Άλλη μία χαμένη εκλογική αναμέτρηση. Άλλη μία μπουνιά στις ελπίδες μας να αλλάξει κάτι, ή τουλάχιστον να δω και τον διπλανό του διπλανού μου έστω να καταλαβαίνει πως αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να λειτουργήσει πια, πως δεν μπορεί να μένει ατιμώρητη τόση ύβρις. Φευ.

Πάντα οι ευρωεκλογές είχαν πιο “χαλαρή” ψήφο λέει το κλισέ, μα θεωρώ πως έτσι κι αλλιώς η στάση “κάνουμε χαβαλέ” στις εκλογές όσο περνάει ο καιρός θα γίνεται ακόμα πιο έντονη. Σε κάθε περίπτωση σίγουρα, στις ευρωεκλογές το δείγμα πολλαπλασιάζεται, καθώς οι εκλεγμένοι είναι πολύ λιγότεροι, και οι “παραφωνίες” (με, ή χωρίς εισαγωγικά) πολύ πιο ορατές. Έχουμε πρώτο έναν που υποκρίνονταν πως κάνει δημοσιογραφία, εδώ έναν χρόνο περίπου ήταν πιο χρήσιμος στο γυαλί να μεταφέρει “ειδήσεις”, παρά ως βουλευτής: έναν entertainment παρουσιαστή – κάτι ανάμεσα σε Άδωνη Γεωργιάδη για την αίσθηση της «αυθεντίας» και Λάκη Λαζόπουλο για το ακροατήριό του. Έχουμε τουλάχιστον τρεις εκλεγμένους που δήλωσαν (κάποιοι ακόμα και πριν εκλεγούν) ότι “δεν έχω ιδέα πως λειτουργεί το ευρωκοινοβούλιο”. Έχουμε έναν που (σύμφωνα με τα ρεπορτάζ) έχει καταδικαστεί για οπλοκατοχή και αυτήν την στιγμή είναι φυλακή. Θέλω να πω, εντάξει – αλλά λίγο έλεος ρε φίλε, πόσες πια οι αντοχές μας, λιγουλάκι έλεος.

Έλεος – γιατί ταυτόχρονα, η Ευρώπη κλίνει προς τα ακροδεξιά. Έλεος, γιατί αυτή η νόρμα, δεν είναι απλώς πιθανό – είναι απολύτως βέβαιο πως θα επηρεάσει και τις τοπικές αποφάσεις. Έλεος, γιατί στην απολύτως βρώμικη Ελλάδα που ζούμε, η ΜΟΝΑΔΙΚΗ μας ελπιδα έμοιαζε να είναι (καλώς ή κακώς, κακώς λέω εγώ) η ευρώπη των… «αρχών, των ιδεών της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και της ηθικής». Οι περισσότεροι που στέλνουμε ως Έλληνες ψηφοφόροι πάντως να μας εκπροσωπήσουν, δεν μου δίνουν την εντύπωση ότι θα φώναζαν τον Κουκάκη ή την Καρυστιανού να εκλιπαρούν καταθέτοντας τις τελευταίες ελπίδες τους για δικαιοσύνη.

Εντός των συνόρων, ακόμα και αν δεν πηγαίναμε σε ακροδεξιά ρητορική (που, ασφαλώς θα πάμε) ήδη τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα. Μία λάθος έκφραση σε ανάρτηση στα social media μπορεί να σε στείλει φυλακή -ούτε καν με αναστολή, αλλά κατ’ ευθείαν στα σίδερα-, το σκάνδαλο των υποκλοπών βρίθει συγκάλυψης, το έγκλημα στα Τέμπη βρίθει συγκάλυψης, το δυστύχημα της Πύλου εξαφανίζεται από την συλλογική μας μνήμη, η δημοσιογραφία δεν έχει δείξει ούτε κατ’ ελάχιστο πως της έχει απομείνει δείγμα αξιοπρέπειας, χρήματα μοιράζονται αφειδώς σε ημετέρους χωρίς έλεγχο ή λογοδοσία, μικρότερα σκάνδαλα είμαστε τόσο κουρασμένοι πια που περνούν σχεδόν αδιάφορα, άνθρωποι δολοφονούνται ατιμώρητα είτε απο αστυνομικούς είτε σε αστυνομικά τμήματα μπροστά, η παιδεία διαλύθηκε μπροστά στα μάτια μας παρά τους αγώνες των φοιτητών, η δημόσια υγεία ξεκάθαρα δολοφονείται καθημερινά – και με όλα αυτά, μαζί και το σημαντικότερο πως, για οποιοδήποτε πια θέμα, η εξουσία δεν έχει απολύτως κανένα πρόβλημα να μας κοροιδέψει στα μούτρα μας κάνοντας το άσπρο – μαύρο.

Και απέναντι σε όλα αυτά, μία αντίδραση κατακερματισμένη, να πολεμά με πάθος για ό,τι την χωρίζει και όχι για ό,τι την ενώνει. Το καταλαβαίνω, πάντα το καταλάβαινα, και ποτέ δεν ζήτησα να βάλει κανείς νερό στο κρασί του, μα από την άλλη αντίστοιχα διαλυμένη είναι και οποιαδήποτε ελπίδα πως μία διαφορετική ημέρα μας περιμένει αν κάνουμε υπομονή.

Και γω καλούμαι να απαντήσω στο τι κάνω πια εδώ, όταν οι περισσότεροι γύρω μου είτε είναι αηδιασμένοι, είτε απογοητευμένοι, είτε είναι παραιτημένοι, είτε χαμένοι, είτε είναι κουρασμένοι είτε θυμωμένοι.

Και καλούμαι να αναρωτηθώ με ποιους θα συνομιλήσω πια, όταν ένα τεράστιο ποσοστό παραδίδεται στην ακροδεξιά, ή με κυβερνά ανήθικα, ή με εξουσιάζει με μίσος, ή με χλευάζει αδιάκοπα.

Καλούμαι, στην ουσία, να κοιτάξω γύρω μου, και να αναγνωρίσω πως αυτό που μένει να νιώσω πια είναι μια μεγάλη, πολύ μεγάλη μοναξιά.

~

Όμως, ξέρετε κάτι; Ο Θανάσης Κουκάκης έχει δίκαιο να διαμαρτύρεται για τις παρακολουθήσεις, ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Ο Ιάσωνας Αποστολόπουλος έχει δίκαιο για τις επαναπροωθήσεις ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Η Μαρία Καρυστιανού έχει δίκιο για την σύγκρουση των τραίνων ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα της. Ο Κώστας Βαξεβάνης έχει δίκαιο για την λίστα Πέτσα. Ο φοιτητής έχει δίκιο για την παιδεία ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα του. Ο ασθενής για την υγεία, ο φτωχός για την τις ανάγκες του, ο πεινασμένος, ο αποκλεισμένος – έχουν δίκιο ανεξαρτήτως αν είναι ένας ή πολλοί δίπλα τους.

Το δίκαιο είναι πιο όμορφο με παρέα, αλλά μπορεί και επιβιώνει θαυμάσια και στην μοναξιά.

