Άλλη μία χαμένη εκλογική αναμέτρηση. Άλλη μία μπουνιά στις ελπίδες μας να αλλάξει κάτι, ή τουλάχιστον να δω και τον διπλανό του διπλανού μου έστω να καταλαβαίνει πως αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει πια, πως δεν μπορεί να μένει ατιμώρητη τόση ύβρις. Φευ.

Πάντα οι ευρωεκλογές είχαν πιο “χαλαρή” ψήφο λέει το κλισέ, μα θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς η στάση “κάνουμε χαβαλέ” στις εκλογές όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται ακόμα πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση σίγουρα, στις ευρωεκλογές το δείγμα πολλαπλασιάζεται, καθώς οι εκλεγμένοι είναι πολύ λιγότεροι, και οι “παραφωνίες” (με, ή χωρίς εισαγωγικά) πολύ πιο ορατές. Έχουμε πρώτο έναν που υποκρίνονταν πως κάνει δημοσιογραφία, εδώ έναν χρόνο περίπου ήταν πιο χρήσιμος στο γυαλί να μεταφέρει “ειδήσεις”, παρά ως βουλευτής: έναν entertainment παρουσιαστή – κάτι ανάμεσα σε Άδωνη Γεωργιάδη για την αίσθηση της «αυθεντίας» και Λάκη Λαζόπουλο για το ακροατήριό του. Έχουμε τουλάχιστον τρεις εκλεγμένους που δήλωσαν (κάποιοι ακόμα και πριν εκλεγούν) ότι “δεν έχω ιδέα πως λειτουργεί το ευρωκοινοβούλιο”. Έχουμε έναν που (σύμφωνα με τα ρεπορτάζ) έχει καταδικαστεί για οπλοκατοχή και αυτήν την στιγμή είναι φυλακή. Θέλω να πω, εντάξει – αλλά λίγο έλεος ρε φίλε, πόσες πια οι αντοχές μας, λιγουλάκι έλεος.

Έλεος – γιατί ταυτόχρονα, η Ευρώπη κλίνει προς τα ακροδεξιά. Έλεος, γιατί αυτή η νόρμα, δεν είναι απλώς πιθανό – είναι απολύτως βέβαιο πως θα επηρεάσει και τις τοπικές αποφάσεις. Έλεος, γιατί στην απολύτως βρώμικη Ελλάδα που ζούμε, η ΜΟΝΑΔΙΚΗ μας ελπιδα έμοιαζε να είναι (καλώς ή κακώς, κακώς λέω εγώ) η ευρώπη των… «αρχών, των ιδεών της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ηθικής». Οι περισσότεροι που στέλνουμε ως Έλληνες ψηφοφόροι πάντως να μας εκπροσωπήσουν, δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι θα φώναζαν τον Κουκάκη ή την Καρυστιανού να εκλιπαρούν καταθέτοντας τις τελευταίες ελπίδες τους για δικαιοσύνη.

Εντός των συνόρων, ακόμα και αν δεν πηγαίναμε σε ακροδεξιά ρητορική (που, ασφαλώς θα πάμε) ήδη τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Μία λάθος έκφραση σε ανάρτηση στα social media μπορεί να σε στείλει φυλακή -ούτε καν με αναστολή, αλλά κατ’ ευθείαν στα σίδερα-, το σκάνδαλο των υποκλοπών βρίθει συγκάλυψης, το έγκλημα στα Τέμπη βρίθει συγκάλυψης, το δυστύχημα της Πύλου εξαφανίζεται από την συλλογική μας μνήμη, η δημοσιογραφία δεν έχει δείξει ούτε κατ’ ελάχιστο πως της έχει απομείνει δείγμα αξιοπρέπειας, χρήματα μοιράζονται αφειδώς σε ημετέρους χωρίς έλεγχο ή λογοδοσία, μικρότερα σκάνδαλα είμαστε τόσο κουρασμένοι πια που περνούν σχεδόν αδιάφορα, άνθρωποι δολοφονούνται ατιμώρητα είτε απο αστυνομικούς είτε σε αστυνομικά τμήματα μπροστά, η παιδεία διαλύθηκε μπροστά στα μάτια μας παρά τους αγώνες των φοιτητών, η δημόσια υγεία ξεκάθαρα δολοφονείται καθημερινά – και με όλα αυτά, μαζί και το σημαντικότερο πως, για οποιοδήποτε πια θέμα, η εξουσία δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να μας κοροιδέψει στα μούτρα μας κάνοντας το άσπρο – μαύρο.

Και απέναντι σε όλα αυτά, μία αντίδραση κατακερματισμένη, να πολεμά με πάθος για ό,τι την χωρίζει και όχι για ό,τι την ενώνει. Το καταλαβαίνω, πάντα το καταλάβαινα, και ποτέ δεν ζήτησα να βάλει κανείς νερό στο κρασί του, μα από την άλλη αντίστοιχα διαλυμένη είναι και οποιαδήποτε ελπίδα πως μία διαφορετική ημέρα μας περιμένει αν κάνουμε υπομονή.

Και γω καλούμαι να απαντήσω στο τι κάνω πια εδώ, όταν οι περισσότεροι γύρω μου είτε είναι αηδιασμένοι, είτε απογοητευμένοι, είτε είναι παραιτημένοι, είτε χαμένοι, είτε είναι κουρασμένοι είτε θυμωμένοι.

Και καλούμαι να αναρωτηθώ με ποιους θα συνομιλήσω πια, όταν ένα τεράστιο ποσοστό παραδίδεται στην ακροδεξιά, ή με κυβερνά ανήθικα, ή με εξουσιάζει με μίσος, ή με χλευάζει αδιάκοπα.

Καλούμαι, στην ουσία, να κοιτάξω γύρω μου, και να αναγνωρίσω πως αυτό που μένει να νιώσω πια είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη μοναξιά.

~

Όμως, ξέρετε κάτι; Ο Θανάσης Κουκάκης έχει δίκαιο να διαμαρτύρεται για τις παρακολουθήσεις, ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος έχει δίκαιο για τις επαναπροωθήσεις ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Η Μαρία Καρυστιανού έχει δίκιο για την σύγκρουση των τραίνων ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα της. Ο Κώστας Βαξεβάνης έχει δίκαιο για την λίστα Πέτσα. Ο φοιτητής έχει δίκιο για την παιδεία ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Ο ασθενής για την υγεία, ο φτωχός για την τις ανάγκες του, ο πεινασμένος, ο αποκλεισμένος – έχουν δίκιο ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα τους.

Το δίκαιο είναι πιο όμορφο με παρέα, αλλά μπορεί και επιβιώνει θαυμάσια και στην μοναξιά.

Δεν ασχολούμαι με το τι μας χωρίζει, μα θα ασχοληθώ με το τι μας ενώνει: Αυτές οι ήττες, οι καθημερινές φάπες στην λογική μας, το αδυσώπητο ξύλο στην αξιοπρέπειά μας, είναι το ένα συστατικό, που το έχουμε, είναι αληθινό, μπροστά μας και απολύτως υπαρκτό.

Απέναντί του, ας μην σταματήσουμε να κάνουμε ερωτήματα. Για τα push backs, για τις απευθείας αναθέσεις, για την παιδεία, για τους παρακολουθούμενους, για την υγεία, για τους αδικημένους, για τους πνιγμένους, για τους ανασφάλιστους, για τους δολοφονημένους στο τρένο, στην θέση του πυροβολημένου συνοδηγού σε ένα αυτοκίνητο, στην αυλή ενός αστυνομικού τμήματος, περιμένοντας μία επέμβαση.

Αν είστε κουρασμένοι, δεν με πειράζει. Αν είστε απογοητευμένοι, δεν με πειράζει. Αν γράφω μόνος μου και τα διαβάζω μόνος μου – δεν με πειράζει. Αν οι σκέψεις μου και οι γραπτές μου θέσεις χάνονται στο κενό – δεν με πειράζει. Αλήθεια. Ποτέ δεν με πείραξε, τελικά, όσο νόμιζα.

Το να μην παλέψω γι’ αυτούς που πρέπει όμως, με ενοχλεί. Το να χάνω καθημερινά δεν είναι πρόβλημα. Το να σιωπώ με όσα συμβαίνουν με πληγώνει. Το να είμαι μόνος μου δεν είναι πρόβλημα.

Δεν θα αλλάξω ιδέες αν είμαστε λίγοι, δεν θα αλλάξω ιδέες ακόμα και αν είμαι μόνος μου. Το χρωστάω σε πολλούς.

Αν χρειαστεί θα ξαναδοκιμάσω να σας πείσω να ξαναγίνουμε πολλοί.

Κι αν τελικά είμαστε όντως πολλοί μόνοι μας – ίσως τελικά να είμαστε πολλοί μόνοι μας μαζί και να μην το έχουμε καταλάβει.

Γράφοντας για τα Φαντάσματα ξεκίνησε μία κουβέντα με offline φίλους και ένας διάλογος μάλλον εποικοδομητικός σε μία συζήτηση που δεν έβγαζε νόημα, μία διαδικασία που με ταλαιπωρεί καιρό τώρα, αλλά δεν έχω καταφέρει να την βγάλω σε λέξεις να την μεταφέρω ως βαθιά απορία: Τι τρέχει μ’ αυτήν την σιωπή; Και κάπως έτσι, ξεκινά άλλη μία (μακροσκελής) σκέψη.

Βλέπω καθημερινά (καθημερινά!) τον Κουκάκη τον δημοσιογράφο, ή τον Βλάχο τον αδελφό, ή τον Αποστολόπουλο τον διασώστη, ή τον Βαξεβάνη τον δημοσιογράφο, ή τον Παπανικολάου τον γιατρό, τον Μάγγο τον πατέρα και την Φύσσα την μάνα – βλέπω δηλαδή καθημερινά ανθρώπους να πασχίζουν να μου εξηγήσουν ότι κάτι πάει στραβά, ότι κάτι είναι πολύ, πολύ λάθος.

Τους βλέπω, γράφουν, παλεύουν, μάχονται, αγωνιούν, καθημερινά λέμε τώρα, ε; ο καθένας στο πεδίο του, και μιλάνε με λογική, με επιχειρήματα, όχι αντικειμενικά, κανείς τους δεν είναι αντικειμενικός, γιατί όλοι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι θύματα, να γράφουν “κοίτα, μία αδικία γίνεται εδώ”, ή “κοίτα, πάνε να γλυτώσουν από αυτό”, ή “κοίτα, λένε ψέματα εδώ”, ή “κοίτα, σου λένε ψέματα όταν ξεφουρνίζουν πως τάχα δεν ήξεραν για τις παρακολουθήσεις του predator” ή “κοίτα, η αστυνομία βαράει και σκοτώνει ατιμώρητα στο όνομά σου” ή “κοίτα, άλλος ένας μετανάστης κακοποιήθηκε”, ή “κοίτα, ένας γιατρός, αυτός που περιμένεις να σε σώσει αύριο; ε, κλάταρε και δεν αντέχει άλλο”.

Πρόσεξε τι λέω, ε; είναι θύματα, είναι ΗΔΗ θύματα, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, είναι ΗΔΗ καταδικασμένοι, ΗΔΗ αδικημένοι, δεν προσπαθούν να γλιτώσουν τώρα οι ίδιοι από κάτι – το έχουν ΗΔΗ πάθει, ο αγώνας τους είναι ανιδιοτελής και τίμιος, κοιτάνε να σώσουν εμάς, τους βαράει μπουνιά το παράλογο, το αδιανόητο, να βλέπουν την αδικία τόσο ξεκάθαρα μπροστά τους, να παίρνει μορφή, σάρκα και οστά, να τους κοιτάει, να τους μάχεται, να τους διαβάλλει, να τους απομυζεί, να τους φέρεται με ασέβεια, με ειρωνεία, με θράσος, να τους φτύνει στα μούτρα, να τους προσβάλλει – και αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί και άλλοι τόσοι, και άλλοι τόσοι μαζί, να συνεχίζουν, κάθε πρωί, και να μας λένε “καλημέρα, κοίτα, άλλη μία αδικία, δες την – δες την να μην είμαι μόνος μου”.

Και εμείς να κοιτάμε σιωπηλοί.

Τώρα, μετά από τόσο καιρό με ξέρεις, δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα σόσιαλ είναι σιωπή, τουναντίον – θεωρώ πως είναι μία τεράστια έκθεση, ένα τεράστιο βήμα, πολύ σημαντικό, δεν θα ήμουν εδώ, άλλωστε, αν δεν το ήξερα. Δεν λέω αυτό.

Αλλά αν μαζέψεις τα “φωνάξτε!”, “διαμαρτυρηθείτε!”, “ουρλιάξτε!” που έχω γράψει τόσα χρόνια, προφανώς θα γίνει αντιληπτό πως δεν φτάνει μόνο να παίρνεις δημόσια θέση, δυστυχώς, απέναντι σ’ αυτό το χυδαίο κακό που μας πλαισιώνει – δεν φτάνει προφανώς ένα ποστ.

Γιατί ποστ έχουν κι αυτοί. Και φωνές έχουν κι αυτοί. Και καμιά φορά, πολύ δυνατές, πολύ σκαχτικές και τσιριχτές φωνές.

Έχει νόημα να κάνουμε περισσότερο θόρυβο από αυτούς; Πολλές φορές είχε! Πολλές φορές χρειάστηκε, πολλές φορές έφερε αποτέλεσμα, πολλές φορές άλλαξε όντως κάτι. Συχνά όμως, δεν άλλαξε τίποτα, όχι γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά, αλλά γιατί δεν φωνάξαμε πολύ και για πολύ.

Γιατί όμως αυτή η σιωπή;

Αυτό δεν καταλαβαίνω: Όταν καταδικάζεται η τότε κυβέρνηση ότι διέβαλλε τόσους ανθρώπους δια στόματος Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη, είναι ΛΟΓΙΚΟ, είναι ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι η δεσμευμένη δημοσιογραφία πχ δεν θα τους ρωτήσει για τις ευθύνες τους – αν μπορούν να το αποφύγουν βέβαια. Και, αν τυχόν αναγκαστούν να τους ρωτήσουν, θα τους δώσουν έτοιμη και την απάντηση, την προφύλαξη, την προστασία, όση χρειάζονται κι ακόμα λίγο παραπάνω για έξτρα υπηρεσίες – σαν να χορταίνεις με τέσσερα τόστ μία οικογένεια όπως λένε στο σινάφι τους.

Ναι, αλλά αυτοί πληρώνονται γι’ αυτό. Και όχι μόνο αυτοί, πληρώνονται και τα αφεντικά τους γι’ αυτό. Και αν δεν πληρώνονται άμεσα για τις υπηρεσίες τους, παίρνουν δουλειές, ή κάνουν τα κουμάντα τους, ή προστατεύουν τα καράβια τους, τέλος πάντων έχουν κέρδος από αυτό.

Είναι τίμιοι στην ατιμία τους, αυτό εννοώ. Δεν κρύβονται. Ο ένας έχει ενέργεια, ο άλλος κατασκευαστικές, ο τρίτος καράβια, τέλος πάντων δεν το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους, έχουν ανταλλάγματα.

Κάτι κερδίζουν.

Εμείς, τι σκατά κερδίζουμε; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Και χάνουμε, και βγαίνουμε σιωπηλοί. Γιατί;

~

Λοιπόν, στην συζήτηση που έκανα, βγήκε κάτι καινούργιο. Μπορεί να μην κερδίζουμε. Μπορεί απλώς να μην το πιστεύουμε όλο αυτό που συμβαίνει.

Να μην πιστεύουμε στα μάτια μας.

