Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Έχουμε μία εικόνα. Είναι μία καλά εξοπλισμένη διμοιρία των ΜΑΤ, μια ομάδα παιδιών (συγγνώμη, κανείς τραπεζικός αυτήν την φορά) που κρατάνε ένα πανό, κάποιοι δίπλα που φωνάζουν και πολλά παιδιά πίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα.

Είναι κινούμενη εικόνα, ξαφνικά μένουν δέκα, δεκαπέντε παιδιά να σπρώχνουν με το πανό τους, οι αστυνομικοί ανοίγουν τις φυσούνες στο πρόσωπό τους, κάνουν όλοι πίσω, δεν φορούν τίποτα, ούτε μάσκες ούτε καν πανιά, τρομοκρατούνται, κάνουν πίσω, μία λάμψη, κάνουν και άλλο πίσω ένας άνδρας των ΜΑΤ γυρίζει στην ομάδα τους, κάνει νόημα με τα χέρια να σταματήσουν.

Το πλάνο αλλάζει, μα τώρα είναι μια ακίνητο, ένας νεαρός στο πάτωμα, φοράει σκουλαρίκια, έχει ξυρισμένο μαλλί, δεν φαίνεται να μιλάει, μία κινείται οι αστυνομικοί δεν μιλάνε, στέκονται εκεί, απορροφούν την οργή που πάει (κι) αλλού, κάποιοι τους βρίζουν, μένουν ακίνητοι.

Με τις βιβλιοθήκες ή με τις βαριοπούλες;

Ποιες βιβλιοθήκες; και ποιες βαριοπούλες;

Δεν υπάρχουν ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βαριοπούλες. Ούτε μία βιβλιοθήκη, ούτε μία βαριοπούλα. Τώρα δεν τα λέγαμε; Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες βαριοπούλες; Τι λέμε;

Λοιπόν, λοιπόν – ας κόψουμε τις μαλακίες. Αρχίστε να βγάζετε. Βγάλτε από την εικόνα ο,τι δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ να είναι εκεί. Βγάλτε το. Τώρα.

Βιβλιοθήκες είπαμε δεν έχει, αλλά βγάλτε τις. Ούτε βαριοπούλες, αλλά βγάλτε τις κι αυτές.

Ωραία; Πάμε παρακάτω.

Έχει περαστικούς, ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα, αυτούς που διαμαρτύρονται. Βγάλτε τους. Βγάλτε αυτούς που βρίσκονται από πίσω, δεν φαίνονται στο κάδρο εκτός από την στιγμή που τρέχουν – βγάλτε τους, βγάλτε τους κι αυτούς από την εικόνα. Μετά, βγάλτε τα παιδιά που κρατάνε το πανό. Ήρθαν να διεκδικήσουν κάτι, αλλά πες έχουν λάθος, πες δεν είναι σωστό, να περιμένουν, τέσσερα χρόνια, όσο πάρει, να ψηφίσουν κύριε, να αλλάξει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη, που δεν θα χρησιμοποιεί ψεύτικες βιβλιοθήκες για να κάνει την δουλειά της, τι πα να πει, εμείς μαλάκες είμαστε που περιμένουμε; Βγάλτε τους, έξω από την εικόνα. Βγάλτε και το πανό. Τα πανό καμιά φορά λένε συνθήματα που πονάνε, και που όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε και κρύβουν πίσω τους παιδιά που τα σηκώνουν, και αυτά που έχουν ανάγκη να μιλήσουν με ένα πανό, δεν το χρειαζόμαστε το πανό, βγάλαμε τα παιδιά που το σηκώνουν, βγάλτε και το πανό πια, δεν μιλάει για κάποιον, βγάλτε το.

Βγάλτε και τα ΜΑΤ. Δεν διαμαρτύρεται πια κανείς. Κανείς απέναντί τους. Τους έχουμε βγάλει όλους, δεν έχει μείνει κανείς, χέστηκε ο ΜΑΤατζής, οκτάωρο είναι, σήμερα βαράει αυτόν, αύριο άλλον, ο,τι του πουν. Επάγγελμα κάνει, ούτε ξέρει ποιον βαράει, ούτε χρειάζεται να ξέρει, εντολές κύριε, εκτελεί εντολές, είναι χρήσιμος όταν μένει κάποιος να φωνάξει, τώρα δεν έχει μείνει κανείς, βγάλτε τους.

Μένει μόνο ένας άνθρωπος.

Ας επικεντρωθούμε σ’ αυτόν.

Βγάλαμε τις βιβλιοθήκες, τις βαριοπούλες, βγάλαμε τους διαμαρτυρόμενους περαστικούς, βγάλαμε τους φοιτητές, βγάλαμε τους συναδέλφους του,

μένει μόνο αυτός.

Που κρατάει ένα όπλο.

Που είναι γεμάτο.

Που είναι γεμάτο με μία οβίδα κρότου λάμψης.

Που το σηκώνει, ευθεία.

Που βλέπει που βαράει.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ.

ΤΙΣ ΒΓΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ, ΤΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΟΛΑ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΝΑΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΟΠΛΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΜΕΙΣ. ΟΛΟΙ. ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΕΥΘΕΙΑ.

ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ.

ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΠΟΥ ΒΑΡΑΕΙ. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΛΟΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΝΑ ΚΟΛΑΡΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ NON PAPER, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΛΛΑ ΕΓΩ, ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ.

