

Αποτύχαμε, όχι γιατί αυτά που δοκιμάσαμε δεν έπιασαν, αλλά γιατί ήμασταν πολύ πολιτικά φοβικοί ακόμα και για να δοκιμάσουμε. Η ήττα δεν έρχεται γιατί κάναμε λάθος, αλλά γιατί ουσιαστικά δεν κάναμε τίποτα.

~

Εγώ νόμιζα ότι ήξερα το 2019 τι να περιμένω από την κυβέρνηση που ψηφίστηκε- ξαφνιάστηκα δυσάρεστα όμως παρόλα αυτά, τα πράγματα ήταν πολύ, πολύ χειρότερα την τετραετία που ακολούθησε. Απόλυτη ανικανότητα, δειλία, μίσος, αδιαφορία, θράσος – ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να επιδείξει μία κυβέρνηση, το εισπράξαμε όσο πιο βίαια γινόταν.

Σε αυτήν την εικόνα -όπως την βλέπω εγώ, δεν συμφωνούμε προφανώς όλοι, το 41% έχει εντελώς άλλη γνώμη- κάθε αντίδραση την μοναδική στιγμή που ερωτηθήκαμε, θα ήταν δικαιολογημένη, πλην αυτής που δώσαμε. Αποτύχαμε την πρώτη φορά, μα, ακόμα χειρότερα αποτύχαμε να διορθώσουμε το λάθος μας την δεύτερη δείχνοντας ξεκάθαρα πως ακόμα δεν τολμούμε να βάλουμε τις προτεραιότητές μας σωστά.

Η κάλπη είναι άδεια λένε λοιπόν. Όντως, είναι. Μπορεί ο κόσμος να αλλάξει γνώμη ή μπορεί εγώ να κάνω πάλι λάθος, μπορεί αυτή η τακτική τελικά να ενέπνευσε κάποιους, να εξήγησε τις θέσεις και τις αξίες που βρίσκονται σε κίνδυνο.

Μακάρι.

Γιατί όταν γεμίσει αυτή η κάλπη, θα κοιτάξουμε αναγκαστικό πίσω για να δούμε πώς φτάσαμε ως εκεί. Και δεν είμαι σίγουρος ότι θα μας αρέσει αυτό που θα δούμε.

Πέρασαν κιόλας περίπου δέκα ημέρες από το κάζο των τελευταίων εκλογών (ομολογώ πως ακόμα δεν έχω συνέλθει από το σοκ) και το μόνο που βλέπω στα social που κυκλοφορώ, είναι η γκρίνια των ηττημένων. Όχι γκρίνια για τον νικητή: μεταξύ τους.

Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας πούμε πως, όλοι μαζί, αποφασίσαμε ότι για τέσσερα χρόνια θα τρώμε ένα μόνο φαγητό. Ας πούμε πως είμαστε εκατό νοματαίοι όλοι κι όλοι, μία ψήφο ο καθένας.

Σε ένα τραπέζι, κάθε υποψήφιος σεφ, δείχνει την πρότασή του. Καμιά τριανταριά προτάσεις, δεν είναι όλες ίδιες φυσικά, κάποιες καλές, κάποιες κακές, στην διάθεση όλων για να διαλέξουν. Κάποιες είναι περιποιημένες, κάποιες είναι τσαπατσούλικες. Κάποιες έχουν υψηλή διατροφική αξία, κάποιες είναι μόνο νοστιμιά. Κάποιες έχουν πολύ ζάχαρη, κάποιες πολύ αλάτι. Κάποιες άνοστες μα σου κάνουν καλό, κάποιες σου δίνουν απλώς πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Κάποιες έχουν ξηρούς καρπούς και κάποιοι είναι αλλεργικοί σ’ αυτές, κάποιες άλλες είναι σχεδόν ωμές σου ζητάνε να τις μαγειρέψεις μόνος σου. (Έχει και κάτι ακροδεξιές κουράδες για φαγητά, αλλά ας μην ασχοληθούμε μ’ αυτά, κανείς δεν πρέπει να τα διαλέξει ο,τι και να γίνει).

Το θέμα είναι πως, σε όσα μοιάζουν έστω με φαγητά, υπάρχουν για όλα τα γούστα. Τώρα, ο κόσμος επιλέγει κατά πως θέλει, και συνήθως όλοι τελικά διαλέγουν πέντ’ έξι από αυτά μόνο, τα πιο συνηθισμένα, αλλά όλα εκεί είναι. Ο καθείς με τις ορέξεις του.

Ο κόσμος λοιπόν, οι εκατό νοματαίοι που λέγαμε, επιλέγουμε κατά βούληση. Κάποιοι, δεν επιλέγουν καθόλου, δεν δέχονται να συμμετάσχουν σ’ αυτό το παράλογο πανηγύρι – ο,τι αποφασίσουμε οι υπολοιποι βέβαια θα φάνε, αλλά δεν θέλουν να το νομιμοποιήσουν. Καλώς, δικαίωμά τους. Οι υπόλοιποι κοιτάμε προφανώς κυρίως τι αρέσει σε μας, και όχι τόσο τι αρέσει σε όλους τους άλλους. Λογικό είναι – εμένα μ’ αρέσουν τα μακαρόνια, θα διαλέξω τις φακές του αλλουνού; Τέσσερα χρόνια είναι αυτά, δεν παίζουμε. Και κάπως έτσι, βγαίνει το φαγητό της τετραετίας.

Στις προηγούμενες εκλογές του 2019 είχαμε διαλέξει. Επί τέσσερα χρόνια τρώγαμε, όπως είχαμε συνεννοηθεί και συμφωνήσει, το ίδιο φαγητό όλοι. Αυτό που επιλέξαμε οι περισσότεροι.

Σ’ εκείνες τις εκλογές, το 2019, ο σεφ έμοιαζε νέος. Το φαγητό απ’ έξω μπορεί να φαινόταν περιποιημένο και καλοφτιαγμένο – αλλά κάποιοι από μας ήξεραν καλά ότι μάλλον δεν θα μας έβγαινε σε καλό. Πράγματι, τέσσερα χρόνια τώρα όσοι ανησυχούσαμε πέσαμε μέσα στις δυσοίωνες προβλέψεις μας – και με το παραπάνω.

Το φαγητό που επιλέξαμε όλοι μαζί, ήταν τοξικό και επικίνδυνο. Τόσο μουχλιασμένο, ώστε όσο μένει στο τραπέζι μολύνει και τα διπλανά φαγητά. Τόσο τοξικό που όσοι τρώνε αρρωσταίνουν – όχι όλοι βέβαια γιατί επί τέσσερα χρόνια το στριφογύριζε ο σεφ όταν το σέρβιρε, και σε λίγους τύχαιναν νοστιμιές, στους περισσότερους όμως επειδή ήταν μουχλιασμένο, τους έπιανε το στομάχι τους. Κάποιοι, πέρασαν και πολύ χειρότερα από έναν απλό στομαχόπονο. Πολύ, πολύ χειρότερα.

Αλλά, η συμφωνία – συμφωνία: κάθε τέσσερα χρόνια, δίκαια, δημοκρατικά, ξανααποφασίζουμε για το φαγητό της επόμενης τετραετίας. Και έτσι, καμια δεκαριά μέρες πριν, μαζευτήκαμε πάλι στον μπουφέ.

Πάνω κάτω τα ίδια φαγητά, πάνω κάτω και οι ίδιοι οι άνθρωποι να αποφασίσουν. Φαινόταν πως είχαμε συμφωνήσει πως το φαγητό της τελευταίας τετραετίας ήταν απαράδεκτο, αλλά κατα πως φαίνεται, εκεί που δεν το περιμέναμε, οι ίδιοι από μας που το είχαν επιλέξει πριν, το ξαναεπέλεξαν.

Δεν θα ασχοληθώ με την επιλογή τους αυτήν την στιγμή – αυτό ήθελαν, αυτό διάλεξαν. Δικαίωμά τους.

Οι υπόλοιποι όμως, αυτοί που ξέρουμε πια καλά ότι το φαγητό που επιλέχθηκε είναι τοξικό και εν πολλοίς επικίνδυνο, επιλέξαμε κάτι άλλο – αλλά δεν είμαστε αρκετοί. Είκοσι επέλεξαν το ένα, μία ντουζίνα το άλλο, καπου οκτώ από μας το τρίτο. Όχι το πρώτο, όχι το τοξικό, όχι αυτό που θα κάνει την ζωή μας χάλια. Ο καθένας το δικό του, σύμφωνα με το κέφι του. Μα επέλεξαν πάλι οι περισσότεροι που ψήφισαν αυτό που τρώγαμε, οπότε, άλλα τέσσερα χρόνια το ίδιο.

Επειδή όμως είχαμε κάνει μία συμφωνία για μία και μοναδική φορά να χρειάζονται πάνω από πενήντα, καλούμαστε να ξανααποφασίσουμε.

Και όσο έρχεται εκείνη η ώρα, τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Οι υπόλοιποι – όχι οι σαράντα. Οι σαράντα ξέρουν τι θέλουν, ξερουν για ποιον λόγο το θέλουν, μπορεί να είναι γι’ αυτούς θρεπτικό, να έχουν ανοσία, μπορεί να μη τους νοιάζει, μπορεί να ξαφνιαστούν μετά – δεν έχει σημασία, δεν αλλάζουν γνώμη, μπετον αρμέ, αυτό θέλουν. Με γειά τους, με χαρά τους.

Εμείς οι υπόλοιποι;

Και κάπου εδώ ξεκινάει το ποστ. Γιατί εμείς οι υπόλοιποι τσακωνόμαστε μεταξύ μας. “Όχι, το φαγητό σου δεν είναι υγιεινό”. “Όχι, το δικό σου δεν είναι νόστιμο”. “Όχι, το δικό σου έχει πολλές θερμίδες και θα το πληρώσουμε μετά”.

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ, όλοι έχουν δίκιο: Όντως, το ένα έχει πολύ ζάχαρη, το άλλο είναι άνοστο, το τρίτο είναι δεν είναι εντελώς υγιεινό αν το τρώμε επι τέσσερα χρόνια. ΦΥΣΙΚΑ. ΟΛΟΙ έχουν ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ, και έχει βάση η κριτική τους.

Μπορούμε όμως να το ξεπεράσουμε αυτό;

Διότι αν δεν συννενοηθούμε, αν δεν επιλέξουμε όλοι ένα φαγητό στον μπουφέ, θα έχουμε διαλέξει ο καθένας το δικό του, ναι – μα θα φάμε άλλα τέσσερα χρόνια ένα φαγητό που συμφωνούμε όλοι μας ότι είναι επικίνδυνο. Και, αν είμαστε τυχεροί θα είναι το ίδιο: Ο σεφ που το σέρβιρε μέχρι τώρα, όχι μόνο δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο, μα θα το κάνει πολύ, πολύ χειρότερο – και είναι λογικό, αφού το ξαναεπιλέγουμε, αφού το εγκρίνουμε οι περισσότεροι άρα μας αρέσει τόσο χάλια κι άλλο τόσο!

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ κανένας δεν θέλει να φάει ένα φαγητό που δεν του αρέσει. ΦΥΣΙΚΑ. Το καταλαβαίνω απόλυτα! Και μένα δεν μ’ αρέσουν πες πχ οι φακές, ούτε να τις βλέπω δεν θέλω. Αλλά αντί να φάω ένα μουχλιασμένο τοξικό πράγμα επι τέσσερα χρόνια, δέχομαι να φάω κάθε μέρα φακές. Τί να κάνω; Να αφήσω να κινδυνέψει η υγεία μου επειδή δεν είναι οι άλλες επιλογές ακριβώς όσο και όπως μ’ αρέσουν;

Είναι καιρός να είμαι εκλεκτικός;

Εγώ λοιπόν, κάνω πίσω. Δεν θα φάω αυτό που θέλω. Ό,τι θέλετε εσείς. Διαλέξτε μία από τις άλλες επιλογές, μην εστιάσετε πού διαφωνείτε, εστιάστε στο τι σας αρέσει στις άλλες προτάσεις που, εκ προοιμίου, συμφωνήσαμε, δεν σας αρέσουν. Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να βρούμε μία που να είναι ανεκτή, έστω και ελάχιστα, απ’ όλους. Το ξέρω ότι δεν θα σας αρέσει, το καταλαβαίνω ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρεύεστε, αλλά εγώ – εγώ, μπορεί να κάνω και λάθος, όπως νομίζετε – επειδή έφαγα από την προηγούμενη πρόταση επί τέσσερα χρόνια, δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Οπότε, ο,τι άλλο θέλετε εσείς (*).

Και ας φάμε τέσσερα χρόνια φακές μετά.

Και ας τσακωθούμε σε εκείνο το διάστημα, φαγωμένοι και υγιείς όμως, τα τέσσερα χρόνια που ακολουθούν, για το ποια πρέπει να είναι, ή ποια πρέπει να γίνει η επόμενη καλύτερη πρόταση. Με ηρεμία, με διάλογο, με διαφωνίες αλλά χωρίς κραυγές. Άλλωστε είχαμε τις τελευταίες εκλογές για να ανησυχήσουν οι υπόλοιποι σεφ, και να καταλάβουν πως, αν τους επιλέξουμε, θα είναι λύση ανάγκης, και όχι επιδοκιμασίας για την πρότασή τους.

Εγώ δέχομαι να κάνω λοιπόν ένα βήμα πίσω: Ό,τι θέλετε εσείς. Θα φάω όποιο φαγητό επιλέξετε. Αρκεί να συννενοηθούμε όλοι σε ένα. Αρκεί, ωραία και δημοκρατικά, όπως είχαμε συνεννοηθεί εξαρχής, να γίνουμε περισσότεροι.

Μπας και γλυτώσουμε.

(*) Τα είπαμε, εκτός από τις ακροδεξιές κουράδες, αυτές δεν τρώγονται με τίποτα.

Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Τι κάνουμε τώρα;

Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.

Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»

Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.

Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…

…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:

Γιατί.

Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Και τώρα τι κάνουμε;
~

Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)

Οπότε, τώρα τι κάνουμε;

Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.

Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.

Και τώρα;

Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:

Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.

Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.

Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.

Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.

Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.

Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.

Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;

Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~

Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για την φάει.

Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γαμάτος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.

Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.

Τώρα;

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.

Ένα από τα πιο δύσκολα που είχα να αντιμετωπίσω παρακολουθώντας την υπόθεση των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (και αναφέρομαι στην ΕΥΠ, που ξέρουμε σίγουρα, και όχι στο Predator που υποψιαζόμαστε απλώς) ήταν ένα σημερινό retweet από τον Θανάση Κουκάκη.

Ο δημοσιογράφος έχει (και έχω εκτιμήσει την επιμονή του όσο τίποτα άλλο) αποτελέσει μία σταθερή πηγή επικοινωνίας για κάθε άρθρο που γράφεται για τις παρακολουθήσεις. Δεν είναι τυχαίο – είναι από τους πρώτους ανθρώπους (προηγήθηκαν λίγο καιρό πριν ο Σταύρος Μαλιχούδης και ακόμα πιο πριν οι καταγγελίες για μηχανήματα παρακολούθησης που είχε αναφέρει το omniatv) που, όχι μόνο κατήγγειλε απλώς, αλλά είχε και αδιάψευστα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στο πρόσωπό του.

Η επιμονή του αυτή, τον οδήγησε να αναδείξει το άρθρο του Γ. Παπαχρήστου, στην εφημερίδα Τα Νέα, την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Εκει, ένα κεφάλαιο αναφέρεται στις υποκλοπές – και, ακόμα κι αυτό, έχει μία, στα μάτια μου έτσι φαίνεται τουλάχιστον, σοκαριστική αποδοχή των υποκλοπών:

Δεν καταλαβαίνω” γράφει ο αρθρογράφος “τι είχε να φοβηθεί η κυβέρνηση αν ας πούμε γινόταν δεκτό (σσ: το αίτημα της ΑΔΑΕ για ενημέρωση). Τι θα αφορούσε; Την έρευνα της ΑΔΑΕ στους τρεις παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Θα ενημέρωνε λοιπόν η ΑΔΑΕ ότι γίνονταν παρακολουθήσεις. Αλλά αυτές αφορούν «νόμιμες επισυνδέσεις», με την έννοια ότι έφτασαν στις εταιρίες με χαρτιά της ΕΥΠ. Μα αυτό το ξέρουμε ήδη. Είναι γενική πεποίθηση ότι έγιναν παρακολουθήσεις, και προφανώς θα γίνονται και στο μέλλον. Περίπτωση να ξέρουμε ποιους αφορούν, υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει. Ισχύει ο γνωστός νόμος που ψηφίστηκε, και ο οποίος απαιτεί την παρέλευση 3ετίας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Μόνο.

Γράφει και άλλα ο αρθρογράφος, μεταξύ των οποίων γελοιοποιεί την επιμονή του Ράμμου να καταθέσει στην επιτροπή (“[…] Προηγούμενο να επιζητεί φορέας ή πρόσωπο να ενημερώσει την Βουλή, δεν υπάρχει. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα κι εγώ, ας πούμε, να αιτηθώ ακόραση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας […]”) – το οποίο δεν είναι το προκείμενο εδώ, αλλά ξεκάθαρα δηλώνει το γενικότερο στίγμα του άρθρου – που τιτλοφορείται πολύ ταιριαστά “Τζερτζελές να γίνεται”

Έψαχνα να βρω γιατί θύμωσα τόσο πολύ, και παρότι μου πήρε λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, νομίζω ότι έχω μία καλή εξήγηση.

~

Όσο με αφορά, έχω μία σταθερή θέση για τις υποκλοπές. Είτε το θύμα είναι ο Φλώρος, είτε είναι ο Κουκάκης ή ο Μαλιχούδης είτε είναι ο Σπίρτζης, ο Τέλλογλου, ο Ανδρουλάκης ή ο Χατζηδάκης – υπάρχει σίγουρα μία και μοναδική ιδιότητα που μοιράζονται όλοι αυτοί: Είναι πρωτίστως θύματα.

Είναι θύματα βιασμού της προσωπικής τους ζωής.

Άλλοι εξ αυτών, σε ελαφρύτερο επίπεδο όπως πχ οι παρακολουθήσεις τηλεφωνημάτων από την ΕΥΠ, άλλοι σε βαρύτερο, όπως οι παρακολουθήσεις από πράκτορες της ΕΥΠ, και άλλοι σε βαρύτατο επίπεδο, όπως οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, που είναι μία πλήρης εξαθλίωση κάθε ιδιωτικής στιγμής σε κάθε πιθανή έκφανσή της.

Δεν είναι όλοι το ίδιο – το καταλαβαίνω. Ακόμα και αν άλλοι όμως παλεύουν για να βρουν δικαίωση τα θύματα και οι επόμενοι στόχοι, όπως πχ ο Κουκάκης και ο Τέλλογλου, και άλλοι παλεύουν για να μην ακουστεί ποτέ τίποτα, όπως ο Φλώρος και ο Χατζηδάκης, είναι όλοι κατ’ αρχάς θύματα μίας αποτρόπαιας πράξης – και, θεωρώ προσωπικά, ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να θυμόμαστε πάντα.

Είναι θύματα, και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν θύματα, πρέπει να τα σεβόμαστε σαν θύματα, και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε σαν θύματα. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Χατζηδάκη. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Φλώρο.

~

Όταν λοιπόν είδα ένα θύμα να αναρτά για την ενημέρωση των αναγνωστών του ένα άρθρο συναδέλφου του δημοσιογράφου το οποίο κινείται σε κλίμα “ε, και τι έγινε” – αυτό με πόνεσε προσωπικά πολύ.

Είναι πολύ οδυνηρό.

Όχι γιατί είναι η άποψη του Παπαχρήστου αυτή (να μην τον αδικήσω, η εικόνα που έχω είναι ότι στο παρελθόν έχει αναφερθεί και επικριτικά για το όλο θέμα των υποκλοπών, και όχι μόνο μία φορά) όσο γιατί καθρεφτίζει πιθανόν την βασική γενική γνώμη για ζήτημα των υποκλοπών:

«Έλα μωρέ, και τι έγινε, όλοι παρακολουθούν».

