It’s summer all over again. 

Βάλθηκε η κυβέρνηση να μας πείσει ότι δεν ήξερε ότι θα ερχόντουσαν τουρίστες με τον φονικό ιο, δεν της το ‘χαν πει, ήταν μεταλλαγμένος, έκανε πολύ σχολαστικά τεστ με περίπλοκους κώδικες και αλγόριθμους που τους έχουν ζητήσει από όλο τον κόσμο, τέλος πάντων μην χαλάμε τον κόσμο, δεν την είχαμε ενημερώσει ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά – ασε που καλά καλά δεν είναι σίγουρη καν ότι έφταιγαν τα κάτι εκατομμύρια τουρίστες (η πλειοψηφία αυτών χωρίς να έχουν τεσταριστεί) που από πέντε νεκρούς φτάσαμε σε εκατοντάδες νεκρούς – και θα είχαμε περισσότερους αν δεν κάναμε οδυνηρά για την οικονομία μας lockdown.

Και τώρα ανοίγει το εμπόριο.

Με μέτρα, αποστάσεις, μάσκες, χωρητικότητα ανά τετραγωνικό και είναι όλα καλώς καμωμένα, οργανωμένα και έτοιμα – όπως ακούω με προσοχή στις ειδήσεις.

Και αφού είναι κανονισμένα και έτοιμα και οργανωμένα, αν κάτι πάει στραβά, τι θα φταίει, ο κόσμος θα φταίει.

Όμως είναι summer all over again, και σύντομα θα παίζουμε το παιχνίδι του μουτζούρη, και πάλι θα λέμε δεν μας είπε κανείς, και πάλι φοβάμαι ότι θα μετράμε νεκρούς, καθώς το άνοιγμα γίνεται, as summer all over again, με σχεδόν μηδενική προετοιμασία και προστασία.

~

Για να καταλάβουμε το πρόβλημα, αν θέλουμε πραγματικά να το καταλάβουμε και όχι να κάνουμε ότι δεν υπάρχει μέχρι να χρειαστεί να πούμε «α, δεν μας είπατε», είναι σημαντικό να δούμε ποια μέτρα δεν έχουν ληφθεί ώστε να δημιουργηθεί.

Τα καταστήματα για να λειτουργήσουν υπό την μορφή που διαφημίζεται, χρειάζονται τρία πράγματα: Ένα, προσωπικό. Δύο, πελάτες. Τρία εμπόρευμα – που με την σειρά του χρειάζεται και αυτό προσωπικό (είτε ανθρώπους που θα το φτιάξουν, είτε ανθρώπους που θα το μεταφέρουν). Μια σημαντική μάζα ανθρώπων ενεργοποιείται δηλαδή, ταυτόχρονα.

Οι κανόνες των δύο μέτρων απόσταση, και της χωρητικότητας των καταστημάτων, είναι ενέργειες που πρέπει να κάνει ο πολίτης, ή το κατάστημα. Είναι κανόνες ασφαλείας, που όμως δεν κόστισαν τίποτα στην κυβέρνηση (εκτός ίσως από μειωμένες πωλήσεις και φόρους – και εξηγώ πιο κάτω ότι καταλαβαίνω ότι δεν είναι λίγο. Άκου όμως).

Αντιθέτως όμως, αυτά που θα κόστιζαν στην κυβέρνηση, από τα δελτία ειδήσεων και την επίσημη ενημέρωση, μάλλον διακριτικά παραλείπονται:

– Ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει να πάει στην δουλειά του, και ο πελάτης να κατέβει να ψωνίσει σημαίνει περισσότερος κόσμος στα ΜΜΜ, που όμως δεν έχουν ενισχυθεί όσο θα έπρεπε, ούτε καν κατά την διάρκεια του τελευταίου lockdown.

– Ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να πάρει δικαιολογημένη άδεια εάν βρεθεί ύποπτος για κρούσμα (από σχέση δηλαδή με άλλο επιβεβαιωμένο κρούσμα), πιθανότατα θα τον αναγκάσει να πηγαίνει στην εργασία του, μέχρι να ελεγχθεί και ο ίδιος αν έχει ασθενήσει.

– Ότι ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν στηρίζεται οικονομικά αν ασθενήσει από κορονοϊό, αλλά αντιθέτως αν μείνει σπίτι θα πρέπει να αναπληρώσει μετά το κενό που θα δημιουργήσει στην επιχείρηση με επιπλέον μέρες απλήρωτης εργασίας, όχι μόνο δεν τον αναγκάζει να προστατέψει οικογένεια, συναδέλφους και πελάτες, αλλά σχεδόν τον υποχρεώνει να μην το δηλώσει – εκτός και αν είναι πια πολύ αργά γι’ αυτόν και τους γύρω του.

– Ότι η εταιρία δεν χρειάζεται να ανακοινώσει συμβάν στους πελάτες ή να κλείσει μετά από κρούσμα, δημιουργεί σίγουρες συνθήκες διασποράς για όλους τους εμπλεκόμενους.

– Ότι η εταιρία, αν αποφασίσει να τελικά αυτοβούλως να κλείσει -ενώ δεν έχει υποχρέωση- για να προστατέψει προσωπικό και πελάτες, δεν λαμβάνει ούτε για τους εργαζόμενους ούτε για την ίδια καμία παροχή, ενίσχυση ή βοήθημα, κάνει πολύ πιθανό ότι δεν θα επιλέξει αυτήν την διαχείριση, ειδικά αν έχει ζημιωθεί ανεπανόρθωτα κατά την προηγούμενη περίοδο του lockdown.

Όλα αυτά θα κόστιζαν στο κράτος, είναι βέβαιο: Αν πολλαπλασίαζε τα τεστ ώστε όλοι να ξερουν κατ’ αρχάς αν είναι ασθενείς ή όχι, αν διέθετε περισσότερα μέσα μεταφοράς στους πολίτες, είτε πελάτες είτε εργαζόμενους, αν προνοούσε για εργαζομένους που αυτοπεριορίζονται σε καραντίνα για πιθανό κρούσμα, ή αν φρόντιζε οι ασθενείς με διαπιστωμένο κορονοϊό όχι μόνο να μην  ζημιωθούν οι ίδιοι για την ανάρρωσή τους αλλά τους κάλυπτε και αυτούς και τις εταιρείες τους ανάλογα, αν λόγω διαπιστωμένων κρουσμάτων σε μία επιχειρήση την στήριζε, ώστε όλοι να παραμείνουν χωρίς δικό τους κόστος αλλά με βοήθεια από το κράτος ασφαλείς – όλα αυτά θα είχαν ένα ξεκάθαρο, και αρκετά οδυνηρό, το παραδέχομαι, κόστος για το κράτος. 

Αλλά θα τα γλύτωνες από νεκρούς. Και, οικονομικά μιλώντας, θα τα γλύτωνες από πανάκριβες ΜΕΘ, πανάκριβα ιδιωτικά «επιταγμένα» νοσοκομεία, από μία άνευ προηγουμένου διασπορά και των αρνητών της πανδημίας που θεωρώ βέβαιο ότι θα ξεκινήσει με όλο αυτό (γιατί ο επιχειρηματίας και ο εργαζόμενος θα καλυφθούν ψυχολογικά πίσω από ένα «σιγά μωρέ τώρα, μία γρίπη είναι» για να γλυτώσουν τις επώδυνες οικονομικά συνέπειες) και θα τα γλύτωνες απο το επόμενο ακόμα πιο σκληρό για πολλούς λόγους, και σίγουρα πιο κουραστικό lockdown που θα αναγκαστούμε λόγω κρουσμάτων να μπούμε, αν τα χειρότερα σενάρια επιβεβαιωθούν και αυτές οι ακατανόητες ενέργειες φέρουν την αναμενόμενη αύξηση σε ασθενείς και διασπορά.

Και έχω επίγνωση, μιλώντας γι’ αυτά, για το πόσο κοστίζουν και τα κλειστά μαγαζιά, και η κλειστή οικονομία για μία κυβέρνηση και τους πολίτες της. Αντιλαμβάνομαι πλήρως, και δεν το λέω ειρωνικά, πόσο επικίνδυνο είναι να έχεις μία οικονομία που φυτοζωεί. Ταυτοχρόνως όμως, πρέπει να καταστεί σαφές, πολύ πριν ξανααρχίσουμε τα «δεν ήξερα» και «δεν μου είπατε» και «πίνουν μπύρες στις πλατείες τα κωλόπαιδα» πως η σκληρή πραγματικότητα μας κάνει να επιλέξουμε πιο κόστος επιθυμούμε να διαχειριστούμε και πως – αλλά το κόστος, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι βέβαιο.

Όπως, πχ, ασφαλώς και θα είχαν κόστος τα περισσότερα τεστ σε τουρίστες, όταν ανοίξαμε το καλοκαίρι τα σύνορα.

Αλλά τα ανοίξαμε με το μικρότερο δυνατόν κόστος προετοιμασίας. Και μπήκαν τουρίστες-φορείς του κορονοϊού, και εξαπλώθηκαν τα κρούσματα, και είχαμε χιλιάδες (από εκατοντάδες, μέχρι τότε) νεκρούς, οδηγηθήκαμε σε lockdown, και οδηγήσαμε την οικονομία μας να περνάει εξαιρετικά δύσκολα τώρα.

Αυτό είναι το τίμημα. Είναι, θεωρώ, πολύ απλά τα πράγματα. Οι κανόνες για δύο μέτρα και μάσκες και χωρητικότητα είναι σωστοί, αλλά μοιάζουν πολύ με την λογική «μόνο πέντε άνθρωποι ανα λεωφορείο που θα σας πάει στο αεροδρόμιο να ταξιδέψετε με γεμάτο αεροπλάνο όλοι μαζί»: Μπορούμε να το περιγράφουμε ως ανέκδοτο που λέει στην σκηνή ένας standup comedian, αλλά την ώρα του λογαριασμού εκεί πληρώνεις το ποτό σου, όχι με την ζωή σου, ή την ζωή των συγγενών σου.

Τώρα που πια γίναμε ..όλοι αντιφασίστες και (οι μεγαλύτεροι) αντιναζιστές, και η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης ξεκαθάρισε σε όλους ότι πρόκειται όντως τελικά, για εγκληματική οργάνωση (για φαντάσου), και οι πονηροί άρχισαν να την χρησιμοποιούν (παλι) είτε για να χτυπήσουν τους εκλογικούς τους αντιπάλους, είτε για να αποφύγουν πιθανές συσχετίσεις μαζί της – ας κάνουμε λίγο ένα μικρό βήμα πίσω, ας αποφύγουμε πρόσωπα και στιγμές, και ας ασχοληθούμε με το τι ακριβώς κάνει αυτήν την εγκληματική οργάνωση τόσο αντιπαθητική, που βρέθηκαν τόσες χιλιάδες άνθρωποι απ’ έξω από το εφετείο, και εκατομμύρια άλλοι σπίτια τους παρακολουθώντας την υπόθεση, και πανηγύρισαν κλαίγοντας την ενοχή της.

Τι ακριβώς είναι αυτό που πολεμήσαμε;

Η Χρυσή Αυγή είναι μία ρατσιστική, φασιστική, εθνικιστική οργάνωση. 

Το ‘χουμε;

Κάθε μία από αυτές τις λέξεις, σημαίνει κάτι διαφορετικό.

Είναι μία ρατσιστική οργάνωση.

Πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα – ότι δεν είναι καν όλοι άνθρωποι. Πιστεύει πως η θρησκεία κάποιου, η φυλή και το μέρος που γεννήθηκε, οι πολιτικές του πεποιθήσεις, οι σεξουαλικές του προτιμήσεις – κάποιο ή όλα από αυτά τα στοιχεία είναι δικαιωματικά αρκετά να του στερήσουν τα βασικά του δικαιώματα.

Είναι μία φασιστική οργάνωση.

Η Χρυσή Αυγή δεν αρκείται μόνο να πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, αλλά θεωρεί αυτονόητο ότι έχει τον έλεγχο στις ζωές των άλλων – δια της ισχύος, ή της βίας.

Δεν έχει κανένα ιδεολογικό πρόβλημα να στερήσει από κάποιον την υγεία του, όπως έδειξε στις αιμοδοσίες μόνο για έλληνες. Αν και δεν ήταν εφικτό να κατευθύνει που θα πάει το αίμα που μαζεύτηκε (ούτε καν ξέρω τι έγινε μ’ αυτό το αίμα, τώρα που τα λέμε) οι «ξένοι» δεν είναι αρκετοί για να το χρησιμοποιήσουν και να σωθούν. Δεν έχει κανένα ιδεολογικό φραγμό να κάνει συσσίτια μόνο για έλληνες, όπου κανείς ξένος δεν αξίζει το ίδιο φαγητό με τον έλληνα. 

Πολύ ευχαρίστως θα μαχαιρώσει έναν «πακιστανό», έναν «κομμουνιστή», μία «πούστρα», καθώς δεν αξίζει καν να ζουν – δεν είναι καν άνθρωποι .

Είναι μία εθνικιστική οργάνωση.

Πιστεύει ότι άπαξ και είσαι Έλληνας, (προφανώς και ετεροφυλόφιλος, δεξιός – εθνικιστής, και χριστιανός), είσαι ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους δίπλα σου. Αυτός ο Έλληνας, είναι για την ΧΑ η καθαρή φυλή, η αρία φυλή. Πιστεύει στο όνομα αυτής της πατρίδας του, δικαιολογούνται τα πάντα. Πιστεύει ότι το τρίπτυχο που οριοθετεί αυτήν την ελληνική υπεροχή, είναι το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».

Αυτά υποστηρίζει η Χρυσή Αυγή.

Και αυτά ακριβώς είναι που ο κόσμος που ήταν έξω από το εφετείο, και οι άνθρωποι που έκλαιγαν από τα σπίτια τους με την ανακοίνωση της απόφασης, σιχαίνονται και μισούν περισσότερο.

Είναι αυτοί που αυτήν την ιδεολογία την πολέμησαν στους δρόμους, την πολέμησαν πολιτικά, την πολέμησαν με την δικαιοσύνη – ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, την πολέμησαν θεσμικά, την πολέμησαν στις παρέες και χάλασαν φιλίες και οικογένειες εξαιτίας της.

Είναι αυτοί που αυτήν την ιδεολογία την αναγνωρίζουν ακόμα και όταν συγκαλύφθηκε με κοστούμια, γραβάτες και προσφωνήσεις «κύριε βουλευτά».

Είμαστε καλά ως εδώ; Γιατί τώρα αρχίζουν τα δύσκολα.

~

Όσοι έχουν μπει στον κόπο να διαβάσουν το επι χρόνια εκδιδόμενο blog μου, ή τα tweets μου τότε που είχα και την έκθεση στα social, θα πρέπει πια να ξέρουν ότι η πρόθεσή μου πάντα, ήταν να ενωθούμε στα βασικά. Ακόμα και αν διαφωνούμε στα επιμέρους, αν οι εγωισμοί μας μας αφήσουν να συμφωνήσουμε στις θεμελιώδεις αρχές μας, θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά.

Αρκεί, πράγματι, να συμφωνήσουμε στις θεμελιώδεις αρχές μας.

Πχ οι δικές μου αρχές (και αν δεν σας αρέσουν όχι, δεν έχω άλλες 🙂 ) είναι πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα.

Το ίσο δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην ζωή, την ελευθερία, στην τροφή, την υγεία, την παιδεία και την αξιοπρεπή διαβίωση, όπου και αν έχουν γεννηθεί, ό,τι θεό και αν πιστεύουν, όποιο κόμμα και αν υποστηρίζουν, όποια και αν είναι η σεξουαλική τους προτίμηση.

Το δικαίωμα να υποστηρίζει άλλα κόμματα -ακόμα και κανένα κόμμα, όπως είναι οι αναρχικοί- και να κρίνεται για τις πράξεις του, και όχι για την ιδεολογία του – αν δεν ορίζονται οι πράξεις του από αυτήν.

Το δικαίωμα ο καθένας να πιστεύει στον δικό του Θεό, και (όσο δεν παραβαίνει τους νόμους) να τον λατρεύει όπου και όπως αυτός νομίζει.

Το δικαίωμα στον γάμο και την τεκνοθεσία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις.

