Ας μιλήσουμε λοιπόν, για σεβασμό

Κατα κοινή ομολογία τουλάχιστον των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη και Κικίλια, το (μοναδικό λένε αυτοί, ίσως μεγαλύτερο λέω εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τουρισμό) λάθος της κυβέρνησης ήταν που άργησε να πάρει τα μέτρα στην Θεσσαλονίκη, και περίμενε να …τελειώσει πρώτα η γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Η κοσμοσυρροή έφερε, όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, και την ανάλογη αύξηση σε κρούσματα και νεκρούς.

Ο μόνος που φάνηκε σχετικά ειλικρινής σε όλο αυτό, ήταν ο Γεωργιάδης: 

«Μία από τις πιο σφοδρές κριτικές και ένα από τα λάθη που κάναμε ήταν όταν οι λοιμωξιολόγοι μας είχαν εισηγηθεί μια παρόμοια στρατηγική στη Θεσσαλονίκη πριν την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, εμείς από σεβασμό στην παράδοση της πόλης και στην Ορθοδοξία, δεν κλείσαμε τότε τη Θεσσαλονίκη πριν από τον Άγιο Δημήτριο. 

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτό που κάναμε ήταν μεγάλο λάθος γιατί καλώς ή κακώς την ημέρα του Αγίου Δημητρίου παρά την καλή πρόθεση της εκκλησίας να συνεργαστεί και να τηρήσει τα μέτρα, ο κόσμος προσήλθε μέσα και έξω από τις εκκλησίες με μαζικό τρόπο με αποτέλεσμα η διάδοση του κορονοϊού να πάρει τις επόμενες εβδομάδες μεγάλες διαστάσεις.

Εγώ έχω μια ελπίδα ότι έως αύριο θα έχουν επικρατήσει ηρεμότερες σκέψεις, διότι αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι. Δεν πιστεύω ότι η Εκκλησία θέλει να πάρει επάνω της μια τόσο μεγάλη ευθύνη»

Το πήρε πίσω βέβαια, σε ένα μόνο κομμάτι όμως: διέψευσε τον εαυτό του (το συνηθίζει ο Γεωργιάδης αυτό, να αυτοδιαψεύδεται με τόσο πάθος που είναι σχεδόν σαν να ζητά να τον παραδεχθεί ο ακροατής στο ότι έχει πάλι δίκιο)  στο ότι το εισηγήθηκαν όντως οι λοιμωξιολόγοι.

Βέβαια, δεν έχουμε τρόπο να το ξέρουμε, καθώς παρά τις αλλεπάλληλες εγκλίσεις από την αντιπολίτευση η κυβέρνηση αρνείται να παραδόσει τα πρακτικά των επιτροπών – αλλά το υποστήριξε και ο κ. Εξαδάκτυλος, ότι η επιτροπή (για κάποιο λόγο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω) δεν εισηγήθηκε (κατά πλειοψηφία) το να μην γίνει η εν λόγω μεγάλη λειτουργία.

Το πρόβλημα είναι προφανώς ότι στα υπόλοιπα τα πράγματα παραμένουν όπως τα ξέραμε: Η κυβέρνηση έπρεπε να σταματήσει την λειτουργία – δεν το έκανε. Αυτό (καθώς δεν έχει υπάρξει άλλο γεγονός με τόση κοσμοσυρροή) φαίνεται να ευθύνεται για την μετάδοση του ιού – θυμίζω άλλωστε ότι και ιερείς είναι ανάμεσα στα θύματα του κορονοϊού. 

Πήρε λοιπόν μία απόφαση η κυβέρνηση, το μεγαλύτερο κατ’ αυτήν λάθος της, και επέτρεψε μία λειτουργία της εκκλησίας που σκότωσε, τελικά, κόσμο.

Από «σεβασμό».

Ok.

Και μετά, πήγε να το επαναλάβει: ζήτησε από τις εκκλησίες στις γιορτές, Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να έχουν μόλις 9 πιστούς μέσα στις εκκλησίες.

…Και η εκκλησία αντέδρασε, και τελικά – από σεβασμό – το κράτος υπαναχώρησε στις εντολές του, οι εννιά έγιναν δεκαπέντε και τριάντα, και, αφού δεν μέτρησε και κανείς, μπορεί να έγιναν πενήντα – αλλά πάντως έγιναν, όσοι ήταν.

Και, ω του θαύματος, ξαναέχουμε πρόβλημα. Όχι μόνο από αυτό, δεν θέλω να είμαι άδικος, ο κόσμος μαζεύτηκε σε σπίτια, έκανε ρεβεγιόν, κάποιοι πήγαν και στο εξωτερικό και κάποιοι ήρθαν εδώ – μόνο και μόνο για να έχουμε και εμείς το νέο στέλεχος του κορονοϊού, μη χάσουμε.

Κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση να απαγορέψει (μεταξύ άλλων) εντελώς την λειτουργία των Φώτων με πιστούς.

…και η Εκκλησία αντέδρασε, και, όπως είπε και ο εκπρόσωπος τύπου της εκκλησίας αυτάρεσκα «έδειξε ανυπακοή», και οι εκκλησίες διαφήμησαν, (ΔΙΑΦΗΜΙΣΑΝ!) ότι θα ανοίξουν για πιστούς, και όντως το έκαναν, και …οι σκηνές είναι αποκαρδιωτικές. Μέσα, και έξω από τους ναούς.

Μέχρι που τα περιπολικά και οι αστυνομικοί που περίμεναν απ’ έξω …μαζεύτηκαν για αγιασμό. Με «σεβασμό».

Αντιλαμβάνεστε ένα pattern εδώ, έτσι;  Από σεβασμό στην εκκλησία,  είτε παρακάμπτουμε τους επιστήμονες, είτε βάζουμε κανόνες και μετά τους αλλάζουμε, είτε βάζουμε κανόνες, και ύστερα παρακολουθούμε ατάραχοι να τους αγνοούν.

~

Θέλω να με προσέξετε λίγο εδώ, γιατί είναι εύκολο να παρεξηγηθώ: 

Δεν λέω ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Πχ, είχα πάρει θέση μαζί με όσους φώναζαν (άλλο που από κανέναν όπως έλεγε η κυβέρνηση δεν άκουσε διαμαρτυρίες) για το άνοιγμα των συνόρων χωρίς επαρκείς ελέγχους. Τελικά, ελέγχθηκαν περίπου το 10-15% των επισκεπτών, και ένα 10% μετέφερε τον ιό – κάτι που σημαίνει πως το ίδιο έκανε και το 10% που δεν ελέγχθηκε.