Καθρεφτίζει, ή εκπαιδεύει; Θα ήμουν πιο ελαστικός, αν δεν συνοδευόταν αυτή η στάση με απίστευτες ανακρίβειες, όπως για παράδειγμα το ότι το να καταθέσει ο πρόεδρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε μία επιτροπή που άπτεται ακριβώς αυτού του αντικειμένου, σε γεγονότα που (θα έπρεπε να είχαν) τον βαθμό του κατεπείγοντος (τουλάχιστον), είναι ακριβώς το ίδιο με το να… πάει ο ίδιος καταθέσει ο δημοσιογράφος την όποια άποψή του. Όπως το “δεν μπορεί να καταθέσει ονόματα, γιατί ο νόμος τον εμποδίζει” δείχνοντας απόλυτη άγνοια και του νόμου, και της θεσμικής θέσης της επιτροπής, και του ρόλου της Αρχής. Ή, όπως το να βαφτίζει, έτσι, άκοπα, έστω και με εισαγωγικά νόμιμες τις “επισυνδέσεις” (θα μου επιτρέψετε να βάλω εγώ εκεί τα εισαγωγικά) επειδή ήρθαν από την ΕΥΠ, ή είχαν φαρδιά πλατιά υπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα. Μάλλον.

Αλλά ας πούμε χάριν της συζήτησης πως καθρεφτίζει και όχι εκπαιδεύει. Αν όμως καθρεφτίζει απλώς μόνο όντως, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από ότι μπορούμε να φανταστούμε:

Διότι ζούμε έναν απίστευτο, αδιανόητο παραλογισμό, όπου, η κυβέρνηση που ήλεγχε την ΕΥΠ, πρώτα φέρνει νόμο για να μην μαθαίνουν τα θύματα ότι παρακολουθούνται – φιμώνοντας στην ουσία την ΑΔΑΕ, μετά κωλυσιεργεί στις δικαστικές έρευνές της με αποτέλεσμα τα γραφεία να αδειάζουν και τα στοιχεία να χάνονται, φροντίζει μάρτυρες κλειδιά να μην καταθέσουν στην επιτροπή, τρομοκρατεί θύματα, μάρτυρες και δημοσιογράφους είτε με δηλώσεις στελεχών της, είτε με ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς, ξαναφέρνει νόμο που καλύπτει κάθε ενέργεια της ΕΥΠ για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη, τρομοκρατεί και την ΑΔΑΕ πάλι με νέες δηλώσεις ανώτατου εισαγγελέα και αρνείται να ακούσει τα στοιχεία της αρμόδιας Αρχής στο κοινοβούλιο.

Ξαναδιαβάστε το, κάντε μου την χάρη: Δεν σας περιγράφω τι άκουγε και τι όχι η κυβέρνηση, θεωρίες συνωμοσίας, ποιοι είχαν επαφές με ποιους, δεν σας κάνω αναφορά στις καταγγελίες Κουκάκη ότι η πρώτη άρση του δικαιώματος των πληροφοριών έγινε επειδή ο ίδιος διεκδίκησε να μάθει γιατί παρακολουθείτω ή τις καταγγελίες Τέλλογλου ότι οι παρακολουθήσεις του άρχισαν όταν ο ίδιος αρχισε να αναζητά αυτήν την δυσώδη υπόθεση: Ότι σας περιγράφω είναι οι ενέργειες της κυβέρνησης και των στελεχών της για να “διερευνηθεί” η υπόθεση.

Η υπόθεση που έχει η ίδια την ευθύνη, έτσι;

Βγάζει νόμους, δύο, όπου και οι δύο είναι απολύτως καταστροφικοί για κάθε προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, καθυστερεί έρευνες, μπλοκάρει την ενημέρωση της Βουλής, και απειλεί μάρτυρες θύματα και δημοσιογράφους με κάθε τρόπο.

Ξανά: η ίδια κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τις παρακολουθήσεις τα κάνει όλα αυτά.

Κάθε – γαμημένη – μέρα.

Και εμείς την κοιτάμε σαν χάνοι, και οι τίτλοι των άρθρων, ή έστω η κοινή γνώμη, μας χλευάζουν πως όλες οι διαμαρτυρίες είναι για να γίνεται “τζέρτζελο”.

Και ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, ένας αθώος άνθρωπος, που πασχίζει κάθε μέρα, στωικά, να κάνει την δουλειά του, το λειτούργημά του, να ενημερώσει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί γι’ αυτόν τον εφιάλτη – είναι υποχρεωμένος σ’ αυτήν την προσπάθειά του να αναρτήσει και ένα άρθρο που λοιδωρεί ακριβώς αυτήν του την αγωνία.

Είναι πολύ οδυνηρό αυτό αδέλφια.

~

Είναι πολύ οδυνηρό να πρέπει να εξηγήσεις πάνω από μία φορά ότι όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε το δικαίωμά της να ρωτά και τους παρόχους και την ΕΥΠ για τυχόν παρακολουθήσεις, όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε την υποχρέωσή της να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα, και κυρίως όχι, όχι διάολε, δεν έχει δικαίωμα η ΕΥΠ να παρακολουθεί όποιον θέλει επειδή έτσι γουστάρει μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή εισαγγελέα – οι αποφάσεις αυτές είναι υπό κρίση, και θα έπρεπε να είναι υπό αυστηρό έλεγχο.

Όσο και οποιοσδήποτε, και ειδικά οι δράστες πασχίζουν να μας πείσουν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην ασχολούμαστε, και το θέμα έχει ουσιαστικά κλείσει.

Είναι πολύ οδυνηρό το θύμα να πασχίζει να μας τα εξηγεί όλα αυτά πάνω από μία φορά.

Είναι πολύ, πολύ οδυνηρό το θύμα να μας ενημερώνει για την αδιαφορία μας, την απάθειά μας, την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα του, να ενώσουμε την φωνή μας μαζί του, να πολλαπλασιάσουμε το μήνυμά του και να φροντίσουμε να μην φοβάται κανένα από τα θύματα να μιλήσει και να αναζητήσει το δίκιο του.

Ότι δεν είναι “τζερτζελές”, όλο αυτό που συμβαίνει.

Ότι είναι τραγικό, ότι είναι επώδυνο, ότι είναι τρομερά επικίνδυνο, και ότι εντέλει πρέπει να σταματήσει – άμεσα.

Ας διαλέξει ο καθένας μας στρατόπεδο, τι να πω. Με ενδιαφέρον ή με αδιαφορία. Με την λοιδορία ή με τον θυμό. Με την ντροπή, ή με την πλάκα. Με την αλληλεγγύη, ή με το τζέρτζελο.

Και ας νιώσει μετά όπως πρέπει όταν το θύμα μας δείχνει πως σκεφτόμαστε.

Εγώ έχω επιλέξει να θυμώνω, πάντως. Να θυμώνω, να μιλάω, να διαμαρτύρομαι, και να εκθέτω τις σκέψεις μου στην κρίση σας.

Ισως μία μέρα, κάποιο από τα θύματα, να σας δείξει δικαιωμένο το δικό μου το άρθρο. Ίσως μία μέρα να είναι η θέση μου που να καθρεφτίζει την οπτική όλης της κοινωνίας.

Ίσως αυτός ο καθρέφτης, μία μέρα, να δείξει κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.

Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.

Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.

Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.

Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.

Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.

Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.

Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.

Δεν είναι απίστευτο;

Δεν ειναι, όχι.

Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.

Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.

Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.

Το θέμα είναι το μετά.

Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.

Γίνεται;

Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.

Γίνεται;

Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.

Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.

Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.

Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.

Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.

Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@

Φύλαγα, εδώ και καιρό, μία σκέψη για τον Κωστή Χατζηδάκη – όχι από τότε που έγινε η πρώτη νύξη ότι ο υπουργός ήταν υπό παρακολούθηση, αλλά από τότε που δήλωσε πως «Τι να σας πω, δεν τα βρίσκω καθόλου σοβαρά αυτά καθώς όποιος με παρακολουθούσε θα έπληττε θανασίμως…»

Είναι βέβαια πιθανό –ελάχιστα πιθανό αλλά τέλος πάντων- ο Κωστής Χατζηδάκης να μην πίστεψε τα πρώτα δημοσιεύματα. Είναι πιθανό, να μίλησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να πίστεψε τον πρωθυπουργό πως ουδέποτε ήταν υπό παρακολούθηση – ή κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή, ήταν πιθανό. Όμως, κάποια στιγμή οι αποδείξεις έρχονται, και τότε βρίσκεσαι να πρέπει να πάρεις θέση.

Και κάπου εδώ μεγαλώνει η σκέψη μου.

Ο Κωστής Χατζηδάκης μας χάρισε την πιο ολοκληρωμένη επιστολή υποταγής: Σε δήλωσή του στο Documento όταν εμφανίστηκαν τα στοιχεία της παρακολούθησης (από την ΕΥΠ, όχι από τα Predator) ο εν ενεργεία υπουργός απάντησε πως “Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός, με τον οποίο έχουμε άριστη συνεργασία και με τιμά με τη φιλία του τόσα χρόνια, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να εμπλέκεται σε όλη αυτή την ιστορία. Το υπογραμμίζω για μια ακόμα φορά!”

“Σε όλη αυτήν την ιστορία”. Ποια ιστορία; Της επαναλαμβανόμενης, επί ενός συνολικά έτους τουλάχιστον, παρακολούθησης του υπουργού από την ΕΥΠ. Της ΕΥΠ που για να παρακολουθήσεις κάποιον, πρέπει, υποτίθεται, να είσαι ποινικά ελέγξιμος ή σχεδόν προδότης. Της ΕΥΠ, που ανέλαβε τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησής του αποκλειστικά ο πρωθυπουργός. Της ΕΥΠ, που, για να βάλει άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του, παρέκαμψε τον νόμο, και τον διόρθωσε μεταγενέστερα για να μην αρθεί η τοποθέτησή του.

“Δεν το πιστεύω” λέει. Τέλος. Α, και δεν σας είπα το καλύτερο: ξέρετε πως κλείνει η επιστολή;

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”, λέει.

Απίστευτα εντυπωσιακό, ε; Πόση θλίψη και οίκτο μπορείς ταυτόχρονα να αισθανθείς για έναν τόσο παραδομένο, παραιτημένο άνθρωπο – ε;

Ε;

~

Μόλις προχθές, ψηφίστηκε ένας νόμος στην βουλή. Πήρε την πλειοψηφία που χρειαζόταν, μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές που στην ουσία, θεσμικά, σκεπάζει πλήρως κάθε απόδειξη του σκανδάλου των υποκλοπών. Είναι απλό: από αυτήν την στιγμή, ουσιαστικά, σκάνδαλο υποκλοπών δεν υπάρχει πια: κάθε πληροφορία, κάθε υποχρέωση λογοδοσίας, θάφτηκε, “απολύτως νόμιμα” που έλεγε και ο πρωθυπουργός.

Όποιος και να αντέδρασε -ακόμα και θεσμικά- σ’ αυτό το αισχρό νομοσχέδιο, δεν ακουστηκε καν.

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ένας ολόκληρος λαός παρακολουθούσε είτε άφωνος, είτε ανήξερος, είτε ανήμπορος να ψηφίζεται μία από τις μεγαλύτερες νόμιμες συγκαλύψεις της νεότερης ιστορίας, ένας νόμος που θα συζητείται για χρόνια μετά, αν δηλαδή ποτέ γλυτώσει από την μοίρα της Vodafone, της Simens, της Λαγκάρντ, της Novartis και όλων των άλλων σκανδάλων που -στην καλύτερη- οδήγησαν προς απολογία και δημόσια καταδίκη τους… κατηγόρους, αντί των κατηγορουμενων.

Παρακολουθούσα προχθές το πάνελ του ΣΚΑΙ, με τους Δημήτρη Οικονόμου, Άρη Πορτοσάλτε, και Άκη Παυλόπουλο.

Έλεγε λοιπόν ο Πορτοσάλτε:

Α.Π.: Και, θα μου επιτρέψετε, να ρωτήσω κοιτάζοντας κατάφατσα, αν ήμουν κι εγώ στις παρακολουθήσεις του κυρίου Τσίπρα. Της ΕΥΠ! ΕΥΠ! Εθνική Υπηρεσία…

Δ.Ο.: …Εσύ, έχεις τέτοια ένδειξη;

Α.Π.: Ρωτάω! Ρωτάω! Εαν ήμουν και εγώ! Μπορείτε να διερωτηθείτε κι εσείς. Εγώ λοιπόν, ρωτώ, εάν ήμουν, εάν ήμουν στην παρακολούθηση της ΕΥΠ, ΕΥΠ επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.“

Ούτε ένας, ούτε εκ των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων, ούτε άλλος κανείς διέκοψε τον Άρη Πορτοσάλτε με μία μικρή, ίσως, μα πολύ, πολύ διδακτική ιστορία: Όταν ο αληθινός δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κατάλαβε ότι παρακολουθείται (“…από την ΕΥΠ! επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) στις 10 Μαρτίου 2021 12 Αυγούστου 2020 πήγε, μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο του, στην ΑΔΑΕ να κάνει καταγγελία, και να μάθει αν παρακολουθείται και γιατί. Μετά από ελάχιστες ημέρες (προσθήκη στο κείμενο: από το καθυστερημένο κατά έναν χρόνο αίτημα της ΑΔΑΕ προς την ΕΥΠ), στις 31 Μαρτίου 2021 κατατίθεται εκτάκτως σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, μία ρύθμιση με την οποία δεν υποχρεούται πλέον η ΕΥΠ (“επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) να ενημερώνει την (αποκλειστικά υπεύθυνη για τέτοια ζητήματα) ΑΔΑΕ ούτε για το εάν κάποιος παρακολουθείται, ούτε γιατί. Άλλαξε εκτάκτως ένας νόμος που ίσχυε απαράλλακτος από την αρχή, γιατί κάποιος (που δεν ήταν, τελικά ούτε ποινικά ελέγξιμος, ούτε εχθρός του κράτους) ζήτησε απλώς να μάθει αν τον παρακολουθούσαν. Η μοναδική διαδικασία λογοδοσίας, σταμάτησε.

Ρωτάει λοιπόν ο Άρης Πορτοσάλτε “κοιτάζοντας κατάφατσα” εάν παρακολουθείτω -που είναι μία λογική αντίδραση, και την καταλαβαίνω απόλυτα- από τον … Τσίπρα όμως, (από τον Τσίπρα! ΤΟΝ ΤΣΙΠΡΑ!) χωρίς κάποιος να του πει ότι ο μοναδικός λόγος που δεν μαθαίνει, είναι γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόλις ένας αληθινός δημοσιογράφος του ζήτησε να μάθει αν και γιατί παρακολουθείται εκείνος, του στέρησε εκτάκτως το δικαίωμα.

«Νομιμότατα».

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τότε, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης φιμώθηκε. Κανείς από εμάς δεν έκανε τίποτα, δεν έμαθε τίποτα – κυρίως επειδή δημοσιογράφοι σαν τον Πορτοσάλτε και τον Οικονόμου δεν το θεώρησαν σημαντικό τότε να το μάθουμε καν.

…Όμως τώρα το ξέρουμε. Μετά από αυτόν τον χαμό, η ενημέρωση ήρθε, στην αρχή μόνο από την Εφημερίδα των Συντακτών, το Reporters United, και το Documento, και στην συνέχεια από κάποιες συστημικές εφημερίδες όπως η Δημοκρατία, η Καθημερινή και Τα Νέα (με παροδικό ενδιαφέρον, επιμένω – αλλά τέλος πάντων, έγινε).

Τώρα το ξέρουμε.

Και;

Ήσυχοι όπως πάντα. Οι άλλοι μόλις εχθές έσβησαν τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις τους, μεταθέτουν για την επόμενη τριετία τις απαντήσεις, και χωρίς να έχει δύναμη η ΑΔΑΕ να επέμβει, ενώ πριν άλλαξαν εκτάκτως τον νόμο για να μην εκτεθούν και απαντήσουν ουσιαστικά σε έναν, παραδέχθηκαν ότι παρακολουθούσαν αρχηγό κόμματος χωρίς ακόμα να έχουν δώσει μία πειστική εξήγηση γι’ αυτό, και όλες μα όλες οι απαντήσεις τους δεν είναι απαντήσεις, είναι μία απόπειρα να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον άμεσα υπεύθυνο πρωθυπουργό.

Και;

Εμείς;

Πείτε μου ειλικρινά, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρουμε από τον Κωστή Χατζηδάκη. Πείτε μου ειλικρινά, όσοι πριν διαβάσατε την παράγραφο που έλεγε ότι είναι άξιος μόνο για οίκτο για την απόλυτη παράδοσή του στον δυνάστη του, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρει η δική μας αντίδραση.

Εμφανίστηκε ένας δημοσιογράφος, μπροστά σας, και σας είπε ότι ανησυχεί μήπως παρακολουθήθηκε από τον προηγούμενο πρωθυπουργό, όταν, όχι μόνο καθ’ όλη την διάρκεια του Τσίπρα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να αποτανθεί άμεσα στα αρμόδια όργανα, αλλά και ο νυν πρωθυπουργός ανέλαβε την απόλυτη και μοναδική εξουσία της ΕΥΠ, υπάρχουν στοιχεία ότι παρακολούθησε όντως έναν δημοσιογράφο, έναν υπουργό, έναν αρχηγό κόμματος αντιπολίτευσης και ο ίδιος άλλαξε εκτάκτως τον νόμο για να μείνει κρυφή κάθε παρακολούθησή τους.

Και;

Εμείς;

Πόσο διαφέρουμε τελικά από τον άβουλο Κωστή Χατζηδάκη;

Έχουμε μάθει ότι μία πληθώρα ατόμων είχαν στα κινητά τους ένα λογισμικό που λειτούργησε, τουλάχιστον για δύο περιπτώσεις (Κουκάκη, Ανδρουλάκη) και ίσως και μία τρίτη ή τέταρτη (Χατζηδάκη, Φλώρου) παράλληλα ή συνεχόμενα με την παρακολούθηση από την ΕΥΠ, ότι τα μυστικά αυτών των ανθρώπων που λειτουργούν σε καίριες θέσεις βρίσκονται στα χέρια κάποιων, ότι μπορεί να τους έχουν ήδη εκβιάσει ή σκοπεύουν να τους εκβιάσουν μ’ αυτά, και όλο μας το δημοκρατικό πολίτευμα είναι στην ουσία θολό και πολύ προβληματικό.

Και;

Εμείς;

Πόσο περισσότερο σηκώσαμε το κεφάλι μας από τον δειλό Κωστή Χατζηδάκη;

~

Όμως το άρθρο τιτλοφορείται Δύο Ελλάδες.

Γιατί για κάθε Πορτοσάλτε ή Οικονόμου που ζητούν εξηγήσεις από τον… Τσίπρα εν μέσω του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου των τελευταίων χρόνων, για κάθε φθηνό και αναίσχυντο αντιπερισπασμό με την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχουν τα ρεπορτάζ. Οι άνθρωποι που ψάχνουν, που αναζητούν, που θέλουν να μάθουν την αλήθεια – όποια και αν είναι τα κίνητρά τους γι’ αυτό.

Μία δημοσιογραφία που διαρκώς επαιτεί το ένα ή τα δύο μας ευρώ για να παραμείνει ζωντανή, να ψάχνει ή να αναπαραγάγει τις ερωτήσεις, τα δεδομένα, τις ανησυχίες:

Είδατε ποτέ τα συστημικά κανάλια και τις εφημερίδες να παρακαλάνε για ένα ευρώ μας; Το κάνουν όμως το Reporters United, η Εφημερίδα των Συντακτών, το κανει το Inside Story και το OmniaTV, το The Press Project, το κάνει ακόμα και το Documento με μόλις μία (μία!) διαφήμιση στις σελίδες του όταν έχει το πιο σημαντικό ρεπορτάζ της επικαιρότητας για άλλη μία Κυριακή.

Υπάρχει ένα κομμάτι που πασχίζει. Θα δεχθώ ότι δεν θέλουν όλοι το ίδιο πράγμα. Θα δεχθώ ότι ο Κουκάκης και ο Λαμπρόπουλος, ο Βαξεβάνης και ο Τέλλογλου, η Ελίζα Τριανταφύλλου και ο Σταύρος Μαλιχούδης μπορεί στο τέλος της ημέρας να μην μιλιούνται μεταξύ τους. Θα το δεχθώ, δεν είναι όλοι το ίδιο. Όμως εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τα ρεπορτάζ τους, τα λεγόμενά τους. Οφείλουμε να κρίνουμε την προσπάθειά τους, την αγωνία τους, τις θυσίες τους: Ο Τάσος Τέλλογλου, πριν ξεκινήσει το ρεπορτάζ, δεν ήταν στο στόχαστρο, δεν παρακολουθείτω – επειδή έκανε ρεπορτάζ μπήκε μόνος του στον ντορβά και του ψαχούλεψαν την ζωή με σκοπό να τον ελέγχουν και να τον εκβιάζουν. Ο Μαλιχούδης, ο Κουκάκης, η Τριανταφύλλου είναι εξαφανισμένοι σχεδόν από κάθε πάνελ, από κάθε αναφορά στις υπόλοιπες εφημερίδες – κι ο δε Βαξεβάνης (με μία τουλάχιστον απόπειρα δολοφονίας εναντίον του) είναι ίσως η πιο στοχοποιημένη δημοσιογραφική μορφή της τελευταίας δεκαπενταετίας τουλάχιστον – και μάλιστα από την κυβέρνηση ολόκληρη, με κάθε δυνατό τρόπο.

Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Υπάρχουν οι γονατισμένοι, δειλοί και λίγοι, και υπάρχουν και αυτοί που σηκώνονται, και περπατάνε – και ας τους βαράνε όπου βρουν.

Ας μην γίνουμε σαν τους πρώτους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά η Siemens, η Vodafone, η Novartis, τα LuxLeaks, η λίστα Lagarde και τα Panama Leaks, μας έχουν διδάξει με τον πιο επώδυνο τρόπο θεωρώ τί γίνεται όταν σκύβουμε το κεφάλι.

Ας μην περιμένουμε από τον κάθε Τσίπρα, τον κάθε Ανδρουλάκη, τον κάθε Κουτσούμπα ή τον κάθε Βαρουφάκη να μας σώσει – δεν θα το κάνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπει στον κόπο να το κάνει, αν μας βρει ήδη γονατιστούς και παραιτημένους. Δεν υπάρχει άνωθεν βοήθεια αν δεν το απαιτήσουμε πρώτα εμείς.

Για να σωθούμε, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το θέλουμε εμείς, να σηκωθούμε εμείς, να μοιραστούμε τον κόπο και τις θυσίες μ’ αυτούς που παλεύουν, να τους δώσουμε τα όπλα και την φωνή μας, να τους κρίνουμε σκληρά και να αποδείξουμε, κατ’ αρχάς, ότι αξίζουμε να σωθούμε. Θα είμαστε δίπλα τους, για να μην μείνουνε μόνοι τους.

Το είπε ακόμα και ο ίσως πιο δειλός και παραιτημένος αυτής της απίστευτα θλιβερής ιστορίας:

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”

Και αυτή δεν χαρίζεται. Κατακτάται.

Υ.Γ.: Και να σας πω και κάτι ακόμα, γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχει γίνει κατανοητό: Αυτός ο σιχαμένος, κατάπτυστος νόμος, αυτός ο τελευταίος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει απόλυτη εξουσία, να μην λογοδοτεί για τις παρακολουθήσεις της, να μην απαντά στους πολίτες, θα είναι νόμος γι’ αυτήν την κυβέρνηση – αλλά θα είναι και για τις επόμενες. Και καμία κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια εξουσία. Ούτε η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε όμως μία επόμενη κυβέρνηση Δένδια, Μπακογιάννη, Σαμαρά, Τσίπρα, Βαρουφάκη, Ανδρουλάκη – ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν είναι κομματική αυτή η μάχη για δημοκρατία. Είναι μάχη αξιοπρέπειας. Και μας θέλει όλους – ό,τι και αν πιστεύουμε κομματικά ή πολιτικά ο καθένας μας, όλους – εκεί.

Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Προσπαθώ ειλικρινά -δεν το καταφέρνω πάντα βέβαια- στα κείμενά μου να μην είμαι αθυρόστομος. Έψαξα, αλήθεια το λέω, να βρω έναν καλύτερο, πιο … ευγενικό τίτλο γι’ αυτό το άρθρο από αυτόν που μου κόλλησε αυτόματα μόλις στο φτωχό μυαλό μου απέκτησε υπόσταση. Ήταν αδύνατον. Τι “κυβέρνηση της αδιαφορίας” έγραφα, τι “Δεν την νοιάζει” έγραφα, εις μάτην: Αυτή η κυβέρνηση είναι τελείως στ’ αρχίδια της. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής τρόπος να το περιγράψεις. Και, αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι, ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με το να είμαστε ειλικρινείς.

Μία κυβέρνηση εκλέγεται κάθε -συνήθως- τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος παίρνει την απόφασή του, ο Κυριάκος καλύτερος από τον Τσίπρα, ο Τσίπρας καλύτερος από την Γεννηματά ή τον Βαρουφάκη, Δεν πάω να ψηφίσω, ας αποφασίσουν οι άλλοι ποιος θα με κυβερνήσει – τέτοια πράγματα περνάνε από το μυαλό του ψηφοφόρου, Φόροι, Μακεδονία, Μετανάστες, Μία θέση στο δημόσιο, Γάτες ή Λαμόγια, τέλος πάντων, όπως θέλει κανείς πάει και ψηφίζει, και παίρνει απόφαση ποιον θα βρίζει τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Στην καλύτερη, βέβαια, δεν ψηφίζει κόμματα αλλά βουλευτές.

Δηλαδή(μη γελάτε, εγώ το κάνω εδώ και πολλά χρόνια), υπάρχουν κάποιοι που επιλέγουν βουλευτές αντί για κόμματα. Γιατί; κυρίως επειδή ο πολίτης ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ όμως, κάποιος πρέπει να ελέγχει τι σκατά κάνει η κυβέρνηση αυτά τα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια, σωστά; Δεν μπορούμε να την αφήνουμε ανεξέλεγκτη! Οπότε τι κάνουμε; ψηφίζουμε βουλευτές, ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις, που θα την κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, που θα την επιβλέπουν να μην κάνει λάθος ενέργειες.

Ανθρώπους που, αν κάτι στραβώσει, μπορούμε να πάμε και να τους πούμε “επ, εσένα σε ψήφισα, σε θυμάμαι που μου είπες ότι θα μου βάψετε πχ τον τοίχο κίτρινο, τα συμφωνήσαμε, τώρα γιατί τον βάφετε πορτοκαλί;” Και αυτός πρέπει να σου εξηγήσει, εσένα, προσωπικά, ότι είναι καλύτερα, ή είναι φθηνότερα, ή έτσι πρέπει, και αν σε πείσει έχει καλώς, αν δεν σε πείσει ξέρει ότι τον θεωρείς ψεύτη ή ακατάλληλο και την επόμενη τετραετία δεν θα έχει την στήριξή σου.

Αυτό γινόταν τόσα χρόνια.

Και αν μαζευτούν αρκετοί ψηφοφόροι, και ο εν λόγω βουλευτής μας ονειρεύεται να ξαναβγει, τότε – και μόνο από λόγους αυτοπροστασίας, αν όχι από λόγους αξιοπρέπειας- δεν ψηφίζει στην βουλή ο τοίχος να βαφτεί κίτρινος (παράδειγμα είναι, μη ψάχνετε να βρείτε συνειρμούς και βαθύτερα νοήματα) και ας τα βγάλουν πέρα οι άλλοι μόνοι τους, και ψάχνει για άλλο κόμμα που θα ταιριάζει καλύτερα με τις ιδέες του, ή εκείνο με τους ψηφοφόρους του, και προχωράει και η ζωή συνεχίζεται.

…και υπάρχει κι αυτή η κυβέρνηση.

Η οποία είναι στ’ αρχίδια της.

Φίλοι μου λένε πως είναι άτυχη γιατί της έκατσαν πράγματα όπως η πανδημία, και δεν προλαβε να δείξει το έργο της – και γω λέω πως άγιο είχαμε, τώρα που έχει χρόνο να δείξει το έργο της, διότι “όταν δεν μπορούσε να δείξει το έργο της” κατηγορήθηκε για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, απο απευθείας αναθέσεις, και σκόιλ ελικίκου μέχρι την διάταξη του πως θα κάθονται οι μαθητές στην τάξη,αν όντως μας ζήτησαν ποτέ εκείνον τον μοναδικό κώδικα που θα ξεχώριζε ποιος τουρίστας θα βήξει ύποπτα και πού παράπεσε μία έκθεση για το αν, τελικά, οι ΜΕΘ σώζουν ζωές.

(Hint: Σώζουν)

Και – τι κάνουμε μ’ αυτό;

Φέρνουμε πχ “τώρα που ήρθε διαφάνεια και νομιμότητα στην χώρα” έναν νόμο που λέει ότι οι τραπεζίτες δεν ελέγχονται από εισαγγελείς για τις ενέργειες των τραπεζών τους, ακόμα και αν είναι προδήλως ζημιογόνες – εκτός και … αν το αποφασίσουν οι ίδιοι(!)

Νομοθετούμε “τώρα που η οικονομία μας πάει βζιιινννν” πχ ο άνθρωπος πλέον να χρεοκοπεί ο ίδιος, να χάνει τα πάντα, να μένει στο σπίτι του με ενοίκιο της τράπεζας, άμα χάσει δύο-τρεις δόσεις να της μένει το σπίτι, και αν τα καταφέρει μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια να πληρώσει όλες τις δόσεις να μπορεί να αγοράσει το σπίτι του σε ό,τι τιμή αποφασίσει ο τραπεζίτης – και άμα θέλει.

Ή, πχ, τώρα που “τελείωσε η πανδημία” φροντίζουμε να έχουμε πρόσβαση στο ΕΣΥ με όρους το καλάθι του αρρώστου, “τα φθηνά είναι λίγα και όποιος προλαβαίνει παίρνει, οι άλλοι στην αισχροκέρδεια και πλειοδοτήστε την ζωή σας μεταξύ σας, έτσι πάει αδέλφια”.

Αυτά περάσανε από την βουλή, έτσι; Αυτά που σας περιγράφω, περάσανε από την βουλή.

Και τα ψήφισαν όλοι.

Ούτε μία αντίδραση. Κάποιος να πει “ρε παιδιά, δεν είναι σωστό να πλειοδοτείται η υγεία”, ή “ρε παιδιά, δεν μπορούμε να τα χαρίζουμε όλα στις τράπεζες” – όχι, κανένας, όλοι μαζί.

Σαν να μην έχει αυτή η κυβέρνηση βουλευτές. Μπετόν αρμέ, ένα πράγμα, μία απόφαση όποιον και να ψήφισες.

Και λες “εντάξει, δεξιοί είναι, πραγματικά – τι περίμενες, άλλη αντιμετώπιση; Αυτή είναι η οικονομική της πολιτική, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης της, αυτό ψηφίσαμε, αυτό θέλαμε”.

Ok, τίμιο. Δεξιά είναι, αφού ψήφισε ο πολίτης, αυτό ήθελαν οι περισσότεροι, καλοφάγωτο.

Όμως, υπάρχουν και οι παρανομίες.

Αυτό δεν είναι “οικονομική πολιτική”, αυτό δεν (θα έπρεπε να) είναι ανεκτό από κανέναν:

Τραπεζίτες που αθωώνουν τον εαυτό τους;

Δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις;

Αστυνομικοί που πυροβολούν δακρυγόνα σε ευθεία βολή;

Παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ;

Επιλεκτικές πληρωμές στον τύπο;

Σχέσεις κυβερνητικών υπαλλήλων με παρακρατικές επιχειρήσεις;

Ακόμα και οι δεξιοί, οι καραμπινάτοι δεξιοί λέμε τώρα, θα έπρεπε να αντιδρούν σ’ αυτό. Κάπου θα έπρεπε να υπάρχει μία γραμμή, ένα όριο ανοχής, ένα σημείο πολιτικής ανοχής. Κάποιος έλεγχος στην εξουσία απαιτείται αυτά τα τέσσερα χρόνια, όχι; Αυτόν τον έλεγχο δεν μπορώ εκ φύσεως να τον αναλάβω εγώ που δεν την ψήφισα, με τί θα την απειλήσω, ότι … δεν θα την ψηφίσω αύριο; Η ευθύνη μένει αναγκαστικά σ’ αυτόν που εξαρτάται από αυτόν, στον ψηφοφόρο, που την στηρίζει, στον πολιτικό, που την στηρίζει, στον βουλευτή, που την στηρίζει.

Όχι μόνο για λόγους πολιτικής αυτοπροστασίας (πόσο πιο χαμηλά να πέσει ένα κόμμα, δηλαδή, για όνομα πια) αλλά και προσωπικής αξιοπρέπειας: Όταν αποκαλύπτεται ότι σε παρακολουθούν πχ δεν μπορείς να λες “αν με παρακολουθούσαν, θα βαρέθηκαν, είμαι πολύ βαρετός τύπος”. Ποσο πιο χαμηλά να πέσει δηλαδή ένας άνθρωπος, για όνομα πια.

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, όπως έλεγα και στο προηγούμενο άρθρο μου, η κυβέρνηση δεν έχει καμία ουσιαστική ζημιά. Ξέρετε πόσες κυβερνητικές ψήφους πήρε το άρθρο για το ΕΣΥ; Όλες.

Ό-λες.

Είναι ένα κακό άρθρο, δεν στέκει πουθενά, θα κάνει ανείπωτη ζημιά στους πολίτες αυτής της χώρας, είναι μία εγκληματική ενέργεια ειδικά λόγω πανδημίας και ασθενειών που συνδέονται με Cov…

Ό-λες.

~

Και θα μου πείτε, ρε αρκούδο, ρε αρκούδο, τώρα δεν μας τα έλεγες; Αυτά είναι οικονομία, οι βουλευτές συμφωνούν να διαλυθεί η υγεία και να πλειοδοτώ με τον δίπλα μου το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι στο χειρουργείο, έτσι θέλει η δεξιά, αυτή είναι η οικονομική πολιτική της.

Πάσο, αν και διαφωνώ, πάσο. Κανένας πολίτης που ψήφισε δεξιό βουλευτή δεν ενοχλείται, δεν τον πειράζει, έχει περισσότερα λεφτά από τον δίπλα του και σίγουρο απογευματινό χειρούργο, έτσι θέλει και για τους δίπλα του, στηρίζει τον βουλευτή του που ψηφίζει τέτοια εκτρώματα, έτσι θέλει την Ελλάδα του αύριο. Είναι ξεκάθαρο, όλοι οι πολίτες που αποδέχθηκαν αυτόν τον νόμο, θα γλυτώσουν στην στραβή, δεν θα τους προσπεράσει κανένας, είναι όλοι πλούσιοι, ok, ξεκάθαρο. Ok, ok.

Όμως έρχεται ένας νόμος για τις παρακολουθήσεις. Θα πάει στην βουλή και οι βουλευτές της πλειοψηφίας (άσε τα άλλα κόμματα, είναι αναφανδόν εναντίον του) θα κληθούν να τον ψηφίσουν.

Και θα λέει -φαντάσου τώρα, ε;- αυτός ο νόμος πως τα αρχεία των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ θα κρατώνται μόνο για τρεις μήνες και μετά θα διαγράφονται, και μαζί και οι λόγοι της παρακολούθησης, ή ότι μπορεί πλέον η κυβέρνηση επισήμως (και …. “νομίμως”) να παρακολουθεί και με εργαλεία τύπου predator, ή ότι ο πολίτης θα μαθαίνει μετά από … χρόνια αν παρακολουθήθηκε.

Αυτό όμως, δεν είναι οικονομική πολιτική των δεξιών.

Αυτό, είναι πολιτική των αχρείων.

Αυτό δεν καλύπτεται από το δεξιό παραπέτασμα του “αυτήν την οικονομία θέλουμε”, αλλά από το “αυτήν την κυβέρνηση θέλουμε, να παρακολουθεί τους πάντες και να μην δίνει -νόμιμα πάντα, ε;- και επισήμως λογαριασμό σε κανέναν”.

Αυτό είναι κάλυψη μίας παρανομίας.

Είναι κάλυψη μίας εκτροπής.

~

Κοιτάξτε, καλή η πλάκα, αλλά ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά, για λίγο μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Ζούμε μία εκτροπή άνευ προηγουμένου στην Ελλάδα, κάποιοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο που για συγκεκριμένους λόγους δεν δίνεται ούτε από νόμους, ούτε από το σύνταγμα – και λειτουργούν ως μαφία. Και αυτές οι ενέργειες θα «νομιμοποιηθούν» με έναν νόμο που η λέξη σίχαμα δεν αρκεί να την εκφράσει, και αυτός ο νόμος θα έρθει στην κρίση των βουλευτών.

Ποιος θα ελέγξει αυτήν κυβέρνηση;

Ο,τι έχει κάνει τώρα, το έχει κάνει χωρίς απώλειες, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμία ουσιαστική αμφισβήτηση. Ο,τι έχει κάνει τώρα, από τις βόλτες και τα πάρτι του κορονοϊού, μέχρι τις μεταγενέστερες αλλαγές στον νόμο για να νομιμοποιηθεί ο παράνομος διορισμός του διοικητή της ΕΥΠ – όλα αυτά αυτά έχουν γίνει χωρίς καμία απολύτως απώλεια. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κάνει ο,τι θέλει, ο,τι γουστάρει και αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες – γιατί, πολύ απλά, δεν έχει συνέπειες.

Στ’ αρχίδια της.

Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να κάνει ο,τι θέλει.

Και, μέχρι τώρα, αυτό έκανε.

Και, τις επόμενες ημέρες, θα το δούμε όλοι μαζί εντελώς καθαρά, ότι αυτό θα κανει: ο,τι θέλει.

Ελάτε και πείτε μου τώρα εσείς, ότι υπάρχει άλλος τίτλος που να εκφράζει καλύτερα αυτήν την κατάσταση. Εγώ όσο και να έψαξα, δεν βρήκα.

Είναι απλό:

Αυτή η κυβέρνηση είναι στ’ αρχίδια της.

Γιατί όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είτε την ψηφίσαμε, είτε όχι, -κυρίως όμως όσοι την ψηφίσαμε- την κοιτάμε σιωπηλοί.

Σιωπηλοί ανάμεσά μας, σιωπηλοί στους πολιτικούς μας, τους βουλευτές μας, σιωπηλοί.

Και, όσο εμείς είμαστε σιωπηλοί, όσος χρόνος της μένει, αυτή η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι γουστάρει.

Στ’ αρχίδια της.

(Καλοφάγωτο)

Υπάρχει ένα πρόβλημα όταν είσαι αρθρογράφος. Αν γράψεις για την επικαιρότητα, επειδή άλλος κάνει το ρεπορτάζ, άλλος το δημοσιεύει, κι άλλος το εμπλουτίζει το πρόβλημα είναι ότι κινδυνεύεις να μείνεις εκτός θέματος πέντε λεπτά μετά. Αν όμως περιμένεις να ολοκληρωθεί για το γράψεις ως ανάλυση, είναι πιθανό (ειδικά στις μέρες μας) να έχει ολοκληρωτικά καλυφθεί από ένα καινούργιο σκάνδαλο, και εκεί που πας να σχολιάσεις για το ξυλοκόπημα της οικογένειας Ινδαρέ ή για κάποια ελληνοποίηση με τις ευλογίες της ΕΥΠ, της εκκλησίας και του Άδωνη Γεωργιάδη, να σε προλάβει πχ ο Πάτσης ή, ακόμα χειρότερο, το τρίτο επεισόδιο παρακολουθήσεων.

Είναι ένα πρόβλημα που ομολογώ πως δεν το είχα παλιά. Παλιά, είχαμε ένα σκάνδαλο, και ως αρθρογράφος είχα άπλετο χρόνο να κατασταλάξω και να μοιραστώ μία σκέψη μέχρι να πάρει τον δρόμο του – όποιος και να ήταν αυτός. Τώρα, με ένα σκάνδαλο την εβδομάδα, είναι ξεκάθαρο πως αυτή η διαχείριση με βραχυκυκλώνει – και γίνεται τόσο συχνά, που αρχίζω να αμφιβάλλω αν όλα αυτά απλώς συμβαίνουν, ή αν, τελικά, αυτή η κυβέρνηση με σχέδιο παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα μπορούμε να διαχειριστούμε.

Και υπάρχει ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτό.

Τους προηγούμενους μήνες, το Reporters United, το Inside Story, το Documento, η Εφημερίδα των Συντακτών (με τυχαία σειρά και σίγουρα ξεχνάω κάποιους) έκαναν αλλεπάλληλα ρεπορταζ για την υπόθεση παρακολουθήσεων, κρατικών και ιδιωτικών – άλλοι ως θύματα, άλλοι ως ερευνητές.