Ακόμα και αυτά δεν λέω ότι είναι εύκολα. Πόσο φαγητό δικαιούται ο κάθε άνθρωπος; Πόση υγεία; Ποιο κόμμα επιτρέπουμε, ακόμα και εκείνο που δεν υποστηρίζει την δημοκρατία ή τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που αναφέρω πιο πάνω;

Δεν είναι προφανώς εύκολο – μα είναι μία αρχή. Είναι μία αρχή που θα μας επιτρέψει να βρούμε τις γραμμές μας, και να διαπραγματευτούμε ο ένας με τον άλλον μετά το πως και το πόσο πρέπει να γίνει.

Αυτά είναι τα ακριβώς αντίθετα από την Χρυσή Αυγή. Αν το θέλετε, αυτό είναι το πολυδιαφημιζόμενο «άλλο άκρο»: αυτός ο αντιφασισμός, αυτός ο αντιναζισμός, αυτός ο αντιρατσισμός.

Το ‘χουμε; Γιατί τώρα είναι που δυσκολεύουν πολύ τα πράγματα.

~

Όταν τα βάλεις όλα αυτά κάτω, θα δεις ότι το πολιτικό μας φάσμα δηλώνει πολύ πιο εύκολα πολέμιος της Χρυσής Αυγής από ότι είναι στην πραγματικότητα. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, προφανώς, και η νίκη έχει πολλούς φίλους – αλλά αυτό που γίνεται τώρα, δεν είναι απλώς προβληματικό, είναι εξόχως επικίνδυνο.

Το να είσαι αντίθετα από την Χρυσή Αυγή, δεν σημαίνει μόνο να είσαι αντίθετος στον αγκυλωτό σταυρό, στον Κασιδιάρη, τον Λαγό ή τον Μιχαλολιάκο – αλλά να είσαι αντίθετος στην ιδεολογία της, στον τρόπο σκέψης της, στις αρχές που διέπουν την δράση της.

Αντι-χρυσαυγίτης, από μόνο του, μπορείς να είσαι για χίλιους λόγους: μπορεί να ακολουθείς μία μόδα, όπως εκφράζεται τώρα, να προσπαθείς να γλυτώσεις από την χρυσαυγίτικη μόδα που υποστήριζες στο παρελθόν, ή να ελπίζεις στην μετακίνηση των ψηφοφόρων της.

Το σημαντικό, το ουσιώδες και το ειλικρινές, είναι να είσαι ενάντια στις ιδέες που διέπουν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Είναι όλοι οι άνθρωποι στα μάτια σου ίσοι; Τους κρίνεις αποκλειστικά με βάση τα κομματικά τους πιστεύω; Δίνεις δικαιώματα στους ανθρώπους που ζουν με διαφορετική σεξουαλικότητα; Δίνεις ελευθερία και αξιοπρεπή διαβίωση σε ανθρώπους που έρχονται από άλλες χώρες; αποφεύγεις να χρησιμοποιήσεις την πατρίδα και τον πατριωτισμό ως εργαλείο για να πετύχεις δικούς σου σκοπούς;

Αν διετείνεσαι ως ο «μεγαλύτερος χρυσαυγιτοφάγος» του κόσμου, και ταυτόχρονα στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ σου η εθνικότητα κάθε εγκληματία είναι χαρακτηριστικό του στοιχείο που εξηγούσε το έγκλημα, ή προεκλογικό σου σύνθημα ήταν να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τους ξένους, και ότι θα φροντίσεις ώστε οι παιδικοί σταθμοί να είναι μόνο για έλληνες, αν πανηγυρίζεις για την πτώση της ενώ υπουργοί, βουλευτές και αντιπροεδροί σου πηγαίνουν ακόμα και σήμερα χέρι-χέρι με τις πολιτικές δυνάμεις και την ιδεολογία που γέννησαν την Χρυσή Αυγή, ή επιτρέπεις σε βουλευτές σου να μιλούν για «λάθρους» και «κομμούνια», αν στερείς χωρίς κανέναν απολύτως λόγο στην βουλή με την ψήφο σου το διαβατήριο στους ανθρώπους που γεννήθηκαν εδώ (εκτός και αν παίζουν πολύ καλό μπάσκετ) ή τα ίδια δικαιώματα που έχουν όλοι σε ανθρώπους που απλώς τους έτυχε να αγαπούν έναν άνθρωπο που εσύ δεν εγκρίνεις, αν αφήνεις αδίκως κλειδωμένους ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, να καούν, να πεινάσουν, να τρελαθούν επειδή «είναι ξένοι» και «έτσι προασπίζεις την ασφάλεια της τοπικής κοινωνίας» τότε αυτή η υποκρισία σου δεν είναι ούτε ενοχλητική, ούτε καν κωμική. Είναι επικίνδυνη.

Είναι τρομαχτική και επικίνδυνη.

Γιατί η Χρυσή Αυγή, πριν φορέσει σαν καθως πρέπει πολιτικός γραβάτες και κουστούμια, ήταν εμφανής. Είχε αγκυλωτούς σταυρούς, υπέγραφε με το σήμα των ΣΣ, το αριθμοσύμβολο του Χίτλερ, τραγουδούσε ναζιστικά εμβατήρια και «θα ξαναγυρίσουμε και θα τρέμει η γη»

Όταν όμως ένα οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα διατείνεται για την φιλελευθερία του, για την μάχη που έδωσε για τον ναζισμό, και δεν είναι ειλικρινές, δεν θα κερδίσει ψηφοθηρικά τους γνήσιους οπαδούς του Χίτλερ, που θα πάνε αλλού αντιλαμβανόμενοι την κοροϊδία, αλλά ΘΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ.

Ανθρώπους που, παρακειμένοι από την γενικότερη ευφορία για την πτώση του εξαμβλώματος της Χρυσής Αυγής, θα σπεύσουν να ακούσουν το σύνθημα του «απόλυτου εχθρού του χρυσαυγιτισμού», μα, κάτω από τον μανδύα αυτόν, θα υποκύψουν σε ιδέες και πρακτικές που καθόλου δεν αντιμάχονται τον ρατσισμό – για να μην πω ότι τον υπερβαίνουν κιόλας.

Θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά ρατσιστών, εθνικιστών – φασιστών, αυτήν που στο εξωτερικό την αποκαλούμε Alt-Right, αυτή που διώχνει σε πρώτη φάση τα λογότυπα του χίτλερ από την εικόνα της, μα κρατά αναλοίωτες τις ιδέες και την φιλοσοσοφία της.

Προσέξτε: δεν λέω ότι θα μετακινηθεί η υπάρχουσα ακροδεξιά μορφή σε alt-right: Λέω ότι από τα πανηγύρια στις στάχτες της καύσης του θλιβερού μορφώματος των ναζί, θα δημιουργηθούν καινούργιοι ακροδεξιοί, απλώς και μόνο επειδή κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους το γεγονός με τον μανδύα της φιλελευθερίας.

~

Η στιγμή είναι μοναδική. Πανηγυρίσαμε, δακρύσαμε, δικαιωθήκαμε. Όσοι θωρούμε τον απέναντί μας άνθρωπο με σεβασμό και αξιοπρέπεια, όσοι επιλέγουμε να τον κρίνουμε για τις πράξεις του μοναχά, πετύχαμε κάτι που, μέχρι εχθές, ήταν ανήκουστο.

Και ήταν ανήκουστο όχι γιατί ήταν άδικο, αλλά γιατί ήταν κρυμμένο παντού, από τηλεοπτικές οθόνες μέχρι βουλευτικές έδρες, από θρανία και οικογενειακά τραπέζια, μέχρι στο αφεντικό και τον γιατρό μας.

Ήταν ανήκουστο ακριβώς γιατί υπήρχε παντού, γιατί τρεφόταν από πολλούς που διατείνονταν πως ξέρουν το καλό μας, ενώ ήταν πασιφανές ότι μοιράζοντας ιδέες και φιλοσοφία με το τέρας.

Εκείνη η στιγμή, πέρασε.

Το αμέσως επόμενο λεπτό (42″ ακριβώς μετά, για την ακρίβεια) το θηρίο είναι ακόμα μπροστά μας, φορά υποκριτικά αντιναζιστικό μανδύα, και μας προσκαλεί όλους στις χολερές αγκάλες του για να μας προστατέψει από όποιον εχθρό τον εμπιστευτούμε να μας ονοματίσει.

Και η σκύλα που γέννησε το αυγό του φασισμού, δεν είναι απλώς έγκυος, δεν τρέφει απλώς τα μικρά της, αλλά κάνει πολλούς από εμάς, περισσότερους από εμάς, ύπουλα και σκοτεινά, τροφούς της εμετικής της ιδεολογίας.

Η στιγμή που οι δικαστές πήραν την απόφαση να ονοματίσουν το θηρίο, πέρασε. Τώρα είναι η ώρα να ορίσουμε εμείς τι είναι αντιφασισμός, τι είναι αντιναζισμός, τι είναι αντιρατσισμός, και να στείλουμε την κάθε πλευρά στην γωνιά της.

Τώρα ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε ότι η μόνη αποδεκτή ιδεολογία, είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, της ελευθερίας, και της αξιοπρέπειας. Ότι καμία έκπτωση δεν νοείται σ’ αυτό, από την ιδεολογία του οποιουδήποτε.

Τώρα, που τα φώτα είναι στραμμένα εδώ ακριβώς, το να φωνάξουμε αυτά τα ιδεώδη, θα είναι το καλύτερο φάρμακο για να διώξει κάθε αρρωστημένη σκέψη που πασχίζει να τα εκμεταλλευτεί.

Τώρα που είμαστε πολλοί, και η φωνή μας μοιάζει, και ακούγεται σαν μία, τώρα που η στιγμή είναι δική μας, ας μην διστάσουμε να ακουστούμε: Ας γίνουμε με τιμή το άλλο άκρο του ναζισμού. Ας ορίσουμε εμείς τις αρχές του, ας τοποθετηθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο σ’ αυτόν τον σκοπό, και ας απομακρύνουμε από εκεί όποιον δεν πιστεύει στην βασική του αρχή, τον άνθρωπο.

Γιατί αν το επιτρέψουμε με την σιωπή μας, αύριο, οι ίδιοι άνθρωποι που κερδίσαμε σήμερα, αυτοί που πολεμούν με λύσσα όσα πιστεύουμε, δεν θα φοράνε πια αγκυλωτό για να τους ξεχωρίζουμε εύκολα.

Η δουλειά του ευρωβουλευτή έχει (στην Ελλάδα τουλάχιστον) ένα αρκετά αρνητικό πρόσημο. Κατηγορείται ότι δεν είναι «χρήσιμος» ένας ευρωβουλευτής όπως ένας τοπικός βουλευτής, ότι τρώει κάπου 25.000 ευρώ τον μήνα, ότι ασχολείται με βλακείες για πέντε χρόνια, και μετά, το πολύ-πολύ, κορεσμένος, πάει σπίτι του.

Η αλήθεια είναι ότι μπορεί, όντως, να είναι έτσι τα πράγματα. Οι ευρωβουλευτές είναι συνήθως για μία θητεία, καθώς χρησιμοποιούν επαφές και χρήματα για να χτίσουν ένα σκαλοπάτι για την πιο βατή, ειδικά μέχρι πρότινος, τοπική πολιτική σκηνή, εξαιτίας της ελάχιστης προβολής του έργου τους από τα τοπικά ΜΜΕ είτε εργαστούν σκληρά, είτε όχι, πάλι την ίδια αντιμετώπιση θα έχουν – αλλά επιπλέον η ευρωβουλή για όσους ασχοληθούν σοβαρά μαζί της είναι ένας αρκετά δυσκίνητος και γραφειοκρατικός οργανισμός, και ιδιαίτερα επικίνδυνος καθώς βρίθει lobbying και διαρκών πολιτικών ελιγμών μεταξύ εθνικού, κομματικού και (ευρω)κομματικού ενδιαφέροντος, με αρκετά βαριές ευθύνες και συνέπειες.

Επιπλέον, η επιλογή δημοσίων προσώπων από τον ευρύτερο αθλητικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό χώρο ακόμα και πολιτικό χώρο – δεν κάνει τα πράγματα πιο εύκολα. Ακόμα και για τους ελάχιστους ικανότερους εξ αυτών στις περισσότερες περιπτώσεις είναι η ομάδα τους που θα τραβήξει το ζόρι, και όχι ίδιος ο ευρωβουλευτής, κάτι όμως που καταφέρνει να γίνει ακόμα χειρότερο όταν σκεφτεί κανείς ότι η επιλογή αυτής της ομάδας γίνεται είτε με κριτήρια «βολέματος», είτε με κριτήρια εμπιστοσύνης (αλλά όχι απαραιτήτως ικανοτήτων) είτε με κριτήρια …αλληλοβοήθειας (για να αποφύγουν την σκόπελο που έθεσε το ευρωκοινοβούλιο στην πρόσληψη συγγενών στις ομάδες των ευρωβουλευτών, οι ευρωβουλευτές επιλέγουν ..ο ένας τους συγγενείς του άλλου, πχ)

Οπότε, εκτός από τους χαραμοφάηδες ή τους άχρηστους που χάρισαν μόνο ψήφους στο κόμμα, αν θέλει κανείς να δουλέψει σοβαρά, θα χρειαστεί όχι μόνο να ιδρώσει μαχόμενος, αλλά δεν θα έχει καμία ουσιαστική αναγνώριση, καθώς οι πιο κοινωνικά προβεβλημένοι από αυτόν πάλι θα απολαύσουν πιο εύκολα τους καρπούς της δημοσιότητας σε μία κοινωνία που, έτσι και αλλιώς, απλώς δεν ασχολείται δημοσιογραφικά με τις Βρυξέλλες.

Αυτήν την εικόνα έχω σχηματίσει εγώ – υποψιάζομαι όμως ότι για τους Έλληνες ψηφοφόρους, είναι τελικά, «βολεμένοι χαραμοφάηδες πενταετούς υποχρέωσης των 25.000 ευρώ» και κάπου πάνω κάτω εκεί τελειώνει η κριτική για το ζήτημα.

Κάπου – κάπου όμως, γίνεται και ένα θαύμα:

Η τοπική πολιτική σκηνή ενδιαφέρεται πραγματικά για ένα ευρω-θέμα, τα φώτα στρέφονται στις πράξεις των ευρωβουλευτών, περιμένοντας αν μη τι άλλο την συνεπή στάση των ευρωβουλευτών του.

Κάτι τέτοιο είχαμε και τώρα – αρκεί να εξαιρέσει κανείς το «ενδιαφέρεται πραγματικά» καθώς μόλις ένα τσούρμο ατόμων στα social media φρόντισε να ενημερώσει τους υπόλοιπους για την ψήφιση ενός νόμου για τα πνευματικά δικαιώματα. Οι επικριτές του (μπορείς να διαβάσεις έναν εδώ) προσπάθησαν να εξηγήσουν σε όλους τους τόνους ότι πρόκειται, στην χειρότερη μορφή του, για μία εν δυνάμει λογοκρισία που επανέρχεται (αποτυχημένα, ως τώρα) ως αίτημα κάθε περίπου 2-3 χρόνια με σκοπό την χειραγώγηση της πληροφορίας του διαδικτύου.

Η εγχώρια δημοσιογραφική σκηνή, απέτυχε (για άλλη μία φορά) είτε ηθελημένα είτε από καθαρή αχρηστία να πάρει θέση και να ενημερώσει για το ζήτημα – έστω και τυπικά (παρότι την αφορούσε δυνητικά άμεσα).

…Ο νόμος αυτός, που λες, αυτήν την φορά πέρασε.

~

Πολλές μέρες πριν, εκείνη η ανομοιογενής ομάδα που χτύπησε τον κώδωνα του κινδύνου προσπάθησε, κυρίως δικτυακά, σε μία προσπάθεια συνέχισης ενός ιδιαίτερα μεγάλου ρεύματος αντίδρασης στην Ευρώπη (για το οποίο, φυσικά, δεν μάθαμε ποτέ ουσιαστικά) να πιέσει Έλληνες ευρωβουλευτές (με σαφή στόχευση κυρίως στους ευρωβουλευτές του Σύριζα/GUE/NGL) να δεσμευτούν για την αρνητική τους στάση στο νομοσχέδιο. Μέχρι πριν τρεις μέρες από την ψήφιση του νομοσχεδίου, μόλις δύο είχαν απαντήσει στο αίτημα της δέσμευσης αυτής: Η Σοφία Σακοράφα (για την οποία εξαιτίας της προσωπικής γνωριμίας μου όπως πάντα θα αποφύγω να κάνω οποιοδήποτε σχόλιο) και ο Νίκος Χουντής. Οι υπόλοιποι, δεν απαντούσαν στις εγκλήσεις.