Δεν ασχολούμαι με το τι μας χωρίζει, μα θα ασχοληθώ με το τι μας ενώνει: Αυτές οι ήττες, οι καθημερινές φάπες στην λογική μας, το αδυσώπητο ξύλο στην αξιοπρέπειά μας, είναι το ένα συστατικό, που το έχουμε, είναι αληθινό, μπροστά μας και απολύτως υπαρκτό.

Απέναντί του, ας μην σταματήσουμε να κάνουμε ερωτήματα. Για τα push backs, για τις απευθείας αναθέσεις, για την παιδεία, για τους παρακολουθούμενους, για την υγεία, για τους αδικημένους, για τους πνιγμένους, για τους ανασφάλιστους, για τους δολοφονημένους στο τρένο, στην θέση του πυροβολημένου συνοδηγού σε ένα αυτοκίνητο, στην αυλή ενός αστυνομικού τμήματος, περιμένοντας μία επέμβαση.

Αν είστε κουρασμένοι, δεν με πειράζει. Αν είστε απογοητευμένοι, δεν με πειράζει. Αν γράφω μόνος μου και τα διαβάζω μόνος μου – δεν με πειράζει. Αν οι σκέψεις μου και οι γραπτές μου θέσεις χάνονται στο κενό – δεν με πειράζει. Αλήθεια. Ποτέ δεν με πείραξε, τελικά, όσο νόμιζα.

Το να μην παλέψω γι’ αυτούς που πρέπει όμως, με ενοχλεί. Το να χάνω καθημερινά δεν είναι πρόβλημα. Το να σιωπώ με όσα συμβαίνουν με πληγώνει. Το να είμαι μόνος μου δεν είναι πρόβλημα.

Δεν θα αλλάξω ιδέες αν είμαστε λίγοι, δεν θα αλλάξω ιδέες ακόμα και αν είμαι μόνος μου. Το χρωστάω σε πολλούς.

Αν χρειαστεί θα ξαναδοκιμάσω να σας πείσω να ξαναγίνουμε πολλοί.

Κι αν τελικά είμαστε όντως πολλοί μόνοι μας – ίσως τελικά να είμαστε πολλοί μόνοι μας μαζί και να μην το έχουμε καταλάβει.

Στην ακρη του τέλους για την πιο μεγάλη δίκη των τελευταίων χρόνων, και πριν ακόμα μάθουμε ποια η ετυμηγορία των δικαστών για τις μέρες και τα έργα των μελών της Χρυσής Αυγής, το μυαλό μου δεν πάει στο αποτέλεσμα, που έτσι κι αλλιώς πια δεν ελέγχεται, αλλά στον δικό μας ρόλο.

Κάποτε, έγραφα για τις ματωμένες ψήφους της Χρυσής Αυγής. Τις λερωμένες με αίμα μπότες στο κατώφλι, και το πως, η υψηλή τάξη της κοινωνίας μας, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, αντιμετώπισαν (ή μάλλον απέφυγαν συνειδητά να αντιμετωπίσουν) την σβάστικα και  τα σηκωμένα, ματωμένα χέρια των ναζί. Κάποτε, έλεγα πως η στάση μας απέναντι στον ναζισμό, ακόμα και αν ήταν σχεδόν αυτοκαταστροφική, ήταν μια σημαντική στιγμή ελπίδας για όλους μας.

Τώρα πια, που έρχεται η ώρα της κρίσης, συνεχίζω με απογοήτευση να σκέφτομαι πως δεν μάθαμε τίποτα απολύτως.

~

Όπως και με τα μνημόνια, όπως και με την αδιαμφισβήτητη οικονομική μας καταστροφή ως χώρα, αισθάνομαι πως ο,τι ζήσαμε, που θα ήταν τουλάχιστον χρήσιμο έστω ως μάθημα για να μην το επαναλάβουμε, δεν μοιάζει να μας οδήγησε στην ανάγκη να αλλάξουμε, ως χώρα, ως πολίτες, ως άνθρωποι ατομικά, δεν μας επέφερε καμία αλλαγή στην σκέψη μας, δεν μας χρησίμευσε τουλάχιστον ως εμπειρία.

Μία τεράστια δίκη, που ανέπτυξε κατά πως λένε πλήρως τις πράξεις αυτής της (τρομοκρατικής, κατ’ εμέ) ναζιστικής συμμορίας, παρά την άοκνη προσπάθεια λίγων εθελοντών που έκαναν περισσότερα από όσα μπορούσαν για να την αναδείξουν, δεν είχε παρά μόνο δευτερόλεπτα προβολής στα παραδοσιακά δημοσιογραφικά μέσα. 

Σαν να μην έγινε ποτέ.

Σαν να μην εξοπλίσαμε εμείς (συνολικά, ως πολίτες αυτής της ταλαιπωρημένης χώρας)  με τις ψήφους μας αυτούς τους ναζί δολοφόνους, ώστε να μπουν στην Βουλή και να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη εξουσία.

Η κοινωνία πίστεψε, πραγματικά, ότι μετά την δολοφονία του Παύλου Φύσσα, δεν θα βρίσκονταν άλλες δικαιολογίες. Κατ’ εμέ διαψεύστηκε, και από τους φιλελεύθερους δήθεν Τζήμερους και Μπογδάνους, που ασχολήθηκαν με τις ευθύνες του θύματος στρώνοντας το χαλί για τους δολοφόνους να υπερασπιστούν τις πράξεις τους, αλλά και τους συντηρητικούς της ΝΔ και του αντίστοιχου πολιτικού φάσματος που πολύ αμφιβάλλω αν ψέλισσαν έστω και μία λέξη στις ημέρες μνήμης του Φύσσα φροντίζοντας να διαχωρίσουν την θέση τους από οποιαδήποτε κριτική κάθε είδους.

Ο Φύσσας δεν έγινε για όλους λοιπόν αυτό που έγινε για εμάς.

Ακόμα και αν αυτό μοιάζει μικρό, και ασήμαντο, σας βεβαιώ πως δεν είναι. Είναι πολύ εύκολο στην βεβαιότητα του δίκιου μας να λησμονήσουμε πως, για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, όχι απαραίτητα ψηφοφόρων της ναζιστικής οργάνωσης, συστηματικά και εντελώς οργανωμένα, ο Φύσσας έφταιγε – τουλάχιστον όσο έφταιγε ο Αλέξης Γρηγορόπουλος, ο Ζακ Κωστόπουλος, ή, για τους πιο παλιούς, ο Μιχάλης Καλτεζάς. Και, το ίδιο μεγάλο μέρος της κοινωνίας επίσης, που γοητεύεται από το ενός λεπτού σιγής στην βουλή για τον Κατσίφα και την λογική «του άλλου, μα ίδιου άκρου» για τους αντίφα, δεν έμαθε ποτέ τις βαρβαρότητες των χρυσαυγιτών και τις γελοίες δικαιολογίες που ξεστόμιζαν, δειλά, στο βήμα δικαστηρίου.

Η αποκαθήλωση των «προστατών των γιαγιάδων», που εμείς θεωρούμε τόσο αυτονόητη – για κάποιους δεν έγινε ποτέ.

