Το παιχνίδι που ονομάζεται “Μία Νύχτα στο Παλέρμο” είναι ένα κλασικό παιχνίδι παρέας. Οι ρόλοι μοιράζονται σε πολίτες, δολοφόνους, ίσως έναν γιατρό και έναν αστυνομικό και έναν αφηγητή. Μοιράζεται μία τράπουλα και κληρώνονται 2 δολοφόνοι, που γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά δεν τους ξέρει κανείς άλλος, και ένας αστυνομικός ή και ένας γιατρός αν η παρέα είναι αρκετά μεγάλη. Ο αφηγητής ζητά από όλους τους παίκτες να κλείσουν τα μάτια τους, οι δολοφόνοι κοιτάζονται μεταξύ τους, επιλέγουν ένα θύμα και τον “σκοτώνουν”, βγάζοντάς τον από το παιχνίδι. Ύστερα, ανοίγουν όλοι τα μάτια τους, ανακαλύπτουν ποιος από αυτούς πέθανε σ’ αυτόν τον γύρο, ο αστυνομικός κάνει έρευνες, ο γιατρός αν υπάρχει προστατεύει κάποιον να μην πεθάνει στον επόμενο γύρο, και οι παίκτες ψηφίζουν ποιος μπορεί να είναι ο δολοφόνος με βάση τις έρευνες. Όσο υπάρχουν δολοφόνοι ή παίκτες στο παιχνίδι, σε κάθε γύρο πέφτει η “νύχτα στο Παλέρμο” και πεθαίνει άλλος ένας άνθρωπος.

Μία μικρή αναφορά σε γεγονότα, όπως συνηθίζω:

Πριν από τρία χρόνια, στις 28/7/2020, ο δημοσιογράφος και εκδότης Στέφανος Χίος δέχεται μία δολοφονική επίθεση με όπλο, έξω από το σπίτι του. Τραυματισμένος από δύο σφαίρες, που μόνο κατά τύχη δεν του στέρησαν την ζωή, ο δημοσιογράφος οδηγεί μέχρι το νοσοκομείο και σώζεται.

(Έχουν ήδη προηγηθεί οι δολοφονίες του Σωκράτη Γκιόλια, στις 19/8/2010 και του εκδότη της εφημερίδας Ακρόπολη Παναγιώτη Μαυρίκου όταν κάηκε το αυτοκίνητό του μάρκας Πόρσε στην Αττική Οδό)

Έναν περίπου χρόνο μετά από την απόπειρα δολοφονίας του Στέφανου Χίου, στις 9/4/2021, ο δημοσιογράφος Γιώργος Καραϊβάζ πέφτει νεκρός από ενέδρα έξω από το σπίτι του – δύο δράστες, τον πυροβολούν με καλάσνικοφ και τον σκοτώνουν ακαριαία. Ο δημοσιογράφος έχει στενή επαφή με τον υπόκοσμο, λόγω του ρεπορτάζ του.

Λίγες ημέρες μετά, το βράδυ της 16/4 δύο άτομα πάνω σε μηχανή πυροβολούν με καλάσνικοφ αστυνομικούς της ομάδας Δίας που τους σταμάτησαν σε τυχαίο έλεγχο σε δρόμο της Εκάλης. Δεν τραυματίζεται κανείς, αλλά οι αστυνομικοί συλλέγουν τους κάλυκες από το σημείο. Την ίδια ημέρα, ο εκδότης και δημοσιογράφος Κώστας Βαξεβάνης ενημερώνει τους αναγνώστες του πως άγνωστος άνδρας προσπάθησε τα ξημερώματα να διαρρήξει τα γραφεία της εφημερίδας Documento – για τρίτη φορά.

Την επόμενη μέρα, στις 17/4, άγνωστοι πυροβολούν τον τοίχο του εκδότη και παρουσιαστή Μένιου Φουρθιώτη.

Στις 23/4 ο Κώστας Βαξεβάνης δέχεται ένα δυσοίωνο τηλεφώνημα: Οι δύο επιβαίνοντες της μηχανής που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς κοντά στο σπίτι του Βαξεβάνη, ήταν οι άνθρωποι που εκείνο το βράδυ είχαν αποστολή να τον σκοτώσουν – αλλά ο τυχαίος έλεγχος τους χάλασε τα σχέδια. Ο δημοσιογράφος, επιλέγει να δημοσιοποιήσει το ρεπορτάζ του, σύμφωνα με το οποίο άνδρας του είχε εκμυστηρευτεί, ήδη από τις 6/4, ότι επίκειται χτύπημα με τρία θύματα: το ένα, ήταν δημοσιογράφος που δεν θυμόταν το όνομά του. Το δεύτερο, ήταν ο τοίχος του Φουρθιώτη (όχι ο παρουσιάστης- ο τοίχος του, για να δείξει ότι κινδυνεύει). Ο τρίτος ήταν ο ίδιος ο Βαξεβάνης. Την ενημέρωση αυτή, την έχουν όχι μόνο ο εκδότης της εφημερίδας, αλλά και ο δημοσιογράφος Βαγγέλης Τριάντης, και η προϊσταμένη της Εισαγγελίας Αθηνών, Σωτηρία Γεωργακοπούλου – πριν, όπως αναφέρει, τα γεγονότα επιβεβαιώσουν την κατάθεση του αγνώστου. Ο άνθρωπος που αρχικά είχε αρνηθεί να δολοφονήσει τον Βαξεβάνη είχε το προσωνύμιο “ο Ταρίφας”.

Στις 27/4/2021 τέσσερις ολόκληρες ημέρες μετά την καταγγελία Βαξεβάνη, προσάγεται ο παρουσιαστής Μένιος Φουρθιώτης. Οι κάλυκες που βρέθηκαν στο σπίτι του, και οι κάλυκες που πυροβόλησαν τους αστυνομικούς στον δρόμο προς το σπίτι του Βαξεβάνη, είχαν πυροβοληθεί από το ίδιο όπλο.

Μερικά χρόνια μετά, στις 24/4/2023, σε μία από τις εκπομπές του, ο Στέφανος Χίος φιλοξενεί στην εκπομπή του τον πρώην αστυνομικό της αντιτρομοκρατικής, αποσπασμένος στην ασφάλεια της οικογένειας Μητσοτάκη επί 10ετία Σπύρο Νίνο. Στην εκπομπή αυτή ο Νίνος κάνει λόγο για σημαντικά στοιχεία που έχει, μεταξύ των άλλων και μαγνητοφωνήσεις, για το ποιός παρήγγειλε την δολοφονία του Χίου – δείχνοντας συγκεκριμένους πολιτικούς και μη παράγοντες στην κατάθεσή του.

Σαράντα ημέρες μετά ο γιός του, ο 38χρονος Δημήτρης Νίνος, στις 7/6/2023 βρίσκεται νεκρός στο αυτοκίνητό του με πυροβολισμό στον κρόταφο. Η αστυνομία κάνει αρχικά λόγο για αυτοκτονία, αλλά συγκεκριμένα στοιχεία, όπως το γεγονός ότι ο θάνατός του επήλθε ενώ το όχημα ήταν εν κινήσει, κάνουν την αστυνομία να ερευνά ακόμα την υπόθεση.

Μία μέρα μετά, στις 8/6 πραγματοποιείται στον Κορυδαλλο διπλή δολοφονία – ο 38χρονος Βασίλης Ρουμπέτης είναι ένας εκ των δύο που πέφτει νεκρός. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Δημοκρατία, ο Ρουμπέτης είχε στην νύχτα το προσωνύμιο “Ο Ταρίφας” και είναι καταδικασμένος σε 12 χρόνια φυλακή για την δολοφονία του φιλάθλου του Παναθηναϊκού Φιλόπουλου. Η δολοφονία έγινε σε θωρακισμένο αυτοκίνητο που ανήκε στην εταιρεία ειδήσεις ντοτ κομ, ιδιοκτησίας Αλαφούζου.

Ο Στέφανος Χίος αποκαλύπτει πως έχει συναντηθεί στο γραφείο του με τον Ρουμπέτη – τον οποίο τον κατονομάζει ως επίδοξο δολοφόνο του, καθώς τον αναγνωρίζει ως δράστη της επίθεσης στο πρόσωπό του το 2021. Ο δημοσιογράφος παραθέτει βίντεο της συνάντησής του με τον δολοφονηθέντα Ρουμπέτη και ακόμα δύο πρόσωπα που κατονομάζουν συγκεκριμένα πρόσωπα ως οργανωτές των επιθέσεων στο πρόσωπό του.

Στις 13/6 ο δικτυακός τόπος newsbreak.gr αναφέρει συνέντευξη του Γιώργου Καραϊβάζ το 2018 που έκανε αναφορά για τον Ρουμπέτη και την Μερσεντές

Παραθέτω μόνο γεγονότα από ειδησεογραφικές πηγές – links για τις πηγές μου όπως πάντα μέσα στο κείμενο.

Είμαστε εντάξει ως εδώ; Πολύ ωραία, πάμε στο θέμα τώρα.

~

Έχουμε μία σειρά από γεγονότα. Έχουμε έναν ορυμαγδό από καταγγελίες για δημόσια πρόσωπα. Δημοσιογράφοι δολοφονούνται, ή αποπειράται η δολοφονία τους. Υπάρχουν στοιχεία, υπάρχουν καταθέσεις, και υπάρχουν μαρτυρίες.Και υπάρχει αίμα. Πολύ αίμα.

Τι δεν υπάρχει; Δημοσιότητα. Έρευνα. Δημοσιογραφία.

Τις τελευταίες ημέρες, οι καταγγελίες για την συμμετοχή του δολοφονηθέντα Ρουμπέτη (τουλάχιστον) στην απόπειρα δολοφονίας του Χίου και του Βαξεβάνη είναι διαρκείς. Θέλετε να δείτε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων; Θέλετε να δείτε τα δελτία ειδήσεων;

Καμία αναφορά. Σιωπή.

Είχα πει στο παρελθόν, πως όταν ένας δολοφονεί και ενενηντα εννιά βλέπουν την πράξη, αλλά δεν μιλούν, οι δολοφόνοι είναι εκατό.

Δεν με ενδιαφέρουν τα πρόσωπα. Δεν με ενδιαφέρουν τα θύματα. Δεν με ενδιαφέρουν οι θύτες. Δεν με νοιάζει αν είναι καλοί άνθρωποι, κακοί άνθρωποι, πουλημένοι, ξεπουλημένοι, αν είναι δολοφόνοι, αν είναι μαφιόζοι, αν είναι καθάρματα – δεν-με-νοιάζει. Δεν με νοιάζει, και δεν θα έπρεπε να νοιάζει κι εσάς: Δεν σας ζητώ να συνδεθείτε συναισθηματικά με τα θύματα.

Το θέμα μου είναι η δημοσιογραφία.

Πως μπορείς να αποφεύγεις να μιλήσεις ΓΙΑ ΤΟΣΑ ΠΟΛΛΑ;

Είναι σαφώς πιο εύκολο όταν είναι ένας – το δέχομαι. Αλλά τώρα έχουν μαζευτεί τόσοι άνθρωποι – θύματα, νεκροί, τραυματίες, δημοσιογράφοι, γονείς – πώς, πώς διάολο καταφέρνεις να τους αγνοήσεις ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ;

Πως καταφέρνει τόσες μέρες κανένα μεγάλο μέσο να να μη έχει διαθέσει μία έρευνα, ένα εξώφυλλο, μία είδηση, μία απλή γαμημένη αναφορά σ’ όλα αυτά;

Κάντε μία αναζήτηση για το όνομα του δολοφονηθέντος στα μεγάλα μέσα. Ψάξτε για το όνομα Βαξεβάνης, ή Χίος ή ακόμα και Αλαφούζος ή Μαρινάκης.

Σιωπή.

Αναζητήστε το όνομα Νίνος. Θα βρείτε μόνο την είδηση για τον νεκρό γιο του – και γι’ αυτόν, αναφορές μόνο για αυτοκτονία. Αναζητήστε οτιδήποτε αφορά τις καταγγελίες του Χίου ή του Βαξεβάνη.

Σιωπή.

Οι καταγγελίες έχουν ονοματεπώνυμα. Έχουν ονομαστικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα, σε κυβερνητικά στελέχη, σε δημοσιογράφους, σε αθλητικούς παράγοντες!

Ούτε μία έρευνα από την Εισαγγελία δεν έχει ανακοινωθεί.

Σιωπή.

Ξέρετε πόσο πολύ θέλω να πάει φυλακή ο Χίος; Ποιος Χίος – ξέρετε ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ θέλω να πάει ΦΥΛΑΚΗ ο Βαξεβάνης; Δεν φαντάζεστε πόσο. Φυλακή! Να μην τους δει το φως του ήλιου ξανά. Όχι γιατί δεν τους χωνεύω – μα γιατί όσα έχουν καταγγείλει τόσο καιρό, είναι τρομαχτικά, είναι φρικώδη! Εμπλέκεται η κυβέρνηση, η αστυνομία, οι δικαστές! Το σενάριο να ισχύει οτιδήποτε από αυτά είναι αδιανόητο!

Αλλά για να πάνε φυλακή, πρέπει πρώτα να τους ακούσουμε. Να ερευνηθούν τα λεγόμενά τους. Να δούμε τις πηγές τους. Να αναρωτηθούμε για τις καταγγελίες τους. Να τους πιάσουμε, έναν-έναν τους εμπλεκόμενους και να τους ρωτήσουμε “πως το ξέρεις αυτό; Πως το είπες αυτό; που βασίστηκες για να το πεις αυτό;”

Πως μπορούν να απαντηθούν όλα αυτά, όταν η δημοσιογραφία (και η δικαιοσύνη, εν προκειμένω) κάνει τα στραβά μάτια;

Πως όταν αυτή η δημοσιογραφία κλείνει τα μάτια της και κάνει ότι δεν βλέπει;

Πως ανεχόμαστε τόση σιωπή όταν γύρω μας όλα ουρλιάζουν με τόσο θόρυβο – άλλοι γιατί τους πυροβόλησαν, άλλοι γιατί είναι θυμωμένοι, άλλοι γιατί καταγγέλλουν, άλλοι γιατί σκοτώνουν κι άλλοι γιατί πεθαίνουν; Πως γίνεται να μας λένε “κοιτάξτε τι ήσυχα που είναι και σήμερα”;

Πως δεν μας είναι σαφές ότι πρόκειται για μία δολοφονία της αλήθειας που γίνεται αυτήν την στιγμή μπροστά στα μάτια μας; Για μία δολοφονία της δημοσιογραφίας;

Πως όπλο είναι η σιωπή;

Πως δεν καταλαβαίνουμε ότι οι δολοφόνοι είναι εκατό;

~

Το παιχνίδι Μία νύχτα στο Παλέρμο, παρότι είχα πολλές ευκαιρίες, δεν το έπαιξα ποτέ. Το σιχαινόμουν βαθιά – παρότι είναι μόνο ένα παιχνίδι. Δεν ήθελα να είμαι ο δολοφόνος, φυσικά, μα σίγουρα δεν ήθελα να είμαι ο πολίτης. Με ανατριχιάζει η αίσθηση ότι οι δολοφόνοι συνεννοούνται μεταξύ τους με τα μάτια για το επόμενο θύμα έχοντας το πλεονέκτημα να γνωρίζονται μεταξύ τους. Με θυμώνει η πιθανότητα ο αστυνομικός να είναι πληρωμένος και να μην κάνει σωστές έρευνες για να τους αποκαλύψει με αντίτιμο την προστασία τους. Με αηδιάζει η σκέψη ότι ο γιατρός τα παίρνει, και θα σώζει διαρκώς μόνο αυτούς που θα προστατεύουν είτε από βλακεία είτε από σχέδιο τους αληθινούς δολοφόνους ελπίζοντας να αντέξουν μόνο λίγο παραπάνω. Με αγχώνει ότι οι αθώοι πολίτες θα ψηφίσουν(!) χωρίς να έχουν κανένα στοιχείο, παραπλανημένοι συνειδητά από όλους τους υπόλοιπους, έναν από τους ίδιους παίζοντας τέλεια τον ρόλο του θύματος σε ένα παιχνίδι που δεν θα κερδίσουν ποτέ.

Μα πάνω απ’ όλα, με τρομοκρατεί ο αφηγητής. Με τρομοκρατεί να ξέρει ποιοι είναι οι δολοφόνοι, να ξέρει ποια είναι τα θύματα, να ξέρει όλο αυτό το ανίερο παιχνίδι – και με χαλαρή, ήρεμη φωνή, να μας κοιτά στα μάτια, να μας ζητά να καλύψουμε τα δικά μας, να αφεθούμε ηττημένοι και να αποδεχθούμε να πέσει άλλη μία ατιμώρητη, σιωπηλή, νύχτα στο Παλέρμο…

Απο μικρό παιδί, δεν μπόρεσα ποτέ να κατανοήσω την λογική “ναι, αλλά η χούντα έφτιαξε δρόμους”. Ή το “με την χούντα κοιμόμασταν με τις πόρτες ανοικτές”. Και πάντα με εξέπληττε το “Η χούντα έφτιαξε την οικονομία”. Αυτή η μάχη, στην οποία τολμούσε να πολεμήσει το οικονομικό συμφέρον του καθενός την ίδια την ουσία της Δημοκρατίας, μου φαινόταν πάντα εξαιρετικά παράλογη.

Φυσικά, παρότι αθεράπευτα αφελής πολιτικά άνθρωπος, πάντα καταλάβαινα το “γιατί” κάποιος θα έλεγε τέτοια ανόητα πράγματα. Οι άνθρωποι χρειάζονται ηρεμία, χρειάζονται ασφάλεια, χρειάζονται οικονομική ευμάρεια – προφανώς, είναι ξεκάθαρο ότι αυτό ήταν ο στόχος τέτοιων δηλώσεων. Όμως, παραμένει τρελό:

Αξίζει η ασφάλεια, η ηρεμία και η ευμάρεια όμως την κατάλυση της Δημοκρατίας;

Δεν έχω ακούσει κανέναν -και έχω μιλήσει και με συμπαθούντες την χούντα στην ζωή μου, όχι μόνο τότε, μα ακόμα και πρόσφατα- ποτέ, κανέναν να μου πει “όχι, κάνεις λάθος, είναι ένα ψέμα – δεν πήραν ποτέ την εξουσία με την απειλή των όπλων”. Πάντα το προφανές απλώς δεν το συζητούσαμε – την πήραν όπως την πήραν, οκ, αλλά τι έκαναν μ’ αυτήν; Καλό για όλους, το τραπέζι είχε φαι, οι πόρτες ήταν ανοιχτές, τέλος πάντων, ήταν ο επίγειος παράδεισος. Και όσοι και να το καταρρίψουν με στοιχεία πάντα το “ε, τουλάχιστον κοιμόμασταν με ανοικτές τις πόρτες” μοιάζει να κερδίζει κάθε άλλο επιχείρημα.

Και γω πάντα ο ίδιος αφελής, πάντα αναρωτιόμουν πως κατάφερναν να κοιμηθούν με ανοιχτές τις πόρτες – δεν τους ενοχλούσαν οι κραυγές των βασανισμένων;

Πριν από λίγες ημέρες, έγραψα το “Συγγνώμη. Συγγνώμη! ΣΥΓΓΝΩΜΗ!”, Ήταν μία αγωνία που είχα μέσα από την καρδιά μου, βασισμένη σε μία σταθερά προσέγγισή μου να κοιτώ πρώτα τον άνθρωπο, και μετά το σύνολο. Οι άνθρωποι χάνονται, ξεχνιούνται, δεν τους δίνουμε πια σημασία, και έτσι εύκολα μπορεί να ξεχάσουμε τι προκάλεσε όλα αυτά που έζησαν – δίνοντας έτσι το ελεύθερο για να ξαναγίνουν.

Ήθελα να πω μία συγγνώμη σ’ αυτούς που δεν πολέμησα αρκετά γι’ αυτούς, που απέτυχα να εκπροσωπήσω στην κάλπη, που απέτυχα να πείσω τους υπόλοιπους να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους.

Βεβαίως, ήταν δημόσια κουβέντα, και οι δημόσιες κουβέντες περνούν από κριτική. Και ω, και αν είχα κριτική.

Εκτός από αυτούς που ένιωσαν κάτι διαβάζοντάς το, και κάποιους λίγους που μου απάντησαν σοβαρά, πολλοί στα social με έβρισαν, πολλοί με λοιδώρησαν – ακόμα και άνθρωποι με τους οποίους μπορεί πάντα να ήμουν ιδεολογικά απέναντι, αλλά ποτέ δεν τους φέρθηκα έτσι, γιατί σέβομαι πάντα τον αντίπαλό μου. Κάποιοι τα έσβησαν μετά, οι περισσότεροι όχι. Τα κρατώ, με πίκρα και τα μεν και τα δε – άλλωστε είναι νικητές κι εγώ είμαι χαμένος, στην επόμενη τετραετία θα έχουμε αυτούς που που θέλουν, νικητές κι αυτούς, με ισχυρότατη και ξεκάθαρη εντολή.

Φευ.

Όμως, σ’ αυτούς που μου απάντησαν σοβαρά, μία ήταν η βασική κοινή συνισταμένη:

“Γιάννη, ζεις σε έναν μικρόκοσμο. Έξω γίνονται άλλα πράγματα.“

Σας μιλώ απολύτως ειλικρινά, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Χιλιάδες άνθρωποι ταλαιπωρήθηκαν εκτός ΜΕΘ με αστείες δικαιολογίες, δεκάδες άνθρωποι πέθαναν με γελοίες δικαιολογίες, εκατοντάδες άνθρωποι παρακολουθήθηκαν με αδιανόητες δικαιολογίες, αναρίθμητοι αθώοι άνθρωποι επαναπροωθήθηκαν χωρίς καμία δικαιολογία. Δεν είναι αρκετός λόγος να τιμωρήσεις τον υπεύθυνο; Τι σκατά μιλάμε για echo chamber, για τον θάλαμο που ακούς μόνο πολλαπλασιασμένα τον εαυτό σου; Δεν είναι όλα αυτά σημαντικά;

Προφανώς, όχι – όχι για όλους.

“Ο κόσμος ήθελε ασφάλεια. Ήθελε ευημερία. Ήθελε ηρεμία”.

Δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα άλλαξαν λίγο την οπτική μου:

Το πρώτο, ήταν μία σημαντική εικόνα: ένα tweet (δεν θυμάμαι απο ποιον, λυπάμαι, αλλά αν το βρω θα το συμπληρώσω στο άρθρο) που έκανε πάνω κάτω την διαπίστωση πως “για την κυβέρνηση δεν ακούγεται από τα μέσα ούτε μία αρνητική είδηση. Για την αντιπολίτευση, ούτε μία θετική”. Είναι εντυπωσιακό πόσο υποσυνείδητα γίνεται αυτό, μα όσες φορές έβλεπα τηλεόραση, σαν γενικό συμπέρασμα, ταιριάζει μ’ αυτήν την εικόνα. Ο Κωνσταντίνος Πουλής (αν δεν απατώμαι) έλεγε σε ένα από τα pod/vidcast της Φάρμας των Ζώων πως ακόμα και αν κάτι πάει στραβά, η αφήγηση δεν είναι “η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις”, μα “η αντιπολίτευση ισχυρίζεται πως η κυβέρνηση έδωσε δεκάδες δισεκατομμύρια σε αναθέσεις”. Αφού “το ισχυρίζεται η αντιπολίτευση” δεν σημαίνει πως είναι αλήθεια, σωστά; Αντιπολίτευση είναι, τι άλλο θα πει, έτσι δεν είναι; Την ίδια διαδικασία, επίσης αν θυμάμαι καλά, περιγράφει ο δημοσιογράφος Άρης Χατζηστεφάνου (έγραψε ένα υπέροχο βιβλίο γι’ αυτό) ενώ την ολοκληρώνει ο Κώστας Βαξεβάνης, που λέει ότι όταν κάποιος έξω βρέχει, και κάποιος άλλος ότι δεν βρέχει, η δουλειά του δημοσιογράφου δεν είναι να μεταφέρει απλώς τι λέει ο καθένας, μα να ανοίξει το γαμημένο το παράθυρο και να ανακαλύψει μόνος του.

Το δεύτερο, είναι το άρθρο του δημοσιογράφου Δημήτρη Κούλαλη για το News247.gr. Εκεί παίρνει συνέντευξη μεταξύ άλλων από έναν αγρότη, που λέει: “εγώ σαν επαγγελματίας δεν ζημιώθηκα. Αποδέσμευσαν τις ασφαλιστικές εισφορές από το εισόδημα. Ανέστειλαν το τέλος επιτηδεύματος όλα αυτά τα χρόνια ”.

Τόμπολα.

Βλέπετε, στο πόνημά μου, ζητάω συγγνώμη σε χιλιάδες ανθρώπους. Σε όλες τις απαντήσεις που έλαβα, όλες, από τις πιο χυδαίες μέχρι τις πιο σοβαρές, δεν είδα ούτε μία που να λέει “κάνεις λάθος, δεν έγιναν”. Προφανώς, ελάχιστοι (εως κανείς εξ αυτών) δεν πιστεύουν τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη, που λέει ότι βασανίστηκε στην ΓΑΔΑ, κανείς δεν πιστεύει τις διηγήσεις του Ιάσονα Αποστολόπουλου ή των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, το ξέρω – αλλά για την τακτική στις ΜΕΘ, πχ την υπερασπίστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός, για την τακτική των παρακολουθήσεων την παραδέχθηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός – δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά τα πράγματα έγιναν.

Έγιναν, και όσους μας απασχολούν, ζούμε σε έναν μικρόκοσμο.

Και κάπως έτσι γίνεται και είναι ταυτόχρονα και σωστή αυτή η διαπίστωση, και λάθος.

Κάποιος αγρότης, οικονομικά, δεν επηρεαστηκε. Ο κάτοικος της Λήμνου Λέσβου πχ, όπως περιγράφει στο ίδιο άρθρο του News247 ο Θωμάς Μαυροφίδης, διδάσκων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, πίστεψε πως επήλθε η ηρεμία στο νησί, γιατί απλώς τους επαναπροωθούσαν όλους και δεν τους ξανάβλεπε ποτέ. Κάποιος επιχειρηματίας, πήρε μία επιστρεπτέα προκαταβολή και κράτησε το μαγαζί του ανοικτό. Κάποιος άνεργος ίσως πήρε ένα pass για τον υπερφουσκωμένο λογαριασμό της ενέργειας.

Έκανε έργα η κυβέρνηση. Έφτιαξε την οικονομία. Ας την ξαναψηφίσουμε.

Ομολογώ, ότι εδώ δεν έχω επιχειρήματα. Ακούω αυτούς πχ που λένε στον επιχειρηματία “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να αγοράσει τα προϊόντα σου”, ή στον κουρασμένο από τους μετανάστες “και ποιος νομίζεις πως θα μείνει να μαζέψει τις φράουλές σου”, ή ακόμα και στον αγρότη “και ποιος νομίζεις πως θα κάνει κουμάντο τελικά στο πόσο θα πουλήσεις τις ντομάτες σου” – αλλά από μέρους μου θα ήταν φθηνό, και δεν θα το κάνω. Δεν θα το κάνω, κυρίως επειδή δεν τολμώ να βάλω την δημοκρατία στο ζύγι με οτιδήποτε άλλο, είναι ανήθικο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: μπορεί να έχουν δίκιο, δεν ξέρω: όταν όλοι θα ψάχνουν για δουλειά μπορεί να ξαναπάνε στα χωράφια, και οι αγρότες θα ελπίζουν στις κοινοτικές αποζημιώσεις, και για τους επιχειρηματίες υπάρχουν πάντα οι τουρίστες. Μπορεί όλα να πάνε καλά γι’ αυτούς στο τέλος, πού ξέρω εγώ;

Ή απλώς, μπορεί – όπως έλεγα τελικά προφητικά το 2019, ότι “τουλάχιστον από εδώ και μπρος τα κανάλια θα μας παρουσιάζουν την κάθε μέρα πιο ήρεμη από την προηγούμενη, αντίθετα με όσα μας έλεγαν τέσσερα χρόνια τώρα”- μπορεί δηλαδή, δεν ξέρω, απλώς οι μουσικοί του Τιτανικού πχ να κάνουν καλά την δουλειά τους, και όσοι δεν έχουμε ένα ξύλο να πιαστούμε, να πνιγούμε, τουλάχιστον, ήσυχοι, υπνωτισμένοι από την μελωδία της ηρεμίας.

Που να ξέρω;

Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι πως μέχρι τώρα -και έχω φτάσει αισίως στα πενήντα μου, δεν έχω φοβάμαι περιθώρια να αλλάξω πια- ποτέ δεν μέτρησε πιο πάνω η δική μου πιθανή ευημερία από τον βιασμό της προσωπικής ζωής του Θανάση Κουκάκη. Πότε δεν θεώρησα ότι η εξαγορασμένη φωνή από διάφορες λίστες ησυχία θα έπρεπε να καλύπτει την φωνή του Άρη, ή τις κραυγές του Μάγγου. Ποτέ δεν θεώρησα ότι η πιθανή οικονομική μου ανάσα είναι πιο πολύτιμη από την ανάσα που πάσχιζε να πάρει ένας ασθενής εκτός ΜΕΘ.

Έχουν την οικονομία τους, κι εγώ τους μιλάω για Δημοκρατία. Είναι πια τόσο παράλογο να πιστεύω πως μπορώ τους πείσω τελικά πόσο πιο σημαντικό είναι αυτό για το οποιο πασχίζω να ακουστεί;

Προφανώς λοιπόν, είμαι ανάμεσα σε λίγους φίλους. Προφανώς, ζω στο δικό μου μικρόκοσμο. Δεν έχω καμία αμφιβολία, το 41% ήταν πάνω από σαφές. Στην δημοκρατία, ξεκάθαρα οι περισσότεροι κάνουν κουμάντο.

Αυτό όμως δεν σημαίνει πως οι λιγότεροι θα πρέπει να βγάζουν τον σκασμό:

Αν θα πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά, για να ενώσω τις φωνές μου με τους βασανισμένους, για να περάσω από τις ανοικτές σας πόρτες και να χαλάσω σε κάποιους τον ύπνο, αυτό θα κάνω.

Αν πρέπει να φωνάξω ακόμα πιο δυνατά από τους υπνωτικούς μουσικούς του Τιτανικού – δεν βαριέσαι, έτσι θα γίνει.

Κι αν εγώ, όντως, τελικά, ζω σε μικρόκοσμο, είμαι με τον Θανάση και τον Ιάσονα, με τον Άρη και τον Βασίλη – δεν είμαι διατεθειμένος να τους πουλήσω και να βγω από αυτόν μόνο και μόνο για να κάνω σε κάποιους το χατήρι: θα τον μεγαλώσω αυτόν τον μικρόκοσμο, με όποιον τρόπο μπορώ, ώστε κάποια στιγμή να σας χωράει πια όλους.

Ετσι κι αλλιώς, έχασα. Τι άλλο έχω λοιπόν να χάσω;

Λίγες μέρες έχουν περάσει από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου. Όχι αρκετές, ομολογώ: Ο θυμός παραμένει, ο φόβος παραμένει, η αγωνία, το σοκ παραμένουν. Δεν έχω ξαναβιώσει τόσο αποσυντονισμένος. Αυτό που έγινε ήταν άδικο, ήταν παράλογο, ήταν απογοητευτικό. Μαζί μ’ αυτά τα εγωιστικά συναισθήματα όμως, ένα ακόμα μεγαλώνει μέρα με την μέρα: μία βαθιά θλίψη. Μία βαθιά θλίψη γι’ αυτούς τους ανθρώπους που αδικήσαμε.

Οι εκλογές στην δημοκρατία είναι η αδικία των πολλών εις βάρος των λίγων – όποιος και να κερδίσει, πάντα θα αδικήσει τους χαμένους, που ήθελαν κάτι άλλο. Έτσι είναι – έτσι ήταν πάντα. Έτσι είναι όταν κερδίζουμε, κάποιοι θα ζήσουν αναγκαστικά τις ζωές που ονειρευτήκαμε και επιλέξαμε εμείς, έτσι είναι και όταν χάνουμε, κάποιοι άλλοι, επειδή είναι περισσότεροι θα ορίσουν το δικό μας μέλλον.

Σε ένα διακύβευμα που δεν είναι αμιγώς πολιτικό όμως (ετοιμάζω ξεχωριστό post γι’ αυτό, αν καταφέρω να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου σε γραπτό λόγο που να βγάζει νόημα – ιδιαίτερα δύσκολο αυτές τις ημέρες) υπάρχει και μία αδικία που δεν είναι περιορισμένη στα “θέλω” καθενός: Δεν μπορεί να πει κανείς “θέλω” δημοκρατικά παράνομες παρακολουθήσεις. Δεν μπορεί να πει “θέλω” δημοκρατικά παράνομο μοίρασμα του δημοσίου χρήματος. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” όταν από επιλογές πεθαίνουν άνθρωποι ατιμώρητα. Δεν μπορεί κανείς να πει “θέλω” δημοκρατικά να βασανίζονται άνθρωποι στα αστυνομικά τμήματα ή σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου.

Εκεί χάσαμε. Όχι στην πολιτική, η πολιτική θα ήταν διαχειρίσιμη, έχουμε ξαναχάσει στο παρελθόν: Χάσαμε στην αδικία.

Δεν σταθήκαμε δίπλα στους αδικημένους. Μην αρχίσετε πάλι “όχι, εγώ ψήφισα κάτι άλλο”, ή “όχι, εγώ δεν πήγα καν να ψηφίσω”, “ή μη με βάζεις εμένα μ’ αυτούς, δεν ήξερα” – έτσι είναι η δημοκρατία, η απόφαση των περισσότερων γίνεται ευθύνη όλων.

Δεν θέλει κάποιος άλλος την ευθύνη; Την παίρνω όλη εγώ. Εγώ. Θα ζητήσω συγγνώμη από όσους αδικήσαμε με την συνολική μας ψήφο εγώ:

Συγγνώμη.

Γαμώτο, είναι πολύ επώδυνο αυτό: Συγγνώμη. Λυπάμαι πολύ που τους απογοητεύσαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Συγγνώμη στα θύματα των παρακολουθήσεων. Ειδικά αυτό ήταν τρομερό. Συγγνώμη. Βιάστηκε η προσωπική σας ζωή, βασανίστηκε το δικαίωμά σας στην ιδιωτικότητα, άδικα, παράνομα, απάνθρωπα, και δεν σας σταθήκαμε. Επιβραβεύσαμε και ξαναδώσαμε την εξουσία στους θύτες σας, που μέχρι τώρα την χρησιμοποίησαν μόνο για να καλύψουν τα αίσχη τους. Συγγνώμη. Είναι τρομερό αυτό που έγινε. Δεν σας σταθήκαμε όπως έπρεπε, δεν σας σταθήκαμε όσο έπρεπε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τον Θανάση Κουκάκη, που αφιέρωσε την επαγγελματική του δραστηριότητα για να μας εξηγήσει τι του έκαναν, και πόσο παράνομο ήταν. Συγγνώμη Θανάση, άξιζες κάτι περισσότερο από αυτό. Συγγνώμη ειδικά και από τον Σταύρο Μαλιχούδη, που για ακατανόητο λόγο όλο τον εξαιρούν από τα θύματα – λες και δεν είναι αρκετά σημαντικός. Συγγνώμη ειδικά και από τον Τάσσο Τέλλογλου, που ξεκίνησαν να τον παρακολουθούν ακριβώς γιατί έκανε ρεπορτάζ γι’ αυτό. Εκείνος δεν ήταν θύμα και αμύνθηκε – έγινε θύμα ακριβώς γιατί έκανε την δουλειά του. Συγγνώμη Τάσο, σε απογοητεύσαμε. Συγγνώμη ειδικά και από τον Χρήστο Ράμμο. Εκτέθηκε, με μόνο όπλο την αξιοπρέπειά του. Είναι τρομερό να αισθάνεσαι τόσο μόνος πολεμώντας την αδικία. Είναι τρομερό να ξέρεις πως κάθε στιγμή σου είσαι κάποιου εχθρός. Σίγουρα πίστεψε ότι θα τον προστατεύαμε την προηγούμενη Κυριακή. Αποτύχαμε. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη. Συγγνώμη! Είναι τρομερό να έπρεπε να ζήσετε τόσο ψέμα, τόση εξαπάτηση, τόσο θράσος μπροστά στα μάτια σας προσπαθώντας να καλύψουν τις ευθύνες τους, αλλά παίρνατε ελπίδα από την δική μας τιμωρία, όταν θα ερχόταν η ώρα να τιμωρηθούν πολιτικά τα τόσο ξεκάθαρα λάθη τους, πριν και μετά. Η ώρα ήρθε, όμως μετρηθήκαμε λίγοι. Εκείνοι γελάνε, εκλεγμένοι πια – εξαιτίας μας γελανε, εμείς τους το επιτρέψαμε. Συγγνώμη, δεν είναι λογικό, δεν έχω λόγια. Αλήθεια. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις οικογένειες των ανθρώπων που πέθαναν έξω από μία ΜΕΘ, πασχίζοντας να πάρουν μία ανάσα. Συγγνώμη. Τους ακούσατε να λένε ότι είναι το ίδιο μέσα και έξω από την ΜΕΘ, να ψάχνουν μελέτες που δεν τους κοινοποιήθηκαν, γελοίες δικαιολογίες, τους ακούσατε να βάζουν τα παιδιά σας σε μία τάξη περισσότερα και όχι λιγότερα, να μας παροτρύνουν να βγάζουμε τις μάσκες όταν έρχονταν τουρίστες γιατί μας προστάτευαν αόρατοι αλγόριθμοι, τους ακούσατε να λένε πως οι αστυνομικοί δεν κολλάνε, και πως δεν υπάρχουν χρήματα για λεωφορεία. Συγγνώμη. Είναι ένα διαρκές έγκλημα απέναντι σε όλους, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους ήλπιζαν σε μία επέμβαση μα δεν ήρθε η σειρά τους γιατί αντί να γίνουν νέα νοσοκομεία χρησιμοποιήσαμε μόνο αυτά που είχαμε. Συγγνώμη από τους γονείς κάθε παιδιού με καρδιοπάθεια. Συγγνώμη. Δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας αγνόησαν. Δεν κάναμε αυτό που οφείλαμε απέναντί σας. Συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από το νοσηλευτικό και το ιατρικό προσωπικό. Δούλεψαν με απίστευτη αυταπάρνηση και αυτοθυσία, σε ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν ένα φυσικό φαινόμενο, την πανδημία, αλλά μία ιδεοληπτική πολιτική που δεν γουστάρει να πληρώνει τις υπηρεσίες τους. Δεν τους σταθήκαμε τότε παρά μόνο με χειροκροτήματα. Την Κυριακή χειροκροτήσαμε τον πρωθυπουργό που τους διέλυσε.

Συγγνώμη από αυτούς που έψαξαν καλύτερη μοίρα στην χώρα μας. Συγγνώμη. Συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα σύνορα, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, συγγνώμη για όσα τραβήξατε στους δρόμους. Συγγνώμη από τους συγγενείς σας, από τις οικογένειές σας που πνιγήκανε γιατί έχουμε πολύ καλό φράκτη – συγγνώμη από τα παιδιά σας που ζήσανε μία τόσο άδικη ζωή. Συγγνώμη για κάθε βράδυ που κοιμηθήκατε νηστικοί, για κάθε ξημέρωμα που σας βρήκε σε ένα παγκάκι μίας πλατείας, ή σε μία βάρκα μέσα στην θάλασσα. Συγγνώμη που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που σας έβρισαν, σας έκλεψαν, σας βίασαν, σας χτύπησαν, έθεσαν τις ζωές των οικογενειών σας σε κίνδυνο. Συγγνώμη, είναι φρικτό που επιτρέψαμε να σας φερθούν έτσι, μα είναι ακόμα πιο φρικτό που δεν τιμωρήσαμε αυτούς που το έκαναν, καθ’ επανάληψη, όλη την προηγούμενη τετραετία. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ που είχε το θάρρος να ρωτήσει για όλα αυτά – και γι’ αυτό μπήκε στο στόχαστρο ενός εκδικητικού πρωθυπουργού μας. Συγγνώμη ειδικά και από τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, όχι μόνο για τον απίστευτο εξευτελισμό της μη βράβευσής του από την ΠτΔ, αλλά και γιατί παραμένει, παρά τον οχετό επιθέσεων που δέχεται, μία αξιόλογη πηγή ενημέρωσης για όσα τα ΜΜΕ αρνούνται να μας δείξουν. Συγγνώμη Ιάσονα, σε αφήσαμε μόνο σου εσένα και επιβραβεύσαμε όλους αυτούς. Λυπάμαι αληθινά πολύ. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους δεν τους φτάνουν πια τα λεφτά για να ζήσουν. Συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους δεν άναψαν την θέρμανση, που έκαναν αναγκαστικά μπάνιο με κρύο νερό, από όσους θυμήθηκαν πάλι τα κεριά και τους φακούς για το βράδυ. Συγγνώμη από όσους η δουλειά τους τους έφερνε μία η άλλη με την βενζίνη για να πάνε ως εκεί. Συγγνώμη από όσους στέρησαν στα παιδιά τους ένα ρούχο ή ένα παιχνίδι. Συγγνώμη. Δεν το αξίζατε αυτό. Εμείς φταίμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τις επιχειρήσεις που έβαλαν λουκέτο στα όνειρά τους, γιατί δεν βρέθηκε κανείς να τους βοηθήσει πραγματικά. Συγγνώμη, που ψηφίσαμε αυτούς που έδωσαν επιλεκτικά τα χρήματά μας, την κρατική μας βοήθεια, μόνο με απ’ ευθείας αναθέσεις στους φίλους τους. Αφήσαμε ικανούς ανθρώπους έξω, επιτρέποντας να διορίζουν τους ανίκανους δικούς τους ως διοικητές σε καθε δημόσιο οργανισμό. Αφήσαμε τα βύσματα να γίνουν πολλαπλάσιοι μετακλητοί ατιμώρητα. Αφήσαμε τους τραπεζίτες να χρηματοδοτούν παράνομα τις επιχειρήσεις των φίλων τους – και φροντίσαμε να μη τιμωρηθούν γι’ αυτό. Αφήσαμε τους εργαζομένους αβοήθητους, να παλεύουν για έναν μικρότερο μισθό, για περισσότερες ώρες, μακριά από την οικογένειά τους, μήπως και δεήσει το αφεντικό να τους επιτρέψει να πάνε στις … ελιές τους. Συγγνώμη. Χρειαζόσασταν μία προστασία, και σας στερήσαμε την ελπίδα. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους έχασαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους στις φωτιές. Φωτιές συμβαίνουν, πάντα συμβαίνουν, θα συνεχίσουν να συμβαίνουν, αλλά εσείς βρεθήκατε αβοήθητοι, με μόνο σύμμαχο και εχθρό τον αέρα και την παραλία – μόνο και μόνο γιατί τα χρήματα που θα μπορούσαν να βοηθήσουν επιλέχθηκε να δοθούν αλλού. Συγγνώμη, σας κοροϊδευαν μεσ’ τα μούτρα σας ότι φυσάει ακόμα και τις απάνεμες ημέρες. Είναι άδικο, είναι άδικο. Τον ξέρω τον φόβο σας, τον γνώρισα κι εγώ. Εγώ γλίτωσα την στάχτη – εσείς όχι. Συγγνώμη.