ΟΛΑ, ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ.

ΜΕΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.

…ας μιλήσουμε για αυτό που έκανε. Αν συμφωνούμε με αυτο που έκανε, να το πούμε. Αν διαφωνούμε, να το πούμε. Είναι απλό. Είναι πολύ, πολύ απλό. Δεν έχει μείνει καιρος για ομόνοια, για αγάπες και λουλούδια, για όλοι μαζί είμαστε, ας μην τσακωνόμαστε. Ας πάρουμε θεση. Όσοι θέλουν, όσοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μία ευθεία βολή, ας πάνε πίσω του. Πίσω από το όπλο του. Όσοι θέλουν ας πάνε μπροστά. Με γυμνά, άδεια χέρια. Χωρίς τίποτα. Μπροστά από την κάνη του. Εκεί κρινόμαστε. Εκεί μιλάμε για τον νόμο, για την νομιμότητα, για την δικαιοσύνη. Ας μη κοροϊδευόμαστε πια. Ή μπροστά από μία κάνη που θα εκπυρσοκροτήσει, ή πίσω της.

Να μην είστε δειλοί.

Να μην επιτρέψετε να σας κρύβουν και εσάς πίσω από κόμματα, πίσω από αρχηγούς, πίσω από ξεφτιλισμένους δημοσιογράφους και ηδονισμένα κομματόσκυλα, πίσω από βαριοπούλες και βιβλιοθήκες, πίσω από πανό και ματωμένους φοιτητές, να μην είστε δειλοί.

Πετάξτε όλα τα άλλα, κρατήστε μόνο αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που ετοιμάζεται να κάνει, και πάρτε θέση. Να πάρουμε όλοι θέση. Να κοιτάξουμε αυτόν τον άνθρωπο και το όπλο του, και την ευθεία του βολή, και να πάρουμε όλοι θέση.

Ε, και αν κερδίσετε εσείς, χαλάλι – μπορείτε να βάψετε μετά κόκκινες τις βιβλιοθήκες με το αίμα μας.

Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωι, με την αγωνία αν ο Κουφοντίνας άντεξε, ή πέθανε καθώς περίμενα ένα θαύμα.

Βαρέθηκα να κοιτάω στο twitter, τους όλο και περισσότερους να αγωνιούν μαζί μου, και τους όλο και περισσότερους, ακόμα και ανθρώπους που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση, να τον μισούν και να τον βρίζουν.

Βαρέθηκα.

Το λήγω τώρα: Ο Κουφοντίνας είναι νεκρός. Πέθανε, η καρδιά του δεν άντεξε, το σώμα του έφαγε τον εαυτό του, όλα έληξαν, καμμία ελπίδα, καμμία υποψία θαύματος, το κράτος επέμεινε, κέρδισε, θα θαφτεί κάτω από δύο μέτρα γη, τα σκουλίκια δεν θα βρουν καν τι να φάνε, το λήγουμε εδώ, έληξε, πέθανε. Τέλος.

Και γιατί όχι;

Γιατί – σκατά – όχι;

Εγώ προτείνω να τον ξεχάσουμε. Να μην μπουμε καν στον κόπο να τον θάψουμε. Ένας θάνατος σε αργή κίνηση, μία καρδιά που σταματά πενήντατόσες φορές μπροστά μας, τι νόημα έχει ο επικήδειος;

Για ποιον άλλωστε είναι ο επικήδειος;

Ορίστε, πέθανε.

Τι, μας ήρθε να κλάψουμε; Για ποιον, για τον Κουφοντίνα; Θα μας λείψει; Θα νιώσουμε κάποια απώλεια; χάσαμε κάτι;

Εγώ λέω να τον βρίσουμε. Και εμείς, μαζί με τους δήμιούς του. Ένα κάθαρμα, ένας δολοφόνος έντεκα ανθρώπων, ένα τέρας, ένας βιαστής της δημοκρατίας μας. Ενας εκβιαστής που θα οδηγήσει εκατοντάδες μαλακισμένα να εκδικηθούν τον θάνατό του, βιάζοντας κι αυτά την δημοκρατία μας, που δεν εκβιάζεται, που δεν τρομοκρατεί, που δεν δολοφονεί – εκτός από αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Τρίχες.

Δεν υπάρχει νεκρός εδώ. Δεν χρειάζεται επικήδειος, γιατί δεν πέθανε κανείς που να έχει αξία. Ούτε ο Κουφοντίνας είχε καμιά αξία, ούτε η δημοκρατία μας είχε καμία αξία, ούτε η δικαιοσύνη είχε καμιά αξία, ούτε τίποτα. Κι αυτά, σε αργή κίνηση, χρόνια τώρα, έχουν πεθάνει, έχουν βρωμίσει, όσο και αν φωνάζω ή διαμαρτύρομαι τόσο καιρό.

Πέθαναν όλα. Είμαστε μία κοινωνία από ζόμπι.

Όταν πίστευα πως ήταν ακόμα ζωντανά όλα αυτά, ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί εμείς, φώναζα, για την Γκιουλιώνη, για την γυναίκα που κάηκε στην λαθρομεταναστευτική σκηνή της προσπαθώντας να ζεσταθεί, για τον Βασίλη Μάγγο, για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, για τον Ζακ Κωστόπουλο.

Δεν έχουν πεθάνει όμως αυτοί, εμείς πεθάναμε. Αυτοί δολοφονηθηκαν. Εμεις, απλώς, πεθάναμε.