Και από τους 1-3-5 νεκρούς ημερησίως – φτάσαμε στους 100.

Ή, η κυβέρνηση λέει «εννιά άτομα» χωρίς να έχει απόφαση της επιτροπής.

Ή, η κυβέρνηση λέει «μπορούν να είναι 25 άτομα στις τάξεις» και όταν κάποιος διαμαρτύρεται του λένε «δεν υπάρχει ανησυχία, γιατί ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ(!)»

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες, μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα» – και μετά τις απαιτεί παντού.

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία, είναι υπερβολή» – και μετά τις κάνει υποχρεωτικές, στέλνει ένα λάθος μέγεθος, και κάπου 8-9 μήνες μετά στέλνει (υποτίθεται) και την δεύτερη σωστή.

Δεν λέω λοιπόν ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Κάθε άλλο.

Απλώς θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο πως εννοείται ο «σεβασμός».

~

Ο Γεωργιάδης λέει (και μαζί του όλη η κυβέρνηση) πως «αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι».

Ομολογία σε τρία επίπεδα: Ατομικό, κυβερνητικό, επιστημονικό.  Αν συγκεντρωθεί κόσμος στην εκκλησία το ξέρουμε και εμείς, και οι γιατροί, θα θρηνήσουμε νεκρούς. 

Ε, λοιπόν συγκεντρώθηκε.

Δεν υπάρχουν αμφιβολίες εδώ. Δεν λέμε «μπορεί να το είπαν – μπορεί και όχι» οι επιστήμονες, ή «μπορεί να ήταν πολλοί οι εννιά – μπορεί να ήταν και λίγοι, τελικά». Δεν είναι τουρίστες και η ψεύτικη μετάλλαξη το πρόβλημα. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε

Ξέρουμε.

Η πολιτεία έθεσε τους κανόνες, εν πλήρη γνώση του προβλήματος. Η εκκλησία εξήγησε γιατί δεν ανεχόταν μία τέτοια απόφαση, και δημοσιοποίησε το δικό της «μολών λαβέ». Η πολιτεία δεν έκανε πίσω, κράτησε την ισχύ της απόφασης μέχρι τέλους. Η εκκλησία την αγνόησε.

Και η πολιτεία έκανε πίσω, όχι απλώς ανεχόμενη, αλλά σχεδόν υπερασπιζόμενη, με τους αστυνομικούς που το είχαν εύκολο και λογικό να κόβουν πρόστιμα σε έναν άνθρωπο, ή να βαράνε παιδιά που κάθονται σε μία πλατεία, εδώ να συγκεντρώνονται για να αγιαστούν.

Αυτό, η κυβέρνηση το λέει σεβασμό. Εγώ, το λέω το ακριβώς αντίθετό του.

Σεβασμός στον άλλο, δεν είναι να αποδέχεσαι κάθε του καπρίτσιο – το αντίθετο. Όταν βάζεις κανόνες, πρέπει να είναι δύσκολοι, αλλά να είναι κανόνες. Όταν η κυβέρνηση προέτρεψε τους πολίτες να στείλουν (ψεύτικο) μήνυμα άσκησης για να εκκλησιαστούν – ενώ θα μπορούσε, αν ήθελε, να προσθέσει έναν ειδικό αριθμό, όταν αύξησε εν μία νυκτί τους πιστούς, ή αγνόησε (ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας) την ξεκάθαρη απειλή για διόγκωση της πανδημίας για μία (μεγάλη, το καταλαβαίνω) γιορτή, έστειλε ένα μήνυμα: 

Δεν σε σέβομαι.

Όχι μόνο στους πολίτες, που οφείλει να υπηρετεί, αλλά και στην εκκλησία. Οι κανόνες μας δεν είναι και τόσο σημαντικοί: Αν θυμώσεις, αλλάζουν. Κάμπτονται. Είναι ευλύγιστοι.

Έχω δίπλα μου ανθρώπους που πιστεύουν, και ξέρω πόσο τους κόστισε κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις. Είδα στα μάτια τους την αμφισβήτηση, κάθε φορά που η πολιτεία έλεγε «καλά, δεν πειράζει» όταν πρώτα τους είχε πληγώσει, και τους είχε αναγκάσει σε αντίδραση. 

Και ο καταστηματάρχης πληγώνεται. Και ο έμπορος. Και ο επιχειρηματίας. Και ο υπάλληλος. Και ο νοσοκόμος, ή ο γιατρός πληγώνεται. Όλοι πληγωνόμαστε. Ο ηθοποιός, ή ο τραγουδιστής πληγώνεται. Αυτός που έχει μήνες να δουλέψει και του τελειώνουν τα έτοιμα – αν έχει έτοιμα.

Ο γιατρός, που ζει με τον φόβο, ο νοσοκόμος, που πεθαίνουν άνθρωποι στα χέρια του. Και γω, που ήθελα να αφήσω ένα λουλούδι στο Πολυτεχνείο, ή στο σημείο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, ή να αντιδράσω στον νόμο για την πτώχευση των ανθρώπων – και δεν το έκανα, από φόβο ή από υπακοή.

Όλοι έχουμε πληγωθεί από αυτήν την πανδημία. Οι κοντά τέσσερις χιλιάδες νεκροί είχαν οικογένειες, φίλους, είχαν ανθρώπους που τους νοιάζονται, ανθρώπους που τους αγαπούσαν και θα τους λείψουν. Κάθε ένας από αυτούς είχε ένα ονοματεπώνυμο, μία ιστορία, μία πορεία. 

Όταν η εκκλησία αντιστάθηκε, το κράτος όφειλε να εξηγήσει. Από σεβασμό. Να επιμείνει, δείχνοντας ότι η απόφασή του δεν ήταν στο πόδι. Από σεβασμό. Ότι αυτές οι εντολές έχουν τίμημα – για όλους. Και να σεβαστεί αυτό το τίμημα της κόντρας, όπως και εμείς.