Ειδική συγγνώμη στους πυροσβέστες, τους λίγους που απέμειναν. Τα έδωσαν όλα, για ανθρώπους, για σπίτια και περιουσίες – για να πληρωθούν με μία αύρα στο Σύνταγμα. Τι ντροπή. Συγγνώμη, σας εκμεταλλευτήκαμε, την αγωνία και τον φόβο σας, την αυταπάρνηση και το φιλότιμό σας, και σας πληρώσαμε με αδιαφορία. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους της τέχνης. Ο πόλεμος που σας έγινε ήταν αδιανόητος. Με κάθε τρόπο, με κάθε δικαιολογία, με κάθε ευκαιρία προσπάθησαν να σας εξαφανίσουν. Σας στέρησαν την δυνατότητα να βιοπορίζεστε, σας στέρησαν ακόμα και τα πτυχία σας. Ειδική συγγνώμη για όσους στοχοποιήθηκαν επειδή στάθηκαν απέναντι στον βασανισμό της λογικής μας όταν ελευθερώθηκε ένας καταδικασμένος συνάδελφός τους. Αντί να κρυφτούν, ή να κάνουν τα στραβά μάτια, για να μην ενοχλήσουν τα επόμενα αφεντικά τους, αντ’ αυτού, πήραν θέση, όπως οφείλει στ’ αλήθεια η τέχνη, δυνατά και στο κέντρο της σκηνής – και έμειναν απροστάτευτοι, μπήκαν στο στόχαστρο, τιμωρήθηκαν. Μίλησαν για όλους μας, και έμειναν μόνοι. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη ειδικά από τους αρχαιολόγους. Είδαν αυτά που θαυμάζουν και ονειρεύονται να ξεπέφτουν σε ανταλλάξιμα αντικείμενα από μία αδιάφορη κυβέρνηση. Είδαν να ξηλώνεται μία ολόκληρη πολιτεία για ένα γινάτι. Είδαν να τσιμεντώνεται ένα μνημείο από ανόητους. Και μετά έπρεπε να δουν εμάς να ξαναψηφίζουμε αυτήν την πολιτική. Συγγνώμη, τι να πω, συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους εκπαιδευτικούς και από τους μαθητές τους. Το σχέδιο για να φτωχοποιηθεί η δημόσια παιδεία χρειαζόταν είκοσι χιλιάδες θύματα, που στερήθηκαν μία ανώτερη εκπαίδευση. Συγγνώμη από τα παιδιά που στριμώχθηκαν σε μία αίθουσα περισσότερα από ότι έπρεπε, για να μην πάρουμε άλλους δασκάλους – με πρόσχημα κάτι διαγράμματα σε κωλόχαρτα και γελοίες μάσκες και παγουρίνα. Συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη. Συγγνώμη από όσους μαθητές στοχοποιήθηκαν για τις αντιδράσεις τους, σε όλη αυτή την γελοιότητα. Σας αφήσαμε μόνους σας, επιβραβεύσαμε τους λοιδωρούς σας. Συγγνώμη. Συγγνώμη στους φοιτητές που επιτρέψαμε ΜΑΤ να τους στοχεύουν στο πρόσωπο ατιμώρητα. Συγγνώμη. Συγγνώμη, αλήθεια συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους ανθρώπους που έχασαν τα σπίτια τους από τους τοκογλύφους, συγγνώμη από αυτούς που θα τα χάσουν. Δεν σας προστατέψαμε, δεν σταθήκαμε δίπλα σας. Σε μία απολύτως φτωχοποιημένη κοινωνία, γίνατε ταυτόχρονα ο αποδιοπομπαίος τράγος και το υπέροχο φιλέτο για αδυσώπητα “fund” που πλουτίζουν από τα δάκρυά σας. Συγγνώμη. Θα έρθουν ακόμα πιο δύσκολες μέρες, συγγνώμη, συγγνώμη. Δεν θα φτάνουμε πια όσοι διαφωνούμε μ’ αυτήν την λαίλαπα να σας σώζουμε. Δεν θα είμαστε ποτέ αρκετοί. Δεν ξέρω τι να πω. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από τους δικαστές και τους εισαγγελείς που έζησαν αυτή την παράλογη τετραετία. Είναι αδύνατο να κάνεις την δουλειά σου όταν έχεις απέναντί σου ένα τόσο ισχυρό σύστημα. Είναι αδύνατο να πολεμάς όχι μόνο για την τιμή σου, αλλά κάθε μέρα να βρίσκεσαι εναντίον ακόμα και των συναδέλφων σου. Συγγνώμη. Πιστέψατε πως θα τελείωνε την Κυριακή αυτός ο φρικτός εφιάλτης. Συγγνώμη, αποτύχαμε. Συγγνώμη.

Ξεχωριστή συγγνώμη σε έναν μόνο άνθρωπο που ξεχώρισε – την Ελένη Τουλουπάκη. Αν για όλους ήταν δύσκολο, για εκείνη πρέπει να ήταν φρικτό. Την αντιμετώπισαν με τον σκαιότερο τρόπο, ένιωσε την αδικία και την σιωπή όλων στο πετσί της. Συγγνώμη, εσύ έκανες το καθήκον σου, εμείς πάλι όχι.

Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους που στάθηκαν τίμιοι στο επάγγελμά τους. Λίγοι, απέναντι σε πολλούς συναδέλφους τους με πολύ δυνατότερες και πιο ισχυρές φωνές. Όχι αντικειμενικοί, αλλά αξιοπρεπείς, έχασαν δουλειές, έχασαν ευκαιρίες, έμειναν άνεργοι – αλλά δεν ξεπουλήθηκαν. Ελάχιστα τα μέσα που άντεχαν να τους προσλάβουν, κανένας έξω απο κριτική για να μείνει φίλος τους. Συγγνώμη. Εσείς κάνατε ο,τι μπορούσατε τόσα χρόνια να μάθουμε τις αλήθειες που δώσανε τόσες ανήκειες μάχες για να κρύψουν, απλώς για να τις αγνοήσουμε τα πέντε δευτερόλεπτα που χρειαζόταν να τις λάβουμε υπόψη. Συγγνώμη.

Συγγνώμη στους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στα ΜΜΕ που αγνοήθηκαν από την λίστα Πέτσα – και τις επόμενες λίστες που την ακολούθησαν. Είναι μία ντροπή, και ένας άδικος και αθέμιτος ανταγωνισμός με τα άλλα μέσα. Συγγνώμη, μάλλον ενημερωθήκαμε τελικά μόνο από τους ξεφτιλισμένους χορτάτους συναδέλφους σας. Συγγνώμη ειδικά επίσης στον Κώστα Βαξεβάνη. Εχω αφιερώσει πολλά άρθρα εδώ στο blog υπερασπιζόμενος έναν δημοσιογράφο που όσα εκδικητικά έχει ζήσει από αυτήν την κυβέρνηση δεν χωράνε ούτε σε πέντε βιβλία. Βρέθηκε μόνος του, απέναντι στο σύστημα, στο ψέμα, στην οικονομική, ηθική και σωματική εξόντωσή του. Βρέθηκε μόνος του απέναντι σε όλους του συναδέλφους του που έβλεπαν σιωπηλοί την απόπειρα δολοφονίας του. Όλα όσα έκανε, όλα όσα έζησε, όλα όσα αποκάλυψε, τα σβήσαμε σε μια στιγμή την προηγούμενη Κυριακή. Συγγνώμη από τους φίλους του The Press Project, την ομάδα της Εφημερίδας των Συντακτών, των Reporters United, του Manifold, τα παιδιά του OmniaTV, του 2020mag, των We Are Solomon, των Forensic Architecture, τους δημοσιογράφους του Inside Story, την ομάδα του VouliWatch. Συγγνώμη. Κάνατε τόσο κόπο, τόσους εχθρούς, πολεμήσατε κόντρα στο κύμα, απλήρωτοι και εθελοντές – και δεν άλλαξε τίποτα στις πράξεις μας. Συγγνώμη, συγγνώμη. Αλήθεια συγγνώμη. Συγγνώμη από τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ που γνώρισαν την τρέλα της αστυνομίας. Άλλοι με ράμματα, άλλοι χωρίς την ακοή τους. Προσπάθησαν με κίνδυνο της ζωής τους να μεταφέρουν τα γεγονότα, δεν κατάφεραν όμως να μας πείσουν να τους ακούσουμε. Συγγνώμη.

Συγγνώμη από όσους ένιωσαν την βια της αστυνομίας. Εδώ το κεφάλαιο είναι τεράστιο, είστε τόσοι πολλοί, τόσοι πολλοί. Σας εξεφτέλισαν, σας χτύπησαν, σας αδίκησαν, σας βίασαν. Όλα ατιμώρητα, και τότε, και την Κυριακή που μας πέρασε. Είμαστε απαράδεκτοι, είμαστε αδικαιολόγητοι. Αδιαφορήσαμε, δεν υπάρχει καλύτερη περιγραφή από αυτό, αδιαφορήσαμε και ξαναπροσλάβαμε αυτούς που παρανόμησαν επάνω σας για να το ξανακάνουν.

Συγγνώμη ειδικά από την οικογένεια του Νίκου Σαμπάνη. Είδε το αυτοκίνητο που πέθανε ο γιός τους να διαλύεται ατιμώρητα για να μην μείνει ούτε ένα ίχνος στοιχείων για την δολοφονία του από τους δειλούς δράστες. Δεν αποδώσαμε δηκεοσοίνι ως οφείλαμε. Συγγνώμη ειδικά από το παιδί που πονούσε στην Νέα Σμύρνη. Ξεχάσαμε τον πόνο του. Συγγνώμη επίσης από τον αστυνομικό που έκανε το καθήκον του δίνοντας κατάθεση για τις υποκλοπές, και πληρώθηκε με μία δυσμενή μετάθεση γι’ αυτό. Συγγνώμη ειδικά από τον “Ινδιάνο”. Εκείνος βέβαια δεν είχε να ελπίζει πολλά, γιατί τον είχαμε ξεχάσει ήδη τους επτά μήνες της άδικης φυλάκισής του. Συγγνώμη ειδικά από τον Δημήτρη Ινδαρέ και την οικογένειά του. Θα μου μείνει πάντα η φωνή του, να στέκεται με θάρρος μόνος του να προστατεύει την οικογένειά του σε μία ταράτσα απέναντι στα πάνοπλα θηρία. Εμείς πάλι, δεν δείξαμε το ίδιο θάρρος όταν χρειάστηκε. Συγγνώμη ειδικά από τον πατέρα του Βασίλη Μάγγου. Δεν έχω τίποτα να πω εδώ, συγγνώμη, χίλιες φορές συγγνώμη. Στάθηκε αξιοπρεπής, εμείς πάλι όχι. Συγγνώμη. Συγγνώμη ειδικά και από τον Άρη Παπαζαχαρουδάκη. Πέρασε φριχτά βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ και δεν θα ήταν εύκολο γι’ αυτόν να μας τα περιγράψει μόνο και μόνο για να καταλάβουμε το μέγεθος της φρίκης που ζουν όσοι είναι κρατούμενοι στα χέρια της εξουσία. Μάταια: εκλέξαμε πάλι τους ανθρώπους που ανέχτηκαν, αν όχι παρήγγειλαν αυτά τα αίσχη. Αυτούς που κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους γιατί μπορούσαν. Συγγνώμη Άρη, πραγματικά συγγνώμη.

Συγγνώμη.

Χρωστάω κι άλλες συγγνώμες, πολλές. Είναι πιθανό να μου έρθουν στιγμές που έχω ξεχάσει, αδικίες που έχω παραλείψει – είναι τόσα πολλά, είναι τόσο δύσκολα.

Κάθε συγγνώμη μου και μία μαχαιριά.

Τις εννοώ όλες. Τις πιστεύω όλες, και λυπάμαι για κάθε έναν ξεχωριστά που η ψήφος μας τον απογοήτευσε. Λυπάμαι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι εκτέθηκαν, μας είπαν την ιστορία τους, έκαναν εχθρούς, τους λοιδώρησαν, τους κορόιδεψαν, τους επιτέθηκαν, τους μείωσαν, και αυτοί έμειναν όρθιοι, τίμιοι, αξιοπρεπεις, για να πουν την ιστορία τους, για να μοιραστούν την αδικία, για να πουν “θυμήσου με. Όταν έρθει η ώρα, θυμήσου την ιστορία μου, και κάνε το σωστό. Τιμώρησε αυτούς που με αδίκησαν.

Εκείνη την στιγμή, μην με ξεχάσεις. θυμήσου με”.

~

Είμαι θυμωμένος, είμαι τρομαγμένος, είμαι σοκαρισμένος από αυτό που έγινε την Κυριακή. Αλλά όλα αυτά είναι για μένα, είναι εγωιστικά. Υπήρξαν όμως άνθρωποι – όχι απλώς ιστορίες αλλά άνθρωποι – που για όσα γκρινιάζω εγώ γράφοντας ένα κείμενο, γι’ αυτούς ήταν όλη η ζωή τους. Που όταν πήγαινα για καφέ, έτρωγαν σιωπηλοί στην κουζίνα με την καρέκλα απέναντί τους πια άδεια. Που όταν έβλεπα μπάλα στην τηλεόραση θυμόντουσαν αναμνήσεις από το καμένο πια τους σπίτι, ή έτρεμαν μη χτυπήσει το τηλέφωνο από την τράπεζα. Που όταν πληρωνόμουν τον μισθό μου εκείνοι χρωστούσαν το νοίκι γιατί δεν έγραφαν “το σωστό άρθρο”. Που όταν ξάπλωνα να κοιμηθώ, αυτοί δεν μπορούσαν να κλείσουν μάτι από τους εφιάλτες που κληρονόμησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα ή ένα νοσοκομείο πασχίζοντας για μία ανάσα.

Η μόνη τους ελπίδα ήταν η δικαίωση.

Η μόνη τους ελπίδα να μην νιώσουν μόνοι τους στην αδικία. Για μια στιγμή, εκείνη την στιγμή, όταν θα μας ρωτούσαν, όταν θα μας ρωτούσαν αν συμφωνούμε με όλα αυτά, θα παίρναμε το μέρος τους.

Πώς θα τους κοιτάξω; τι θα τους πω;

Η ψήφος μας, η ψήφος όλων των Ελλήνων, τους απογοήτευσε.

Κάναμε λάθος. Σας εγκαταλείψαμε. Σας απογοητεύσαμε. Συγγνώμη. Λυπάμαι, στ’ αλήθεια λυπάμαι πολύ.

Και δεν μπορώ καν να υποσχεθώ πως θα επανορθώσουμε.

Σε μία τετραετία που όλα (όλα!) αλώθηκαν και μάλιστα με το μεγαλύτερο δυνατόν θράσος, το κυβερνών κόμμα παίρνει επιπλέον 100-200 χιλιάδες ψήφους. Επιπλέον. Περισσότερους από πριν. Χωρίς να περάσει καν ένα εικοσιτετράωρο νιώθω απολύτως αδύνατο να διαχειριστώ το αποτέλεσμα.

Μου έχει κοπεί η ανάσα. Με ποιον να θυμώσω;

Εκατοντάδες σκάνδαλα σε κάθε πιθανό τομέα διακυβέρνησης, δεκάδες αφορμές που (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) μας έκαναν να δακρύσουμε από αγανάκτηση την τελευταία τετραετία – και χιλιάδες ψηφοφόρων ξεκάθαρα είπαν “όχι, μην ανησυχείτε, συνεχίστε”.

«Συνεχίστε!».

Με ποιον να θυμώσω; Βλέπω άλλους να θυμώνουν με τον Σύριζα, δεν είχε λένε την αντιπολίτευση που ονειρεύονταν. Ναι, αλλά να θυμώσω μαζί του γι’ αυτό που είναι; Πρέπει να τον αναγκάσω να είναι κάτι άλλο που δεν μπορεί να το υποστηρίξει επειδή ο ψηφοφόρος το έχει ανάγκη ειδικά από αυτόν; Πες αυτό μπορεί είναι – ένα κεντροαριστερό κόμμα, με τις υποχωρήσεις και τις φοβίες του; Αυτό είναι. Τι νόημα έχει να θέλω να το κάνω με το ζόρι επαναστατικό άρμα; Ωραία δηλαδή, να θυμώσω μαζί του – αλλά ωραία, αυτός δεν μπόρεσε, κανείς άλλος ουσιαστικά από την αντιπολίτευση δεν κατάφερε να θρυμματίσει την αλαζονεία της κυβέρνησης; Ούτε ένας από τους υπόλοιπους δεν κατάφερε να εμπνεύσει; Αν όντως ο κόσμος ήταν θυμωμένος, δεν θα πήγαινε κάπου αλλού; Πάλι την ίδια κυβέρνηση θα ψήφιζε;

Να θυμώσω λοιπόν με τα άλλα κόμματα; Ή με αυτούς που έλεγαν “έλα μωρέ, όλοι ίδιοι είναι”; Δεν είναι σαφές ότι πχ το ΚΚΕ ή το ΜέΡΑ25 έχουν όντως βαθιές ιδεολογικές διαφορές με τον Σύριζα; Ότι είναι πρακτικά αδύνατο και όχι απλώς κόλλημα να κάτσουν μαζι του σε ένα τραπέζι, αφού ακόμα κι αν όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα – έχουν ουσιαστικά εντελώς διαφορετικό όραμα για το πώς θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος; είναι δυνατόν να τους ζητήσω να κάνουν τόσο πίσω σ’ αυτό που τους καθορίζει απλώς για να “τα βρουν”; Και για πόσο; Θα άντεχε πάνω από μία ώρα κάτι τέτοιο;

Να θυμώσω τότε με τον κόσμο; Ο πολίτης που ψηφίζει με τέτοιον τρόπο ώστε να επικροτεί την διαχείριση της πανδημίας, τις υποκλοπές, το μεταναστευτικό – δεν ξέρω πως σκέφτεται, το ομολογώ. Μπορεί να θέλει αυτό πράγματι – αλήθεια δεν ξέρω. Μπορεί να φοβάται, ή μπορεί να νιώθει νικητής – αρκετοί από όσους με διαβάζουν τώρα θα πανηγυρίζουν την απολύτη θλίψη μου, τους το χαρίζω αυτό. Μπορώ, πχ, πράγματι να θυμώσω με τους πολίτες που θεώρησαν σωστό να εκλέξουν ξανά, πρώτο σε ψήφους τον Καραμανλή που αγνόησε, αποδεδειγμένα, δεκάδες φορές και με κάθε τρόπο όλες τις προειδοποιήσεις για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Καμία πολιτική διαφωνία δεν θα έπρεπε να να εμποδίζει πχ την πολιτική τιμωρία του – για όνομα του θεού πια! Αλλά πες ότι θυμώνω με τον κόσμο – θα αλλάξει κάτι; Θα πετύχω κάτι; Δεν ήμουν θυμωμένος τόσα χρόνια; Πάλι το ίδιο δεν ψήφισαν; Κερδίζει κάτι ο θυμός με τους συμπολίτες μου; Αλλάζει κάτι;

Να θυμώσω με μένα, που δεν έγραψα αρκετά την γνώμη μου; Αντίθετα με τα προηγούμενα χρόνια, η αντιπολίτευση ΕΙΧΕ βήμα αυτήν την τετραετία. Το Documento πουλούσε φύλλα. Υπήρχαν τηλεοπτικά κανάλια, όπως το Open ή το Κόντρα που έβρισκες μία άλλη φωνή. Το ThePressProject άνθισε. Ακόμα και το Inside Story επέστρεψε (μετά το ακατανόητο φιάσκο με τους “twitterάδες”) σε μία εξαιρετικά μαχητική δημοσιογραφία και τίμησε τον ρόλο του – και με προσωπικό κόστος. Όσα ήθελα να πω, τα έβρισκα στο Manifold και στο Reporters United. Το ΚΚΕ έχει δυναμική στα social, το ΜέΡΑ25 είχε πλούσια τηλεπτική παρουσία. Όσα δεν έλεγα εγώ στο twitter, υπήρχαν άλλες, αξιόλογες φωνές να τα εμφανίσουν και να τα προβάλλουν. Τι σκατά θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σε όλα αυτά;

Με ποιον να θυμώσω λοιπόν; Είμαι απίστευτα απογοητευμένος, γιατί στ’ αλήθεια θεωρούσα -και θεωρώ ακόμη- πως όσα έγραφα τόσο καιρό, όσα με εξαγρίωναν, ήταν δικαιολογημένα. Στ’ αλήθεια, όταν έγραφα ότι ως πολίτες πρέπει να δώσουμε ένα στίγμα για να μην ξαναγίνουν όλα αυτά τα αίσχη, ήταν μόνο και μόνο για να προετοιμάσουμε τις άμυνές μας για μία επόμενη, ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ κυβέρνηση, που θα προέκυπτε από την οργή και την απογοήτευση για όσα έγιναν γι’ αυτήν την τετραετία, να προστατεύσω την δημοκρατία από την οργή μας – δεν περίμενα ρε γαμώτο ότι θα συζητάμε πώς φτάσαμε οι πολίτες να την επιβραβεύσουν κιόλας!

Μάλλον δεν έπεισα. Ίσως δεν έφτασα εκεί που έπρεπε. Αρνούμαι πάντως να δεχτώ ότι το να σπρώχνεις μετανάστες στην θάλασσα, το να κρυφακούς φίλους και εχθρούς, το να αποδέχεσαι αλλοιωμένα πόθεν έσχες, να μοιράζεις κρατικό χρήμα χωρίς έλεγχο, αρνούμαι να δεχθώ ότι το να προσπαθείς να προστατέψεις τις επιλογές σου παρότι ευθύνονται για τα πιο σιχαμένα και εμετικά εγκλήματα, να πριμοδοτείς από τον κρατικό κουμπαρά πέντε-δέκα πανίσχυρα καθάρματα κάθε μήνα, να αφήνεις τον κόσμο να πεθάνει σε ένα ράντζο έξω από την ΜΕΘ, αρνούμαι να δεχθώ ρε γαμωτο ότι το να μην φτιάχνεις για είκοσι χιλιάδες ευρώ ένα γαμημένο τραίνο πρέπει να περάσει ατιμώρητο. Αρνούμαι!

Όλοι τους και μόνος μου λοιπον; Έτσι μοιάζει. Ας είναι. Δυόμισι εκατομμύρια όλοι τους και μόνος μου.

Θα σας πείσω, έναν-έναν. Θα κάνω τον θυμό μου εργαλείο, και θα σας πείσω.

Αυτό που έγινε ήταν λάθος. Ήταν τρομακτικό. Ήταν αδιανόητο.

Ας μας ξυπνήσει όλους, ας με ξυπνήσει κι εμένα.

Αν η σκέψη μου δεν έφτασε σε σας, θα παλέψω να φτάσει – με κάθε τρόπο. Αν διαφωνείτε, θα το συζητήσουμε. Αν καταφέρω να σας πείσω πως κάνετε λάθος, θα συνταχθούμε.

Θα κάνω ο,τι μπορώ.

Δεν ξέρω με ποιον να θυμώσω. Αλλά ξέρω, το μόνο που ξέρω, είναι πως πρέπει να κάνω αυτόν τον θυμό εργαλείο.

Γιατί δεν μπορεί να μου έχει κοπεί η ανάσα μόνο εμένα. Και προφανώς πρέπει να κάνω κάτι, ο,τι μπορώ, μπας και αναπνεύσουμε όλοι κάποια στιγμή.

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που οργιζόμαστε, όταν δεκαεξάχρονα παιδιά πέφτουν από τις σφαίρες των αρματωμένων αστυνομικών, όταν φοιτητές δέχονται απευθείας βολές στο πρόσωπο εκτοξευτήρων δακρυγόνων, που μας κόβεται η ανάσα όταν ξυλοκοπούν και πνίγουν μετανάστες στα σύνορα, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη όταν γινόμαστε έξαλλοι που δέκα αστυνομικοί χτυπάνε έναν πεσμένο διαδηλωτή ή έναν πεσμένο Ζάκ, που πονάμε κι εμείς με τις κραυγές στην Νέα Σμύρνη, που θα παγώσουμε με την μαχαιριά στον Φύσσα, που αρρωστήσαμε με τα θύματα των προβεβλημένων και απείραχτων βιαστών, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που θα πανηγυρίσουμε την φυλάκιση των ναζί, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε καθάρματα που θα χρεώσουμε στα ΜΑΤ τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου έναν μήνα μετά τον ξυλοδαρμό του, καμία συγγνώμη που θα θυμώσουμε για τις εξοστρακισμένες σφαίρες στον Γρηγορόπουλο, δεν σας χρωστάμε ρε καμία συγγνώμη που θα τρομάξουμε με τον ακατάσχετο ρυθμό των πυροβολισμών στο ήδη νεκρό κορμί του άοπλου Νίκου Σαμπάνη.

Καμία συγγνώμη δεν σας χρωστάμε. Δεν σας ακούμε άλλο. Δεν σας ακούμε άλλο ρε. Δεν υπάρχετε πια.