Είναι δηλαδή περίοδος ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και σου λέει ο άλλος, “θα καταργήσω το άρθρο 16 του Συντάγματος”. Αυτό. Τέλος. Λέει άλλες πεντακόσιες μπαρούφες από πίσω, αλλά αυτό είναι το νόημα, “το Σύνταγμα με ενοχλεί, δεν μπορώ να κάνω μπίζνες, δεν μπορώ να το αλλάξω – το καταργώ τόσο όσο”. Και εσύ κοιτάς σα χάνος, δεν μπορεί να το είπε αυτό, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται. Δεν θα είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, σωστά; Ή σου λέει “θα βάλω την εφορία να χτυπήσει αυτόν τον δημοσιογράφο. Μόνο.” Ή λέει “Θα δώσω ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους άλλους λεφτά, εκτός από εκείνες τις ΤΡΕΙΣ εφημερίδες γιατί δεν τις χωνεύω” Και συ λες μαλάκα μου δεν γίνεται, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, σωστά; Δηλαδή αποκλείεται, δεν γίνεται. Ή ξέρωγω έχει πανδημία, και λέει “Λοιπόν, στις ΜΕΘ πεθαίνουν, ΑΡΑ λιγότερες ΜΕΘ για να σωθείτε”. Όχι ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις, δεν μπορεί να το είπες αυτό, δεν γίνεται να το ξεστόμισες αυτό. Και σου κάνει ρελάνς, και σου λέει “Όχι μόνο το εννοώ, αλλά θα βάλω και περισσότερους μαθητές ενώ έχουμε κορονοΐο στην τάξη ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ”. Ή έρχεται και λέει “Λοιπόν, παίρνω όλη την ευθύνη επάνω μου, διαλέγω έναν διοικητή, αλλάζω τον νόμο μετά γιατί δεν ήταν νόμιμος, και μετά με αυτόν τον διοικητή που ήταν παράνομος αλλά τον έκανα αναδρομικά νόμιμο κρυφακούω δημοσιογράφους που γράφουν ότι άλλαξα τον νόμο και είπα ότι οι τραπεζίτες μπορούν μόνο να καταδίδονται μόνοι τους άμα θέλουν”. Είναι δυνατόν να μην τα χάσεις; Είναι δυνατόν να ακους όντως τέτοια πράγματα; Πετάει μετά και πενήντα μπαρούφες όταν τον πιάνουν να παρακολουθεί τον πολιτικό που κερδίζει το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ότι “τον πλησίασαν κάτι Ζουαζινδαλοί και άστα μη τα ψάχνεις βρωμάει η υπόθεση και που να στα λέω” και μένεις μαλάκας. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς τέτοιο πράγμα; Να λέει τόσο βλακώδη δικαιολογία; Πως σκατά αντιδράς σ’ αυτό; Πως σκατά μπορείς να αντιδράσεις λογικά μετρημένα, όταν δέκα αστυνομικοί βαράνε έναν αθώο άνθρωπο, ή όταν το αυτοκίνητο που πυροβόλησε η αστυνομία καμια τριανταριά φορές τον συνοδηγό γίνεται απλώς παλιοσίδερα πριν την έρευνα και κάθε κριτική παίρνει την απάντηση “έκανε όπλο το αμάξι”, ή όταν λίγες μέρες πριν ένα πολύνεκρο δυστύχημα ο υπουργός που του έχουν κοινοποιήσει με εξώδικα ότι θα γίνει μακελειό κουνάει το δάχτυλο στην Βουλή – και τον ξαναβάζεις στα ψηφοδέλτια! ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ;

Να το δούμε ψύχραιμα δηλαδή:

ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ;

Δηλαδή, η βία – όχι η βία που έγινε, Η ΒΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΈΓΙΝΕ, αυτό λέω τώρα, όχι το δυστύχημα, ή οι παρακολουθήσεις, ή η κρατική δολοφονία, σου λέω το ΜΕΤΑ, η διαχείριση, ΤΟ ΜΕΤΑ – καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; μπορείς να το χωνέψεις αυτό που σου λέω; όχι η στραβή, το λάθος, η μαλακία, η αστοχία, η ατυχία, η κακία στιγμή, ΤΟ ΜΕΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, το συνεχόμενο μετά, τα ψέματα ΜΕΤΑ, οι δικαιολογίες ΜΕΤΑ, η βρωμιά ΜΕΤΑ, οι μπουνιές ΜΕΤΑ, η δειλία ΜΕΤΑ, το ξύλο ΜΕΤΑ, το θράσος ΜΕΤΑ, αυτό που δεν είναι πια ατυχία, αυτό που είναι σχέδιο, που είναι πρόγραμμα, που είναι άσκηση επί χάρτου, που ξημεροβραδιάζονται καλοπληρωμένοι άνθρωποι να το σκεφτούν, να το σερβίρουν, μιλάμε για non-paper και σχέδια, για νίκες και πλάνο, για την καλύτερη διαχείριση με το μικρότερο κόστος, καταλαβαίνεις τι logistics θέλει όλο αυτό, είναι νομίζεις ΤΥΧΑΙΟ που κάποιος βλαμμένος θα πει “ναι, κοιτάξτε, ελπίζω η μάνα που έχασε την κόρη της να μη γίνει πολιτικός”, είναι βλακεία της στιγμής που θα φωνάξουν ανθέλληνα τον Αποστολόπουλο, ναρκομανή τον Μάγγο, λαμόγιο τον Βαξεβάνη, που θα αφήσουν υπονοούμενα απο τις φυλλάδες τους για τον Κουκάκη, που θα πουν βλαμμένη την Φύσσα και τεμπέλη τον Παπανικολάου – νομίζετε ότι είναι ΤΥΧΑΙΑ όλα αυτά;

Όλα αυτά θέλουν κόπο, προσπάθεια, πολύ χρήμα και πολύ κούραση. Δηλαδη, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να είναι ράκος από την εξάντληση οι λασπολόγοι τους.

Οπότε, εν πολλοίς, το καταλαβαίνω. Είναι μία εγγενής αδυναμία μας, που ειλικρινά, δεν μπορώ να την ψέξω κιόλας. Είμαστε άφωνοι στο θράσος.

Έρχεται ο άλλος που θέλει να καταπατήσει το Σύνταγμα, και λέει αυτούς που αντιδρούν ότι κάνουν σαν… ληστές που ψήφισαν να κλέψουν μια τράπεζα.

Και λες “όχι ρε φίλε, αυτό που λες ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ”. Ναι, μα απλώς δεν εννοούμε να καταλάβουμε πως δεν είναι τυχαίο που δεν είναι λογικό. Γιατί αν συζητήσουμε με την λογική δεν έχουν κανένα απολύτως κράτημα. Καμία βάση. Τίποτα. Νάδα.

Λέει “Αν το ήξερα δεν θα το επέτρεπα να παρακολουθούν τον Ανδρουλάκη, αλλά έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη ένας που δεν είναι πολιτικός, οπότε είμαστε εντάξει, έκανα και την αυτοκριτική μου, προχωράμε”.

Ε;

Τι;

Πώς πολεμάς απέναντι σ’ αυτό;

Δηλαδή σοβαρά, τι επιχείρημα να παραθέσεις;

Οπότε μένεις εκεί, κοιτώντας, με ανοιχτό το στόμα, με δέος απέναντι στην γκεμπελική τακτική, περιμένοντας κάποιος άλλος να πεταχτεί και να σε σώσει.

Θες να τον λένε Βαγγέλη, να τον λένε Γιάννη, να τον λένε Γιώργο, να την λένε Μάγδα, τέλος πάντων κάποιος από αυτούς θα επιβεβαιώσει ότι δεν είσαι τρελός, ο βασιλιάς όντως είναι τσίτσιδος, εσύ καλά τα σκέφτεσαι, οι άλλοι σε κοροϊδεύουν.

Και βέβαια, για αυτό θα βαρέσουν τον Κώστα, θα χτυπήσουν τον Θανάση, θα λοιδωρήσουν τον Ιάσονα, – όχι γιατί μισούν μόνο αυτούς, αλλά κυρίως για να τα βλέπεις εσύ, και να ξέρεις ότι “καλή η πλάκα που σου κάνουμε, αλλά μη παραμιλάς, γιατί πέφτουν και φάπες”.

Και άλλοι από εμάς θα δειλιάσουν, άλλοι όχι, αλλά οι περισσότεροι μόλις κάποιος τους πει, “καταργείται το Σύνταγμα”, όσες άλλες λέξεις και να πουν δεν θα βγάζουν νόημα, γιατί η συζήτηση θα έπρεπε να σταματήσει εκεί.

Αλλά δεν σταματάει.

Και σου λένε “μα, γιατί, δεν θέλεις το Χάρβαρντ στην Ελλάδα;” και αντί να τους πεις “καταργείται το Σύνταγμα, συζήτηση κομμένη”, λες “ποιο Χάρβαρντ βρε καραγκιόζη που ούτε την Φάγε δεν κρατήσαμε εδώ”. Και, βέβαια, έχεις ήδη χάσει. Γιατί δεν τους νοιάζει το Χάρβαρντ, τους νοιάζει να απολογηθείς. Σου λέει ο άλλος “ας πιάσουν και δεύτερη δουλειά οι γιατροί το απόγευμα και έτσι θα γυρίσουν στην Ελλάδα” και αντί να του πεις «πού είναι ρε κάθαρμα η δημόσια δωρεάν και αξιοπρεπής υγεία για όλους;» συζητάς αν θα πάρουν δέκα ή είκοσι χιλιάρια και που θα τα βρει ο κόσμος. Έ, πάει, μπήκες στην λούπα, παίζεις με τους όρους τους. Λέει ο άλλος “γιατί έρχονται άντρες από την Αφρική, τι έχουν εκεί, πόλεμο;” αντί να τους πεις “πυροβόλησαν στο κεφάλι μετανάστες, τέλος της κουβέντας” κάθεσαι και κανεις ποσόστωση πόσοι άντρες, πόσες γυναίκες και πόσα παιδιά – και φυσικά, έχεις ήδη χάσει. Σου λέει ο άλλος “ναι, αλλά πέθανε έναν μήνα μετά το πρεζόνι”, και αντί να του πεις “τον βαράγανε οκτώ, τέλος κάθε κουβέντα” ψάχνεις να εξηγήσεις τώρα στον άλλον, αν φέρνει ή όχι ψυχολογικό σοκ ο βασανισμός. Ε, στ’ αρχίδια του με το συμπάθειο κιόλας αν και τι κανει ο βασανισμός, αυτός πέτυχε να σε αποπροσανατολίσει, περνάς όλη σου την μέρα απολογούμενος, και σου απομυζεί και την λίγη δύναμη που σου έχει μείνει από το σοκ όχι μόνο της είδησης που καλείσαι να διαχειριστείς, αλλά και των τρολ (με την ουσιαστική σημασία της λέξης) που θα πρέπει να καταπολεμήσεις.

Και αφού κουράζεσαι να πολεμάς σκιές, αυτοί βλέπουν πότε θα εξαντληθείς, και μόλις σε πιάσουν κατάκοπο, πάνε και τον ψηφίζουν τον νόμο, δικάζουνε το μετανάστη, σκοτώνουν τον διαμαρτυρόμενο, πυροβολάνε την εφημερίδα, παρακολουθούν τον δημοσιογράφο, και ξαναβγάζουν τον βουλευτή.

Και εσύ χαμένος, με μόνη παρέα το δίκιο σου, πέντε ακόμα τρελούς διπλα σου και κάτι φαντάσματα να σε κρατάνε λογικό, κάθεσαι και τους χαζεύεις.

Και κάπως έτσι περνάει ο καιρός μας. Εμείς κουρασμένοι, και αποκαμωμένοι και αυτοί να κάνουν την δουλίτσα τους.

Και σε ρωτάω εγώ τώρα φίλε/η αναγνώστη/τρια:

Πως προστατευόμαστε από όλο αυτό; Ποιο, τελικά, επιχείρημα να φωνάξεις απέναντι στο παράλογο; Τι αλήθεια έχουμε καλύτερο να δώσουμε σ’ αυτήν την κουβέντα εκτός από μία -απολύτως λογική- σιωπή;

Έφεραν λοιπόν δηλαδή την μάχη στο επίπεδό τους. Στον γκεμπελισμό. Στις λάσπες. Ok. Μάλιστα. Τι κάνουμε λοιπόν όταν ξέρουμε ήδη καλά πως δεν κερδίζεται η λάσπη ούτε με λάσπες, μα ούτε με επιχειρήματα;

Γιατί εκεί είμαστε. Τι κάνουμε λοιπόν;

Υ.Γ.: Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως επαναλαμβάνομαι, λέγοντας τελικά τα ίδια πράγματα – απλώς ίσως με διαφορετικό τρόπο και σε άλλο τέμπο.

Οι νεκροί μας έχουν φύγει πια. Η εικόνα τους κρατά μερικές μέρες μόνο – συνήθως μέχρι τον επόμενο. Ο,τι κλάψαμε, κλάψαμε, ό,τι διαμαρτυρηθήκαμε, διαμαρτυρηθήκαμε, ό,τι μας θύμωσε, μας θύμωσε. Ο πανδαμάτωρ χρόνος ακουμπά την λήθη επάνω μας, τα λειαίνει όλα, η ανάγκη για τιμωρία βρίσκει βράχια σκληρά και άκομψα, η λογική μας συνθλίβεται στο συμφέρον τους, το δίκαιό μας πεθαίνει στον κυνισμό τους.

Ό,τι μπορούσαμε κάναμε, τρομάξαμε, είπαμε, φωνάξαμε, κλάψαμε, τσακωθήκαμε, αγριέψαμε, είπαμε και μία κουβέντα παραπάνω – μα δεν γυρίζουν πίσω. Πόσο να παλέψεις; Να ξαναζήσουν δεν γίνεται, να τιμωρήσεις τους κακούς δεν τα καταφέρνεις, είναι ισχυρότεροι, έχουν τον έλεγχο της λογικής και της παράνοιάς μας, μας ξεκαθαρίζουν ότι δεν τους νοιάζει, πλακώνουν και τα άλλα, έρχεται και ο λογαριασμός της ΔΕΗ, έχεις να βρεις και για το γάλα, σκάνε και κάτι παρακολουθήσεις και κάτι οφσόρ και κάτι λαμογιές, με τι να πρωτοασχοληθείς, άσ’ το να πάει – μέχρι τον επόμενο.

Μέχρι τον επόμενο, που αν ακόμα έχεις καρδιά, θα πονέσεις – και εξίσου γρήγορα με τον προηγούμενο, θα ξεχάσεις.

Είναι όμως τα φαντάσματα.

~

Πάντα αυτό με απασχολούσε. Τα φαντάσματα. Αυτοί που μένουν πίσω, στο άδειο δωμάτιο.

Η ζωή της της μητέρας Φύσσα, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Γρηγορόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Λουκμάν, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της μητέρας του Ζακ, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή των γονιών του Σαμπάνη, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του πατέρα του Μάγγου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή της οικογένειας του Μιχαλόπουλου, δεν είναι πια η ίδια. Η ζωή του γιού του Μανιουδάκη, δεν είναι πια η ίδια. Του αδελφού του Βλάχου, της μάνας της Μάρθας, της οικογένειας του Φραγκούλη. Οι ζωές αυτών που μένουν πίσω, δεν είναι πια οι ίδιες.Όλων αυτών που ζωές μένουν πίσω.

Κάποιοι μένουν εκεί. Και κοιτάνε να μείνει το παιδί τους ζωντανό.

Αυτό τους κρατάει. Αυτό τους κάνει να ξυπνάνε το πρωι. Αυτό τους κάνει να μιλάνε και να διαμαρτύρονται. Αυτό τους κάνει να φωνάζουν. Κοιτάνε να κρατήσουν το παιδί τους ζωντανό.

Ζωντανό στην μνήμη μας.

Ενοχλητικοί και άβολοι.

Σαν τα φαντάσματα.

~

Παρακολούθησα την ομιλία της Καρυστιανού. Δεν ήταν εύκολο. Δεν ένιωσα καλά. Όλη η αδικία του κόσμου σε ένα μαύρο φόρεμα, σε ένα καθαρό, τίμιο βλέμμα, σε ένα κείμενο που δεν διαβάζεται καλά από τα δακρυσμένα μάτια. Απέναντί της, έβλεπε τους ανθρώπους που έκαναν και κάνουν ακόμα ό,τι μπορούν για να αποκρύψουν τις ευθύνες τους. Κρυβόμουν, άθελά μου, για να μην είμαι κι εγώ ανάμεσά τους. Ένιωθα λίγος. Οτι έκανα λίγα. Κοιτούσε δειλούς και πονηρούς. Που ξοδεύουν όλο τους το είναι, κάνουν ο,τι μπορούν για να μην αναλάβουν την ευθύνη. Που κουνάνε από πάνω και το δάκτυλο. Θρασείς. Άκαρδους. Τομάρια. «Δεν είμαι μόνη μου», είπε, με θάρρος απέναντί τους. «Πίσω μου είναι κι άλλοι». Μέτρησε τους νεκρούς. Μέτρησε τους τραυματίες. Μέτρησε τους συγγενείς. Μέτρησε όσους λείπουν.

(Δεν μέτρησε το δίκιο: Δεν ήταν μόνη της. Είχε δίπλα της το δίκιο).

Εκείνο που σε κάνει να στέκεσαι απέναντι σε οποιονδήποτε. Εκείνο που σε ταλανίζει, που σε τρελαίνει, που σε εξοργίζει.

Και με έκανε να αναρωτηθώ: σε ποιον τα λέει; Μόνο σ’ αυτούς; Άραγε, δεν τα λέει και σε μένα; Που ξέχασα το παιδί της και προχώρησα; Που την άφησα μόνη της απέναντι στα θηρία και στα καθάρματα να πολεμά;

Που την άφησα να έχει δίπλα της τους τραυματίες, τους συγγενείς και τους νεκρούς, όταν πολεμά τα θηρία που δεν τολμώ να τιμωρήσω – και όχι εμένα;

Να πει «δεν είμαι μόνη μου. Είναι και ο Γιάννης, που θυμάται. Ο Νίκος. Η Μαρία. Η Ελένη. Ο Κώστας. Η Βάνα». Να πει «είναι όλοι αυτοί δίπλα μου, είναι ζωντανοί, θυμούνται και θυμώνουν. Με προστατεύουν. Είναι μπροστά. Τον φόβο τους να ‘χετε».

~

Γιατί να είναι εκεί η Καρυστιανού; Γιατί να είναι εκεί η Μάγδα Φύσσα, γιατί να είναι εκεί ο Γιάννης Μάγγος, η Τζίνα Τσαλικιάν, ο Γιάννης Σαμπάνης – γιατί να είναι εκεί όλοι αυτοί; Σε κάθε διεκδίκηση, σε κάθε δρόμο, σε κάθε μάχη, να φωνάζουν για το δίκιο, γιατί να είναι εκείνοι μπροστά; Σαν τα φαντάσματα ανάμεσά μας, που τους κοιτάμε δύσκολα στα μάτια, που ντρεπόμαστε μπροστά τους, τι θέλουν να μας πουν;

Γιατί δεν ησυχάζουν πια;

Γιατί δεν αναπαύεται η ψυχή τους;

~

Γιατί χρωστάμε.

Γιατί χρωστάμε σε κάθε έναν από αυτούς, και σε άλλους τόσους που δεν αναφέρω εδώ, δικαιοσύνη. Υπάρχει ακόμα ένα κενό. Τους βλέπουμε ακόμα, τους αναγνωρίζουμε ακόμα, νιώθουμε ανατριχίλα στην ύπαρξή τους, γιατί τους χρωστάμε δικαιοσύνη.

Γιατί δεν μιλήσαμε αρκετά.

Γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά.

Γιατί δεν θυμώσαμε αρκετά.

Γιατί δεν απαιτήσαμε αρκετά.

Που δεν ζητήσαμε, τουλάχιστον, μία συγγνώμη.

Αυτοί οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να θρηνήσουν θυμωμένοι, γιατί δεν είμαστε εμείς όσο χρειάζεται ώστε να καλύψουν τον θυμό τους. Γιατί ξέρουν τον πόνο της απώλειας, και βλέπουν πως δεν διορθώνουμε όσα πρέπει ώστε να μην θρηνήσουμε και τα δικά μας παιδιά, τα δικά μας αδέλφια, τους δικούς μας γονείς αύριο. Κοιτάνε στα μάτια μας, και φοβούνται πως αν ξεχάσουμε, θα ξαναγίνει. Κανείς σε θέση ευθύνης δεν έμαθε τίποτα. Γλύτωσαν με την ανοχή μας πάλι όλοι. Θα ξαναγίνει. Μοιραία, θα ξαναγίνει. Μέχρι να μάθουμε.