Φανταστείτε πχ, για ένα λεπτό, τι θα ήταν το Νταχάου αν δεν υπήρχαν περιγραφές και ντοκιμαντέρ, αν δεν υπήρχαν οι φυλακισμένοι να μας εξιστορίσουν τα βιώματά τους, αν δεν υπήρχε καταγεγραμμένη αυτή η φρικτή ιστορία για να καθηλωθεί, σαν εφιάλτης στο μυαλό μας, να μας πονά και να μας διδάσκει, ότι η φρίκη είναι άνθρωπος, ο διπλανός, μας, εμείς – αν δεν χτίσουμε τις δύσκολες, αλλά απαραίτητες άμυνες για να μην καταντήσουμε έτσι.

Η απόκρυψη της δράσης και των έργων, της νοοτροπίας και της λειτουργίας των ναζί της Χρυσής Αυγής, είχε και έχει σαν στόχο ακριβώς αυτό: την λήθη και την αποδοχή. Και μαζί με την διαρκώς υποβόσκουσα ρατσιστική και φασιστική συμπεριφορά που διδασκόμαστε καθημερινά και ύπουλα από την κάθε μορφής εξουσία, κρατική, αστυνομική ή  δημοσιογραφική, είναι η κουβέρτα που σκεπάζει και ζεσταίνει ως αυγό του φιδιού τους επόμενους ναζί της εποχής μας.

Όταν μία ομάδα ανθρώπων πχ αντιδρά τόσο βίαια και αλόγιστα στην εγκατάσταση προσφυγόπουλων, και επιχαίρει που τελικά θα φύγουν εφόσον θα έρθει η εισαγγελέας και θα τους προστατέψει από τα χέρια τους, και όσο αυτό γίνεται πλέον νόρμα και απολύτως φυσιολογικό, τόσο σκέφτομαι πως συνηθίσαμε στο τέρας, γίναμε το τέρας, και τίποτα από όλα όσα έγιναν και μπορούσαμε να εκπαιδευτούμε, να διδαχθούμε, να αποφύγουμε, δεν μας ακούμπησαν τελικά.

~

Η μάχη της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης, η μόνη που μπορούσε να μας προσφέρει κάτι από όλη αυτήν την ιστορία, χάθηκε. Η Χρυσή Αυγή, και η κάθε αντίστοιχη Χρυσή Αυγή, δεν πολεμιέται στα δικαστήρια. Είτε η  δικαιοσύνη κάνει, είτε δεν κάνει το καθήκον της – η παρανομία δεν είναι άγνωστη στους ονειροπόλους της σβάστικας και του Αδόλφου Χίτλερ. Η βία, τα σκοτεινά λαγούμια και ο υπόκοσμος είναι το μέρος που γεννιέται, όχι το μέρος που πεθαίνει ο ναζισμός.

Η μόνη ελπίδα που έχουμε, πιστεύω προσωπικά, είναι ο κάθε ένας από εμάς, με το ελάχιστο που μπορεί, με μία ανάρτηση, με ένα like, με ένα tweet ή ένα post, με μία αντίδραση μικρή σε μία ευκαιρία που θα εκμεταλλευτεί, να δείξει ότι ο ναζισμός είναι απαράδεκτος. Ο κάθε ένας από εμας, στο ελάχιστο που μπορεί να κάνει, ακόμα και αν αυτό μοιάζει μικρό.

Η θέση μου είναι πως ο ρατσισμός, ο φασισμός, ο ναζισμός – δεν περιμένουμε τώρα να μάθουμε αν είναι, ή όχι, παράνομος. Ξέρουμε ότι είναι παράνομος. Ότι είναι απαράδεκτος πρέπει να φροντίσουμε να καταλάβουν όλοι. 

Απαράδεκτος στην ανθρωπιά μας, απαράδεκτος στην λογική μας, απαράδεκτος στην αξιοπρέπειά μας.

Και αυτή είναι η μόνη ουσιαστική ποινή που της αξίζει.

Ο,τι και αν πιστεύει κανείς για την συμφωνία των Πρεσπών, είτε ότι ήταν μία αρνητική, είτε ότι ήταν θετική συμφωνία, είτε πίστευε αυτό που πίστευε βαθιά μέσα του, είτε το χρησιμοποίησε πολιτικά, το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Η κυβέρνηση με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρήκε τους 151+ που χρειαζόταν, και επικύρωσε από την Βουλή την συμφωνία μας με τους σκοπιανούς-φυρομίτες-βορειομακεδόνες γείτονές μας.

Την κάναμε την συμφωνία, άλλοι στεναχωρήθηκαν, άλλοι χάρηκαν, και άλλοι δεν έδωσαν δεκάρα και συνέχισαν τις ζωές τους.

Το όνομα όμως, δεν ήταν ούτε το μόνο, ούτε το πιο σημαντικό ζητούμενο αυτές τις ημέρες.

Πίσω από μία αμφιλεγόμενη απόφαση, υπήρξε μία εξαιρετικά επιζήμια διαδικασία, ένα μαχαίρι που μας πλήγωσε βαθιά, όλους μας, και μία μάχη που όχι μόνο χάσαμε, όχι μόνο δεν δώσαμε, αλλά και μόνοι μας, ο καθένας με το δικό του σκεπτικό, με την δική του προσωπική ατζέντα, σχεδόν παραδώσαμε στον εχθρό.

Την μάχη με την ακροδεξιά.

~

Η συμφωνία ήταν, χωρίς καμία αμφιβολία, βούτυρο στο ψωμί της εθνικιστικής ρητορικής. Ήταν πολύ ξεκάθαρο, (όπως έγινε άλλωστε κατά κόρον και στο παρελθόν), ότι θα χρησιμοποιηθεί ώστε να μπολιαστεί ακόμα περισσότερο, ή και σε νέες γενιές που δεν είχαν καμία τριβή μ’ αυτό, μια σκέψη για εδάφη, χαμένες πατρίδες, προδότες που ξεπουλάνε την χώρα μας – στοιχεία δηλαδή που αποτελούν την βάση ενός σημερινού (παγκόσμιου, όχι μόνο ελληνικού) ακροδεξιού σκεπτικού.

Προφανώς, υπήρχε ένα στοίχημα να κερδηθεί από όλους τους εμπλεκόμενους:

Η μεν κυβέρνηση, χρησιμοποίησε ως εύκολο επιχείρημα τον υπαρκτό, πράγματι, απέναντί της ακροδεξιό λόγο για να χαρακτηρίσει σχεδόν κάθε αντίθεση. Η κατάθεση της πλήρους συμφωνίας -μία κίνηση σίγουρα προς την σωστή κατεύθυνση- ήρθε πολύ, πολύ αργά, και είχε, τελικά, αντίκτυπο σε πολύ λιγότερο κόσμο τελικά.