Σαν το βατράχι στην κατσαρόλα, που σιγά σιγά του αυξάνουν το νερό, και αυτό βράζει, αλλά γίνεται τόσο σιγά που δεν παίρνει χαμπάρι.

Τι, ζούσε η δικαιοσύνη μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Ζούσε όταν δεκάδες πρόσφυγες πέθαιναν, τους βαρούσαν, τους τάιζαν βρώμικο φαι, τους κλείδωναν κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν τα έριχναν ολα σε μία ζαρτινιέρα, όταν έφταιγαν μόνο τα σκουριασμένα σίδερα που κουβαλούσαν τα ναρκωτικά και κανείς όταν εκατομμύρια φαρμακόλεφτα άλλαζαν χέρια, όταν σκότωναν στην φυλακή ατιμώρητα, όταν οι δικαστές που μας ήλεγχαν ξυπνούσαν μία μέρα και δεν είχαν πόστο πια, ή μετακόμιζαν εκτάκτως αθόρυβα – ζούσε η δικαιοσύνη μας;

Τι, ζούσε η δημοκρατία μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Όταν μας έφερναν έτοιμα μνημόνια χιλιάδων σελίδων να ψηφίσουμε σε μία μέρα, όταν οι τραπεζίτες που δάνειζαν τα κόμματα και τα κανάλια τους έπαιρναν αμνηστία, όταν έρχονταν φωτογραφικοί νόμοι για να χτίσει ο επιχειρηματίας νόμιμα αυθαίρετα mall, όταν οι ΚΥΠατζίδες τους διορίζονταν παράνομα χωρίς πτυχίο – και μετά νόμιμα, δεν χρειαζόταν πια, όταν οι φύλακες των συνόρων μας, οι γερμανοί, μας έβριζαν ότι είμαστε αδηφάγα καθάρματα, οι γάλλοι θελαν να πουλήσουν τα ραφάλ και τα σκάφη τους, και οι αμερικάνοι μας δίνουν συγχαρητήρια που δεν υποκύπτουμε στον εκβιασμό ενός τρομοκράτη – ζούσε η δημοκρατία μας;

Τι, ζούσε η κοινωνία μας;

Όταν εραστές των ναζί γίνονταν υπουργοί, όταν τα κανάλια και οι εφημερίδες μας πληρώνονταν για να αγιοποιούν, όταν παίρναμε αστυνομικούς αλλά δεν μας περίσσευαν για γιατρούς, οταν πέρναμε αεροπλάνα αλλά δεν μας περίσσευαν για νοσοκομεία, όταν μας έπειθαν μπροστά στα μούτρα μας ότι περισσότερα παιδιά στα σχολεία είναι καλύτερα από ότι λιγότερα, ή όταν χιλιάδες άνθρωποι μας πέθαιναν ατιμώρητα επειδή ο τουρισμός μας πρέπει να ανθίσει – ζούσε η κοινωνία μας;

Τι, τι θα μας λείψει από όλα αυτά; Τα είχαμε; Τι θα μας λείψει;

Τι νόημα έχει πια;

Σαν μία αρχαία τραγωδία -αχ, πόσο μας αρέσει ο αρχαίος, τραγικός πολιτισμός μας, ε;- ο χειρότερος από μας, ο πιο μισητός, το απόλυτο κακό, αφέθηκε στα χέρια μας, μήπως, μήπως και δούμε στα ματια του να καθρεπτίζεται η αληθινή μας φύση.

Τον άκουσα να μας λέει «…είναι απλό. Με αδικείτε, για κάτι απόλυτα χαζό, για μία αλλαγή φυλακής, για λίγους μήνες ακόμα φυλάκισης. Εγώ όμως ακόμα και για κάτι τόσο χαζό, δεν θα αφήσω να συμβεί αδιαμαρτύρητα. Θα αφήσω την ζωή μου στα χέρια σας. Ο,τι πειτε, θα γίνει. Γράψατε έναν νόμο μόνο για μένα, μα ούτε αυτόν δεν κρατήσατε. Εγώ σας λέω υποκριτές. Ψεύτες, στον νόμο, ψεύτες στην δικαιοσύνη, ψεύτες στην δημοκρατία σας. Ορίστε. Ή θα με σώσετε όλοι μαζί, ή θα με σκοτώσετε όλοι μαζί. Τον χειρότερο απ’ όλους. Τον πιο δύσκολο απ’ όλους. Τον Τρομοκράτη, τον Βαραβά, τον Χίτλερ, τον Σατανά. Το τέρας. Αξίζει δικαιοσύνη το τέρας; Αποφασίστε το. Ιδού, εσείς»

Ιδού, εμείς.

Ε, να εμείς.