Όταν η κυβέρνηση δείλιασε, έδειξε ότι η ίδια πρώτα φοβάται αυτό το τίμημα. Dura lex, sed lex – δεν είναι μόνο γι’ αυτόν που ελέγχεται για τον νόμο, μα και, και κυρίως, γι’ αυτόν που βάζει τον νόμο: Οι νόμοι είναι για όλους, μα πρωτίστως, κυρίως, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τους θέτει.

Και αυτή η δειλία, έδειξε ασέβεια. Η εκκλησία αισθάνεται δικαιωμένη (αν είναι ποτέ δυνατόν, πόσοι ιεράρχες ακόμα πρέπει να πεθάνουν για να αντιληφθεί ότι εγκληματεί πρωτίστως απέναντι σ’ αυτούς;!), αλλά θεωρώ πως, βαθιά μέσα της, νιώθει την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Οι πολίτες, που χάνουν όχι μόνο τις ατομικές τους ελευθερίες με κίνδυνο υπέρογκα πρόστιμα (πάνω από το μισό του κατώτατου μισθού!), αλλά και φτάνουν σε μία άνευ προηγουμένου φτωχοποίηση, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι υποχώρησαν, και αποδέχθηκαν τους σκληρούς κανόνες, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο καθημερινά, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Μια κυβέρνηση που ζητά από όλους να είναι γενναίοι, και η ίδια δειλιάζει, που παίρνει απόφαση (όχι για πρώτη φορά θυμίζω) ότι θα πεθάνουν οι πολίτες, που το ξέρει, το γνωρίζει, της είναι απολύτως σαφές – μα το κάνει, αρκεί να μην συγκρουστεί, μια κυβέρνηση δειλή, είναι μία ασεβής κυβέρνηση.

Ας κρύψει όσο θέλει την δειλία της ονομάζοντάς την «σεβασμό», ας κρυφτεί όσο θέλει από την πραγματικότητα λέγοντας πως είχαμε «Ανοιχτές εκκλησίες με αυστηρή τήρηση των μέτρων«: Η στάση ζωής όλων μας, είναι αμφίδρομη. Αν με σεβαστείς, αν οι αποφάσεις σου κοστίσουν, θα σε σεβαστώ κι εγώ με την σειρά μου. Και αν δειλιάσεις, αν πεις ψέματα, αν φοβήθηκες τις ίδιες σου τις αποφάσεις, αν έβαλες την ζωή μου, των ανθρώπων που αγαπώ ως ασπίδα μην τυχόν και πληγωθεί η εικόνα σου, έτσι θα σε αντιμετωπίσω κι εγώ: 

Με την ασέβεια που σου αρμόζει.

Μετά από αρκετές ημέρες απουσίας (πάνε και τα …μεζεδάκια που ήλπιζα να συνεχίζω) και εν μέσω εσωτερικής διαπραγμάτευσης για την συμφωνία των Πρεσπών και την ψήφο εμπιστοσύνης, κάτι που έχει φύγει πλέον από την επικαιρότητα συνεχίζει να με απασχολεί:

Σε ένα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης – κράτησης, ένας άνθρωπος από το Καμερούν, έχασε την ζωή του. Χιλιάδες άλλοι περονιάζονται από το κρύο, καθώς δεν υπάρχει θέρμανση ειδικά στις σκηνές, και άλλη μία φωτιά ξέσπασε, σαν αυτήν υποθέτω που στοίχισε την ζωή σε μία γιαγιά και το 6χρονο εγγόνι της Κουρδικής καταγωγής το 2016 καθώς προσπαθούσαν να ζεσταθούν με μία σόμπα.

Από αναθυμιάσεις από μαγκάλι πέθανε ένας άνθρωπος, πακιστανικής καταγωγής, δύο άλλοι κινδυνεύουν – φτωχοί άνθρωποι και αμάθητοι κι αυτοί στην χρήση του όπως και η μητέρα με το παιδί της που πέθαναν το 2012.

Ένας κρατούμενος πέθανε τα Χριστούγεννα (στο πειθαρχείο, και αναφέρεται ότι παρακολουθούσε πρόγραμμα του ΟΚΑΝΑ), ένας ακόμη εχθές δολοφονήθηκε με μαχαίρι στον Κορυδαλλό – ήταν κατηγορούμενος για πολύ σημαντικές δίκες, και ένας ακόμη βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του στα κρατητήρια του Αγίου Νικολάου Κρήτης, μόλις σήμερα.

Για όλους αυτούς, φέρουμε ευθύνη. Ως χώρα, ως πολίτες, ως κυβέρνηση. Η πρώτη και αρχική μας, είναι η αντίδρασή μας για τέτοια φαινόμενα, ώστε να μην ξανασυμβούν.

~

Για κανέναν εξ αυτών, δεν υπήρξε αξιοπρεπής αντίδραση: Ουδείς ένιωσε την ανάγκη να απολογηθεί για το γιατί άνθρωποι στερούνται θέρμανσης λόγω φτώχειας και χάνουν την ζωή τους, γιατί χιλιάδες στερούνται αξιοπρεπούς διαβίωσης στις σκηνές, γιατί κάποιοι πεθαίνουν στην βάρδια των αστυνομικών τμημάτων.

– Για τους νεκρούς των μαγκαλιών, υπάρχει μία κατάφωρη αδικία: Σε τίποτα, σε τίποτα απολύτως δεν διαφέρει ο θάνατος των πακιστανών (υπήρχε και άλλος ένας στην Καρδίτσα, πχ, το 2017), σε τίποτα απολύτως, με τον θάνατο της 13χρονης Σάρας με την μητέρα της. Φτωχοί άνθρωποι, που αναγκάστηκαν να ζεσταθούν με ο,τι είχαν, ακόμα και αν αυτό ήταν επικίνδυνο και θα τους στερούσε και την ίδια την ζωή – όπως και έγινε.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς μετανάστες μέχρι το 2015, γινόταν χαμός. Τώρα, ένας (ακόμη) άνθρωπος πεθαίνει, χιλιάδες παγώνουν, οι συνθήκες είναι απαράδεκτες, οι καταγγελίες τρομαχτικές που μιλούν μέχρι και για βιασμούς ΑΝΗΛΙΚΩΝ, και το θέμα είναι ως μη-υπάρχον.