Πείτε τους όπως θέλετε, πείτε τους χασικλίδες, πείτε τους κλέφτες, πείτε τους γύφτους, πείτε τους πρεζόνια, πείτε τους παραβατικούς, λαθραίους, πούστηδες, πουτάνες, πάκηδες, βρωμιάρηδες, μούλους, πείτε τους όπως θέλετε ρε, πείτε τους όπως θέλετε ρε, βρίστε τους ρε, ρε, δεν σας ακούμε άλλο ρε, πείτε ο,τι θέλετε, ξεράστε τις πιο χολερές σας σκέψεις, τα παιδιά είναι εκεί, νεκρά, δεν μπορούν να μιλήσουν, μέσα στο αίμα τους, με την κοπέλα τους δίπλα, με τον φίλο τους δίπλα, δεν μπορούν να μιλήσουν, πείτε ο,τι θέλετε, πείτε τα σε μας, πείτε τα στην μάνα του Φύσσα και στον πατέρα του Μάγγου, την οικογένεια του Σαμπάνη και του Φραγκούλη, καρφώστε τους την καρδιά, πείτε ο,τι θέλετε ρε καθάρματα, ό,τι θέλετε.

Πείτε ο,τι θέλετε για εμάς, πείτε ότι τα παίρνουμε, ότι τους εκμεταλλευόμαστε, ότι είμαστε άπλυτοι, πείτε το αριστεροί σαν προσβολή και το αναρχικοί σαν βρισιά, πείτε το σύντροφοι και το αλληλέγγυοι σαν επάγγελμα, πείτε ο,τι θέλετε και για εμάς, εδώ είμαστε, εδώ θα είμαστε – δεν θα σας ακούμε άλλο ρε, δεν σας ακούμε άλλο, δεν υπάρχετε πια.

Κρυφτείτε πίσω από ψέματα, από δικαιολογίες, κρυφτείτε πίσω από πουλημένες ηθικές και χυδαίες σκέψεις, κρυφτείτε πίσω από κοινωνικούς αυτοματισμούς και βαθιές, άδικες προκαταλείψεις, κρυφτείτε πίσω από παράνομους νόμους και γελοίες μόνιμα αθωωτικές ΕΔΕ, κρυφτείτε πίσω από ψεύτες δημοσιογράφους και σιχαμένους ακροδεξιούς σχολιαστές – και κρύψτε πίσω σας με την σειρά σας τους άτολμους δικαστές, τους δειλούς κι αμίλητους συνάδελφούς τους αστυνομικούς, τους ξεφτιλισμένους καιροσκόπους ακροδεξιούς πολιτικούς και βρίστε, ξεράστε και χύστε με την επιτυχία της απευθείας βολής του ένστολου εκφραστή σας.

Εμείς θα είμαστε εδώ, και δεν σας δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη.

Καμία συγγνώμη που είμαστε δίπλα τους, και αφού κρυώσει το κορμί τους. Καμία συγγνώμη για το δάκρυ μας, καμία συγγνώμη για την οργή μας, καμία συγγνώμη επειδή μας θυμώνει το άδικο, καμία συγγνώμη που πιστεύουμε ότι κάθε ζωή μετράει, ότι κι η πιο ακριβή, κι η πιο φθηνή αξίζουν το ίδιο, ότι όλες οι ψυχές αξίζουν δικαιοσύνη.

Καμία συγγνώμη που λέμε το σύστημά τους σάπιο, την καλαισθησία τους υποκριτική, την δικαιοσύνη τους ψεύτικη.

Όλοι μαζί, κι εσείς κι εμείς – εμείς όσοι μιλήσαμε λιγότερο από όσο πρέπει, όσοι δεν κατεβήκαμε στον δρόμο να απαιτήσουμε δικαιοσύνη, όσοι δεν ουρλιάξαμε για δικαιοσύνη, όσοι κάναμε τα στραβά μάτια στους υπαλλήλους μας, όσοι δεν είχαμε αρκετή καρδιά για να δακρύσουμε, όσοι τρομάξαμε για τα ΜΑΤ τα χημικά και τις συλλήψεις, όσοι δεν είχαμε αρκετή ψυχή για να βουρκώσουμε, εμείς χρωστάμε μία συγγνώμη, σ’ αυτούς, στις μανάδες τους που θα τα ξαναδούν κρύα, στους φίλους τους που θα τους στοιχειώνει μία τρομακτική τρύπα στο σώμα του αδελφού τους, στις κοπέλες τους που δεν θα ξέρουν πως να ξανααγαπήσουν πια, στα παιδιά τους που δεν θα πουν μπαμπά ξανά.

Σε ποιον, σε σας; Σε σας συγγνώμη; Χρωστάμε σε εσάς συγγνώμη; Επειδή κοιτάξαμε τον νεκρό; Με το ζόρι να κοιτάμε εσάς, και να μην κοιτάμε το παιδί;

Ρε πάτε καλά; Ρε πάτε καλά ρε;

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Καμία συγγνώμη. Δε υπάρχετε πια. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο μαζί σας. Σας παραμερίζουμε, δεν θα ασχοληθούμε μαζί σας πια. Αρκετά μας απασχολήσατε, αρκετά μας ξεγελάσετε να θυμώσουμε με σας, με τα αρρωστημένα πιόνια μουρλαμένων στρατηγών – δεν σας ακούμε πια, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ, ΡΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ!

Δεν είσαστε παρά μόνο ένας βήχας, όταν εμείς κραυγάζουμε ένα σύνθημα, μόνο μία λέξη από τα πέρατα της ψυχής μας:

Δοικεοσήνι ρε. Μόνο μία λέξη. Δηκαιωσίνυ για όλους ρε καθάρματα.

Μόλις διάβασα στο βούλευμα που ολοκληρώνει την έρευνα για την υπόθεση Novartis, πως ο Μανιαδάκης πήγε, όντως, και κατήγγειλε επίσημα στην εισαγγελία του 8ου ορόφου της ΓΑΔΑ, και όχι απλώς μιλώντας εμπιστευτικά στον Κώστα Βαξεβάνη, ότι ο Στουρνάρας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα του είπε πως όχι μόνο ήξεραν πως είναι προστατευόμενος μαρτυρας, μα τον απείλησε πως όταν θα έρθουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην εξουσία, θα τσακίσουν μάρτυρες και εισαγγελείς – ξεκαθάρισε κάτι πολύ σημαντικό μέσα μου: Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο. Και είναι τρομερά λάθος να μην τα ξεχωρίζουμε.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει το απόσπασμα:

«[…] με την […] αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και […] όμοια αναφορά προς τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο Ν. Μαναδιάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στην υπόθεση Novartis εμφανίστηκε στον 8 όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ όπου βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΕ στο γραφείο του ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, όσο ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας ΤΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή ΘΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΤΑΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του.”

Το απόσπασμα από το πόρισμα που βρήκα εδώ, τα κεφαλαία, ως επισημάνσεις (ή ως κραυγές, αν προτιμάτε, δικά μου).

Θεωρώ πως γεννιούνται, αυτονόητα, δύο σημαντικά ερωτήματα:

Ένα: εκ των υστέρων, οι απειλές που καταγγέλλονται, βγήκαν σωστές; Όταν είχε καταγγελθεί, προφανώς τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί. Τώρα όμως έχει περάσει ο καιρός, μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν λογικό που φοβήθηκε ο καταγγέλων: Απειλήθηκαν πράγματι οι μάρτυρες, οι εισαγγελείς (και οι ερευνητές δημοσιογράφοι) από πολιτικά πρόσωπα όταν, όντως, άλλαξε η κυβέρνηση όπως φέρεται πως απείλησε ο Στουρνάρας;

Δύο: Η καταγγελία Μανιαδάκη για την στάση Στουρνάρα δεν είναι στον δημοσιογράφο Βαξεβάνη, ειπωμένα εμπιστευτικά και δημοσιογραφικά – είναι επίσημα, με αρ. πρωτοκόλλου, στην εισαγγελία που ερευνά τους μάρτυρες, και δεν προχώρησε διότι (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ) ο μάρτυρας θα έχανε το καθεστώς προστασίας του όπως τον ενημέρωσαν στην ΓΑΔΑ (ΞΑΝΑ: ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ). Τώρα λοιπόν, που δεν είναι πια λόγια και μαρτυρίες, δεν περιμένει κανείς να προστατευτεί ο Στουρνάρας από αυτήν την ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, μηνύοντας τον Μανιαδάκη;

(κάπου να κρατήσουμε άλλο ένα ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να ενημερώνουν επίσημα τον προστατευόμενο μάρτυρα ότι δεν μπορούν να τον προστατέψουν απο καταγγελούμενες απειλές για την υπόθεση για την οποία καταθέτει διότι, αν το προχωρήσει… θα χάσει την ανωνυμία του. Αντιλαμβάνεστε από πόσα θα είχαμε γλυτώσει όλοι αν η εισαγγελία τότε έκανε το αυτονόητο;)

Αν όμως δεχθούμε πως ο Μανιαδάκης λέει την αλήθεια (μιλάει και για απειλητικά μηνύματα, αυτή είναι με πολλούς τρόπους καταγεγραμμένη πληροφορία, εύκολα αποδεικνύεται θεωρώ) τότε γίνεται σαφέστερο πως μας διαφεύγει κάτι πολύ, πολύ σημαντικό:

Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο εντελώς διακριτά, ξεχωριστά σκάνδαλα.

Ένα, φαίνεται πως ήταν η δράση της φαρμακευτικής εταιρείας.

Το δεύτερο όμως φαίνεται πως είναι η πολιτική, δικαστική και δημοσιογραφική διαχείρισή του όταν αποκαλύφθηκε.

Ούτε ίδια, ούτε καν εξίσου επικίνδυνα.

Το ξεχνάμε, το θεωρούμε μία συνέχεια, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, μία αυτονόητη διαδικασία – μα είναι τρομερά διαφορετικό, και αγνοώντας την ξεχωριστή βαρύτητά του, βάζουμε μία σημαντική τρικλοποδιά στον εαυτό μας.

Στο σκάνδαλο που ακολουθεί το σκάνδαλο Novartis εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι, άλλες διαδικασίες, και κυρίως, τελείως άλλο κίνητρο: Δεν έχουμε ανθρώπους που μοιράζουν χρήματα πια. Η καταγγελία για Στουρνάρα αποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: αν δεν υπάρχει χρήμα, για να πείσει κάποιους να συνεργαστούν, υπάρχουν ΑΠΕΙΛΕΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ και ΦΟΒΟΣ.

Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που συμμετέχουν αυτοβούλως γιατί ήθελαν ένα αμάξι, ή μία βίλα ή μια πισίνα – δεν είναι η απληστία το κίνητρό τους: μιλάμε για ανθρώπους που θέλουν να σώσουν την ζωή τους. Και, όταν βλέπει κανείς να πεθαίνουν δημοσιογράφοι – είτε να δολοφονούνται με σφαίρες, είτε καίγονται στην Αττική Οδό -, να στραγγαλίζονται δημοσιογραφικά μαγαζιά με οικονομικούς και άλλους τρόπους, να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι που, απλώς, γράφουν ενοχλητικά για το Μέγαρο Μαξίμου πράγματα, να αρπάζουν οι κυβερνήσεις υποθέσεις από τους εισαγγελείς που ελέγχουν τα πολιτικά μέλη που την απαρτίζουν (μεταξύ άλλων) και σε υψηλότατες θέσεις, να οδηγούν τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση στην δικαιοσύνη, όταν βλέπει ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος των ΜΜΕ κατεβάζει την πένα του και δεν ερευνά τίποτα από όλα αυτά – τότε, αυτές οι απειλές, είναι λογικό να τις παίρνουν όλοι πολύ, πολύ σοβαρά.

~

Στο σκάνδαλο Novartis φαίνεται πως μία φαρμακευτική θέλοντας να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της, πλήρωσε κάποιους ανθρώπους σε καίριες θέσεις να περάσουν αποφάσεις που την ευνοούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λεφτά άλλαξαν χέρια, συνειδήσεις κάμφθηκαν, ευθύνες μοιράστηκαν.

Σχεδόν μας έχει διαφύγει ότι το σκάνδαλο Novartis έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και χρόνια.

Αυτό που μας έχει σίγουρα διαφύγει όμως θεωρώ είναι πως ένα νέο σκάνδαλο γεννήθηκε την επόμενη μέρα. Πως, καθώς φαίνεται, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους για να σωθούν δεν άλλαξαν απλώς μία παράγραφο σε έναν νόμο, ή μία τιμή σε ένα προϊόν, μα έσπειραν τον φόβο, επηρέασαν την δικαιοσύνη, επηρέασαν την δημοσιογραφία (και ίσως να αποκαλυφθούν και χειρότερα αύριο).

Θα αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αφήσω κάποιον άλλον να το ονομάσει. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να το ονοματίσουμε, να το ξεχωρίσουμε, και, κυρίως να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, θάρρος, αυτοκριτική και υπευθυνότητα.

Γιατί αυτό το σκάνδαλο συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

.

Έχουμε μία εικόνα. Είναι μία καλά εξοπλισμένη διμοιρία των ΜΑΤ, μια ομάδα παιδιών (συγγνώμη, κανείς τραπεζικός αυτήν την φορά) που κρατάνε ένα πανό, κάποιοι δίπλα που φωνάζουν και πολλά παιδιά πίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα.

Είναι κινούμενη εικόνα, ξαφνικά μένουν δέκα, δεκαπέντε παιδιά να σπρώχνουν με το πανό τους, οι αστυνομικοί ανοίγουν τις φυσούνες στο πρόσωπό τους, κάνουν όλοι πίσω, δεν φορούν τίποτα, ούτε μάσκες ούτε καν πανιά, τρομοκρατούνται, κάνουν πίσω, μία λάμψη, κάνουν και άλλο πίσω ένας άνδρας των ΜΑΤ γυρίζει στην ομάδα τους, κάνει νόημα με τα χέρια να σταματήσουν.

Το πλάνο αλλάζει, μα τώρα είναι μια ακίνητο, ένας νεαρός στο πάτωμα, φοράει σκουλαρίκια, έχει ξυρισμένο μαλλί, δεν φαίνεται να μιλάει, μία κινείται οι αστυνομικοί δεν μιλάνε, στέκονται εκεί, απορροφούν την οργή που πάει (κι) αλλού, κάποιοι τους βρίζουν, μένουν ακίνητοι.

Με τις βιβλιοθήκες ή με τις βαριοπούλες;

Ποιες βιβλιοθήκες; και ποιες βαριοπούλες;

Δεν υπάρχουν ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βαριοπούλες. Ούτε μία βιβλιοθήκη, ούτε μία βαριοπούλα. Τώρα δεν τα λέγαμε; Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες βαριοπούλες; Τι λέμε;

Λοιπόν, λοιπόν – ας κόψουμε τις μαλακίες. Αρχίστε να βγάζετε. Βγάλτε από την εικόνα ο,τι δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ να είναι εκεί. Βγάλτε το. Τώρα.

Βιβλιοθήκες είπαμε δεν έχει, αλλά βγάλτε τις. Ούτε βαριοπούλες, αλλά βγάλτε τις κι αυτές.

Ωραία; Πάμε παρακάτω.

Έχει περαστικούς, ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα, αυτούς που διαμαρτύρονται. Βγάλτε τους. Βγάλτε αυτούς που βρίσκονται από πίσω, δεν φαίνονται στο κάδρο εκτός από την στιγμή που τρέχουν – βγάλτε τους, βγάλτε τους κι αυτούς από την εικόνα. Μετά, βγάλτε τα παιδιά που κρατάνε το πανό. Ήρθαν να διεκδικήσουν κάτι, αλλά πες έχουν λάθος, πες δεν είναι σωστό, να περιμένουν, τέσσερα χρόνια, όσο πάρει, να ψηφίσουν κύριε, να αλλάξει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη, που δεν θα χρησιμοποιεί ψεύτικες βιβλιοθήκες για να κάνει την δουλειά της, τι πα να πει, εμείς μαλάκες είμαστε που περιμένουμε; Βγάλτε τους, έξω από την εικόνα. Βγάλτε και το πανό. Τα πανό καμιά φορά λένε συνθήματα που πονάνε, και που όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε και κρύβουν πίσω τους παιδιά που τα σηκώνουν, και αυτά που έχουν ανάγκη να μιλήσουν με ένα πανό, δεν το χρειαζόμαστε το πανό, βγάλαμε τα παιδιά που το σηκώνουν, βγάλτε και το πανό πια, δεν μιλάει για κάποιον, βγάλτε το.

Βγάλτε και τα ΜΑΤ. Δεν διαμαρτύρεται πια κανείς. Κανείς απέναντί τους. Τους έχουμε βγάλει όλους, δεν έχει μείνει κανείς, χέστηκε ο ΜΑΤατζής, οκτάωρο είναι, σήμερα βαράει αυτόν, αύριο άλλον, ο,τι του πουν. Επάγγελμα κάνει, ούτε ξέρει ποιον βαράει, ούτε χρειάζεται να ξέρει, εντολές κύριε, εκτελεί εντολές, είναι χρήσιμος όταν μένει κάποιος να φωνάξει, τώρα δεν έχει μείνει κανείς, βγάλτε τους.

Μένει μόνο ένας άνθρωπος.

Ας επικεντρωθούμε σ’ αυτόν.

Βγάλαμε τις βιβλιοθήκες, τις βαριοπούλες, βγάλαμε τους διαμαρτυρόμενους περαστικούς, βγάλαμε τους φοιτητές, βγάλαμε τους συναδέλφους του,

μένει μόνο αυτός.

Που κρατάει ένα όπλο.

Που είναι γεμάτο.

Που είναι γεμάτο με μία οβίδα κρότου λάμψης.

Που το σηκώνει, ευθεία.

Που βλέπει που βαράει.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ.

ΤΙΣ ΒΓΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ, ΤΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΟΛΑ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΝΑΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΟΠΛΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΜΕΙΣ. ΟΛΟΙ. ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΕΥΘΕΙΑ.

ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ.

ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΠΟΥ ΒΑΡΑΕΙ. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΛΟΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΝΑ ΚΟΛΑΡΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ NON PAPER, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΛΛΑ ΕΓΩ, ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ.

ΟΛΑ, ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ.

ΜΕΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.

…ας μιλήσουμε για αυτό που έκανε. Αν συμφωνούμε με αυτο που έκανε, να το πούμε. Αν διαφωνούμε, να το πούμε. Είναι απλό. Είναι πολύ, πολύ απλό. Δεν έχει μείνει καιρος για ομόνοια, για αγάπες και λουλούδια, για όλοι μαζί είμαστε, ας μην τσακωνόμαστε. Ας πάρουμε θεση. Όσοι θέλουν, όσοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μία ευθεία βολή, ας πάνε πίσω του. Πίσω από το όπλο του. Όσοι θέλουν ας πάνε μπροστά. Με γυμνά, άδεια χέρια. Χωρίς τίποτα. Μπροστά από την κάνη του. Εκεί κρινόμαστε. Εκεί μιλάμε για τον νόμο, για την νομιμότητα, για την δικαιοσύνη. Ας μη κοροϊδευόμαστε πια. Ή μπροστά από μία κάνη που θα εκπυρσοκροτήσει, ή πίσω της.

Να μην είστε δειλοί.

Να μην επιτρέψετε να σας κρύβουν και εσάς πίσω από κόμματα, πίσω από αρχηγούς, πίσω από ξεφτιλισμένους δημοσιογράφους και ηδονισμένα κομματόσκυλα, πίσω από βαριοπούλες και βιβλιοθήκες, πίσω από πανό και ματωμένους φοιτητές, να μην είστε δειλοί.

Πετάξτε όλα τα άλλα, κρατήστε μόνο αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που ετοιμάζεται να κάνει, και πάρτε θέση. Να πάρουμε όλοι θέση. Να κοιτάξουμε αυτόν τον άνθρωπο και το όπλο του, και την ευθεία του βολή, και να πάρουμε όλοι θέση.

Ε, και αν κερδίσετε εσείς, χαλάλι – μπορείτε να βάψετε μετά κόκκινες τις βιβλιοθήκες με το αίμα μας.

Βαρέθηκα.

Βαρέθηκα να ξυπνάω κάθε πρωι, με την αγωνία αν ο Κουφοντίνας άντεξε, ή πέθανε καθώς περίμενα ένα θαύμα.

Βαρέθηκα να κοιτάω στο twitter, τους όλο και περισσότερους να αγωνιούν μαζί μου, και τους όλο και περισσότερους, ακόμα και ανθρώπους που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση, να τον μισούν και να τον βρίζουν.

Βαρέθηκα.

Το λήγω τώρα: Ο Κουφοντίνας είναι νεκρός. Πέθανε, η καρδιά του δεν άντεξε, το σώμα του έφαγε τον εαυτό του, όλα έληξαν, καμμία ελπίδα, καμμία υποψία θαύματος, το κράτος επέμεινε, κέρδισε, θα θαφτεί κάτω από δύο μέτρα γη, τα σκουλίκια δεν θα βρουν καν τι να φάνε, το λήγουμε εδώ, έληξε, πέθανε. Τέλος.

Και γιατί όχι;

Γιατί – σκατά – όχι;

Εγώ προτείνω να τον ξεχάσουμε. Να μην μπουμε καν στον κόπο να τον θάψουμε. Ένας θάνατος σε αργή κίνηση, μία καρδιά που σταματά πενήντατόσες φορές μπροστά μας, τι νόημα έχει ο επικήδειος;

Για ποιον άλλωστε είναι ο επικήδειος;

Ορίστε, πέθανε.

Τι, μας ήρθε να κλάψουμε; Για ποιον, για τον Κουφοντίνα; Θα μας λείψει; Θα νιώσουμε κάποια απώλεια; χάσαμε κάτι;

Εγώ λέω να τον βρίσουμε. Και εμείς, μαζί με τους δήμιούς του. Ένα κάθαρμα, ένας δολοφόνος έντεκα ανθρώπων, ένα τέρας, ένας βιαστής της δημοκρατίας μας. Ενας εκβιαστής που θα οδηγήσει εκατοντάδες μαλακισμένα να εκδικηθούν τον θάνατό του, βιάζοντας κι αυτά την δημοκρατία μας, που δεν εκβιάζεται, που δεν τρομοκρατεί, που δεν δολοφονεί – εκτός από αυτούς που πραγματικά το αξίζουν.

Τρίχες.

Δεν υπάρχει νεκρός εδώ. Δεν χρειάζεται επικήδειος, γιατί δεν πέθανε κανείς που να έχει αξία. Ούτε ο Κουφοντίνας είχε καμιά αξία, ούτε η δημοκρατία μας είχε καμία αξία, ούτε η δικαιοσύνη είχε καμιά αξία, ούτε τίποτα. Κι αυτά, σε αργή κίνηση, χρόνια τώρα, έχουν πεθάνει, έχουν βρωμίσει, όσο και αν φωνάζω ή διαμαρτύρομαι τόσο καιρό.

Πέθαναν όλα. Είμαστε μία κοινωνία από ζόμπι.