Εγώ λέω να μην τον θάψουμε καν. Να τον παρατήσουμε εμεί. Να τον βρίσουμε, «Είσαι δολοφόνος, είχαν χρόνο οι άνθρωποι που σκότωσες με τα χέρια σου να τους λυπηθείς; Εκβίασες την δημοκρατία μας, αυτοκτόνησες, ΨΟΦΟ!». Να βρίσουμε αυτούς που θα προτάξουν την δικαιοσύνη, «τρομοκρατόφιλε! Δολοφόνε της δημοκρατίας! Δολοφόνε της υγείας μας!» Να ψεκάσουμε, να ξυλοκοπήσουμε τα καθάρματα που θα βγουν στους δρόμους έξαλλοι, άλλωστε παρακαλούσαν για τον θάνατό του, αφορμή έψαχναν, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ας έχουν και κανέναν νεκρό, δεν πειράζει – καλύτερα. Ένα ακροαριστερό άπλυτο καθίκι λιγότερο. Και αν σκοτώσουν κανέναν αστυνομικό, να τους σκοτώσουμε και εμείς, όλους, και να φυλακίσουμε οποιον κοιτάξει στραβα, να βαρέσουμε όποιον μιλήσει, να εξαφανίσουμε κάθε ανάρτηση στο διαδίκτυο ως τρομοκρατική, να καταδικάσουμε κάθε οργισμένη δήλωση, να μην απολογηθούμε για τίποτα.

Ποιοι να απολογηθούμε, εμείς;

Απέναντι σε ποιον; Ποιος καθρεφτίστηκε; Ποιον είδαμε;

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πια.

Τίποτα δεν αξίζει τον επικήδειό μας.

Τίποτα. Τελείωσε. Αρκεί. Φτάνει. Κερδίσατε.

Βαρέθηκα να ξυπνάω ελπίζοντας σε ένα θαύμα, πια.

Η Γκουλιώνη πέθανε άδικα, η Αμαλία, οι ανώνυμοι μετανάστες, ο Αλέξανδρος, ο Ζακ, ο Ίλι Καρέλι, ο Νικος Σακελλίωνας, ο Μάγγος, οι φυλακισμένοι, όλοι πέθαναν απολύτως άδικα. Δεν καταλάβαμε τίποτα, δεν μάθαμε τίποτα, δεν αξίζαμε τίποτα.

Το νερό έβρασε εδώ και ώρα, ο βάτραχος μαγειρεύτηκε καλά, αδιαμαρτύρητα και πολύ-πολύ φρόνιμα, το κρέας του είναι έτοιμο, κόστισε λίγο παραπάνω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ τρυφερός και νόστιμος.

Ο μάγειρας, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στους αδημονούντες πελάτες, για να εκφωνήσει, απλά και λιτά, τον επικήδειό του:

«Καλή όρεξη»

Έστω ότι συμβαίνει ένα γεγονός. Ένα γεγονός που μας επηρεάζει όλους – όχι όπως μας επηρεάζει πχ ένας νόμος, αλλά όπως μας επηρεάζει μία απόφαση εξ ονόματί μας, διαφωνούμε μ’ αυτήν, και θέλουμε κάπως να διαχωρίσουμε την θέση μας.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Έστω, ότι κάθε ένας που διαφωνεί, που αντιδρά μ’ αυτήν την απόφαση έχει να αντιμετωπίσει κατηγορίες προσωπικές, άσχετες πλήρως με το θέμα για το οποίο διαφωνεί. Έστω ότι βαφτίζεται κάθε αντίδραση βίαιη, ή φιλοτρομοκρατική, ή ως αναίσθητη απέναντι σε συγκεκριμένους νεκρούς και στις οικογένειές τους.

Έστω ότι τα μεγάλα ΜΜΕ, ραδιόφωνα, κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες επιμένουν να αγνοούν όχι μόνο το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, αλλά και όταν υποχρεωτικά κάνουν μία αναφορά, την διανθίζουν με τις κατηγορίες και την ρητορική που ανέφερα πιο πάνω.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Πως μπορούμε να δείξουμε ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε, πόσοι διαφωνούμε;

Έστω ότι αν γράψεις -έστω γράψεις- το ονοματεπώνυμο του ανθρώπου ο οποίος βιώνει αυτό το γεγονός σε δημόσιο μέσο, κινδυνεύεις να δεχτείς αποκλεισμό είτε της αναφοράς σου, είτε της παρουσίας σου συνολικά για μέρες ή και μήνα ακόμα. Χωρίς να έχεις προσβάλλει κανέναν, χωρίς να έχεις υποστηρίξει το ένα ή το άλλο – και μόνο με το ονοματεπώνυμο.

Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις προσωπικές κατηγορίες όπως «είσαι φίλος της τρομοκρατίας», «υπερασπίζεσαι τον τρομοκράτη», «φίλος των ακροαριστερών, των αντιεξουσιαστών, των αναρχικών», όταν μπλοκάρεσαι αυτόματα από το μόνο μέσο που μπορείς να μιλήσεις και μόνο που αναφέρεις ένα όνομα – ανεξαρτήτως περιεχομένου, τι άλλον τρόπο έχεις να αντιδράσεις;

Διαφωνείς. Ε, και; Ποιος το ξέρει;

~

Μόλις εχθές, μία ενέργεια που έγινε στο facebook με έκανε να αναθαρρήσω για την ποιότητα των συμπολιτών μου, και να ελπίζω, ακόμα, ότι κάτι τελικά μπορεί να αλλάξει.

Χιλιάδες άνθρωποι, μαζικά, άφησαν ένα σχόλιο στο τελευταίο άρθρο της Προέδρου της Δημοκρατίας στο facebook. Το αίτημά τους ήταν πως η ΠτΔ οφείλει να πάρει θέση στην διαμάχη για την κυβερνητική άρνηση στο αίτημα για μεταγωγή του καταδικασμένου για τρομοκρατία και δολοφονίες Δημήτρη Κουφοντίνα (το καλό με το να έχεις δικό σου blog, κανείς δεν μπορεί αυτόματα να σε λογοκρίνει επειδή ανέφερες απλώς ένα όνομα) στον Κορυδαλλο, και την ως διαμαρτυρία απεργία πείνας του κρατούμενου που τον οδηγεί σε μόνιμες βλάβες, ή θάνατο.