Τότε έγινε χαμός. Τώρα;

– Για τους νεκρούς στις φυλακές, έγιναν τόσα, ειπώθηκαν άλλα τόσα. Η αντίδραση έφερε ΤΟΤΕ, ακόμα και επι ΝΔ, καλύτερες συνθήκες, κρεβάτια για όλους, απεντομώσεις. Αντίδραση από ανθρώπους που δεν ψήφιζαν ΝΔ, σε μία κυβέρνηση ΝΔ. Τώρα, άνθρωποι πεθαίνουν από μόλυνση δοντιών, βρίσκονται κρεμασμένοι, άλλοι βασανισμένοι, άλλοι δολοφονούνται ενώ τους περιμένουν σημαντικές δίκες – και υπάρχει απόλυτη σιωπή για τις συνθήκες και τις ευθύνες.

Τότε, έγινε χαμός. Τώρα;

…τώρα;

Αυτή η σιωπή, βαρύνει πρώτα εμάς. Αρνούμαι εκ πεποιθήσεως το «δεν δικαιούστε να ομιλείτε» – γιατί όλοι δικαιούνται να ομιλούν, όταν αυτό που δείχνουν είναι σωστό. Κάθε κατηγορία από όπου και αν έρχεται, αριστερά, κέντρο, ή δεξιά, αν αναφέρεται στον Κορυδαλλό και τα κρατητήρια, αν αναφέρεται στην κόλαση της Μόριας (και στην Σάμο ισχύουν μαθαίνω ίδια και χειρότερα), αν αναφέρεται σε ανθρώπους που χάνουν την ζωή τους το 2019 γιατί πασχίζουν να ζεσταθούν – κάθε καταγγελία αξίζει να ειπωθεί, και αξίζει να προσεχθεί.

Είτε λέγεται μέχρι το 2015, είτε μετά.

Γιατί κάθε νεκρός, λέει – παραδόξως – και μία ιστορία.

Για όσους μιλήσανε, και, κυρίως, για όσους επέλεξαν να μείνουν σιωπηλοί. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να αλλάξουν τα πράγματα, αλλά είναι «οι δικοί μας» επάνω, και δεν τόλμησαν. Για όσους μπορούσαν ΤΩΡΑ να πιέσουν καταστάσεις, και κυβερνήσεις – τις δικές τους κυβερνήσεις, αλλά «μην έρθει ο Κούλης γιατί είναι χειρότερος».

Θα σας ακούσω, και θα ενώσω τις φωνές σας, για κάθε αδικία ακόμα και μετά την όποια αλλαγή κυβέρνησης. Θα δικαιούστε να ομιλείτε όπως και πριν, έτσι και μετά – δεν θα χάσετε το δικαίωμα της καταγγελίας σας στα μάτια μου. Αλλά νιώθω, και να το ξέρετε καλά, πολύ μόνος σε όσα λέω.

Γιατί η άκρα του τάφου σιωπή, δεν μιλάει για τον τάφο των νεκρών. Για την σιωπή των ζωντανών μιλάει.

Συνηθίζεται, στην αλλαγή του χρόνου να κάνουμε απολογισμούς και ευχές. Ευχές και όνειρα για το νέο έτος, με την ελπίδα πως, αυτήν την φορά, θα μπούμε επιτέλους στον κόπο να τα πραγματοποιήσουμε.

Τα όνειρα όμως, δεν θα γίνουν μόνα τους. Το χρήμα δεν θα πέσει από τον ουρανό, η υγεία δεν είναι βέβαιη αν δεν κάνουμε και εμείς αυτό που πρέπει με την σειρά μας, η φιλία και η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι αποτέλεσμα αγώνα και αμοιβαίων υποχωρήσεων, όχι απλώς τύχης.

Το 2018, μου έδειξε πόσο γυμνοί είμαστε. Πέρσι σαν τέτοιον καιρό ονειρευτήκαμε ειρήνη, αλλά ο δολοφονηθείς Κατσίφας ηρωποιήθηκε από τα πιο επίσημα δυνατόν χείλη ως σπόρος για άλλους Κατσίφες αργότερα,

Ονειρευτήκαμε ανθρωπιά, αλλά για την Ελένη Τοπαλούδη φυλάξαμε τις χειρότερες κατάρες και κριτικές,

Ονειρευτήκαμε δικαιοσύνη, αλλά αν δεν υπήρχε μία τυχαία κάμερα, ο Κωστόπουλος θα ήταν από τις αστυνομικές πηγές «ναρκομανής κλέφτης που έπεσε επάνω του μία τζαμαρία» και από την κοινωνία μας παρέμεινε «ένας αρρωστημένος πούστης λιγότερος»,

Ονειρευτήκαμε ασφάλεια αλλά μετά τους 100 πλέον νεκρούς από την πυρκαγιά στο Μάτι, οι προσδοκίες για μία ασφαλή ρυμοτομία έγιναν η πολυφορεμένη τόσα χρόνια πολιτική με νομιμοποιήση των υπαρχόντων αυθαιρέτων,

Ονειρευτήκαμε καλύτερη οικονομία, και βρεθήκαμε αυτούς που βρίζαμε λίγα χρόνια πριν να τους θεωρούμε τώρα «σοβαρούς επενδυτές», να ξεχνάμε τα Mall και να κάνουμε τις βόμβες «εξαγώγιμη πολεμική βιομηχανία»,

Ονειρευτήκαμε το τέλος του ρατσισμού, αλλά ο Πετρίτ Ζίφλε δολοφονήθηκε και ο Εμντί Ιμάμ Ουντίλ γλύτωσε το σπασμένο κεφάλι προτάσσοντας το χέρι του για να επιβιώσει του τυφλού μίσους,

Ονειρευτήκαμε μία φιλόξενη, ανθρώπινη γη αλλά δεκάδες πνίγηκαν πάλι στα υδάτινα σύνορά μας, και όσοι γλύτωσαν βιάζονται και κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας ψυχολογικά και σωματικά τραυματισμένοι στα φιλόξενα και γεμάτα σκουπίδια και υπερπληθυσμό στρατόπεδα συγκέντρωσής μας,

Ονειρευτήκαμε μία αξιόπιστη δημοσιογραφία αλλά τα μέσα διανύουν τις χειρότερες στιγμές τους, συγκεντρώνονται σε ελάχιστους ισχυρούς ομίλους, επιβιώνουν με σκοτεινά έσοδα και εξυπηρετούν πρωτίστως όποιον πληρώνει αγνοώντας κάθε είδηση που «δεν αρέσει» στους χρηματοδότες τους,

Ονειρευτήκαμε κράτος δικαίου, και ακόμα και τώρα άνθρωποι αυτοκτονούν και δολοφονούνται στα Κολαστήρια – φυλακές μας χωρίς ουδείς να αναλαμβάνει την ευθύνη τους,

Ονειρευτήκαμε ευημερία και κάποιοι συνάνθρωποί μας ακόμα και απόψε είναι τυχεροί αν ζεσταίνονται με σόμπες – καθώς οι περισσότεροι δεν αντέχουν να αγοράσουν τα υπερφορολογημένα καύσιμα θέρμανσης για να την βγάλουν και αυτόν τον κρύο χειμώνα.