Στο γαϊτανάκι μπήκαν δειλά οι υπόλοιπες εφημερίδες μόνο όταν στην λίστα των παρακολουθήσεων καταγράφηκε και το όνομα του Νίκου Ανδουλάκη. Μέχρι τότε, ο Κουκάκης κι ο Μαλιχούδης, είχαν από ελάχιστη, έως μηδαμινή παρουσία για το θέμα, και, αν απέκτησε κάποια βαρύτητα ήταν όταν ο Κουκάκης (γνωστός και τίμιος δημοσιογράφος, και πάντως όχι εκ θέσεως αντικυβερνητικός) έσπασε τα νεύρα όλων μας για να μην το ξεχάσουμε.

Ακόμα όμως, υπήρχαν απλώς αναφορές. Ρεπορτάζ, που να προσθέτει στις πληροφορίες, δεν είχαμε απο τα μεγάλα μέσα.

Ώσπου, ύστερα από το εμφατικο δημοσίευμα του Βαξεβάνη, άρχισαν να επιβεβαιώνονται μεγαλύτερα ονόματα. Του Δένδια, που κρατάει στα χέρια του όλη την εξωτερική πολιτική μας, και την εσωτερική διαδοχή επίσης, του Αλέξη Παπαχελά, διευθυντή της Καθημερινής και φημολογούμενου ως να έχει πλείστες καλές επαφές με ισχυρές πρεσβείες στην χώρα μας, συνεργατών του Σαμαρά, εσωκομματικού αντιπάλου της κυβέρνησης, συνεργατών του Μαρινάκη, ιδιοκτήτη αρκετών μέσων ενημέρωσης από ραδιόφωνο και τηλεόραση έως τύπου και διαδικτύου – μεταξύ πλείστων άλλων.

Και τότε – όλοι ασχολήθηκαν.

Ανακάλυψαν πλαστές ταυτότητες, ανακάλυψαν κουμπαριές, φιλικές σχέσεις, ύποπτα ραντεβού, έκαναν φύλλο και φτερό συνεργασίες, μίλησαν με θύματα και γνώστες, επιβεβαίωσαν ονόματα, άρχισαν να δείχνουν υπευθύνους.

Πέρασε τόσος χρονος, τόσος χαμένος χρόνος μέχρι να καταλάβουν όσοι (ξεκάθαρα κατ’ επιλογή) σιωπούσαν πως ήταν κι αυτοί θύματα δηλαδή, και να άρουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση, και να αρχίσουν να κάνουν το ελάχιστο: την δουλειά τους.

Τι τρομακτικό. Τι θλιβερό, και τρομακτικό συνάμα.

Όμως έτσι είναι τα πράγματα, και δεν είμαστε τυχαία στην θέση 108 – ή, μάλλον, τυχαία είμαστε, άνετα θα μπορούσαμε και πιο κάτω. Και να δείτε, ω ειρωνεία της τύχης, πως αυτή η δημοσιογραφική κριτική, θα θεωρηθεί και τίμια και αξιοπρεπής, και θα ανέβουμε θέσεις, αντί να κατέβουμε ακόμα περισσότερες όπως και μας αξίζει! Φευ.

Άκουσα τον Αλέξη Παπαχελά πχ να απολογείται για το αργό ξεκίνημα λέγοντας “δεν είχαμε δώσει στην είδηση την βαρύτητα που της άξιζε”, μία τόσο κυνική κουβέντα, που σε χτυπάει στο κεφάλι κατακούτελα αν κάτσεις έστω λίγο μόνο να σκεφτείς ποιο ήταν το διακύβευμα, αν θυμηθείς πόσο ούρλιαζε ο Κουκάκης για την ησυχία που προκαλούσε η περιπέτειά του, αν κάτσεις να θυμηθείς πόσο λοιδορήθηκε ο Βαξεβάνης. Φευ.

Φευ.

~

Πάμε όμως στα δικά μας, αν ενδιαφέρεται η δημοσιογραφία, είμαι βέβαιος πως μπορεί να διευθετήσει τα του οίκου της:

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέφτει.

Είτε γιατί παρακολουθούσε όποιον της έκανε κέφι, από πολίτες για τελείως φθηνούς οικογενειακούς λόγους μέχρι ισχυρά οικονομικά, πολιτικά, διπλωματικά στελέχη, είτε, και δεν ξέρω αν είναι χειρότερο ή καλύτερο, γιατί κάποιος άλλος παρακολουθούσε την μισή κυβέρνηση, τις φίλες της γυναίκας του πρωθυπουργού ξέρω γω, κορυφαίους δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, και -αυτό επιμένω πως είναι εξαιρετικά σημαντική αποκάλυψη- τον Δένδια, και, εδώ και τόσους μήνες, αντί να προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, σχολιάζει μόνο το νύχι από το δάχτυλο που τα δείχνει όλα αυτά, συμπεριλαμβάνοντας και σε κάθε τρίτη πρόταση, για πολιτικό κέρδος, τον Σύριζα.

Τώρα βέβαια θα μου πείτε, αυτό είναι το καλό σενάριο, να φύγει, γιατί μία είτε αποτελούμενη από εκβιαστές είτε εκβιαζόμενη κυβέρνηση το να φύγει και να απαγκιστρωθεί από την εξουσία ίσως να μην είναι και τόσο εύκολη υπόθεση.

Είναι και θέμα ενστίκτων επιβίωσης, καταλαβαίνετε.

Εμένα όμως όπως πάντα, με ενδιαφέρει το μετά.

Παρακολουθήσεις, είχαμε από … πάντα. Όλοι θυμήθηκαν τον Μαυρίκη και τον Τόμπρα, κάποιοι λιγότεροι θυμήθηκαν την Vodafone και τον Τσαλικίδη, ελάχιστοι θα θυμηθούν το ΚΚΕ και κανένας, απολύτως κανένας την καταγγελία που έγινε (και) στο omniatv (Ποιοί κάνουν παρακολουθήσεις με συσκευές γεωεντοπισμού; και Παρακολουθήσεις τηλεφώνων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και συλλήψεις δι’ απαγωγής)

Όμως, είμαστε στο σήμερα. Σήμερα, το μισό πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, ίσως και διπλωματικό σκηνικό της χώρας, παρακολουθείται. Δεν υπάρχουν μόνο στοιχεία επικοινωνίας, όπως παλιά – τώρα, ΟΛΑ είναι καταγεγραμμένα. Που πήγαν οι στόχοι μέσω των στοιχείων GPS, τι είδαν μέσω της πάντα ανοικτής κάμερας, τι επικοινωνίες είχαν, μέσω της ανάκτησης μηνυμάτων κάθε είδους εφαρμογής οθόνης, τι είπαν και τι άκουσαν από τους συνομιλητές τους σε δια ζώσης επαφές, μέσω των ανοικτών μικροφώνων, και πάει λέγοντας.

Και όλα αυτά, όλο το εικοσιτετράωρο. Δηλαδή, και στις κοινωνικές τους, αλλά και στις ιδιωτικές τους επαφές. Στις πολύ ιδιωτικές τους επαφές. Δηλαδή, προφανώς το τι έλεγε την ώρα του σεξ μία φίλη της συζύγου του πρωθυπουργού είναι για εκείνη προφανώς ένας βιασμός της ιδιωτικής της ζωής, αλλά αν κάποιος ξέρει τι έλεγε εκείνες τις προσωπικές του στιγμές ένας υπουργός, ή ένας επιχειρηματίας, ο (εκ)βιασμός δεν είναι μόνο ο προσωπικός του, αλλά δυνητικά όλης μας της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.

Ένας ολόκληρος κόσμος παρακολουθείτω, και ακόμα και αν υποψιαζόμαστε τον δράστη, στην ουσία τα στοιχεία που έχει μπορεί να τα έχει πλέον ο οποιοσδήποτε. Ο οποιοσδήποτε. Και ακόμα και περισσότεροι του ενός – όποιος μπορεί να την αγοράσει για οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τους δικούς του, σκοτεινούς και μολυσμένους σκοπούς.

Γιατί άπαξ και ανοίξεις το κουτί της πανδώρας, λυπάμαι, δεν θα ξανακλείσει ποτέ. Οτιδήποτε ηλεκτρονικό, μένει για πάντα. Για πάντα.

Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή, ανάλογα του βαθμού της έκθεσής τους, μπορεί να είναι κατεστραμμένοι για μία ζωή. Είναι σημαντικό, πολύ σημαντικό, να το αντιληφθούμε: Και μόνο η υποψία αυτού του φρικτού βιασμού των προσωπικών τους στιγμών, δεν θα τους αφήσει ποτέ. Για κάθε έναν από αυτούς, είναι μία διαρκής φρίκη αυτή η υπόθεση.

~

Οπότε, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε: Τι είναι αυτό το μετά που περιμένουμε;

Αρκεί να αντικατασταθεί ο πρωθυπουργός από κάποιον άλλον της Νέας Δημοκρατίας; Αρκεί να ονοματιστούν πέντε-δέκα συνεργοί; Αρκεί να πέσει η κυβέρνηση; Να γίνουν εκλογές; Αρκεί, την επόμενη μέρα να μην είναι απλώς αυτοί οι άνθρωποι στην εξουσία;

Αρκεί;

Γιατί αυτή η υπόθεση έχει μολύνει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι σαν εκείνες τις μολύνσεις που αντιμετωπίζεις με ένα μόνο φάρμακο: Έχει επηρεάσει τα πάντα, έχει απλωθεί παντού, και ξεκάθαρα (δείτε την σχεδόν απόλυτη απουσία αντιδράσεων από τα θύματα) το ίδιο το σώμα της κοινωνίας σχεδόν μοιάζει να πολεμάει όχι μόνο κάθε θεραπεία, αλλά και τον εαυτό του τον ίδιο.

Το φρικτό σενάριο θα είναι να κρυφτούμε – όπως έγινε με την Vodafone. Να ξεχάσουμε. Να πούμε “ό,τι έγινε έγινε, έπεσε ο Κούλης, προχωράμε και βλέπουμε”. Είναι κάτι που έχουμε ξανακάνει, με απόλυτη (θεωρώ) αποτυχία. Πιθανόν, το παραδέχομαι, μοιάζει πιο εύκολο…

…αλλά το πρόβλημα δεν θα φύγει. Τα όργανά μας θα είναι μολυσμένα. Ακόμα και αν τα αντικαταστήσουμε κάπως, ο,τι τα τροφοδοτεί κι αυτό θα είναι μολυσμένο. Ακόμα και αν κάνουμε ότι δεν υπάρχει, θα κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Ακόμα και αν πούμε “να, ανέβηκε σκάλες η δημοσιογραφία” για να σας γυρίσω στην αρχή του κειμένου, δεν σημαίνει ότι όντως έχουμε την δημοσιογραφία που μας αξίζει.

Αν πούμε “έπεσε ο Κούλης, ζήτω”, δεν θα έχουμε καταλάβει απολύτως τίποτα.

Αν δεν αφήσουμε πίσω τις προσωπικές μας ο καθένας επιδιώξεις, πολιτικές και οπαδικές, αν δεν οραμαστιστούμε έναν τόπο με ουσιαστική δημοσιογραφία, τυφλή δικαιοσύνη, αληθινή ανάγκη για ριζική κάθαρση και επανακαθορισμού των δημοκρατικών μας αξιών, δεν θα είμαστε στο μηδέν, καλά θα ήταν: θα παραμείνουμε στον βούρκο που κυλιόμαστε, ξεκάθαρα, τόσα χρόνια.

Και, πολύ φοβάμαι, δεν θα έχουμε -στο μετά που θέλουμε να ονειρευόμαστε- όταν κλείσουν πια τα τηλέφωνα, την δημοκρατία που (θα έπρεπε να) μας αξίζει.

Διαβάστε και τις άλλες σκέψεις μου για το θέμα:

Τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις εχθές το βράδυ, σε μία γεμάτη παλμό αλλά όχι “ακρότητες”, όπως συνηθίζουν να τονίζουν τα κανάλια, πορεία για την άρνηση του κράτους να δώσει στον Μιχαηλίδη το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακής, το ξύλο από τους αστυφύλακες (είναι πολύ καλύτερο για μένα το αστυ-φύλακες από το αστυ-νομικούς όταν εμφανώς παρανομουν) έπεσε βροχή. Σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, σε ανθρώπους που δεν αποτελούσαν απειλή, σε δημοσιογράφους.

Ο Μιχαηλίδης, μετά από την προχθεσινή ενημέρωση των γιατρών του, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μια ενημέρωση που έγινε πριν μάθουμε πως η απόφαση για την αποφυλάκισή του, δεν έγινε δεκτή – υποθέτω πως η κατάστασή του θα επιδεινώθηκε μετά από αυτό.

Διαβάζω διαρκώς πως η κυβέρνηση θέλει νεκρό τον Μιχαηλίδη. Αυτό, πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση θα εξυπηρετούσε κάποια από τα αφηγήματά της – αλλά εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι, τελικά, λάθος.

Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε πως πράγματι θέλουν να δημιουργήσουν ένταση για να κάνουν άσπρη-μαύρη την διαδικασία των εκλογών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως οι άνθρωποι που θέλουν να προσεγγίσουν, ας τους πούμε συντηριτικούς ψηφοφόρους, χέστηκαν για τον Μιχαηλίδη. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν θέλω να φτάσω να πω πως προτιμούν να πεθάνει, διότι ως άνθρωπος είμαι μάλλον αισιόδοξος και θεωρώ, υπολογίζω και ελπίζω, να νοιάζονται για μία ανθρώπινη ζωή – έστω και αναρχικού.

Πιστεύω όμως πως, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν δεκάρα.

Χέστηκαν.

Φυσικά, το πνεύμα της κυβέρνησης είναι να κερδίσει από τις αντιδράσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Επειδή όμως οι αντιδράσεις είναι πια γενικευμένες – δεν είναι πια μόνο αναρχικοί που κατεβαίνουν στον δρόμο, δεν είναι καν μόνο αριστεροί αυτοί που αντιδρούν στις κυβερνητικές επιλογές – οι αντιδράσεις μπορεί να έρθουν και από τους ίδιους στους οποίους στοχεύουν για την ψήφο τους. Η “Μακεδονία” δεν είναι πια θέμα πολιτικής αντίστασης, η Τουρκία φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι διόλου “απομονωμένη”, η οικονομική δυστοκία χτυπάει πια όλες τις τάξεις, ειδικά σε πετρέλαιο, ενέργεια, τιμές προϊόντων, οι άνθρωποι χάνουν δικούς τους από τον κορονοϊό – χώρια τα υπόλοιπα. Ε, όλοι αυτοί αν διαμαρτυρηθούν πάνε για ξύλο ασήκωτο, από μία αστυνομία ξεκάθαρα οπλισμένη και με το ελεύθερο να ανοίξει κεφάλια, οπότε ο Μιχαηλίδης είναι γι’ αυτούς το λιγότερο.

Δεν την ενδιαφέρει την κυβέρνηση ο θάνατος του Μιχαηλίδη.

Δεν είναι ο νεκρός που θέλει, που την εξυπηρετεί:

Η κυβέρνηση θέλει νεκρό αστυνομικό.

~

Ήταν σε μένα εμφανές πως, ήδη από τον καιρό της Νέας Σμύρνης, όπου οι αστυφύλακες τσάκισαν έναν αθώο άνθρωπο, έμειναν ατιμώρητοι, ο κόσμος αντέδρασε και τους τσάκισαν κι αυτούς, ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και τους τσάκισαν και αυτούς στο ξύλο, αλλά και αργότερα, όλη την διαδρομή μέχρι την ευθεία βολή του αστυνομικού με τον εκτοξευτήρα δακρυγόνων πάνω στο πλήθος, πως η κυβέρνηση θέλει, δημιουργεί, προσδοκά και βασίζεται στην ένταση.

Αλλά ο νεκρός που αποζητά για να χτίσει το αφήγημά της, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν την ενδιαφέρει να είναι πολίτης. Αυτό, είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για την ουσιαστική ερώτηση, την ερώτηση που θα φέρει την ψήφο που είναι το ζητούμενο, το “θέλετε κράτος ή όχι”, δεν τίθεται με έναν τραυματισμένο ή έναν νεκρό πολίτη.

Απαντάται με πολύ περισσότερο ξύλο, πολύ περισσότερη κυβερνητική παρανομία, τόσο πολύ που οι αντιδράσεις θα ενταθούν, θα βγουν οι πέτρες, θα βγουν οι μολότοφ, θα γεμίσουν οι δρόμοι αίμα.

Η ατιμωρησία -από πλευράς μας, από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησής μας- προς τους ανθρώπους που δρουν με την «νομιμοποιημένη, κρατική βία» θα φέρει μαθηματικά, και σχεδόν αναμενόμενα, την ανάλογη αντίδραση.

Για να τεθεί η ερώτηση σωστά λοιπόν, δεν είναι το δικό μας αίμα που πρέπει να γραφτεί. Θα πρέπει να είναι το επόμενο κατά σειρά αίμα. Θα πρέπει να γραφτεί με αίμα αστυνομικού.

Και τότε, ναι. Τότε η κυβέρνηση θα θέσει επιτέλους το ερώτημα. “Την τάξη, ή την παρανομία;” “Εμάς, ή αυτούς;” Και ακόμα και οι τζημεροφαηλομπογδανοι -πόσο μάλλον οι απλοί συντηρητικοί- θα δυσκολευτούν να πουν άλλους, η απάντηση είναι δεδομένη: Την τάξη. Την εξουσία. “Εμάς”.

Πιάνει τόπο όσο να πεις το χρήμα που ξοδεύουμε σε συμβούλους του Μαξίμου.

~

Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να το πει στους αστυφύλακες αυτό. Είναι αδύνατο να καταλάβουν για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε οι άνθρωποι που χτυπούν με γροθιά πισώπλατα δεμένους ανθρώπους. Είναι ασύλληπτα εθιστική η εξουσία του να παρανομείς και μην είσαι υπόλογος πουθενά γι’ αυτό: δείτε τον άνθρωπο που πυροβόλησε στο ΑΠΘ – διάολε, δείτε τον ΜΑΤατζή που έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι σε διαδήλωση μόλις προχθές, δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Τι να τους πεις; σας χρησιμοποιούν; Δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Δεν έχει νόημα να το πει κανείς και στους αναρχικούς. Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι είναι παράνομη Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ και παραμένουν στην φυλακή αποκλειστικά γι’ αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, κάθε καταγγελία τους ότι αυτοί που τους κατηγορούν (εν προκειμένω εμείς, το κράτος) παρανομούν εξίσου, αν όχι πολύ, πολύ περισσότερο – πέφτουν στο κενό. Σε πλήρη ησυχία. Όλοι μας, όσοι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό, κοιτάμε αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι δηλαδή, να σε βαράνε παράνομα αυτοί που σε κατηγορούν εσένα για παράνομο.

Φυσικά, δεν έχει νόημα να το πει κανείς στην κυβέρνηση αυτό. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που, ξεκάθαρα, αρνείται να παραδεχθεί οποιοδήποτε λάθος της, στην ουσία φουσκώνοντας κι άλλο κάθε ζημιά που προκαλείται. Δεν το παραδέχεται στην υγεία, με την έλλειψη ΜΕΘ, γιατρών και νοσηλευτών, στις φωτιές, με την έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, στην οικονομία, που πεντ’ έξι τύποι θησαυρίζουν στις πλάτες μας, δεν το παραδέχονται στο μεταναστευτικό, με την μία αποκάλυψη μετά την άλλη, στον έλεγχο του τύπου και της ενημέρωσης, με την μία καταδίκη μετά την άλλη, στις παρακολουθήσεις, στις απευθείας αναθέσεις, σε, σε. Και αυτά είναι ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΘΗ της, εγώ μιλάω εδώ για σχέδιο για πλάνο. Αλήθεια, να της πει τι κανείς αυτής της κυβέρνησης.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολίτες; Ίσως, ίσως και όχι. Προσωπικά δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως αυτή είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει περάσει στην πολιτική ζωή μου ολάκερη από την Ελλάδα, χωρίς καν σοβαρό ανταγωνισμό – μα, ξέρω, ότι ακόμα κάποιοι την υποστηρίζουν και θα την ψηφίσουν. Σ’ αυτούς λοιπόν ειδικά, ο,τι και να πω, δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Στους άλλους, στους υπόλοιπους, τι να πω, ξέρουμε ήδη.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολιτικούς; Θα απαντήσω μόνο μ’ αυτό: ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε πως κάποιος του έστειλε μήνυμα για να παρακολουθήσει το κινητό του. Ναι, όπως ακριβώς έγινε στον Θανάση Κουκάκη (ο Μαλιχούδης ήταν άλλη υπόθεση) εδώ και μήνες, πολλούς μήνες πριν. Ε, μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης, είπε πως αποσύρει την βουλευτική στήριξη του κόμματός του στο νόμο που επέτρεπε στην κυβέρνηση να μην δημοσιοποιεί κανένα απολύτως στοιχείο για το ποιος παρακολουθείται και γιατί. Α, και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν μαθαίναμε ότι παρακολουθούσαν τον Τσίπρα ή τον… Μητσοτάκη. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα απολύτως.