Τα περισσότερα αν όχι όλα τα μηνύματα διάβασα εγώ (και διάβασα ΠΟΛΛΑ), είχαν μία ευπρέπεια και ένα ήθος που σπανίζει στον δημόσιο λόγο. Δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς επικοινωνούσαν με την ΠτΔ που εξ θέσεως δεν έχει αρμοδιότητες για το ζητούμενο θέμα (αν εξαιρέσει κανείς πιθανή άρνησή της να υπογράψει τον νόμο που στερούσε, φωτογραφικά λέει η δικηγόρος του, την δυνατότητα σε τρομοκράτες να εκτίουν την φυλάκισή τους σε αγροτικές φυλακές – αλλά δεν έχω αρκετές γνώσεις για κρίνω την αντισυνταγματικότητά του και/ή την δυνατότητα παρέμβασής της), και το αίτημα ήταν, απλώς, να πάρει δημόσια θέση στο ζήτημα αυτό, πριν ο ασθενής πλέον κρατούμενος καταλήξει. Όταν δε, οι αρχικοί σχολιαστές είδαν τα μηνύματά τους να εξαφανίζονται από την σελίδα, επανήλθαν και πολλαπλασιάστηκαν μάλιστα, διατηρώντας, παρά τις διαμαρτυρίες τους, έναν κόσμιο λόγο.

Όπως το βλέπω εγώ, ήταν μία κορυφαία στιγμή δημοκρατίας.

Οι αποκλεισμένοι από τον δημόσιο λόγο συμπολίτες μας, επώνυμα κατα βάση (καθώς το facebook είναι πολύ αυστηρότερο στην «ανωνυμία» από ότι πχ το twitter), ευπρεπώς σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, δημόσια και κατά χιλιάδες, ζήτησαν από την ΠτΔ να παρέμβει με την θέση της.

Προφανώς η ΠτΔ δεν μπορεί θεσμικά να αλλάξει κάτι πια – είναι προφανές αυτό. Μία δήλωσή της όμως, θα κατέρριπτε κάθε φαιδρό και έωλο επιχείρημα όπως «υποστηρικτές της βίας και της τρομοκρατίας» με το οποίο στολίζονται όλοι οι διαμαρτυρόμενοι, και θα έμενε χώρος μόνο για σοβαρή συζήτηση, και καθαρά επιχειρήματα.

Η γνώμη μου είναι, ότι ζήσαμε μία ψηφιακή πλατεία Συντάγματος.

Μοιάζει υπερβολικό, το καταλαβαίνω, αλλά θεωρώ ότι οι κινητήριες γραμμές είναι οι ίδιες. Δημοκρατία, Δικαιοσύνη. Οι πολίτες που φέρουν το στίγμα της αποδοχής της τρομοκρατίας, ακουμπούν στον πρώτο πολίτη της δημοκρατίας, ευπρεπώς, την αγωνία και τις ελπίδες τους για να είναι δίπλα τους, έστω με μία δήλωση, έστω και μόνο για την επόμενη μέρα όπου νιώθουν ότι θα χρεωθούν αυτό που αισθάνονται ότι είναι μία κρατική δολοφονία.

Αν δεν είναι αυτό, από μόνο του, δείγμα στήριξης της δημοκρατίας, τι είναι;

Δεν τρέφω ελπίδες για την παρέμβαση της κ. Σακελλαροπουλου – δεν είναι καν αυτό το δικό μου ζητούμενο, αν με ρωτήσετε. Αν πιστεύει ότι οφείλει, ας παρέμβει. Αν πιστεύει ότι δεν οφείλει, ότι δεν πρέπει, ας μείνει σιωπηλή. Αν θέλει να στηρίξει τον Κουφοντίνα στο αίτημά του (σταματήστε ένα λεπτό, και σκεφτείτε το, δεν θα ήταν μία μοναδική στιγμή;) ας το κάνει, αν θέλει να στηρίξει την κυβέρνηση, ας κάνει αυτό.

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη, και θα κριθεί από τις πράξεις και τις απραξίες του – όπως άλλωστε (ειδικά σ’ αυτόν τον θεσμό) έγινε πολλάκις στο παρελθόν.

Όπως όμως σε κάθε διαδήλωση, όπως σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε επανάσταση, έχει μεγάλη σημασία να ζητάς. Αν θα πετύχεις είναι ένα επόμενο βήμα, και δεν εξαρτάται καθόλου από εσένα.

Σημασία έχει να ζητάς, να μιλάς, να εκφράζεις την γνώμη σου.

Η νίκη δεν ήρθε επειδή μπορεί να πιεστεί η ΠτΔ να πάρει θέση – ούτε καν αν θα το κάνει τελικά. 

Η νίκη ήρθε επειδή κοιτάξαμε με δέος ο ένας το comment του άλλου, διαβάσαμε ευγενικά και αγωνιώδη μηνύματα, είδαμε υποστηρικτές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας δίπλα μας, και ήταν σαν να κοιταχτήκαμε για μια στιγμή στα μάτια. 