Στο τέλος, ο λογαριασμός έπεσε κομματάκι βαρύς. Από τους Έλληνες ευρωβουλευτές μόνο οι δύο που είχαν δεσμευτεί εξ’ αρχής ψήφισαν κατά, ενώ Υπέρ ψήφισαν σύσσωμοι οι χρυσαυγίτες βουλευτές, η Μαρία Σπυράκη της ΝΔ, ο ανεξάρτητος Κωστας Χρυσόγονος, οι ευρωβουλευτές του Ποταμιού Μιλτιάδης Κύρκος και Γιώργος Γραμματικάκης, Παρών ψήφισαν ο ευρωβουλευτής της Ελιάς Νίκος Ανδρουλάκης και του ΚΚΕ Κωνσταντίνος Παπαδάκης – και απείχαν όλη η ευρωομάδα του Σύριζα (Παπαδημούλης, Κούνεβα, Κούλογλου), όλη η ομάδα της ΝΔ πλην Σπυράκη (Ζαγοράκης, Κύρτσος, Κεφαλογιάννης, Βόζεμπεργκ) ο ανεξάρτητος Νότης Μαριάς, η Εύα Καϊλή από την Ελιά και ο Ζαριανόπουλος από το ΚΚΕ.

Δύο Κατά, επτά Υπερ, δύο Παρών – και δέκα Απείχαν της ψηφοφορίας.

Για τους κατά, δεν θέλω να σχολιάσω κάτι, έπραξαν όπως είχαν υποσχεθεί να πράξουν. Για το ΚΚΕ η στάση του παρών υποστηρίζεται νοηματικά, ακόμα και αν δεν συμφωνώ, είναι πιστοί στην ευρύτερη θέση τους. Για τους υπερ έχω πολιτική διαφωνία (από τα λίγα που έχω ασχοληθεί), αλλά τίμια η ψήφος τους, κρίνεται πολιτικά, και έχω την αίσθηση ότι υπερασπίζεται την γενική βούληση των ψηφοφόρων (Ποτάμι και ΝΔ) που τους έστειλαν εκεί.

Το προφανές πρόβλημα υπάρχει με την αποχή.

Θυμίζω, το νομοσχέδιο πέρασε. Μέχρι το 2021 θα έχει τεθεί εν ισχύ, με ο,τι αυτό συνεπάγεται.

Που ήταν οι βουλευτές μας;

Και μην βιαστεί κανείς να πει *οι συριζαίοι* βουλευτές μας, γιατί εδώ έχω δύο σχετικά αντικρουόμενες (ή έστω συμπληρωματικές) απόψεις:

Πρώτον, η απουσία δεν έχει θέση. Αντιλαμβάνομαι ότι μία Νεοδημοκρατική θετική ψήφος θα μπορούσε να συνάδει με την βούληση των ψηφοφόρων όπως και μία αριστερής προσέγγισης αρνητική ψήφος αντίστοιχα, μπορώ (με εμφανή δυσκολία, αλλά μπορώ) να κατανοήσω ότι το Παρων του ΚΚΕ είναι κάποιας μορφής θέση σε ένα δίλημμα που δεν έχει σωστό και λάθος με χρωματισμούς άσπρου και μαύρου – αλλά η αποχή δεν έχει κανένα ουσιαστικό νόημα, ανεξαρτήτως κόμματος. Είναι μη-θέση. Είναι απουσία.

Αυτή η απουσία δεν ορίζεται σε όρους δεξιάς – αριστεράς. Είτε είσαι δεξιός, είτε είσαι αριστερός, όταν για μία φορά οι πολίτες της χώρας σου σε παρακολουθούν να δουν τι ψηφίζεις, έστω και σε όρους συμβολικής στήριξης του ευρωκοινοβουλευτικού σου έργου – είσαι εκεί. ΠΑΝΤΑ απαιτείται να είσαι εκεί, αλλά ειδικά τότε, είσαι εκεί.

Δεν κάθεσαι σπίτι σου. Δεν σιωπάς.

Γιατί με εσένα, αναγκάζεις σε σιωπή εκατομμύρια ψηφοφόρων που σε ψήφισαν, που σε εμπιστεύτηκαν, που υποσχέθηκες πριν πέντε χρόνια να γίνεις η φωνή τους σε μία απόμερη, ψυχρή, απομακρυσμένη βάση αποφάσεων.

Σιωπώντας, σιώπησες και αυτούς. Όχι μόνο απέφυγες την υποχρέωση να σε κρίνουν για τις θέσεις σου, να συμφωνήσουν ή να διαφωνήσουν μαζί σου, να εκτεθείς – αλλά ταυτοχρόνως αρνήθηκες και το δικαίωμα στους πολίτες σου να εκφραστούν μέσω εσού, να υπάρξουν έστω για μία στιγμή σε εκείνη την ψηφοφορία.

Η δεύτερη άποψη όμως, λέει και ότι θα περίμενε κανείς ΕΙΔΙΚΑ από τους αριστερούς βουλευτές μία πιο συνεπή στάση. Και αυτό γιατί η κεντρική γραμμή του Σύριζα είναι «ψηφίστε εμάς αντί για αυτούς» σε μία πολιτική διαμάχη που τον θέτει υπεύθυνο για εξαιρετικά «δεξιές» (κυρίως) οικονομικές αποφάσεις, όπως τα Υπερταμεία, η ψήφιση μνημονίων και οι διάφορες αποκρατικοποιήσεις και ιδιωτικές επενδύσεις σε δημόσιου ενδιαφέροντος έργα.

Όταν θέλεις να διαφέρεις από τον πολιτικό αντίπαλό σου, φροντίζεις να διαφέρεις.

Δεν έχει κανένας θεωρώ αντίρρηση ότι η αποχή ευνόησε κυρίως το lobbying – και μόνο η μία πλευρά, αυτή της θετικής απόφασης φαίνεται πως είχε ενεργό έργο σ’ αυτήν την διαδικασία. Κάθε αποχή, κάθε μη-ψήφος λειτούργησε κυρίως υπέρ της θετικής πλευράς, και αυτό έγινε όχι μόνο για την ψήφιση της τροπολογίας (που δεν πέρασε για μόλις πέντε ψήφους) αλλά και για το συνολικό έργο.

Όταν λοιπόν θέλεις να διαφέρεις από τους πολιτικούς σου αντιπάλους, το δείχνεις. Και αν δεν το δείχνεις, μην περιμένεις ίδια αντιμετώπιση με τους νεοδημοκράτες συνδαιτυμόνες σου που απείχαν εξίσου αθόρυβα: Εκείνοι ποτέ δεν είπαν ότι προτιμούν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών στο διαδίκτυο εις βάρος των πνευματικών δικαιωμάτων, ποτέ δεν υποστήριξαν ότι αυτή η νομοθεσία ήταν κακή: εσύ το έκανες.

Δικαίως κρίνεσαι αυστηρότερα, δικαίως ξεχωρίζει η κριτική στο πρόσωπό σου.

~

Υπάρχει όμως και ένα ακόμα, ιδιαιτέρως αρνητικό σκεπτικό σε όλη αυτήν την απαίσια ιστορία. Γιατί νομίζουμε ότι απών είναι κάποιος στην μία ώρα ψηφοφορίας, αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι ακριβώς.

Οι βουλευτές μας, όλοι οι βουλευτές μας (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – για τις οποίες είμαι προκατειλημμένος οπότε δεν αναφέρομαι σ’ αυτές), ανεξαρτήτως της ψήφου τους, ή της κομματικής τους προέλευσης ήταν διαρκώς απόντες.

Όπως τόνισα και πριν, το ευρωκοινοβούλιο είναι (τουλάχιστον για τους απομακρυσμένους Έλληνες πολίτες) μία απροσπέλαστη, μακρινή διαδικασία. Κυρίως εξ αυτού, παρίσταται η πολύ σημαντική ανάγκη, οι βουλευτές μας να συνομιλούν καθ’ όλην την διάρκεια της πενταετίας τους με τους πολίτες: όχι μόνο για να εισπράξουν ιδέες, στάσεις και προτάσεις, αλλά και για να οργανώσουν οι ίδιοι θέσεις και ιδέες για την Ευρώπη στην τοπική κοινωνία.

Προφανώς, αν είσαι τουρίστας, τι θέσεις να έχεις, άστο – δεν πειράζει, μεγαλύτερο κακό θα κάνεις.

Αν όμως θεωρείς ως πολιτικός ότι οφείλεις να κάνεις έργο, οφείλεις ταυτόχρονα εκτός και από το να διδαχθείς τις θέσεις που καλείσαι να υπερασπιστείς, να διδάξεις και ποιος είναι ο σκοπός της μάχης.

Ειδικά, αν και όχι μόνο σ’ αυτό το ζήτημα, υπήρξε μόνιμη και σταθερή απουσία.

Γι΄ αυτήν την απουσία ειδικά, δεν υπάρχουν δικαιολογίες. Δεν είναι δεν μπορούσα, ήμουν άρρωστος, είχα δουλειές, ήμουν εκτός. Δεν είναι μία ώρα ψηφοφορίας και ένα κουραστικό ταξίδι με το αεροπλάνο. Είναι μία βασική, δομημένη διαδικασία, μία οργάνωση θέσεων και ιδεών, μία ουσιώδης αντίληψη του έργου και της αποστολής σου για κάθε μέρα από αυτές τις 1.826 ημέρες που έχεις αναλάβει αυτόν τον ρόλο.

Είναι στο τέλος της θητείας σου, στον απολογισμό που θα κάνεις, ταυτόχρονα εσωτερικό και εξωτερικό, να πεις «ήμουν εκεί, δίπλα τους», ή «απέτυχα».

Αλλιώς, θα είσαι και εσύ όχι μόνο ένας «βολεμένος χαραμοφάης πενταετούς υποχρεώσεως των 25.000 ευρώ» – αλλά ταυτόχρονα, και ακόμα χειρότερα, άλλη μία δίκαιη κριτική στο κοινοβουλευτικό έργο εν γένει αλλά και στην ενωμένη Ευρώπη που τόσο υπερασπίζεσαι.

~

Αλλά και ως πολίτης, η ευθύνη δεν σταματά σε πέντε δευτερόλεπτα στο ψηφοδέλτιο. Ξεκινά εκεί. Η πίεση φέρνει αποτελέσματα, η ενημέρωση θα αναγκάσει τους μοχλούς να γυρίσουν, ικανότερους να πάρουν θέση και έργο, και άλλους σαν και εσένα να ασχοληθούν. Είναι εφικτό; Ίσως, ίσως όχι. Αλλά η απουσία σου θα εκληφθεί ως αποδοχή – όπως ακριβώς και των ευρωβουλευτών σου.

Και όλο αυτό, χωρίς να παραγνωρίζω τις ευθύνες των κομμάτων που προτείνουν την ευρωομάδα της κάθε πενταετίας: προβεβλημένοι είναι δημόσια αναγνωρίσιμα πρόσωπα, καλλιτέχνες, αθλητές, πολιτικοί – και μερικοί εξ αυτών ήδη με ποινικές διαδικασίες να τρέχουν στην πλάτη τους. Κάποιοι (ακόμα και δημόσια πρόσωπα, δεν αντιλέγω) θα σταθούν άξιοι της ευθύνης. Πολλοί εξ αυτών, πολύ αμφιβάλλω.

~

Η εικόνα που έρχεται είναι αντιστοίχως μίζερη και θλιβερή με την προηγούμενη.

Θαυμάσια,αν είναι όντως αυτή η Ευρώπη που θέλουμε. Αλλά μην ξαφνιαζόμαστε μετά αν είναι απούσα, αφήνοντας τελικά τους επαγγελματίες lobbyστες και τους έχοντες συμφέροντα να καθορίζουν το μέλλον μας:

Εμείς θα είμαστε μονίμως και οδυνηρά με την θέλησή μας απόντες στα κέντρα αποφάσεων. Και όχι μόνο για μίας ώρας ψηφοφορία.

Υ.Γ.: Διαβάστε την εξαιρετική και πληρέστατη παρουσίαση του ThePressProject, μία από τις ελάχιστες (δεν ξέρω καν αν υπήρχε άλλη αντίστοιχη) ελληνικές δημοσιογραφικές αναφορές στο θέμα. https://thepressproject.gr/article/139635/Mauri-imera-gia-to-eleuthero-diadiktuo—Uperpsifistike-i-Odigia-Copyright-sto-Europako-Koinoboulio

Συνηθίζεται, στην αλλαγή του χρόνου να κάνουμε απολογισμούς και ευχές. Ευχές και όνειρα για το νέο έτος, με την ελπίδα πως, αυτήν την φορά, θα μπούμε επιτέλους στον κόπο να τα πραγματοποιήσουμε.

Τα όνειρα όμως, δεν θα γίνουν μόνα τους. Το χρήμα δεν θα πέσει από τον ουρανό, η υγεία δεν είναι βέβαιη αν δεν κάνουμε και εμείς αυτό που πρέπει με την σειρά μας, η φιλία και η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα αγώνα και αμοιβαίων υποχωρήσεων, όχι απλώς τύχης.

Το 2018, μου έδειξε πόσο γυμνοί είμαστε. Πέρσι σαν τέτοιον καιρό ονειρευτήκαμε ειρήνη, αλλά ο δολοφονηθείς Κατσίφας ηρωποιήθηκε από τα πιο επίσημα δυνατόν χείλη ως σπόρος για άλλους Κατσίφες αργότερα,

Ονειρευτήκαμε ανθρωπιά, αλλά για την Ελένη Τοπαλούδη φυλάξαμε τις χειρότερες κατάρες και κριτικές,

Ονειρευτήκαμε δικαιοσύνη, αλλά αν δεν υπήρχε μία τυχαία κάμερα, ο Κωστόπουλος θα ήταν από τις αστυνομικές πηγές «ναρκομανής κλέφτης που έπεσε επάνω του μία τζαμαρία» και από την κοινωνία μας παρέμεινε «ένας αρρωστημένος πούστης λιγότερος»,

Ονειρευτήκαμε ασφάλεια αλλά μετά τους 100 πλέον νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι, οι προσδοκίες για μία ασφαλή ρυμοτομία έγιναν η πολυφορεμένη τόσα χρόνια πολιτική με νομιμοποιήση των υπαρχόντων αυθαιρέτων,

Ονειρευτήκαμε καλύτερη οικονομία, και βρεθήκαμε αυτούς που βρίζαμε λίγα χρόνια πριν να τους θεωρούμε τώρα «σοβαρούς επενδυτές», να ξεχνάμε τα Mall και να κάνουμε τις βόμβες «εξαγώγιμη πολεμική βιομηχανία»,

Ονειρευτήκαμε το τέλος του ρατσισμού, αλλά ο Πετρίτ Ζίφλε δολοφονήθηκε και ο Εμντί Ιμάμ Ουντίλ γλύτωσε το σπασμένο κεφάλι προτάσσοντας το χέρι του για να επιβιώσει του τυφλού μίσους,

Ονειρευτήκαμε μία φιλόξενη, ανθρώπινη γη αλλά δεκάδες πνίγηκαν πάλι στα υδάτινα σύνορά μας, και όσοι γλύτωσαν βιάζονται και κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας ψυχολογικά και σωματικά τραυματισμένοι στα φιλόξενα και γεμάτα σκουπίδια και υπερπληθυσμό στρατόπεδα συγκέντρωσής μας,

Ονειρευτήκαμε μία αξιόπιστη δημοσιογραφία αλλά τα μέσα διανύουν τις χειρότερες στιγμές τους, συγκεντρώνονται σε ελάχιστους ισχυρούς ομίλους, επιβιώνουν με σκοτεινά έσοδα και εξυπηρετούν πρωτίστως όποιον πληρώνει αγνοώντας κάθε είδηση που «δεν αρέσει» στους χρηματοδότες τους,

Ονειρευτήκαμε κράτος δικαίου, και ακόμα και τώρα άνθρωποι αυτοκτονούν και δολοφονούνται στα Κολαστήρια – φυλακές μας χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη τους,

Ονειρευτήκαμε ευημερία και κάποιοι συνάνθρωποί μας ακόμα και απόψε είναι τυχεροί αν ζεσταίνονται με σόμπες – καθώς οι περισσότεροι δεν αντέχουν να αγοράσουν τα υπερφορολογημένα καύσιμα θέρμανσης για να την βγάλουν και αυτόν τον κρύο χειμώνα.