Η δε αντιπολίτευση – κυρίως με την αντίδραση της Νέας Δημοκρατίας – υπήρξε το λιγότερο καταστροφική, και οδήγησε στην πλήρη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ατζέντας, επιτιθέμενη κυρίως με συναισθηματικά συνθήματα, και ελάχιστα στην ουσία της συμφωνίας. Το ότι ιστορικά είχε στο παρελθόν αποδεχθεί παρόμοιες, αντίστοιχες λύσεις ως συμβατές με τα ελληνικά συμφέροντα, και τώρα στην ουσία δεν θα είχε πεδίο αντίδρασης, δεν είναι καν αποδεκτή δικαιολογία, καθώς είναι σε όλους σαφές ότι απλώς, για ψηφοθηρικούς λόγους, απευθύνθηκε σε ένα ακραία συντηρητικό ακροατήριο, με σκοπό να διαφοροποιηθεί από τους «εθνομηδενιστές» αριστερούς.

Φυσικά, όπως είχα αναφερθεί και στο παρελθόν, η ακροδεξιά στην Ελλάδα βγήκε μόνο κερδισμένη από όλο αυτό. Από την μία, για άλλη μία φορά ξεκαθάρισε την θέση της απέναντι στους προδότες αριστερούς, από την άλλη στηλίτευσε την υποκρισία των ευκαιριακά μακεδονομάχων δεξιών, δημιουργώντας ένα στιβαρό ακροατήριο που υπάκουσε πειθήνια σε μία βαθιά ακροδεξιά ρητορική.

Όλο αυτό δημιούργησε ένα εξαιρετικά δυσοίωνο σκηνικό.

Οι ναζιστικοί χαιρετισμοί στις διαδηλώσεις δεν ήταν απλώς αποδεκτοί αλλά αναμενόμενοι, οι ξεκάθαρα χρυσαυγίτες πολιτικοί και μέλη της ναζιστικής οργάνωσης που επιτίθονταν με ρόπαλα «μασκαρεύτηκαν» ακόμα και επισήμως ως …ακροαριστεροί(!) και η αντίδραση των ΜΑΤ ως προσπάθεια διάλυσης των συλλαλητηρίων, ενώ κάθε χαρακτηρισμός -ακόμα και απολύτως δικαιολογημένος- για ακροδεξιά στοιχεία αντιμετωπίστηκε a priori ως κακόβουλος.

Η ακροδεξιά κυμάτιζε περήφανη, κάτω από την πλήρη κάλυψη των αρνητών της συμφωνίας, και λειτούργησε ταυτόχρονα ως εξαιρετικό εργαλείο όσων έβρισκαν την συμφωνία θετική για τα ελληνικά συμφέροντα.

~

Και εκεί που θα έλεγες ότι πιο χαμηλά στο πολιτικό σκηνικό μας δεν έχει, τέσσερις πανομοιότυπες αναρτήσεις από πολιτικούς και δημοσιογράφους από χθες, δείχνουν ότι αυτή η υπόθεση δεν έχει τέλος, και βόθρος που λέγεται ακροδεξιά θα χωρέσει ακόμα πολύ κάλυψη – με οποιοδήποτε, ακόμα και τελείως παράλογο επιχείρημα.

Οι αναρτήσεις μέμφονται την ΕΡΤ και την κυβέρνηση για την παρουσίαση του θέματος της αναγραφής συνθημάτων σε σχολείο της Ξάνθης:

Οι αντιδράσεις γίνονται με βάση φωτογραφία που δείχνει την ΕΡΤ να έχει κείμενο «Ρατσιστικά συνθήματα μίσους και τρομοκρατίας στους τοίχους του 3ου ΓΕΛ Ξάνθης» ενώ προβάλλεται το σύνθημα «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΓΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ».

Οι θετικές αντιδράσεις μετριούνται από μερικές εκατοντάδες, μέχρι χιλιάδες.

Στην πραγματικότητα, το ρεπορτάζ της ΕΡΤ (που μπορείτε να το δείτε ολόκληρο εδώ ξεκινά από το 2:30″) περιελάμβανε όλες τις αναρτήσεις στους τοίχους του Λυκείου. Με μοιρασμένο χρόνο σε κάθε φωτογραφία, προβλήθηκαν και τα συνθήματα «ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΟ ΣΤΕΚΙ ΞΑΝΘΗΣ – ΛΑΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ», «ΘΑ ΞΑΝΑΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΘΑ ΤΡΕΜΕΙ Η ΓΗ – ΑΙΜΑ ΤΙΜΗ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ», «ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ ….. ΚΑΙ ΛΑΓΟΣ» (είναι θολωμένο το ΠΟΥΣΤΗΣ που έγραφε το σύνθημα), «ΜΠΟΥΝΙΕΣ ΚΑΙ ΚΛΩΤΣΙΕΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΦΙΛΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ», ενώ το σύνθημα έπαιξε και δυο φορές με υπότιτλο από την ΕΡΤ «ΘΥΜΑ ΕΚΦΟΒΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΞΑΝΘΗ».

Πουθενά η ΕΡΤ δεν αναφέρθηκε στο ρεπορτάζ της ούτε στο Μακεδονικό ζήτημα – ούτε ως αιτιολόγηση της αναγραφής των συνθημάτων, ούτε ως αναφορά στις ευρύτερες αντιδράσεις για την συμφωνία των Πρεσπών. Ούτε και ο εκπαιδευτικός αναφέρθηκε ποτέ στο Μακεδονικό ζήτημα ως εξήγηση για τα γκράφιτι.

Πουθενά.

Βέβαια, μία φωτογραφία δεν λέει λόγια, ούτε εξηγεί το ρεπορτάζ που έπαιξε. Όμως ακόμα και η σταθερή εικόνα που παρουσιάζεται στους αντιδρούντες έχει σε περίοπτη θέση έναν κέλτικο σταυρό (όπως και όλες οι υπόλοιπες που γράφτηκαν στους τοίχους – με ξεκάθαρο ναζιστικό υπόβαθρο) φροντίζοντας να μην υπάρχει καμία απολύτως παρερμηνεία για τους συντάκτες των συνθημάτων και την ιδεολογική τους τοποθέτηση.

Αν και σε όλους όσους έφεραν αυτό το θέμα στην δημοσιότητα κάποιοι φρόντισαν (ευγενικά ή μη) να το επισημάνουν, η μοναδική ουσιαστική αντίδραση ήταν αυτή:

Δεν είναι κέλτικος ο σταυρός, καθώς δεν εξέχει. Όλα τα άλλα είναι λίγη σάλτσα παραπάνω.

~

Το γεγονός ότι η ακροδεξιά συμπορεύεται με την «Μία και Μοναδική Ελληνική Μακεδονία» θα μπορούσε να είναι μία εξαιρετική περίπτωση όπου η δεξιά ή έστω φιλελεύθερη σκέψη θα έθετε εαυτόν ξεκάθαρα εκτός άκρων, απλώς και μόνο καταδικάζοντας τέτοια φαινόμενα. Θα ήταν όχι μόνο προς το συμφέρον της, αλλά και προς το συμφέρον όλων μας: Η στάση του (προσωπικά απολύτως αντιπαθούς) Νίκου Δένδια στην Βουλή ο οποίος χειροκροτήθηκε αυθορμήτως από τους Συριζαίους βουλευτές όταν μίλησε στους χρυσαυγίτες για ναζιστικά σύμβολα – όπως επίσης και η στάση των Νεοδημοκρατών πολιτικών που χειροκρότησαν τον Συριζαίο βουλευτή Κοντονή που πήρε αμέσως μετά τον λόγο με αντίστοιχο περιεχόμενο, ήταν μία ξεκάθαρη ένδειξη ότι μπορούμε με ηρεμία να κάνουμε το πρώτο βήμα για να συμφωνήσουμε στα βασικά, και να θέσουμε τις όποιες διαφωνίες ο καθένας έχει, με νηφαλιότητα και σοβαρότητα πάνω σε πραγματικές βάσεις.