Όταν πίστευα πως ήταν ακόμα ζωντανά όλα αυτά, ότι ήμασταν ακόμα ζωντανοί εμείς, φώναζα, για την Γκιουλιώνη, για την γυναίκα που κάηκε στην λαθρομεταναστευτική σκηνή της προσπαθώντας να ζεσταθεί, για τον Βασίλη Μάγγο, για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, για τον Ζακ Κωστόπουλο.

Δεν έχουν πεθάνει όμως αυτοί, εμείς πεθάναμε. Αυτοί δολοφονηθηκαν. Εμεις, απλώς, πεθάναμε.

Σαν το βατράχι στην κατσαρόλα, που σιγά σιγά του αυξάνουν το νερό, και αυτό βράζει, αλλά γίνεται τόσο σιγά που δεν παίρνει χαμπάρι.

Τι, ζούσε η δικαιοσύνη μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Ζούσε όταν δεκάδες πρόσφυγες πέθαιναν, τους βαρούσαν, τους τάιζαν βρώμικο φαι, τους κλείδωναν κατά χιλιάδες σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όταν τα έριχναν ολα σε μία ζαρτινιέρα, όταν έφταιγαν μόνο τα σκουριασμένα σίδερα που κουβαλούσαν τα ναρκωτικά και κανείς όταν εκατομμύρια φαρμακόλεφτα άλλαζαν χέρια, όταν σκότωναν στην φυλακή ατιμώρητα, όταν οι δικαστές που μας ήλεγχαν ξυπνούσαν μία μέρα και δεν είχαν πόστο πια, ή μετακόμιζαν εκτάκτως αθόρυβα – ζούσε η δικαιοσύνη μας;

Τι, ζούσε η δημοκρατία μας; Τόσο καιρό ζούσε;

Όταν μας έφερναν έτοιμα μνημόνια χιλιάδων σελίδων να ψηφίσουμε σε μία μέρα, όταν οι τραπεζίτες που δάνειζαν τα κόμματα και τα κανάλια τους έπαιρναν αμνηστία, όταν έρχονταν φωτογραφικοί νόμοι για να χτίσει ο επιχειρηματίας νόμιμα αυθαίρετα mall, όταν οι ΚΥΠατζίδες τους διορίζονταν παράνομα χωρίς πτυχίο – και μετά νόμιμα, δεν χρειαζόταν πια, όταν οι φύλακες των συνόρων μας, οι γερμανοί, μας έβριζαν ότι είμαστε αδηφάγα καθάρματα, οι γάλλοι θελαν να πουλήσουν τα ραφάλ και τα σκάφη τους, και οι αμερικάνοι μας δίνουν συγχαρητήρια που δεν υποκύπτουμε στον εκβιασμό ενός τρομοκράτη – ζούσε η δημοκρατία μας;

Τι, ζούσε η κοινωνία μας;

Όταν εραστές των ναζί γίνονταν υπουργοί, όταν τα κανάλια και οι εφημερίδες μας πληρώνονταν για να αγιοποιούν, όταν παίρναμε αστυνομικούς αλλά δεν μας περίσσευαν για γιατρούς, οταν πέρναμε αεροπλάνα αλλά δεν μας περίσσευαν για νοσοκομεία, όταν μας έπειθαν μπροστά στα μούτρα μας ότι περισσότερα παιδιά στα σχολεία είναι καλύτερα από ότι λιγότερα, ή όταν χιλιάδες άνθρωποι μας πέθαιναν ατιμώρητα επειδή ο τουρισμός μας πρέπει να ανθίσει – ζούσε η κοινωνία μας;

Τι, τι θα μας λείψει από όλα αυτά; Τα είχαμε; Τι θα μας λείψει;

Τι νόημα έχει πια;

Σαν μία αρχαία τραγωδία -αχ, πόσο μας αρέσει ο αρχαίος, τραγικός πολιτισμός μας, ε;- ο χειρότερος από μας, ο πιο μισητός, το απόλυτο κακό, αφέθηκε στα χέρια μας, μήπως, μήπως και δούμε στα ματια του να καθρεπτίζεται η αληθινή μας φύση.

Τον άκουσα να μας λέει «…είναι απλό. Με αδικείτε, για κάτι απόλυτα χαζό, για μία αλλαγή φυλακής, για λίγους μήνες ακόμα φυλάκισης. Εγώ όμως ακόμα και για κάτι τόσο χαζό, δεν θα αφήσω να συμβεί αδιαμαρτύρητα. Θα αφήσω την ζωή μου στα χέρια σας. Ο,τι πειτε, θα γίνει. Γράψατε έναν νόμο μόνο για μένα, μα ούτε αυτόν δεν κρατήσατε. Εγώ σας λέω υποκριτές. Ψεύτες, στον νόμο, ψεύτες στην δικαιοσύνη, ψεύτες στην δημοκρατία σας. Ορίστε. Ή θα με σώσετε όλοι μαζί, ή θα με σκοτώσετε όλοι μαζί. Τον χειρότερο απ’ όλους. Τον πιο δύσκολο απ’ όλους. Τον Τρομοκράτη, τον Βαραβά, τον Χίτλερ, τον Σατανά. Το τέρας. Αξίζει δικαιοσύνη το τέρας; Αποφασίστε το. Ιδού, εσείς»

Ιδού, εμείς.

Ε, να εμείς.

Εγώ λέω να μην τον θάψουμε καν. Να τον παρατήσουμε εμεί. Να τον βρίσουμε, «Είσαι δολοφόνος, είχαν χρόνο οι άνθρωποι που σκότωσες με τα χέρια σου να τους λυπηθείς; Εκβίασες την δημοκρατία μας, αυτοκτόνησες, ΨΟΦΟ!». Να βρίσουμε αυτούς που θα προτάξουν την δικαιοσύνη, «τρομοκρατόφιλε! Δολοφόνε της δημοκρατίας! Δολοφόνε της υγείας μας!» Να ψεκάσουμε, να ξυλοκοπήσουμε τα καθάρματα που θα βγουν στους δρόμους έξαλλοι, άλλωστε παρακαλούσαν για τον θάνατό του, αφορμή έψαχναν, ας μην κοροιδευόμαστε μεταξύ μας. Ας έχουν και κανέναν νεκρό, δεν πειράζει – καλύτερα. Ένα ακροαριστερό άπλυτο καθίκι λιγότερο. Και αν σκοτώσουν κανέναν αστυνομικό, να τους σκοτώσουμε και εμείς, όλους, και να φυλακίσουμε οποιον κοιτάξει στραβα, να βαρέσουμε όποιον μιλήσει, να εξαφανίσουμε κάθε ανάρτηση στο διαδίκτυο ως τρομοκρατική, να καταδικάσουμε κάθε οργισμένη δήλωση, να μην απολογηθούμε για τίποτα.

Ποιοι να απολογηθούμε, εμείς;

Απέναντι σε ποιον; Ποιος καθρεφτίστηκε; Ποιον είδαμε;

Δεν έχουμε άλλη επιλογή, πια.

Τίποτα δεν αξίζει τον επικήδειό μας.

Τίποτα. Τελείωσε. Αρκεί. Φτάνει. Κερδίσατε.

Βαρέθηκα να ξυπνάω ελπίζοντας σε ένα θαύμα, πια.

Η Γκουλιώνη πέθανε άδικα, η Αμαλία, οι ανώνυμοι μετανάστες, ο Αλέξανδρος, ο Ζακ, ο Ίλι Καρέλι, ο Νικος Σακελλίωνας, ο Μάγγος, οι φυλακισμένοι, όλοι πέθαναν απολύτως άδικα. Δεν καταλάβαμε τίποτα, δεν μάθαμε τίποτα, δεν αξίζαμε τίποτα.

Το νερό έβρασε εδώ και ώρα, ο βάτραχος μαγειρεύτηκε καλά, αδιαμαρτύρητα και πολύ-πολύ φρόνιμα, το κρέας του είναι έτοιμο, κόστισε λίγο παραπάνω βέβαια, αλλά είμαι σίγουρος πως θα είναι πολύ τρυφερός και νόστιμος.

Ο μάγειρας, σηκώθηκε περήφανα μπροστά στους αδημονούντες πελάτες, για να εκφωνήσει, απλά και λιτά, τον επικήδειό του:

«Καλή όρεξη»

Έστω ότι συμβαίνει ένα γεγονός. Ένα γεγονός που μας επηρεάζει όλους – όχι όπως μας επηρεάζει πχ ένας νόμος, αλλά όπως μας επηρεάζει μία απόφαση εξ ονόματί μας, διαφωνούμε μ’ αυτήν, και θέλουμε κάπως να διαχωρίσουμε την θέση μας.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Έστω, ότι κάθε ένας που διαφωνεί, που αντιδρά μ’ αυτήν την απόφαση έχει να αντιμετωπίσει κατηγορίες προσωπικές, άσχετες πλήρως με το θέμα για το οποίο διαφωνεί. Έστω ότι βαφτίζεται κάθε αντίδραση βίαιη, ή φιλοτρομοκρατική, ή ως αναίσθητη απέναντι σε συγκεκριμένους νεκρούς και στις οικογένειές τους.

Έστω ότι τα μεγάλα ΜΜΕ, ραδιόφωνα, κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες επιμένουν να αγνοούν όχι μόνο το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, αλλά και όταν υποχρεωτικά κάνουν μία αναφορά, την διανθίζουν με τις κατηγορίες και την ρητορική που ανέφερα πιο πάνω.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Πως μπορούμε να δείξουμε ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε, πόσοι διαφωνούμε;

Έστω ότι αν γράψεις -έστω γράψεις- το ονοματεπώνυμο του ανθρώπου ο οποίος βιώνει αυτό το γεγονός σε δημόσιο μέσο, κινδυνεύεις να δεχτείς αποκλεισμό είτε της αναφοράς σου, είτε της παρουσίας σου συνολικά για μέρες ή και μήνα ακόμα. Χωρίς να έχεις προσβάλλει κανέναν, χωρίς να έχεις υποστηρίξει το ένα ή το άλλο – και μόνο με το ονοματεπώνυμο.

Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις προσωπικές κατηγορίες όπως «είσαι φίλος της τρομοκρατίας», «υπερασπίζεσαι τον τρομοκράτη», «φίλος των ακροαριστερών, των αντιεξουσιαστών, των αναρχικών», όταν μπλοκάρεσαι αυτόματα από το μόνο μέσο που μπορείς να μιλήσεις και μόνο που αναφέρεις ένα όνομα – ανεξαρτήτως περιεχομένου, τι άλλον τρόπο έχεις να αντιδράσεις;

Διαφωνείς. Ε, και; Ποιος το ξέρει;

~

Μόλις εχθές, μία ενέργεια που έγινε στο facebook με έκανε να αναθαρρήσω για την ποιότητα των συμπολιτών μου, και να ελπίζω, ακόμα, ότι κάτι τελικά μπορεί να αλλάξει.

Χιλιάδες άνθρωποι, μαζικά, άφησαν ένα σχόλιο στο τελευταίο άρθρο της Προέδρου της Δημοκρατίας στο facebook. Το αίτημά τους ήταν πως η ΠτΔ οφείλει να πάρει θέση στην διαμάχη για την κυβερνητική άρνηση στο αίτημα για μεταγωγή του καταδικασμένου για τρομοκρατία και δολοφονίες Δημήτρη Κουφοντίνα (το καλό με το να έχεις δικό σου blog, κανείς δεν μπορεί αυτόματα να σε λογοκρίνει επειδή ανέφερες απλώς ένα όνομα) στον Κορυδαλλο, και την ως διαμαρτυρία απεργία πείνας του κρατούμενου που τον οδηγεί σε μόνιμες βλάβες, ή θάνατο.

Τα περισσότερα αν όχι όλα τα μηνύματα διάβασα εγώ (και διάβασα ΠΟΛΛΑ), είχαν μία ευπρέπεια και ένα ήθος που σπανίζει στον δημόσιο λόγο. Δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς επικοινωνούσαν με την ΠτΔ που εξ θέσεως δεν έχει αρμοδιότητες για το ζητούμενο θέμα (αν εξαιρέσει κανείς πιθανή άρνησή της να υπογράψει τον νόμο που στερούσε, φωτογραφικά λέει η δικηγόρος του, την δυνατότητα σε τρομοκράτες να εκτίουν την φυλάκισή τους σε αγροτικές φυλακές – αλλά δεν έχω αρκετές γνώσεις για κρίνω την αντισυνταγματικότητά του και/ή την δυνατότητα παρέμβασής της), και το αίτημα ήταν, απλώς, να πάρει δημόσια θέση στο ζήτημα αυτό, πριν ο ασθενής πλέον κρατούμενος καταλήξει. Όταν δε, οι αρχικοί σχολιαστές είδαν τα μηνύματά τους να εξαφανίζονται από την σελίδα, επανήλθαν και πολλαπλασιάστηκαν μάλιστα, διατηρώντας, παρά τις διαμαρτυρίες τους, έναν κόσμιο λόγο.

Όπως το βλέπω εγώ, ήταν μία κορυφαία στιγμή δημοκρατίας.

Οι αποκλεισμένοι από τον δημόσιο λόγο συμπολίτες μας, επώνυμα κατα βάση (καθώς το facebook είναι πολύ αυστηρότερο στην «ανωνυμία» από ότι πχ το twitter), ευπρεπώς σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, δημόσια και κατά χιλιάδες, ζήτησαν από την ΠτΔ να παρέμβει με την θέση της.

Προφανώς η ΠτΔ δεν μπορεί θεσμικά να αλλάξει κάτι πια – είναι προφανές αυτό. Μία δήλωσή της όμως, θα κατέρριπτε κάθε φαιδρό και έωλο επιχείρημα όπως «υποστηρικτές της βίας και της τρομοκρατίας» με το οποίο στολίζονται όλοι οι διαμαρτυρόμενοι, και θα έμενε χώρος μόνο για σοβαρή συζήτηση, και καθαρά επιχειρήματα.

Η γνώμη μου είναι, ότι ζήσαμε μία ψηφιακή πλατεία Συντάγματος.

Μοιάζει υπερβολικό, το καταλαβαίνω, αλλά θεωρώ ότι οι κινητήριες γραμμές είναι οι ίδιες. Δημοκρατία, Δικαιοσύνη. Οι πολίτες που φέρουν το στίγμα της αποδοχής της τρομοκρατίας, ακουμπούν στον πρώτο πολίτη της δημοκρατίας, ευπρεπώς, την αγωνία και τις ελπίδες τους για να είναι δίπλα τους, έστω με μία δήλωση, έστω και μόνο για την επόμενη μέρα όπου νιώθουν ότι θα χρεωθούν αυτό που αισθάνονται ότι είναι μία κρατική δολοφονία.

Αν δεν είναι αυτό, από μόνο του, δείγμα στήριξης της δημοκρατίας, τι είναι;

Δεν τρέφω ελπίδες για την παρέμβαση της κ. Σακελλαροπουλου – δεν είναι καν αυτό το δικό μου ζητούμενο, αν με ρωτήσετε. Αν πιστεύει ότι οφείλει, ας παρέμβει. Αν πιστεύει ότι δεν οφείλει, ότι δεν πρέπει, ας μείνει σιωπηλή. Αν θέλει να στηρίξει τον Κουφοντίνα στο αίτημά του (σταματήστε ένα λεπτό, και σκεφτείτε το, δεν θα ήταν μία μοναδική στιγμή;) ας το κάνει, αν θέλει να στηρίξει την κυβέρνηση, ας κάνει αυτό.

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη, και θα κριθεί από τις πράξεις και τις απραξίες του – όπως άλλωστε (ειδικά σ’ αυτόν τον θεσμό) έγινε πολλάκις στο παρελθόν.

Όπως όμως σε κάθε διαδήλωση, όπως σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε επανάσταση, έχει μεγάλη σημασία να ζητάς. Αν θα πετύχεις είναι ένα επόμενο βήμα, και δεν εξαρτάται καθόλου από εσένα.

Σημασία έχει να ζητάς, να μιλάς, να εκφράζεις την γνώμη σου.

Η νίκη δεν ήρθε επειδή μπορεί να πιεστεί η ΠτΔ να πάρει θέση – ούτε καν αν θα το κάνει τελικά. 

Η νίκη ήρθε επειδή κοιτάξαμε με δέος ο ένας το comment του άλλου, διαβάσαμε ευγενικά και αγωνιώδη μηνύματα, είδαμε υποστηρικτές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας δίπλα μας, και ήταν σαν να κοιταχτήκαμε για μια στιγμή στα μάτια. 

Εκμεταλλευτήκαμε αυτήν την ελάχιστη, μικρή χαραμάδα που μας δόθηκε, με αξιοπρέπεια και πίστη στον σκοπό και τον αγώνα μας. 

Μπορεί να μην ξαναγίνει, μπορεί την επόμενη φορά να μην είναι τόσο αγνό, ή τόσο ακηδεμόνευτο, αλλά αυτή η ψηφιακή στιγμή είναι δική μας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν, για την φορά που είπαμε «όχι στο όνομά μου» με θάρρος περισσότερο από όσο δικαιολογεί αυτός ο παράλογος κόσμος μας και με ευπρέπεια μεγαλύτερη των προσδοκιών μας.

Αυτό το υπογεγραμμένο σχόλιο, ήταν εκκωφαντική κραυγή, μία αναπάντεχη ηλιαχτίδα ελευθερίας, και ελπίζω να ζεστάνει λίγο τις ανέλπιδες καρδιές μας, ότι είμαστε αρκετοί, ότι μπορούμε να ελπίζουμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει.

Με κάτι τόσο ελάχιστο, και όμως, τόσο ουσιώδες:

Click, and share your comment.

Ας μιλήσουμε λοιπόν, για σεβασμό

Κατα κοινή ομολογία τουλάχιστον των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη και Κικίλια, το (μοναδικό λένε αυτοί, ίσως μεγαλύτερο λέω εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τουρισμό) λάθος της κυβέρνησης ήταν που άργησε να πάρει τα μέτρα στην Θεσσαλονίκη, και περίμενε να …τελειώσει πρώτα η γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Η κοσμοσυρροή έφερε, όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, και την ανάλογη αύξηση σε κρούσματα και νεκρούς.

Ο μόνος που φάνηκε σχετικά ειλικρινής σε όλο αυτό, ήταν ο Γεωργιάδης: 

«Μία από τις πιο σφοδρές κριτικές και ένα από τα λάθη που κάναμε ήταν όταν οι λοιμωξιολόγοι μας είχαν εισηγηθεί μια παρόμοια στρατηγική στη Θεσσαλονίκη πριν την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, εμείς από σεβασμό στην παράδοση της πόλης και στην Ορθοδοξία, δεν κλείσαμε τότε τη Θεσσαλονίκη πριν από τον Άγιο Δημήτριο. 

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτό που κάναμε ήταν μεγάλο λάθος γιατί καλώς ή κακώς την ημέρα του Αγίου Δημητρίου παρά την καλή πρόθεση της εκκλησίας να συνεργαστεί και να τηρήσει τα μέτρα, ο κόσμος προσήλθε μέσα και έξω από τις εκκλησίες με μαζικό τρόπο με αποτέλεσμα η διάδοση του κορονοϊού να πάρει τις επόμενες εβδομάδες μεγάλες διαστάσεις.

Εγώ έχω μια ελπίδα ότι έως αύριο θα έχουν επικρατήσει ηρεμότερες σκέψεις, διότι αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι. Δεν πιστεύω ότι η Εκκλησία θέλει να πάρει επάνω της μια τόσο μεγάλη ευθύνη»

Το πήρε πίσω βέβαια, σε ένα μόνο κομμάτι όμως: διέψευσε τον εαυτό του (το συνηθίζει ο Γεωργιάδης αυτό, να αυτοδιαψεύδεται με τόσο πάθος που είναι σχεδόν σαν να ζητά να τον παραδεχθεί ο ακροατής στο ότι έχει πάλι δίκιο)  στο ότι το εισηγήθηκαν όντως οι λοιμωξιολόγοι.

Βέβαια, δεν έχουμε τρόπο να το ξέρουμε, καθώς παρά τις αλλεπάλληλες εγκλίσεις από την αντιπολίτευση η κυβέρνηση αρνείται να παραδόσει τα πρακτικά των επιτροπών – αλλά το υποστήριξε και ο κ. Εξαδάκτυλος, ότι η επιτροπή (για κάποιο λόγο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω) δεν εισηγήθηκε (κατά πλειοψηφία) το να μην γίνει η εν λόγω μεγάλη λειτουργία.

Το πρόβλημα είναι προφανώς ότι στα υπόλοιπα τα πράγματα παραμένουν όπως τα ξέραμε: Η κυβέρνηση έπρεπε να σταματήσει την λειτουργία – δεν το έκανε. Αυτό (καθώς δεν έχει υπάρξει άλλο γεγονός με τόση κοσμοσυρροή) φαίνεται να ευθύνεται για την μετάδοση του ιού – θυμίζω άλλωστε ότι και ιερείς είναι ανάμεσα στα θύματα του κορονοϊού. 

Πήρε λοιπόν μία απόφαση η κυβέρνηση, το μεγαλύτερο κατ’ αυτήν λάθος της, και επέτρεψε μία λειτουργία της εκκλησίας που σκότωσε, τελικά, κόσμο.

Από «σεβασμό».

Ok.

Και μετά, πήγε να το επαναλάβει: ζήτησε από τις εκκλησίες στις γιορτές, Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να έχουν μόλις 9 πιστούς μέσα στις εκκλησίες.

…Και η εκκλησία αντέδρασε, και τελικά – από σεβασμό – το κράτος υπαναχώρησε στις εντολές του, οι εννιά έγιναν δεκαπέντε και τριάντα, και, αφού δεν μέτρησε και κανείς, μπορεί να έγιναν πενήντα – αλλά πάντως έγιναν, όσοι ήταν.

Και, ω του θαύματος, ξαναέχουμε πρόβλημα. Όχι μόνο από αυτό, δεν θέλω να είμαι άδικος, ο κόσμος μαζεύτηκε σε σπίτια, έκανε ρεβεγιόν, κάποιοι πήγαν και στο εξωτερικό και κάποιοι ήρθαν εδώ – μόνο και μόνο για να έχουμε και εμείς το νέο στέλεχος του κορονοϊού, μη χάσουμε.

Κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση να απαγορέψει (μεταξύ άλλων) εντελώς την λειτουργία των Φώτων με πιστούς.

…και η Εκκλησία αντέδρασε, και, όπως είπε και ο εκπρόσωπος τύπου της εκκλησίας αυτάρεσκα «έδειξε ανυπακοή», και οι εκκλησίες διαφήμησαν, (ΔΙΑΦΗΜΙΣΑΝ!) ότι θα ανοίξουν για πιστούς, και όντως το έκαναν, και …οι σκηνές είναι αποκαρδιωτικές. Μέσα, και έξω από τους ναούς.

Μέχρι που τα περιπολικά και οι αστυνομικοί που περίμεναν απ’ έξω …μαζεύτηκαν για αγιασμό. Με «σεβασμό».