~

Νομίζουμε πως, ο θάνατος ανθρώπου από απεργία πείνας θα αλλάξει την Ελλάδα. Διαφωνώ. Διαφωνώ γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Διαφωνώ γιατί, νιώθω πως οι περισσότεροι από εμάς, ο “απλός λαός” περιμένουμε να πεθάνει για να αναρωτηθούμε μήπως ήταν άδικος ο θάνατός του προσπαθώντας να είμαστε (νομίζουμε) μαζί με όσους ήδη από τώρα ουρλιάζουν για την ανάγκη να μείνει ζωντανός, τρώγοντας (ατιμώρητα) κυβερνητικό ξύλο στις πλατείες και στους δρόμους.

Διαφωνώ γιατί οι μπουνιές των αστυφυλάκων δεν μας σοκάρουν πια, τα τραβηγμένα όπλα δεν μας σοκάρουν πια, οι πυροβολισμοί μέσα στο πλήθος σε ευθεία βολή δεν μας σοκάρει πια, η σιωπή των ΜΜΕ στα αίσχη δεν μας σοκάρει πια. Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μας σοκάρει πια.

Οπότε πρέπει να έρθουν καινούργια σοκ.

Δεν θα είναι πάντα έτσι λοιπόν. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Άλλο ένα σοβαρό πλήγμα στην δημοσιογραφία καταγράφηκε την τελευταία εβδομάδα. Μία ακόμα εξευτελιστική στιγμή, όχι μόνο για την είδηση αυτή καθ’ αυτή, αλλά κυρίως για τον ντροπιαστικό τρόπο που η ίδια η δημοσιογραφία την διαχειρίστηκε καθώς, μόλις σε ελάχιστες ημέρες, έγιναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να εξαφανιστεί, να αλλοιωθεί, να υποβαθμιστεί και στο τέλος να διαψευστεί με τον χειρότερο τρόπο.

Μία γρήγορη βόλτα στα γεγονότα (όχι ιδιαίτερα ήρεμα αυτήν την φορά, και όχι απολύτως αντικειμενικά), και μετά, ως συνήθως, πιάνω την ανάλυση της σκέψης μου:

Την προηγούμενη εβδομάδα, η ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» βγάζει την ανάλυσή της για το 2021 στην οποία, μεταξύ άλλων, έχει την κατάταξη των χωρών με βάση την δημοσιογραφική ελευθερία.

Για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η λίστα Πέτσα, η δικαστική περιπέτεια των Κώστα Βαξεβάνη – Γιάννας Παπαδάκου και η αντιμετώπιση των προστατευόμενων μαρτύρων, η Ελλάδα έπεσε 38 θέσεις, καταλήγοντας στην θέση 108 – στην χαμηλότερη από τότε που ο οργανισμός αυτός κατατάσει χώρες με βάση την ελευθερία που απολαμβάνει η δημοσιογραφία να ασκήσει το έργο της σ’ αυτές.

Το πρώτο δείγμα για το αν αυτή η κατάταξη σ’ αυτήν την λίστα ήταν δικαιολογημένη ή όχι, ήρθε σχετικά νωρίς: Το (όχι απλώς κρατικό αλλά από την πρώτη μέρα στην αποκλειστική διαχείριση του Μαξίμου) ΑΠΕ αναμεταδίδει την είδηση … ξεχνωντας όμως να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην Ελλάδα, και περιορίζεται στις πτώσεις άλλων χωρών. Έτσι, αν δεν υπήρχαν αληθινοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, το γεγονός ότι κατεβήκαμε 38 θέσεις, δεν θα το μαθαίναμε ποτέ.

Όταν η βολική αβλεψία του ΑΠΕ αποκαλύπτεται, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου φροντίζει να υποβαθμίσει την είδηση, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Δημοσιογραφικού ως ΜΚΟ και προκατειλημμένου ο οποίος προσβάλλει τον ελληνικό τύπο:

Φτάνει δε στο σημείο να αποστείλει επιστολή όπου, μεταξύ άλλων, ζητά από τον οργανισμό να της αναφέρει αν στην απόφαση της κατάταξης πήρε συνεντεύξεις από διωκόμενους δημοσιογράφους (υπονοώντας τον Βαξεβάνη και την Παπαδάκου) (λες και η ελευθερία του τύπου μίας χώρας πρέπει να ορίζεται μόνο από τους δημοσιογράφους που δεν διώκει η δικαιοσύνη του ίδιου του κράτους που ελέγχεται. Τέλος πάντων).

Η υποβάθμιση του ρόλου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα εξαπλώνεται στον φιλοκυβερνητικό τύπο μέχρι που ο γενικός γραμματέας της βουλής (και στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη) επιχειρεί να αποδομήσει και την έκθεση αυτή καθ’ αυτή: Σε μία σύγκριση με την αναφορά του Συμβουλίου της Ευρώπης ισχυρίζεται πως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα παραπλανούν τον κόσμο, και η Ελλάδα στην πραγματικότητα “βρίσκεται κάπου στην μέση” χρησιμοποιώντας έναν χάρτη ως απόδειξη.

Τον ισχυρισμό αυτόν, για άλλη μία φορά, τον αναπαράγει άκριτα ο φιλοκυβερνητικός τύπος, ( Capital, Παραπολιτικά, TheTOC, Πρώτο Θέμα, ΣΚΑΙ μεταξύ άλλων) με ενδεικτικό το άρθρο από το iefimerida, που παραθέτει περισσότερα στοιχεία από το (αρχικό, μάλλον) tweet του γεν. γραμματέα της Βουλής Γιώργου Μυλωνάκη.

Όμως, για άλλη μία φορά επίσης, σύμφωνα με την ανάλυση του Αντώνη Γαλανόπουλου που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο parallaximag όλα αυτά έχουν ένα ψέμα. Εκτός όλων των άλλων (διαβάστε το άρθρο, είναι αποκαλυπτικότατο) ακόμα και ο χάρτης είναι παραλλαγμένος: έχει αφαιρεθεί ο τίτλος του που διευκρινίζει πως αναφέρεται στις ψηφιακές δεξιότητες των κατοίκων, και επ’ ουδενί στην δημοσιογραφική ελευθερία.

Αντιθέτως, οι χάρτες που μιλούν για δημοσιογραφικές ελευθερίες, μας κατατάσσουν στην χειρότερη θέση.

Στο τελευταίο (αλλά το πιο εντυπωσιακό κατά την γνώμη μου) κεφάλαιο αυτής της γενικά απίστευτα θλιβερής ιστορίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέρχεται με μία ανακοίνωση-έκπληξη, στην οποία κατηγορεί τον Σύριζα ότι λέει ψέματα καθώς … ο χάρτης μιλάει στην πραγματικότητα για ψηφιακές δεξιότητες!

(Για να σας το κάνω λιανά, γιατί ο παραλογισμός συχνά είναι δύσκολο να γίνει απολύτως κατανοητός, είναι σαν να βγαίνει μία έκθεση ότι η θάλασσα είναι γαλάζια, κάποιος να διατείνεται πως είναι κόκκινη, να διαψεύδεται με στοιχεία ότι η θάλασσα φυσικά δεν είναι κόκκινη όπως ισχυρίζεται αυτός ο κάποιος, και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να λέει ψεύτη τον Σύριζα(!) καθως η θάλασσα είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρα… γαλάζια)

Το παραθέτω για να το πιστέψετε – γιατί εγώ δεν το πίστευα:

Αυτόν, δηλαδή, τον ίδιο χάρτη, που έχουν βάλει ΟΛΑ τα συμπολιτευτικά μέσα – ε, αυτός δεν έχει σχέση με την ελευθερία του τύπου. Το λέει ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Και αυτοσυγχαίρεται. Και το αναπαράγουν, άκριτα, ΤΑ ΙΔΙΑ ΜΕΣΑ που φιλοξενούν την είδηση με τον αλλοιωμένο χάρτη. Μόνο και μόνο επειδή το είπε η κυβέρνηση.

Αυτά έγιναν (ως τώρα), και σ’ αυτά βασίζω και το σκεπτικό μου για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα.

~

Παιδιά, κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Παρότι ασχολούμαι με την δημοσιογραφία στην Ελλάδα όσο περισσότερο μπορώ, από κάποια πράγματα προσπαθώ να απέχω. Πχ, η τελευταία αναφορά μου στους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα ήταν εδώ όπου προσπαθούσα να αναδείξω πως, ενώ αρκετά ΜΜΕ στην Ελλάδα έχουν φάκελο για τις ανακοινώσεις τους, τα περισσότερα από αυτά (πλην των αξιοπρεπών, δηλαδή) αγνόησαν τελείως κάθε διαμαρτυρία για την δικαστική επιθεση που δέχονται δύο καταξιωμένοι έλληνες συνάδελφοί τους.

Αντίστοιχα, μπορεί να έχω αναφέρει τις τρεις πρόσφατες δολοφονίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα (την οικονομική, την φυσική, και την επαγγελματική – καθώς και τους λόγους που φοβάμαι πως συμβαίνουν αυτά) αλλά επέλεξα να μην γράψω ειδικό άρθρο στην πτώση της κατάταξης της Ελλάδας (παρ ότι γίνεται για τους ίδιους λόγους) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Η διαχείριση της είδησης αυτής καθ’ αυτής της κατάταξης όμως από την δημοσιογραφία στην Ελλάδα, αποδεικνύει πως η κατάταξη (και σ’ αυτό θα πρέπει να συμφωνήσω μετά λύπης μου με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) είναι πασιφανώς λανθασμένη:

Δεν αξίζουμε την θέση 108, και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όσα συμβαίνουν αυτήν την στιγμή.

Πρώτον, το ΑΠΕ αγνοεί την είδηση. Δεν του διαφεύγει, την διαβάζει, αλλά παραπλανεί το κοινό όλων όσων το εμπιστεύονται και δεν αναφέρει την Ελλάδα.

Δεύτερον ο καθ’ ύλην αρμόδιος κυβερνητικός εκπρόσωπος αντί να αντιμετωπίσει σοβαρά την είδηση, διαβάλλει την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Τρίτον η ΕΣΗΕΑ, (που, για να μην γελιόμαστε, δεν έχει αλλάξει διοίκηση όσο πέφτουμε στην κατάταξη, η ίδια είναι) δεν παραιτείται. Διάβολε, τι να παραιτηθεί, δεν βγάζει καν μία αξιοπρεπή ανακοίνωση για το κορυφαίο αυτό θέμα.

Τέταρτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ενστερνίζεται απολύτως την στάση της κυβέρνησης για την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Πέμπτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ΨΕΥΔΕΤΑΙ, προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ, βγάζοντας έναν ΨΕΥΤΙΚΟ χάρτη, που δεν λέει καθόλου αυτό που ισχυρίζονται οι δημοσιογράφοι ότι λέει. Προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ.

Έκτον, κανένα ΜΜΕ (μην τα ξαναλέω, πλην των αληθινών δημοσιογράφων) όταν αποκαλύπτεται πως η είδηση βασίζεται σε ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ, ΨΕΥΔΕΙΣ χάρτες, δεν το αναφέρει. Κανένα.

Έβδομον, ακόμα και τα site που έγραψαν την είδηση, δεν αφαιρούν το ΨΕΥΔΕΣ περιεχόμενό τους. Ειναι ΨΕΥΔΕΣ, παραπλανητικό, ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΑΦΑΙΡΟΥΝ. Υπάρχει, ακόμα εκεί, αυτούσιο, για να συνεχίσουν να το διαβάζουν όσοι τους πιστεύουν.

Όγδοον, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πουλάει τρέλα, εκθέτοντας στην ουσία αυτούς που τον στηρίζουν με αυτό το κατάφορο ψέμα, επιτιθέμενος στην αντιπολίτευση.

Το ξαναλέω, δεν μας αξίζει η θέση 108. Είμαστε για πολύ, πολύ πιο κάτω.

Προφανώς, όπως και στην πρόσφατη υπόθεση των παρακολουθήσεων, δεν μιλάμε πια για “ανθρώπινο λάθος”. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι “δημοσιογράφοι” στην Ελλάδα (αλήθεια, αξίζουν να τους λέμε δημοσιογράφους;) δεν έκαναν “λάθος” στην διαχείριση της είδησης. Διέβαλαν, είπαν ψέματα, και φρόντισαν να αναπαραχθούν τα ψέματα και μόνο αυτά σε μία ιδιότυπη (αλλά απολύτως συνηθισμένη πια) δημοσιογραφική Ομερτά στην Ελλάδα.

Αν δεν υπάρχει λάθος όμως, υπάρχει σχέδιο. Και ο σκοπός αυτού του σχεδίου, δεν μπορεί να είναι άλλος από την παραπλάνηση των πολιτών της χώρας. Και ο μόνος λόγος που θέλει κάποιος οι πολίτες μιας χώρας να τρέφονται με ψεύτικες ειδήσεις και ο μόνος λόγος που θα ήθελε κάποιος να μην δημοσιεύεται κάτι που είναι πιθανό να αποκαλύψει την ίδια την ομερτά τους και να μην ενοχλήσει την συμπαθή τους κυβέρνηση, είναι να ελέγξει το πολίτευμα.

Προσέξτε τι λέω: Δεν υπάρχει λάθος εδώ. Υπάρχει σχέδιο. Μία ολόκληρη πλεκτάνη απο ψέματα και βρώμικες, ανοίκειες συκοφαντίες για να μην αποκαλυφθεί ο δημοσιογραφικός οχετός που κυβερνά την ενημέρωσή μας.

Κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Δείτε ποιοι δημοσιογράφοι μιλούν, ποιοι αντιδρούν, δείτε ποιοι δημοσιογράφοι τουλάχιστον ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ λίγο για την κατάστασή μας, και στηρίξτε τους όσο περισσότερο μπορείτε, με όσους περισσότερους τρόπους μπορείτε.

Είμαστε εδώ και καιρό σε πόλεμο.

Και δεν χάνει μόνο η αλήθεια. Χάνει η ίδια η δημοκρατία.

Υ.Γ.: Διαβάστε και αυτήν την αξιόλογη και πληρέστατη ανάλυση – παρότι ομοιάζει πολύ με την δική μου (λογικό γιατί η επικαιρότητα είναι η ίδια, αλλά δεν είχα το άρθρο υπόψη μου πριν γράψω το δικό μου άρθρο) έχει πολύ περισσότερα στοιχεία και είναι τουλάχιστον εξίσου, αν όχι καλύτερα, τεκμηριωμένη από το παρόν άρθρο.

Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με την Σάσα Σταμάτη, αλλά με ιντρίγκαρε μία κουβέντα με τον Δημήτρη Παπαβομβολάκη του 2020mag.gr. Μία κουβέντα που με βοήθησε να καταλάβω τι ακριβώς έγινε διαφορετικό στην σκηνή του Τζένη Καρέζη, από όσα βιώνουμε τόσο καιρό.

Δεν είναι ότι είμαι υπεράνω, ή κάτι τέτοιο. Κανέναν άνθρωπο, ούτε προφανώς την κ. Σταμάτη δεν θεωρώ λίγο, ή κατώτερό μου, ή ανάξιο της ασχολίας μου. Ούτε και η πράξη της μου φάνηκε αμελητέα, κάθε άλλο: Θεωρώ τον Χριστόφορο Ζαραλίκο ως έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, και απολαμβάνω να διαφωνώ μαζί του κάθε φορά που τον παρακολουθώ στην οθόνη – αποτέλεσμα σεβασμού όπως, άλλες φορές, τον Καλαμούκη και τον Αποστόλη της Ελληνοφρένειας, ή τον Χάρρυ Κλύνν παλιότερα για όσους θυμούνται. Μόνο με τον Πουλή της Ανασκόπησης του ThePressProject.gr βρίσκομαι να συμφωνώ πάντα – κάτι που πρέπει να ανησυχήσει σοβαρά τουλάχιστον έναν εκ των δύο μας.

Μιλώντας με τον Δημήτρη για το συμβάν όμως, κατάλαβα γιατί δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ – και, κυρίως, κατάλαβα ότι έκανα τρομερό λάθος, καθώς άφησα να μου διαφύγει πόσο υπέροχα εμπνευστική είναι αυτή η ιστορία.

Για τα πρακτικά, λίγο τα γεγονότα: Στην παράσταση που δίνει ως stand up comedian ο Χριστόφορος Ζαραλίκος στο θέατρο Τζένη Καρέζη, εχθές το βράδυ, η Σάσα Σταμάτη κατέβηκε και την διέκοψε μαζί με δύο φίλους της (η χρήστης @alepouda θυμήθηκε τόσο επιτυχημένα ότι λίγα χρόνια πριν επενέβη η αστυνομία στην σπουδαία παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» που έδινε η Καρέζη με τον Καζάκο).

Η παράσταση πράγματι διεκόπη, η κ. Σταμάτη και οι φίλοι της θέλησαν … κάτι, δεν ξέρω τι, να διαμαρτυρηθούν, να διακοπεί, οι θεατές αντέδρασαν, κατέβηκαν κι εκείνοι στην σκηνή, ο παρουσιαστής πάσχισε να κρατήσει τα πράγματα ήρεμα, και μετά από λίγο η κ. Σταμάτη και οι φίλοι της αποχώρησαν και η παράσταση συνεχίστηκε. Θεατής κατέγραψε και μοιράστηκε το επεισόδιο με το κινητό του, και έτσι μπορέσαμε όλοι να καταλάβουμε τι έγινε, και πως.

Αυτά για την ιστορία.

Το μετά, …ε, το μετά το φαντάζεστε. Η αντίδραση ήταν μαζική – φυσικά, όχι μόνο από την μία πλευρά αυτών που συμπαθούν τον Ζαραλίκο έτσι κι αλλιώς. Ακόμα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Οικονόμου πήρε (κάποια, παράξενη μάλλον) θέση για το θέμα.

Τι θα μπορεί να ήθελε η κ. Σταμάτη από την ενέργειά της; Στις εξηγήσεις της, θέλησε να επισημάνει πόσο σημαντική είναι η Μάνδρα για εκείνη – κάτι που δεν είχε κανένα νόημα για μένα, καθώς ο κωμικός δεν είχε την παραμικρή ειρωνεία για την Μάνδρα στο κείμενό του. Είπε όμως για τον εφοπλιστή Μαρινάκη, που κάποια στιγμή έδωσε χρήματα για την Μάνδρα – και αυτό, κατά τα φαινόμενα, ήταν αρκετό για την κ. Σταμάτη και τους φίλους της, (που μπορεί να ήταν και αυτοί από την Μάνδρα και να παρεξηγήθηκαν κι αυτοί που ελοιδωρείτω ο προστάτης της περιοχής τους).

(Ίσως όποιος βοηθάει για την Μάνδρα γενικά να πρέπει να μείνει εκτός κριτικής, ίσως η ποινή να είναι η αγνή, άδολη επέμβαση σε κάθε παράσταση που μπορεί να αναφέρει το όνομά τους, δεν ξέρω πια, να φτιάξουμε μία λίστα, άλλωστε εκτός της Μάνδρας, οι εφοπλιστές γενικά είναι διάσημοι για την κοινωνική τους προσφορά, νομίζω είχαν συμφωνήσει να δώσουν κάποια χρήματα στο κράτος – αντί φόρων, γιατί αν έπρεπε να πληρώσουν φόρους θα έπαιρναν τις σημαίες τους και θα έφευγαν, δεν τα ξέρω καλά αυτά τα φιλανθρωπικά, δεν έχω μεγάλα καράβια, και άρα δεν έχω τις φουρτούνες τους. Ευτυχώς κιόλας δηλαδή που δεν ασχολούμαι μ’ αυτά γιατί αν ήμουν ναυτικός, δεν ξέρω, κάτι παθαίνουν οι ναυτικοί και πεθαίνουν πολύ εύκολα στην στεριά, ειδικά αν έχουν μπλεξίματα με τον νόμο, αν είναι μάρτυρες ξέρω γω.)

Γιατί όμως αυτή η βιαιότητα δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να με ιντριγκάρει; Εκ των υστέρων, προς πλήρη απογοήτευσή μου, κατάλαβα γιατί.