Εκμεταλλευτήκαμε αυτήν την ελάχιστη, μικρή χαραμάδα που μας δόθηκε, με αξιοπρέπεια και πίστη στον σκοπό και τον αγώνα μας. 

Μπορεί να μην ξαναγίνει, μπορεί την επόμενη φορά να μην είναι τόσο αγνό, ή τόσο ακηδεμόνευτο, αλλά αυτή η ψηφιακή στιγμή είναι δική μας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν, για την φορά που είπαμε «όχι στο όνομά μου» με θάρρος περισσότερο από όσο δικαιολογεί αυτός ο παράλογος κόσμος μας και με ευπρέπεια μεγαλύτερη των προσδοκιών μας.

Αυτό το υπογεγραμμένο σχόλιο, ήταν εκκωφαντική κραυγή, μία αναπάντεχη ηλιαχτίδα ελευθερίας, και ελπίζω να ζεστάνει λίγο τις ανέλπιδες καρδιές μας, ότι είμαστε αρκετοί, ότι μπορούμε να ελπίζουμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει.

Με κάτι τόσο ελάχιστο, και όμως, τόσο ουσιώδες:

Click, and share your comment.

Τις τελευταίες ημέρες, δύο γεγονότα που αφορούν ανθρώπους που ζήσαμε τις μάχες τους μας επηρέασαν, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. 

Ο πρώτος, είναι ο Βασίλης Δημάκης. Ο Δημάκης είναι κρατούμενος, που διαμαρτυρόμενος γιατί δεν μπορούσε να φοιτήσει από τις φυλακές όπως έκανε μέχρι τώρα, ξεκίνησε απεργία πείνας, και δίψας. Μετά από ανεπάλληλες επιτυχίες και αποτυχίες, βρέθηκε να διακόπτει και να ξαναρχίζει την απεργία, ενώ, σύμφωνα με τον δικηγόρο του έφτασε να προχωρήσει σε μηνυτήρια αναφορά και αγωγή κατά του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, για μία (απαράδεκτη, κατ’ εμέ) δημόσια ανακοίνωσή του.

Στο τέλος, ο Δημάκης σταμάτησε την απεργία, καθώς του δόθηκε το δικαίωμα να συνεχίσει τις σπουδές του όπως έκανε μέχρι τώρα από τις φυλακές. 

Πολλοί πολίτες βρέθηκαν να πανηγυρίζουν θεωρώντας τον αγώνα κερδισμένο καθώς πίστευαν  πως ο Δημάκης είχε δίκιο και πως δικαιώθηκε με την υπαναχώρηση της κυβέρνησης. 

Ο Δημάκης όμως δεν κέρδισε τώρα. 

Αν η κυβέρνηση συνέχιζε να επιμένει στην απόφασή της, και ο Δημάκης δεν σταματούσε έγκαιρα την απεργία, θα πέθαινε. Αν θεωρούσε τελικά την ζωή του υπέρτερο αγαθό από αυτήν την μάχη και επέλεγε να κρατήσει τις δυνάμεις του για να πολεμήσει μία άλλη μέρα, μπορεί και να σταματούσε νωρίτερα, ανεξαρτήτως απόφασης. 
Ο Δημάκης κέρδισε εκείνη την στιγμή που είπε «νομίζω ότι είναι δίκαιος ο αγώνας μου, και θα παλέψω γι’ αυτό». Όποιο και αν ήταν το αποτέλεσμα μετά, είτε ήταν μόνος του, είτε είχε εκατο χιλιάδες να συμφωνούν μαζί του και να διαδηλώνουν για να γίνει σεβαστό το αίτημά του, την στιγμή που αποφάσισε να διεκδικήσει αυτό που πίστευε σωστό και τίμιο, ήταν η στιγμή που κέρδιζε. 

~

Ο δεύτερος, είναι ο Μανώλης Κυπραίος.  Δημοσιογράφος, που έχασε για πάντα την ακοή του το μεσημέρι της 15ης Ιουνίου 2011 μετά από έκρηξη οβίδας κρότου-λάμψης που έριξε μία ομάδα των ΜΑΤ κοντά του, καθώς πήγαινε να κάνει την δουλειά του. Όλο αυτό το διάστημα, απολύτως εξαφανισμένος από την επικαιρότητα και από τους συναδέλφους του, πάλεψε να δικαιωθεί, θεωρώντας πως αυτό που του συνέβη ήταν πέρα για πέρα άδικο. Πήγε στα δικαστήρια, δεχόμενος μάλιστα επιθέσεις αστυνομικών και άλλων ανώνυμων για την απόφασή του.

Πριν λίγες ημέρες το δικαστήριο δικαίωσε τον Μανώλη Κυπραίο

Ο Μανώλης όμως, δεν κέρδισε τώρα.

Η μάχη που έδωσε ήταν ήδη κερδισμένη όταν πήρε την απόφαση να διαμαρτυρηθεί για την αδικία που βίωσε. Θα μπορούσε να έχει εγκαταλείψει δεκάδες φορές, όταν οι συνάδελφοί του επέλεγαν επιδεικτικά να αγνοήσουν την ιστορία του, ή όταν δεχόταν ύβρεις  για την μάχη του. Θα μπορούσε το δικαστήριο να μην τον δικαιώσει. Το «μπράβο» για την προσπάθειά του το άξιζε την στιγμή που αποφάσισε να πολεμήσει, όχι την στιγμή που ο δικαστής δικαίωνε τον αγώνα του.