Αντιλαμβάνεστε ένα pattern εδώ, έτσι;  Από σεβασμό στην εκκλησία,  είτε παρακάμπτουμε τους επιστήμονες, είτε βάζουμε κανόνες και μετά τους αλλάζουμε, είτε βάζουμε κανόνες, και ύστερα παρακολουθούμε ατάραχοι να τους αγνοούν.

~

Θέλω να με προσέξετε λίγο εδώ, γιατί είναι εύκολο να παρεξηγηθώ: 

Δεν λέω ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Πχ, είχα πάρει θέση μαζί με όσους φώναζαν (άλλο που από κανέναν όπως έλεγε η κυβέρνηση δεν άκουσε διαμαρτυρίες) για το άνοιγμα των συνόρων χωρίς επαρκείς ελέγχους. Τελικά, ελέγχθηκαν περίπου το 10-15% των επισκεπτών, και ένα 10% μετέφερε τον ιό – κάτι που σημαίνει πως το ίδιο έκανε και το 10% που δεν ελέγχθηκε.

Και από τους 1-3-5 νεκρούς ημερησίως – φτάσαμε στους 100.

Ή, η κυβέρνηση λέει «εννιά άτομα» χωρίς να έχει απόφαση της επιτροπής.

Ή, η κυβέρνηση λέει «μπορούν να είναι 25 άτομα στις τάξεις» και όταν κάποιος διαμαρτύρεται του λένε «δεν υπάρχει ανησυχία, γιατί ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ(!)»

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες, μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα» – και μετά τις απαιτεί παντού.

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία, είναι υπερβολή» – και μετά τις κάνει υποχρεωτικές, στέλνει ένα λάθος μέγεθος, και κάπου 8-9 μήνες μετά στέλνει (υποτίθεται) και την δεύτερη σωστή.

Δεν λέω λοιπόν ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Κάθε άλλο.

Απλώς θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο πως εννοείται ο «σεβασμός».

~

Ο Γεωργιάδης λέει (και μαζί του όλη η κυβέρνηση) πως «αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι».

Ομολογία σε τρία επίπεδα: Ατομικό, κυβερνητικό, επιστημονικό.  Αν συγκεντρωθεί κόσμος στην εκκλησία το ξέρουμε και εμείς, και οι γιατροί, θα θρηνήσουμε νεκρούς. 

Ε, λοιπόν συγκεντρώθηκε.

Δεν υπάρχουν αμφιβολίες εδώ. Δεν λέμε «μπορεί να το είπαν – μπορεί και όχι» οι επιστήμονες, ή «μπορεί να ήταν πολλοί οι εννιά – μπορεί να ήταν και λίγοι, τελικά». Δεν είναι τουρίστες και η ψεύτικη μετάλλαξη το πρόβλημα. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε

Ξέρουμε.

Η πολιτεία έθεσε τους κανόνες, εν πλήρη γνώση του προβλήματος. Η εκκλησία εξήγησε γιατί δεν ανεχόταν μία τέτοια απόφαση, και δημοσιοποίησε το δικό της «μολών λαβέ». Η πολιτεία δεν έκανε πίσω, κράτησε την ισχύ της απόφασης μέχρι τέλους. Η εκκλησία την αγνόησε.

Και η πολιτεία έκανε πίσω, όχι απλώς ανεχόμενη, αλλά σχεδόν υπερασπιζόμενη, με τους αστυνομικούς που το είχαν εύκολο και λογικό να κόβουν πρόστιμα σε έναν άνθρωπο, ή να βαράνε παιδιά που κάθονται σε μία πλατεία, εδώ να συγκεντρώνονται για να αγιαστούν.

Αυτό, η κυβέρνηση το λέει σεβασμό. Εγώ, το λέω το ακριβώς αντίθετό του.

Σεβασμός στον άλλο, δεν είναι να αποδέχεσαι κάθε του καπρίτσιο – το αντίθετο. Όταν βάζεις κανόνες, πρέπει να είναι δύσκολοι, αλλά να είναι κανόνες. Όταν η κυβέρνηση προέτρεψε τους πολίτες να στείλουν (ψεύτικο) μήνυμα άσκησης για να εκκλησιαστούν – ενώ θα μπορούσε, αν ήθελε, να προσθέσει έναν ειδικό αριθμό, όταν αύξησε εν μία νυκτί τους πιστούς, ή αγνόησε (ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας) την ξεκάθαρη απειλή για διόγκωση της πανδημίας για μία (μεγάλη, το καταλαβαίνω) γιορτή, έστειλε ένα μήνυμα: 

Δεν σε σέβομαι.

Όχι μόνο στους πολίτες, που οφείλει να υπηρετεί, αλλά και στην εκκλησία. Οι κανόνες μας δεν είναι και τόσο σημαντικοί: Αν θυμώσεις, αλλάζουν. Κάμπτονται. Είναι ευλύγιστοι.

Έχω δίπλα μου ανθρώπους που πιστεύουν, και ξέρω πόσο τους κόστισε κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις. Είδα στα μάτια τους την αμφισβήτηση, κάθε φορά που η πολιτεία έλεγε «καλά, δεν πειράζει» όταν πρώτα τους είχε πληγώσει, και τους είχε αναγκάσει σε αντίδραση. 

Και ο καταστηματάρχης πληγώνεται. Και ο έμπορος. Και ο επιχειρηματίας. Και ο υπάλληλος. Και ο νοσοκόμος, ή ο γιατρός πληγώνεται. Όλοι πληγωνόμαστε. Ο ηθοποιός, ή ο τραγουδιστής πληγώνεται. Αυτός που έχει μήνες να δουλέψει και του τελειώνουν τα έτοιμα – αν έχει έτοιμα.

Ο γιατρός, που ζει με τον φόβο, ο νοσοκόμος, που πεθαίνουν άνθρωποι στα χέρια του. Και γω, που ήθελα να αφήσω ένα λουλούδι στο Πολυτεχνείο, ή στο σημείο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, ή να αντιδράσω στον νόμο για την πτώχευση των ανθρώπων – και δεν το έκανα, από φόβο ή από υπακοή.

Όλοι έχουμε πληγωθεί από αυτήν την πανδημία. Οι κοντά τέσσερις χιλιάδες νεκροί είχαν οικογένειες, φίλους, είχαν ανθρώπους που τους νοιάζονται, ανθρώπους που τους αγαπούσαν και θα τους λείψουν. Κάθε ένας από αυτούς είχε ένα ονοματεπώνυμο, μία ιστορία, μία πορεία. 

Όταν η εκκλησία αντιστάθηκε, το κράτος όφειλε να εξηγήσει. Από σεβασμό. Να επιμείνει, δείχνοντας ότι η απόφασή του δεν ήταν στο πόδι. Από σεβασμό. Ότι αυτές οι εντολές έχουν τίμημα – για όλους. Και να σεβαστεί αυτό το τίμημα της κόντρας, όπως και εμείς.

Όταν η κυβέρνηση δείλιασε, έδειξε ότι η ίδια πρώτα φοβάται αυτό το τίμημα. Dura lex, sed lex – δεν είναι μόνο γι’ αυτόν που ελέγχεται για τον νόμο, μα και, και κυρίως, γι’ αυτόν που βάζει τον νόμο: Οι νόμοι είναι για όλους, μα πρωτίστως, κυρίως, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τους θέτει.

Και αυτή η δειλία, έδειξε ασέβεια. Η εκκλησία αισθάνεται δικαιωμένη (αν είναι ποτέ δυνατόν, πόσοι ιεράρχες ακόμα πρέπει να πεθάνουν για να αντιληφθεί ότι εγκληματεί πρωτίστως απέναντι σ’ αυτούς;!), αλλά θεωρώ πως, βαθιά μέσα της, νιώθει την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Οι πολίτες, που χάνουν όχι μόνο τις ατομικές τους ελευθερίες με κίνδυνο υπέρογκα πρόστιμα (πάνω από το μισό του κατώτατου μισθού!), αλλά και φτάνουν σε μία άνευ προηγουμένου φτωχοποίηση, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι υποχώρησαν, και αποδέχθηκαν τους σκληρούς κανόνες, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο καθημερινά, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Μια κυβέρνηση που ζητά από όλους να είναι γενναίοι, και η ίδια δειλιάζει, που παίρνει απόφαση (όχι για πρώτη φορά θυμίζω) ότι θα πεθάνουν οι πολίτες, που το ξέρει, το γνωρίζει, της είναι απολύτως σαφές – μα το κάνει, αρκεί να μην συγκρουστεί, μια κυβέρνηση δειλή, είναι μία ασεβής κυβέρνηση.

Ας κρύψει όσο θέλει την δειλία της ονομάζοντάς την «σεβασμό», ας κρυφτεί όσο θέλει από την πραγματικότητα λέγοντας πως είχαμε «Ανοιχτές εκκλησίες με αυστηρή τήρηση των μέτρων«: Η στάση ζωής όλων μας, είναι αμφίδρομη. Αν με σεβαστείς, αν οι αποφάσεις σου κοστίσουν, θα σε σεβαστώ κι εγώ με την σειρά μου. Και αν δειλιάσεις, αν πεις ψέματα, αν φοβήθηκες τις ίδιες σου τις αποφάσεις, αν έβαλες την ζωή μου, των ανθρώπων που αγαπώ ως ασπίδα μην τυχόν και πληγωθεί η εικόνα σου, έτσι θα σε αντιμετωπίσω κι εγώ: 

Με την ασέβεια που σου αρμόζει.

Τώρα που πια γίναμε ..όλοι αντιφασίστες και (οι μεγαλύτεροι) αντιναζιστές, και η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης ξεκαθάρισε σε όλους ότι πρόκειται όντως τελικά, για εγκληματική οργάνωση (για φαντάσου), και οι πονηροί άρχισαν να την χρησιμοποιούν (παλι) είτε για να χτυπήσουν τους εκλογικούς τους αντιπάλους, είτε για να αποφύγουν πιθανές συσχετίσεις μαζί της – ας κάνουμε λίγο ένα μικρό βήμα πίσω, ας αποφύγουμε πρόσωπα και στιγμές, και ας ασχοληθούμε με το τι ακριβώς κάνει αυτήν την εγκληματική οργάνωση τόσο αντιπαθητική, που βρέθηκαν τόσες χιλιάδες άνθρωποι απ’ έξω από το εφετείο, και εκατομμύρια άλλοι σπίτια τους παρακολουθώντας την υπόθεση, και πανηγύρισαν κλαίγοντας την ενοχή της.

Τι ακριβώς είναι αυτό που πολεμήσαμε;

Η Χρυσή Αυγή είναι μία ρατσιστική, φασιστική, εθνικιστική οργάνωση. 

Το ‘χουμε;

Κάθε μία από αυτές τις λέξεις, σημαίνει κάτι διαφορετικό.

Είναι μία ρατσιστική οργάνωση.

Πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα – ότι δεν είναι καν όλοι άνθρωποι. Πιστεύει πως η θρησκεία κάποιου, η φυλή και το μέρος που γεννήθηκε, οι πολιτικές του πεποιθήσεις, οι σεξουαλικές του προτιμήσεις – κάποιο ή όλα από αυτά τα στοιχεία είναι δικαιωματικά αρκετά να του στερήσουν τα βασικά του δικαιώματα.

Είναι μία φασιστική οργάνωση.

Η Χρυσή Αυγή δεν αρκείται μόνο να πιστεύει ότι οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι, αλλά θεωρεί αυτονόητο ότι έχει τον έλεγχο στις ζωές των άλλων – δια της ισχύος, ή της βίας.

Δεν έχει κανένα ιδεολογικό πρόβλημα να στερήσει από κάποιον την υγεία του, όπως έδειξε στις αιμοδοσίες μόνο για έλληνες. Αν και δεν ήταν εφικτό να κατευθύνει που θα πάει το αίμα που μαζεύτηκε (ούτε καν ξέρω τι έγινε μ’ αυτό το αίμα, τώρα που τα λέμε) οι «ξένοι» δεν είναι αρκετοί για να το χρησιμοποιήσουν και να σωθούν. Δεν έχει κανένα ιδεολογικό φραγμό να κάνει συσσίτια μόνο για έλληνες, όπου κανείς ξένος δεν αξίζει το ίδιο φαγητό με τον έλληνα. 

Πολύ ευχαρίστως θα μαχαιρώσει έναν «πακιστανό», έναν «κομμουνιστή», μία «πούστρα», καθώς δεν αξίζει καν να ζουν – δεν είναι καν άνθρωποι .

Είναι μία εθνικιστική οργάνωση.

Πιστεύει ότι άπαξ και είσαι Έλληνας, (προφανώς και ετεροφυλόφιλος, δεξιός – εθνικιστής, και χριστιανός), είσαι ανώτερος από τους άλλους ανθρώπους δίπλα σου. Αυτός ο Έλληνας, είναι για την ΧΑ η καθαρή φυλή, η αρία φυλή. Πιστεύει στο όνομα αυτής της πατρίδας του, δικαιολογούνται τα πάντα. Πιστεύει ότι το τρίπτυχο που οριοθετεί αυτήν την ελληνική υπεροχή, είναι το «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια».

Αυτά υποστηρίζει η Χρυσή Αυγή.

Και αυτά ακριβώς είναι που ο κόσμος που ήταν έξω από το εφετείο, και οι άνθρωποι που έκλαιγαν από τα σπίτια τους με την ανακοίνωση της απόφασης, σιχαίνονται και μισούν περισσότερο.

Είναι αυτοί που αυτήν την ιδεολογία την πολέμησαν στους δρόμους, την πολέμησαν πολιτικά, την πολέμησαν με την δικαιοσύνη – ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους, την πολέμησαν θεσμικά, την πολέμησαν στις παρέες και χάλασαν φιλίες και οικογένειες εξαιτίας της.

Είναι αυτοί που αυτήν την ιδεολογία την αναγνωρίζουν ακόμα και όταν συγκαλύφθηκε με κοστούμια, γραβάτες και προσφωνήσεις «κύριε βουλευτά».

Είμαστε καλά ως εδώ; Γιατί τώρα αρχίζουν τα δύσκολα.

~

Όσοι έχουν μπει στον κόπο να διαβάσουν το επι χρόνια εκδιδόμενο blog μου, ή τα tweets μου τότε που είχα και την έκθεση στα social, θα πρέπει πια να ξέρουν ότι η πρόθεσή μου πάντα, ήταν να ενωθούμε στα βασικά. Ακόμα και αν διαφωνούμε στα επιμέρους, αν οι εγωισμοί μας μας αφήσουν να συμφωνήσουμε στις θεμελιώδεις αρχές μας, θα μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα μπροστά.

Αρκεί, πράγματι, να συμφωνήσουμε στις θεμελιώδεις αρχές μας.

Πχ οι δικές μου αρχές (και αν δεν σας αρέσουν όχι, δεν έχω άλλες 🙂 ) είναι πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα.

Το ίσο δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην ζωή, την ελευθερία, στην τροφή, την υγεία, την παιδεία και την αξιοπρεπή διαβίωση, όπου και αν έχουν γεννηθεί, ό,τι θεό και αν πιστεύουν, όποιο κόμμα και αν υποστηρίζουν, όποια και αν είναι η σεξουαλική τους προτίμηση.

Το δικαίωμα να υποστηρίζει άλλα κόμματα -ακόμα και κανένα κόμμα, όπως είναι οι αναρχικοί- και να κρίνεται για τις πράξεις του, και όχι για την ιδεολογία του – αν δεν ορίζονται οι πράξεις του από αυτήν.

Το δικαίωμα ο καθένας να πιστεύει στον δικό του Θεό, και (όσο δεν παραβαίνει τους νόμους) να τον λατρεύει όπου και όπως αυτός νομίζει.

Το δικαίωμα στον γάμο και την τεκνοθεσία, χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι σεξουαλικές του προτιμήσεις.

Ακόμα και αυτά δεν λέω ότι είναι εύκολα. Πόσο φαγητό δικαιούται ο κάθε άνθρωπος; Πόση υγεία; Ποιο κόμμα επιτρέπουμε, ακόμα και εκείνο που δεν υποστηρίζει την δημοκρατία ή τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα που αναφέρω πιο πάνω;

Δεν είναι προφανώς εύκολο – μα είναι μία αρχή. Είναι μία αρχή που θα μας επιτρέψει να βρούμε τις γραμμές μας, και να διαπραγματευτούμε ο ένας με τον άλλον μετά το πως και το πόσο πρέπει να γίνει.

Αυτά είναι τα ακριβώς αντίθετα από την Χρυσή Αυγή. Αν το θέλετε, αυτό είναι το πολυδιαφημιζόμενο «άλλο άκρο»: αυτός ο αντιφασισμός, αυτός ο αντιναζισμός, αυτός ο αντιρατσισμός.

Το ‘χουμε; Γιατί τώρα είναι που δυσκολεύουν πολύ τα πράγματα.

~

Όταν τα βάλεις όλα αυτά κάτω, θα δεις ότι το πολιτικό μας φάσμα δηλώνει πολύ πιο εύκολα πολέμιος της Χρυσής Αυγής από ότι είναι στην πραγματικότητα. Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται, προφανώς, και η νίκη έχει πολλούς φίλους – αλλά αυτό που γίνεται τώρα, δεν είναι απλώς προβληματικό, είναι εξόχως επικίνδυνο.

Το να είσαι αντίθετα από την Χρυσή Αυγή, δεν σημαίνει μόνο να είσαι αντίθετος στον αγκυλωτό σταυρό, στον Κασιδιάρη, τον Λαγό ή τον Μιχαλολιάκο – αλλά να είσαι αντίθετος στην ιδεολογία της, στον τρόπο σκέψης της, στις αρχές που διέπουν την δράση της.

Αντι-χρυσαυγίτης, από μόνο του, μπορείς να είσαι για χίλιους λόγους: μπορεί να ακολουθείς μία μόδα, όπως εκφράζεται τώρα, να προσπαθείς να γλυτώσεις από την χρυσαυγίτικη μόδα που υποστήριζες στο παρελθόν, ή να ελπίζεις στην μετακίνηση των ψηφοφόρων της.

Το σημαντικό, το ουσιώδες και το ειλικρινές, είναι να είσαι ενάντια στις ιδέες που διέπουν την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής. Είναι όλοι οι άνθρωποι στα μάτια σου ίσοι; Τους κρίνεις αποκλειστικά με βάση τα κομματικά τους πιστεύω; Δίνεις δικαιώματα στους ανθρώπους που ζουν με διαφορετική σεξουαλικότητα; Δίνεις ελευθερία και αξιοπρεπή διαβίωση σε ανθρώπους που έρχονται από άλλες χώρες; αποφεύγεις να χρησιμοποιήσεις την πατρίδα και τον πατριωτισμό ως εργαλείο για να πετύχεις δικούς σου σκοπούς;

Αν διετείνεσαι ως ο «μεγαλύτερος χρυσαυγιτοφάγος» του κόσμου, και ταυτόχρονα στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ σου η εθνικότητα κάθε εγκληματία είναι χαρακτηριστικό του στοιχείο που εξηγούσε το έγκλημα, ή προεκλογικό σου σύνθημα ήταν να ανακαταλάβουμε τις πόλεις μας από τους ξένους, και ότι θα φροντίσεις ώστε οι παιδικοί σταθμοί να είναι μόνο για έλληνες, αν πανηγυρίζεις για την πτώση της ενώ υπουργοί, βουλευτές και αντιπροεδροί σου πηγαίνουν ακόμα και σήμερα χέρι-χέρι με τις πολιτικές δυνάμεις και την ιδεολογία που γέννησαν την Χρυσή Αυγή, ή επιτρέπεις σε βουλευτές σου να μιλούν για «λάθρους» και «κομμούνια», αν στερείς χωρίς κανέναν απολύτως λόγο στην βουλή με την ψήφο σου το διαβατήριο στους ανθρώπους που γεννήθηκαν εδώ (εκτός και αν παίζουν πολύ καλό μπάσκετ) ή τα ίδια δικαιώματα που έχουν όλοι σε ανθρώπους που απλώς τους έτυχε να αγαπούν έναν άνθρωπο που εσύ δεν εγκρίνεις, αν αφήνεις αδίκως κλειδωμένους ανθρώπους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, να καούν, να πεινάσουν, να τρελαθούν επειδή «είναι ξένοι» και «έτσι προασπίζεις την ασφάλεια της τοπικής κοινωνίας» τότε αυτή η υποκρισία σου δεν είναι ούτε ενοχλητική, ούτε καν κωμική. Είναι επικίνδυνη.

Είναι τρομαχτική και επικίνδυνη.

Γιατί η Χρυσή Αυγή, πριν φορέσει σαν καθως πρέπει πολιτικός γραβάτες και κουστούμια, ήταν εμφανής. Είχε αγκυλωτούς σταυρούς, υπέγραφε με το σήμα των ΣΣ, το αριθμοσύμβολο του Χίτλερ, τραγουδούσε ναζιστικά εμβατήρια και «θα ξαναγυρίσουμε και θα τρέμει η γη»

Όταν όμως ένα οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα διατείνεται για την φιλελευθερία του, για την μάχη που έδωσε για τον ναζισμό, και δεν είναι ειλικρινές, δεν θα κερδίσει ψηφοθηρικά τους γνήσιους οπαδούς του Χίτλερ, που θα πάνε αλλού αντιλαμβανόμενοι την κοροϊδία, αλλά ΘΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥΣ.

Ανθρώπους που, παρακειμένοι από την γενικότερη ευφορία για την πτώση του εξαμβλώματος της Χρυσής Αυγής, θα σπεύσουν να ακούσουν το σύνθημα του «απόλυτου εχθρού του χρυσαυγιτισμού», μα, κάτω από τον μανδύα αυτόν, θα υποκύψουν σε ιδέες και πρακτικές που καθόλου δεν αντιμάχονται τον ρατσισμό – για να μην πω ότι τον υπερβαίνουν κιόλας.

Θα δημιουργηθεί μια νέα γενιά ρατσιστών, εθνικιστών – φασιστών, αυτήν που στο εξωτερικό την αποκαλούμε Alt-Right, αυτή που διώχνει σε πρώτη φάση τα λογότυπα του χίτλερ από την εικόνα της, μα κρατά αναλοίωτες τις ιδέες και την φιλοσοσοφία της.

Προσέξτε: δεν λέω ότι θα μετακινηθεί η υπάρχουσα ακροδεξιά μορφή σε alt-right: Λέω ότι από τα πανηγύρια στις στάχτες της καύσης του θλιβερού μορφώματος των ναζί, θα δημιουργηθούν καινούργιοι ακροδεξιοί, απλώς και μόνο επειδή κάποιοι θέλουν να εκμεταλλευτούν για λογαριασμό τους το γεγονός με τον μανδύα της φιλελευθερίας.

~

Η στιγμή είναι μοναδική. Πανηγυρίσαμε, δακρύσαμε, δικαιωθήκαμε. Όσοι θωρούμε τον απέναντί μας άνθρωπο με σεβασμό και αξιοπρέπεια, όσοι επιλέγουμε να τον κρίνουμε για τις πράξεις του μοναχά, πετύχαμε κάτι που, μέχρι εχθές, ήταν ανήκουστο.