Γιατί γίνεται καθημερινά.

~

Έχω (προσωπικά, δεν θέλω να μιλάω για άλλους) μουδιάσει πια από τις στιγμές που κάποιος επιτίθεται σε κάτι που διαφωνεί. Για εμένα, πχ, η Σάσα Σταμάτη δεν έκανε τίποτα λιγότερο ή περισσότερο, από τον Δημήτρη Οικονόμου που προσπάθησε στην εκπομπή του να πείσει τους τηλεθεατές ότι η Εφημερίδα των Συντακτών είναι «Συριζαίικο έντυπο» επειδή κριτικάρει τον πρωθυπουργό. Για μένα, αυτή η ενέργεια είναι απόλυτα βίαιη, εντελώς άδικη – όπως και αυτή της Σταμάτη. Ή, όταν από την εξεταστική επιτροπή για τις αναθέσεις της καμπάνιας Πέτσα στα ΜΜΕ, δεν θα καταθέσει ο Κώστας Βαξεβάνης και το Documento που είναι η επιτομή του αδικημένου από την λίστα, και αυτό αποσιωπάται πλήρως από τα ίδια ελεγχόμενα ΜΜΕ. Ή όταν η Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ ερωτά τον πρωθυπουργό – για να εισπράξει μία πλήρη (και, στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς αήθη) επίθεση από τους έλληνες συναδέλφους της, σε βαθμό τέτοιο ώστε να κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα στην χώρα που ζει και εργάζεται.

Η Σάσα Σταμάτη επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει. Είναι μία καθημερινή πρακτική, ο Πορτοσάλτε επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει, ο Πρετεντέρης επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει, και όλοι αυτοί έχουν τους φίλους τους, είναι και μεταξύ τους φίλοι, ο ένας βοηθάει τον άλλον – και τελικά, στην σκηνή, ο κάθε ανώνυμος Ζαραλίκος αποσιωπάται.

Είναι περισσότεροι, έχουν και τους φίλους τους, κερδίζουν. Και στην δημόσια σκηνή, ακούγονται τελικά μόνο αυτά που επιτρέπουν αυτοί.

Καθημερινά.

Όμως, εδώ κάτι άστραψε, κάτι φώτισε, αυτή η ιστορία αξίζει να ειπωθεί. Γιατί εδώ άλλαξε κάτι.

Ο θεατής σηκώθηκε.

Βλέπετε, η κυρία Σταμάτη ήταν ιδιαιτέρως θυμωμένη – και οι φίλοι της ιδιαιτέρως ψηλοί. Όλα έδειχναν πως η σκηνή θα έμενε σιωπηλή, ο Χριστόφορος θα έμενε σιωπηλός – εγώ δεν ξέρω αν θα τολμούσα να τα βάλω με τέτοιους ανθρώπους που ήθελαν να επιβάλουν αυτήν την σιωπή με την βία της δύναμής τους, όπως είχαν μάθει να κάνουν τόσο καιρό.

Όμως το κοινό αντέδρασε κι αυτό.

Το κοινό σηκώθηκε. Διαμαρτυρήθηκε με την σειρά του. Και άλλοι, ελεγε ο Ζαραλίκος στην περιγραφή του συμβάντος, στο παρελθόν έφυγαν από την αίθουσα. Μπορεί, κάποιοι από αυτούς που υπερασπίστηκαν τον κωμικό, να μην ήταν απολύτως ικανοποιημένοι από την παράσταση. Αλλά δεν ήθελαν να επιτρέψουν να την σιωπήσει κάποιος.

Σε μία στιγμή πολύ πιο σημαντική από όσο θέλουμε να αντιληφθούμε, το κοινό αντέδρασε στην σιωπή. Και έδειξε την πόρτα στους βίαιους εκπροσώπους της. Και η παράσταση συνεχίστηκε.

Όσοι με διαβάζετε, ξέρετε καλά πόσο πιεζω για σωστή, πλήρη δημοσιογραφία. Ξέρετε πόσο κόπο κάνω, κάθε φορά, να εκτιμηθεί ο ρόλος της φωνής, της άποψης, της υπεράσπισής της. Μου διέφυγε, ίσως γιατί ήταν η Σταμάτη, ίσως γιατί ήταν ο πασίγνωστος Ζαραλίκος, ίσως γιατί θεώρησα δεδομένο το αποτέλεσμα, μου διέφυγε πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έγινε.

Αντί της επιβαλλόμενης σιωπής, η παράσταση συνεχίστηκε. Τα αστεία ειπώθηκαν, ακούστηκαν, άλλοι γέλασαν, άλλοι όχι, άλλοι προβληματίστηκαν, άλλοι επιβεβαιώθηκαν, ο καλλιτέχνης είπε όλα όσα είχε να πει, και κρίθηκε γι’ αυτό.

Καμία παρέα φίλων δεν μπόρεσε να την διακόψει, να τους την στερήσει. Ενώθηκαν, και είπαν «Ασ’τον να μιλήσει. Άσ’ τον να κριθεί. Ασ’ τον να ακούσουμε. Δεν έχεις δικαίωμα, εσύ και οι φίλοι σου, να μας εμποδίσεις να ακούσουμε αυτό που δεν σ’ αρέσει».

Και, η Τζένη Καρέζη, θέλω να πιστεύω, κάπου θα χαμογελάει από χθες.

Η δημοσιογράφος και μέλος της ΕΣΗΕΑ Μαρίνα Βήχου πραγματοποιεί, μπροστά από το κτήριο της ΕΣΗΕΑ μία διαμαρτυρία με την μορφή της απεργίας πείνας, για την κατάσταση που βρίσκεται αυτήν την στιγμή η δημοσιογραφία στην Ελλάδα.

Αντιγράφω από το facebook:

Παρέμβαση στο ΔΣ της ΕΣΗΕΑ.

Παρέμβαση με αφορμή την έναρξη απεργίας πείνας έξω από τα γραφεία της ΕΣΗΕΑ έκανα σήμερα.

Στην παρέμβασή μου αφού τοποθετήθηκα σχετικά με τους λογους που με οδήγησαν σε αυτή την απόφαση και κυρίως την καθημερινή κατάφωρη παραβίαση του Κώδικα Δημοσιογραφικής δεοντολογίας, ζήτησα:

– Την δημιουργία Παρατηρητηρίου καθημερινής καταγραφής των περιστατικών παραβίασης του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, προκειμένου Το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ να εκδίδει άμεσα ανακοινώσεις.

– Την ενημέρωση εκ μέρους του ΔΣ όλων των επαγγελματιών του κλάδου αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τον Κώδικα.

– Να θέσει η ΕΣΗΕΑ άμεσα το αίτημα η ΕΡΤ και το ΑΠΕ να τεθούν κάτω από έλεγχο διακομματικής επιτροπής.

– Να απαιτήσει οι ενημερώσεις από την Επιτροπή των Λοιμωξιολογων και τον κ. Χαρδαλιά να γίνονται μέσω τηλεδιάσκεψης με συμμετοχή των δημοσιογράφων και όχι με ερωτήσεις που έχουν κατατεθεί πριν την ενημέρωση.

– Να απαιτηθεί από την ΕΣΗΕΑ να ασκηθεί έρευνα για το κατά πόσο ο έγκλειστος για συμμετοχή στην ηγεσία της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή Ηλίας Κασιδιάρης έχει δικαίωμα να ηχογραφεί μηνύματα σε διαδικτυακό μέσο ενημέρωσης μέσα από τις φυλακές του Δομοκού.

Αναμένω τις απαντήσεις του ΔΣ της ΕΣΗΕΑ, συνεχίζοντας την απεργία πεινας, γιατί χωρίς Ελεύθερη έκφραση και Ενημέρωση δεν μπορεί να υπάρχει ούτε Δημοκρατία.

Όπως γνωρίζετε πλέον καλά, η θέση μου για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα (και όχι μόνο) είναι δεδομένη, και ως εκ τούτου ήδη κάθε μορφή αντίδρασης είναι έτσι κι αλλιώς πάντα καλοδεχούμενη. Ειδικά όμως αυτή η διαμαρτυρία μου φάνηκε εξαιρετικά σημαντική, όχι μόνο για την μορφή της, αλλα κυρίως γιατί γίνεται με έναν ενδιαφέροντα τρόπο: Κάθε ένα απο τα αιτήματα αυτά είναι μεν σημαντικά και συμβολικά, είναι όμως ταυτόχρονα και πρακτικά, έχουν άμεσο αντίκτυπο: Μπορούν να γίνουν, αν η ΕΣΗΕΑ συμφωνεί μαζί τους, χωρίς κόστος – ή να μην γίνουν, αν διαφωνεί, αλλά θα πρέπει να αιτιολογήσει την θέση της.

Αποφάσισα λοιπόν, να κάνω κάτι που δεν έχω ξανακάνει: Να φερθώ σε μία δημοσιογράφο που μάχεται για πράγματα που σέβομαι, με τον ανάλογο δημοσιογραφικό σεβασμό που της αξίζει. Πήγα λοιπόν στην ΕΣΗΕΑ, και της ζήτησα να μου δώσει μία συνέντευξη. Αν και η αρχική μου σκέψη ήταν να χρησιμοποιήσω απλώς ως υλικό την συζήτησή μας για να διατυπώσω τις δικές μου απόψεις, άλλαξα γνώμη και αποφάσισα τελικά να αφήσω τα φώτα της δημοσιότητας στην δική της γνώμη και άποψη, και εγώ να κριθώ αποκλειστικά από τις ερωτήσεις που της έθεσα.

~

Από ότι είδα, είχατε δουλέψει για το ΑΠΕ, στο παρελθόν. Πόσο έχει αλλάξει το ΑΠΕ, από τον καιρό που είχατε δουλέψει εσείς εκεί; Η εικόνα που έχουμε εμείς, σαν πολίτες, είναι ότι το ΑΠΕ είναι πάντα κρατικά ελεγχόμενο, και εξ αυτού βγαίνουν και τα άρθρα ή εν πάση περιπτώσει ο,τι άλλο επικοινωνείται. Η εικόνα που έχω σαν Γιάννης είναι ότι έχει αλλάξει πολύ, αυτό το τελευταίο χρονικό διάστημα. Για εσάς, πόσο έχει αλλάξει το ΑΠΕ;

Συμφωνώ απόλυτα με την δική σας τοποθέτηση, πάντα βέβαια οι κυβερνήσεις, επειδή ακριβώς το ΑΠΕ είναι ένα κατά το 51% -αν δεν κάνω λάθος- ελεγχόμενο από το κράτος πρακτορείο ειδήσεων όσο αφορά την χρηματοδότηση τουλάχιστον, πάντοτε υπήρχε μία σκιώδης παρέμβαση. Αλλά νομίζω ότι ποτέ δεν ήτανε στο επίπεδο που έχει φτάσει αυτήν την στιγμή.

Εγώ μπορώ να σας φέρω και ένα παράδειγμα: Κάποτε από το ΑΠΕ μου ζητήσανε να καλύψω την συνέντευξη ενός Ισραηλινού Υπουργού. Στην πορεία έμαθα εγώ, πηγαίνοντας εκεί, ότι αυτός ο Ισραηλινός Υπουργός ευθυνότανε για κάποιες γενοκτονίες Παλαιστινίων. Ονόματα αυτήν την στιγμή δεν χρειάζονται…

..δεν έχει σημασία, ναι.

Λοιπόν, τότε μπαίνοντας στην αίθουσα που ήταν, είπα και στους άλλους συναδέλφους, ότι πιστεύω ότι πρέπει να αποχωρήσουμε από την αίθουσα και να μην τον καλύψουμε καθόλου – και πράγματι οι περισσότεροι βγήκανε, και φύγαμε.

Ομολογώ ότι με πήρε ο προϊστάμενός μου, να μου κάνει κάποια παρατήρηση, αλλά μέχρι εκεί.

Έχω την εντύπωση, ότι αν ήτανε σήμερα, ότι θα με είχε απολύσει.

Πολύ πιο φανερό είναι αυτό που γίνεται, αυτά τα non – όχι τα non papers, απόψεις της κυβέρνησης να περνάνε μέσα από το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, και έτσι αυτούσιες, χωρίς κανένα ρεπορτάζ κι αυτά, να μεταδίδονται από τα μέσα εθνικής εμβέλειας.

Σωστά, γιατί η δουλειά του είναι να μοιράζει υλικό…

…να μοιράζει υλικό αλλά…

…όχι δημοσιογραφία απαραιτήτως…

…ακριβώς, οι άλλοι οφείλουνε να κάνουνε ρεπορτάζ. Που δεν κάνουνε.

Αυτό ήταν ένα θέμα στις θέσεις σας που διάβασα: Λέτε ότι θα θέλατε η ΕΣΗΕΑ να ενημερώσει ξανά -γιατί προφανώς δεν θα τους είναι πρωτάκουστο όλο αυτό- τους κανόνες της δημοσιογραφίας. Η ερώτησή μου είναι, υπάρχει έλλειμα γνώσης; Πιο σωστά: η γνώση είναι το πρόβλημα;

Όχι, σίγουρα δεν είναι, αλλά εάν η ΕΣΗΕΑ αντιληφθεί ότι οφείλει να το κάνει αυτό, τότε θα είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο βήμα. Νομίζω ότι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι δεν το ‘χουνε μελετήσει, κι εγώ πρόσφατα μελέτησα τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας, και ομολογώ ότι εξεπλάγην, ότι είναι ένα εξαιρετικό βρίσκω κείμενο.

Είναι γραμμένο σε μια παλιά εποχή, ήταν άλλο πράγμα η δημοσιογραφία τότε, ακόμα και από ανθρώπους που δεν θα συμπαθούσαμε δημοσιογραφικά, υπήρχε ένα διαφορετικό ήθος, δημοσιογραφικό.

Δηλαδή αν κανείς στεκόταν στο γράμμα του νόμου του κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας θα είχαμε μία εντελώς άλλου επιπέδου δημοσιογραφία στην Ελλάδα – οπότε, εάν δεν πάει η ΕΣΗΕΑ, θα θελα αυτό να το επισημάνω, εάν δεν πάει το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ να ενημερώσει τους συναδέλφους στους διάφορους χώρους δουλειάς για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, αφήνει, ένα κενό, το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα, κάποια άλλη παράταξη, κάποια άλλη πρωτοβουλία, να αναλάβει και να κάνει αυτήν την ενημέρωση.

Οπότε είναι συμβολικότερο αυτό σαν αίτημα, όχι «ενημερώστε τους γιατί θα αλλάξει κάτι», αλλά «αν δεν το κάνετε εσείς, θα το κάνει κάποιος άλλος, θα έπρεπε να γίνει».

Ουσιαστικό είναι, δηλαδή πρέπει οι δημοσιογράφοι να είναι ενήμεροι για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, για να σας το πω έτσι. Κανονικά, αυτήν την ευθύνη θα έπρεπε να την έχει το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ. Αν δεν το αναλάβει η ΕΣΕΗΑ, είναι βέβαιο ότι κάποιος άλλος θα εμφανιστεί να το αναλάβει.

Για το ΑΠΕ και την διακομματική επιτροπή, θα έπρεπε – πρόσφατα είχε τεθεί σαν αίτημα, και από ανθρώπους που δεν το κάνανε, θέλω να πω η προηγούμενη κυβέρνηση είναι πολύ ευχάριστο που το κάνει τώρα, θα ήταν πιο φρόνιμο να το κάνει τότε.

Εσείς, πως οδηγείστε σ’ αυτό, τι είναι αυτό που σας ιντρίγκαρε και είπατε «ως εδώ, θεωρώ ότι πρέπει να βρω έναν τρόπο να ακουστώ» – κατ’ αρχάς, έχουν εμφανιστεί συνάδελφοί σας, να σας ρωτήσουν γι’ αυτό που κάνετε σήμερα;

Όχι, δεν έχουν εμφανιστεί αλλά έχω πάρει πάρα πολλά «μπράβο» και like αυτην την στιγμή – να σας πω κάτι, είναι για μένα η μεγαλύτερη χαρά μου αυτήν την ώρα. Είναι στήριξη, ηθική στήριξη.

Πως οδηγηθήκατε εδώ, ποια ήταν η σκέψη που είπατε «ως εδώ»;

Είναι ίσως μια προσωπική ιστορία, είχα την τύχη να έχω έναν θείο, ήταν ένας πάρα πολύ φωτισμένος άνθρωπος. Αστος δημοκράτης, καθηγητής πανεπιστημίου του οικογενειακού δικαίου, Γεώργιος Κουμάντος το όνομά του. Πρόσφατα, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο που μου είχε χαρίσει, με τίτλο «Στόχος η Δημοκρατία«, το οποίο είναι ένας ύμνος προς την δημοκρατία, το δημοκρατικό πολίτευμα όπως θα ‘πρεπε να είναι, το ιδανικό δημοκρατικό πολίτευμα.

Και τον θεωρώ φωτισμένο, διότι έναν άνθρωπο τον οποίο η δικτατορία απέλυσε από την δουλειά του – δηλαδή είχε το σθένος να εναντιωθεί στην δικτατορία τον απέλυσαν, τον εξορίσανε, σημαίνει ότι είχε…

…είχε λόγο και τιμή έκφρασης…

…ναι ακριβώς. Και μέσα στο βιβλίο αυτό, αναφέρεται σε διάφορα θέματα που σχετίζονται με την δημοκρατία, αναφέρεται βέβαια και στο θέμα της ενημέρωσης, της έκφρασης, της γνώσης, το πόσο σημαντικό είναι για τους ανθρώπους να έχουν την ελευθερία στην γνώση, για να μπορούν μετά να αποφασίζουν και για την μοίρα τους. Αυτό το βιβλίο έπαιξε νομίζω έναν καθοριστικό ρόλο να μου ξυπνήσει μέσα και σε μένα το συνειδησιακό, δηλαδή ότι φτάνει κάποια στιγμή σε όλους μας, όχι, ίσως όχι σε όλους, που λες αυτό το «ως εδώ», δηλαδή «εγώ τώρα τι κάνω, βλέπω αυτήν την κατάντια», δηλαδή αυτό που είπα και στο ΔΣ σήμερα – τους είπα, ότι το δημοσιογραφικό επάγγελμα εξελίσσεται στο σφουγγαρόπανο που γυαλίζει τα σκαλιά του Μεγάρου Μαξίμου. Κι αυτό είναι ντροπή, δηλαδή δεν το χωράει η συνείδησή μου ότι μπορεί αυτό να γίνεται.

Αυτό λοιπόν, αν θέλετε: Αγανάκτιση, αίσθηση ευθύνης, η συνείδησή μου, αυτά τα πράγματα.

Δηλαδή ήταν αυτό το βιβλίο που άλλαξε τα πράγματα.

Έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο.

Αν αυτός το έγραψε, εγώ μπορώ να το μεταφέρω, σαν θέση.

Ναι.

Υπήρχαν συνάδελφοί σας που συμφωνούσαν με αυτές τις σκέψεις, όχι με το αποτέλεσμα της ενέργειας, και μέσα και έξω από το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ;

Δεν χρειάστηκε – ο άνδρας μου είναι βέβαια κι εκείνος συνταξιούχος δημοσιογράφος όπως κι εγώ, και τα συζητήσαμε αυτά τα πράγματα, και όταν του είπα την σκέψη μου γι’ αυτά τα πέντε σημεία, τα βρήκε ότι είναι πολύ λογικά αυτά τα αιτήματα. Νομίζω ότι είναι αιτήματα που λογικά, η πλειοψηφία του κλάδου, των ανθρώπων που είναι έντιμοι, δεν μπορεί να μην συμφωνήσουν.

Κάπου εκεί θέλω να καταλήξω το ερώτημά μου: έχετε μιλήσει με ανθρώπους, του κλάδου σας, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι αυτά τα αιτήματα – εντάξει, αυτά τα αιτήματα από μόνα τους είναι μια αρχή, και για εσάς είναι μια αρχή, ως τέτοια τα αντιμετωπίζετε, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε άλλα μικρότερα ή σημαντικότερα άλλα, σαφώς – υπήρξαν άνθρωποι δίπλα σας οι οποίοι είπανε «είναι πολύ λογικό, ας γίνει».