~

Τα όνειρά μας παρέμειναν ευχές. Δεν είναι περίεργο, κάθε άλλο – όταν αναλωνόμαστε σε εσωτερικές κόντρες όπου ο ένας βρίζει τον άλλον είναι δύσκολο να δώσουμε το χέρι ο ένας στον άλλον για να βοηθήσουμε μαζί, όλοι μαζί, τα (κοινά) όνειρά μας να γίνουν κάποια στιγμή πραγματικότητα:

Ποδοσφαιροποιούμε την πολιτική, ανάγουμε τους αρχηγούς σε ηγέτες, τους ηγέτες σε βασιλιάδες, σε σύμβολα που δεν αντέχουμε να τα αγγίξει κανείς, παίρνουμε κάθε μομφή προσωπικά και μαχόμαστε αναλόγως, για κάθε κριτική υπάρχει και ένα βολικό «ναι, αλλά ο δικός σου», και αρκούμαστε ικανοποιημένοι σε μικρές ανούσιες νίκες, όταν ο κάθε Εμντί Ιμάμ Ουντίλ πασχίζει να επιβιώσει σε ένα πάρκινγκ απέναντι σε έναν δολοφόνο με ένα λοστάρι που του σημαδεύει το κεφάλι, ο κάθε ανώνυμος φυλακισμένος στα κολαστήρια αναρωτιέται αν θα καταφέρει να εκτίσει την ποινή του, η κάθε Ελένη να μην θεωρείται δεδομένη από κανέναν, ο κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης βαστάει άλλη μία μέρα με το παιδί του με την ελπίδα να γλυτώσει από το κρύο της σκηνής, να προλάβει να του μείνει φαγητό να φάει ή να μην τον βιάσουν αύριο.

Μπορούμε έτσι να ονειρευόμαστε όσο θέλουμε, αλλά το 2019 δεν θα μας φέρει τίποτα καλύτερο.

Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ εγώ, είναι να διαμαρτυρηθούμε όλοι μαζί σε όσα συμφωνούμε: Όσοι συμφωνούμε ότι η ασφάλεια των φυλακισμένων μας είναι ευθύνη πρωτίστως της κοινωνίας μας, να απαιτήσουμε να τιμωρείται όποιος και να είναι υπεύθυνος όταν διακινδυνεύεται. Όσοι συμφωνούμε ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα δεν έχουν στόχο τον άνθρωπο αλλά την φυλή, να τα καταδικάσουμε χωρίς «ναι, μεν αλλά». Όσοι συμφωνούμε ότι το θύμα δεν προκαλεί και δικαιολογεί τον θύτη, να το ξεκαθαρίσουμε ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης. Όσοι συμφωνούμε ότι η δικαιοσύνη οφείλει πρωτίστως να προστατέψει, να απαιτήσουμε να τιμωρηθεί παραδειγματικά κάθε ένας που παραβαίνει αυτήν την βασική αρχή. Όσοι συμφωνούμε ότι κανείς δεν πρέπει να κρυώνει τον χειμώνα, ότι όλοι πρέπει να έχουν στέγη, φαγητό, και υγεία, να το απαιτήσουμε όποιος και να είναι στην εξουσία.

Όσο τρωγόμαστε μεταξύ μας, όσο μαχόμαστε ο ένας τον άλλον με όπλο τις διαφορές μας και όχι τα κοινά μας ιδανικά, η εκάστοτε εξουσία μένει εκτός κριτικής, και ο κόσμος μας δεν έχει κανέναν-απολύτως-λόγο να παλέψει για να γίνει καλύτερος.

Μπορώ να ευχηθώ σε όλους μας ένα καλύτερο 2019 από το 2018 που πέρασε. Αλλά δεν θα έχει κανένα νόημα η ευχή μου, αν δεν κάνουμε -επιτέλους- κάτι όλοι μαζί γι’ αυτό.

Update: Σε μια μοναδική για μένα στιγμή, ιδιαιτέρως συγκινητική οφείλω να ομολογήσω, ο Κωνσταντίνος Πουλής του ThePressProject διάβασε το άρθρο, και τον ενέπνευσε να …διαβάσει το άρθρο. Φωναχτά. Για όλους 🙂

Συνεπώς, η εμπειρία της ανάγνωσης του άρθρου που ακολουθεί πρόκειται να γίνει εξαιρετικά πιο πλούσια, αν το διαβάσετε πατώντας το play στο video, και ακούγοντας τον Κωνσταντίνο να σας μαγεύει με την φωνή και τα χρώματά του:

(Το άρθρο του ThePressProject που φιλοξενεί άρθρο και podcast βρίσκεται εδώ)

~

Έχω, σαν άνθρωπος κι εγώ, κάποια θεματάκια. Για παράδειγμα δεν μπορώ να βλέπω άνδρες να φιλιούνται δημοσίως.

Με ενοχλεί βαθύτατα, ψιλοσιχαίνουμε λιγουλάκι. Μου δημιουργεί την ίδια αντίδραση πχ με το να βλέπω κάποιον να τρώει σαλιγκάρια – δηλαδή για όνομα του θεού, είναι ΠΟΛΥ ΣΙΧΑΜΕΡΟ αυτό το πράγμα, τελείως.

Προφανώς, δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο από το να τρώει σαλιγκάρια – ή γαρίδες, ρε φίλε, πως τρώτε γαρίδες, είναι πολύ σιχαμένο κι αυτό. Ίου.

….τι λέγαμε; Ναι, προφανώς λοιπόν δεν μπορώ να σταματήσω τον κόσμο να τρώει σαλιγκάρια ή γαρίδες, δεν υπάρχει νόμος γι’ αυτό – αλλά, να σου πω κάτι; Θα έπρεπε να υπάρχει ένας νόμος. Θέλω να πω, ενοχλούμαι, και η ελευθερία του άλλου σταματάει εκεί που αρχίζει η δική μου, και η δική μου περνάει πολύ δύσκολα όταν μασουλάς ρε φίλε τον κοχλιό σου δημόσια.

Να το κάνεις σπίτι σου; Μάλιστα. Εκεί δεν έχω πρόβλημα, κρυφά, να μη σε βλέπω, να μην με κοιτάς την ώρα που ρουφάς αυτό το αηδιαστικό πράγμα, κάνε ότι θέλεις – αλλά όχι δημόσια.

Πρόσφατα, ένας αστυνομικός φιλήθηκε με τον φίλο του. Όχι μόνο δημόσια, που είναι έτσι και αλλιώς ενοχλητικό, αλλά και κάτω από μία ελληνική σημαία – και αυτό ξεσήκωσε τρομερές αντιδράσεις και πολύ θυμό.

Το καταλαβαίνω απόλυτα.

Εμένα δεν με ενοχλεί να φιλιέται κάποιος κάτω από μία σημαία ειδικά, αλλά ας τα βάλουμε κάτω τα πράγματα, μόλις συνέστησα να γίνει ένας νόμος για τους δημόσια καταναλώμενους κοχλιούς, συνεπώς δεν βλέπω ειλικρινά κανέναν λόγο να μην κάνουμε δεκτή και την ενόχληση του διπλανού μου ο οποίος όχι μόνο ενοχλείται με το φιλί μεταξύ ανδρών -και ποιος δεν ενοχλείται δηλαδή- αλλά πολλώ δε μάλλον και κάτω από ένα ιερό γι’ αυτόν σύμβολο, μία σημαία.

Ειλικρινά μιλάω, νομίζω ότι πρέπει να αντιδράσουμε σ’ αυτό.

Η πρότασή μου, για να ξέρει ο κόσμος ποιες είναι οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του, είναι να κάνουμε έναν νόμο, στον οποίο να απαγορεύεται να φιλιούνται κάτω από μία σημαία.

Νόμος. Να το ξέρουν όλοι, να γνωρίζουν όλοι μέχρι που φτάνει η ελευθερία τους, να μην παρεξηγούμαστε.

Τώρα που το σκέφτομαι όμως, να, ξεκινάνε τα προβλήματα.

Πόσο κάτω;

Θέλω να πω, ο άνθρωπος μπορεί να ήταν ένα μέτρο μακρυά – και να γλυτώσει την τιμωρία του νόμου. Πρέπει συνεπώς για να είμαστε ακριβείς, να ορίσουμε πόσο μακρυά από μία σημαία μπορεί να φιλιέται ο άλλος. Να πούμε ξέρω γω «μέχρι πενήντα μέτρα από την σημαία ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΝΑ ΦΙΛΙΕΣΤΕ».

Φυσικά, υπάρχει και το άλλο: ο άνθρωπος ήταν αστυνομικός, ένστολος. Αυτό αποτέλεσε μία ιδιαίτερη παράμετρο στην αντίδραση του κόσμου – η οποία θα ήταν άδικο να μην ληφθεί υπόψιν. Διότι άλλο κύριε να είσαι απλώς ομοφυλόφιλος, και να φιλιέσαι, ΚΑΙ ΕΝΤΕΛΩΣ ΑΛΛΟ να είσαι ΚΑΙ ομοφυλόφιλος ΚΑΙ ένστολος.

Μπορούμε λοιπόν, και καταθέτω επίσημα την σκέψη μου ως πρόταση, το συζητάμε τώρα, να πούμε «πενήντα μέτρα για τους ομοφυλόφιλους και…» -όπα, μισό λεπτό: τον άλλον μπορεί να τον ενοχλούν και οι ετεροφυλόφιλοι, τα φυσιολογικά ζευγάρια να φιλιούνται κάτω από την σημαία. Διότι είναι σύμβολο και έχει κάποιες αξίες, και στον άλλον μπορεί να μην αρέσει ρε παιδί μου ο άλλος να μην δείχνει έναν σεβασμό.

Οπότε, ξανά. Καταθέτω άλλη πρόταση: «Πενήντα μέτρα για όλα τα ζευγάρια που φιλιούνται, ένα χιλιόμετρο τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, και είκοσι χιλιόμετρα τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια που αποτελούνται από έναν τουλάχιστον ένστολο».

Νομίζω ότι αυτό θα ήταν ξεκάθαρο, ο καθένας θα ήξερε τις υποχρεώσεις του και τα δικαιώματά του.

….θα ήταν βέβαια λίγο δύσκολο να μετρήσουμε 20 χιλιόμετρα από μία σημαία. Θέλω να πω, πρέπει να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι έτσι; Δεν θέλουμε εκεί που φιλιέται ο άλλος νόμιμα και ωραία, να του κοτσάρει δίπλα μία σημαία ένας κακόβουλος και να δημιουργηθούν παρεξηγήσεις – σωστά;

Και μπορεί να μην είναι κακόβουλος. Σου λέω εγώ τώρα, βάζω την σημαία μου στο μπαλκόνι μου – ξέρω εγώ, αν σε είκοσι χιλιόμετρα απόσταση, φιλιέται ο άλλος με τον άλλονα; Δηλαδή πλάκα μου κάνεις, να μην βάλω την σημαία μου γιατί ο άλλος- έλα τώρα, δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά, ο νόμος χρειάζεται βελτίωση.

Μπορούμε θεωρώ – και μία πρόταση κάνω, δείτε την όσο σοβαρά νομίζετε – να οριοθετήσουμε τις σημαίες μας.

Κάθε σημαία να μπει σε ένα Google Maps, να μετρήσουμε τις αποστάσεις, και ο καθένας να ξέρει πλέον επίσημα που μπορεί, και που απαγορεύεται να φιλιέται. Νομίζω ότι αυτό θα εξυπηρετήσει τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων, και θα δώσει στην αρχική πρόταση την νομιμότητα και την αξιοπιστία που απαιτείται.

Και οι χοντροί; Διότι ο άλλος, δεν θέλει να βλέπει χοντρούς (και χοντρές!) στις παραλίες. Είναι εύλογο νομίζω να θεωρήσουμε ότι η παρουσία τους δίπλα σε ένα τόσης βαρύτητας σύμβολο θα έχει τον ίδιο – αν όχι μεγαλύτερο αναλογικά συμβολισμό. Δηλαδή φαντάσου ένας ξένος να φωτογραφήσει έναν χοντρό δίπλα στην ελληνική σημαία. Τι εικόνα θα δώσουμε παραέξω;

…Ανησυχώ μόνο, μήπως οι άνθρωποι από αντίδραση κρύψουν τις σημαίες τους, είτε γιατί είναι ομοφυλόφιλοι, είτε γιατί είναι χοντροί, είτε γιατί είναι άσχημοι, ή γέροι, ή πιστεύουν σε άλλες θρησκείες – έτσι, από αντίδραση, για να μπορούν να φιλιούνται όπου θέλουν.

Αυτό θα ήταν πολύ περίεργο.

Η ακόμα χειρότερα, όλοι αυτοί αλλάξουν τους νόμους, και πουν ότι μία σημαία θα έπρεπε να αφήνει ελεύθερους τους ανθρώπους, να συμβολίζει ακριβώς μια ενθάρρυνση να αγαπιούνται ελεύθεροι – και όχι να τους φυλακίζει κρυμμένους σπίτια τους για να φιλιούνται με αυτόν που αγαπάνε.

Ή να τρώνε κοχλιούς. Ή γαρίδες.

Μπλιάχ.

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη. Με μέση, αρχή, τέλος, με επιμύθιο, απ’ όλα – στην έκθεση θα έπαιρνε άριστα και μπράβο μου.

Αλλά φυσικά, δεν θα το ανεβάσω, γιατί του λείπει το πιο βασικό.

Δεν έχω γράψει την ουσία του πράγματος.

~

Η ιστορία είναι γεμάτη ανατροπές. Στην αρχή, ένας ληστής μπαίνει σε ένα μαγαζί με ένα μαχαίρι και σπάζοντας τις βιτρίνες τραυματίζεται και πεθαίνει. Κάποιοι συμπεραίνουν αυτόματα ότι είναι μετανάστης. Ύστερα, ο ληστής γίνεται πρεζάκι, που είναι διαλυμένος και πήγε για να εξασφαλίσει την δόση του. Μετά, το πρεζάκι δεν πεθαίνει απο τα γυαλιά της βιτρίνας – δολοφονείται από περαστικούς. Στην συνέχεια, βγαίνει το πρώτο βίντεο (χωρίς ήχο). Τότε δεν άντεξα να το δω. Μετά, μαθαίνουμε ότι το «πρεζάκι-ληστής» είναι γνωστός σε πολύ κόσμο (τον ακολουθούσα και γω), ο Ζακ, μία μορφή που είχε επηρεάσει με την στάση του μία ολόκληρη κοινότητα. Μαθαίνουμε ότι ο καταστηματάρχης «είχε πάει για τσιγάρα», το βίντεο γίνεται viral, ο ληστής είναι πια «πούστης οροθετικός». Ο κόσμος αναρωτιέται για το μαχαίρι, ο καταστηματάρχης συλλαμβάνεται. Κάποιοι παίρνουν την θέση του καταστηματάρχη, κάποιοι του Ζακ, κάποιοι μιλάνε για ανθρωπιά λιντσάρισμα, κάποιοι για αυτοπροστασία. Η υπόθεση αποκτά βαρύτητα, συζητείται. Ύστερα, αφήνεται να εννοηθεί (κυρίως από τον Βαλλιανάτο – μα όχι μόνο από αυτόν) πως ο Ζακ (γιατί το θύμα έχει πια όνομα) δεν μπήκε για να κλέψει μα για να σωθεί από πέσιμο που του έγινε λίγο πριν.

Προσέξατε τι έγραψα στην αρχή;

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη .

Εκεί είναι το λάθος μου. Αισθάνομαι ότι εκεί είναι το λάθος όλων μας.