Ο στρουθοκαμηλισμός και οι παρωπίδες οδήγησαν σε βαθιά ήττα όχι μόνο ακόμα και των όποιων σοβαρών αντιδράσεων στην συμφωνία που πνίγηκαν στις ακροδεξιές κραυγές, αλλά εν τέλει και όλους εμάς που αύριο θα πρέπει να ζήσουμε με τον αντίλαλο των ακροδεξιών αυτών φωνών, που θα μιλάνε, με δημόσιο βήμα, όλο και πιο έντονα, στην καθημερινότητά μας.

Είχαμε μία ευκαιρία να κάνουμε μία συμφωνία ίσως σημαντικότερη ακόμα και από αυτή για την οποία κληθήκαμε να πάρουμε θέση, μία συμφωνία αρχών, μία συμφωνία για ένα καλύτερο μέλλον χωρίς μισαλλοδοξία, για μία καλύτερη, ποιοτικότερη, ουσιαστικότερη συμβίωση.

Ήταν μία συμφωνία που, όλοι μαζί, άλλος λίγο και άλλος πολύ, αρνηθήκαμε να υπογράψουμε:

Δεν καταφέραμε να αποσύρουμε το «Ακροδεξιά» από το όνομα, την ιστορία, και το ύφος της χώρας μας και των πολιτών μας.

Και όσο βουλιάζουμε σε ένα ευκαιριακό και εύκολο μίσος, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να μην ακολουθήσουμε την πεπατημένη άλλων χωρών γύρω μας και μακρυά μας, που βυθίζονται σε μία βαθύτατη ακροδεξιά ρητορική.

Είναι ακόμα εφικτό θεωρώ. Απλώς, είναι όλο και πιο δύσκολο.

Συνηθίζεται, στην αλλαγή του χρόνου να κάνουμε απολογισμούς και ευχές. Ευχές και όνειρα για το νέο έτος, με την ελπίδα πως, αυτήν την φορά, θα μπούμε επιτέλους στον κόπο να τα πραγματοποιήσουμε.

Τα όνειρα όμως, δεν θα γίνουν μόνα τους. Το χρήμα δεν θα πέσει από τον ουρανό, η υγεία δεν είναι βέβαιη αν δεν κάνουμε και εμείς αυτό που πρέπει με την σειρά μας, η φιλία και η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα αγώνα και αμοιβαίων υποχωρήσεων, όχι απλώς τύχης.

Το 2018, μου έδειξε πόσο γυμνοί είμαστε. Πέρσι σαν τέτοιον καιρό ονειρευτήκαμε ειρήνη, αλλά ο δολοφονηθείς Κατσίφας ηρωποιήθηκε από τα πιο επίσημα δυνατόν χείλη ως σπόρος για άλλους Κατσίφες αργότερα,

Ονειρευτήκαμε ανθρωπιά, αλλά για την Ελένη Τοπαλούδη φυλάξαμε τις χειρότερες κατάρες και κριτικές,

Ονειρευτήκαμε δικαιοσύνη, αλλά αν δεν υπήρχε μία τυχαία κάμερα, ο Κωστόπουλος θα ήταν από τις αστυνομικές πηγές «ναρκομανής κλέφτης που έπεσε επάνω του μία τζαμαρία» και από την κοινωνία μας παρέμεινε «ένας αρρωστημένος πούστης λιγότερος»,

Ονειρευτήκαμε ασφάλεια αλλά μετά τους 100 πλέον νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι, οι προσδοκίες για μία ασφαλή ρυμοτομία έγιναν η πολυφορεμένη τόσα χρόνια πολιτική με νομιμοποιήση των υπαρχόντων αυθαιρέτων,

Ονειρευτήκαμε καλύτερη οικονομία, και βρεθήκαμε αυτούς που βρίζαμε λίγα χρόνια πριν να τους θεωρούμε τώρα «σοβαρούς επενδυτές», να ξεχνάμε τα Mall και να κάνουμε τις βόμβες «εξαγώγιμη πολεμική βιομηχανία»,

Ονειρευτήκαμε το τέλος του ρατσισμού, αλλά ο Πετρίτ Ζίφλε δολοφονήθηκε και ο Εμντί Ιμάμ Ουντίλ γλύτωσε το σπασμένο κεφάλι προτάσσοντας το χέρι του για να επιβιώσει του τυφλού μίσους,

Ονειρευτήκαμε μία φιλόξενη, ανθρώπινη γη αλλά δεκάδες πνίγηκαν πάλι στα υδάτινα σύνορά μας, και όσοι γλύτωσαν βιάζονται και κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας ψυχολογικά και σωματικά τραυματισμένοι στα φιλόξενα και γεμάτα σκουπίδια και υπερπληθυσμό στρατόπεδα συγκέντρωσής μας,

Ονειρευτήκαμε μία αξιόπιστη δημοσιογραφία αλλά τα μέσα διανύουν τις χειρότερες στιγμές τους, συγκεντρώνονται σε ελάχιστους ισχυρούς ομίλους, επιβιώνουν με σκοτεινά έσοδα και εξυπηρετούν πρωτίστως όποιον πληρώνει αγνοώντας κάθε είδηση που «δεν αρέσει» στους χρηματοδότες τους,

Ονειρευτήκαμε κράτος δικαίου, και ακόμα και τώρα άνθρωποι αυτοκτονούν και δολοφονούνται στα Κολαστήρια – φυλακές μας χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη τους,

Ονειρευτήκαμε ευημερία και κάποιοι συνάνθρωποί μας ακόμα και απόψε είναι τυχεροί αν ζεσταίνονται με σόμπες – καθώς οι περισσότεροι δεν αντέχουν να αγοράσουν τα υπερφορολογημένα καύσιμα θέρμανσης για να την βγάλουν και αυτόν τον κρύο χειμώνα.