Υπήρξαν άνθρωποι που να σας είπαν «δεν έχει κανένα νόημα»;

Υπήρξαν άνθρωποι που μου είπανε ότι «μπορεί τελικά να μην κάνεις τίποτα, το ξέρεις, έχεις υπολογίσει όλους τους παράγοντες, το ‘να, τ’ άλλο»… Εγώ ξέρετε σαν άτομο και σαν χαρακτήρας μ’ αρέσει να πέφτω στα βαθιά, δηλαδή αν κάτι το πιστεύω, θα προχωρήσω, και δεν θα σκεφτώ ούτε το κόστος, ούτε το ρίσκο.

Αλλά υπήρξαν, σαφέστατα.

Υπήρξαν άνθρωποι οι οποίοι είπαν δεν αξίζει τον κόπο, ή εν πάση περιπτώσει δεν αλλαζει κάτι.

Ακριβώς, ναι.

Εδώ στοχοποιείται μία κατάσταση για κάποιους ανθρώπους οι οποίοι είτε δεν γνωρίζουν τι δουλειά κάνουν, είτε γνωρίζουν, αλλά την κάνουν λάθος, είτε γνωρίζουν, την κάνουν λάθος, αλλά νομίζουν ότι την κάνουν και σωστά.

Όπως στην αστυνομία, που θα έπρεπε να υπάρχει μία αυτοκάθαρση, και ένας αστυνομικός που χτυπάει έναν πολίτη θα έπρεπε να έχει απέναντί του πρώτα τους τριάντα που είναι γύρω του, έτσι και στην δημοσιογραφία, όταν κάποιος την κακοποιεί (για να το πω ευγενικά) θα έπρεπε να έχει άλλους τόσους, οι οποίοι αντιδρούν.

Έχετε μιλήσει με ανθρώπους που κακοποιούν την δημοσιογραφία, έχετε εικόνα των θέσεών τους; Έχετε φτάσει να τους πείτε «Γιώργο, Βαγγέλη, Κώστα, αυτό που κάνετε δεν είναι δημοσιογραφία, μ’ αυτό που κάνεις δεν τιμάς το επάγγελμα»;

Όχι, δεν έχει τύχει να το κάνω.

Έχετε γνωστούς τέτοιους ανθρώπους αλλά δεν οδηγείστε σ’ αυτές τις συζητήσεις;

Θα σας πω τι μου έχει τύχει στην πορεία, μου έχει τύχει συνάδελφός μου να με καταγγείλει δημόσια μέσα από το κανάλι που δούλευε, ότι εγώ καθοδηγώ το κίνημα κατά των Ελλήνων κλπ. Σ’ αυτήν την περίπτωση δεν κάθεσαι να κουβεντιάσεις, πήγα δικαστικά, το πάλεψα, δηλαδή έτσι έπρεπε να αντιδράσω.

Δεν αναφέρομαι σ’ αυτό, ήταν μία διαμάχη, δεν ήταν μία συζήτηση, δεν θα κέρδιζε κανένα από τα δύο μέρη κάτι. Αναφέρομαι περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, έχετε δεκαπέντε συναδέλφους, εκατό, διακόσιους – αν σας είχε τύχει ποτέ….

Ίσως από μία πλευρά ήμουν τυχερή, από την άποψη ότι εγώ δεν εργάστηκα ποτέ σε τηλεοπτικό κανάλι. Τα χοντρά προβλήματα νομίζω βρίσκονται εκεί. Διότι είναι η ακροαματικότητα κι αυτή που έχουνε τα κανάλια, είναι η εξουσία που δυστυχώς κάποιοι συνάδελφοι νιώθουν και κάνουν κάταχρηση αυτής της εξουσίας, αλλά υπάρχει και ένας ομερτά στον κλάδο, ένας ιδιότυπος ομερτά. Εγω ήμουν τυχερή διότι δεν βρέθηκα σε τέτοιο πόστο, που να ‘χω καραμπινάτες περιπτώσεις, που πιστεύω ότι αν είχα θα έβγαινα – αλλά δεν είχα.

Μπορεί να υπάρξει δημοσιογραφία, έχοντας βγάλει έξω το θέμα της οικονομικής της διάστασης; Μπορεί να υπάρξει δημοσιογραφία όταν ο πελάτης, που πληρώνει, δεν είναι αυτός που την αγοράζει, είναι αυτός που την συντηρεί; Δεν λέω αν είναι κακό, ή καλό – λέω μπορεί να υπάρξει κατά την γνώμη σας δημοσιογραφία;

Μα γι’ αυτό ακριβώς όμως έχουμε τον κώδικα δεοντολογίας, ώστε να μπορούν οι συνάδελφοι, οι οποίοι υφίστανται την όποια πίεση – γιατί βεβαίως, ο άλλος θα μετρήσει, την οικογένειά του, το πως θα τα βγάζει πέρα κλπ, αλλά γι’ αυτό όμως υπάρχει ο κώδικας δεοντολογίας, και γι’ αυτό υπάρχει και η δυνατότητα, τώρα μάλιστα που είναι και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπορούν να γίνονται πια καταγγελίες.

Είδατε ο δημοσιογράφος στην Θεσσαλονίκη, που τον απολύσανε από έναν ραδιοφωνικό σταθμό ως αναρχικό, ότι βγήκε αμέσως και το κατήγγειλε κλπ. Άρα νομίζω πλέον ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, η οποία είναι και μία κάπως δικλείδα ασφαλείας προς τους συναδέλφους που υφίστανται τέτοια πίεση, ότι μπορούν δηλαδή να ορθώσουν κάπου το ανάστημά τους και να πουν «εγώ, αυτό θα το καταγγείλω».

Μπορεί να το καταγγείλει. Θα βρει δουλειά; Αυτή την στιγμή τα μέσα, ο τύπος, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, έχουνε πολύ ξεκάθαρες πηγές χρηματοδότησης, γιατί δεν είναι η αγορά του προϊόντος, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο δεν είναι σίγουρα, γιατί δεν είναι συνδρομητικά, απο την εφημερίδα είναι πολύ χαμηλά οι πωλήσεις, είναι μόνο οι επιχειρήσεις (που διαφημίζονται), και το κράτος όπου αυτό παρεμβαίνει, και δίνει κάποιες στηρίξεις κλπ.

Κάποτε, ήταν η εποχή των CD και των βιβλίων που έλεγαν τουλάχιστον θα πουληθούν και 10 χιλιάδες, 20 χιλιάδες φύλλα – εκατό χιλιάδες έδιναν κάποτε το Βήμα και Τα Νέα. Τώρα, το 99% των επιχειρήσεων τύπου, λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Θα βρει δουλειά κάποιος που αντιδρά; Και τι θα πούμε στον δημοσιογράφο, που του λέμε «αντέδρασε, γιατί αυτός είναι ο ρόλος σου μέσα από την σχέση εμπιστοσύνης που έχεις υπογράψει με το κοινό» – αλλά αύριο το πρωι, δεν θα βρει δουλειά.

Είναι ένα δύσκολο ερώτημα, γιατί εκεί έρχεσαι ακριβώς σε σύγκρουση με την συνείδησή σου – ανάμεσα στην ανάγκη και την συνείδηση, τι θα έπιλέξεις, όμως όπως σας είπα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τώρα δίνουν δυνατότητες οι οποίες μπορούν να κάνουν και τα ολιγοπώλεια που έχουμε τέλος πάντων να το σκεφτούν πολύ καλύτερα εάν θα προσωρήσουν στο να απολύσουν αυτόν τον συνάδελφο. Και επίσης έχουμε πια και την κοινωνία, η οποία λειτουργεί σαν ένας να το πω «ενδιάμεσος», δηλαδή αρχίζει η κοινωνία η ελληνική, και βλέπει ότι κάτι δεν είναι φυσιολογικό σ’ όλο αυτό που σκηνικό που γίνεται, και τι κάνει; Κλείνει, πατάει άλλο κουμπί, αλλάζει κανάλι.

Νομίζω θα έχει μέλλον αυτή η εξέλιξη, είδατε ότι αυτήν την στιγμή 30-40-50% περίπου, στα κανάλια εθνικής εμβέλειας έχει πέσει η ακροαματικότητά τους. Είναι η τιμωρία του κόσμου όλο αυτό, και άρα πρέπει και εκείνοι να το σκεφτούν. Αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζουνε πια τα δεδομένα.

Θα έπρεπε αν η πηγή (χρηματοδότησης) θα ήταν ο κόσμος.

Φοβάμαι ότι δεν είναι – θέλω να πω, ένα survivor θα πουλήσει τον τηλεοπτικό χρόνο για να παραμείνει ας πούμε υγιές ένα κανάλι – δεν ήταν ποτέ, γιατί και η σχέση με τις τράπεζες ήταν διαφορετική, είναι τελείως εξαρτημένοι, αλλά τουλάχιστον θα έπρεπε να είναι. Θέλω να πω αν ο χρήστης επιλέξει το Youtube, βλέποντας τον Χατζηστεφάνου ας πούμε, ή τους Παρόντες του Αυγερόπουλου, σε μία παράλληλη διαδικασία ενημέρωσης, θα μπορούσε πιθανόν να είναι.

Τι εικόνα έχετε σχηματίσει από τον κόσμο που δεν είναι δημοσιογράφοι; Τους βλέπετε να γράφουν στα μέσα, όχι τους επαγγελματίες δημοσιογράφους, οι οποίοι εμπλέκονται και σαν επάγγελμα σ’ αυτό, αλλά από αυτούς που δεν είναι, από τους όσους σοβαρούς, – λίγους, πολλούς, δεν έχει σημασία. Καλύπτει ο κόσμος το κενό της δημοσιογραφίας; Δημιουργείται ένα κενό και το καλύπτει ο κόσμος; Θα μας κάνει καλό όλο αυτό, ή θα μας δημιουργήσει πρόβλημα αργότερα γιατί δεν υπάρχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας, τις οποίες θεωρούσαμε δεδομένες κάποτε;

Αυτό το φοβάμαι κι εγώ. Είδατε πως λειτούργησε ας πούμε η ιστορία με την Νέα Σμύρνη, όπου εκεί βγήκε κάποιος κόσμος με τα κινητά του, και σε έναν βαθμό μετατράπηκε σε ένα είδος ρεπόρτερ τέλος πάντων. Όμως θα μπορούσε αυτό να συμβεί και ανάποδα, αυτό δεν ξέρουμε. Και εκεί είναι ένας χώρος που δεν υπάρχουν κανόνες δεοντολογίας, αυτό είναι που με φοβίζει.

Κάποτε είχαμε τον διευθυντή σύνταξης, που αν είχες εμπιστοσύνη στον ρόλο του, και αν η κοινωνία είχε εμπιστοσύνη στον ρόλο του, μπορούσε να σταματήσει κάτι απο το να δημοσιευτεί, για χίλιους λόγους. Δεν ήταν πάντα κακοί αυτοί οι λόγοι, έστω κι αν ήταν μία μορφή άσκησης εξουσίας. Τότε ο δημοσιογράφος δεν είχε τρόπο (να αντιδράσει)- τώρα έχει.

Η ΕΣΗΕΑ, και κλείνω μ’ αυτό: Θα έπρεπε να έχει λόγο στα οικονομικά των εταιριών που παράγουν δημοσιογραφία;

Η Βουλή πιστεύω θα έπρεπε να έχει λόγο. Η Βουλή, σε μία διαδικασία ελέγχου. Βρίσκω ότι η ΕΣΗΕΑ να κάνει έλεγχο στα οικονομικά, είναι δύσκολο. Αλλά η Βουλή, θα έπρεπε.

Οι εταιρίες τύπου, και χρησιμοποιώ πολύ συγκεκριμένα αυτόν τον όρο, είναι υπόλογες για τα χρηματοδοτικά τους στην ΕΣΗΕΑ, δηλαδή πληρώνουν τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα κλπ, υπάρχει ήδη μία σχέση, γι’ αυτό το αναφέρω.

Υπάρχει, αλλά νομίζω δεν έχει τα εργαλεία εκείνα η ΕΣΗΕΑ να κάνει αυτόν τον έλεγχο, ενώ η Βουλή θεωρώ ότι έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες.

Και θα μπορούσαμε να την ορίσουμε ως ελεγκτή ενός άτυπου πόθεν έσχες, για το πως βγαίνει (οικονομικά) μία εφημερίδα, για το πως βγαίνει ένα κανάλι.

Κοιτάξτε, όταν οι δημοσιογράφοι είναι και στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, κάποιοι από αυτούς μπορεί να έχουν και θέσεις σ’ αυτά τα μέσα, είναι σαν να έχουμε σύγκρουση συμφερόντων. Θα μου πείτε με τους πολιτικούς, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ίσως όχι στον ίδιο βαθμό.

Δεν το ‘χω σκεφτεί, δηλαδή μου βάζετε τώρα ένα ερώτημα που ομολογώ δεν το έχω σκεφτεί, ίσως θα έπρεπε να υπάρχει μία άλλη αρχή που να κάνει αυτον τον έλεγχο, σκέφτομαι, τώρα, που το θέτετε, γιατί και με τους πολιτικούς υπάρχουνε συμφέροντα. Ναι, ίσως θα έπρεπε να υπάρχει μία άλλη αρχή, που να είναι αρχή σχετική με οικονομική διαύγεια, δεν ξέρω…

Υπάρχει άλλη μία αρχή η οποία ελέγχει υποτίθεται το τηλεοπτικό τοπίο, το ΕΣΡ, η οποία επίσης είναι πολυκομματική, και ταυτοχρόνως, εγώ έχω την αίσθηση, εσείς θα συμφωνήσετε ή θα διαφωνήσετε είναι σχεδόν άχρηστη. Είναι εν υπνώσει εδώ και πάρα πολύ καιρό.

Δυστυχώς.

Αυτό είναι επίσης ένα πρόβλημα ελέγχου της δημοσιογραφίας του τηλεοπτικού και ραδιοφωνικού τοπίου. Ούτε αυτό φάνηκε αρκετό, τελικά.

Ναι. Τι να σας πω – είναι και θέμα των ενεργών δημοσιογράφων… Δηλαδή έχουμε φοβάμαι τώρα πέσει και σας το θέτω γενικά σαν κοινωνία, φοβάμαι, όλη η κατάσταση έναν χρόνο τώρα, που έχει δημιουργήσει στον κόσμο πολλά προβλήματα, που άπτονται της οικονομικής του κατάστασης, της ψυχολογικής του, της οικογενειακής πολλές φορές, ότι έχει κάνει τον κόσμο να πέσει, να έχει βυθιστεί σε μία αδυναμία, δηλαδή ότι «δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Και ήθελα και αυτό το πράγμα κάπως, με αυτήν την ενέργεια κάπως να το σπάσω.

Οτι μπορεί να γίνει τουλάχιστον η διαμαρτυρία. Αν όχι να αλλάξει, τουλάχιστον να είναι σαφές ότι κάποιος διαμαρτύρεται γι’ αυτό, ότι δεν είναι καλά τα πράγματα, ότι ο βασιλιάς δεν είναι ντυμένος, όσο και αν κοροιδεύουμε ότι δεν είναι (έτσι).

Αλλά ξέρετε, και η πίεση πια ασκείται – γι αυτό σας είπα αλλάζει το τοπίο, γιατί ασκείται πια και μία έντονη πίεση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που μέχρι στιγμής κατά κύρίο λόγο θα έλεγα ότι θα είναι σε μία θετική κατεύθυνση αυτή η πίεση που ασκείται, μπορεί να αλλάξει όμως.

Είναι ένα όπλο, το πως χρησιμοποιείται αυτό το όπλο είναι κάθε φορά στα χέρια…

…το είδαμε και στην Αμερική.

Ναι, ακριβώς. Λειτούργησε με τελείως διαφορετικό τρόπο.

Και κλείνω μ’ αυτό: Οι πολίτες, γιατί τελικά πάντα σ’ αυτούς καταλήγουμε. Αυτούς καλείται να υπερασπιστεί η δημοσιογραφία, αυτοί είναι η πραγματικοί της εντολοδόχοι. Ξέρουν τι δημοσιογραφία θέλουν; Θέλουν την δημοσιογραφία που θα έπρεπε;

Κοιτάξτε, δεν είναι όλοι οι πολίτες το ίδιο, δεν μπορούνε να μπούνε στο ίδιο καλούπι, σίγουρα δεν μπορούνε.

Μία γενική αίσθηση θέλω. Θέλω να πω έχουμε χίλιους, δύο χιλιάδες ανθρώπους μέσα στο μετρό, να φωνάζουν «αλήτες-ρουφιάνοι-δημοσιογράφοι». Αυτό το έχουμε – δηλαδή ακόμα και αν κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε, ή ακόμα κι αν το χρεώνουμε σε άλλους και όχι σε «εμας», συμβαίνει, είναι υπαρκτό γεγονός. Και αυτό κάπου θα οδηγήσει, θα γεννήσει κάτι άλλο, είτε απαξίωση, είτε μια καινούργια κατάσταση. Έχουμε εκπαιδεύσει τους πολίτες, να ζητούν την σωστή δημοσιογραφία;

Όχι.

Δηλαδή διαβάζω ότι θέλετε να εκπαιδεύσουμε τους δημοσιογράφους να την παρέχουν, αλλά ένα ζητούμενο είναι να εκπαιδεύσουμε και τους πολίτες – λέω, εγώ.

Αυτό είναι το ιδανικό, να συμφωνήσω απόλυτα σ’ αυτό μαζί σας.

Είναι εφικτό; Κατ’ αρχάς, χρειάζεται; Ή αντίδρασή τους είναι, εκτός από φυσιολογική, και προς την σωστή κατεύθυνση;

Όχι, νομίζω ότι χρειάζεται, γιατί διότι το σύνθημα, το οποίο γενικεύει αυτό, «αλήτες ρουφιάνοι δημοσιογράφοι» και μας βάζει όλους μέσα στον ίδιο …κουβά πως να το πω, είναι επικίνδυνο. Η ενημέρωση, η αντικειμενική, και πολύπλευρη και ελεύθερη ενημέρωση για μένα είναι θεμέλιος λίθος της δημοκρατίας. Άρα, αν πάμε εκεί, που δεν ζητάμε μία καλύτερη ενημέρωση αλλά λέμε τίποτα, τίποτα, τότε περνάμε φοβάμαι σε μία εποχή Γερμανίας του μεσοπολέμου. Και ξέρουμε η Γερμανία του μεσοπολέμου τι γέννησε μετά.

Το δεύτερο μέρος δηλαδή από τα αιτήματα που ήταν να ενημερωθεί ο κλάδος, δεν σταματάει σ’ αυτό, είναι μεγαλύτερο γιατί πρέπει να ενημερωθεί και ο κόσμος τι πρέπει να απαιτεί από την δημοσιογραφία, και δεν είμαι βέβαιος ότι το ξέρει. Το αναζητά πιθανόν, όπως ένα παιδί αναζητά το γάλα, αλλά δεν είμαι σίγουρος το ξέρει, τι είναι αυτό που χρειάζεται να έχει.

Είμαστε και σε εποχή που μην ξεχνάτε λειτουργεί πολύ το θυμικό, και λιγότερο η λογική, βάζουμε κάτω τα πράγματα, και λέμε «ναι ρε παιδί μου, αυτός ο δημοσιογράφος κάνει σωστή δουλειά, ο άλλος κάνει μέτρια, ο άλλος είναι άχρηστος». Δεν υπάρχει εύκολο αυτό το κριτήριο – σε ένα κομμάτι μπορεί να έχει να κάνει και με την μόρφωση, με τα βιώματα…

Ναι, χρειάζεται όμως εκπαίδευση, σίγουρα μία εκπαίδευση, και μάλιστα που θα έπρεπε να ξεκινάει από τα σχολεία, να μάθουμε την κριτική σκέψη, δεν έχουμε σ’ αυτήν την χώρα κριτική σκέψη.

Εγώ ξέρετε έχω δουλέψει 10 χρόνια για την ελληνική υπηρεσία του BBC, μας κάνανε σεμινάρια. Μας κάνανε σεμινάρια, όπου, ιδιαίτερα σε εμάς που δουλεύαμε σε βαλκανικές χώρες που ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση, λοιπόν, ήταν πάρα πολύ αυστηροί, οτι θα δώσεις και τις δύο πλευρές, του όποιου ζητήματος.

Είναι ένα σχολείο το BBC – όχι ότι δεν έχει κάνει και το BBC, αλλά μακάρι να υπήρχε και στην Ελλάδα, μακάρι, μακάρι η ΕΣΗΕΑ, να διοργάνωνε τέτοιου είδους σεμινάρια, πάνω στο κομμάτι ενημέρωση και δημοκρατία, νομίζω χρειάζονται αυτά τα πράγματα – αλλά χρειάζεται και αφύπνιση και του ίδιου του κλάδου, δηλαδή ο κάθε νέος δημοσιογράφος που μπαίνει να μην νοιάζεται ότι δημοσιογραφία είναι μόνο «παίρνω το μικρόφωνο, γίνομαι γνωστός, γίνομαι φίρμα» κλπ, όχι, δεν είναι.