~

Ο καταστηματάρχης και ο Ζακ Κωστόπουλος είναι δύο αυθεντικοί ήρωες μίας τραγωδίας. Έπαιξαν έναν ρόλο σε μία σκηνή που την παρακολουθήσαμε όλοι, μάθαμε το θύμα, τον θύτη, οι ρόλοι άλλαξαν κατά το δοκούν, ανάλογα με την καρέκλα του θεατή. Ο πούστης, το πρεζάκι, ο οροθετικός, οι φασίστες που λιντσάρουν, ο τύπος με τα άσπρα μαλλιά που τον προστατεύει, οι ΕΚΑΒίτες που τον περιθάλπουν, τα ουρλιαχτά, οι αστυνομικοί που (δεν) παρεμβαίνουν, η μεταφορά στο νοσοκομείο με χειροπέδες, ο ένας στο χώμα, ο άλλος στην φυλακή.

Αδυνατώ, και μιλώ πολύ σοβαρά, να κουνήσω το δάκτυλο σε οποιονδήποτε εδώ. Δεν ξέρω καν τι έγινε, μπήκε μέσα; Ήταν άδειο; Πήγε να κλέψει; Είχε φύγει ο καταστηματάρχης; Ήθελε να τον σκοτώσει; Έγινε ότι έγινε γιατί όλοι κινήθηκαν σαν όχλος; Ήταν ο Ζακ οπλισμένος με μαχαίρι ή ήταν ο Ζακ αυτός που όλοι περιγράφουν, ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος που δεν θα πείραζε κανέναν; Ήταν όλο μία τεράστια παρεξήγηση; Τους τρόμαξε ο Ζακ με την συμπεριφορά του; Ήταν υπό επήρεια; Δεν ήταν και του συνέβαινε κάτι άλλο; Βρήκαν ευκαιρία να λιντσάρουν έναν πεσμένο, δεν υπάρχει αμφιβολία καμία, και είπαν ψέματα όσο δεν ήξεραν ότι υπήρχε το βίντεο, και είναι ένοχοι γι’ αυτό, ο,τι και να έγινε, αλλά όλη η υπόθεση συνολικά είναι τόσο ανατρεπτική κάθε λίγο και λιγάκι, που δεν μπορώ να καταλάβω καν τι έγινε.

Εκτός από δύο πράγματα:

Υπάρχει ένας νεκρός.

Και υπάρχουν πολλοί θύτες.

~

Πάντα πασχίζω να καταλάβω. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, αυτή είναι μία από τις κατάρες που κουβαλάω. Θα αναρωτηθώ για τον δράστη, θα προσπαθήσω να καταλάβω πως σκεφτόταν, τι ένιωθε, θα προσπαθήσω να καταλάβω τι θα ένιωθα εγώ στην θέση του, πως θα αντιδρούσα εγώ, τι θα έκανα τελικά εγώ, πόσο ανθρώπινος θα ήμουν στην ίδια κατάσταση, στις ίδιες συνθήκες.

Μα σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν έχω φτάσει εκεί. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση σταμάτησα λίγο πριν: συνάντησα πολλούς δράστες, δεκάδες δράστες, ιδιαιτέρως σκληρούς, εξαιρετικά αιμοβόρους, στυγνούς, ανθρώπους που δικαιολόγησαν απόλυτα την πράξη, που είπαν «αν έμπαινε ένας μαχαιροβγάλτης στο δικό σου μαγαζί;» και «ένας πούστης λιγότερος» και «ξεβρώμισε ο τόπος με το καθίκι», τα κανάλια (μέχρι και ο Δήμαρχος(!) έπαιξαν με άνεση το «μαίνεται η παραβατικότητα και τα ναρκωτικά στο κέντρο της Αθήνας» και έκαναν και δημοψήφισμα «συμφωνείτε με την αντίδραση του καταστηματάρχη σ’ αυτόν που εισέβαλλε στο μαγαζί του με μαχαίρι;», και ο μέσος πολίτης βομβαρδίζεται με το «καλά του κάνανε».

«Καλά του κάνανε».

Μπορώ να αναρωτηθώ για όλους, για τον Ζακ, για τον καταστηματάρχη – μα αυτός που, στο σπίτι του, στην ασφάλειά του, έχοντας όλον τον χρόνο να σκεφτεί, έχοντας την κατάληξη μπροστά του, έχοντας όλη την εικόνα μπροστά του, αυτός που ξέρει ότι ο νεαρός θα πέσει, αιμόφυρτος, θα πεθάνει αν τον κλωτσήσουν, αυτός που θα γράψει αυτά τα πράγματα θα τα γράψει γιατί είναι χαραγμένα βαθιά στην ψυχή του.

Δεν είναι ένας. Δεν είναι καν όσοι ήταν πριν έναν χρόνο, ή πριν δύο χρόνια – ή, αν θέλεις, μιλάνε τώρα πολύ περισσότεροι, είναι πολλοί, ένας θα ήταν πολύς, δύο θα ήταν πολλοί – μα είναι στ’ αλήθεια πολλοί, υπερβολικά πολλοί, αφόρητα πολλοί.

Δεν συζητάω πια για το λιντσάρισμα που έγινε στην οδό Γλάδστωνος.

Συζητώ για κάτι απείρως μεγαλύτερο, για μία μόλυνση, έναν καρκίνο που εξαπλώνεται, που μολύνει ανθρώπους στην ψυχή τους, που μισούν, που φοβούνται, που δικαιώνουν μία δολοφονία – έναν θάνατο έστω, που για αυτούς το 33χρονο παιδί «καλά έπαθε» και πέθανε.

«Καλά του κάνανε».

Φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Ο φρουρός τα άκουσε που δεν πυροβόλησε τους Ρουβίκωνες (πρόσφατα πολιτικοί σιγοντάριζαν τρελούς που σημάδευαν με ένα δάκτυλο την οθόνη αν θυμάστε), όποιος διαφωνεί με το Μακεδονικό θέλει κρέμασμα, οι λάθρο να πεθαίνουν στα σύνορα για παραδειγματισμό, οι μουσουλμάνοι είναι τζιχαντιστές και ας ψοφήσουν, οι πούστηδες μας έχουν κάνει όλους σαν τα μούτρα τους και θέλουν λοβοτομή να γίνουν καλά. Το μίσος ξεχειλίζει, δεν λέγεται σιγά και ύπουλα, λέγεται δυνατά, με θράσος, το «εγώ δεν είμαι φασίστας, αλλά», το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά» έχει γίνει «εγώ ΕΙΜΑΙ φασίστας», «εγώ ΕΙΜΑΙ ρατσιστής», οι μάσκες πέφτουν, πριν ακόμα στεγνώσει το αίμα φυτρώνεται κι άλλο, με ένα «καλά να πάθει».

«Καλά του κάνανε».

~

Άκου με λίγο.

Ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ο καταστηματάρχης ήταν σε άμυνα, ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ένιωθε απειλή, ή ήθελε να προστατευτεί, ότι τρόμαξε, δεν θα πάω να σε πείσω αλλιώς, δεν ξέρω, ακόμα και αν πιστεύεις όλα αυτά ειλικρινά γιατί αυτό κατάλαβες από αυτήν την τραγωδία – ένα πράγμα μην πεις:

Πως «καλά του κάνανε».

Ας είναι αυτό το μόνο, το λίγο που ζητάω. Αυτή η υπόθεση να είναι μία τραγωδία, όχι μία πράξη δικαιοσύνης. Δεν σου ζητάω να καταδικάσεις τον καταστηματάρχη, δεν σου ζητάω να αθωώσεις τον Ζακ, σου ζητάω μόνο να βρεις στην καρδιά σου να στεναχωρηθείς για έναν νεκρό.

Όχι «κρίμα» – να στεναχωρηθείς πραγματικά. Γιατί εκεί έξω υπάρχουν άλλοι καταστηματάρχες, υπάρχουν φασίστες, υπάρχουν πρεζόνια, υπάρχουν οροθετικοί, υπάρχουν 33χρονοι ακτιβιστές, υπάρχουν ληστές με μαχαίρι, υπάρχουν κλέφτες, υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, υπάρχουν αδικημένοι, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, το ίδιο άνθρωποι, το ίδιο με τον καταστηματάρχη της ιστορίας μας, με τον Ζακ της ιστορίας μας, με εσένα και εμένα.

Και κανείς – σε παρακαλώ, σε ικετεύω, ας συμφωνήσουμε σ’ αυτό, σ’ αυτό μόνο – κανείς δεν αξίζει να πεθάνει.

Αν κάτι πήγε στραβά, ας το διορθώσουμε, αν μπορούμε ας βοηθήσουμε, αν είναι δυνατόν ας χτίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας, μην αφήσουμε να ποτίζουν με χολή την ζωή μας, μην καθαρίσουμε με ένα «καλά του κάνανε», γιατί μπορούσαν να του κάνουν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, αν ήταν πρεζόνι να γινόταν καλά, αν ήταν φασίστας ο καταστηματάρχης να φροντίσουμε καταλάβαινε το λάθος του, ας διορθώσουμε, ας φτιάξουμε ένα γαμημένο κάτι καλύτερα.

Σε ικετεύω. Μην φυτέψουμε άλλο μίσος.

Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει τελικά σε τόσο μίσος, όχι μόνο αυτοί που τους αξίζει. Τίποτα.

Πήγαν όλα άνω κάτω τούτες τις μέρες, καθώς η Παπαχρήστου, διάσημη για την αποβολή της από την ΔΟΕ για το περίφημο tweet με τα κουνούπια και τους αφρικανούς, κέρδισε ένα χρυσό στο τριπλούν του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος αγώνων στίβου του Βερολίνου.

Και, εντελώς φυσικά, όλα ανακατεύτηκαν με την υπέροχη ζαλάδα που ήταν ευνόητο ότι θα επακολουθούσε:

Ο κόσμος που δεν γουστάρει τους Χίτες δεν γούσταρε καθόλου την επιτυχία της, ο κόσμος που έτσι και αλλιώς νιώθε την ανάγκη να πανηγυρίζει τις εθνικές επιτυχίες (ακόμα και αν είναι από τον Καχιασβίλι ή τον Δήμα) είτε μπλόκαρε με την όλη φάση, είτε πανηγύρισε, κάποιοι πανηγύρισαν επειδή ακριβώς έχει εκφράσει ένα ακροδεξιό προφίλ, ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός συνεχάρη (και μάλιστα «θερμά») μαζί με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς την κάτοχο του χρυσού, του τα χωσαν γιατί δεν έπρεπε να δώσει συγχαρητήρια στην χρυσαυγίτισσα, μύλος.

Μύλος.

Να χαρείς επειδή το πήρε ελληνίδα; Να μην χαρείς επειδή το πήρε χρυσαυγίτισσα; Να χαρείς και ας είναι χρυσαυγίτισσα; Να μην το προσμετρήσεις; Τι είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα;

~

Όλο αυτό, κατά το ταπεινό μου το μυαλό, που μπορεί κάλλιστα να κάνει και λάθος και στο λέω εξ αρχής για να μην παρεξηγηθούμε, νομίζω ότι έχει να κάνει με μία βασική παραδοχή.

Άκου πως το βλέπω.

Ο φασισμός, ο ναζισμός, ο ρατσισμός – όλα αυτά σε γενικές γραμμές έχουν να κάνουν με το τι θέση νιώθει ότι έχει ο καθένας απέναντι στον διπλανό του. Είναι μία προσπάθεια να σταθεί σε μία κοινωνία – μπορεί να το κάνει αποδεχόμενος τις διαφορές των διπλανών του (άλλο φύλο, άλλη θρησκεία, άλλο χρώμα, άλλη πατρίδα) και ορίζοντας μία ατομική ευθύνη για τις πράξεις του καθενός – ή θεωρώντας ότι οι απολύτως βέβαιες διαφορές αυτές ανάμεσα στους ανθρώπους ορίζουν και την συμπεριφορά ή/και την θέση τους (και συνήθως αυτό του δίνει δικαίωμα δια της βίας να «αμυνθεί» έναντι αυτών).

Τι προσπαθώ να πω μ’ αυτό; Ότι αυτή η συμπεριφορά δεν σε κάνει λιγότερο ικανό.

Μπορεί να τρέξεις περισσότερο από τους άλλους, ή να ζωγραφίσεις υπέροχα, ή να έχεις την πιο γλυκιά φωνή που βγήκε από ανθρώπου λαρύγγι, ή να γίνεις ο νέος Στήβεν Χώκινγκ – και πάλι να είσαι ρατσιστής.

Είναι (σε μένα, και ξαναλέω, μπορεί να κάνω λάθος, δεν ξέρω) απολύτως σαφές ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πετύχει στην ζωή του, μπορεί (κρατήσου) να κάνει την διαφορά και στις δικές μας τις ζωές με τις επιτυχίες του, ακόμα και αν έχει στην καρδιά του το μίσος ή φόβο για τον συνάνθρωπό του.

Αν είναι όντως έτσι – τι κάνουμε απέναντι σ’ αυτό; Ως κοινωνία λέω, όχι ο καθένας ατομικά. Ο καθένας, μπορεί να σιχαθεί ο,τι αφορά τον Σφακιανάκη πχ για τις ιδέες του, ή να ακούσει τα τραγούδια του προσπαθώντας να ξεχάσει ποιος είναι και τι λέει, ή να λατρέψει τον ίδιο και την μουσική του ακριβώς γι’ αυτά που λέει – δεν μιλάω γι’ αυτό:

Ο καθένας έχει κριτήριο, αλλά συνολικά, ως κοινωνία, τι κάνουμε;

Γιατί αν μπούμε σ’ αυτό το τριπάκι, πρέπει να αποφασίσουμε αν η κοσμοθεωρία του είναι μέρος της επιτυχίας του. Αν η ταχύτητά του, ή η μουσική του ικανότητα, ή οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ή το λαμπρό μαθηματικό του μυαλό, συνδέονται με την (προσωπικά, θεωρώ σιχαμένη, αλλά για την κουβέντα ας το δούμε αποστασιοποιημένα για να συνεννοηθούμε) θέση του για τον συνάνθρωπό του.

Αν πούμε πως ναι, θεωρώ πως αν ως κοινωνία όντως εξοβελίζουμε αυτές τις θέσεις, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι: πρώτα να βλέπουμε τις πεποιθήσεις κάποιου, και μετά θα δούμε την όποια επιτυχία του. Αν πούμε πως όχι, τότε θα δούμε και θα κρίνουμε την επιτυχία, και μετά θα κάνουμε το ίδιο (ξαναλέω, ως κοινωνία) στις θέσεις του.

Δεν έχω προφανή απάντηση. Προσωπικά, τείνω στο δεύτερο, καθώς σε ατομικό επίπεδο προσπαθώ να κρίνω τους ανθρώπους με βάση τις πράξεις τους, ήτοι άλλο το μετάλλιο, άλλο οι απόψεις.

Θα μου φαινόταν πολύ δύσκολο, και άδικο ίσως, να πρέπει να κάνω στον καθένα μία αποκρυπτογράφιση των θέσεών του πριν τον συγχαρώ για ένα μετάλλιο. Και καλά, στο μετάλλιο ή στην Παπαχρήστου τα πράγματα είναι εύκολα: αν όμως βρει ένας δηλωμένος ρατσιστής ένα αποτελεσματικό, σωτήριο φάρμακο για τον καρκίνο, θα αρνηθώ να το διανείμω στους ασθενείς μου επειδή ο εμπνευστής του είναι ρατσιστής;

Απο την άλλη, τον άνθρωπο που χειροκροτεί τα ματωμένα χέρια ενός Μιχαλολιάκου ή ενός Κασιδιάρη, ή του στρατού του, ή ανεβάζει πιστόλια με το Μολών Λαβέ – να τον χειροκροτάω κι εγώ (ως κοινωνία) για την επιτυχία του; Γίνεται; Δύσκολο.

~

Αν έχει νόημα να καταλήξουμε κάπου, ας σκεφτούμε αυτό: ο ρατσισμός βρίσκεται σε άνθιση. Χώρες ολόκληρες αφήνονται στα χέρια μισαλλόδοξων, οι άνθρωποι κάνουν όλο και πιο εύκολα δεκτό να μισεί ο καθένας τον διαφορετικό διπλανό τους, η θέση αυτή γίνεται όλο και περισσότερο mainstream και αποδεκτή.