~

Τα όνειρά μας παρέμειναν ευχές. Δεν είναι περίεργο, κάθε άλλο – όταν αναλωνόμαστε σε εσωτερικές κόντρες όπου ο ένας βρίζει τον άλλον είναι δύσκολο να δώσουμε το χέρι ο ένας στον άλλον για να βοηθήσουμε μαζί, όλοι μαζί, τα (κοινά) όνειρά μας να γίνουν κάποια στιγμή πραγματικότητα:

Ποδοσφαιροποιούμε την πολιτική, ανάγουμε τους αρχηγούς σε ηγέτες, τους ηγέτες σε βασιλιάδες, σε σύμβολα που δεν αντέχουμε να τα αγγίξει κανείς, παίρνουμε κάθε μομφή προσωπικά και μαχόμαστε αναλόγως, για κάθε κριτική υπάρχει και ένα βολικό «ναι, αλλά ο δικός σου», και αρκούμαστε ικανοποιημένοι σε μικρές ανούσιες νίκες, όταν ο κάθε Εμντί Ιμάμ Ουντίλ πασχίζει να επιβιώσει σε ένα πάρκινγκ απέναντι σε έναν δολοφόνο με ένα λοστάρι που του σημαδεύει το κεφάλι, ο κάθε ανώνυμος φυλακισμένος στα κολαστήρια αναρωτιέται αν θα καταφέρει να εκτίσει την ποινή του, η κάθε Ελένη να μην θεωρείται δεδομένη από κανέναν, ο κάθε πρόσφυγας ή μετανάστης βαστάει άλλη μία μέρα με το παιδί του με την ελπίδα να γλυτώσει από το κρύο της σκηνής, να προλάβει να του μείνει φαγητό να φάει ή να μην τον βιάσουν αύριο.

Μπορούμε έτσι να ονειρευόμαστε όσο θέλουμε, αλλά το 2019 δεν θα μας φέρει τίποτα καλύτερο.

Ο μόνος τρόπος που μπορώ να σκεφτώ εγώ, είναι να διαμαρτυρηθούμε όλοι μαζί σε όσα συμφωνούμε: Όσοι συμφωνούμε ότι η ασφάλεια των φυλακισμένων μας είναι ευθύνη πρωτίστως της κοινωνίας μας, να απαιτήσουμε να τιμωρείται όποιος και να είναι υπεύθυνος όταν διακινδυνεύεται. Όσοι συμφωνούμε ότι τα ρατσιστικά εγκλήματα δεν έχουν στόχο τον άνθρωπο αλλά την φυλή, να τα καταδικάσουμε χωρίς «ναι, μεν αλλά». Όσοι συμφωνούμε ότι το θύμα δεν προκαλεί και δικαιολογεί τον θύτη, να το ξεκαθαρίσουμε ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο δράστης. Όσοι συμφωνούμε ότι η δικαιοσύνη οφείλει πρωτίστως να προστατέψει, να απαιτήσουμε να τιμωρηθεί παραδειγματικά κάθε ένας που παραβαίνει αυτήν την βασική αρχή. Όσοι συμφωνούμε ότι κανείς δεν πρέπει να κρυώνει τον χειμώνα, ότι όλοι πρέπει να έχουν στέγη, φαγητό, και υγεία, να το απαιτήσουμε όποιος και να είναι στην εξουσία.

Όσο τρωγόμαστε μεταξύ μας, όσο μαχόμαστε ο ένας τον άλλον με όπλο τις διαφορές μας και όχι τα κοινά μας ιδανικά, η εκάστοτε εξουσία μένει εκτός κριτικής, και ο κόσμος μας δεν έχει κανέναν-απολύτως-λόγο να παλέψει για να γίνει καλύτερος.

Μπορώ να ευχηθώ σε όλους μας ένα καλύτερο 2019 από το 2018 που πέρασε. Αλλά δεν θα έχει κανένα νόημα η ευχή μου, αν δεν κάνουμε -επιτέλους- κάτι όλοι μαζί γι’ αυτό.

Μου φαίνεται κάθε φορά λίγο περίεργο που μιλάμε για «επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου». Όχι γιατί δεν αξίζει μία τέτοια ημέρα, κάθε άλλο, αλλά γιατί νομίζω ότι χάνεται το βασικό νόημά της:

Δεν είναι ημέρα επετείου, θεωρώ: είναι μέρα ευθύνης.

Και αν το ξεχάσουμε, ξεχνάμε και το βασικό μας καθήκον: ο σκοπός μας δεν είναι (μόνο) να θυμόμαστε. Ο σκοπός (θα πρέπει να) είναι να θυμόμαστε πως φτάσαμε εκεί, και πως οφείλουμε να κάνουμε ο,τι μπορούμε για να αλλάξουμε τα πράγματα.

~

Οι ευθύνες του κράτους αναπτύχθηκαν (μέσα από την διαμαρτυρία, τις αντιδράσεις) αρκετά εκείνες τις ημέρες: Ανάμεσα στους ανθρώπους που δικαιούνται να φέρουν όπλο υπήρχαν ανεκπαίδευτοι, ψυχολογικά απροετοίμαστοι, ανίκανοι να διαχειριστούν τέτοια ευθύνη.