~

Λοιπόν, έχω ένα λάθος, που το καταλαβαίνω τώρα, γράφοντας το κείμενο: Υπάρχουν όντως φαντάσματα, αλλά δεν είναι αυτοί που νόμιζα.

Δεν είναι αυτοί τα φαντάσματα.

Εμείς, οι άτολμοι. Εμείς, οι φοβισμένοι. Εμείς, οι μουδιασμένοι. Εμείς οι βολεμένοι. Εμείς που δεν πάμε μπροστά. Εμείς που δεν μιλάμε αρκετά δυνατά. Εμείς που δεν αντιδρούμε. Αυτοί; Αυτοί είναι ζωντανοί. Πιο ζωντανοί από όλους μας. Αυτοί πολεμάνε. Αυτοί διεκδικούν. Αυτοί εκτίθενται. Αυτοί πάνε μπροστά. Αυτοί μας προστατεύουν.

…Εμείς είμαστε τελικά τα φαντάσματα.

Μέχρι την ημέρα που θα αποδώσουμε δικαιοσύνη.

Μετά το ΜέΡΑ25 τώρα και το ΚΚΕ τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο για την «αφισορύπανση» από τον δήμο Αθηναίων.

Παρότι όμως μοιάζει νόμιμο, και φαινομενικά τίμιο να τιμωρεί κανείς την «αφισορύπανση» – θεωρώ πως ως ενέργεια η τιμωρία αυτή είναι πρωτίστως πολιτική, και όχι τυπική, και γι’ αυτό μας αφορά όλους.

Και αυτό γιατί τα μικρά κόμματα δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν μεγάλα ποσά για την δημοσιοποίηση των θέσεών τους, ειδικά σε περιόδους εκλογών όπου οι τιμές ανεβαίνουν και οι θέσεις λιγοστεύουν καθώς ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Συν αυτώ, τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν (κατά περίπτωση βέβαια) σχεδόν τον αποκλειστικό χώρο στην ΜΜΕ δημόσια σφαίρα, και, παρότι τα περισσότερα μεγάλα κόμματα είναι σοβαρότατα υπερχρεωμένα, παρόλα αυτά… παραδόξως περισσεύουν (πολλά!) χρήματα για διαφήμιση σε νόμιμους χώρους προβολής, και κανείς φυσικά κανείς δεν αναρωτιέται το γιατί.

Κάπως έτσι, βρισκόμαστε στην θέση να αναρωτιόμαστε αν μία παρανομία είναι τελικά δικαιολογημένη ή όχι.

Γιατί κανείς δεν μπορεί να αναγκάσει τα κανάλια να φωνάξουν ισότιμα (ή έστω δίκαια) τα μικρότερα κόμματα να παρουσιάσουν τις θέσεις τους (που, ακόμα και όταν τους αναγκάζουν δεν το κάνουν και τελικά τιμωρούναι με ελάχιστες ποινές), σχεδόν κανείς δεν ελέγχει σοβαρά τα απίστευτα άθλια οικονομικά των κομμάτων για να δει ποιος πληρώνει και από πού για την υπερβολική διαφήμισή τους ή γενικά τα έσοδά τους, και η νομιμότητα εξαντλείται με δυσθεώρητα πρόστιμα σε κόμματα που έχουν λίγους ή καθόλου πόρους να υπερασπιστούν την πολιτική υπάρξή τους.

Προφανώς, δεν θα ακούσουμε πολύ γι’ αυτό – ακόμα και όταν το ΜέΡΑ25 κατήγγειλε πολλές φορές πως ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Μαρινάκη τους απέκλεισε από κάθε παρουσία στα μέσα του, η αντίδραση (από την αντιπολίτευση λέμε τώρα, όχι από την κυβέρνηση) ήταν εξωφρενικά ανύπαρκτη.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι εμείς, ως πολίτες, οφείλουμε να ανεχόμαστε σιωπηλοί κάθε άθλια τακτική για να φιμώνονται τα μικρότερα κόμματα με το πρόσχημα της «νομιμότητας» και οι ψηφοφόροι να χάνουν ένα σημαντικό (και εν πολλοίς ακηδεμόνευτο) στοιχείο της απαραίτητης πολιτικής ενημέρωσής τους πριν πάνε στην κάλπη να επιλέξουν.

Πέρασαν κιόλας περίπου δέκα ημέρες από το κάζο των τελευταίων εκλογών (ομολογώ πως ακόμα δεν έχω συνέλθει από το σοκ) και το μόνο που βλέπω στα social που κυκλοφορώ, είναι η γκρίνια των ηττημένων. Όχι γκρίνια για τον νικητή: μεταξύ τους.

Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας πούμε πως, όλοι μαζί, αποφασίσαμε ότι για τέσσερα χρόνια θα τρώμε ένα μόνο φαγητό. Ας πούμε πως είμαστε εκατό νοματαίοι όλοι κι όλοι, μία ψήφο ο καθένας.

Σε ένα τραπέζι, κάθε υποψήφιος σεφ, δείχνει την πρότασή του. Καμιά τριανταριά προτάσεις, δεν είναι όλες ίδιες φυσικά, κάποιες καλές, κάποιες κακές, στην διάθεση όλων για να διαλέξουν. Κάποιες είναι περιποιημένες, κάποιες είναι τσαπατσούλικες. Κάποιες έχουν υψηλή διατροφική αξία, κάποιες είναι μόνο νοστιμιά. Κάποιες έχουν πολύ ζάχαρη, κάποιες πολύ αλάτι. Κάποιες άνοστες μα σου κάνουν καλό, κάποιες σου δίνουν απλώς πρόσκαιρη ευχαρίστηση. Κάποιες έχουν ξηρούς καρπούς και κάποιοι είναι αλλεργικοί σ’ αυτές, κάποιες άλλες είναι σχεδόν ωμές σου ζητάνε να τις μαγειρέψεις μόνος σου. (Έχει και κάτι ακροδεξιές κουράδες για φαγητά, αλλά ας μην ασχοληθούμε μ’ αυτά, κανείς δεν πρέπει να τα διαλέξει ο,τι και να γίνει).

Το θέμα είναι πως, σε όσα μοιάζουν έστω με φαγητά, υπάρχουν για όλα τα γούστα. Τώρα, ο κόσμος επιλέγει κατά πως θέλει, και συνήθως όλοι τελικά διαλέγουν πέντ’ έξι από αυτά μόνο, τα πιο συνηθισμένα, αλλά όλα εκεί είναι. Ο καθείς με τις ορέξεις του.

Ο κόσμος λοιπόν, οι εκατό νοματαίοι που λέγαμε, επιλέγουμε κατά βούληση. Κάποιοι, δεν επιλέγουν καθόλου, δεν δέχονται να συμμετάσχουν σ’ αυτό το παράλογο πανηγύρι – ο,τι αποφασίσουμε οι υπολοιποι βέβαια θα φάνε, αλλά δεν θέλουν να το νομιμοποιήσουν. Καλώς, δικαίωμά τους. Οι υπόλοιποι κοιτάμε προφανώς κυρίως τι αρέσει σε μας, και όχι τόσο τι αρέσει σε όλους τους άλλους. Λογικό είναι – εμένα μ’ αρέσουν τα μακαρόνια, θα διαλέξω τις φακές του αλλουνού; Τέσσερα χρόνια είναι αυτά, δεν παίζουμε. Και κάπως έτσι, βγαίνει το φαγητό της τετραετίας.

Στις προηγούμενες εκλογές του 2019 είχαμε διαλέξει. Επί τέσσερα χρόνια τρώγαμε, όπως είχαμε συνεννοηθεί και συμφωνήσει, το ίδιο φαγητό όλοι. Αυτό που επιλέξαμε οι περισσότεροι.

Σ’ εκείνες τις εκλογές, το 2019, ο σεφ έμοιαζε νέος. Το φαγητό απ’ έξω μπορεί να φαινόταν περιποιημένο και καλοφτιαγμένο – αλλά κάποιοι από μας ήξεραν καλά ότι μάλλον δεν θα μας έβγαινε σε καλό. Πράγματι, τέσσερα χρόνια τώρα όσοι ανησυχούσαμε πέσαμε μέσα στις δυσοίωνες προβλέψεις μας – και με το παραπάνω.

Το φαγητό που επιλέξαμε όλοι μαζί, ήταν τοξικό και επικίνδυνο. Τόσο μουχλιασμένο, ώστε όσο μένει στο τραπέζι μολύνει και τα διπλανά φαγητά. Τόσο τοξικό που όσοι τρώνε αρρωσταίνουν – όχι όλοι βέβαια γιατί επί τέσσερα χρόνια το στριφογύριζε ο σεφ όταν το σέρβιρε, και σε λίγους τύχαιναν νοστιμιές, στους περισσότερους όμως επειδή ήταν μουχλιασμένο, τους έπιανε το στομάχι τους. Κάποιοι, πέρασαν και πολύ χειρότερα από έναν απλό στομαχόπονο. Πολύ, πολύ χειρότερα.

Αλλά, η συμφωνία – συμφωνία: κάθε τέσσερα χρόνια, δίκαια, δημοκρατικά, ξανααποφασίζουμε για το φαγητό της επόμενης τετραετίας. Και έτσι, καμια δεκαριά μέρες πριν, μαζευτήκαμε πάλι στον μπουφέ.

Πάνω κάτω τα ίδια φαγητά, πάνω κάτω και οι ίδιοι οι άνθρωποι να αποφασίσουν. Φαινόταν πως είχαμε συμφωνήσει πως το φαγητό της τελευταίας τετραετίας ήταν απαράδεκτο, αλλά κατα πως φαίνεται, εκεί που δεν το περιμέναμε, οι ίδιοι από μας που το είχαν επιλέξει πριν, το ξαναεπέλεξαν.

Δεν θα ασχοληθώ με την επιλογή τους αυτήν την στιγμή – αυτό ήθελαν, αυτό διάλεξαν. Δικαίωμά τους.

Οι υπόλοιποι όμως, αυτοί που ξέρουμε πια καλά ότι το φαγητό που επιλέχθηκε είναι τοξικό και εν πολλοίς επικίνδυνο, επιλέξαμε κάτι άλλο – αλλά δεν είμαστε αρκετοί. Είκοσι επέλεξαν το ένα, μία ντουζίνα το άλλο, καπου οκτώ από μας το τρίτο. Όχι το πρώτο, όχι το τοξικό, όχι αυτό που θα κάνει την ζωή μας χάλια. Ο καθένας το δικό του, σύμφωνα με το κέφι του. Μα επέλεξαν πάλι οι περισσότεροι που ψήφισαν αυτό που τρώγαμε, οπότε, άλλα τέσσερα χρόνια το ίδιο.

Επειδή όμως είχαμε κάνει μία συμφωνία για μία και μοναδική φορά να χρειάζονται πάνω από πενήντα, καλούμαστε να ξανααποφασίσουμε.

Και όσο έρχεται εκείνη η ώρα, τρωγόμαστε μεταξύ μας.

Οι υπόλοιποι – όχι οι σαράντα. Οι σαράντα ξέρουν τι θέλουν, ξερουν για ποιον λόγο το θέλουν, μπορεί να είναι γι’ αυτούς θρεπτικό, να έχουν ανοσία, μπορεί να μη τους νοιάζει, μπορεί να ξαφνιαστούν μετά – δεν έχει σημασία, δεν αλλάζουν γνώμη, μπετον αρμέ, αυτό θέλουν. Με γειά τους, με χαρά τους.

Εμείς οι υπόλοιποι;

Και κάπου εδώ ξεκινάει το ποστ. Γιατί εμείς οι υπόλοιποι τσακωνόμαστε μεταξύ μας. “Όχι, το φαγητό σου δεν είναι υγιεινό”. “Όχι, το δικό σου δεν είναι νόστιμο”. “Όχι, το δικό σου έχει πολλές θερμίδες και θα το πληρώσουμε μετά”.

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ, όλοι έχουν δίκιο: Όντως, το ένα έχει πολύ ζάχαρη, το άλλο είναι άνοστο, το τρίτο είναι δεν είναι εντελώς υγιεινό αν το τρώμε επι τέσσερα χρόνια. ΦΥΣΙΚΑ. ΟΛΟΙ έχουν ΑΠΟΛΥΤΟ ΔΙΚΙΟ, και έχει βάση η κριτική τους.

Μπορούμε όμως να το ξεπεράσουμε αυτό;

Διότι αν δεν συννενοηθούμε, αν δεν επιλέξουμε όλοι ένα φαγητό στον μπουφέ, θα έχουμε διαλέξει ο καθένας το δικό του, ναι – μα θα φάμε άλλα τέσσερα χρόνια ένα φαγητό που συμφωνούμε όλοι μας ότι είναι επικίνδυνο. Και, αν είμαστε τυχεροί θα είναι το ίδιο: Ο σεφ που το σέρβιρε μέχρι τώρα, όχι μόνο δεν θα αλλάξει τίποτα προς το καλύτερο, μα θα το κάνει πολύ, πολύ χειρότερο – και είναι λογικό, αφού το ξαναεπιλέγουμε, αφού το εγκρίνουμε οι περισσότεροι άρα μας αρέσει τόσο χάλια κι άλλο τόσο!

Φυσικά, ΦΥΣΙΚΑ κανένας δεν θέλει να φάει ένα φαγητό που δεν του αρέσει. ΦΥΣΙΚΑ. Το καταλαβαίνω απόλυτα! Και μένα δεν μ’ αρέσουν πες πχ οι φακές, ούτε να τις βλέπω δεν θέλω. Αλλά αντί να φάω ένα μουχλιασμένο τοξικό πράγμα επι τέσσερα χρόνια, δέχομαι να φάω κάθε μέρα φακές. Τί να κάνω; Να αφήσω να κινδυνέψει η υγεία μου επειδή δεν είναι οι άλλες επιλογές ακριβώς όσο και όπως μ’ αρέσουν;

Είναι καιρός να είμαι εκλεκτικός;

Εγώ λοιπόν, κάνω πίσω. Δεν θα φάω αυτό που θέλω. Ό,τι θέλετε εσείς. Διαλέξτε μία από τις άλλες επιλογές, μην εστιάσετε πού διαφωνείτε, εστιάστε στο τι σας αρέσει στις άλλες προτάσεις που, εκ προοιμίου, συμφωνήσαμε, δεν σας αρέσουν. Είμαι βέβαιος ότι μπορούμε να βρούμε μία που να είναι ανεκτή, έστω και ελάχιστα, απ’ όλους. Το ξέρω ότι δεν θα σας αρέσει, το καταλαβαίνω ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που ονειρεύεστε, αλλά εγώ – εγώ, μπορεί να κάνω και λάθος, όπως νομίζετε – επειδή έφαγα από την προηγούμενη πρόταση επί τέσσερα χρόνια, δεν ξέρω αν θα τ’ αντέξω. Οπότε, ο,τι άλλο θέλετε εσείς (*).

Και ας φάμε τέσσερα χρόνια φακές μετά.

Και ας τσακωθούμε σε εκείνο το διάστημα, φαγωμένοι και υγιείς όμως, τα τέσσερα χρόνια που ακολουθούν, για το ποια πρέπει να είναι, ή ποια πρέπει να γίνει η επόμενη καλύτερη πρόταση. Με ηρεμία, με διάλογο, με διαφωνίες αλλά χωρίς κραυγές. Άλλωστε είχαμε τις τελευταίες εκλογές για να ανησυχήσουν οι υπόλοιποι σεφ, και να καταλάβουν πως, αν τους επιλέξουμε, θα είναι λύση ανάγκης, και όχι επιδοκιμασίας για την πρότασή τους.

Εγώ δέχομαι να κάνω λοιπόν ένα βήμα πίσω: Ό,τι θέλετε εσείς. Θα φάω όποιο φαγητό επιλέξετε. Αρκεί να συννενοηθούμε όλοι σε ένα. Αρκεί, ωραία και δημοκρατικά, όπως είχαμε συνεννοηθεί εξαρχής, να γίνουμε περισσότεροι.

Μπας και γλυτώσουμε.

(*) Τα είπαμε, εκτός από τις ακροδεξιές κουράδες, αυτές δεν τρώγονται με τίποτα.

Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Τι κάνουμε τώρα;

Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.

Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»

Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.

Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…

…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:

Γιατί.

Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Και τώρα τι κάνουμε;
~

Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)

Οπότε, τώρα τι κάνουμε;

Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.

Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.

Και τώρα;

Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:

Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.

Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.

Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.

Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.

Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.

Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.

Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;

Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~

Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για την φάει.

Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γαμάτος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.

Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.

Τώρα;

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.

Ένα από τα πιο δύσκολα που είχα να αντιμετωπίσω παρακολουθώντας την υπόθεση των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (και αναφέρομαι στην ΕΥΠ, που ξέρουμε σίγουρα, και όχι στο Predator που υποψιαζόμαστε απλώς) ήταν ένα σημερινό retweet από τον Θανάση Κουκάκη.

Ο δημοσιογράφος έχει (και έχω εκτιμήσει την επιμονή του όσο τίποτα άλλο) αποτελέσει μία σταθερή πηγή επικοινωνίας για κάθε άρθρο που γράφεται για τις παρακολουθήσεις. Δεν είναι τυχαίο – είναι από τους πρώτους ανθρώπους (προηγήθηκαν λίγο καιρό πριν ο Σταύρος Μαλιχούδης και ακόμα πιο πριν οι καταγγελίες για μηχανήματα παρακολούθησης που είχε αναφέρει το omniatv) που, όχι μόνο κατήγγειλε απλώς, αλλά είχε και αδιάψευστα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στο πρόσωπό του.

Η επιμονή του αυτή, τον οδήγησε να αναδείξει το άρθρο του Γ. Παπαχρήστου, στην εφημερίδα Τα Νέα, την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Εκει, ένα κεφάλαιο αναφέρεται στις υποκλοπές – και, ακόμα κι αυτό, έχει μία, στα μάτια μου έτσι φαίνεται τουλάχιστον, σοκαριστική αποδοχή των υποκλοπών:

Δεν καταλαβαίνω” γράφει ο αρθρογράφος “τι είχε να φοβηθεί η κυβέρνηση αν ας πούμε γινόταν δεκτό (σσ: το αίτημα της ΑΔΑΕ για ενημέρωση). Τι θα αφορούσε; Την έρευνα της ΑΔΑΕ στους τρεις παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Θα ενημέρωνε λοιπόν η ΑΔΑΕ ότι γίνονταν παρακολουθήσεις. Αλλά αυτές αφορούν «νόμιμες επισυνδέσεις», με την έννοια ότι έφτασαν στις εταιρίες με χαρτιά της ΕΥΠ. Μα αυτό το ξέρουμε ήδη. Είναι γενική πεποίθηση ότι έγιναν παρακολουθήσεις, και προφανώς θα γίνονται και στο μέλλον. Περίπτωση να ξέρουμε ποιους αφορούν, υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει. Ισχύει ο γνωστός νόμος που ψηφίστηκε, και ο οποίος απαιτεί την παρέλευση 3ετίας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Μόνο.