Είναι θεωρώ μοιραίο πως ανάμεσά τους θα βρεθούν και άνθρωποι που έχουμε συνηθίσει ως κοινωνία να προβάλλουμε. Όχι μόνο αθλητές, που εκεί η όποια αντίδραση είναι εύκολη, αλλά και σε άλλους τομείς, ασφαλώς πιο ευαίσθητους.

Αν ως κοινωνία δεν παλέψουμε απέναντι στην βάση του προβλήματος, την μισαλλοδοξία, τότε όσο ασχολούμαστε με τους εκφραστές του, θα μας δίνεται πάντα ένα πεδίο να χάσουμε: Στους «Μωλόν λαβαί αίληνες» όπως αρεσκόμαστε να τους τοποθετούμε εμείς οι απέναντι – θα βρίσκεται πάντα κάποιος φίλα προσκείμενος στο ναζιστικό ιδεώδες καθηγητής πανεπιστημίου να μας χαλάσει το αφήγημα.

Ήτοι, και αυτό μοιάζει το πιο δύσκολο απ’ όλα: Η κοινωνία μας δεν έχει πάρει ακόμα σαφή, ξεκάθαρη θέση στον σεβασμό του διαφορετικού – και του συνάνθρωπού μας εν γένει, ούτε καν στα απλά, πολλώ δε μάλλον στα πολύπλοκα: Ακόμα κερδίζουμε από οικονομικούς σκλάβους σε φτωχές χώρες, ακόμα συναναστρεφόμαστε με απολυταρχικά καθεστώτα που μας δίνουν απλόχερα το πετρέλαιό τους, ακόμα ικανοποιούνται θεοκρατικές αντιλήψεις για το σώμα της γυναίκας ή τους ομοφυλόφιλους με σκοπό την αποδοχή των ψήφων των συντηρητικότερων στρωμάτων.

(Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι πρέπει να περιμένουν τα ανθρώπινα δικαιώματα «να γίνει ο καιρός κατάλληλος» – αλλά αυτή είναι η δική μου γνώμη, αυτήν την βαρύτητα δώστε της)

Το σίγουρο είναι ότι, για τον ένα ή τον άλλον λόγο, όσο δεν ξεκαθαρίζουμε οι ίδιοι, ως κοινωνία, τι είναι σημαντικό, πάντα κάποιος θα φέρνει ένα ναζί μετάλλιο αριστείας και θα μας βραχυκυκλώνει.

Δύο ανθρώπους πέταξαν στην θάλασσα στην Θεσσαλονίκη, γιατί τους έβλεπαν να πηγαίνουν προς την συγκέντρωση του Thessaloniki Pride, τις προηγούμενες ημέρες.

Αυτό που έχω εισπράξει κυρίως μέχρι τώρα, είναι γέλια, ειρωνεία – ένα γενικό «καλά τους έκαναν».

Εγώ πάλι, το μόνο που θυμάμαι, ήταν αυτό:

Οι νεαροί φωνάζουν και γελούν, ενώ τους φωνάζει ότι πονά και τους λέει να τον αφήσουν. Οι συμφοιτητές του ωστόσο δεν τον ακούν, αντιθέτως ξεσπούν σε γέλια και συνεχίζουν το “παιχνίδι” τους εναντίον του 20χρονου. Ο νεαρός αν και φωνάζει ότι πονάει, προσποιείται κάποια στιγμή ότι γελάει ίσως σε μια προσπάθεια να τους πείσει να τον αφήσουν.

Εμφανίζεται αμήχανος. Λέει πως δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τα πόδια ούτε τα χέρια του. «Αφήστε με. Πονάω», παρακαλάει αλλά εκείνοι γελούν και δεν τον ακούν.

Ένας μυώδης νεαρός τον πιάνει κεφαλοκλείδωμα. Τον σηκώνει από το κρεβάτι και με δύναμη τον ξαπλώνει ξανά κάτω πιέζοντας με βία το κεφάλι του. Ο 20χρονος μοιάζει παραδομένος. Σαν να περιμένει μοιρολατρικά να τελειώσουν το “παιχνίδι” τους και να τον αφήσουν ελεύθερο.

Κάποια στιγμή ένας από τους νεαρούς ακούγεται να λέει «φτάνει. Αφήστε τον τώρα«. Λίγο μετά το μαρτύριο τελειώνει. Οι νεαροί, μαζί και εκείνος που τραβάει το βίντεο βγαίνουν από το δωμάτιο.

Αυτό, και δίκαια, το ονομάσαμε bullying και το καταδικάσαμε. Δεν είχε ούτε πλάκα, ούτε «καλά του έκαναν».

Αυτό, επίσης, μπορεί να μην το καταδικάσαμε όσο έπρεπε (ελάχιστες οι αναφορές, ελάχιστες και οι καταδίκες) αλλά τουλάχιστον μας τρόμαξε, μας ανησύχησε – το λιγότερο, δεν θα έμπαινε κανείς στην προσπάθεια να το ρίξει στην …πλάκα.

Τι αλλάζει;

Δύο άνθρωποι περπατούν στην παραλία Θεσσαλονίκης, και χωρίς κανέναν λόγο, δέχονται επίθεση και τους πετούν στην θάλασσα.

Έπρεπε να μην ξέρει κάποιος κολύμπι, πχ, και να πνιγεί για να γίνει σημαντικό και άξιο καταδίκης;

Αλλιώς είναι πλάκα, ειρωνεία, και ένα ατιμώρητο «καλά τους έκαναν» και καθαρίσαμε;

Τα κολαστήρια δεν τελείωσαν, απλώς εξαφανίστηκαν από την καθημερινότητά μας….

Πως γίνεται να εξαφανίσεις ένα κολαστήριο; Πως γίνεται να αποσιωπήσεις τις κραυγές του πόνου, ή τις ικεσίες των κρατουμένων για να σωθεί η ζωή τους, ή τις βρισιές των συγκρατούμενων κάποιου που πέθανε άδικα;

Η προηγούμενη κυβέρνηση, δεν το κατάφερε – και τα ουρλιαχτά έφτασαν τελικά στα αυτιά μας, και οι άνθρωποι μετέφεραν το πρόβλημά τους, και το μάθαμε, και φωνάξαμε, και διαμαρτυρηθήκαμε. Η παρούσα κυβέρνηση πάντως, μια χαρά το έχει καταφέρει από ότι φαίνεται, και οι φωνές της φυλακής δεν έχουν αντίλαλο έξω από τους απροσπέλαστους τοίχους και μερικούς εθελοντές που νοιάζονται.

Τούτο το κείμενο της Μπαλωθιάς, είναι μια γροθιά στο στομάχι – εντελώς τυχαία το πήρα χαμπάρι, και κάποια από αυτά που διάβασα δεν τα ήξερα καν:

Η βασική αναφορά γίνεται με βάση την κρατούμενη κυρία Δέσποινα Ζαχαρίου. Η κρατούμενη είχε γλυτώσει απο τον καρκίνο πολεμώντας τον πριν μπει στην φυλακή – αλλά μόνο πρόσκαιρα, καθώς επανήλθε. Η ευκαιρία όμως που είχε να παλέψει εκτός φυλακής, δεν της δόθηκε -όπως καταγγέλεται στο κείμενο (ενώ θα έπρεπε να είναι πολλαπλάσια, καθώς είναι πια ευθύνη του κράτους ως κρατούμενη, και ευθύνη του – όπως έχω ξαναπεί):

[…]
Το οικογενειακό της ιστορικό είναι η ‘‘σφραγίδα’’ του κινδύνου που την απειλεί: Η μητέρα της πέθανε από καρκίνο του μαστού στην ίδια ηλικία με αυτήν, στα 36 της χρόνια. Το ίδιο και η αδερφή της μητέρας της. Με ένα τέτοιο ιστορικό βρέθηκε στην φυλακή. Την αγωγή που έπαιρνε έξω, δεν την πήρε ποτέ παρόλο που την ζητούσε. Είχε μαζί της το βιβλιάριο υγείας της που έγραφε κάθε εξέταση, χειρουργείο, ακτινοβολίες, θεραπείες. Κανένας δεν την πήρε στα σοβαρά. Μέχρι που ψηλάφισε μόνη της , την πρώτη ‘‘ύποπτη εστία’’ στο στήθος. Από εκεί ξεκίνησε μια Οδύσσεια για την Δέσποινα, που κράτησε μήνες αφού το ιστορικό της δεν έλεγε τίποτα στους υπεύθυνους της φυλακής για το επείγον της κατάστασης. Από τις αρχές Δεκέμβρη έχει κάνει συνολικά οκτώ μεταγωγές σε διάφορα νοσοκομεία ανά την Αττική. Δύο φορές στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, 3 φορές στο ‘‘Μεταξά’’ και 3 φορές στον ‘’Ευαγγελισμό’’. Στις διαμαρτυρίες της στην υπηρεσία για την έλλειψη σχεδίου και τις καθυστερήσεις, η απάντηση ήταν: ‘‘αφού σε πάμε σε νοσοκομεία’’.

Σε έξι από αυτές την έστειλαν χωρίς καν τον φάκελο με το ιστορικό της και οι γιατροί, χωρίς να γνωρίζουν μέσω εξετάσεων περί τίνος πρόκειται, έκαναν τις εξετάσεις κινούμενοι οι ίδιοι από την αίσθηση του επείγοντος ενώ διαμαρτύρονταν στην εξωτερική φρουρά που την συνόδευε, αλλά και στην υπηρεσία σε ορισμένες περιπτώσεις. Στον Ευαγγελισμό σε μία επίσκεψη δεν την έστειλαν μόνο χωρίς τον φάκελό της αλλά και χωρίς να έχουν καν κλείσει ραντεβού! Πολλοί γιατροί αλλά και η εξωτερική φρουρά έλεγαν ότι δεν ήταν λίγες οι φορές που έκαναν μεταγωγές ασθενών κρατουμένων γυναικών και από τις φυλακές της Θήβας σε νοσοκομεία, μάταια, αφού ‘‘ξεχνούσαν’’.. τον ιατρικό τους φάκελο στη φυλακή.

[…]

Η εξέταση που έπρεπε να κάνει η Δέσποινα Ζαχαρίου (FNA μαστού-βιοψία) ήταν αδύνατον να γίνει και οι γιατροί την έστειλαν πίσω στη φυλακή. Ότι το καθ’ ύλην αρμόδιο νοσοκομείο γι’ αυτή την περίπτωση από όσα την πήγαν ήταν το ‘‘Μεταξά’’ και ότι εκεί υπήρχε από το προηγούμενο ιστορικό της, αλλά και ο γιατρός που την είχε εγχειρήσει τρία χρόνια πριν, δεν απασχόλησε! Στο Γ.Κ.Ν Νίκαιας π.χ., ρωτούσαν γιατί την πήγαν εκεί. Τελικά η Ζαχαρίου, από έναν μικρό όγκο που είχε τον Νοέμβριο, κατέληξε να επεκταθεί το πρόβλημά της και οι ‘‘ύποπτες εστίες’’ να έχουν πολλαπλασιαστεί. Την εξέταση για την βιοψία, μετά από τόσους μήνες, την έκανε στις αρχές Μαΐου στο νοσοκομείο ‘‘Μεταξά’’. Εν τω μεταξύ, σε προηγούμενη μεταγωγή της στον ‘‘Ευαγγελισμό’’ όπου διαπιστώθηκε ότι είχε πολλούς όγκους με τον μεγαλύτερο 6,4 εκατοστά, της δήλωσαν οι ογκολόγοι πως θα πρέπει να κάνει ολική μαστεκτομή. Ωστόσο στη φυλακή γνώριζαν ότι το πρόβλημά της έχει πολλαπλασιαστεί από τον Μάρτιο. Παρά τα όσα έχουν γίνει, η Δέσποινα είναι δυνατή και δηλώνει πως θα παλέψει με τον καρκίνο για ακόμα μια φορά. Όμως δεν εξαρτάται μόνο από την ίδια. Εξαρτάται κυρίως από ένα καθεστώς που καταντά εγκληματικό.

Δεν είναι (δυστυχώς) μόνο μία περίπτωση. Ακομα και έτσι θα ήταν ανησυχητικό, αλλά η καταγγελία αναφέρεται σε περισσότερα περιστατικά. Κατ’ αρχάς, έναν θάνατο:

Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από το θάνατο της κρατούμενης Βασιλικής Σταθοπούλου. Η Σταθοπούλου που είχε αντιμετωπίσει τον καρκίνο όσο ήταν ελεύθερη, νοσούσε για μήνες ως κρατούμενη με πολύ σοβαρά συμπτώματα και αντιμετώπισε την αδιαφορία και τον εμπαιγμό. Γιατροί του νοσοκομείου των φυλακών Κορυδαλλού ‘‘Άγιος Παύλος’’ αρνούνταν να την πάνε σε εξωτερικό νοσοκομείο δηλώνοντας ότι προσποιείται την άρρωστη. Την πήγαν στο νοσοκομείο όταν ο καρκίνος κατέστρεψε τον εγκέφαλό της και άρχισε να παραληρεί. Λίγες βδομάδες αργότερα πέθανε. Δεν δόθηκε κανένα περιθώριο ούτε στους γιατρούς του εξωτερικού νοσοκομείου ούτε στην ίδια την Σταθοπούλου να παλέψει άλλη μια φορά με τον καρκίνο. Την ‘‘ευκαιρία’’ αυτή της την αφαίρεσε η φυλακή.

Είχε αντιμετωπίσει τον καρκίνο η κυρία Βασιλική Σταθοπούλου, άρα οι φυλακές το ήξεραν. Παρόλα αυτά, οι γιατροί (οι γιατροί!) δεν την πήγαιναν σε νοσοκομείο γιατί πίστευαν ότι προσποιείται. Τελικά, η …διάγνωσή τους ήταν εσφαλμένη, καθώς ο καρκίνος πήγε στον εγκέφαλό της. Δεν είχε καμία ευκαιρία πια να πολεμήσει.

Φυσικά, καμία δήλωση δεν άκουσα από το Υπουργείο για τον θάνατό της, ή την πιθανότητα διεξαγωγής έρευνας για το τι πήγε στραβά και ποιος, τελικά, ευθύνεται. Αθόρυβος ο θάνατός της.

Αθόρυβος, αλλά στα όρια του εγκληματικού. Όπως καταγγέλλεται στο άρθρο:

Στοιχεία και στατιστικές για τους θανάτους στις ελληνικές φυλακές από το Υπουργείο Δικαιοσύνης δεν υπάρχουν. Ή μάλλον…είναι καλά κρυμμένα. Το 2016 ‘‘εξαφανίστηκε’’ από το Υπουργείο Δικαιοσύνης βιβλίο που περιείχε αριθμούς και στατιστικά στοιχεία των θανάτων στις φυλακές τις τελευταίες 3 δεκαετίες.

Και πιο μετά αναφέρεται ότι:

Στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού ‘‘Άγιος Παύλος’’ εγκαταλείπονται βαριά άρρωστοι άνδρες κρατούμενοι χωρίς την αναγκαία ιατρική κάλυψη. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν πεθάνει πάνω από 100 κρατούμενοι, ενώ από τις 4/12/2016 έως τις 2/10/20017 έχουν δηλωθεί 25 θάνατοι σε αυτό. Έχουν γίνει πολλές καταγγελίες για το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού όμως τίποτα δεν έχει γίνει. Το νοσοκομείο αυτό δεν παρέχει ιατρική μέριμνα για τις σοβαρές ασθένειες των κρατουμένων που κρατούνται σε αυτό, δεν έχει την υλικοτεχνική υποδομή και ούτε καν τα βασικά φάρμακα και αναλώσιμα που χρειάζονται.

Τρεις δεκαετίες αναφορών …χάθηκαν. Παφ. Και ελπίζει ο μαλάκας ο αρκούδος, ότι κάποιος θα αναζητήσει ευθύνες για τα κολαστήρια τότε, και τώρα. Φευ.