~

Τα όνειρά μας παρέμειναν ευχές. Δεν είναι περίεργο, κάθε άλλο – όταν αναλωνόμαστε σε εσωτερικές κόντρες όπου ο ένας βρίζει τον άλλον είναι δύσκολο να δώσουμε το χέρι ο ένας στον άλλον για να βοηθήσουμε μαζί, όλοι μαζί, τα (κοινά) όνειρά μας να γίνουν κάποια στιγμή πραγματικότητα:

Ποδοσφαιροποιούμε την πολιτική, ανάγουμε τους αρχηγούς σε ηγέτες, τους ηγέτες σε βασιλιάδες, σε σύμβολα που δεν αντέχουμε να τα αγγίξει κανείς, παίρνουμε κάθε μομφή προσωπικά και μαχόμαστε αναλόγως, για κάθε κριτική υπάρχει και ένα βολικό «ναι, αλλά ο δικός σου», και αρκούμαστε ικανοποιημένοι σε μικρές ανούσιες νίκες, όταν ο κάθε Εμντί Ιμάμ Ουντίλ πασχίζει να επιβιώσει σε ένα πάρκινγκ απέναντι σε έναν δολοφόνο με ένα λοστάρι που του σημαδεύει το κεφάλι, ο κάθε ανώνυμος φυλακισμένος στα κολαστήρια αναρωτιέται αν θα καταφέρει να εκτίσει την ποινή του, η κάθε Ελένη να μην θεωρείται δεδομένη από κανέναν, ο κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης βαστάει άλλη μία μέρα με το παιδί του με την ελπίδα να γλυτώσει από το κρύο της σκηνής, να προλάβει να του μείνει φαγητό να φάει ή να μην τον βιάσουν αύριο.

Μπορούμε έτσι να ονειρευόμαστε όσο θέλουμε, αλλά το 2019 δεν θα μας φέρει τίποτα καλύτερο.

Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ εγώ, είναι να διαμαρτυρηθούμε όλοι μαζί σε όσα συμφωνούμε: Όσοι συμφωνούμε ότι η ασφάλεια των φυλακισμένων μας είναι ευθύνη πρωτίστως της κοινωνίας μας, να απαιτήσουμε να τιμωρείται όποιος και να είναι υπεύθυνος όταν διακινδυνεύεται. Όσοι συμφωνούμε ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα δεν έχουν στόχο τον άνθρωπο αλλά την φυλή, να τα καταδικάσουμε χωρίς «ναι, μεν αλλά». Όσοι συμφωνούμε ότι το θύμα δεν προκαλεί και δικαιολογεί τον θύτη, να το ξεκαθαρίσουμε ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης. Όσοι συμφωνούμε ότι η δικαιοσύνη οφείλει πρωτίστως να προστατέψει, να απαιτήσουμε να τιμωρηθεί παραδειγματικά κάθε ένας που παραβαίνει αυτήν την βασική αρχή. Όσοι συμφωνούμε ότι κανείς δεν πρέπει να κρυώνει τον χειμώνα, ότι όλοι πρέπει να έχουν στέγη, φαγητό, και υγεία, να το απαιτήσουμε όποιος και να είναι στην εξουσία.

Όσο τρωγόμαστε μεταξύ μας, όσο μαχόμαστε ο ένας τον άλλον με όπλο τις διαφορές μας και όχι τα κοινά μας ιδανικά, η εκάστοτε εξουσία μένει εκτός κριτικής, και ο κόσμος μας δεν έχει κανέναν-απολύτως-λόγο να παλέψει για να γίνει καλύτερος.

Μπορώ να ευχηθώ σε όλους μας ένα καλύτερο 2019 από το 2018 που πέρασε. Αλλά δεν θα έχει κανένα νόημα η ευχή μου, αν δεν κάνουμε -επιτέλους- κάτι όλοι μαζί γι’ αυτό.

Για το θέμα της ονομασίας της F.Y.R.O.M. έχω υπάρξει ιδιαιτέρως διακριτικός – κυρίως επειδή έχω μαύρα μεσάνυχτα.

Μου είναι αδύνατο να αξιολογήσω αν πράγματι, η παρούσα συμφωνία είναι ευνοϊκή για εμάς, αν είναι ευνοϊκή για τους γείτονες, αν στερεί από εμάς βασικά δικαιώματα, αν στερεί από τους γείτονες την αυτοκυριαρχία τους, ή αν τους δίνει πατήματα ώστε στο τέλος οι ακροδεξιότεροι εξ αυτών να διεκδικήσουν κάτι περισσότερο με βάση την τωρινή υπογραφή μας.

Σε γενικές γραμμές, αναγκαστικά, πατάω σε μερικούς προσωπικούς κανόνες ηθικής:

1. Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν άλλον για λογαριασμό της πατρίδας μου.

2. Δεν θέλω να αδικήσω την πατρίδα μου για λογαριασμό κάποιου άλλου.

3. Σε κάθε είδους συμφωνία γίνονται εκατέρωθεν υποχωρήσεις, και αυτό είναι και αναμενόμενο και αποδεκτό, αρκεί να μην υπάρχει εξόφθαλμη παραβίαση των δύο πρώτων κανόνων.

Αυτά. Αυτά νομίζω ότι αρκούν, και με βάση αυτά θα πορευτώ για να καταλάβω τι συμβαίνει και αν αυτή η συμφωνία είναι κακή, ή καλή.

Αλλά χρειάζομαι και κάτι ακόμα για να καταλάβω – και αυτό είναι επιχειρήματα.

~

Εδώ, τα πράγματα είναι δύσκολα. Δύσκολα, γιατί υπάρχουν εξαιρετικά ακραίες φωνακλάδικες απόψεις, που εμποδίζουν κάθε άνθρωπο που θέλει να ακούσει και να κατανοήσει τι συμβαίνει.

Να σου δώσω ένα καλό παράδειγμα:

«Η Μακεδονία είναι μία, και Ελληνική».

Κάθε επιχείρημα που ξεκινά με αυτήν την πρόταση, αυτομάτως με δυσκολεύει να την παρακολουθήσω. Και αυτό, γιατί ξεκάθαρα, από όλες τις πλευρές, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, δεν υπάρχει «μία μόνο Μακεδονία».

Και δεν εννοώ το ασύλληπτο(*) «Μακεδονία την λέει όλος ο πλανήτης», γιατί δεν είναι αυτό το θέμα μου:

Για όλους, ακόμα και για όσους εξ ημών θεωρούν πως οι γείτονές μας καταχρώνται ένα όνομα που δεν τους αξίζει, η χώρα ονομάζεται ΣΗΜΕΡΑ, Fyrom. Ήτοι, Former Yugoslav Republic of Macedonia.

Of Macedonia.

Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Το «Μακεδονίας» ΔΕΝ ΤΙΘΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Είναι πρώην Γιουγκοσλάβοι, ναι, με μία Δημοκρατία, και μπράβο τους, αλλά «της Μακεδονίας». Είναι ξεκάθαρο, αρκετά χρόνια τώρα, ότι έχει θεμελιωθεί καθώς και εμείς (και όχι μόνο τώρα οι …»εθνομηδενιστές του Σύριζα») ότι αποτελεί την βάση κάθε συζήτησης: «Αν δεν θέλετε άλλη ονομασία, θα συνεχίζουμε να σας λέμε FYROM».

Όταν λοιπόν στο παράδειγμά μας η συζήτηση ξεκινά με το «Η Μακεδονία είναι μία, και Ελληνική», μπορώ να απαντήσω «όχι, έχουμε όλοι (όλοι, και όσοι διαφωνούν με την πρόταση για την αλλαγή της ονομασίας) αποδεχθεί, εδώ και δεκαετίες, συντεταγμένα και νόμιμα, ότι υπάρχει και άλλο κράτος με το επίσημο όνομα Μακεδονία, άρα αυτό μπορούμε να το ξεπεράσουμε» και, αν δημιουργηθεί οποιαδήποτε σύγχυση εκεί, προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει άξια λόγου βάση συζήτησης.

Αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα -προφανώς εκ των πιο σημαντικών- για το πως δυσκολεύομαι να ξεχωρίσω της όποιες ήρεμες φωνές διαφωνίας (που θα καθόμουν ευχάριστα να ακούσω) από τις κραυγές που δεν εξυπηρετούν πουθενά.

~

Υπάρχει όμως και ένα ακόμα θέμα που με απασχολεί.

Ποιος είναι ο εχθρός εδώ για όσους διαφωνούν με την κυβερνητική πρόταση;

Αυτό με απασχόλησε από την πρώτη στιγμή που (ξανά)ετέθη το θέμα της αλλαγής της ονομασίας. Έχω καταφέρει να ξεχωρίσω τα συμφέροντα Ρωσίας, Τουρκίας και Αμερικής στα Βαλκάνια, τους Ευρωπαίους, τον Σόρρος, τους «εθνομηδενιστές» του Σύριζα, τους Βούλγαρους και τους Αλβανούς που αποσκοπούν για δικούς τους λόγους σε μία αναστάτωση που ελπίζουν ότι θα τους βγει σε καλό. Και η λίστα συνεχίζεται.

Ο μόνος εχθρός που δεν έχει αναφερθεί πουθενά, είναι η ακροδεξιά.

Εγώ είμαι απόλυτα ειλικρινής λέγοντας ότι δεν έχω θέση στο θέμα της ονομασίας, και με χαρά θα ακούσω κάθε ήρεμη, λογική διαφωνία. Αν πειστώ ότι είναι λάθος θα το πω, αν πειστώ ότι δεν είναι πάλι θα το πω.

Μπορώ ακόμα και να δεχθώ (χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία) ότι μεγαλύτερες δυνάμεις (θα αρκεστώ σε Αμερικανούς, Ρώσους, Τούρκους κλπ) παίζουν τον ρόλο τους για να γείρει η απόφαση προς το δικό τους συμφέρον. Δεν είναι ούτε πρωτότυπο, ούτε απίθανο – αν και δεν θα με «έσπρωχνε» απαραιτήτως να διαφωνήσω με την πρόταση, καθώς δεν ετεροπροσδιορίζω την γνώμη μου.

Όμως, μαζί με την αντιπολίτευση που αντιδρά στην επερχόμενη συμφωνία, λόγος και χρόνος διαφωνίας έχει δοθεί και στην ακροδεξιά. Το γεγονός ότι συμπορεύονται σ’ αυτό το θέμα δεν με απασχολεί ιδιαιτέρως (όπως είπαμε, δεν ετεροκαθορίζω την γνώμη μου), αλλά το γεγονός ότι δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι ο μεγαλύτερος εχθρός εδώ είναι εσωτερικός, με προβληματίζει:

Αυτή η εικόνα όμως, θα έπρεπε να τύχει καθολικής καταδίκης:

Και είναι ιδιαιτέρως εύκολο να καταδικαστεί από την πλευρά που θέλει την συμφωνία, καθώς αποτελεί (δυστυχώς) ένα εξαιρετικό εργαλείο για όσους θέλουν να πείσουν αυτούς που δεν χρειάζεται να στύψουν ιδιαιτέρως το μυαλό τους – αλλά αποδεικνύεται ολοένα και δυσκολότερο να καταδικαστεί απερίφραστα από όσους συμπορεύονται με την γενικότερη αρχή της διαφωνίας για την προτεινόμενη ονομασία.

Ο βασικότερος εχθρός όσων διαφωνούν τίμια και με αξιοπρεπή επιχειρήματα, δεν είναι ο Σόρρος, ο Σύριζα και οι εθνομηδενιστές:

Ο βασικότερος εχθρός είναι οι κραυγές, τα σηκωμένα χέρια, η «μία και μοναδική Ελληνική Μακεδονία», η ακροδεξιά.

Και το βασικότερο πρόβλημα για όσους έχουν τίμια επιχειρήματα κατά της συμφωνίας είναι πως, είτε την χάσουν την μάχη της διαφωνίας, είτε την κερδίσουν, θα είμαστε όλοι χαμένοι.

Πήγαν όλα άνω κάτω τούτες τις μέρες, καθώς η Παπαχρήστου, διάσημη για την αποβολή της από την ΔΟΕ για το περίφημο tweet με τα κουνούπια και τους αφρικανούς, κέρδισε ένα χρυσό στο τριπλούν του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος αγώνων στίβου του Βερολίνου.

Και, εντελώς φυσικά, όλα ανακατεύτηκαν με την υπέροχη ζαλάδα που ήταν ευνόητο ότι θα επακολουθούσε:

Ο κόσμος που δεν γουστάρει τους Χίτες δεν γούσταρε καθόλου την επιτυχία της, ο κόσμος που έτσι και αλλιώς νιώθε την ανάγκη να πανηγυρίζει τις εθνικές επιτυχίες (ακόμα και αν είναι από τον Καχιασβίλι ή τον Δήμα) είτε μπλόκαρε με την όλη φάση, είτε πανηγύρισε, κάποιοι πανηγύρισαν επειδή ακριβώς έχει εκφράσει ένα ακροδεξιό προφίλ, ο Τσίπρας ως πρωθυπουργός συνεχάρη (και μάλιστα «θερμά») μαζί με τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς την κάτοχο του χρυσού, του τα χωσαν γιατί δεν έπρεπε να δώσει συγχαρητήρια στην χρυσαυγίτισσα, μύλος.

Μύλος.

Να χαρείς επειδή το πήρε ελληνίδα; Να μην χαρείς επειδή το πήρε χρυσαυγίτισσα; Να χαρείς και ας είναι χρυσαυγίτισσα; Να μην το προσμετρήσεις; Τι είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα;

~

Όλο αυτό, κατά το ταπεινό μου το μυαλό, που μπορεί κάλλιστα να κάνει και λάθος και στο λέω εξ αρχής για να μην παρεξηγηθούμε, νομίζω ότι έχει να κάνει με μία βασική παραδοχή.

Άκου πως το βλέπω.

Ο φασισμός, ο ναζισμός, ο ρατσισμός – όλα αυτά σε γενικές γραμμές έχουν να κάνουν με το τι θέση νιώθει ότι έχει ο καθένας απέναντι στον διπλανό του. Είναι μία προσπάθεια να σταθεί σε μία κοινωνία – μπορεί να το κάνει αποδεχόμενος τις διαφορές των διπλανών του (άλλο φύλο, άλλη θρησκεία, άλλο χρώμα, άλλη πατρίδα) και ορίζοντας μία ατομική ευθύνη για τις πράξεις του καθενός – ή θεωρώντας ότι οι απολύτως βέβαιες διαφορές αυτές ανάμεσα στους ανθρώπους ορίζουν και την συμπεριφορά ή/και την θέση τους (και συνήθως αυτό του δίνει δικαίωμα δια της βίας να «αμυνθεί» έναντι αυτών).