~

Οι μάχες που δίνουμε, μπορεί να μην είναι επιτυχημένες. Οι αγώνες μας, μπορεί να είναι μάταιοι. Μπορεί να μην έχουμε φίλους μαζί μας, μπορεί να μην μάθει κανείς τι στερούμαστε, ούτε τι θέλουμε τελικά να πετύχουμε. Μπορεί να μας μισούν όσοι έχουν να χάσουν από την διεκδίκησή μας. Μπορεί, κάποια στιγμή να εγκαταλείψουμε, ή να χάσουμε.

Αν αυτές οι μάχες δίνονται τίμια και με αξιοπρέπεια, είναι κερδισμένες επειδή δόθηκαν, όχι επειδή κάποιος άλλος τελικά αποφάσισε πως είχαμε δίκιο ή άδικο. Η τελική κρίση τους, για τον κάθε ένα που πολεμά, δεν ορίζει το πρόσημο του αγώνα που επέλεξε. Ο Βασίλης και ο Μανώλης πάλεψαν τίμια, δημόσια και με προσωπικό κόστος.

Όποιος από εμάς συμφωνεί με την στάση τους και τον σκοπό τους, τους οφείλει το «μπράβο» και τον σεβασμό του όχι γιατί κέρδισαν, αλλά γιατί επέλεξαν να πολεμήσουν αυτό που τους αδικούσε με τον τρόπο που επέλεξαν να το κάνουν.

Update: Σε μια μοναδική για μένα στιγμή, ιδιαιτέρως συγκινητική οφείλω να ομολογήσω, ο Κωνσταντίνος Πουλής του ThePressProject διάβασε το άρθρο, και τον ενέπνευσε να …διαβάσει το άρθρο. Φωναχτά. Για όλους 🙂

Συνεπώς, η εμπειρία της ανάγνωσης του άρθρου που ακολουθεί πρόκειται να γίνει εξαιρετικά πιο πλούσια, αν το διαβάσετε πατώντας το play στο video, και ακούγοντας τον Κωνσταντίνο να σας μαγεύει με την φωνή και τα χρώματά του:

(Το άρθρο του ThePressProject που φιλοξενεί άρθρο και podcast βρίσκεται εδώ)

~

Έχω, σαν άνθρωπος κι εγώ, κάποια θεματάκια. Για παράδειγμα δεν μπορώ να βλέπω άνδρες να φιλιούνται δημοσίως.

Με ενοχλεί βαθύτατα, ψιλοσιχαίνουμε λιγουλάκι. Μου δημιουργεί την ίδια αντίδραση πχ με το να βλέπω κάποιον να τρώει σαλιγκάρια – δηλαδή για όνομα του θεού, είναι ΠΟΛΥ ΣΙΧΑΜΕΡΟ αυτό το πράγμα, τελείως.

Προφανώς, δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο από το να τρώει σαλιγκάρια – ή γαρίδες, ρε φίλε, πως τρώτε γαρίδες, είναι πολύ σιχαμένο κι αυτό. Ίου.

….τι λέγαμε; Ναι, προφανώς λοιπόν δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο να τρώει σαλιγκάρια ή γαρίδες, δεν υπάρχει νόμος γι’ αυτό – αλλά, να σου πω κάτι; Θα έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος. Θέλω να πω, ενοχλούμαι, και η ελευθερία του άλλου σταματάει εκεί που αρχίζει η δική μου, και η δική μου περνάει πολύ δύσκολα όταν μασουλάς ρε φίλε τον κοχλιό σου δημόσια.

Να το κάνεις σπίτι σου; Μάλιστα. Εκεί δεν έχω πρόβλημα, κρυφά, να μη σε βλέπω, να μην με κοιτάς την ώρα που ρουφάς αυτό το αηδιαστικό πράγμα, κάνε ότι θέλεις – αλλά όχι δημόσια.

Πρόσφατα, ένας αστυνομικός φιλήθηκε με τον φίλο του. Όχι μόνο δημόσια, που είναι έτσι και αλλιώς ενοχλητικό, αλλά και κάτω από μία ελληνική σημαία – και αυτό ξεσήκωσε τρομερές αντιδράσεις και πολύ θυμό.

Το καταλαβαίνω απόλυτα.

Εμένα δεν με ενοχλεί να φιλιέται κάποιος κάτω από μία σημαία ειδικά, αλλά ας τα βάλουμε κάτω τα πράγματα, μόλις συνέστησα να γίνει ένας νόμος για τους δημόσια καταναλώμενους κοχλιούς, συνεπώς δεν βλέπω ειλικρινά κανέναν λόγο να μην κάνουμε δεκτή και την ενόχληση του διπλανού μου ο οποίος όχι μόνο ενοχλείται με το φιλί μεταξύ ανδρών -και ποιος δεν ενοχλείται δηλαδή- αλλά πολλώ δε μάλλον και κάτω από ένα ιερό γι’ αυτόν σύμβολο, μία σημαία.

Ειλικρινά μιλάω, νομίζω ότι πρέπει να αντιδράσουμε σ’ αυτό.

Η πρότασή μου, για να ξέρει ο κόσμος ποιες είναι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, είναι να κάνουμε έναν νόμο, στον οποίο να απαγορεύεται να φιλιούνται κάτω από μία σημαία.