Σταμάτησαν να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Σταμάτησαν να οπλοφορούν;

Και πριν από αυτό το γεγονός αλλά και μετά, σε αναρίθμητες υποθέσεις αστυνομικής βίας ειδικά κατά την κορύφωση της μνημονιακής περιόδου, η αστυνομία συνέχισε όχι μόνο να παραβαίνει τους βασικούς κανόνες εμπλοκής κάτω από τους οποίους οφείλει να κινείται, αλλά και (μέσω των πηγών της) να ψεύδεται ασύστολα για τέτοια περιστατικά προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα κλίμα και μία εικόνα που αποκλειστικά και μόνο κάμερες περαστικών και δημοσιογράφων μπορούσαν να διορθώσουν και να επαναφέρουν στην πραγματικότητα.

Χωρίς αυτές τις ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης, ο Αυγουστίνος Δημητρίου «χτύπησε σε μία ζαντρινιέρα», ο Μάριος Ζ είχε «τσάντα με μολότοφ», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» από το χτύπημα στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι «Συνεργείο», οι πιτσιρικάδες στα Εξάρχεια «πέταξαν μολότοφ» στους Κορκονέα Σαραλιώτη και αυτοί «αμύνθηκαν για την ζωή τους», οι αστυνομικοί φτάνουν «αμέσως μετά» το μαχαίρωμα του Παύλου Φύσσα, ο Ζακ Κωστόπουλος «μπήκε να κλέψει υπό την επήρεια ναρκωτικών και έπεσε στην τζαμαρία και σκοτώθηκε».

Ακόμα και με όλα τα στοιχεία από τις κάμερες στην διάθεσή μας, η εικόνα επιδέχεται «αλλαγών» – όπως για παράδειγμα έγινε ακριβώς στην υπόθεση Γρηγορόπουλου όπου ο τηλεοπτικός σταθμός Mega «έντυσε» το βίντεο με ήχους εκρήξεων αρχείου – και το σέρβιρε στο τηλεοπτικό του κοινό ως ενημέρωση.

Παρά την απίστευτης έντασης διαμαρτυρία εκείνης της εποχής, δεν νιώθω ότι έχουμε αλλάξει κάτι από τότε: ακόμα και τώρα, σήμερα, ο Κωστόπουλος περιγράφεται ως βίαιος, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν η αναίτια, ωμή βία που δέχθηκε αρχικά και που πιστεύω ότι τον ανάγκασε να αμυνθεί, ούτε η βία που ασκήθηκε μετά από αστυνομία και πιθανότατα και από ιατρικές δυνάμεις:

«Αυτή είναι η πρακτική και σε όποιον αρέσει» δήλωνε ο Πρόεδρος των αστυνομικών για τις βάρβαρες ενέργειες των αστυνομικών στον Κωστόπουλο που πιθανότατα του κόστισαν την ζωή του – και παραμένει ακόμα εκπρόσωπος και πρόεδρός τους.

Αντίστοιχα, οι νεκροί της Μόριας και του Κολαστηρίου πχ παραμένουν ανώνυμοι και αδιερεύνητοι, η αστυνομία διώχνει (υποκριτικά, για μένα) τον αστυνομικό που πιάνεται να φωνάζει «κωλόγρια» – αλλά δεν δείχνουν κανένα αποτέλεσμα σε επίσημες καταγγελίες για βιασμούς ακόμα και παιδιών ή για βασανισμούς και επαναπροωθήσεις στα σύνορα.

Το σύστημα, και με προηγούμενες κυβερνήσεις, και με την κυβέρνηση Τσίπρα (που είχε σαν σημαία της το καθολικό αίτημα για αναδιοργάνωση και έλεγχο των αστυνομικών αρχών) συνεχίζει ακάθεκτο την ανήθικη δουλειά του.

~

Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος είναι νεκρός. Αυτό δεν είναι μία ευχάριστη υπενθύμιση – αλλά μία αναγκαία υπενθύμιση. Δεν θυσιάστηκε για να μας κάνει να ενδιαφερθούμε – βρέθηκε ατυχώς στην πορεία μίας σφαίρας ενός δολοφόνου που καταχράστηκε την εξουσία του, και αυτός ο δολοφόνος άσκησε αυτήν την εξουσία γιατί εμείς, ούτε πριν αλλά πολύ περισσότερο ούτε και μετά, δεν απαιτήσαμε αρκετά έντονα να κριθεί πριν την χρησιμοποιήσει, και να τιμωρηθεί δίκαια μετά.

Στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο δεν οφείλουμε τιμές και επετείους.

Οφείλουμε μία δικαιοσύνη, που, από τα στενά των Εξαρχείων και τα κρατητήρια των Αστυνομικών τμημάτων και τα «νοσοκομεία» του Κορυδαλλού μέχρι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα νησιά ανεχόμαστε (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων) αμίλητοι κάποιοι να καταχρώνται την εξουσία τους.

Οφείλουμε να αλλάξουμε, με επιχειρήματα και πυγμή, αυτήν την απαράδεκτη εικόνα που έχει το κράτος, πιέζοντας καθημερινά, με όποιον τρόπο μπορεί ο καθένας την εκάστοτε κυβέρνηση να ελέγξει και να τιμωρήσει αυτούς που καταχρώνται την εξουσία που τους δίνουμε εμείς.

Οφείλουμε, όχι στο όνομα του κάθε Καλτεζά, της κάθε Γκουλιώνη, του κάθε Γρηγορόπουλου, του κάθε Κωστόπουλου – αλλά στην δική μας αξιοπρέπεια κυρίως να μην χρειαζόμαστε τον επόμενο Μιχάλη, την επόμενη Κατερίνα, τον επόμενο ανώνυμο νεκρό του Κολαστηρίου ή της Μόριας, τον επόμενο Αλέξη ή τον επόμενο Ζακ για να αντιδράσουμε.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι η υπενθύμιση ότι εμείς έχουμε ιστορική ευθύνη που υπάρχει ένας Αλέξης να θυμόμαστε.

Αυτές οι μέρες είναι και η υπενθύμιση της δικής μας, διαχρονικής και αποκλειστικής ευθύνης μας να μην υπάρξει ποτέ πια άλλος Αλέξης.