Τι προσπαθώ να πω μ’ αυτό; Ότι αυτή η συμπεριφορά δεν σε κάνει λιγότερο ικανό.

Μπορεί να τρέξεις περισσότερο από τους άλλους, ή να ζωγραφίσεις υπέροχα, ή να έχεις την πιο γλυκιά φωνή που βγήκε από ανθρώπου λαρύγγι, ή να γίνεις ο νέος Στήβεν Χώκινγκ – και πάλι να είσαι ρατσιστής.

Είναι (σε μένα, και ξαναλέω, μπορεί να κάνω λάθος, δεν ξέρω) απολύτως σαφές ότι ένας άνθρωπος μπορεί να πετύχει στην ζωή του, μπορεί (κρατήσου) να κάνει την διαφορά και στις δικές μας τις ζωές με τις επιτυχίες του, ακόμα και αν έχει στην καρδιά του το μίσος ή φόβο για τον συνάνθρωπό του.

Αν είναι όντως έτσι – τι κάνουμε απέναντι σ’ αυτό; Ως κοινωνία λέω, όχι ο καθένας ατομικά. Ο καθένας, μπορεί να σιχαθεί ο,τι αφορά τον Σφακιανάκη πχ για τις ιδέες του, ή να ακούσει τα τραγούδια του προσπαθώντας να ξεχάσει ποιος είναι και τι λέει, ή να λατρέψει τον ίδιο και την μουσική του ακριβώς γι’ αυτά που λέει – δεν μιλάω γι’ αυτό:

Ο καθένας έχει κριτήριο, αλλά συνολικά, ως κοινωνία, τι κάνουμε;

Γιατί αν μπούμε σ’ αυτό το τριπάκι, πρέπει να αποφασίσουμε αν η κοσμοθεωρία του είναι μέρος της επιτυχίας του. Αν η ταχύτητά του, ή η μουσική του ικανότητα, ή οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, ή το λαμπρό μαθηματικό του μυαλό, συνδέονται με την (προσωπικά, θεωρώ σιχαμένη, αλλά για την κουβέντα ας το δούμε αποστασιοποιημένα για να συνεννοηθούμε) θέση του για τον συνάνθρωπό του.

Αν πούμε πως ναι, θεωρώ πως αν ως κοινωνία όντως εξοβελίζουμε αυτές τις θέσεις, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την ήρα από το στάρι: πρώτα να βλέπουμε τις πεποιθήσεις κάποιου, και μετά θα δούμε την όποια επιτυχία του. Αν πούμε πως όχι, τότε θα δούμε και θα κρίνουμε την επιτυχία, και μετά θα κάνουμε το ίδιο (ξαναλέω, ως κοινωνία) στις θέσεις του.

Δεν έχω προφανή απάντηση. Προσωπικά, τείνω στο δεύτερο, καθώς σε ατομικό επίπεδο προσπαθώ να κρίνω τους ανθρώπους με βάση τις πράξεις τους, ήτοι άλλο το μετάλλιο, άλλο οι απόψεις.

Θα μου φαινόταν πολύ δύσκολο, και άδικο ίσως, να πρέπει να κάνω στον καθένα μία αποκρυπτογράφιση των θέσεών του πριν τον συγχαρώ για ένα μετάλλιο. Και καλά, στο μετάλλιο ή στην Παπαχρήστου τα πράγματα είναι εύκολα: αν όμως βρει ένας δηλωμένος ρατσιστής ένα αποτελεσματικό, σωτήριο φάρμακο για τον καρκίνο, θα αρνηθώ να το διανείμω στους ασθενείς μου επειδή ο εμπνευστής του είναι ρατσιστής;

Απο την άλλη, τον άνθρωπο που χειροκροτεί τα ματωμένα χέρια ενός Μιχαλολιάκου ή ενός Κασιδιάρη, ή του στρατού του, ή ανεβάζει πιστόλια με το Μολών Λαβέ – να τον χειροκροτάω κι εγώ (ως κοινωνία) για την επιτυχία του; Γίνεται; Δύσκολο.

~

Αν έχει νόημα να καταλήξουμε κάπου, ας σκεφτούμε αυτό: ο ρατσισμός βρίσκεται σε άνθιση. Χώρες ολόκληρες αφήνονται στα χέρια μισαλλόδοξων, οι άνθρωποι κάνουν όλο και πιο εύκολα δεκτό να μισεί ο καθένας τον διαφορετικό διπλανό τους, η θέση αυτή γίνεται όλο και περισσότερο mainstream και αποδεκτή.

Είναι θεωρώ μοιραίο πως ανάμεσά τους θα βρεθούν και άνθρωποι που έχουμε συνηθίσει ως κοινωνία να προβάλλουμε. Όχι μόνο αθλητές, που εκεί η όποια αντίδραση είναι εύκολη, αλλά και σε άλλους τομείς, ασφαλώς πιο ευαίσθητους.

Αν ως κοινωνία δεν παλέψουμε απέναντι στην βάση του προβλήματος, την μισαλλοδοξία, τότε όσο ασχολούμαστε με τους εκφραστές του, θα μας δίνεται πάντα ένα πεδίο να χάσουμε: Στους «Μωλόν λαβαί αίληνες» όπως αρεσκόμαστε να τους τοποθετούμε εμείς οι απέναντι – θα βρίσκεται πάντα κάποιος φίλα προσκείμενος στο ναζιστικό ιδεώδες καθηγητής πανεπιστημίου να μας χαλάσει το αφήγημα.

Ήτοι, και αυτό μοιάζει το πιο δύσκολο απ’ όλα: Η κοινωνία μας δεν έχει πάρει ακόμα σαφή, ξεκάθαρη θέση στον σεβασμό του διαφορετικού – και του συνάνθρωπού μας εν γένει, ούτε καν στα απλά, πολλώ δε μάλλον στα πολύπλοκα: Ακόμα κερδίζουμε από οικονομικούς σκλάβους σε φτωχές χώρες, ακόμα συναναστρεφόμαστε με απολυταρχικά καθεστώτα που μας δίνουν απλόχερα το πετρέλαιό τους, ακόμα ικανοποιούνται θεοκρατικές αντιλήψεις για το σώμα της γυναίκας ή τους ομοφυλόφιλους με σκοπό την αποδοχή των ψήφων των συντηρητικότερων στρωμάτων.

(Προσωπικά, δεν θεωρώ ότι πρέπει να περιμένουν τα ανθρώπινα δικαιώματα «να γίνει ο καιρός κατάλληλος» – αλλά αυτή είναι η δική μου γνώμη, αυτήν την βαρύτητα δώστε της)

Το σίγουρο είναι ότι, για τον ένα ή τον άλλον λόγο, όσο δεν ξεκαθαρίζουμε οι ίδιοι, ως κοινωνία, τι είναι σημαντικό, πάντα κάποιος θα φέρνει ένα ναζί μετάλλιο αριστείας και θα μας βραχυκυκλώνει.