Αν είναι πρόβλημα για ελληνίδες κρατούμενες η ιατρική αντιμετώπιση στις φυλακές, πολλώ δε μάλλον ειναι για τις τσιγγάνες. Η επόμενη καταγγελία αφορά μία τσιγγάνα, την κυρία Δέσποινα Παναγιωτοπούλου, η οποία παρά το επανειλημμένο αίτημα του χειρούργου της φυλακής να πάει σε νοσοκομείο για τον διαβήτη που αντιμετωπίζει στο πόδι της, όπως καταγγέλλεται η διοίκηση των φυλακών κωφεύει:

Ο κοινωνικός ρατσισμός τον οποίο αντιμετωπίζουν τις κρατούμενες και τους κρατούμενους στις φυλακές δεν είναι μικρό φαινόμενο. Ακόμα και από ορισμένους γιατρούς σε φυλακή μπορεί κάποιος να ακούσει: ‘‘ Όταν έκανες ό,τι έκανες δεν σκεφτόσουν την υγεία σου’’ ή ‘‘έκανες ό,τι έκανες και τώρα έρχεσαι σε εμάς να σε κάνουμε καλά’’. Την παραπάνω φράση την άκουσε και η Δέσποινα Ζαχαρίου, και η Ζαχαρίου είναι αθίγγανη, όμως αυτός ο κοινωνικός ρατσισμός όταν εκδηλώνεται προεκτείνεται σε όλες τις φυλετικές και εθνικές κατηγορίες κρατουμένων.

Η μόνη περίπτωση που ήξερα (και ετοιμάζω ειδικό άρθρο με αφορμή του) είναι η περίπτωση του κύριου Ζώσου Μαλτέζου από χαλασμένο δόντι στις 2/2/18. Ίσως όμως, εκείνη η «αμέλεια» έκανε τους κρατούμενους πιο … προσεκτικούς:

Μια άλλη κρατούμενη από τις φυλακές της Θήβας (Μ.Σ) με απόστημα στο δόντι, αναγκάστηκε να κάνει εξαγωγή μόνη της αφού δεν της έδιναν αντιβίωση και η κατάστασή της χειροτέρευε.

Η κρατούμενη έκανε εξαγωγή μόνη της, γιατί δεν της έδιναν αντιβίωση – και μάλλον (δεν έχω ημερομηνίες για την καταγγελλία) θέλησε τουλάχιστον να γλυτώσει την ζωή της. Βάλτε εσείς όποιο σχόλιο νομίζετε ότι ταιριάζει σ’ αυτό που διαβάσατε μόλις.

Για κάποιον λόγο, οι φυλακές θεωρούν ότι η αυτοκτονία, αντί να είναι εξίσου αν όχι περισσότερο επιβαρυντική για την διοίκηση ως λόγος θανάτου, τον …προτιμούν:

Ως πρώτη αιτία θανάτου στις φυλακές δηλώνεται η αυτοκτονία. Στο νοσοκομείο ‘‘Άγιος Παύλος’’ στις αρχές της χρονιάς βρέθηκε κρεμασμένος στην απομόνωση οροθετικός κρατούμενος. Το ίδιο διάστημα στις φυλακές Χανίων έδωσε τέλος στη ζωή του άλλος κρατούμενος με τον ίδιο τρόπο. Η ψυχολογική πίεση που βιώνουν οι κρατούμενοι είναι ανάλογη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, (τοξικοεξαρτημένοι, άρρωστοι, άποροι κλπ) και των συνθηκών κράτησης, έτσι κάποιοι από αυτούς βάζουν τέλος στη ζωή τους. Οι συνθήκες κράτησης θα επιδεινωθούν και η πίεση πάνω στους κρατούμενους θα αυξηθεί με το νέο πιο αυστηρό πλαίσιο με την στρατιωτικοποίηση των φυλακών που προωθεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης με τον νέο Σωφρονιστικό Κώδικα, όπως αναλυτικά καταγράφει στο κείμενο που έχει δημοσιεύσει η Αγωνιστική Ένωση Κρατουμένων.

Καταλήγει το άρθρο:

Το κράτος και το σωφρονιστικό σύστημα μας θέλει την καθεμιά και τον καθένα μόνο του απέναντί του ώστε να κατοχυρώνεται η αδυναμία και η ματαιότητα της διεκδίκησης των δικαιωμάτων των κρατουμένων.Τα δικαιώματα αυτά θα καταστρατηγηθούν με το νέο Σωφρονιστικό Κώδικα σε μεγάλο βαθμό.Κανένα πρόβλημα στη φυλακή δεν είναι ατομικό. Κάθε ιστορία αυτοανακλά προβλήματα πολύ ευρύτερα που αγγίζουν τον καθένα. Για να μην γίνονται οι φυλακές κρεματόρια για τους κρατούμενους, για να μην μετατρέπεται η όποια ποινή μέσω των συνθηκών κράτησης σε θανατική καταδίκη, χρειάζεται αλληλεγγύη και αντίσταση:

1. Να σταματήσει η εγκληματική αδιαφορία και ο εμπαιγμός απέναντι στη ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΖΑΧΑΡΙΟΥ. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και η υπηρεσία των φυλακών Κορυδαλλού είναι οι υπεύθυνοι για την εξέλιξη της υγείας της.

2. Να μεταφερθεί άμεσα στο νοσοκομείο η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ.

3. Φυλακές χωρίς δυνατότητα άμεσης ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης δεν μπορούν να υπάρχουν. Ιατρική φροντίδα και φάρμακα σε όλες τις φυλακές.

4. Όχι στην εξόντωση μέσω των ψυχοφαρμάκων. Να παρέχονται δημιουργικές διέξοδοι για τους κρατούμενους και να εξετάζονται οι ψυχικά ασθενείς με ιατρικούς και όχι με καπιταλιστικούς όρους.

5. Όχι στο νέο Σωφρονιστικό Κώδικα, όχι στην στρατιωτικοποίηση των φυλακών, τις απομονώσεις και τα καθεστώτα εξαίρεσης.

ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ -ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ (υπέγραψαν 38 γυναίκες του ισογείου)

Το έχω ξαναπεί: οι κρατούμενοι/ες συχνά, είναι πιο ελεύθερες από εμάς. Κάθε καταγγελία τους γίνεται με κίνδυνο αντιποίνων – και, αν όντως δεν σου δίνουν υπο φυσιολογικές συνθήκες μία αντιβίωση για ένα χαλασμένο δόντι, φανταστείτε αν θέλουν να σου κάνουν και αντίποινα τι θα συμβαίνει.

Ε, εκτίθενται και κάνουν την καταγγελία τους, με αίτημα να ..πάνε σε νοσοκομείο η κυρία Παναγιωτοπούλου και η κυρία Ζαχαρίου.

Για τέτοια αυτονόητα εκτίθενται τόσο πολύ.

Κάθε καταγγελία τους οφείλει να ξυπνάει εμάς. Οφείλουμε μία αντίδραση, μία διαμαρτυρία, να προστατέψουμε και να πιέσουμε, τους αρμόδιους Υπουργούς για απαντήσεις και τιμωρίες και λύσεις. Οφείλουμε να πιέσουμε κυβερνήσεις κόμματα και Πρωθυπουργούς, όταν οι Υπουργοί τους κωφεύουν. Και οφείλουμε τιμωρίες όταν παρ’ ελπίδα κωφεύουν και αυτοί.

Εμείς, που είμαστε ελεύθεροι.

Υ.Γ.: Επέστρεψα στο κείμενο, και προσέθεσα το «κυρία» δίπλα σε κάθε όνομα. Μου φάνηκε περίεργο: κυρία μία κρατούμενη; Μετά βγήκα από τον κοινωνικό αυτοματισμό, και αναρωτήθηκα αν υπάρχει καν ερώτημα.

Η όλη υπόθεση της αναδοχής παιδιού από ομοφυλόφιλους γονείς, ήταν ανέκαθεν για μένα ένα τεστ υποκρισίας: Όποιος λέει «Δεν έχω πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους – αλλά όχι και να υιοθετήσουν ένα παιδί» έχει σαφώς πρόβλημα με τους ομοφυλόφιλους – ο,τι και να υποστηρίζει πριν το «αλλά».

Κάθε προσπάθεια να εξηγηθεί αυτό το αλλά, θα καταλήξει μαθηματικά στο «γιατί οι ομοφυλόφιλοι είναι ανώμαλοι». Άλλο «αλλά» – δεν έχω ακούσει μέχρι τώρα.

Μου είναι εξαιρετικά δύσκολο και επώδυνο να αποδεχθώ ότι εν έτη 2018 ακόμα ασχολούνται οι άνθρωποι με το ποιον αγαπά ο διπλανός τους. Μου είναι ακατανόητο να αποδεχθώ ότι ένας συνάνθρωπός μου θα στερηθεί ένα δικαίωμα, είτε αυτό είναι κοινωνικό (πχ μία σύνταξη) είτε αυτό είναι ανθρώπινο (πχ μία αναδοχή, ή μία υιοθεσία) επειδή δεν αρέσει σε κάποιον άλλο ποιον ή ποιαν έχει επιλέξει για σύντροφο.

Από την πιθανότητα σε κάποιον αρέσει ή να μην αρέσει η ομοφυλοφιλία, μέχρι το δικαίωμα να παρέμβει στην ζωή του άλλου δήθεν «δημοκρατικά», υπάρχει ένα τεράστιο κενό – όταν αυτό εξατμίζεται, με τρελαίνει.

Ακόμα και η γραμμή «όχι, γιατί δεν το αντέχει η κοινωνία» είναι διπλά υποκριτική: Όχι μόνο παρεμβαίνουμε στην ζωή κάποιου άλλου γιατί μας ενοχλεί μία απόφασή του, αλλά δεν αναλαβάνουμε καν την ευθύνη αυτής της καταπίεσης: αναθέτουμε την ευθύνη στην κοινωνία και στις «αντοχές» της, και έτσι δεν θα χρειαστεί να απαντήσουμε εμείς γι’ αυτό.

Ακόμα και όταν –και εδώ είμαι και γω ένοχος, καθώς το έχω κάνει αυτό το λάθος– βάζει το παιδί ως παράμετρο σ’ αυτή την διαδικασία: «Να προστατέψουμε το παιδί από αυτήν την κοινωνία που δεν είναι έτοιμη». Όσο με αφορά, αντιλαμβάνομαι ότι υπήρξα λάθος, καθώς ναι μεν το ενδιαφέρον μου ήταν αληθινό, η λύση όμως δεν θα ερχόταν με την αντιμετώπιση του προβλήματος, μα με την συγκάλυψη του: Όταν κάποιος φερθεί μαλακισμένα σε ένα παιδί, δεν θα φταίει το παιδί, δεν θα φταίνε οι γονείς του – θα φταίει αυτός ο κάποιος. Ακριβώς όπως δεν φταίει μία γυναίκα που φορά μίνι για τον βιασμό της, έτσι δεν φταίει ένας ομοφυλόφιλος γονιός που κάποιος ασχημονεί σε ένα παιδί. Φταίει αυτός που δημιουργεί πρόβλημα, και καλό θα είναι να το ξεκαθαρίσουμε. Και, ξεκαθαρίζοντάς το, παρέχουμε έναν καλύτερο κόσμο γι’ αυτό το παιδί, που είναι τελικά και το ζητούμενο.

Όσο με αφορά, τα πράγματα (ειδικά στην νομική τους υπόσταση) είναι απολύτως ξεκάθαρα: Επιτρέπεται σε κάποιον να επιλέγει τον σύντροφό του;

Αν ναι, ούτε η «κοινωνία», ούτε η δική μας θέση μπορεί να στερήσει από έναν άνθρωπο ένα δικαίωμα αναδοχής (ή σύνταξης, ή αναγνώρισης, ή, ή).

Αν όχι, τότε ας ορίσουμε σαφώς ποιον μπορεί ή δεν μπορεί να ερωτεύεται ο καθένας, και ας μην προσπαθούμε να ξεγελάμε τον εαυτό μας ότι ανήκουμε σε μία κοινωνία που σέβεται την ελευθερία των ανθρώπων της.

Δηλαδή, αν καταλαβαίνω σωστά, το να μην μάθεις στα παιδιά επακριβώς ότι «ο Ιησούς Χριστός είναι Ο Σωτήρας του κόσμου» – είναι παράνομο και αντισυνταγματικό, μα το να δηλώσει (σε δικαστήριο) επίσημος εκπρόσωπος της χριστιανικής εκκλησίας της Ελλάδας «αν είχα όπλο, και επιτρεπόταν, θα τους σκότωνα (τους ομοφυλόφιλους) να ησυχάσουμε» – είναι καθ’όλα νόμιμο και δεν διώκεται.

Το ‘πιασα.

Σας συμβουλεύω: Μη τους πλησιάζετε! Μη τους ακούτε! Μη τους εμπιστεύεσθε! Είναι οι κολασμένοι της Κοινωνίας!

Καθίσαμε σε ένα παγκάκι στην πλατεία Βαρνάβα, κοντά στο σπίτι. Έκανε αρκετή ζέστη και υπήρχε ένα ωραίο αεράκι έξω. Η πλατεία ήταν σχετικά άδεια. Η Αθήνα είναι αρκετά ήσυχη αυτή την περίοδο. Όλοι έχουν φύγει. Ήμασταν μόνο εμείς, το μαγαζάκι στη γωνία που σιγά σιγά έκλεινε και μια ομάδα από νεαρούς άνδρες στην άλλη άκρη της πλατείας.

Η ομοφυλοφιλία είναι εκτροπή από τους Νόμους της φύσεως! Είναι κοινωνικό κακούργημα! Είναι αμαρτία!

Δεν τους δώσαμε ιδιαίτερη προσοχή. Είχαμε καθίσει και μιλούσαμε και γελούσαμε. Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα ακολουθήσει. Δύο από αυτούς μας πλησίασαν από πίσω με μια μοτοσυκλέτα και μας πέταξαν έναν κουβά γεμάτο με βρώμικο νερό (σσ: νερό με χλωρίνη, κατήγγειλαν οι κάτοικοι).

Δικαίωμά τους, βέβαια, είναι κρυφά -ιδιωτικά- να ζουν όπως θέλουν! Αλλά κάποιοι ξεφτιλισμένοι δεν μπορούν να υπερασπίζονται δημοσίως τα πάθη της ψυχής των!

Μετά το αρχικό σοκ, ο Zabi πολύ σοφά ήθελε να φύγουμε. Είχα παραλύσει. Κάθισα πάλι προσπαθώντας να ηρεμήσω, προτού επιστρέψουμε. Μεγάλο λάθος.

Ε, λοιπόν αυτούς τους ξεφτιλισμένους, φτύστε τους! Αποδοκιμάστε τους! Είναι εκτρώματα της φύσεως! Ψυχικά και πνευματικά πάσχουν!

Ο ένας μετά τον άλλον έτρεχαν προς το μέρος μας και άρχισαν να μας γρονθοκοπούν και να μας κλωτσούν.

Όσοι, λοιπόν, είτε την βιώνουν, είτε την υποστηρίζουν δεν είναι φυσιολογικοί άνθρωποι!

Ήταν περίπου δώδεκα με δεκατρείς από αυτούς. Πάρα πολλοί. Συνέχιζαν να μας χτυπούν.

Να μη δεχθούμε τους μετανάστες στην Πελοπόννησο! Ας κρατήσουμε καθαρόαιμο τον εαυτόν μας και τον πληθυσμό μας!»

Νομίζω ότι κατάλαβαν ότι είμαστε ζευγάρι και μας έβαλαν στόχο, εξαιτίας αυτού και εξαιτίας του χρώματος του Zabi.

Είναι αποβράσματα της Κοινωνίας!

Το τελευταίο πράγμα που είδα ήταν τον Zabi κάτω στο πεζοδρόμιο. Τους είδα να τον χτυπούν. Δεν μπορούσα να δω τίποτα μετά από αυτό.

Αποβράσματα της κοινωνίας σήκωσαν κεφάλι!

Συνειδητοποίησα ότι το κεφάλι μου και το επάνω μέρος του σώματός μου ήταν μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών που είχε αναποδογυρίσει.

Είναι άτομα με διανοητική διαταραχή! Δυστυχώς αυτοί είναι τρις-χειρότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από κάποιους, που ζουν στα τρελοκομεία!

Με πέταξαν στο έδαφος και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα έσπασαν το πόδι μου σε τρία κομμάτια.