Είναι κάτι πολύ πιο βαθύ.

~

Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωι, με την αγωνία αν ο Κουφοντίνας άντεξε, ή πέθανε καθώς περίμενα ένα θαύμα.

Βαρέθηκα να κοιτάω στο twitter, τους όλο και περισσότερους να αγωνιούν μαζί μου, και τους όλο και περισσότερους, ακόμα και ανθρώπους που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση, να τον μισούν και να τον βρίζουν.

Βαρέθηκα.

Το λήγω τώρα: Ο Κουφοντίνας είναι νεκρός. Πέθανε, η καρδιά του δεν άντεξε, το σώμα του έφαγε τον εαυτό του, όλα έληξαν, καμμία ελπίδα, καμμία υποψία θαύματος, το κράτος επέμεινε, κέρδισε, θα θαφτεί κάτω από δύο μέτρα γη, τα σκουλίκια δεν θα βρουν καν τι να φάνε, το λήγουμε εδώ, έληξε, πέθανε. Τέλος.

Και γιατί όχι;

Γιατί – σκατά – όχι;

Εγώ προτείνω να τον ξεχάσουμε. Να μην μπουμε καν στον κόπο να τον θάψουμε. Ένας θάνατος σε αργή κίνηση, μία καρδιά που σταματά πενήντατόσες φορές μπροστά μας, τι νόημα έχει ο επικήδειος;

Για ποιον άλλωστε είναι ο επικήδειος;

Ορίστε, πέθανε.

Τι, μας ήρθε να κλάψουμε; Για ποιον, για τον Κουφοντίνα; Θα μας λείψει; Θα νιώσουμε κάποια απώλεια; χάσαμε κάτι;

Εγώ λέω να τον βρίσουμε. Και εμείς, μαζί με τους δήμιούς του. Ένα κάθαρμα, ένας δολοφόνος έντεκα ανθρώπων, ένα τέρας, ένας βιαστής της δημοκρατίας μας. Ενας εκβιαστής που θα οδηγήσει εκατοντάδες μαλακισμένα να εκδικηθούν τον θάνατό του, βιάζοντας κι αυτά την δημοκρατία μας, που δεν εκβιάζεται, που δεν τρομοκρατεί, που δεν δολοφονεί – εκτός από αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Τρίχες.

Δεν υπάρχει νεκρός εδώ. Δεν χρειάζεται επικήδειος, γιατί δεν πέθανε κανείς που να έχει αξία. Ούτε ο Κουφοντίνας είχε καμιά αξία, ούτε η δημοκρατία μας είχε καμία αξία, ούτε η δικαιοσύνη είχε καμιά αξία, ούτε τίποτα. Κι αυτά, σε αργή κίνηση, χρόνια τώρα, έχουν πεθάνει, έχουν βρωμίσει, όσο και αν φωνάζω ή διαμαρτύρομαι τόσο καιρό.

Πέθαναν όλα. Είμαστε μία κοινωνία από ζόμπι.

Όταν πίστευα πως ήταν ακόμα ζωντανά όλα αυτά, ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί εμείς, φώναζα, για την Γκιουλιώνη, για την γυναίκα που κάηκε στην λαθρομεταναστευτική σκηνή της προσπαθώντας να ζεσταθεί, για τον Βασίλη Μάγγο, για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, για τον Ζακ Κωστόπουλο.

Δεν έχουν πεθάνει όμως αυτοί, εμείς πεθάναμε. Αυτοί δολοφονηθηκαν. Εμεις, απλώς, πεθάναμε.

Σαν το βατράχι στην κατσαρόλα, που σιγά σιγά του αυξάνουν το νερό, και αυτό βράζει, αλλά γίνεται τόσο σιγά που δεν παίρνει χαμπάρι.

Τι, ζούσε η δικαιοσύνη μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Ζούσε όταν δεκάδες πρόσφυγες πέθαιναν, τους βαρούσαν, τους τάιζαν βρώμικο φαι, τους κλείδωναν κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν τα έριχναν ολα σε μία ζαρτινιέρα, όταν έφταιγαν μόνο τα σκουριασμένα σίδερα που κουβαλούσαν τα ναρκωτικά και κανείς όταν εκατομμύρια φαρμακόλεφτα άλλαζαν χέρια, όταν σκότωναν στην φυλακή ατιμώρητα, όταν οι δικαστές που μας ήλεγχαν ξυπνούσαν μία μέρα και δεν είχαν πόστο πια, ή μετακόμιζαν εκτάκτως αθόρυβα – ζούσε η δικαιοσύνη μας;

Τι, ζούσε η δημοκρατία μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Όταν μας έφερναν έτοιμα μνημόνια χιλιάδων σελίδων να ψηφίσουμε σε μία μέρα, όταν οι τραπεζίτες που δάνειζαν τα κόμματα και τα κανάλια τους έπαιρναν αμνηστία, όταν έρχονταν φωτογραφικοί νόμοι για να χτίσει ο επιχειρηματίας νόμιμα αυθαίρετα mall, όταν οι ΚΥΠατζίδες τους διορίζονταν παράνομα χωρίς πτυχίο – και μετά νόμιμα, δεν χρειαζόταν πια, όταν οι φύλακες των συνόρων μας, οι γερμανοί, μας έβριζαν ότι είμαστε αδηφάγα καθάρματα, οι γάλλοι θελαν να πουλήσουν τα ραφάλ και τα σκάφη τους, και οι αμερικάνοι μας δίνουν συγχαρητήρια που δεν υποκύπτουμε στον εκβιασμό ενός τρομοκράτη – ζούσε η δημοκρατία μας;

Τι, ζούσε η κοινωνία μας;

Όταν εραστές των ναζί γίνονταν υπουργοί, όταν τα κανάλια και οι εφημερίδες μας πληρώνονταν για να αγιοποιούν, όταν παίρναμε αστυνομικούς αλλά δεν μας περίσσευαν για γιατρούς, οταν πέρναμε αεροπλάνα αλλά δεν μας περίσσευαν για νοσοκομεία, όταν μας έπειθαν μπροστά στα μούτρα μας ότι περισσότερα παιδιά στα σχολεία είναι καλύτερα από ότι λιγότερα, ή όταν χιλιάδες άνθρωποι μας πέθαιναν ατιμώρητα επειδή ο τουρισμός μας πρέπει να ανθίσει – ζούσε η κοινωνία μας;

Τι, τι θα μας λείψει από όλα αυτά; Τα είχαμε; Τι θα μας λείψει;

Τι νόημα έχει πια;

Σαν μία αρχαία τραγωδία -αχ, πόσο μας αρέσει ο αρχαίος, τραγικός πολιτισμός μας, ε;- ο χειρότερος από μας, ο πιο μισητός, το απόλυτο κακό, αφέθηκε στα χέρια μας, μήπως, μήπως και δούμε στα ματια του να καθρεπτίζεται η αληθινή μας φύση.

Τον άκουσα να μας λέει «…είναι απλό. Με αδικείτε, για κάτι απόλυτα χαζό, για μία αλλαγή φυλακής, για λίγους μήνες ακόμα φυλάκισης. Εγώ όμως ακόμα και για κάτι τόσο χαζό, δεν θα αφήσω να συμβεί αδιαμαρτύρητα. Θα αφήσω την ζωή μου στα χέρια σας. Ο,τι πειτε, θα γίνει. Γράψατε έναν νόμο μόνο για μένα, μα ούτε αυτόν δεν κρατήσατε. Εγώ σας λέω υποκριτές. Ψεύτες, στον νόμο, ψεύτες στην δικαιοσύνη, ψεύτες στην δημοκρατία σας. Ορίστε. Ή θα με σώσετε όλοι μαζί, ή θα με σκοτώσετε όλοι μαζί. Τον χειρότερο απ’ όλους. Τον πιο δύσκολο απ’ όλους. Τον Τρομοκράτη, τον Βαραβά, τον Χίτλερ, τον Σατανά. Το τέρας. Αξίζει δικαιοσύνη το τέρας; Αποφασίστε το. Ιδού, εσείς»

Ιδού, εμείς.

Ε, να εμείς.

Εγώ λέω να μην τον θάψουμε καν. Να τον παρατήσουμε εμεί. Να τον βρίσουμε, «Είσαι δολοφόνος, είχαν χρόνο οι άνθρωποι που σκότωσες με τα χέρια σου να τους λυπηθείς; Εκβίασες την δημοκρατία μας, αυτοκτόνησες, ΨΟΦΟ!». Να βρίσουμε αυτούς που θα προτάξουν την δικαιοσύνη, «τρομοκρατόφιλε! Δολοφόνε της δημοκρατίας! Δολοφόνε της υγείας μας!» Να ψεκάσουμε, να ξυλοκοπήσουμε τα καθάρματα που θα βγουν στους δρόμους έξαλλοι, άλλωστε παρακαλούσαν για τον θάνατό του, αφορμή έψαχναν, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ας έχουν και κανέναν νεκρό, δεν πειράζει – καλύτερα. Ένα ακροαριστερό άπλυτο καθίκι λιγότερο. Και αν σκοτώσουν κανέναν αστυνομικό, να τους σκοτώσουμε και εμείς, όλους, και να φυλακίσουμε οποιον κοιτάξει στραβα, να βαρέσουμε όποιον μιλήσει, να εξαφανίσουμε κάθε ανάρτηση στο διαδίκτυο ως τρομοκρατική, να καταδικάσουμε κάθε οργισμένη δήλωση, να μην απολογηθούμε για τίποτα.

Ποιοι να απολογηθούμε, εμείς;

Απέναντι σε ποιον; Ποιος καθρεφτίστηκε; Ποιον είδαμε;

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πια.

Τίποτα δεν αξίζει τον επικήδειό μας.

Τίποτα. Τελείωσε. Αρκεί. Φτάνει. Κερδίσατε.

Βαρέθηκα να ξυπνάω ελπίζοντας σε ένα θαύμα, πια.

Η Γκουλιώνη πέθανε άδικα, η Αμαλία, οι ανώνυμοι μετανάστες, ο Αλέξανδρος, ο Ζακ, ο Ίλι Καρέλι, ο Νικος Σακελλίωνας, ο Μάγγος, οι φυλακισμένοι, όλοι πέθαναν απολύτως άδικα. Δεν καταλάβαμε τίποτα, δεν μάθαμε τίποτα, δεν αξίζαμε τίποτα.

Το νερό έβρασε εδώ και ώρα, ο βάτραχος μαγειρεύτηκε καλά, αδιαμαρτύρητα και πολύ-πολύ φρόνιμα, το κρέας του είναι έτοιμο, κόστισε λίγο παραπάνω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ τρυφερός και νόστιμος.

Ο μάγειρας, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στους αδημονούντες πελάτες, για να εκφωνήσει, απλά και λιτά, τον επικήδειό του:

«Καλή όρεξη»

Έστω ότι συμβαίνει ένα γεγονός. Ένα γεγονός που μας επηρεάζει όλους – όχι όπως μας επηρεάζει πχ ένας νόμος, αλλά όπως μας επηρεάζει μία απόφαση εξ ονόματί μας, διαφωνούμε μ’ αυτήν, και θέλουμε κάπως να διαχωρίσουμε την θέση μας.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Έστω, ότι κάθε ένας που διαφωνεί, που αντιδρά μ’ αυτήν την απόφαση έχει να αντιμετωπίσει κατηγορίες προσωπικές, άσχετες πλήρως με το θέμα για το οποίο διαφωνεί. Έστω ότι βαφτίζεται κάθε αντίδραση βίαιη, ή φιλοτρομοκρατική, ή ως αναίσθητη απέναντι σε συγκεκριμένους νεκρούς και στις οικογένειές τους.

Έστω ότι τα μεγάλα ΜΜΕ, ραδιόφωνα, κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες επιμένουν να αγνοούν όχι μόνο το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, αλλά και όταν υποχρεωτικά κάνουν μία αναφορά, την διανθίζουν με τις κατηγορίες και την ρητορική που ανέφερα πιο πάνω.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Πως μπορούμε να δείξουμε ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε, πόσοι διαφωνούμε;

Έστω ότι αν γράψεις -έστω γράψεις- το ονοματεπώνυμο του ανθρώπου ο οποίος βιώνει αυτό το γεγονός σε δημόσιο μέσο, κινδυνεύεις να δεχτείς αποκλεισμό είτε της αναφοράς σου, είτε της παρουσίας σου συνολικά για μέρες ή και μήνα ακόμα. Χωρίς να έχεις προσβάλλει κανέναν, χωρίς να έχεις υποστηρίξει το ένα ή το άλλο – και μόνο με το ονοματεπώνυμο.

Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις προσωπικές κατηγορίες όπως «είσαι φίλος της τρομοκρατίας», «υπερασπίζεσαι τον τρομοκράτη», «φίλος των ακροαριστερών, των αντιεξουσιαστών, των αναρχικών», όταν μπλοκάρεσαι αυτόματα από το μόνο μέσο που μπορείς να μιλήσεις και μόνο που αναφέρεις ένα όνομα – ανεξαρτήτως περιεχομένου, τι άλλον τρόπο έχεις να αντιδράσεις;

Διαφωνείς. Ε, και; Ποιος το ξέρει;

~

Μόλις εχθές, μία ενέργεια που έγινε στο facebook με έκανε να αναθαρρήσω για την ποιότητα των συμπολιτών μου, και να ελπίζω, ακόμα, ότι κάτι τελικά μπορεί να αλλάξει.

Χιλιάδες άνθρωποι, μαζικά, άφησαν ένα σχόλιο στο τελευταίο άρθρο της Προέδρου της Δημοκρατίας στο facebook. Το αίτημά τους ήταν πως η ΠτΔ οφείλει να πάρει θέση στην διαμάχη για την κυβερνητική άρνηση στο αίτημα για μεταγωγή του καταδικασμένου για τρομοκρατία και δολοφονίες Δημήτρη Κουφοντίνα (το καλό με το να έχεις δικό σου blog, κανείς δεν μπορεί αυτόματα να σε λογοκρίνει επειδή ανέφερες απλώς ένα όνομα) στον Κορυδαλλο, και την ως διαμαρτυρία απεργία πείνας του κρατούμενου που τον οδηγεί σε μόνιμες βλάβες, ή θάνατο.

Τα περισσότερα αν όχι όλα τα μηνύματα διάβασα εγώ (και διάβασα ΠΟΛΛΑ), είχαν μία ευπρέπεια και ένα ήθος που σπανίζει στον δημόσιο λόγο. Δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς επικοινωνούσαν με την ΠτΔ που εξ θέσεως δεν έχει αρμοδιότητες για το ζητούμενο θέμα (αν εξαιρέσει κανείς πιθανή άρνησή της να υπογράψει τον νόμο που στερούσε, φωτογραφικά λέει η δικηγόρος του, την δυνατότητα σε τρομοκράτες να εκτίουν την φυλάκισή τους σε αγροτικές φυλακές – αλλά δεν έχω αρκετές γνώσεις για κρίνω την αντισυνταγματικότητά του και/ή την δυνατότητα παρέμβασής της), και το αίτημα ήταν, απλώς, να πάρει δημόσια θέση στο ζήτημα αυτό, πριν ο ασθενής πλέον κρατούμενος καταλήξει. Όταν δε, οι αρχικοί σχολιαστές είδαν τα μηνύματά τους να εξαφανίζονται από την σελίδα, επανήλθαν και πολλαπλασιάστηκαν μάλιστα, διατηρώντας, παρά τις διαμαρτυρίες τους, έναν κόσμιο λόγο.

Όπως το βλέπω εγώ, ήταν μία κορυφαία στιγμή δημοκρατίας.

Οι αποκλεισμένοι από τον δημόσιο λόγο συμπολίτες μας, επώνυμα κατα βάση (καθώς το facebook είναι πολύ αυστηρότερο στην «ανωνυμία» από ότι πχ το twitter), ευπρεπώς σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, δημόσια και κατά χιλιάδες, ζήτησαν από την ΠτΔ να παρέμβει με την θέση της.

Προφανώς η ΠτΔ δεν μπορεί θεσμικά να αλλάξει κάτι πια – είναι προφανές αυτό. Μία δήλωσή της όμως, θα κατέρριπτε κάθε φαιδρό και έωλο επιχείρημα όπως «υποστηρικτές της βίας και της τρομοκρατίας» με το οποίο στολίζονται όλοι οι διαμαρτυρόμενοι, και θα έμενε χώρος μόνο για σοβαρή συζήτηση, και καθαρά επιχειρήματα.

Η γνώμη μου είναι, ότι ζήσαμε μία ψηφιακή πλατεία Συντάγματος.

Μοιάζει υπερβολικό, το καταλαβαίνω, αλλά θεωρώ ότι οι κινητήριες γραμμές είναι οι ίδιες. Δημοκρατία, Δικαιοσύνη. Οι πολίτες που φέρουν το στίγμα της αποδοχής της τρομοκρατίας, ακουμπούν στον πρώτο πολίτη της δημοκρατίας, ευπρεπώς, την αγωνία και τις ελπίδες τους για να είναι δίπλα τους, έστω με μία δήλωση, έστω και μόνο για την επόμενη μέρα όπου νιώθουν ότι θα χρεωθούν αυτό που αισθάνονται ότι είναι μία κρατική δολοφονία.

Αν δεν είναι αυτό, από μόνο του, δείγμα στήριξης της δημοκρατίας, τι είναι;

Δεν τρέφω ελπίδες για την παρέμβαση της κ. Σακελλαροπουλου – δεν είναι καν αυτό το δικό μου ζητούμενο, αν με ρωτήσετε. Αν πιστεύει ότι οφείλει, ας παρέμβει. Αν πιστεύει ότι δεν οφείλει, ότι δεν πρέπει, ας μείνει σιωπηλή. Αν θέλει να στηρίξει τον Κουφοντίνα στο αίτημά του (σταματήστε ένα λεπτό, και σκεφτείτε το, δεν θα ήταν μία μοναδική στιγμή;) ας το κάνει, αν θέλει να στηρίξει την κυβέρνηση, ας κάνει αυτό.

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη, και θα κριθεί από τις πράξεις και τις απραξίες του – όπως άλλωστε (ειδικά σ’ αυτόν τον θεσμό) έγινε πολλάκις στο παρελθόν.

Όπως όμως σε κάθε διαδήλωση, όπως σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε επανάσταση, έχει μεγάλη σημασία να ζητάς. Αν θα πετύχεις είναι ένα επόμενο βήμα, και δεν εξαρτάται καθόλου από εσένα.

Σημασία έχει να ζητάς, να μιλάς, να εκφράζεις την γνώμη σου.

Η νίκη δεν ήρθε επειδή μπορεί να πιεστεί η ΠτΔ να πάρει θέση – ούτε καν αν θα το κάνει τελικά. 

Η νίκη ήρθε επειδή κοιτάξαμε με δέος ο ένας το comment του άλλου, διαβάσαμε ευγενικά και αγωνιώδη μηνύματα, είδαμε υποστηρικτές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας δίπλα μας, και ήταν σαν να κοιταχτήκαμε για μια στιγμή στα μάτια. 

Εκμεταλλευτήκαμε αυτήν την ελάχιστη, μικρή χαραμάδα που μας δόθηκε, με αξιοπρέπεια και πίστη στον σκοπό και τον αγώνα μας. 

Μπορεί να μην ξαναγίνει, μπορεί την επόμενη φορά να μην είναι τόσο αγνό, ή τόσο ακηδεμόνευτο, αλλά αυτή η ψηφιακή στιγμή είναι δική μας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν, για την φορά που είπαμε «όχι στο όνομά μου» με θάρρος περισσότερο από όσο δικαιολογεί αυτός ο παράλογος κόσμος μας και με ευπρέπεια μεγαλύτερη των προσδοκιών μας.

Αυτό το υπογεγραμμένο σχόλιο, ήταν εκκωφαντική κραυγή, μία αναπάντεχη ηλιαχτίδα ελευθερίας, και ελπίζω να ζεστάνει λίγο τις ανέλπιδες καρδιές μας, ότι είμαστε αρκετοί, ότι μπορούμε να ελπίζουμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει.

Με κάτι τόσο ελάχιστο, και όμως, τόσο ουσιώδες:

Click, and share your comment.