Γράφει και άλλα ο αρθρογράφος, μεταξύ των οποίων γελοιοποιεί την επιμονή του Ράμμου να καταθέσει στην επιτροπή (“[…] Προηγούμενο να επιζητεί φορέας ή πρόσωπο να ενημερώσει την Βουλή, δεν υπάρχει. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα κι εγώ, ας πούμε, να αιτηθώ ακόραση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας […]”) – το οποίο δεν είναι το προκείμενο εδώ, αλλά ξεκάθαρα δηλώνει το γενικότερο στίγμα του άρθρου – που τιτλοφορείται πολύ ταιριαστά “Τζερτζελές να γίνεται”

Έψαχνα να βρω γιατί θύμωσα τόσο πολύ, και παρότι μου πήρε λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, νομίζω ότι έχω μία καλή εξήγηση.

~

Όσο με αφορά, έχω μία σταθερή θέση για τις υποκλοπές. Είτε το θύμα είναι ο Φλώρος, είτε είναι ο Κουκάκης ή ο Μαλιχούδης είτε είναι ο Σπίρτζης, ο Τέλλογλου, ο Ανδρουλάκης ή ο Χατζηδάκης – υπάρχει σίγουρα μία και μοναδική ιδιότητα που μοιράζονται όλοι αυτοί: Είναι πρωτίστως θύματα.

Είναι θύματα βιασμού της προσωπικής τους ζωής.

Άλλοι εξ αυτών, σε ελαφρύτερο επίπεδο όπως πχ οι παρακολουθήσεις τηλεφωνημάτων από την ΕΥΠ, άλλοι σε βαρύτερο, όπως οι παρακολουθήσεις από πράκτορες της ΕΥΠ, και άλλοι σε βαρύτατο επίπεδο, όπως οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, που είναι μία πλήρης εξαθλίωση κάθε ιδιωτικής στιγμής σε κάθε πιθανή έκφανσή της.

Δεν είναι όλοι το ίδιο – το καταλαβαίνω. Ακόμα και αν άλλοι όμως παλεύουν για να βρουν δικαίωση τα θύματα και οι επόμενοι στόχοι, όπως πχ ο Κουκάκης και ο Τέλλογλου, και άλλοι παλεύουν για να μην ακουστεί ποτέ τίποτα, όπως ο Φλώρος και ο Χατζηδάκης, είναι όλοι κατ’ αρχάς θύματα μίας αποτρόπαιας πράξης – και, θεωρώ προσωπικά, ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να θυμόμαστε πάντα.

Είναι θύματα, και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν θύματα, πρέπει να τα σεβόμαστε σαν θύματα, και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε σαν θύματα. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Χατζηδάκη. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Φλώρο.

~

Όταν λοιπόν είδα ένα θύμα να αναρτά για την ενημέρωση των αναγνωστών του ένα άρθρο συναδέλφου του δημοσιογράφου το οποίο κινείται σε κλίμα “ε, και τι έγινε” – αυτό με πόνεσε προσωπικά πολύ.

Είναι πολύ οδυνηρό.

Όχι γιατί είναι η άποψη του Παπαχρήστου αυτή (να μην τον αδικήσω, η εικόνα που έχω είναι ότι στο παρελθόν έχει αναφερθεί και επικριτικά για το όλο θέμα των υποκλοπών, και όχι μόνο μία φορά) όσο γιατί καθρεφτίζει πιθανόν την βασική γενική γνώμη για ζήτημα των υποκλοπών:

«Έλα μωρέ, και τι έγινε, όλοι παρακολουθούν».

Καθρεφτίζει, ή εκπαιδεύει; Θα ήμουν πιο ελαστικός, αν δεν συνοδευόταν αυτή η στάση με απίστευτες ανακρίβειες, όπως για παράδειγμα το ότι το να καταθέσει ο πρόεδρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε μία επιτροπή που άπτεται ακριβώς αυτού του αντικειμένου, σε γεγονότα που (θα έπρεπε να είχαν) τον βαθμό του κατεπείγοντος (τουλάχιστον), είναι ακριβώς το ίδιο με το να… πάει ο ίδιος καταθέσει ο δημοσιογράφος την όποια άποψή του. Όπως το “δεν μπορεί να καταθέσει ονόματα, γιατί ο νόμος τον εμποδίζει” δείχνοντας απόλυτη άγνοια και του νόμου, και της θεσμικής θέσης της επιτροπής, και του ρόλου της Αρχής. Ή, όπως το να βαφτίζει, έτσι, άκοπα, έστω και με εισαγωγικά νόμιμες τις “επισυνδέσεις” (θα μου επιτρέψετε να βάλω εγώ εκεί τα εισαγωγικά) επειδή ήρθαν από την ΕΥΠ, ή είχαν φαρδιά πλατιά υπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα. Μάλλον.

Αλλά ας πούμε χάριν της συζήτησης πως καθρεφτίζει και όχι εκπαιδεύει. Αν όμως καθρεφτίζει απλώς μόνο όντως, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από ότι μπορούμε να φανταστούμε:

Διότι ζούμε έναν απίστευτο, αδιανόητο παραλογισμό, όπου, η κυβέρνηση που ήλεγχε την ΕΥΠ, πρώτα φέρνει νόμο για να μην μαθαίνουν τα θύματα ότι παρακολουθούνται – φιμώνοντας στην ουσία την ΑΔΑΕ, μετά κωλυσιεργεί στις δικαστικές έρευνές της με αποτέλεσμα τα γραφεία να αδειάζουν και τα στοιχεία να χάνονται, φροντίζει μάρτυρες κλειδιά να μην καταθέσουν στην επιτροπή, τρομοκρατεί θύματα, μάρτυρες και δημοσιογράφους είτε με δηλώσεις στελεχών της, είτε με ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς, ξαναφέρνει νόμο που καλύπτει κάθε ενέργεια της ΕΥΠ για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη, τρομοκρατεί και την ΑΔΑΕ πάλι με νέες δηλώσεις ανώτατου εισαγγελέα και αρνείται να ακούσει τα στοιχεία της αρμόδιας Αρχής στο κοινοβούλιο.

Ξαναδιαβάστε το, κάντε μου την χάρη: Δεν σας περιγράφω τι άκουγε και τι όχι η κυβέρνηση, θεωρίες συνωμοσίας, ποιοι είχαν επαφές με ποιους, δεν σας κάνω αναφορά στις καταγγελίες Κουκάκη ότι η πρώτη άρση του δικαιώματος των πληροφοριών έγινε επειδή ο ίδιος διεκδίκησε να μάθει γιατί παρακολουθείτω ή τις καταγγελίες Τέλλογλου ότι οι παρακολουθήσεις του άρχισαν όταν ο ίδιος αρχισε να αναζητά αυτήν την δυσώδη υπόθεση: Ότι σας περιγράφω είναι οι ενέργειες της κυβέρνησης και των στελεχών της για να “διερευνηθεί” η υπόθεση.

Η υπόθεση που έχει η ίδια την ευθύνη, έτσι;

Βγάζει νόμους, δύο, όπου και οι δύο είναι απολύτως καταστροφικοί για κάθε προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, καθυστερεί έρευνες, μπλοκάρει την ενημέρωση της Βουλής, και απειλεί μάρτυρες θύματα και δημοσιογράφους με κάθε τρόπο.

Ξανά: η ίδια κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τις παρακολουθήσεις τα κάνει όλα αυτά.

Κάθε – γαμημένη – μέρα.

Και εμείς την κοιτάμε σαν χάνοι, και οι τίτλοι των άρθρων, ή έστω η κοινή γνώμη, μας χλευάζουν πως όλες οι διαμαρτυρίες είναι για να γίνεται “τζέρτζελο”.

Και ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, ένας αθώος άνθρωπος, που πασχίζει κάθε μέρα, στωικά, να κάνει την δουλειά του, το λειτούργημά του, να ενημερώσει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί γι’ αυτόν τον εφιάλτη – είναι υποχρεωμένος σ’ αυτήν την προσπάθειά του να αναρτήσει και ένα άρθρο που λοιδωρεί ακριβώς αυτήν του την αγωνία.

Είναι πολύ οδυνηρό αυτό αδέλφια.

~

Είναι πολύ οδυνηρό να πρέπει να εξηγήσεις πάνω από μία φορά ότι όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε το δικαίωμά της να ρωτά και τους παρόχους και την ΕΥΠ για τυχόν παρακολουθήσεις, όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε την υποχρέωσή της να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα, και κυρίως όχι, όχι διάολε, δεν έχει δικαίωμα η ΕΥΠ να παρακολουθεί όποιον θέλει επειδή έτσι γουστάρει μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή εισαγγελέα – οι αποφάσεις αυτές είναι υπό κρίση, και θα έπρεπε να είναι υπό αυστηρό έλεγχο.

Όσο και οποιοσδήποτε, και ειδικά οι δράστες πασχίζουν να μας πείσουν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην ασχολούμαστε, και το θέμα έχει ουσιαστικά κλείσει.

Είναι πολύ οδυνηρό το θύμα να πασχίζει να μας τα εξηγεί όλα αυτά πάνω από μία φορά.

Είναι πολύ, πολύ οδυνηρό το θύμα να μας ενημερώνει για την αδιαφορία μας, την απάθειά μας, την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα του, να ενώσουμε την φωνή μας μαζί του, να πολλαπλασιάσουμε το μήνυμά του και να φροντίσουμε να μην φοβάται κανένα από τα θύματα να μιλήσει και να αναζητήσει το δίκιο του.

Ότι δεν είναι “τζερτζελές”, όλο αυτό που συμβαίνει.

Ότι είναι τραγικό, ότι είναι επώδυνο, ότι είναι τρομερά επικίνδυνο, και ότι εντέλει πρέπει να σταματήσει – άμεσα.

Ας διαλέξει ο καθένας μας στρατόπεδο, τι να πω. Με ενδιαφέρον ή με αδιαφορία. Με την λοιδορία ή με τον θυμό. Με την ντροπή, ή με την πλάκα. Με την αλληλεγγύη, ή με το τζέρτζελο.

Και ας νιώσει μετά όπως πρέπει όταν το θύμα μας δείχνει πως σκεφτόμαστε.

Εγώ έχω επιλέξει να θυμώνω, πάντως. Να θυμώνω, να μιλάω, να διαμαρτύρομαι, και να εκθέτω τις σκέψεις μου στην κρίση σας.

Ισως μία μέρα, κάποιο από τα θύματα, να σας δείξει δικαιωμένο το δικό μου το άρθρο. Ίσως μία μέρα να είναι η θέση μου που να καθρεφτίζει την οπτική όλης της κοινωνίας.

Ίσως αυτός ο καθρέφτης, μία μέρα, να δείξει κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.

Η ιστορία λέει πως, αν βάλεις ένα βατράχι σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό, θα πηδήξει και θα φύγει. Αν όμως την βάλεις σε κρύο νερό, και σιγά σιγά ανεβάζεις την θερμοκρασία, θα κάτσει και θα βράσει τελικά αδιαμαρτύρητα.

Είναι ένας πιστευτός μύθος, το βλέπουμε και γύρω μας. Όταν ξεκίνησε πχ η πανδημία, ήμασταν στα σπίτια μας για έναν νεκρό – σήμερα, με περίπου 100 επίσημα ανακοινωθέντες νεκρούς κάθε εβδομάδα που περνάει, τριγυρίζουμε στα λεωφορεία χωρίς καν μασκα.

Δεν είναι και παράλογο: συνηθίζει ο άνθρωπος. Στο πρώτο Πάτση μπορεί να ξαφνιάζεται, μα στον επόμενο Χειμάρα έχει μάθει πλέον πως έτσι είναι η κατάσταση και δεν αλλάζει. Το νερό ζεσταίνεται λίγο ακόμα, μα δεν υπάρχει εναλλακτική, οι διπλανοί του καγχάζουν και δεν εξαγριώνονται, και τελικά ακόμα και ο ίδιος ο βουλευτής βαριέται να περιμένει να αντιδράσει η κυβέρνηση και παραιτείται μόνος του.

Το πρόβλημα βέβαια, παραμένει το ίδιο: μαχαιρώνεται η δημοκρατία.

Διότι, αν πιάσεις έναν βουλευτή, οποιονδήποτε, δεν έχει σημασία ποιον και από που, να γλιτώνει από οικονομικό έλεγχο με την επίσημη ένδειξη και την βούλα ότι τα επιπλέον χρήματα που του ‘χουνε βρει είναι “αδιευκρίνιστα” – και η έρευνα να σταματάει εκεί, τότε και οι άλλοι βουλευτές παίρνουν το μήνυμα, και υπόλοιπη δικαιοσύνη παίρνει το μήνυμα, και οι δημοσιογράφοι παίρνουν το μήνυμα, και, ίσως αυτό είναι και το χειρότερο, και οι ψηφοφόροι παίρνουν το μήνυμα.

Οι υπόλοιποι βουλευτές λένε “δεν ήξερα πως υπάρχει ασυμβίβαστο” και την βγάζουν όντως καθαρή, και οι δικαστές λένε “μαλάκας είμαι γω να το παίξω ήρωας αφού κανένας δεν αντιδράει” και ακούνε αδιαμαρτύρητα τους δικηγόρους να λένε “προσέξτε μην έχετε την τύχη της Τουλουπάκη”, και οι δημοσιογράφοι κάνουν τα στραβά μάτια όταν ένας συνάδελφός τους δολοφονείται (αληθινά, οικονομικά ή συμβολικά) και οι ψηφοφόροι βλέπουν δημοκρατία, δημοσιογραφια και δικαιοσύνη να ξεπουλιούνται και λένε “τα ίδια σκατά είναι όλοι”, και ζυγώνουν στους αγκυλωτούς σταυρούς σαν την νυχτοπεταλούδα στην λάμπα όταν πέσει βαριά η νύχτα.

Μουδιάσαμε, πολύ μουδιάσαμε.

Κάποτε, βέβαια, δεν ήμασταν έτσι. Κάποτε – και ορθώς! – αν βρισκόταν πρωθυπουργός παρέα με ιδιοκτήτες μέσων που είχαν γάτες για κατοικίδια πετάγαμε πέτρες. Τώρα, μας ξεφουρνίζει ψέματα από το βήμα της βουλής ο πρωθυπουργός μας “δεν είχαμε καμία έρευνα, είχατε εσείς και δεν την φέρνατε” και αρνούμεθα να αντιληφθούμε πως η θερμοκρασία δεν ανέβηκε μόλις μόνο έναν βαθμό, αλλά καμιά δεκαριά μαζεμένους απότομα.

Δεν είναι απίστευτο;

Δεν ειναι, όχι.

Και σ’ αυτό ελπίζω, για να είμαι ειλικρινής.

Γιατί το 2023 μπήκε. Όσο (και όσοι) αντέξαμε, αντέξαμε. Είναι χρονιά εκλογών. Θα ξαναμιλήσουμε. Αν και φοβάμαι ότι γεμίσαμε νυχτοπεταλούδες, υπάρχει μία ελπίδα στους λίγους που πιστεύουν, όντως, έστω κι αν κάνουν λάθος, ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Ότι αν ερωτηθεί το βατράχι, θα πει “ναι ρε μαλάκα, το ξέρω ότι κάνει ζέστη εδώ μέσα” και θα πηδήξει – έστω κι αν κάποιος χρειαστεί να σηκώσει το καπάκι πρώτα.

Και το θέμα δεν είναι τι θα απαντήσουν στην ερώτηση – ο,τι θέλουν ας απαντήσουν.

Το θέμα είναι το μετά.

Γιατί αυτό το απόλυτο αίσχος που ζήσαμε αυτήν την φρικτή και καταραμένη τετραετία που μας έλαχε, δεν πρέπει να το ξαναανεκτούμε. Είναι πολύ σημαντικό, πολύ σημαντικότερο από ότι τούτες οι λέξεις μπορούν να μεταφέρουν, να μην ξαναμπούμε στο καζάνι, με την προσδοκία ότι το νερό θα είναι απλώς 2-3 βαθμούς χαμηλότερο. Είναι πολύ σημαντικό να ανακτήσουμε το θάρρος μας, να επιστρατεύσουμε την λογική μας, να διώξουμε από πάνω τις τύψεις μας για την αδιανόητη σ’ αυτήν την κυβέρνηση αμέτοχη συμπεριφορά μας, και να μην ανεχτούμε το παραμικρό.

Γίνεται;

Να μην τολμήσει κανείς να μας κοροιδέψει με δεν ήξερα, να μην τολμήσει κανείς να μας πει ψέματα από το κοινοβούλιο ξανά, να μην μας πατρονάρει κανένας ηλίθιος θεωρώντας μας ακόμα πιο ηλίθιους εμάς, να μην διανοηθεί κανείς να μας πει “δεν είναι αυτό που νομίζεις” όταν μία δολοφονία γίνεται μπροστά στα μάτια μας, και να μην επιτρέψουμε σε κανέναν να κλείσει τα μάτια του και τα αυτιά του στην πραγματικότητά μας.

Γίνεται;

Υπήρξαμε βολικοί, αμέτοχοι, άφωνοι βάτραχοι για μία τετραετία, ναι. Ναι, το ξέρω. Δεν είναι ευχάριστο να το παραδεχθούμε, δεν ήταν άλλωστε ούτε η πρώτη φορά, ούτε θα είναι δυστυχώς η τελευταία. Περιμέναμε, ανοήτως, τέσσερα φρικτά χρόνια να μας ανοίξει το καπάκι κάποιος, Εντάξει, δεν ήταν και η πιο θαρραλέα στιγμή μας – εκτός από μερικούς ηρωικούς λίγους που στάθηκαν όρθιοι, οι υπόλοιποι απλώς ελπιζαμε κάθε μέρα να μην είναι η τελευταία μας. Ναι, ναι -το ξέρω.