Και ήταν ανήκουστο όχι γιατί ήταν άδικο, αλλά γιατί ήταν κρυμμένο παντού, από τηλεοπτικές οθόνες μέχρι βουλευτικές έδρες, από θρανία και οικογενειακά τραπέζια, μέχρι στο αφεντικό και τον γιατρό μας.

Ήταν ανήκουστο ακριβώς γιατί υπήρχε παντού, γιατί τρεφόταν από πολλούς που διατείνονταν πως ξέρουν το καλό μας, ενώ ήταν πασιφανές ότι μοιράζοντας ιδέες και φιλοσοφία με το τέρας.

Εκείνη η στιγμή, πέρασε.

Το αμέσως επόμενο λεπτό (42″ ακριβώς μετά, για την ακρίβεια) το θηρίο είναι ακόμα μπροστά μας, φορά υποκριτικά αντιναζιστικό μανδύα, και μας προσκαλεί όλους στις χολερές αγκάλες του για να μας προστατέψει από όποιον εχθρό τον εμπιστευτούμε να μας ονοματίσει.

Και η σκύλα που γέννησε το αυγό του φασισμού, δεν είναι απλώς έγκυος, δεν τρέφει απλώς τα μικρά της, αλλά κάνει πολλούς από εμάς, περισσότερους από εμάς, ύπουλα και σκοτεινά, τροφούς της εμετικής της ιδεολογίας.

Η στιγμή που οι δικαστές πήραν την απόφαση να ονοματίσουν το θηρίο, πέρασε. Τώρα είναι η ώρα να ορίσουμε εμείς τι είναι αντιφασισμός, τι είναι αντιναζισμός, τι είναι αντιρατσισμός, και να στείλουμε την κάθε πλευρά στην γωνιά της.

Τώρα ήρθε η ώρα να ξεκαθαρίσουμε ότι η μόνη αποδεκτή ιδεολογία, είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής, της ελευθερίας, και της αξιοπρέπειας. Ότι καμία έκπτωση δεν νοείται σ’ αυτό, από την ιδεολογία του οποιουδήποτε.

Τώρα, που τα φώτα είναι στραμμένα εδώ ακριβώς, το να φωνάξουμε αυτά τα ιδεώδη, θα είναι το καλύτερο φάρμακο για να διώξει κάθε αρρωστημένη σκέψη που πασχίζει να τα εκμεταλλευτεί.

Τώρα που είμαστε πολλοί, και η φωνή μας μοιάζει, και ακούγεται σαν μία, τώρα που η στιγμή είναι δική μας, ας μην διστάσουμε να ακουστούμε: Ας γίνουμε με τιμή το άλλο άκρο του ναζισμού. Ας ορίσουμε εμείς τις αρχές του, ας τοποθετηθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο σ’ αυτόν τον σκοπό, και ας απομακρύνουμε από εκεί όποιον δεν πιστεύει στην βασική του αρχή, τον άνθρωπο.

Γιατί αν το επιτρέψουμε με την σιωπή μας, αύριο, οι ίδιοι άνθρωποι που κερδίσαμε σήμερα, αυτοί που πολεμούν με λύσσα όσα πιστεύουμε, δεν θα φοράνε πια αγκυλωτό για να τους ξεχωρίζουμε εύκολα.

Ο,τι και αν πιστεύει κανείς για την συμφωνία των Πρεσπών, είτε ότι ήταν μία αρνητική, είτε ότι ήταν θετική συμφωνία, είτε πίστευε αυτό που πίστευε βαθιά μέσα του, είτε το χρησιμοποίησε πολιτικά, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Η κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρήκε τους 151+ που χρειαζόταν, και επικύρωσε από την Βουλή την συμφωνία μας με τους σκοπιανούς-φυρομίτες-βορειομακεδόνες γείτονές μας.

Την κάναμε την συμφωνία, άλλοι στεναχωρήθηκαν, άλλοι χάρηκαν, και άλλοι δεν έδωσαν δεκάρα και συνέχισαν τις ζωές τους.

Το όνομα όμως, δεν ήταν ούτε το μόνο, ούτε το πιο σημαντικό ζητούμενο αυτές τις ημέρες.

Πίσω από μία αμφιλεγόμενη απόφαση, υπήρξε μία εξαιρετικά επιζήμια διαδικασία, ένα μαχαίρι που μας πλήγωσε βαθιά, όλους μας, και μία μάχη που όχι μόνο χάσαμε, όχι μόνο δεν δώσαμε, αλλά και μόνοι μας, ο καθένας με το δικό του σκεπτικό, με την δική του προσωπική ατζέντα, σχεδόν παραδώσαμε στον εχθρό.

Την μάχη με την ακροδεξιά.

~

Η συμφωνία ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, βούτυρο στο ψωμί της εθνικιστικής ρητορικής. Ήταν πολύ ξεκάθαρο, (όπως έγινε άλλωστε κατά κόρον και στο παρελθόν), ότι θα χρησιμοποιηθεί ώστε να μπολιαστεί ακόμα περισσότερο, ή και σε νέες γενιές που δεν είχαν καμία τριβή μ’ αυτό, μια σκέψη για εδάφη, χαμένες πατρίδες, προδότες που ξεπουλάνε την χώρα μας – στοιχεία δηλαδή που αποτελούν την βάση ενός σημερινού (παγκόσμιου, όχι μόνο ελληνικού) ακροδεξιού σκεπτικού.

Προφανώς, υπήρχε ένα στοίχημα να κερδηθεί από όλους τους εμπλεκόμενους:

Η μεν κυβέρνηση, χρησιμοποίησε ως εύκολο επιχείρημα τον υπαρκτό, πράγματι, απέναντί της ακροδεξιό λόγο για να χαρακτηρίσει σχεδόν κάθε αντίθεση. Η κατάθεση της πλήρους συμφωνίας -μία κίνηση σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση- ήρθε πολύ, πολύ αργά, και είχε, τελικά, αντίκτυπο σε πολύ λιγότερο κόσμο τελικά.

Η δε αντιπολίτευση – κυρίως με την αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας – υπήρξε το λιγότερο καταστροφική, και οδήγησε στην πλήρη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, επιτιθέμενη κυρίως με συναισθηματικά συνθήματα, και ελάχιστα στην ουσία της συμφωνίας. Το ότι ιστορικά είχε στο παρελθόν αποδεχθεί παρόμοιες, αντίστοιχες λύσεις ως συμβατές με τα ελληνικά συμφέροντα, και τώρα στην ουσία δεν θα είχε πεδίο αντίδρασης, δεν είναι καν αποδεκτή δικαιολογία, καθώς είναι σε όλους σαφές ότι απλώς, για ψηφοθηρικούς λόγους, απευθύνθηκε σε ένα ακραία συντηρητικό ακροατήριο, με σκοπό να διαφοροποιηθεί από τους «εθνομηδενιστές» αριστερούς.

Φυσικά, όπως είχα αναφερθεί και στο παρελθόν, η ακροδεξιά στην Ελλάδα βγήκε μόνο κερδισμένη από όλο αυτό. Από την μία, για άλλη μία φορά ξεκαθάρισε την θέση της απέναντι στους προδότες αριστερούς, από την άλλη στηλίτευσε την υποκρισία των ευκαιριακά μακεδονομάχων δεξιών, δημιουργώντας ένα στιβαρό ακροατήριο που υπάκουσε πειθήνια σε μία βαθιά ακροδεξιά ρητορική.

Όλο αυτό δημιούργησε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο σκηνικό.

Οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στις διαδηλώσεις δεν ήταν απλώς αποδεκτοί αλλά αναμενόμενοι, οι ξεκάθαρα χρυσαυγίτες πολιτικοί και μέλη της ναζιστικής οργάνωσης που επιτίθονταν με ρόπαλα «μασκαρεύτηκαν» ακόμα και επισήμως ως …ακροαριστεροί(!) και η αντίδραση των ΜΑΤ ως προσπάθεια διάλυσης των συλλαλητηρίων, ενώ κάθε χαρακτηρισμός -ακόμα και απολύτως δικαιολογημένος- για ακροδεξιά στοιχεία αντιμετωπίστηκε a priori ως κακόβουλος.

Η ακροδεξιά κυμάτιζε περήφανη, κάτω από την πλήρη κάλυψη των αρνητών της συμφωνίας, και λειτούργησε ταυτόχρονα ως εξαιρετικό εργαλείο όσων έβρισκαν την συμφωνία θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.

~

Και εκεί που θα έλεγες ότι πιο χαμηλά στο πολιτικό σκηνικό μας δεν έχει, τέσσερις πανομοιότυπες αναρτήσεις από πολιτικούς και δημοσιογράφους από χθες, δείχνουν ότι αυτή η υπόθεση δεν έχει τέλος, και βόθρος που λέγεται ακροδεξιά θα χωρέσει ακόμα πολύ κάλυψη – με οποιοδήποτε, ακόμα και τελείως παράλογο επιχείρημα.

Οι αναρτήσεις μέμφονται την ΕΡΤ και την κυβέρνηση για την παρουσίαση του θέματος της αναγραφής συνθημάτων σε σχολείο της Ξάνθης:

Οι αντιδράσεις γίνονται με βάση φωτογραφία που δείχνει την ΕΡΤ να έχει κείμενο «Ρατσιστικά συνθήματα μίσους και τρομοκρατίας στους τοίχους του 3ου ΓΕΛ Ξάνθης» ενώ προβάλλεται το σύνθημα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ».

Οι θετικές αντιδράσεις μετριούνται από μερικές εκατοντάδες, μέχρι χιλιάδες.

Στην πραγματικότητα, το ρεπορτάζ της ΕΡΤ (που μπορείτε να το δείτε ολόκληρο εδώ ξεκινά από το 2:30″) περιελάμβανε όλες τις αναρτήσεις στους τοίχους του Λυκείου. Με μοιρασμένο χρόνο σε κάθε φωτογραφία, προβλήθηκαν και τα συνθήματα «ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ ΣΤΕΚΙ ΞΑΝΘΗΣ – ΛΑΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ», «ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΤΡΕΜΕΙ Η ΓΗ – ΑΙΜΑ ΤΙΜΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ….. ΚΑΙ ΛΑΓΟΣ» (είναι θολωμένο το ΠΟΥΣΤΗΣ που έγραφε το σύνθημα), «ΜΠΟΥΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ», ενώ το σύνθημα έπαιξε και δυο φορές με υπότιτλο από την ΕΡΤ «ΘΥΜΑ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ».

Πουθενά η ΕΡΤ δεν αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ της ούτε στο Μακεδονικό ζήτημα – ούτε ως αιτιολόγηση της αναγραφής των συνθημάτων, ούτε ως αναφορά στις ευρύτερες αντιδράσεις για την συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε και ο εκπαιδευτικός αναφέρθηκε ποτέ στο Μακεδονικό ζήτημα ως εξήγηση για τα γκράφιτι.

Πουθενά.

Βέβαια, μία φωτογραφία δεν λέει λόγια, ούτε εξηγεί το ρεπορτάζ που έπαιξε. Όμως ακόμα και η σταθερή εικόνα που παρουσιάζεται στους αντιδρούντες έχει σε περίοπτη θέση έναν κέλτικο σταυρό (όπως και όλες οι υπόλοιπες που γράφτηκαν στους τοίχους – με ξεκάθαρο ναζιστικό υπόβαθρο) φροντίζοντας να μην υπάρχει καμία απολύτως παρερμηνεία για τους συντάκτες των συνθημάτων και την ιδεολογική τους τοποθέτηση.

Αν και σε όλους όσους έφεραν αυτό το θέμα στην δημοσιότητα κάποιοι φρόντισαν (ευγενικά ή μη) να το επισημάνουν, η μοναδική ουσιαστική αντίδραση ήταν αυτή:

Δεν είναι κέλτικος ο σταυρός, καθώς δεν εξέχει. Όλα τα άλλα είναι λίγη σάλτσα παραπάνω.

~

Το γεγονός ότι η ακροδεξιά συμπορεύεται με την «Μία και Μοναδική Ελληνική Μακεδονία» θα μπορούσε να είναι μία εξαιρετική περίπτωση όπου η δεξιά ή έστω φιλελεύθερη σκέψη θα έθετε εαυτόν ξεκάθαρα εκτός άκρων, απλώς και μόνο καταδικάζοντας τέτοια φαινόμενα. Θα ήταν όχι μόνο προς το συμφέρον της, αλλά και προς το συμφέρον όλων μας: Η στάση του (προσωπικά απολύτως αντιπαθούς) Νίκου Δένδια στην Βουλή ο οποίος χειροκροτήθηκε αυθορμήτως από τους Συριζαίους βουλευτές όταν μίλησε στους χρυσαυγίτες για ναζιστικά σύμβολα – όπως επίσης και η στάση των Νεοδημοκρατών πολιτικών που χειροκρότησαν τον Συριζαίο βουλευτή Κοντονή που πήρε αμέσως μετά τον λόγο με αντίστοιχο περιεχόμενο, ήταν μία ξεκάθαρη ένδειξη ότι μπορούμε με ηρεμία να κάνουμε το πρώτο βήμα για να συμφωνήσουμε στα βασικά, και να θέσουμε τις όποιες διαφωνίες ο καθένας έχει, με νηφαλιότητα και σοβαρότητα πάνω σε πραγματικές βάσεις.

Ο στρουθοκαμηλισμός και οι παρωπίδες οδήγησαν σε βαθιά ήττα όχι μόνο ακόμα και των όποιων σοβαρών αντιδράσεων στην συμφωνία που πνίγηκαν στις ακροδεξιές κραυγές, αλλά εν τέλει και όλους εμάς που αύριο θα πρέπει να ζήσουμε με τον αντίλαλο των ακροδεξιών αυτών φωνών, που θα μιλάνε, με δημόσιο βήμα, όλο και πιο έντονα, στην καθημερινότητά μας.

Είχαμε μία ευκαιρία να κάνουμε μία συμφωνία ίσως σημαντικότερη ακόμα και από αυτή για την οποία κληθήκαμε να πάρουμε θέση, μία συμφωνία αρχών, μία συμφωνία για ένα καλύτερο μέλλον χωρίς μισαλλοδοξία, για μία καλύτερη, ποιοτικότερη, ουσιαστικότερη συμβίωση.

Ήταν μία συμφωνία που, όλοι μαζί, άλλος λίγο και άλλος πολύ, αρνηθήκαμε να υπογράψουμε:

Δεν καταφέραμε να αποσύρουμε το «Ακροδεξιά» από το όνομα, την ιστορία, και το ύφος της χώρας μας και των πολιτών μας.

Και όσο βουλιάζουμε σε ένα ευκαιριακό και εύκολο μίσος, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να μην ακολουθήσουμε την πεπατημένη άλλων χωρών γύρω μας και μακρυά μας, που βυθίζονται σε μία βαθύτατη ακροδεξιά ρητορική.

Είναι ακόμα εφικτό θεωρώ. Απλώς, είναι όλο και πιο δύσκολο.

Μετά από αρκετές ημέρες απουσίας (πάνε και τα …μεζεδάκια που ήλπιζα να συνεχίζω) και εν μέσω εσωτερικής διαπραγμάτευσης για την συμφωνία των Πρεσπών και την ψήφο εμπιστοσύνης, κάτι που έχει φύγει πλέον από την επικαιρότητα συνεχίζει να με απασχολεί:

Σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – κράτησης, ένας άνθρωπος από το Καμερούν, έχασε την ζωή του. Χιλιάδες άλλοι περονιάζονται από το κρύο, καθώς δεν υπάρχει θέρμανση ειδικά στις σκηνές, και άλλη μία φωτιά ξέσπασε, σαν αυτήν υποθέτω που στοίχισε την ζωή σε μία γιαγιά και το 6χρονο εγγόνι της Κουρδικής καταγωγής το 2016 καθώς προσπαθούσαν να ζεσταθούν με μία σόμπα.

Από αναθυμιάσεις από μαγκάλι πέθανε ένας άνθρωπος, πακιστανικής καταγωγής, δύο άλλοι κινδυνεύουν – φτωχοί άνθρωποι και αμάθητοι κι αυτοί στην χρήση του όπως και η μητέρα με το παιδί της που πέθαναν το 2012.

Ένας κρατούμενος πέθανε τα Χριστούγεννα (στο πειθαρχείο, και αναφέρεται ότι παρακολουθούσε πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ), ένας ακόμη εχθές δολοφονήθηκε με μαχαίρι στον Κορυδαλλό – ήταν κατηγορούμενος για πολύ σημαντικές δίκες, και ένας ακόμη βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του στα κρατητήρια του Αγίου Νικολάου Κρήτης, μόλις σήμερα.

Για όλους αυτούς, φέρουμε ευθύνη. Ως χώρα, ως πολίτες, ως κυβέρνηση. Η πρώτη και αρχική μας, είναι η αντίδρασή μας για τέτοια φαινόμενα, ώστε να μην ξανασυμβούν.

~

Για κανέναν εξ αυτών, δεν υπήρξε αξιοπρεπής αντίδραση: Ουδείς ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για το γιατί άνθρωποι στερούνται θέρμανσης λόγω φτώχειας και χάνουν την ζωή τους, γιατί χιλιάδες στερούνται αξιοπρεπούς διαβίωσης στις σκηνές, γιατί κάποιοι πεθαίνουν στην βάρδια των αστυνομικών τμημάτων.

– Για τους νεκρούς των μαγκαλιών, υπάρχει μία κατάφωρη αδικία: Σε τίποτα, σε τίποτα απολύτως δεν διαφέρει ο θάνατος των πακιστανών (υπήρχε και άλλος ένας στην Καρδίτσα, πχ, το 2017), σε τίποτα απολύτως, με τον θάνατο της 13χρονης Σάρας με την μητέρα της. Φτωχοί άνθρωποι, που αναγκάστηκαν να ζεσταθούν με ο,τι είχαν, ακόμα και αν αυτό ήταν επικίνδυνο και θα τους στερούσε και την ίδια την ζωή – όπως και έγινε.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς μετανάστες μέχρι το 2015, γινόταν χαμός. Τώρα, ένας (ακόμη) άνθρωπος πεθαίνει, χιλιάδες παγώνουν, οι συνθήκες είναι απαράδεκτες, οι καταγγελίες τρομαχτικές που μιλούν μέχρι και για βιασμούς ΑΝΗΛΙΚΩΝ, και το θέμα είναι ως μη-υπάρχον.

Τότε έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς στις φυλακές, έγιναν τόσα, ειπώθηκαν άλλα τόσα. Η αντίδραση έφερε ΤΟΤΕ, ακόμα και επι ΝΔ, καλύτερες συνθήκες, κρεβάτια για όλους, απεντομώσεις. Αντίδραση από ανθρώπους που δεν ψήφιζαν ΝΔ, σε μία κυβέρνηση ΝΔ. Τώρα, άνθρωποι πεθαίνουν από μόλυνση δοντιών, βρίσκονται κρεμασμένοι, άλλοι βασανισμένοι, άλλοι δολοφονούνται ενώ τους περιμένουν σημαντικές δίκες – και υπάρχει απόλυτη σιωπή για τις συνθήκες και τις ευθύνες.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

…τώρα;

Αυτή η σιωπή, βαρύνει πρώτα εμάς. Αρνούμαι εκ πεποιθήσεως το «δεν δικαιούστε να ομιλείτε» – γιατί όλοι δικαιούνται να ομιλούν, όταν αυτό που δείχνουν είναι σωστό. Κάθε κατηγορία από όπου και αν έρχεται, αριστερά, κέντρο, ή δεξιά, αν αναφέρεται στον Κορυδαλλό και τα κρατητήρια, αν αναφέρεται στην κόλαση της Μόριας (και στην Σάμο ισχύουν μαθαίνω ίδια και χειρότερα), αν αναφέρεται σε ανθρώπους που χάνουν την ζωή τους το 2019 γιατί πασχίζουν να ζεσταθούν – κάθε καταγγελία αξίζει να ειπωθεί, και αξίζει να προσεχθεί.

Είτε λέγεται μέχρι το 2015, είτε μετά.

Γιατί κάθε νεκρός, λέει – παραδόξως – και μία ιστορία.

Για όσους μιλήσανε, και, κυρίως, για όσους επέλεξαν να μείνουν σιωπηλοί. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά είναι «οι δικοί μας» επάνω, και δεν τόλμησαν. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να πιέσουν καταστάσεις, και κυβερνήσεις – τις δικές τους κυβερνήσεις, αλλά «μην έρθει ο Κούλης γιατί είναι χειρότερος».

Θα σας ακούσω, και θα ενώσω τις φωνές σας, για κάθε αδικία ακόμα και μετά την όποια αλλαγή κυβέρνησης. Θα δικαιούστε να ομιλείτε όπως και πριν, έτσι και μετά – δεν θα χάσετε το δικαίωμα της καταγγελίας σας στα μάτια μου. Αλλά νιώθω, και να το ξέρετε καλά, πολύ μόνος σε όσα λέω.

Γιατί η άκρα του τάφου σιωπή, δεν μιλάει για τον τάφο των νεκρών. Για την σιωπή των ζωντανών μιλάει.

Τα μακρινά χρόνια ανάμεσα σε πολέμους, σε ένα χωριό της Ελλάδας, ένας χωριανός πηγαίνοντας σπίτι του, βρήκε ένα στον διάβα του ένα αυγό. Στα χωριά εκείνη την εποχή είχαν ελάχιστα ζωντανά – κυρίως κότες τροφαντές για κάνουν αυγά και κοκόρια, δυνατά και φουσκωμένα, για την αναπαραγωγή. Πήρε τ’ αυγό – αν και δεν είχαν έλλειψη – το επεξεργάστηκε καθώς ήταν πολύ μικρότερο από τα συνηθισμένα, και παρόλα αυτά το ‘βαλε κάτω από την κότα που ζέσταινε τα δικά της – έτσι, για να δει τι θα γίνει.

Μαθημένοι στην αγροτική ζωή στο χωριό, δεν ξέρανε από εκπλήξεις. Μα τους περίμενε μία καλή, στην φάρμα του αγρότη μας, όταν από το αυγό βγήκε κάτι – και μία σαφώς μεγαλύτερη, όταν αντί για κοτοπουλάκι όπως τ’ άλλα, βγήκε ένας μικρούλης ντροπαλός παπαγάλος.

Ο παπαγάλος δεν ήξερε που γεννήθηκε – ξέρουμε άλλωστε που γεννιόμαστε; όπου μας λάχει γεννιόμαστε και ας τσακωνόμαστε μετά μια ζωή γι’ αυτό. Κοτόπουλα βρήκε γύρω του, κότες και αυστηρά κοκόρια, νόμιζε πως ήταν κι αυτός κοκόρι. Διέφερε βέβαια από τ’ άλλα – όλα ήταν μονόχρωμα γύρω του, τα κοτοπουλάκια είχαν λίγο χρώμα, μα όταν μεγάλωναν αλλάζανε, γινόντουσαν άλλα μαύρα, άλλα άσπρα, άλλα γκρι. Χρώμα πάντως, δεν υπήρχε πουθενά. Και οι άνθρωποι, και τα σπίτια τους, και τα άλλα τα ζωντανά, κάτι σκυλιά, και κάτι γαιδάροι, και γάτες μπόλικες – όλα σε αποχρώσεις ήτανε, κανένα από χρώμα άλλο εκτός από ασπρο και μαύρο. Έτσι είχαν μάθει οι χωρικοί τα ζωντανά τους, έτσι τους άρεσε να ζουν και σε μας λόγος δεν πέφτει.