Αν είχα όπλο και με άφηνε ο νόμος θα το χρησιμοποιούσα να ξεμπερδεύουμε


Κατάγματα σε τρία σημεία φέρει ο αστράγαλος του ενός θύματος της ομοφοβικής επίθεσης την Παρασκευή τα μεσάνυχτα στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι. Για την επαναφορά του θα χρειαστεί χειρουργείο. Στη φωτογραφία, το θύμα αμέσως μετά την επίθεση

Κατάγματα σε τρία σημεία φέρει ο αστράγαλος του ενός θύματος της ομοφοβικής επίθεσης την Παρασκευή τα μεσάνυχτα στην πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι. Για την επαναφορά του θα χρειαστεί χειρουργείο. Στη φωτογραφία, το θύμα αμέσως μετά την επίθεση

Αθώος.

Πηγές: Περιοδικό Antivirus, Ιστολόγιο/blog μητροπολίτη, δικτυακός τόπος CNA.gr. Φωτογραφία από το συμβάν αμέσως μετά την επίθεση, Εφημερίδα των Συντακτών

Φοβού.

Φοβού, γίνονται πράγματα γύρω σου που δεν καταλαβαίνεις – θα στα εξηγήσω εγώ. Φοβού, φοβού. Φοβού για να γλυτώσεις. Φοβού τον δίπλα σου, κάτι θέλει από σένα, θα σε κατακτήσει, θα σε εξαφανίσει, έχει σχέδιο, έχει πρόγραμμα, έχει πλάνο, δεν γλυτώνεις, το μόνο που σε γλυτώνει είναι ο φόβος.

Φοβού.

Φοβού, μην εμπιστεύεσαι, μην κατεβάζεις τις άμυνές σου, οργανώσου, κοίτα τους άλλους, να σταθείς στα πόδια σου, είμαστε πολλοί, όλοι μαζί είμαστε ανίκητοι. Φοβού. Φοβού, άκουσέ με, κοίταξέ τον, είναι μουσουλμάνος, είναι μετανάστης, είναι άθεος, είναι αναρχικός, είναι κομμουνιστής, είναι ξένος – γιατί να είναι εδώ, δεν καταλαβαίνεις; θα σε αλλώσει, θέλει την ιστορία σου, σε ζηλεύει, γιατί εσύ ξέρεις την αλήθεια, άκουσέ με εμένα, πρόσεξέ με, τα μάτια στον στόχο, εσύ υπερασπίζεσαι ΤΟ ΣΩΣΤΟ, το πρέπον, την αλήθεια, την μία αλήθεια, οι άλλοι θέλουν να σε κάνουν σαν αυτούς, στην αμαρτία, θα σε παραπλανήσουν, είναι κακοί άνθρωποι, θέλουν το κακό σου, εμένα θα ακούς, φοβού.

Φοβού, φοβού. Φοβού. Δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Όλοι είναι ενωμένοι εναντίον σου, εναντίον μας, μας πολεμάνε, μας εχθρεύονται, σκάβουν τον λάκο μας, μασόνοι, εβραίοι, φοβού, φοβού. Φοβού, και θύμωσε. Μην πέσεις, πολέμα, θύμωσε, φοβού, αντέδρασε, αντέδρασε στο σχέδιό τους, δεν θα σταματήσουν, θα σε χτυπούν, χτύπα και εσύ, άκουσέ με, δακρύζει η παναγιά την σταγόνα της, το άγαλμα πέφτει, δεν είναι ο άνεμος, δεν το βλέπεις; δεν το βλέπεις; τα σημάδια είναι υπέρ μας, μας προστατεύουν οι θεοί, αυτοί υπακούουν σε δαίμονες, στο κακό, άκου εμένα, μόνο την δική μου φωνή, ΣΥΓΚΕΝΤΡΏΣΟΥ, μην τους ακούς, φοβού.

Μην τους ακούς, θα σε πλανέψουν. Έχουν λόγια γλυκά, πονηρά, αλληλεγγύη, φιλία, θα σε κάνουν φίλο με τον διάβολο, θα σε κάνουν αδελφό του κακού, είναι μωροί – και όσοι δεν είναι μωροί είναι κακοί, να τους φοβάσαι, μην εμπιστεύεσαι κανέναν άλλον, εμένα κοίτα, μόνο την δική μου φωνή να ακούς, είμαστε μαζί, δεν είσαι μόνος σου, όσα φοβάσαι ισχύουν, έλα μαζί μου, έλα μαζί μας, φοβού, μαζί θα νικήσουμε, η αλήθεια θα νικήσει, είμαστε δέκα, χίλιοι, θα γίνουμε εκατό χιλιάδες, εκατομμύρια, θα πατάξουμε τον εχθρό, όσοι δεν είναι μαζί μας είναι μαζί τους, είναι εναντίον μας, να τους το πεις, να το ξέρουν, να φοβούνται, όσοι δεν σε σέβονται τουλάχιστον να σε φοβούνται, να φοβούνται κι αυτοί, να φοβούνται όλοι, ΟΛΟΙ, φοβού, φοβού ρε. ΦΟΒΟΥ.

Διαβάζω από το ρεπορτάζ του ThePressProject:

  • Το ανώτατο όριο ημερήσιας απώλειας ανά παίκτη τίθεται πλέον από τον ίδιο τον παίκτη. Προηγουμένως το όριο αυτό ήταν στα 500 ευρώ και σήμαινε επίσης αποκλεισμό για 24 ώρες. Το 2015 με την πρώτη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έπεσε πρόσκαιρα στα 80 ευρώ.
  • Ο χρόνος παραμονής τίθεται επίσης από τον παίκτη: Με τις προηγούμενες διατάξεις, ένας παίκτης μπορούσε να παραμείνει στα «μικρά καζίνο» για 10 ώρες την ημέρα και 32 συνολικά τον μήνα
  • Δεν υπάρχει όριο στο μάξιμουμ ποντάρισμα ανά παρτίδα. Προηγουμένως το όριο ήταν 80 ευρώ και το 2015 μάλιστα έπεσε στα 20 ευρώ
  • Καταργήθηκε ο περιορισμός για τη μίνιμουμ απόσταση μεταξύ δύο καταστημάτων VLTs, που προηγουμένως ήταν 200 μέτρα.

Γιατί;

Το 2015, όταν πρωτοήρθε η υπόθεση στην βουλή, τεκμηριώθηκαν επαρκώς οι λόγοι που απαιτούσαν προστασία των παικτών (υπόψιν ότι ο τζόγος είναι ένας αναγνωρισμένος εθισμός) ώστε να μην χάνουν πολλά χρήματα, να μην παίζουν υπερβολικά πολλές ώρες κλπ. Ήδη, και τότε, δεν ήθελα καθόλου να εμφανιστούν τέτοια μηχανήματα (καθώς το να πιστεύει κανείς ότι υπάρχει μηχανική τύχη όταν υπάρχει κέρδος, είναι εντυπωσιακά αφελές κατ’ εμέ) και θεωρούσα τις διατάξεις προστασίας προσχηματικές, και πρακτικά ως μία ψευδαίσθηση ασφάλειας.

Μα τώρα, ακόμα και αυτή η ψευδαίσθηση ασφάλειας, αφαιρείται.

Τι άλλαξε;

Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος για λογαριασμό της κυβέρνησης μιλά για … κρατικά έσοδα. Έσοδα σε χρήματα, προφανώς – γιατί οι ανθρώπινες ζωές (πλην των ιδιοκτητών των εταιριών που ασχολούνται με τυχερά παιχνίδια) θα καταστραφούν πλήρως από μία τέτοια ασυδοσία.

Δεν άλλαξε όμως κάτι θετικό για τους ανθρώπους αυτούς. Αντιθέτως: Πλέον θα παίζουν όσες ώρες (ή μέρες) μπορούν, όσα χρήματα μπορούν, θα χάνουν όσα χρήματα μπορούν.

Η προστασία του κράτους, πουλήθηκε για μερικά ευρώ σε έσοδα:

Τίποτα άλλο δεν άλλαξε.

Το παιχνίδι στα φρουτάκια έγινε πιο επικερδές για το κράτος, πιο επικερδές για τον ΟΠΑΠ – χωρίς κάποιος να ενδιαφέρεται να λάβει υπόψιν ότι, αυτά τα κέρδη, θα έρθουν τελικά από κάποιον.

Από κάποιον εθισμένο, που τον απελευθερώσαμε να τεθεί απόλυτα στην ανάγκη του, στην μαστούρα του, στον εθισμό του.

Προτιθέμεθα να κάνουμε, απλώς, πιο εύκολο στους εθισμένους ανθρώπους να χάσουν λεφτά, να καταστραφεί απόλυτα η ζωή τους, η ζωή των ανθρώπων γύρω τους – για να αυξήσουμε τα …έσοδα; Τα κρατικά έσοδα;

Αυτό, είναι αλητεία. Δεν είναι καν πολιτική αλητεία: είναι απλή ανθρώπινη αλητεία.

Είναι έγκλημα, πρέπει να ειπωθεί ως έγκλημα, να αναγνωριστεί ως έγκλημα και να τιμωρηθεί ως έγκλημα.

Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, υποδέχεται τον νεαρό Amir, που έγινε γνωστός καθώς κληρώθηκε ως σημαιοφόρος αλλά τελικά παρέλασε με την πινακίδα του σχολείου του – μετά την επίθεση που δέχθηκε στο σπίτι του με πέτρες, πριν λίγες ημέρες.

Στην επίσκεψη αυτή, του παραδίδει την ελληνική σημαία, σε μία προφανώς συμβολική κίνηση (καθώς το παιδί δεν είναι φημισμένος μπασκετμπολίστας, ή αρσιβαρίστας), στην οποία δηλώνει:

«Αμίρ, θέλω να σου κάνω ένα δώρο επειδή κάποιοι έκαναν λάθος και σου στέρησαν την τιμή να κρατήσεις την ελληνική σημαία. Σήμερα θα σου τη δώσω εγώ, γιατί σου αξίζει. Να την κρατάς πάντοτε ψηλά και να θυμάσαι ότι στην Ελλάδα όλα τα παιδιά απολαμβάνουν παιδεία και ασφάλεια, εγγυημένη από την αγάπη και την αλληλεγγύη του λαού μας»

Πηγή από το skai.gr

Άλλοι ενοχλούνται, άλλοι επιδοκιμάζουν – όλα προχωρούν όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα τον τελευταίο καιρό.

Λίγα μέτρα πιο κάτω όμως, στην πλατεία Συντάγματος, κάποιοι άνθρωποι κάνουν απεργία πείνας για να συνενωθούν οι οικογένειές τους με τους ανθρώπους τους:

Έντεκα πρόσφυγες, πέντε γυναίκες και έξι άντρες ξεκίνησαν σήμερα απεργία πείνας διεκδικώντας το δικαίωμα επανένωσης με τις οικογένειές τους στη Γερμανία. Χιλιάδες πρόσφυγες παραμένουν μακριά από τις οικογένειές τους, εγκλωβισμένοι στην Ελλάδα, δέσμιοι της αντιπροσφυγικής πολιτικής της ΕΕ και θύματα πολιτικών συμφωνιών κάτω από το τραπέζι της ελληνικής και της γερμανικής κυβέρνησης για την επιβολή πλαφόν στις οικογενειακές επανενώσεις και για “ελεγχόμενες εισροές”.

[…]

Η ελληνική κυβέρνηση σε σύμπνοια με τη γερμανική τιμωρεί τους πρόσφυγες εφαρμόζοντας περιορισμούς στα ελάχιστα δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται, επινοεί διοικητικές μεθοδεύσεις και εφαρμόζει πολιτικές αποθάρρυνσης και αποτροπής σε κάθε επίπεδο: από τον πολύμηνο εγκλεισμό στα άθλια hotspot των νησιών μέχρι τις κατασταλτικές διοικητικές πρακτικές της Υπηρεσίας Ασύλου.

Από το άρθρο του omniatv.com για τους απεργούς πείνας.

Λίγα ακόμα χιλιόμετρα πιο μακρυά, οι εγκλωβισμένοι μετανάστες (μεταξύ των οποίων και παιδιά) ετοιμάζονται να ζήσουν απροετοίμαστοι για άλλη μία χρονιά, τον δολοφονικό (όχι εξαιτίας της σφοδρότητάς του, αλλά εξαιτίας της εγκληματικής προχειρότητας της κυβέρνησης που τους «φιλοξενεί» φυλακισμένους σε σκηνές και παραπήγματα χειμώνα:

«Οι συνθήκες είναι τραγικές. Στη Μυτιλήνη αυτή τη στιγμή οι συνθήκες απάδουν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αγγίζουν τα όρια παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» ανέφερε την Πέμπτη ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Γιάννης Μουζάλας συζητώντας με τους δημάρχους πέντε νησιών στη Βουλή για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν

αναφέρει ο ίδιος ο Μουζάλας ενώ,

Αν γυρίσουμε το χρόνο πίσω, θα δούμε ότι χρειάστηκε μια σειρά από θανάτους στη Μόρια, στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου, για να μεταφερθούν οι κάτοικοι του καταυλισμού από τις θαμμένες στο χιόνι σκηνές όπου διέμεναν σε αξιοπρεπείς συνθήκες. Προφανώς, το γεγονός ότι περισσότεροι από χίλιοι άνθρωποι υπέφεραν επί μήνες στο κρύο πριν από αυτούς τους θανάτους, δεν αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.

Και τώρα συμβαίνει ξανά το ίδιο. Οι συνθήκες για τους πρόσφυγες στα νησιά επιδεινώνονται διαρκώς τους τελευταίους μήνες. Καθώς βασικές ανθρώπινες ανάγκες δεν καλύπτονται ακόμα, παρατηρούμε τη δυστυχία των ανθρώπων αυτών να γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Ένα τεράστιο κύμα αβεβαιότητας και φόβου έχει κατακλύσει τα νησιά, βυθίζοντας ανθρώπους στην απελπισία.

..αναφέρει σε έκκλησή του ο πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος των Γιατρών Χωρίς Σύνορα αλλά και άλλες 19 ανθρωπιστικές οργανώσεις:

Η ανησυχία, πάντως, είναι διάχυτη εν όψει του χειμώνα. Ερευνήτριες του Παρατηρητηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είχαν τονίσει, πριν από έναν περίπου μήνα, ότι έχουν ήδη καταγραφεί πολλές απόπειρες αυτοκτονίας λόγω της κατάστασης σε συνδυασμό με την αγωνία για το μέλλον λόγω των κλειστών συνόρων.

«Είναι ότι χειρότερο έχω δει κι έχω περάσει πόλεμο» είχε δηλώσει μάλιστα η Εμίνα Τσερίμοβιτς, ερευνήτρια του Παρατηρητηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW), κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για τις απελπιστικές συνθήκες που επικρατούν στη Μόρια.

Από το HRW, μάλιστα, είχε γίνει λόγος για ακατάλληλες σκηνές που «με την πρώτη βροχή μπάζουν νερό, ελλιπή θέρμανση που περιορίζεται σε κουβέρτες, έλλειψη νερού και μάχες που δίνονται από μικρά παιδιά για ένα μπουκάλι, καθώς και ντους με ανυπόφορες συνθήκες λόγω της δυσωδίας από ούρα και κόπρανα».

διαβάζουμε στο in.gr

Μετά την απονομή της σημαίας, ο Νίκος Παππάς, Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, δήλωσε στο twitter:

Θαυμάσια – και εγώ δεν αντιλέγω καθόλου. Μα λίγα μέτρα πιο κάτω, δεν οφείλουμε δικαιοσύνη; Και, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω, στους ίδιους ανθρώπους, και για τους ίδιους λόγους, δεν οφείλουμε, επιτέλους, ανθρωπιά;

Τόσοι χειμώνες έχουν περάσει, τόσοι νεκροί, τόσοι αδικημένοι, δεν το οφείλουμε πλέον;

Υ.Γ.: Όπως έχω ξαναπεί, πολλές φορές, και θα ξαναπώ άλλες τόσες, είναι εγκληματικό που για αυτές τις συνθήκες διαβίωσης στην Μόρια δεν έχει παρέμβει ακόμα αυτεπαγγέλτως η δικαιοσύνη. Είναι εγκληματικό που δεν έχουν αναζητηθεί, ακόμα, οι όποιες, εξόφθαλμες θεωρώ -ακόμα και ποινικές- ευθύνες για την παραβίαση τόσων ουσιαστικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απέναντι σε φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, είτε του διοικητικού προσωπικού, είτε των πολιτικών διοικητών τους, είτε λέγονται Μουζάλας, είτε λέγονται Τσίπρας.