Αλλά αν γλιτώσουμε, αν, (εγώ δεν το βλέπω, αλλά αν), ας σταθούμε κι εμείς λίγο στα πόδια μας, και ας είμαστε αυστηροί και δίκαιοι, όπως υπήρξαμε κάποτε. Ας αρνηθούμε να μπούμε στο καζάνι, ακόμα και αν μας φανεί το νερό αναζωγονοητικά δροσερό μετά την κόλαση που ζούσαμε μέχρι τώρα.

Ας απαιτήσουμε δημοκρατία, δικαιοσύνη και ισονομία, όχι απλώς να παρακαλέσουμε γι’ αυτά.

Ας επιλέξουμε κάποιον χωρίς καζάνι, και, επειδή η εξουσία διαφθείρει, ας αντιδράσουμε με την αξιοπρέπεια που μας αρμόζει όταν τελικά αναπόφευκτα μας το παρουσιάσουν σαν λύση για να δροσιστούμε από όσα φρικτά περάσαμε.

Τα επί τετραετία εγκαύματά μας, θα επουλωθούν κάποια στιγμή. Αλλά αν ξαναμπούμε οικειοθελώς σε καζάνι ξανά, δεν θα βγούμε πια ποτέ.

Άντε, και καλή χρονιά αδέλφι@

Φύλαγα, εδώ και καιρό, μία σκέψη για τον Κωστή Χατζηδάκη – όχι από τότε που έγινε η πρώτη νύξη ότι ο υπουργός ήταν υπό παρακολούθηση, αλλά από τότε που δήλωσε πως «Τι να σας πω, δεν τα βρίσκω καθόλου σοβαρά αυτά καθώς όποιος με παρακολουθούσε θα έπληττε θανασίμως…»

Είναι βέβαια πιθανό –ελάχιστα πιθανό αλλά τέλος πάντων- ο Κωστής Χατζηδάκης να μην πίστεψε τα πρώτα δημοσιεύματα. Είναι πιθανό, να μίλησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να πίστεψε τον πρωθυπουργό πως ουδέποτε ήταν υπό παρακολούθηση – ή κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή, ήταν πιθανό. Όμως, κάποια στιγμή οι αποδείξεις έρχονται, και τότε βρίσκεσαι να πρέπει να πάρεις θέση.

Και κάπου εδώ μεγαλώνει η σκέψη μου.

Ο Κωστής Χατζηδάκης μας χάρισε την πιο ολοκληρωμένη επιστολή υποταγής: Σε δήλωσή του στο Documento όταν εμφανίστηκαν τα στοιχεία της παρακολούθησης (από την ΕΥΠ, όχι από τα Predator) ο εν ενεργεία υπουργός απάντησε πως “Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός, με τον οποίο έχουμε άριστη συνεργασία και με τιμά με τη φιλία του τόσα χρόνια, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να εμπλέκεται σε όλη αυτή την ιστορία. Το υπογραμμίζω για μια ακόμα φορά!”

“Σε όλη αυτήν την ιστορία”. Ποια ιστορία; Της επαναλαμβανόμενης, επί ενός συνολικά έτους τουλάχιστον, παρακολούθησης του υπουργού από την ΕΥΠ. Της ΕΥΠ που για να παρακολουθήσεις κάποιον, πρέπει, υποτίθεται, να είσαι ποινικά ελέγξιμος ή σχεδόν προδότης. Της ΕΥΠ, που ανέλαβε τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησής του αποκλειστικά ο πρωθυπουργός. Της ΕΥΠ, που, για να βάλει άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του, παρέκαμψε τον νόμο, και τον διόρθωσε μεταγενέστερα για να μην αρθεί η τοποθέτησή του.

“Δεν το πιστεύω” λέει. Τέλος. Α, και δεν σας είπα το καλύτερο: ξέρετε πως κλείνει η επιστολή;

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”, λέει.

Απίστευτα εντυπωσιακό, ε; Πόση θλίψη και οίκτο μπορείς ταυτόχρονα να αισθανθείς για έναν τόσο παραδομένο, παραιτημένο άνθρωπο – ε;

Ε;

~

Μόλις προχθές, ψηφίστηκε ένας νόμος στην βουλή. Πήρε την πλειοψηφία που χρειαζόταν, μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές που στην ουσία, θεσμικά, σκεπάζει πλήρως κάθε απόδειξη του σκανδάλου των υποκλοπών. Είναι απλό: από αυτήν την στιγμή, ουσιαστικά, σκάνδαλο υποκλοπών δεν υπάρχει πια: κάθε πληροφορία, κάθε υποχρέωση λογοδοσίας, θάφτηκε, “απολύτως νόμιμα” που έλεγε και ο πρωθυπουργός.

Όποιος και να αντέδρασε -ακόμα και θεσμικά- σ’ αυτό το αισχρό νομοσχέδιο, δεν ακουστηκε καν.

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ένας ολόκληρος λαός παρακολουθούσε είτε άφωνος, είτε ανήξερος, είτε ανήμπορος να ψηφίζεται μία από τις μεγαλύτερες νόμιμες συγκαλύψεις της νεότερης ιστορίας, ένας νόμος που θα συζητείται για χρόνια μετά, αν δηλαδή ποτέ γλυτώσει από την μοίρα της Vodafone, της Simens, της Λαγκάρντ, της Novartis και όλων των άλλων σκανδάλων που -στην καλύτερη- οδήγησαν προς απολογία και δημόσια καταδίκη τους… κατηγόρους, αντί των κατηγορουμενων.

Παρακολουθούσα προχθές το πάνελ του ΣΚΑΙ, με τους Δημήτρη Οικονόμου, Άρη Πορτοσάλτε, και Άκη Παυλόπουλο.

Έλεγε λοιπόν ο Πορτοσάλτε:

Α.Π.: Και, θα μου επιτρέψετε, να ρωτήσω κοιτάζοντας κατάφατσα, αν ήμουν κι εγώ στις παρακολουθήσεις του κυρίου Τσίπρα. Της ΕΥΠ! ΕΥΠ! Εθνική Υπηρεσία…

Δ.Ο.: …Εσύ, έχεις τέτοια ένδειξη;

Α.Π.: Ρωτάω! Ρωτάω! Εαν ήμουν και εγώ! Μπορείτε να διερωτηθείτε κι εσείς. Εγώ λοιπόν, ρωτώ, εάν ήμουν, εάν ήμουν στην παρακολούθηση της ΕΥΠ, ΕΥΠ επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.“

Ούτε ένας, ούτε εκ των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων, ούτε άλλος κανείς διέκοψε τον Άρη Πορτοσάλτε με μία μικρή, ίσως, μα πολύ, πολύ διδακτική ιστορία: Όταν ο αληθινός δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κατάλαβε ότι παρακολουθείται (“…από την ΕΥΠ! επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) στις 10 Μαρτίου 2021 12 Αυγούστου 2020 πήγε, μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο του, στην ΑΔΑΕ να κάνει καταγγελία, και να μάθει αν παρακολουθείται και γιατί. Μετά από ελάχιστες ημέρες (προσθήκη στο κείμενο: από το καθυστερημένο κατά έναν χρόνο αίτημα της ΑΔΑΕ προς την ΕΥΠ), στις 31 Μαρτίου 2021 κατατίθεται εκτάκτως σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, μία ρύθμιση με την οποία δεν υποχρεούται πλέον η ΕΥΠ (“επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) να ενημερώνει την (αποκλειστικά υπεύθυνη για τέτοια ζητήματα) ΑΔΑΕ ούτε για το εάν κάποιος παρακολουθείται, ούτε γιατί. Άλλαξε εκτάκτως ένας νόμος που ίσχυε απαράλλακτος από την αρχή, γιατί κάποιος (που δεν ήταν, τελικά ούτε ποινικά ελέγξιμος, ούτε εχθρός του κράτους) ζήτησε απλώς να μάθει αν τον παρακολουθούσαν. Η μοναδική διαδικασία λογοδοσίας, σταμάτησε.

Ρωτάει λοιπόν ο Άρης Πορτοσάλτε “κοιτάζοντας κατάφατσα” εάν παρακολουθείτω -που είναι μία λογική αντίδραση, και την καταλαβαίνω απόλυτα- από τον … Τσίπρα όμως, (από τον Τσίπρα! ΤΟΝ ΤΣΙΠΡΑ!) χωρίς κάποιος να του πει ότι ο μοναδικός λόγος που δεν μαθαίνει, είναι γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόλις ένας αληθινός δημοσιογράφος του ζήτησε να μάθει αν και γιατί παρακολουθείται εκείνος, του στέρησε εκτάκτως το δικαίωμα.

«Νομιμότατα».

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τότε, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης φιμώθηκε. Κανείς από εμάς δεν έκανε τίποτα, δεν έμαθε τίποτα – κυρίως επειδή δημοσιογράφοι σαν τον Πορτοσάλτε και τον Οικονόμου δεν το θεώρησαν σημαντικό τότε να το μάθουμε καν.

…Όμως τώρα το ξέρουμε. Μετά από αυτόν τον χαμό, η ενημέρωση ήρθε, στην αρχή μόνο από την Εφημερίδα των Συντακτών, το Reporters United, και το Documento, και στην συνέχεια από κάποιες συστημικές εφημερίδες όπως η Δημοκρατία, η Καθημερινή και Τα Νέα (με παροδικό ενδιαφέρον, επιμένω – αλλά τέλος πάντων, έγινε).

Τώρα το ξέρουμε.

Και;

Ήσυχοι όπως πάντα. Οι άλλοι μόλις εχθές έσβησαν τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις τους, μεταθέτουν για την επόμενη τριετία τις απαντήσεις, και χωρίς να έχει δύναμη η ΑΔΑΕ να επέμβει, ενώ πριν άλλαξαν εκτάκτως τον νόμο για να μην εκτεθούν και απαντήσουν ουσιαστικά σε έναν, παραδέχθηκαν ότι παρακολουθούσαν αρχηγό κόμματος χωρίς ακόμα να έχουν δώσει μία πειστική εξήγηση γι’ αυτό, και όλες μα όλες οι απαντήσεις τους δεν είναι απαντήσεις, είναι μία απόπειρα να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον άμεσα υπεύθυνο πρωθυπουργό.

Και;

Εμείς;

Πείτε μου ειλικρινά, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρουμε από τον Κωστή Χατζηδάκη. Πείτε μου ειλικρινά, όσοι πριν διαβάσατε την παράγραφο που έλεγε ότι είναι άξιος μόνο για οίκτο για την απόλυτη παράδοσή του στον δυνάστη του, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρει η δική μας αντίδραση.

Εμφανίστηκε ένας δημοσιογράφος, μπροστά σας, και σας είπε ότι ανησυχεί μήπως παρακολουθήθηκε από τον προηγούμενο πρωθυπουργό, όταν, όχι μόνο καθ’ όλη την διάρκεια του Τσίπρα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να αποτανθεί άμεσα στα αρμόδια όργανα, αλλά και ο νυν πρωθυπουργός ανέλαβε την απόλυτη και μοναδική εξουσία της ΕΥΠ, υπάρχουν στοιχεία ότι παρακολούθησε όντως έναν δημοσιογράφο, έναν υπουργό, έναν αρχηγό κόμματος αντιπολίτευσης και ο ίδιος άλλαξε εκτάκτως τον νόμο για να μείνει κρυφή κάθε παρακολούθησή τους.

Και;

Εμείς;

Πόσο διαφέρουμε τελικά από τον άβουλο Κωστή Χατζηδάκη;

Έχουμε μάθει ότι μία πληθώρα ατόμων είχαν στα κινητά τους ένα λογισμικό που λειτούργησε, τουλάχιστον για δύο περιπτώσεις (Κουκάκη, Ανδρουλάκη) και ίσως και μία τρίτη ή τέταρτη (Χατζηδάκη, Φλώρου) παράλληλα ή συνεχόμενα με την παρακολούθηση από την ΕΥΠ, ότι τα μυστικά αυτών των ανθρώπων που λειτουργούν σε καίριες θέσεις βρίσκονται στα χέρια κάποιων, ότι μπορεί να τους έχουν ήδη εκβιάσει ή σκοπεύουν να τους εκβιάσουν μ’ αυτά, και όλο μας το δημοκρατικό πολίτευμα είναι στην ουσία θολό και πολύ προβληματικό.

Και;

Εμείς;

Πόσο περισσότερο σηκώσαμε το κεφάλι μας από τον δειλό Κωστή Χατζηδάκη;

~

Όμως το άρθρο τιτλοφορείται Δύο Ελλάδες.

Γιατί για κάθε Πορτοσάλτε ή Οικονόμου που ζητούν εξηγήσεις από τον… Τσίπρα εν μέσω του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου των τελευταίων χρόνων, για κάθε φθηνό και αναίσχυντο αντιπερισπασμό με την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχουν τα ρεπορτάζ. Οι άνθρωποι που ψάχνουν, που αναζητούν, που θέλουν να μάθουν την αλήθεια – όποια και αν είναι τα κίνητρά τους γι’ αυτό.

Μία δημοσιογραφία που διαρκώς επαιτεί το ένα ή τα δύο μας ευρώ για να παραμείνει ζωντανή, να ψάχνει ή να αναπαραγάγει τις ερωτήσεις, τα δεδομένα, τις ανησυχίες:

Είδατε ποτέ τα συστημικά κανάλια και τις εφημερίδες να παρακαλάνε για ένα ευρώ μας; Το κάνουν όμως το Reporters United, η Εφημερίδα των Συντακτών, το κανει το Inside Story και το OmniaTV, το The Press Project, το κάνει ακόμα και το Documento με μόλις μία (μία!) διαφήμιση στις σελίδες του όταν έχει το πιο σημαντικό ρεπορτάζ της επικαιρότητας για άλλη μία Κυριακή.

Υπάρχει ένα κομμάτι που πασχίζει. Θα δεχθώ ότι δεν θέλουν όλοι το ίδιο πράγμα. Θα δεχθώ ότι ο Κουκάκης και ο Λαμπρόπουλος, ο Βαξεβάνης και ο Τέλλογλου, η Ελίζα Τριανταφύλλου και ο Σταύρος Μαλιχούδης μπορεί στο τέλος της ημέρας να μην μιλιούνται μεταξύ τους. Θα το δεχθώ, δεν είναι όλοι το ίδιο. Όμως εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τα ρεπορτάζ τους, τα λεγόμενά τους. Οφείλουμε να κρίνουμε την προσπάθειά τους, την αγωνία τους, τις θυσίες τους: Ο Τάσος Τέλλογλου, πριν ξεκινήσει το ρεπορτάζ, δεν ήταν στο στόχαστρο, δεν παρακολουθείτω – επειδή έκανε ρεπορτάζ μπήκε μόνος του στον ντορβά και του ψαχούλεψαν την ζωή με σκοπό να τον ελέγχουν και να τον εκβιάζουν. Ο Μαλιχούδης, ο Κουκάκης, η Τριανταφύλλου είναι εξαφανισμένοι σχεδόν από κάθε πάνελ, από κάθε αναφορά στις υπόλοιπες εφημερίδες – κι ο δε Βαξεβάνης (με μία τουλάχιστον απόπειρα δολοφονίας εναντίον του) είναι ίσως η πιο στοχοποιημένη δημοσιογραφική μορφή της τελευταίας δεκαπενταετίας τουλάχιστον – και μάλιστα από την κυβέρνηση ολόκληρη, με κάθε δυνατό τρόπο.

Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Υπάρχουν οι γονατισμένοι, δειλοί και λίγοι, και υπάρχουν και αυτοί που σηκώνονται, και περπατάνε – και ας τους βαράνε όπου βρουν.

Ας μην γίνουμε σαν τους πρώτους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά η Siemens, η Vodafone, η Novartis, τα LuxLeaks, η λίστα Lagarde και τα Panama Leaks, μας έχουν διδάξει με τον πιο επώδυνο τρόπο θεωρώ τί γίνεται όταν σκύβουμε το κεφάλι.

Ας μην περιμένουμε από τον κάθε Τσίπρα, τον κάθε Ανδρουλάκη, τον κάθε Κουτσούμπα ή τον κάθε Βαρουφάκη να μας σώσει – δεν θα το κάνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπει στον κόπο να το κάνει, αν μας βρει ήδη γονατιστούς και παραιτημένους. Δεν υπάρχει άνωθεν βοήθεια αν δεν το απαιτήσουμε πρώτα εμείς.

Για να σωθούμε, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το θέλουμε εμείς, να σηκωθούμε εμείς, να μοιραστούμε τον κόπο και τις θυσίες μ’ αυτούς που παλεύουν, να τους δώσουμε τα όπλα και την φωνή μας, να τους κρίνουμε σκληρά και να αποδείξουμε, κατ’ αρχάς, ότι αξίζουμε να σωθούμε. Θα είμαστε δίπλα τους, για να μην μείνουνε μόνοι τους.

Το είπε ακόμα και ο ίσως πιο δειλός και παραιτημένος αυτής της απίστευτα θλιβερής ιστορίας:

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”

Και αυτή δεν χαρίζεται. Κατακτάται.

Υ.Γ.: Και να σας πω και κάτι ακόμα, γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχει γίνει κατανοητό: Αυτός ο σιχαμένος, κατάπτυστος νόμος, αυτός ο τελευταίος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει απόλυτη εξουσία, να μην λογοδοτεί για τις παρακολουθήσεις της, να μην απαντά στους πολίτες, θα είναι νόμος γι’ αυτήν την κυβέρνηση – αλλά θα είναι και για τις επόμενες. Και καμία κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια εξουσία. Ούτε η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε όμως μία επόμενη κυβέρνηση Δένδια, Μπακογιάννη, Σαμαρά, Τσίπρα, Βαρουφάκη, Ανδρουλάκη – ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν είναι κομματική αυτή η μάχη για δημοκρατία. Είναι μάχη αξιοπρέπειας. Και μας θέλει όλους – ό,τι και αν πιστεύουμε κομματικά ή πολιτικά ο καθένας μας, όλους – εκεί.

Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Προσπαθώ ειλικρινά -δεν το καταφέρνω πάντα βέβαια- στα κείμενά μου να μην είμαι αθυρόστομος. Έψαξα, αλήθεια το λέω, να βρω έναν καλύτερο, πιο … ευγενικό τίτλο γι’ αυτό το άρθρο από αυτόν που μου κόλλησε αυτόματα μόλις στο φτωχό μυαλό μου απέκτησε υπόσταση. Ήταν αδύνατον. Τι “κυβέρνηση της αδιαφορίας” έγραφα, τι “Δεν την νοιάζει” έγραφα, εις μάτην: Αυτή η κυβέρνηση είναι τελείως στ’ αρχίδια της. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής τρόπος να το περιγράψεις. Και, αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι, ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με το να είμαστε ειλικρινείς.

Μία κυβέρνηση εκλέγεται κάθε -συνήθως- τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος παίρνει την απόφασή του, ο Κυριάκος καλύτερος από τον Τσίπρα, ο Τσίπρας καλύτερος από την Γεννηματά ή τον Βαρουφάκη, Δεν πάω να ψηφίσω, ας αποφασίσουν οι άλλοι ποιος θα με κυβερνήσει – τέτοια πράγματα περνάνε από το μυαλό του ψηφοφόρου, Φόροι, Μακεδονία, Μετανάστες, Μία θέση στο δημόσιο, Γάτες ή Λαμόγια, τέλος πάντων, όπως θέλει κανείς πάει και ψηφίζει, και παίρνει απόφαση ποιον θα βρίζει τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Στην καλύτερη, βέβαια, δεν ψηφίζει κόμματα αλλά βουλευτές.

Δηλαδή(μη γελάτε, εγώ το κάνω εδώ και πολλά χρόνια), υπάρχουν κάποιοι που επιλέγουν βουλευτές αντί για κόμματα. Γιατί; κυρίως επειδή ο πολίτης ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ όμως, κάποιος πρέπει να ελέγχει τι σκατά κάνει η κυβέρνηση αυτά τα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια, σωστά; Δεν μπορούμε να την αφήνουμε ανεξέλεγκτη! Οπότε τι κάνουμε; ψηφίζουμε βουλευτές, ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις, που θα την κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, που θα την επιβλέπουν να μην κάνει λάθος ενέργειες.

Ανθρώπους που, αν κάτι στραβώσει, μπορούμε να πάμε και να τους πούμε “επ, εσένα σε ψήφισα, σε θυμάμαι που μου είπες ότι θα μου βάψετε πχ τον τοίχο κίτρινο, τα συμφωνήσαμε, τώρα γιατί τον βάφετε πορτοκαλί;” Και αυτός πρέπει να σου εξηγήσει, εσένα, προσωπικά, ότι είναι καλύτερα, ή είναι φθηνότερα, ή έτσι πρέπει, και αν σε πείσει έχει καλώς, αν δεν σε πείσει ξέρει ότι τον θεωρείς ψεύτη ή ακατάλληλο και την επόμενη τετραετία δεν θα έχει την στήριξή σου.

Αυτό γινόταν τόσα χρόνια.

Και αν μαζευτούν αρκετοί ψηφοφόροι, και ο εν λόγω βουλευτής μας ονειρεύεται να ξαναβγει, τότε – και μόνο από λόγους αυτοπροστασίας, αν όχι από λόγους αξιοπρέπειας- δεν ψηφίζει στην βουλή ο τοίχος να βαφτεί κίτρινος (παράδειγμα είναι, μη ψάχνετε να βρείτε συνειρμούς και βαθύτερα νοήματα) και ας τα βγάλουν πέρα οι άλλοι μόνοι τους, και ψάχνει για άλλο κόμμα που θα ταιριάζει καλύτερα με τις ιδέες του, ή εκείνο με τους ψηφοφόρους του, και προχωράει και η ζωή συνεχίζεται.

…και υπάρχει κι αυτή η κυβέρνηση.

Η οποία είναι στ’ αρχίδια της.

Φίλοι μου λένε πως είναι άτυχη γιατί της έκατσαν πράγματα όπως η πανδημία, και δεν προλαβε να δείξει το έργο της – και γω λέω πως άγιο είχαμε, τώρα που έχει χρόνο να δείξει το έργο της, διότι “όταν δεν μπορούσε να δείξει το έργο της” κατηγορήθηκε για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, απο απευθείας αναθέσεις, και σκόιλ ελικίκου μέχρι την διάταξη του πως θα κάθονται οι μαθητές στην τάξη,αν όντως μας ζήτησαν ποτέ εκείνον τον μοναδικό κώδικα που θα ξεχώριζε ποιος τουρίστας θα βήξει ύποπτα και πού παράπεσε μία έκθεση για το αν, τελικά, οι ΜΕΘ σώζουν ζωές.

(Hint: Σώζουν)

Και – τι κάνουμε μ’ αυτό;

Φέρνουμε πχ “τώρα που ήρθε διαφάνεια και νομιμότητα στην χώρα” έναν νόμο που λέει ότι οι τραπεζίτες δεν ελέγχονται από εισαγγελείς για τις ενέργειες των τραπεζών τους, ακόμα και αν είναι προδήλως ζημιογόνες – εκτός και … αν το αποφασίσουν οι ίδιοι(!)

Νομοθετούμε “τώρα που η οικονομία μας πάει βζιιινννν” πχ ο άνθρωπος πλέον να χρεοκοπεί ο ίδιος, να χάνει τα πάντα, να μένει στο σπίτι του με ενοίκιο της τράπεζας, άμα χάσει δύο-τρεις δόσεις να της μένει το σπίτι, και αν τα καταφέρει μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια να πληρώσει όλες τις δόσεις να μπορεί να αγοράσει το σπίτι του σε ό,τι τιμή αποφασίσει ο τραπεζίτης – και άμα θέλει.

Ή, πχ, τώρα που “τελείωσε η πανδημία” φροντίζουμε να έχουμε πρόσβαση στο ΕΣΥ με όρους το καλάθι του αρρώστου, “τα φθηνά είναι λίγα και όποιος προλαβαίνει παίρνει, οι άλλοι στην αισχροκέρδεια και πλειοδοτήστε την ζωή σας μεταξύ σας, έτσι πάει αδέλφια”.

Αυτά περάσανε από την βουλή, έτσι; Αυτά που σας περιγράφω, περάσανε από την βουλή.

Και τα ψήφισαν όλοι.

Ούτε μία αντίδραση. Κάποιος να πει “ρε παιδιά, δεν είναι σωστό να πλειοδοτείται η υγεία”, ή “ρε παιδιά, δεν μπορούμε να τα χαρίζουμε όλα στις τράπεζες” – όχι, κανένας, όλοι μαζί.

Σαν να μην έχει αυτή η κυβέρνηση βουλευτές. Μπετόν αρμέ, ένα πράγμα, μία απόφαση όποιον και να ψήφισες.

Και λες “εντάξει, δεξιοί είναι, πραγματικά – τι περίμενες, άλλη αντιμετώπιση; Αυτή είναι η οικονομική της πολιτική, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης της, αυτό ψηφίσαμε, αυτό θέλαμε”.

Ok, τίμιο. Δεξιά είναι, αφού ψήφισε ο πολίτης, αυτό ήθελαν οι περισσότεροι, καλοφάγωτο.

Όμως, υπάρχουν και οι παρανομίες.

Αυτό δεν είναι “οικονομική πολιτική”, αυτό δεν (θα έπρεπε να) είναι ανεκτό από κανέναν:

Τραπεζίτες που αθωώνουν τον εαυτό τους;

Δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις;

Αστυνομικοί που πυροβολούν δακρυγόνα σε ευθεία βολή;

Παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ;

Επιλεκτικές πληρωμές στον τύπο;

Σχέσεις κυβερνητικών υπαλλήλων με παρακρατικές επιχειρήσεις;

Ακόμα και οι δεξιοί, οι καραμπινάτοι δεξιοί λέμε τώρα, θα έπρεπε να αντιδρούν σ’ αυτό. Κάπου θα έπρεπε να υπάρχει μία γραμμή, ένα όριο ανοχής, ένα σημείο πολιτικής ανοχής. Κάποιος έλεγχος στην εξουσία απαιτείται αυτά τα τέσσερα χρόνια, όχι; Αυτόν τον έλεγχο δεν μπορώ εκ φύσεως να τον αναλάβω εγώ που δεν την ψήφισα, με τί θα την απειλήσω, ότι … δεν θα την ψηφίσω αύριο; Η ευθύνη μένει αναγκαστικά σ’ αυτόν που εξαρτάται από αυτόν, στον ψηφοφόρο, που την στηρίζει, στον πολιτικό, που την στηρίζει, στον βουλευτή, που την στηρίζει.

Όχι μόνο για λόγους πολιτικής αυτοπροστασίας (πόσο πιο χαμηλά να πέσει ένα κόμμα, δηλαδή, για όνομα πια) αλλά και προσωπικής αξιοπρέπειας: Όταν αποκαλύπτεται ότι σε παρακολουθούν πχ δεν μπορείς να λες “αν με παρακολουθούσαν, θα βαρέθηκαν, είμαι πολύ βαρετός τύπος”. Ποσο πιο χαμηλά να πέσει δηλαδή ένας άνθρωπος, για όνομα πια.

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, όπως έλεγα και στο προηγούμενο άρθρο μου, η κυβέρνηση δεν έχει καμία ουσιαστική ζημιά. Ξέρετε πόσες κυβερνητικές ψήφους πήρε το άρθρο για το ΕΣΥ; Όλες.

Ό-λες.

Είναι ένα κακό άρθρο, δεν στέκει πουθενά, θα κάνει ανείπωτη ζημιά στους πολίτες αυτής της χώρας, είναι μία εγκληματική ενέργεια ειδικά λόγω πανδημίας και ασθενειών που συνδέονται με Cov…

Ό-λες.

~

Και θα μου πείτε, ρε αρκούδο, ρε αρκούδο, τώρα δεν μας τα έλεγες; Αυτά είναι οικονομία, οι βουλευτές συμφωνούν να διαλυθεί η υγεία και να πλειοδοτώ με τον δίπλα μου το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι στο χειρουργείο, έτσι θέλει η δεξιά, αυτή είναι η οικονομική πολιτική της.

Πάσο, αν και διαφωνώ, πάσο. Κανένας πολίτης που ψήφισε δεξιό βουλευτή δεν ενοχλείται, δεν τον πειράζει, έχει περισσότερα λεφτά από τον δίπλα του και σίγουρο απογευματινό χειρούργο, έτσι θέλει και για τους δίπλα του, στηρίζει τον βουλευτή του που ψηφίζει τέτοια εκτρώματα, έτσι θέλει την Ελλάδα του αύριο. Είναι ξεκάθαρο, όλοι οι πολίτες που αποδέχθηκαν αυτόν τον νόμο, θα γλυτώσουν στην στραβή, δεν θα τους προσπεράσει κανένας, είναι όλοι πλούσιοι, ok, ξεκάθαρο. Ok, ok.

Όμως έρχεται ένας νόμος για τις παρακολουθήσεις. Θα πάει στην βουλή και οι βουλευτές της πλειοψηφίας (άσε τα άλλα κόμματα, είναι αναφανδόν εναντίον του) θα κληθούν να τον ψηφίσουν.

Και θα λέει -φαντάσου τώρα, ε;- αυτός ο νόμος πως τα αρχεία των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ θα κρατώνται μόνο για τρεις μήνες και μετά θα διαγράφονται, και μαζί και οι λόγοι της παρακολούθησης, ή ότι μπορεί πλέον η κυβέρνηση επισήμως (και …. “νομίμως”) να παρακολουθεί και με εργαλεία τύπου predator, ή ότι ο πολίτης θα μαθαίνει μετά από … χρόνια αν παρακολουθήθηκε.

Αυτό όμως, δεν είναι οικονομική πολιτική των δεξιών.

Αυτό, είναι πολιτική των αχρείων.

Αυτό δεν καλύπτεται από το δεξιό παραπέτασμα του “αυτήν την οικονομία θέλουμε”, αλλά από το “αυτήν την κυβέρνηση θέλουμε, να παρακολουθεί τους πάντες και να μην δίνει -νόμιμα πάντα, ε;- και επισήμως λογαριασμό σε κανέναν”.

Αυτό είναι κάλυψη μίας παρανομίας.

Είναι κάλυψη μίας εκτροπής.

~

Κοιτάξτε, καλή η πλάκα, αλλά ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά, για λίγο μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Ζούμε μία εκτροπή άνευ προηγουμένου στην Ελλάδα, κάποιοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο που για συγκεκριμένους λόγους δεν δίνεται ούτε από νόμους, ούτε από το σύνταγμα – και λειτουργούν ως μαφία. Και αυτές οι ενέργειες θα «νομιμοποιηθούν» με έναν νόμο που η λέξη σίχαμα δεν αρκεί να την εκφράσει, και αυτός ο νόμος θα έρθει στην κρίση των βουλευτών.

Ποιος θα ελέγξει αυτήν κυβέρνηση;

Ο,τι έχει κάνει τώρα, το έχει κάνει χωρίς απώλειες, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμία ουσιαστική αμφισβήτηση. Ο,τι έχει κάνει τώρα, από τις βόλτες και τα πάρτι του κορονοϊού, μέχρι τις μεταγενέστερες αλλαγές στον νόμο για να νομιμοποιηθεί ο παράνομος διορισμός του διοικητή της ΕΥΠ – όλα αυτά αυτά έχουν γίνει χωρίς καμία απολύτως απώλεια. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κάνει ο,τι θέλει, ο,τι γουστάρει και αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες – γιατί, πολύ απλά, δεν έχει συνέπειες.

Στ’ αρχίδια της.

Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να κάνει ο,τι θέλει.

Και, μέχρι τώρα, αυτό έκανε.

Και, τις επόμενες ημέρες, θα το δούμε όλοι μαζί εντελώς καθαρά, ότι αυτό θα κανει: ο,τι θέλει.

Ελάτε και πείτε μου τώρα εσείς, ότι υπάρχει άλλος τίτλος που να εκφράζει καλύτερα αυτήν την κατάσταση. Εγώ όσο και να έψαξα, δεν βρήκα.

Είναι απλό:

Αυτή η κυβέρνηση είναι στ’ αρχίδια της.

Γιατί όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είτε την ψηφίσαμε, είτε όχι, -κυρίως όμως όσοι την ψηφίσαμε- την κοιτάμε σιωπηλοί.

Σιωπηλοί ανάμεσά μας, σιωπηλοί στους πολιτικούς μας, τους βουλευτές μας, σιωπηλοί.

Και, όσο εμείς είμαστε σιωπηλοί, όσος χρόνος της μένει, αυτή η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι γουστάρει.

Στ’ αρχίδια της.

(Καλοφάγωτο)

Υπάρχει ένα πρόβλημα όταν είσαι αρθρογράφος. Αν γράψεις για την επικαιρότητα, επειδή άλλος κάνει το ρεπορτάζ, άλλος το δημοσιεύει, κι άλλος το εμπλουτίζει το πρόβλημα είναι ότι κινδυνεύεις να μείνεις εκτός θέματος πέντε λεπτά μετά. Αν όμως περιμένεις να ολοκληρωθεί για το γράψεις ως ανάλυση, είναι πιθανό (ειδικά στις μέρες μας) να έχει ολοκληρωτικά καλυφθεί από ένα καινούργιο σκάνδαλο, και εκεί που πας να σχολιάσεις για το ξυλοκόπημα της οικογένειας Ινδαρέ ή για κάποια ελληνοποίηση με τις ευλογίες της ΕΥΠ, της εκκλησίας και του Άδωνη Γεωργιάδη, να σε προλάβει πχ ο Πάτσης ή, ακόμα χειρότερο, το τρίτο επεισόδιο παρακολουθήσεων.

Είναι ένα πρόβλημα που ομολογώ πως δεν το είχα παλιά. Παλιά, είχαμε ένα σκάνδαλο, και ως αρθρογράφος είχα άπλετο χρόνο να κατασταλάξω και να μοιραστώ μία σκέψη μέχρι να πάρει τον δρόμο του – όποιος και να ήταν αυτός. Τώρα, με ένα σκάνδαλο την εβδομάδα, είναι ξεκάθαρο πως αυτή η διαχείριση με βραχυκυκλώνει – και γίνεται τόσο συχνά, που αρχίζω να αμφιβάλλω αν όλα αυτά απλώς συμβαίνουν, ή αν, τελικά, αυτή η κυβέρνηση με σχέδιο παράγει περισσότερα σκάνδαλα από όσα μπορούμε να διαχειριστούμε.

Και υπάρχει ένας σημαντικός λόγος γι’ αυτό.

Τους προηγούμενους μήνες, το Reporters United, το Inside Story, το Documento, η Εφημερίδα των Συντακτών (με τυχαία σειρά και σίγουρα ξεχνάω κάποιους) έκαναν αλλεπάλληλα ρεπορταζ για την υπόθεση παρακολουθήσεων, κρατικών και ιδιωτικών – άλλοι ως θύματα, άλλοι ως ερευνητές.

Στο γαϊτανάκι μπήκαν δειλά οι υπόλοιπες εφημερίδες μόνο όταν στην λίστα των παρακολουθήσεων καταγράφηκε και το όνομα του Νίκου Ανδουλάκη. Μέχρι τότε, ο Κουκάκης κι ο Μαλιχούδης, είχαν από ελάχιστη, έως μηδαμινή παρουσία για το θέμα, και, αν απέκτησε κάποια βαρύτητα ήταν όταν ο Κουκάκης (γνωστός και τίμιος δημοσιογράφος, και πάντως όχι εκ θέσεως αντικυβερνητικός) έσπασε τα νεύρα όλων μας για να μην το ξεχάσουμε.

Ακόμα όμως, υπήρχαν απλώς αναφορές. Ρεπορτάζ, που να προσθέτει στις πληροφορίες, δεν είχαμε απο τα μεγάλα μέσα.