Και τούτος ο παπαγάλος, κάθε άλλο παρά ταίριαζε. Είχε από όταν γεννήθηκε πλουμιστά φτερά, όλα τα χρώματα, πράσινο, κίτρινο, κόκκινο – και ένα μπλε που ανθρώπου μάτι δεν είχε ματαξαναδει πιο ζωντανό. Θα λεγες ότι θα σε τύλιγε το το πάθος του, τίποτα στην φύση δεν το θύμιζε τούτο το μπλε.

Μα οι χωρικοί, αμάθητοι, τρομάξανε. Πήγε ο παππούς και βρήκε ένα κλουβί, μεγάλο μεν, αλλά κλουβί, και χώσανε μέσα τον παπαγάλο σαν ντροπή τους, δίπλα στα καντήλια να πάρει λίγο από το φως το άγιο, που τους ζέσταινε. Και έβλεπε ο παπαγάλος τα άλλα ζώα ελεύθερα, και ‘κείνος φυλακισμένος, και ήξερε γιατί, καθώς τα παιδιά είναι σκληρά, και του πετάγανε κουβέντες σαν περνούσαν από το κλουβί, κουβέντες πικρές και κακιές, και ο κύρης, που τα λάτρευε τα κοκόρια του τα άγρια και τούτος εδώ ήταν ζαβό, μήτε μύγα δεν πείραζε, και η κυρά το σπιτιού, έναν θυμό του ‘χε φυλαγμένο, τέτοιο άχρηστο ζώο να το ταΐζει και να το ποτίζει τσάμπα, και να την εκνευρίζει με το χρώμα του. Μην θα της έκανε τουλάχιστον ένα αβγό; Ούτε γι’ αυτό δεν ήταν ικανό το κωλόπουλο.

Ούτε την φωνή του δεν είχαν ακούσει. Κάποτε, είχαν μαζέψει ένα καναρίνι, και το ‘χαν βάλει κι αυτό σε κλουβί – αυτό κελαηδούσε τουλάχιστον, ήταν χρήσιμο, τους ζέσταινε την καρδιά – αν και θα το μετάνιωναν αν ήξεραν τι κελαηδάει ένα φυλακισμένο πουλί. Μα δεν ήξεραν από λόγια πουλιού, και καθόντουσαν και το χάζευαν, το στόλιζαν με γλυκόλογα, και σαν πέθανε να δεις που το θάψανε κιόλας, με τιμές, σαν τον κόπρο τον Τζακ που πέθανε γέρος ο αλήτης. Μα τούτο δω – ούτε που ακουγόταν, μιλιά δεν έβγαζε.

Αυτοί δεν το ξέρανε, μα δεν έβγαζε μιλιά γιατί ήξερε. Είχε πάει να μιλήσει μια φορά κι έκρωζε, φριχτή φωνή έβγαινε από μέσα του, ήξερε πως αν μιλούσε θα το ‘πνιγαν με την μιά, και έτσι σωπούσε και δεν μιλούσε. Και έκλεβε από το καντήλι δίπλα λίγο καρβουνάκι, και βαφότανε γκρι, έκρυβε τα χρώματά του σιγά σιγά, καθώς λαχταρούσε να παίξει με τ’ άλλα κοτοπουλάκια που μεγάλωναν δίπλα του και τόσο μακρυά του, και χανόταν και το δικό τους χρώμα και γινόταν γκρι. Γκρι θα γινόταν κι αυτός, αρκεί να σταματούσε να τον βρίζουν και να του άνοιγαν επιτέλους αυτήν την απαίσια την πόρτα.

Ο καιρός πέρασε, και κάποια στιγμή κάποιος στάθηκε μπροστά στο κλουβί, αναρωτήθηκε γιατί έχουν κλειδωμένο ένα γκρι πουλί μέσα, άχρηστο που δεν μιλάει, και καταπως γίνεται στα παραμύθια την άνοιξε την πόρτα, και ο παπαγάλος μας, ο γκρι πια παπαγάλος μας, επιτέλους βγήκε. Βγήκε, και έτρεξε να παίξει με τα κοτοπουλάκια του.

Τα κοτοπουλάκια του βέβαια είχαν μεγαλώσει, είχαν χάσει το χρώμα τους, ένα ωραίο απαλό γλυκό κίτρινο, και είχανε γίνει όλα κότες, και κοκόρια, ασπρόμαυρα όλα, χρήσιμα, τα κοκόρια μαλώνανε, οι κότες γεννάγανε αυγά, και είχαν σκοπό, δεν είχαν χρόνο πια για παιχνίδι. Και ο παπαγάλος μας ντρεπόταν, γιατί έκανε ψέματα πως ήταν ένας γκρι κόκορας, μα μήτε να τσακωθεί μπορούσε, μήτε καν να κάνει πως μαλώνει. Και κότα δεν μπορούσε να γίνει, γιατί αυγά δεν έκανε. Σ’ όλα αυτά, του τελείωνε και το φούμο, να κρυφτεί στο γκρι να μην τον βλέπουνε, καθώς είχε πιάσει καλοκαίρι και είχαν καθαρίσει και το τζάκι. Το πιασε πανικός.

Σιγά – σιγά τα χρώματά του ζωντάνευαν, δεν είχε άλλο να κρυφτεί. Βγήκε ντροπαλά το κίτρινο, βγήκε το κόκκινο, ξεθάρεψε το πράσινο, φώτισε το μπλε. Χωνόταν στις λάσπες να μπερδέψει τα μάτια, μα το χρώμα δεν κρύβεται, και ξανάβγαινε, και όσο κρυφοβλέπανε τα χρώματά του, τόσο ενοχλούνταν οι χωρικοί.

Κει που τρομάξανε πολύ όμως, ήταν όταν σταμάτησε πια να προσπαθεί να τα κρύψει.

Τρελάθηκε να γίνει ο παπαγάλος μας αυτό που έπρεπε, μα δεν μπορούσε πια. Το πήρε απόφαση, μπήκε κάτω από το ποτάμι, να ξεβάψουνε ευχήθηκε όσο πιο πολύ μπορούσε, με όλη του την καρδιά, να γενεί τουλάχιστον άσπρος – μα πλύθηκε στο τρεχούμενο νερό, κι έλαμψε όσο ποτέ άλλοτε. Και όταν είδε την αληθινή του εικόνα στα νερά, θαμπώθηκε. Ήταν το πιο όμορφο πράγμα που χε δει ποτέ, δάκρυσε από τα χρώματα και την λάμψη τους, έτρεξε στο κοτέτσι αλαφιασμένος να το δείξει σε όλους, «κοιτάξτε, κοιτάξτε πόσο όμορφος ήμουν», και η χαρά του κράτησε μέχρι που είδε τα πρώτα μάτια να τον κοιτούν.

Σαν να κοιτούσαν την κατάρα.

«Μα όχι, δεν καταλαβαίνετε, είμαι παπαγάλος!» τους έλεγε, «είμαι αυτό που είμαι, κοιτάξτε τα χρώματα, κοιτάξτε τα φτερά μου» – και όλοι φεύγανε τρέχοντας από κοντά του. Και ήξεραν καλά τι έκαναν, καθώς σαν τον πήραν χαμπάρι οι ανθρώποι, άρχισαν να του πετούν πέτρες και να το κυνηγούν και να το προγκάνε, τρελάθηκε, «όχι, δεν καταλάβατε» πήγε να πει, «αυτό είμαι, ένας παπαγάλος, αυτό είμαι, είναι υπέροχο».

Σαν άνοιξε το στόμα του, δύο πράγματα έγιναν που δεν τα ξέχασε κανείς.

Κατ’ αρχάς, έκρωξε. Ήταν ένας απαίσιος ήχος, φριχτός, απωθητικός. Όμως δεν έφτανε αυτό – ο παπαγάλος μίλησε. Μα άλλα λόγια δεν ήξερε, εκτός από αυτά που του είπανε. Και άρχισε να βρίζει, όλες τις βρισιές που του ‘χαν μαζεμένες τις ξεστόμιζε, για τον εαυτό του τις έλεγε, γελούσε, «είμαι έτσι», «είμαι αλλιώς», τα χειρότερα λόγια, κι αυτός τα έλεγε για καλό, «κοιτάξτε, είμαι αυτό που φοβόσασταν, και τελικά είμαι χαρά», «είμαι αυτό που μισούσατε, και τελικά είμαι αγάπη».

Μα οι άνθρωποι άκουγαν τις ίδιες τις φωνές τους, τα ίδια τους τα λόγια, και τον μισούσαν ακόμα περισσότερο.

Μόνο κάτι παιδιά, βλέπανε τα χρώματά του και την περηφάνια του, και άλλο έβαφε μία τούφα πράσινη στο μαλλί του, άλλη φορούζε ένα φουλάρι ροζ, κάτι πιτσιρίκια βάψανε τα χέρια τους πορτοκαλί κι αφήνανε σημάδια παντού. Και τα προγκίξανε οι δικοί τους, γιατί στο τόσο γκρι λιγουλάκι ροζ φαίνεται πολύ, και κάνει πολύ θόρυβο, και θα ‘λεγε κανείς ότι εκεί ήταν πάντα ώρα κοινής ησυχίας, και μόνο τα κοκόρια αφηνόντουσαν να κάνουν φασαρία, όχι τα χρώματα.

Σε κάθε ιστορία όλοι πεθαίνουν, κι ας μην στο λένε, και σ’ αυτήν πέθανε και ο παπαγάλος μας. Δεν είχε έρθει η ώρα του, μα ένας γάτος παραφύλαγε, δεν τον ήθελε για φαΐ, φαγωμένος ήτανε, μια μέρα που ήταν ζαλισμένος και τον σβέρκωσε. Ούτε είναι πως είδε τα χρώματά του, ούτε τον άκουσε να μιλά και τρόμαξε, μα σαν παιχνίδι τον είδε, μπερδεμένο, του δωσε μία με τα νύχια του ποδιού του, και τον πήραν τα αίματα και πέθανε.

Το μόνο που έμεινε ήταν κάτι φτερά πολύχρωμα – κι αυτά κράτησαν όσο κράτησαν. Και όσα παιδιά δεν τον ξέχασαν, που ξέκλεβαν λίγο κόκκινο από το αίμα τους όταν σκιζόντουσαν στα πόδια στις αλάνες παίζοντας μπάλα, και βάφανε μ’ αυτό κρυφά τα χείλη τους.

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη. Με μέση, αρχή, τέλος, με επιμύθιο, απ’ όλα – στην έκθεση θα έπαιρνε άριστα και μπράβο μου.

Αλλά φυσικά, δεν θα το ανεβάσω, γιατί του λείπει το πιο βασικό.

Δεν έχω γράψει την ουσία του πράγματος.

~

Η ιστορία είναι γεμάτη ανατροπές. Στην αρχή, ένας ληστής μπαίνει σε ένα μαγαζί με ένα μαχαίρι και σπάζοντας τις βιτρίνες τραυματίζεται και πεθαίνει. Κάποιοι συμπεραίνουν αυτόματα ότι είναι μετανάστης. Ύστερα, ο ληστής γίνεται πρεζάκι, που είναι διαλυμένος και πήγε για να εξασφαλίσει την δόση του. Μετά, το πρεζάκι δεν πεθαίνει απο τα γυαλιά της βιτρίνας – δολοφονείται από περαστικούς. Στην συνέχεια, βγαίνει το πρώτο βίντεο (χωρίς ήχο). Τότε δεν άντεξα να το δω. Μετά, μαθαίνουμε ότι το «πρεζάκι-ληστής» είναι γνωστός σε πολύ κόσμο (τον ακολουθούσα και γω), ο Ζακ, μία μορφή που είχε επηρεάσει με την στάση του μία ολόκληρη κοινότητα. Μαθαίνουμε ότι ο καταστηματάρχης «είχε πάει για τσιγάρα», το βίντεο γίνεται viral, ο ληστής είναι πια «πούστης οροθετικός». Ο κόσμος αναρωτιέται για το μαχαίρι, ο καταστηματάρχης συλλαμβάνεται. Κάποιοι παίρνουν την θέση του καταστηματάρχη, κάποιοι του Ζακ, κάποιοι μιλάνε για ανθρωπιά λιντσάρισμα, κάποιοι για αυτοπροστασία. Η υπόθεση αποκτά βαρύτητα, συζητείται. Ύστερα, αφήνεται να εννοηθεί (κυρίως από τον Βαλλιανάτο – μα όχι μόνο από αυτόν) πως ο Ζακ (γιατί το θύμα έχει πια όνομα) δεν μπήκε για να κλέψει μα για να σωθεί από πέσιμο που του έγινε λίγο πριν.

Προσέξατε τι έγραψα στην αρχή;

Έχω γράψει ένα πολύ ωραίο ποστ για τον Ζακ Κωστόπουλο και τον καταστηματάρχη .

Εκεί είναι το λάθος μου. Αισθάνομαι ότι εκεί είναι το λάθος όλων μας.

~

Ο καταστηματάρχης και ο Ζακ Κωστόπουλος είναι δύο αυθεντικοί ήρωες μίας τραγωδίας. Έπαιξαν έναν ρόλο σε μία σκηνή που την παρακολουθήσαμε όλοι, μάθαμε το θύμα, τον θύτη, οι ρόλοι άλλαξαν κατά το δοκούν, ανάλογα με την καρέκλα του θεατή. Ο πούστης, το πρεζάκι, ο οροθετικός, οι φασίστες που λιντσάρουν, ο τύπος με τα άσπρα μαλλιά που τον προστατεύει, οι ΕΚΑΒίτες που τον περιθάλπουν, τα ουρλιαχτά, οι αστυνομικοί που (δεν) παρεμβαίνουν, η μεταφορά στο νοσοκομείο με χειροπέδες, ο ένας στο χώμα, ο άλλος στην φυλακή.

Αδυνατώ, και μιλώ πολύ σοβαρά, να κουνήσω το δάκτυλο σε οποιονδήποτε εδώ. Δεν ξέρω καν τι έγινε, μπήκε μέσα; Ήταν άδειο; Πήγε να κλέψει; Είχε φύγει ο καταστηματάρχης; Ήθελε να τον σκοτώσει; Έγινε ότι έγινε γιατί όλοι κινήθηκαν σαν όχλος; Ήταν ο Ζακ οπλισμένος με μαχαίρι ή ήταν ο Ζακ αυτός που όλοι περιγράφουν, ένας ιδιαίτερα συναισθηματικός άνθρωπος που δεν θα πείραζε κανέναν; Ήταν όλο μία τεράστια παρεξήγηση; Τους τρόμαξε ο Ζακ με την συμπεριφορά του; Ήταν υπό επήρεια; Δεν ήταν και του συνέβαινε κάτι άλλο; Βρήκαν ευκαιρία να λιντσάρουν έναν πεσμένο, δεν υπάρχει αμφιβολία καμία, και είπαν ψέματα όσο δεν ήξεραν ότι υπήρχε το βίντεο, και είναι ένοχοι γι’ αυτό, ο,τι και να έγινε, αλλά όλη η υπόθεση συνολικά είναι τόσο ανατρεπτική κάθε λίγο και λιγάκι, που δεν μπορώ να καταλάβω καν τι έγινε.

Εκτός από δύο πράγματα:

Υπάρχει ένας νεκρός.

Και υπάρχουν πολλοί θύτες.

~

Πάντα πασχίζω να καταλάβω. Αυτό είναι το πρόβλημά μου, αυτή είναι μία από τις κατάρες που κουβαλάω. Θα αναρωτηθώ για τον δράστη, θα προσπαθήσω να καταλάβω πως σκεφτόταν, τι ένιωθε, θα προσπαθήσω να καταλάβω τι θα ένιωθα εγώ στην θέση του, πως θα αντιδρούσα εγώ, τι θα έκανα τελικά εγώ, πόσο ανθρώπινος θα ήμουν στην ίδια κατάσταση, στις ίδιες συνθήκες.

Μα σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν έχω φτάσει εκεί. Γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση σταμάτησα λίγο πριν: συνάντησα πολλούς δράστες, δεκάδες δράστες, ιδιαιτέρως σκληρούς, εξαιρετικά αιμοβόρους, στυγνούς, ανθρώπους που δικαιολόγησαν απόλυτα την πράξη, που είπαν «αν έμπαινε ένας μαχαιροβγάλτης στο δικό σου μαγαζί;» και «ένας πούστης λιγότερος» και «ξεβρώμισε ο τόπος με το καθίκι», τα κανάλια (μέχρι και ο Δήμαρχος(!) έπαιξαν με άνεση το «μαίνεται η παραβατικότητα και τα ναρκωτικά στο κέντρο της Αθήνας» και έκαναν και δημοψήφισμα «συμφωνείτε με την αντίδραση του καταστηματάρχη σ’ αυτόν που εισέβαλλε στο μαγαζί του με μαχαίρι;», και ο μέσος πολίτης βομβαρδίζεται με το «καλά του κάνανε».

«Καλά του κάνανε».

Μπορώ να αναρωτηθώ για όλους, για τον Ζακ, για τον καταστηματάρχη – μα αυτός που, στο σπίτι του, στην ασφάλειά του, έχοντας όλον τον χρόνο να σκεφτεί, έχοντας την κατάληξη μπροστά του, έχοντας όλη την εικόνα μπροστά του, αυτός που ξέρει ότι ο νεαρός θα πέσει, αιμόφυρτος, θα πεθάνει αν τον κλωτσήσουν, αυτός που θα γράψει αυτά τα πράγματα θα τα γράψει γιατί είναι χαραγμένα βαθιά στην ψυχή του.

Δεν είναι ένας. Δεν είναι καν όσοι ήταν πριν έναν χρόνο, ή πριν δύο χρόνια – ή, αν θέλεις, μιλάνε τώρα πολύ περισσότεροι, είναι πολλοί, ένας θα ήταν πολύς, δύο θα ήταν πολλοί – μα είναι στ’ αλήθεια πολλοί, υπερβολικά πολλοί, αφόρητα πολλοί.

Δεν συζητάω πια για το λιντσάρισμα που έγινε στην οδό Γλάδστωνος.

Συζητώ για κάτι απείρως μεγαλύτερο, για μία μόλυνση, έναν καρκίνο που εξαπλώνεται, που μολύνει ανθρώπους στην ψυχή τους, που μισούν, που φοβούνται, που δικαιώνουν μία δολοφονία – έναν θάνατο έστω, που για αυτούς το 33χρονο παιδί «καλά έπαθε» και πέθανε.

«Καλά του κάνανε».

Φυσικά, δεν σταματάει εδώ. Ο φρουρός τα άκουσε που δεν πυροβόλησε τους Ρουβίκωνες (πρόσφατα πολιτικοί σιγοντάριζαν τρελούς που σημάδευαν με ένα δάκτυλο την οθόνη αν θυμάστε), όποιος διαφωνεί με το Μακεδονικό θέλει κρέμασμα, οι λάθρο να πεθαίνουν στα σύνορα για παραδειγματισμό, οι μουσουλμάνοι είναι τζιχαντιστές και ας ψοφήσουν, οι πούστηδες μας έχουν κάνει όλους σαν τα μούτρα τους και θέλουν λοβοτομή να γίνουν καλά. Το μίσος ξεχειλίζει, δεν λέγεται σιγά και ύπουλα, λέγεται δυνατά, με θράσος, το «εγώ δεν είμαι φασίστας, αλλά», το «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά» έχει γίνει «εγώ ΕΙΜΑΙ φασίστας», «εγώ ΕΙΜΑΙ ρατσιστής», οι μάσκες πέφτουν, πριν ακόμα στεγνώσει το αίμα φυτρώνεται κι άλλο, με ένα «καλά να πάθει».

«Καλά του κάνανε».

~

Άκου με λίγο.

Ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ο καταστηματάρχης ήταν σε άμυνα, ακόμα και αν πιστεύεις, ειλικρινά, ότι ένιωθε απειλή, ή ήθελε να προστατευτεί, ότι τρόμαξε, δεν θα πάω να σε πείσω αλλιώς, δεν ξέρω, ακόμα και αν πιστεύεις όλα αυτά ειλικρινά γιατί αυτό κατάλαβες από αυτήν την τραγωδία – ένα πράγμα μην πεις:

Πως «καλά του κάνανε».

Ας είναι αυτό το μόνο, το λίγο που ζητάω. Αυτή η υπόθεση να είναι μία τραγωδία, όχι μία πράξη δικαιοσύνης. Δεν σου ζητάω να καταδικάσεις τον καταστηματάρχη, δεν σου ζητάω να αθωώσεις τον Ζακ, σου ζητάω μόνο να βρεις στην καρδιά σου να στεναχωρηθείς για έναν νεκρό.

Όχι «κρίμα» – να στεναχωρηθείς πραγματικά. Γιατί εκεί έξω υπάρχουν άλλοι καταστηματάρχες, υπάρχουν φασίστες, υπάρχουν πρεζόνια, υπάρχουν οροθετικοί, υπάρχουν 33χρονοι ακτιβιστές, υπάρχουν ληστές με μαχαίρι, υπάρχουν κλέφτες, υπάρχουν ομοφυλόφιλοι, υπάρχουν αδικημένοι, υπάρχουν άλλοι άνθρωποι, το ίδιο άνθρωποι, το ίδιο με τον καταστηματάρχη της ιστορίας μας, με τον Ζακ της ιστορίας μας, με εσένα και εμένα.

Και κανείς – σε παρακαλώ, σε ικετεύω, ας συμφωνήσουμε σ’ αυτό, σ’ αυτό μόνο – κανείς δεν αξίζει να πεθάνει.

Αν κάτι πήγε στραβά, ας το διορθώσουμε, αν μπορούμε ας βοηθήσουμε, αν είναι δυνατόν ας χτίσουμε ένα δίχτυ ασφαλείας, μην αφήσουμε να ποτίζουν με χολή την ζωή μας, μην καθαρίσουμε με ένα «καλά του κάνανε», γιατί μπορούσαν να του κάνουν καλύτερα, αληθινά καλύτερα, αν ήταν πρεζόνι να γινόταν καλά, αν ήταν φασίστας ο καταστηματάρχης να φροντίσουμε καταλάβαινε το λάθος του, ας διορθώσουμε, ας φτιάξουμε ένα γαμημένο κάτι καλύτερα.

Σε ικετεύω. Μην φυτέψουμε άλλο μίσος.

Τίποτα δεν μπορεί να επιβιώσει τελικά σε τόσο μίσος, όχι μόνο αυτοί που τους αξίζει. Τίποτα.