Update: Εδώ ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο από το Vice για τις φορές που η αστυνομία υπερβαίνει, συνήθως ατιμώρητα, τον ρόλο της:

Έχω σβήσει πενήντα φορές αυτό το άρθρο, και έχω ξαναξεκινήσει από την αρχή – ο μεγαλύτερος φόβος μου πάντα παραμένει όχι να θυμώσει κάποιος γι’ αυτά που πιστεύω, , αλλά να θυμώσει νομίζοντας ότι λέω άλλα από όσα θέλω να πω – και αυτή η περίπτωση είναι πολύ εύκολο να παρεξηγηθεί. Θα είμαι όσο πιο προσεκτικός μπορώ, λοιπόν.

Πριν λίγες ημέρες, το ΑΤ Ομονοίας δέχθηκε επίθεση. Αυτό, ήταν κάτι που πυροδότησε διάφορες αντιδράσεις – από την ευκαιριακή επίθεση στην κυβέρνηση από την αντιπολίτευση, μέχρι την αντίδραση πολιτών γι’ αυτό που ονόμασε η αστυνομία «τραυματισμούς» και την αντίστοιχη σιωπή για τα πεπραγμένα του αμαρτωλού τμήματος.

Όπως έχω πει όσες περισσότερες φορές μπορώ, είμαι εναντίον κάθε πράξης βίας – είτε έρχεται από την νόμιμη πλευρά, είτε έρχεται από την παρανομία του αντιεξουσιαστικού χώρου. Προφανώς, ως πολίτης είμαι υπεύθυνος για τον πρώτο κομμάτι – η «νόμιμη» βία ασκείται για το δικό μου «καλό» με την δική μου αποδοχή και εξουσιοδότηση. Εγώ είμαι το αφεντικό της.

Οπότε, για τις πράξεις του ΑΤ Ομονοίας, που βγήκαν στην επιφάνεια μετά το χτύπημα, εγώ είμαι υπεύθυνος – ως πολίτης.

Τι κάνουμε όμως μετά;

Αυτό είναι ένα πρόβλημα, και μάλιστα σοβαρό. Αν δικαιολογήσω το χτύπημα με βάση τις πράξεις του ΑΤ Ομονοίας, παραδέχομαι ότι δεν έχω κάνει απολύτως τίποτα γι’ αυτές. Αποποιούμαι τον ρόλο μου, της ευθύνης μου. Δεν έχω αποδώσει δικαιοσύνη, δεν έχω πιέσει για την δημοσίευσή τους, για την κριτική τους. Αν πω «ναι, αλλά για τον Ζακ δεν λέτε τίποτα» θα μπω σε μία λίστα ανθρώπων που με βάση ένα άθλιο παρελθόν, επιδοκιμάζω ένα εξίσου άθλιο παρόν, και φυτεύω τους σπόρους για ένα σαφώς αθλιότερο μέλλον. Θα κάνω τον Ζακ εργαλείο, για να δικαιολογήσω μία ενέργεια, με τον ίδιο τρόπο που κάποιος άλλος θα κάνει εργαλείο την Μυρτώ, ή την Μαρφίν, για να δικαιολογήσει μία άλλη ενέργεια, που του ταιριάζει περισσότερο.

Τι θα πετύχω όμως;

Ασφαλώς, η υπόθεση Ζακ (και δεν είναι μόνο αυτή, με αφορμή αυτήν την ενέργεια έχω μάθει άλλες 2-3 που αγνοούσα, όλες πρόσφατες) είναι σημαντική, ασφαλώς η σιωπή της εξουσίας στις παραλήψεις, τα λάθη και τις απαράδεκτες ενέργειες των εκπροσώπων της είναι εξωφρενική – αλλά, και αυτό είναι εξίσου σημαντικό, πως θα τολμήσω εγώ (εγώ, που φέρω την ευθύνη) να μιλήσω για εκδίκηση;

Ποιον εκδικούμαι;

Η εκδίκηση είναι ένα μυστήριο πιάτο. Ο καλύτερος εκφραστής της των τελευταίων χρόνων ήταν η 17 Νοέμβρη, μία ομάδα δολοφόνων που έκρινε, αποφάσιζε και δολοφονούσε όσους πίστευε ότι το άξιζαν. Από τον βασανιστή της Χούντας Μάλλιο, μέχρι τον Μπακογιάννη και τον Βρανόπουλο (δεν βάζω τον Αξαρλιάν μέσα, και θα εξηγήσω κατόπιν γιατί) οι στόχοι της 17 Νοέμβρη στοχοποιούντο και δολοφονούντο με απόφασή της, χωρίς να ακολουθεί τίποτα άλλο, παρά μόνο ένα χαρτί με μία εξήγηση.

Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η οργάνωση είχε τύχει ευρείας αποδοχής. Είτε με στόχους σαν τον Μάλλιο που είχε γλυτώσει την φυλακή παρά το αποτρόπαιο έργο του, είτε με στόχους αμερικανούς και βρετανούς (που «προφανώς ήταν κατάσκοποι») η γενική αντίδραση ήταν «να αγιάσει το χέρι τους» και «ε, ρε 17 Νοέμβρη που σας χρειάζεται».

Η εκδίκηση του πολίτη στην εξουσία που δεν τον υπολόγιζε.

Ασφαλώς, για λόγους αρχής, ενοχλούμαι να πιστεύει κανείς ότι η 17 Νοέμβρη λειτουργούσε και εξ ονόματί μου. Είτε ο Μάλλιος, είτε ο Μπακογιάννης (που ειλικρινά δεν κατάλαβα ποτέ γιατί δολοφονήθηκε) ήταν στα μάτια μου ανέκαθεν το ίδιο αθώοι. Η απόφαση για την ποινή τους θα έπρεπε να έρθει μέσω της δικαιοσύνης, και αν και όπου αυτή απέτυχε, ήταν δική μου ευθύνη και όχι κάποιου θολού ευρύτερου συστήματος που θα εκδικηθώ με δανεικές σφαίρες από μία ομάδα εκδικητών με κουμπούρια.

Εγώ ήμουν ο εχθρός.

Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να το συλλάβει κανείς. Ο φίλος με τον οποίο μιλάω και πιστεύει ότι καλά τους κάνανε στο ΑΤ Ομονοίας γιατί ξέρει τα πεπραγμένα τους νιώθει σαφώς εγγύτερα με τους αντιεξουσιαστές, παρά με τους πολιτικούς προϊσταμένους ενός αιματοβαμμένου αστυνομικού τμήματος. Η ευθύνη σταματά κάπου – στον αστυνομικό που πατούσε το κεφάλι του Ζακ; στον διοικητή του που δεν αντέδρασε; στην εξουσία που δεν τον παρέπεμψε; στην πολιτική προϊστάμενό του που δεν αναζητά ευθύνες; Πάντως σίγουρα όχι στον ίδιο: ούτε ενέκρινε τέτοιες πράξεις, ούτε επέτρεψε τέτοιες πράξεις, ούτε δικαιολόγησε ποτέ τέτοιες πράξεις.