Ώσπου, ύστερα από το εμφατικο δημοσίευμα του Βαξεβάνη, άρχισαν να επιβεβαιώνονται μεγαλύτερα ονόματα. Του Δένδια, που κρατάει στα χέρια του όλη την εξωτερική πολιτική μας, και την εσωτερική διαδοχή επίσης, του Αλέξη Παπαχελά, διευθυντή της Καθημερινής και φημολογούμενου ως να έχει πλείστες καλές επαφές με ισχυρές πρεσβείες στην χώρα μας, συνεργατών του Σαμαρά, εσωκομματικού αντιπάλου της κυβέρνησης, συνεργατών του Μαρινάκη, ιδιοκτήτη αρκετών μέσων ενημέρωσης από ραδιόφωνο και τηλεόραση έως τύπου και διαδικτύου – μεταξύ πλείστων άλλων.

Και τότε – όλοι ασχολήθηκαν.

Ανακάλυψαν πλαστές ταυτότητες, ανακάλυψαν κουμπαριές, φιλικές σχέσεις, ύποπτα ραντεβού, έκαναν φύλλο και φτερό συνεργασίες, μίλησαν με θύματα και γνώστες, επιβεβαίωσαν ονόματα, άρχισαν να δείχνουν υπευθύνους.

Πέρασε τόσος χρονος, τόσος χαμένος χρόνος μέχρι να καταλάβουν όσοι (ξεκάθαρα κατ’ επιλογή) σιωπούσαν πως ήταν κι αυτοί θύματα δηλαδή, και να άρουν την εμπιστοσύνη τους στην κυβέρνηση, και να αρχίσουν να κάνουν το ελάχιστο: την δουλειά τους.

Τι τρομακτικό. Τι θλιβερό, και τρομακτικό συνάμα.

Όμως έτσι είναι τα πράγματα, και δεν είμαστε τυχαία στην θέση 108 – ή, μάλλον, τυχαία είμαστε, άνετα θα μπορούσαμε και πιο κάτω. Και να δείτε, ω ειρωνεία της τύχης, πως αυτή η δημοσιογραφική κριτική, θα θεωρηθεί και τίμια και αξιοπρεπής, και θα ανέβουμε θέσεις, αντί να κατέβουμε ακόμα περισσότερες όπως και μας αξίζει! Φευ.

Άκουσα τον Αλέξη Παπαχελά πχ να απολογείται για το αργό ξεκίνημα λέγοντας “δεν είχαμε δώσει στην είδηση την βαρύτητα που της άξιζε”, μία τόσο κυνική κουβέντα, που σε χτυπάει στο κεφάλι κατακούτελα αν κάτσεις έστω λίγο μόνο να σκεφτείς ποιο ήταν το διακύβευμα, αν θυμηθείς πόσο ούρλιαζε ο Κουκάκης για την ησυχία που προκαλούσε η περιπέτειά του, αν κάτσεις να θυμηθείς πόσο λοιδορήθηκε ο Βαξεβάνης. Φευ.

Φευ.

~

Πάμε όμως στα δικά μας, αν ενδιαφέρεται η δημοσιογραφία, είμαι βέβαιος πως μπορεί να διευθετήσει τα του οίκου της:

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέφτει.

Είτε γιατί παρακολουθούσε όποιον της έκανε κέφι, από πολίτες για τελείως φθηνούς οικογενειακούς λόγους μέχρι ισχυρά οικονομικά, πολιτικά, διπλωματικά στελέχη, είτε, και δεν ξέρω αν είναι χειρότερο ή καλύτερο, γιατί κάποιος άλλος παρακολουθούσε την μισή κυβέρνηση, τις φίλες της γυναίκας του πρωθυπουργού ξέρω γω, κορυφαίους δημοσιογράφους, επιχειρηματίες, και -αυτό επιμένω πως είναι εξαιρετικά σημαντική αποκάλυψη- τον Δένδια, και, εδώ και τόσους μήνες, αντί να προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, σχολιάζει μόνο το νύχι από το δάχτυλο που τα δείχνει όλα αυτά, συμπεριλαμβάνοντας και σε κάθε τρίτη πρόταση, για πολιτικό κέρδος, τον Σύριζα.

Τώρα βέβαια θα μου πείτε, αυτό είναι το καλό σενάριο, να φύγει, γιατί μία είτε αποτελούμενη από εκβιαστές είτε εκβιαζόμενη κυβέρνηση το να φύγει και να απαγκιστρωθεί από την εξουσία ίσως να μην είναι και τόσο εύκολη υπόθεση.

Είναι και θέμα ενστίκτων επιβίωσης, καταλαβαίνετε.

Εμένα όμως όπως πάντα, με ενδιαφέρει το μετά.

Παρακολουθήσεις, είχαμε από … πάντα. Όλοι θυμήθηκαν τον Μαυρίκη και τον Τόμπρα, κάποιοι λιγότεροι θυμήθηκαν την Vodafone και τον Τσαλικίδη, ελάχιστοι θα θυμηθούν το ΚΚΕ και κανένας, απολύτως κανένας την καταγγελία που έγινε (και) στο omniatv (Ποιοί κάνουν παρακολουθήσεις με συσκευές γεωεντοπισμού; και Παρακολουθήσεις τηλεφώνων για λόγους «εθνικής ασφάλειας» και συλλήψεις δι’ απαγωγής)

Όμως, είμαστε στο σήμερα. Σήμερα, το μισό πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, ίσως και διπλωματικό σκηνικό της χώρας, παρακολουθείται. Δεν υπάρχουν μόνο στοιχεία επικοινωνίας, όπως παλιά – τώρα, ΟΛΑ είναι καταγεγραμμένα. Που πήγαν οι στόχοι μέσω των στοιχείων GPS, τι είδαν μέσω της πάντα ανοικτής κάμερας, τι επικοινωνίες είχαν, μέσω της ανάκτησης μηνυμάτων κάθε είδους εφαρμογής οθόνης, τι είπαν και τι άκουσαν από τους συνομιλητές τους σε δια ζώσης επαφές, μέσω των ανοικτών μικροφώνων, και πάει λέγοντας.

Και όλα αυτά, όλο το εικοσιτετράωρο. Δηλαδή, και στις κοινωνικές τους, αλλά και στις ιδιωτικές τους επαφές. Στις πολύ ιδιωτικές τους επαφές. Δηλαδή, προφανώς το τι έλεγε την ώρα του σεξ μία φίλη της συζύγου του πρωθυπουργού είναι για εκείνη προφανώς ένας βιασμός της ιδιωτικής της ζωής, αλλά αν κάποιος ξέρει τι έλεγε εκείνες τις προσωπικές του στιγμές ένας υπουργός, ή ένας επιχειρηματίας, ο (εκ)βιασμός δεν είναι μόνο ο προσωπικός του, αλλά δυνητικά όλης μας της κοινωνίας όπως την ξέρουμε.

Ένας ολόκληρος κόσμος παρακολουθείτω, και ακόμα και αν υποψιαζόμαστε τον δράστη, στην ουσία τα στοιχεία που έχει μπορεί να τα έχει πλέον ο οποιοσδήποτε. Ο οποιοσδήποτε. Και ακόμα και περισσότεροι του ενός – όποιος μπορεί να την αγοράσει για οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τους δικούς του, σκοτεινούς και μολυσμένους σκοπούς.

Γιατί άπαξ και ανοίξεις το κουτί της πανδώρας, λυπάμαι, δεν θα ξανακλείσει ποτέ. Οτιδήποτε ηλεκτρονικό, μένει για πάντα. Για πάντα.

Αυτοί οι άνθρωποι δηλαδή, ανάλογα του βαθμού της έκθεσής τους, μπορεί να είναι κατεστραμμένοι για μία ζωή. Είναι σημαντικό, πολύ σημαντικό, να το αντιληφθούμε: Και μόνο η υποψία αυτού του φρικτού βιασμού των προσωπικών τους στιγμών, δεν θα τους αφήσει ποτέ. Για κάθε έναν από αυτούς, είναι μία διαρκής φρίκη αυτή η υπόθεση.

~

Οπότε, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε: Τι είναι αυτό το μετά που περιμένουμε;

Αρκεί να αντικατασταθεί ο πρωθυπουργός από κάποιον άλλον της Νέας Δημοκρατίας; Αρκεί να ονοματιστούν πέντε-δέκα συνεργοί; Αρκεί να πέσει η κυβέρνηση; Να γίνουν εκλογές; Αρκεί, την επόμενη μέρα να μην είναι απλώς αυτοί οι άνθρωποι στην εξουσία;

Αρκεί;

Γιατί αυτή η υπόθεση έχει μολύνει ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας μας. Δεν είναι σαν εκείνες τις μολύνσεις που αντιμετωπίζεις με ένα μόνο φάρμακο: Έχει επηρεάσει τα πάντα, έχει απλωθεί παντού, και ξεκάθαρα (δείτε την σχεδόν απόλυτη απουσία αντιδράσεων από τα θύματα) το ίδιο το σώμα της κοινωνίας σχεδόν μοιάζει να πολεμάει όχι μόνο κάθε θεραπεία, αλλά και τον εαυτό του τον ίδιο.

Το φρικτό σενάριο θα είναι να κρυφτούμε – όπως έγινε με την Vodafone. Να ξεχάσουμε. Να πούμε “ό,τι έγινε έγινε, έπεσε ο Κούλης, προχωράμε και βλέπουμε”. Είναι κάτι που έχουμε ξανακάνει, με απόλυτη (θεωρώ) αποτυχία. Πιθανόν, το παραδέχομαι, μοιάζει πιο εύκολο…

…αλλά το πρόβλημα δεν θα φύγει. Τα όργανά μας θα είναι μολυσμένα. Ακόμα και αν τα αντικαταστήσουμε κάπως, ο,τι τα τροφοδοτεί κι αυτό θα είναι μολυσμένο. Ακόμα και αν κάνουμε ότι δεν υπάρχει, θα κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας. Ακόμα και αν πούμε “να, ανέβηκε σκάλες η δημοσιογραφία” για να σας γυρίσω στην αρχή του κειμένου, δεν σημαίνει ότι όντως έχουμε την δημοσιογραφία που μας αξίζει.

Αν πούμε “έπεσε ο Κούλης, ζήτω”, δεν θα έχουμε καταλάβει απολύτως τίποτα.

Αν δεν αφήσουμε πίσω τις προσωπικές μας ο καθένας επιδιώξεις, πολιτικές και οπαδικές, αν δεν οραμαστιστούμε έναν τόπο με ουσιαστική δημοσιογραφία, τυφλή δικαιοσύνη, αληθινή ανάγκη για ριζική κάθαρση και επανακαθορισμού των δημοκρατικών μας αξιών, δεν θα είμαστε στο μηδέν, καλά θα ήταν: θα παραμείνουμε στον βούρκο που κυλιόμαστε, ξεκάθαρα, τόσα χρόνια.

Και, πολύ φοβάμαι, δεν θα έχουμε -στο μετά που θέλουμε να ονειρευόμαστε- όταν κλείσουν πια τα τηλέφωνα, την δημοκρατία που (θα έπρεπε να) μας αξίζει.

Διαβάστε και τις άλλες σκέψεις μου για το θέμα:

Τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις εχθές το βράδυ, σε μία γεμάτη παλμό αλλά όχι “ακρότητες”, όπως συνηθίζουν να τονίζουν τα κανάλια, πορεία για την άρνηση του κράτους να δώσει στον Μιχαηλίδη το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακής, το ξύλο από τους αστυφύλακες (είναι πολύ καλύτερο για μένα το αστυ-φύλακες από το αστυ-νομικούς όταν εμφανώς παρανομουν) έπεσε βροχή. Σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, σε ανθρώπους που δεν αποτελούσαν απειλή, σε δημοσιογράφους.

Ο Μιχαηλίδης, μετά από την προχθεσινή ενημέρωση των γιατρών του, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μια ενημέρωση που έγινε πριν μάθουμε πως η απόφαση για την αποφυλάκισή του, δεν έγινε δεκτή – υποθέτω πως η κατάστασή του θα επιδεινώθηκε μετά από αυτό.

Διαβάζω διαρκώς πως η κυβέρνηση θέλει νεκρό τον Μιχαηλίδη. Αυτό, πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση θα εξυπηρετούσε κάποια από τα αφηγήματά της – αλλά εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι, τελικά, λάθος.

Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε πως πράγματι θέλουν να δημιουργήσουν ένταση για να κάνουν άσπρη-μαύρη την διαδικασία των εκλογών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως οι άνθρωποι που θέλουν να προσεγγίσουν, ας τους πούμε συντηριτικούς ψηφοφόρους, χέστηκαν για τον Μιχαηλίδη. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν θέλω να φτάσω να πω πως προτιμούν να πεθάνει, διότι ως άνθρωπος είμαι μάλλον αισιόδοξος και θεωρώ, υπολογίζω και ελπίζω, να νοιάζονται για μία ανθρώπινη ζωή – έστω και αναρχικού.

Πιστεύω όμως πως, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν δεκάρα.

Χέστηκαν.

Φυσικά, το πνεύμα της κυβέρνησης είναι να κερδίσει από τις αντιδράσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Επειδή όμως οι αντιδράσεις είναι πια γενικευμένες – δεν είναι πια μόνο αναρχικοί που κατεβαίνουν στον δρόμο, δεν είναι καν μόνο αριστεροί αυτοί που αντιδρούν στις κυβερνητικές επιλογές – οι αντιδράσεις μπορεί να έρθουν και από τους ίδιους στους οποίους στοχεύουν για την ψήφο τους. Η “Μακεδονία” δεν είναι πια θέμα πολιτικής αντίστασης, η Τουρκία φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι διόλου “απομονωμένη”, η οικονομική δυστοκία χτυπάει πια όλες τις τάξεις, ειδικά σε πετρέλαιο, ενέργεια, τιμές προϊόντων, οι άνθρωποι χάνουν δικούς τους από τον κορονοϊό – χώρια τα υπόλοιπα. Ε, όλοι αυτοί αν διαμαρτυρηθούν πάνε για ξύλο ασήκωτο, από μία αστυνομία ξεκάθαρα οπλισμένη και με το ελεύθερο να ανοίξει κεφάλια, οπότε ο Μιχαηλίδης είναι γι’ αυτούς το λιγότερο.

Δεν την ενδιαφέρει την κυβέρνηση ο θάνατος του Μιχαηλίδη.

Δεν είναι ο νεκρός που θέλει, που την εξυπηρετεί:

Η κυβέρνηση θέλει νεκρό αστυνομικό.

~

Ήταν σε μένα εμφανές πως, ήδη από τον καιρό της Νέας Σμύρνης, όπου οι αστυφύλακες τσάκισαν έναν αθώο άνθρωπο, έμειναν ατιμώρητοι, ο κόσμος αντέδρασε και τους τσάκισαν κι αυτούς, ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και τους τσάκισαν και αυτούς στο ξύλο, αλλά και αργότερα, όλη την διαδρομή μέχρι την ευθεία βολή του αστυνομικού με τον εκτοξευτήρα δακρυγόνων πάνω στο πλήθος, πως η κυβέρνηση θέλει, δημιουργεί, προσδοκά και βασίζεται στην ένταση.

Αλλά ο νεκρός που αποζητά για να χτίσει το αφήγημά της, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν την ενδιαφέρει να είναι πολίτης. Αυτό, είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για την ουσιαστική ερώτηση, την ερώτηση που θα φέρει την ψήφο που είναι το ζητούμενο, το “θέλετε κράτος ή όχι”, δεν τίθεται με έναν τραυματισμένο ή έναν νεκρό πολίτη.

Απαντάται με πολύ περισσότερο ξύλο, πολύ περισσότερη κυβερνητική παρανομία, τόσο πολύ που οι αντιδράσεις θα ενταθούν, θα βγουν οι πέτρες, θα βγουν οι μολότοφ, θα γεμίσουν οι δρόμοι αίμα.

Η ατιμωρησία -από πλευράς μας, από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησής μας- προς τους ανθρώπους που δρουν με την «νομιμοποιημένη, κρατική βία» θα φέρει μαθηματικά, και σχεδόν αναμενόμενα, την ανάλογη αντίδραση.

Για να τεθεί η ερώτηση σωστά λοιπόν, δεν είναι το δικό μας αίμα που πρέπει να γραφτεί. Θα πρέπει να είναι το επόμενο κατά σειρά αίμα. Θα πρέπει να γραφτεί με αίμα αστυνομικού.

Και τότε, ναι. Τότε η κυβέρνηση θα θέσει επιτέλους το ερώτημα. “Την τάξη, ή την παρανομία;” “Εμάς, ή αυτούς;” Και ακόμα και οι τζημεροφαηλομπογδανοι -πόσο μάλλον οι απλοί συντηρητικοί- θα δυσκολευτούν να πουν άλλους, η απάντηση είναι δεδομένη: Την τάξη. Την εξουσία. “Εμάς”.

Πιάνει τόπο όσο να πεις το χρήμα που ξοδεύουμε σε συμβούλους του Μαξίμου.

~

Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να το πει στους αστυφύλακες αυτό. Είναι αδύνατο να καταλάβουν για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε οι άνθρωποι που χτυπούν με γροθιά πισώπλατα δεμένους ανθρώπους. Είναι ασύλληπτα εθιστική η εξουσία του να παρανομείς και μην είσαι υπόλογος πουθενά γι’ αυτό: δείτε τον άνθρωπο που πυροβόλησε στο ΑΠΘ – διάολε, δείτε τον ΜΑΤατζή που έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι σε διαδήλωση μόλις προχθές, δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Τι να τους πεις; σας χρησιμοποιούν; Δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Δεν έχει νόημα να το πει κανείς και στους αναρχικούς. Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι είναι παράνομη Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ και παραμένουν στην φυλακή αποκλειστικά γι’ αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, κάθε καταγγελία τους ότι αυτοί που τους κατηγορούν (εν προκειμένω εμείς, το κράτος) παρανομούν εξίσου, αν όχι πολύ, πολύ περισσότερο – πέφτουν στο κενό. Σε πλήρη ησυχία. Όλοι μας, όσοι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό, κοιτάμε αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι δηλαδή, να σε βαράνε παράνομα αυτοί που σε κατηγορούν εσένα για παράνομο.