Νόμος. Να το ξέρουν όλοι, να γνωρίζουν όλοι μέχρι που φτάνει η ελευθερία τους, να μην παρεξηγούμαστε.

Τώρα που το σκέφτομαι όμως, να, ξεκινάνε τα προβλήματα.

Πόσο κάτω;

Θέλω να πω, ο άνθρωπος μπορεί να ήταν ένα μέτρο μακρυά – και να γλυτώσει την τιμωρία του νόμου. Πρέπει συνεπώς για να είμαστε ακριβείς, να ορίσουμε πόσο μακρυά από μία σημαία μπορεί να φιλιέται ο άλλος. Να πούμε ξέρω γω «μέχρι πενήντα μέτρα από την σημαία ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΦΙΛΙΕΣΤΕ».

Φυσικά, υπάρχει και το άλλο: ο άνθρωπος ήταν αστυνομικός, ένστολος. Αυτό αποτέλεσε μία ιδιαίτερη παράμετρο στην αντίδραση του κόσμου – η οποία θα ήταν άδικο να μην ληφθεί υπόψιν. Διότι άλλο κύριε να είσαι απλώς ομοφυλόφιλος, και να φιλιέσαι, ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΛΛΟ να είσαι ΚΑΙ ομοφυλόφιλος ΚΑΙ ένστολος.

Μπορούμε λοιπόν, και καταθέτω επίσημα την σκέψη μου ως πρόταση, το συζητάμε τώρα, να πούμε «πενήντα μέτρα για τους ομοφυλόφιλους και…» -όπα, μισό λεπτό: τον άλλον μπορεί να τον ενοχλούν και οι ετεροφυλόφιλοι, τα φυσιολογικά ζευγάρια να φιλιούνται κάτω από την σημαία. Διότι είναι σύμβολο και έχει κάποιες αξίες, και στον άλλον μπορεί να μην αρέσει ρε παιδί μου ο άλλος να μην δείχνει έναν σεβασμό.

Οπότε, ξανά. Καταθέτω άλλη πρόταση: «Πενήντα μέτρα για όλα τα ζευγάρια που φιλιούνται, ένα χιλιόμετρο τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, και είκοσι χιλιόμετρα τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που αποτελούνται από έναν τουλάχιστον ένστολο».

Νομίζω ότι αυτό θα ήταν ξεκάθαρο, ο καθένας θα ήξερε τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματά του.

….θα ήταν βέβαια λίγο δύσκολο να μετρήσουμε 20 χιλιόμετρα από μία σημαία. Θέλω να πω, πρέπει να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι έτσι; Δεν θέλουμε εκεί που φιλιέται ο άλλος νόμιμα και ωραία, να του κοτσάρει δίπλα μία σημαία ένας κακόβουλος και να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις – σωστά;

Και μπορεί να μην είναι κακόβουλος. Σου λέω εγώ τώρα, βάζω την σημαία μου στο μπαλκόνι μου – ξέρω εγώ, αν σε είκοσι χιλιόμετρα απόσταση, φιλιέται ο άλλος με τον άλλονα; Δηλαδή πλάκα μου κάνεις, να μην βάλω την σημαία μου γιατί ο άλλος- έλα τώρα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, ο νόμος χρειάζεται βελτίωση.

Μπορούμε θεωρώ – και μία πρόταση κάνω, δείτε την όσο σοβαρά νομίζετε – να οριοθετήσουμε τις σημαίες μας.

Κάθε σημαία να μπει σε ένα Google Maps, να μετρήσουμε τις αποστάσεις, και ο καθένας να ξέρει πλέον επίσημα που μπορεί, και που απαγορεύεται να φιλιέται. Νομίζω ότι αυτό θα εξυπηρετήσει τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων, και θα δώσει στην αρχική πρόταση την νομιμότητα και την αξιοπιστία που απαιτείται.

Και οι χοντροί; Διότι ο άλλος, δεν θέλει να βλέπει χοντρούς (και χοντρές!) στις παραλίες. Είναι εύλογο νομίζω να θεωρήσουμε ότι η παρουσία τους δίπλα σε ένα τόσης βαρύτητας σύμβολο θα έχει τον ίδιο – αν όχι μεγαλύτερο αναλογικά συμβολισμό. Δηλαδή φαντάσου ένας ξένος να φωτογραφήσει έναν χοντρό δίπλα στην ελληνική σημαία. Τι εικόνα θα δώσουμε παραέξω;

…Ανησυχώ μόνο, μήπως οι άνθρωποι από αντίδραση κρύψουν τις σημαίες τους, είτε γιατί είναι ομοφυλόφιλοι, είτε γιατί είναι χοντροί, είτε γιατί είναι άσχημοι, ή γέροι, ή πιστεύουν σε άλλες θρησκείες – έτσι, από αντίδραση, για να μπορούν να φιλιούνται όπου θέλουν.

Αυτό θα ήταν πολύ περίεργο.

Η ακόμα χειρότερα, όλοι αυτοί αλλάξουν τους νόμους, και πουν ότι μία σημαία θα έπρεπε να αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους, να συμβολίζει ακριβώς μια ενθάρρυνση να αγαπιούνται ελεύθεροι – και όχι να τους φυλακίζει κρυμμένους σπίτια τους για να φιλιούνται με αυτόν που αγαπάνε.

Ή να τρώνε κοχλιούς. Ή γαρίδες.

Μπλιάχ.