Και έτσι, η εκδίκηση είναι αποδεκτή.

Ταυτόχρονα, οι αστυνομικοί βγάζουν πανό «η αστυνομία είναι στο στόχαστρο», οι υπόλοιπες πράξεις τους παίρνουν κι άλλη αναβολή, οι Φαήλοι βρίσκουν κοινό για να γιουχάρουν εντός έδρας, η αντιπολίτευση βρίσκει πάτημα να αντιδράσει έχοντας άλλα πράγματα στο μυαλό της, οι ψαγμένοι βρίσκουν αφορμή να λειτουργήσει το ιδιώνυμο, και ο επόμενος αστυνομικός θα ακουμπήσει πιο εύκολα το περίστροφό του στην επόμενη επίθεση σε τμήμα, ή στην επόμενη αντιπαράθεση στον δρόμο με αντιεξουσιαστές. Γιατί φοβάται; Γιατί μισεί; Πάντως έτσι θα γίνει.

Και τι κέρδισα εγώ;

Εγώ, που δεν αποζητώ εκδίκηση αλλά δικαιοσύνη, μόνο έχασα από όλο αυτό. Δεν μπορώ να πανηγυρίσω ένα χτύπημα που θα μπορούσε να έχει και θύματα, εκατέρωθεν, δεν βρίσκω καμία απολύτως ικανοποίηση από μερικούς φοβισμένους μπάτσους, ούτε αισθάνομαι στο ελάχιστο ότι ο Ζακ δικαιώθηκε, ότι την επόμενη έστω φορά οι αστυνομικοί θα έχουν μία ελαχίστως τυπική ΕΔΕ για το επόμενο παράπτωμά τους.

Θέλω πολύ προσεκτικά να ξεκαθαρίσω ότι η σκέψη μου δεν αφορά ούτε τους αντιεξουσιαστές, ούτε την 17 Νοέμβρη, ούτε κανέναν που δρα εκτός νόμου. Δεν ασκώ κριτική στις πράξεις τους, γιατί αυτές απευθύνονται σε μένα. Εγώ είμαι ο στόχος. Και δεν το λέω με την θυματοποίηση που έχουμε συνηθίσει, μα με την πλήρη ανάληψη ευθύνης, γιατί όντως κάποιοι έχουν αδικηθεί εξ ονόματί μου, εκ της ανοχής και του βολέματός μου. Όπως πιθανόν έχει καταστεί σαφές τόσα χρόνια αρθρογραφίας μου, ο στόχος πάντα είναι να ξεκαθαρίζω τις δικές μου ευθύνες – να γίνομαι εγώ καλύτερος.

Ως στόχος, οφείλω πρωτίστως να ντραπώ αν ένα αστυνομικό τμήμα δεν τιμωρείται για τα όποια λάθη του, πριν θυμώσω βολικά που του επιτέθηκαν ή πανηγυρίσω που εκδικήθηκα εξίσου βολικά την κακοδιαχείρισή τους.

Αυτό, η ντροπή, η αντίληψη και η ανάληψη της ευθύνης που μου αναλογεί, είναι όντως ένα συναίσθημα που μπορεί να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Το συναίσθημα του φόβου, του μίσους ή της εκδίκησης, δεν είναι.

Υ.Γ.: Ο Αξαρλιάν δεν ήταν ποτέ «στόχος», αλλά «παράπλευρη απώλεια» και ως εκ τούτου είναι θεωρώ τρομερά άδικο να συμπεριλαμβάνεται ως οντότητα στην όποια διαδικασία εκδίκησης ή τιμωρίας.

…και σίγουρα σαν να μην άλλαξε ποτέ κυβέρνηση.

Διαβάζω από το facebook account της Το Σπίτι των Γυναικών, για την Ενδυνάμωση & τη Χειραφέτηση

ΚΑΤΑΓΓΕΛΊΑ

Η μια καταγγελία έρχεται μετά την άλλη από το κολαστήριο Αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη.

Πριν κάποιες μέρες μια κρατούμενη κοπέλα οδηγήθηκε στην απομόνωση κι αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Στο τσακ την πρόλαβαν.

Μια νέα αστυνομικός έδινε ρεσιτάλ κακοποιητικής συμπεριφοράς απέναντι στις κρατούμενες.

Η ζέστη αφόρητη, οι κοριοί στα στρώματα, τα κουνούπια, η βρωμιά και οι κατσαρίδες παντού…

Δεν παρείχαν ούτε τα ημερήσια φάρμακα, που είχαν, για τις ασθενείς, στην ώρα τους.Τις άφηναν να εκλιπαρούν. Χρειάστηκε να γίνει παρέμβαση για το αυτονόητο.

Δευτέρα απόγευμα, 20 Αυγούστου 2018, κρατούμενες μας ενημέρωσαν ότι απ το πρωί ομάδα ένστολων βαρούσε με λύσσα ένα πρόσφυγα απ τη Συρία, που δεν είναι καλά, και δεν είχε κάνει τίποτα, στο γνωστό κελί απομόνωσης κάποιων άρρωστων προσφύγων, απόβλητων για τη φασίζουσα φιλοσοφία των κρατητηρίων.

Οι γυναίκες είχαν συνταχτεί υπέρ του και ακούγονταν να ουρλιάζουν δυνατά να σταματήσει η θηριωδία μα κανείς δεν τις άκουγε.
Δεν άντεχαν τη βία που ασκούνταν, άλλο πια, κι έκαναν έκκληση βοήθειας απ΄ το κίνημα…

Έτσι πανηγυρίζουν την «έξοδο» απ τα μνημόνια, στο κολαστήριο…

Δεν αξίζει να ελεγχθεί όλο αυτό; Ούτε η πρώτη καταγγελία είναι, και, όσο οι υποστηρικτές του Σύριζα κάνουν ότι δεν βλέπουν, προφανώς δεν θα είναι η τελευταία…