Φυσικά, δεν έχει νόημα να το πει κανείς στην κυβέρνηση αυτό. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που, ξεκάθαρα, αρνείται να παραδεχθεί οποιοδήποτε λάθος της, στην ουσία φουσκώνοντας κι άλλο κάθε ζημιά που προκαλείται. Δεν το παραδέχεται στην υγεία, με την έλλειψη ΜΕΘ, γιατρών και νοσηλευτών, στις φωτιές, με την έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, στην οικονομία, που πεντ’ έξι τύποι θησαυρίζουν στις πλάτες μας, δεν το παραδέχονται στο μεταναστευτικό, με την μία αποκάλυψη μετά την άλλη, στον έλεγχο του τύπου και της ενημέρωσης, με την μία καταδίκη μετά την άλλη, στις παρακολουθήσεις, στις απευθείας αναθέσεις, σε, σε. Και αυτά είναι ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΘΗ της, εγώ μιλάω εδώ για σχέδιο για πλάνο. Αλήθεια, να της πει τι κανείς αυτής της κυβέρνησης.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολίτες; Ίσως, ίσως και όχι. Προσωπικά δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως αυτή είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει περάσει στην πολιτική ζωή μου ολάκερη από την Ελλάδα, χωρίς καν σοβαρό ανταγωνισμό – μα, ξέρω, ότι ακόμα κάποιοι την υποστηρίζουν και θα την ψηφίσουν. Σ’ αυτούς λοιπόν ειδικά, ο,τι και να πω, δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Στους άλλους, στους υπόλοιπους, τι να πω, ξέρουμε ήδη.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολιτικούς; Θα απαντήσω μόνο μ’ αυτό: ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε πως κάποιος του έστειλε μήνυμα για να παρακολουθήσει το κινητό του. Ναι, όπως ακριβώς έγινε στον Θανάση Κουκάκη (ο Μαλιχούδης ήταν άλλη υπόθεση) εδώ και μήνες, πολλούς μήνες πριν. Ε, μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης, είπε πως αποσύρει την βουλευτική στήριξη του κόμματός του στο νόμο που επέτρεπε στην κυβέρνηση να μην δημοσιοποιεί κανένα απολύτως στοιχείο για το ποιος παρακολουθείται και γιατί. Α, και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν μαθαίναμε ότι παρακολουθούσαν τον Τσίπρα ή τον… Μητσοτάκη. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα απολύτως.

~

Νομίζουμε πως, ο θάνατος ανθρώπου από απεργία πείνας θα αλλάξει την Ελλάδα. Διαφωνώ. Διαφωνώ γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Διαφωνώ γιατί, νιώθω πως οι περισσότεροι από εμάς, ο “απλός λαός” περιμένουμε να πεθάνει για να αναρωτηθούμε μήπως ήταν άδικος ο θάνατός του προσπαθώντας να είμαστε (νομίζουμε) μαζί με όσους ήδη από τώρα ουρλιάζουν για την ανάγκη να μείνει ζωντανός, τρώγοντας (ατιμώρητα) κυβερνητικό ξύλο στις πλατείες και στους δρόμους.

Διαφωνώ γιατί οι μπουνιές των αστυφυλάκων δεν μας σοκάρουν πια, τα τραβηγμένα όπλα δεν μας σοκάρουν πια, οι πυροβολισμοί μέσα στο πλήθος σε ευθεία βολή δεν μας σοκάρει πια, η σιωπή των ΜΜΕ στα αίσχη δεν μας σοκάρει πια. Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μας σοκάρει πια.

Οπότε πρέπει να έρθουν καινούργια σοκ.

Δεν θα είναι πάντα έτσι λοιπόν. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις διάβασα στο βούλευμα που ολοκληρώνει την έρευνα για την υπόθεση Novartis, πως ο Μανιαδάκης πήγε, όντως, και κατήγγειλε επίσημα στην εισαγγελία του 8ου ορόφου της ΓΑΔΑ, και όχι απλώς μιλώντας εμπιστευτικά στον Κώστα Βαξεβάνη, ότι ο Στουρνάρας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα του είπε πως όχι μόνο ήξεραν πως είναι προστατευόμενος μαρτυρας, μα τον απείλησε πως όταν θα έρθουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην εξουσία, θα τσακίσουν μάρτυρες και εισαγγελείς – ξεκαθάρισε κάτι πολύ σημαντικό μέσα μου: Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο. Και είναι τρομερά λάθος να μην τα ξεχωρίζουμε.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει το απόσπασμα:

«[…] με την […] αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και […] όμοια αναφορά προς τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο Ν. Μαναδιάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στην υπόθεση Novartis εμφανίστηκε στον 8 όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ όπου βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΕ στο γραφείο του ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, όσο ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας ΤΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή ΘΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΤΑΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του.”

Το απόσπασμα από το πόρισμα που βρήκα εδώ, τα κεφαλαία, ως επισημάνσεις (ή ως κραυγές, αν προτιμάτε, δικά μου).

Θεωρώ πως γεννιούνται, αυτονόητα, δύο σημαντικά ερωτήματα:

Ένα: εκ των υστέρων, οι απειλές που καταγγέλλονται, βγήκαν σωστές; Όταν είχε καταγγελθεί, προφανώς τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί. Τώρα όμως έχει περάσει ο καιρός, μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν λογικό που φοβήθηκε ο καταγγέλων: Απειλήθηκαν πράγματι οι μάρτυρες, οι εισαγγελείς (και οι ερευνητές δημοσιογράφοι) από πολιτικά πρόσωπα όταν, όντως, άλλαξε η κυβέρνηση όπως φέρεται πως απείλησε ο Στουρνάρας;

Δύο: Η καταγγελία Μανιαδάκη για την στάση Στουρνάρα δεν είναι στον δημοσιογράφο Βαξεβάνη, ειπωμένα εμπιστευτικά και δημοσιογραφικά – είναι επίσημα, με αρ. πρωτοκόλλου, στην εισαγγελία που ερευνά τους μάρτυρες, και δεν προχώρησε διότι (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ) ο μάρτυρας θα έχανε το καθεστώς προστασίας του όπως τον ενημέρωσαν στην ΓΑΔΑ (ΞΑΝΑ: ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ). Τώρα λοιπόν, που δεν είναι πια λόγια και μαρτυρίες, δεν περιμένει κανείς να προστατευτεί ο Στουρνάρας από αυτήν την ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, μηνύοντας τον Μανιαδάκη;

(κάπου να κρατήσουμε άλλο ένα ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να ενημερώνουν επίσημα τον προστατευόμενο μάρτυρα ότι δεν μπορούν να τον προστατέψουν απο καταγγελούμενες απειλές για την υπόθεση για την οποία καταθέτει διότι, αν το προχωρήσει… θα χάσει την ανωνυμία του. Αντιλαμβάνεστε από πόσα θα είχαμε γλυτώσει όλοι αν η εισαγγελία τότε έκανε το αυτονόητο;)

Αν όμως δεχθούμε πως ο Μανιαδάκης λέει την αλήθεια (μιλάει και για απειλητικά μηνύματα, αυτή είναι με πολλούς τρόπους καταγεγραμμένη πληροφορία, εύκολα αποδεικνύεται θεωρώ) τότε γίνεται σαφέστερο πως μας διαφεύγει κάτι πολύ, πολύ σημαντικό:

Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο εντελώς διακριτά, ξεχωριστά σκάνδαλα.

Ένα, φαίνεται πως ήταν η δράση της φαρμακευτικής εταιρείας.

Το δεύτερο όμως φαίνεται πως είναι η πολιτική, δικαστική και δημοσιογραφική διαχείρισή του όταν αποκαλύφθηκε.

Ούτε ίδια, ούτε καν εξίσου επικίνδυνα.

Το ξεχνάμε, το θεωρούμε μία συνέχεια, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, μία αυτονόητη διαδικασία – μα είναι τρομερά διαφορετικό, και αγνοώντας την ξεχωριστή βαρύτητά του, βάζουμε μία σημαντική τρικλοποδιά στον εαυτό μας.

Στο σκάνδαλο που ακολουθεί το σκάνδαλο Novartis εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι, άλλες διαδικασίες, και κυρίως, τελείως άλλο κίνητρο: Δεν έχουμε ανθρώπους που μοιράζουν χρήματα πια. Η καταγγελία για Στουρνάρα αποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: αν δεν υπάρχει χρήμα, για να πείσει κάποιους να συνεργαστούν, υπάρχουν ΑΠΕΙΛΕΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ και ΦΟΒΟΣ.

Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που συμμετέχουν αυτοβούλως γιατί ήθελαν ένα αμάξι, ή μία βίλα ή μια πισίνα – δεν είναι η απληστία το κίνητρό τους: μιλάμε για ανθρώπους που θέλουν να σώσουν την ζωή τους. Και, όταν βλέπει κανείς να πεθαίνουν δημοσιογράφοι – είτε να δολοφονούνται με σφαίρες, είτε καίγονται στην Αττική Οδό -, να στραγγαλίζονται δημοσιογραφικά μαγαζιά με οικονομικούς και άλλους τρόπους, να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι που, απλώς, γράφουν ενοχλητικά για το Μέγαρο Μαξίμου πράγματα, να αρπάζουν οι κυβερνήσεις υποθέσεις από τους εισαγγελείς που ελέγχουν τα πολιτικά μέλη που την απαρτίζουν (μεταξύ άλλων) και σε υψηλότατες θέσεις, να οδηγούν τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση στην δικαιοσύνη, όταν βλέπει ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος των ΜΜΕ κατεβάζει την πένα του και δεν ερευνά τίποτα από όλα αυτά – τότε, αυτές οι απειλές, είναι λογικό να τις παίρνουν όλοι πολύ, πολύ σοβαρά.

~

Στο σκάνδαλο Novartis φαίνεται πως μία φαρμακευτική θέλοντας να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της, πλήρωσε κάποιους ανθρώπους σε καίριες θέσεις να περάσουν αποφάσεις που την ευνοούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λεφτά άλλαξαν χέρια, συνειδήσεις κάμφθηκαν, ευθύνες μοιράστηκαν.

Σχεδόν μας έχει διαφύγει ότι το σκάνδαλο Novartis έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και χρόνια.

Αυτό που μας έχει σίγουρα διαφύγει όμως θεωρώ είναι πως ένα νέο σκάνδαλο γεννήθηκε την επόμενη μέρα. Πως, καθώς φαίνεται, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους για να σωθούν δεν άλλαξαν απλώς μία παράγραφο σε έναν νόμο, ή μία τιμή σε ένα προϊόν, μα έσπειραν τον φόβο, επηρέασαν την δικαιοσύνη, επηρέασαν την δημοσιογραφία (και ίσως να αποκαλυφθούν και χειρότερα αύριο).

Θα αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αφήσω κάποιον άλλον να το ονομάσει. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να το ονοματίσουμε, να το ξεχωρίσουμε, και, κυρίως να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, θάρρος, αυτοκριτική και υπευθυνότητα.

Γιατί αυτό το σκάνδαλο συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

.

Έχουμε μία εικόνα. Είναι μία καλά εξοπλισμένη διμοιρία των ΜΑΤ, μια ομάδα παιδιών (συγγνώμη, κανείς τραπεζικός αυτήν την φορά) που κρατάνε ένα πανό, κάποιοι δίπλα που φωνάζουν και πολλά παιδιά πίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα.

Είναι κινούμενη εικόνα, ξαφνικά μένουν δέκα, δεκαπέντε παιδιά να σπρώχνουν με το πανό τους, οι αστυνομικοί ανοίγουν τις φυσούνες στο πρόσωπό τους, κάνουν όλοι πίσω, δεν φορούν τίποτα, ούτε μάσκες ούτε καν πανιά, τρομοκρατούνται, κάνουν πίσω, μία λάμψη, κάνουν και άλλο πίσω ένας άνδρας των ΜΑΤ γυρίζει στην ομάδα τους, κάνει νόημα με τα χέρια να σταματήσουν.

Το πλάνο αλλάζει, μα τώρα είναι μια ακίνητο, ένας νεαρός στο πάτωμα, φοράει σκουλαρίκια, έχει ξυρισμένο μαλλί, δεν φαίνεται να μιλάει, μία κινείται οι αστυνομικοί δεν μιλάνε, στέκονται εκεί, απορροφούν την οργή που πάει (κι) αλλού, κάποιοι τους βρίζουν, μένουν ακίνητοι.

Με τις βιβλιοθήκες ή με τις βαριοπούλες;

Ποιες βιβλιοθήκες; και ποιες βαριοπούλες;

Δεν υπάρχουν ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βαριοπούλες. Ούτε μία βιβλιοθήκη, ούτε μία βαριοπούλα. Τώρα δεν τα λέγαμε; Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες βαριοπούλες; Τι λέμε;

Λοιπόν, λοιπόν – ας κόψουμε τις μαλακίες. Αρχίστε να βγάζετε. Βγάλτε από την εικόνα ο,τι δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ να είναι εκεί. Βγάλτε το. Τώρα.

Βιβλιοθήκες είπαμε δεν έχει, αλλά βγάλτε τις. Ούτε βαριοπούλες, αλλά βγάλτε τις κι αυτές.

Ωραία; Πάμε παρακάτω.

Έχει περαστικούς, ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα, αυτούς που διαμαρτύρονται. Βγάλτε τους. Βγάλτε αυτούς που βρίσκονται από πίσω, δεν φαίνονται στο κάδρο εκτός από την στιγμή που τρέχουν – βγάλτε τους, βγάλτε τους κι αυτούς από την εικόνα. Μετά, βγάλτε τα παιδιά που κρατάνε το πανό. Ήρθαν να διεκδικήσουν κάτι, αλλά πες έχουν λάθος, πες δεν είναι σωστό, να περιμένουν, τέσσερα χρόνια, όσο πάρει, να ψηφίσουν κύριε, να αλλάξει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη, που δεν θα χρησιμοποιεί ψεύτικες βιβλιοθήκες για να κάνει την δουλειά της, τι πα να πει, εμείς μαλάκες είμαστε που περιμένουμε; Βγάλτε τους, έξω από την εικόνα. Βγάλτε και το πανό. Τα πανό καμιά φορά λένε συνθήματα που πονάνε, και που όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε και κρύβουν πίσω τους παιδιά που τα σηκώνουν, και αυτά που έχουν ανάγκη να μιλήσουν με ένα πανό, δεν το χρειαζόμαστε το πανό, βγάλαμε τα παιδιά που το σηκώνουν, βγάλτε και το πανό πια, δεν μιλάει για κάποιον, βγάλτε το.

Βγάλτε και τα ΜΑΤ. Δεν διαμαρτύρεται πια κανείς. Κανείς απέναντί τους. Τους έχουμε βγάλει όλους, δεν έχει μείνει κανείς, χέστηκε ο ΜΑΤατζής, οκτάωρο είναι, σήμερα βαράει αυτόν, αύριο άλλον, ο,τι του πουν. Επάγγελμα κάνει, ούτε ξέρει ποιον βαράει, ούτε χρειάζεται να ξέρει, εντολές κύριε, εκτελεί εντολές, είναι χρήσιμος όταν μένει κάποιος να φωνάξει, τώρα δεν έχει μείνει κανείς, βγάλτε τους.

Μένει μόνο ένας άνθρωπος.

Ας επικεντρωθούμε σ’ αυτόν.

Βγάλαμε τις βιβλιοθήκες, τις βαριοπούλες, βγάλαμε τους διαμαρτυρόμενους περαστικούς, βγάλαμε τους φοιτητές, βγάλαμε τους συναδέλφους του,

μένει μόνο αυτός.

Που κρατάει ένα όπλο.

Που είναι γεμάτο.

Που είναι γεμάτο με μία οβίδα κρότου λάμψης.

Που το σηκώνει, ευθεία.

Που βλέπει που βαράει.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ.

ΤΙΣ ΒΓΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ, ΤΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΟΛΑ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΝΑΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΟΠΛΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΜΕΙΣ. ΟΛΟΙ. ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΕΥΘΕΙΑ.

ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ.

ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΠΟΥ ΒΑΡΑΕΙ. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΛΟΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΝΑ ΚΟΛΑΡΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ NON PAPER, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΛΛΑ ΕΓΩ, ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ.

ΟΛΑ, ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ.

ΜΕΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.

…ας μιλήσουμε για αυτό που έκανε. Αν συμφωνούμε με αυτο που έκανε, να το πούμε. Αν διαφωνούμε, να το πούμε. Είναι απλό. Είναι πολύ, πολύ απλό. Δεν έχει μείνει καιρος για ομόνοια, για αγάπες και λουλούδια, για όλοι μαζί είμαστε, ας μην τσακωνόμαστε. Ας πάρουμε θεση. Όσοι θέλουν, όσοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μία ευθεία βολή, ας πάνε πίσω του. Πίσω από το όπλο του. Όσοι θέλουν ας πάνε μπροστά. Με γυμνά, άδεια χέρια. Χωρίς τίποτα. Μπροστά από την κάνη του. Εκεί κρινόμαστε. Εκεί μιλάμε για τον νόμο, για την νομιμότητα, για την δικαιοσύνη. Ας μη κοροϊδευόμαστε πια. Ή μπροστά από μία κάνη που θα εκπυρσοκροτήσει, ή πίσω της.

Να μην είστε δειλοί.

Να μην επιτρέψετε να σας κρύβουν και εσάς πίσω από κόμματα, πίσω από αρχηγούς, πίσω από ξεφτιλισμένους δημοσιογράφους και ηδονισμένα κομματόσκυλα, πίσω από βαριοπούλες και βιβλιοθήκες, πίσω από πανό και ματωμένους φοιτητές, να μην είστε δειλοί.

Πετάξτε όλα τα άλλα, κρατήστε μόνο αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που ετοιμάζεται να κάνει, και πάρτε θέση. Να πάρουμε όλοι θέση. Να κοιτάξουμε αυτόν τον άνθρωπο και το όπλο του, και την ευθεία του βολή, και να πάρουμε όλοι θέση.

Ε, και αν κερδίσετε εσείς, χαλάλι – μπορείτε να βάψετε μετά κόκκινες τις βιβλιοθήκες με το αίμα μας.