Πολύ μπερδεμένες και θυμωμένες οι σκέψεις μου από εχθές. Αφορμή, η πρόθεση της κυβέρνησης να οριοθετήσει τον χώρο μπροστά από την Βουλή και να απαγορέψει… όχι, δεν είναι αυτή η αφορμή. Δεν είναι καν αυτή η αφορμή. Αφορμή είναι η εκδίκηση.

Η διαμαρτυρία με όπλο την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι, ανάγκασε την κυβέρνηση σε μία απόλυτη υποχώρηση. Από το “δεν υπάρχει τρόπος” και “δεν υπάρχει καν λόγος” για την εκταφή των σωμάτων και τις απαιτούμενες εξετάσεις, στα δικαστικά τερτίπια για να βρεθεί και τρόπος, και λόγος.

Διαβάστε ήδη τι γράφω – και θα είναι δύσκολο, γιατί γράφω θυμωμένος:

Το κράτος, ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ να βρει έναν τρόπο να ικανοποιήσει τα αιτήματα του Ρούτσι. Κατ’ αρχάς, να ξεκινήσουμε από εκεί: Γιατί αναγκάστηκε; Τα αιτήματα του Ρούτσι είτε ήταν λογικά, είτε ήταν παράλογα. Είτε μπορούσαν να γίνουν, είτε δεν μπορούσαν. Οπότε, ας ξεκινήσουμε από εκεί: Γιατί το κράτος έπρεπε να πολεμήσει τον Ρούτσι, μέχρι να χάσει ένας από τους δύο; Δεν θέλει να βρεθεί η αλήθεια; Γιατί πρέπει να έχουμε μία μάχη εδώ; Ποιός, τελικά, είναι ο αντίπαλος του κράτους; Και γιατί το κράτος να έχει, καν, αντίπαλο;

Αν κατανοήσει κανείς αυτό που περιγράφω, όλα τα υπόλοιπα βγάζουν άμεσα νόημα. Επειδή το κράτος υποχώρησε, και έχασε, και ξεφτιλίστηκε – αντέδρασε. Αντέδρασε εκδικούμενο. Και αντέδρασε φροντίζοντας πρώτον να υποβιβάσει τον αγώνα του Ρούτσι, και δεύτερον να στερήσει από τους επόμενους τους τρόπους να πολεμήσουν.

~

Πάμε στο επόμενο που πρέπει να κατανοήσουμε:

Το πρώτο που έκανε, ήταν να υποβιβάσει τον αγώνα του Ρούτσι. Σκεφτείτε όλα αυτά για “Τσαντίρια, σκουπίδια και καντηλάκια από τα ΙΚΕΑ”. Χυδαίο, ναι. Το ξέρω. Α, και Αλβανός. Γιατί πρέπει να είναι χυδαίο το κράτος μας; Γιατί; Επειδή έχασε; Επειδή υποχώρησε;

Και σκεφτήκατε τσαντίρια και καντηλάκια, αλλά εγώ θεωρώ ότι ο μέγιστος υποβιβασμός ήταν η φράση -που λέγεται από όλους, από τον πρωθυπουργό μέχρι το τελευταίο κομματικό τομάρι- ότι οι συγγενείς είναι ηλίθιοι, διότι αφήνουν τα κακά τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τους παρασύρουν. Και αυτή η πρόταση ξεκινά πάντα με “σεβασμό για τους γονείς”.

Όχι βρε άκαρδο τομάρι, κανέναν σεβασμό για τους γονείς δεν έχει αυτή η χυδαία οπτική. Γιατί επιχειρείς να ξεφτιλίσεις τους γονείς ως ηλίθιους, λες και δεν έχουν δίκαια επιχειρήματα, αληθινά αιτήματα, και δεν έχουν εισπράξει από το κράτος την απόλυτη άρνηση. Και το κάνεις τόσο χυδαία, όπου η πολιτική διάσταση, που είναι απολύτως λογική και αναμενόμενη, να έρχεται ως… βρισιά. Ως ντροπή. Ως λεκές.

Ναι βρε άκαρδο τομάρι, φυσικά και θα υπάρχει πολιτική εκπροσώπηση στα αιτήματα των συγγενών. Γιατί είναι πολιτική η μάχη που δίνουν, όχι προσωπική. Γιατί ο αντίπαλός τους στην διερεύνηση της αλήθειας είναι (κατ’ αρχάς, ακούτε τι λέω; έχουν ΑΝΤΙΠΑΛΟ) το κράτος, η κυβέρνηση, και το γαμημένο το κόμμα σας. Γι’ αυτό έχουν πολιτική εκπροσώπηση. Ασφαλώς και θα έχουν – και ΠΡΕΠΕΙ να έχουν.

Και με την στάση σου αυτή παραδέχεσαι βρε άνιωθο, άκαρδο τομάρι ότι κάθε εκδίκησή σου γίνεται κι αυτή με πολιτικά κριτήρια. Κάθε άρνησή σου στην μάχη για την αλήθεια είναι πολιτική. Κάθε σου “όχι” είναι κομματικό.

Και σκεφτήκατε τσαντίρια, καντηλάκια, πολιτικά κόμματα και ηλίθιους γονείς – αλλά εγώ θεωρώ ότι η υποβάθμιση δεν είναι μόνο προς τους γονείς και την πολιτική, αλλά και προς τα εμάς. Τους υπόλοιπους. Κάθε ευχή να αντέξει γίνεται με χυδαίο τρόπο κομματική. Κάθε υποστήριξη αυτόματα υποκριτική και ιδιοτελής.

Λες και δεν κάηκαν τα παιδιά τους. Λες και δεν βρίσκανε κομμάτια τους σε κρυμμένα βουνά χώματος. Λες και δεν περάσανε μία φρίκη, μία φρίκη, μία ΦΡΙΚΗ.

Λες και είμαστε σαν τα μούτρα σας βρε σιχαμένα αηδιαστικά κομματόσκυλα. Καθάρματα.

~

Αν κατανοήσει κανείς όλα αυτά που περιγράφω ως τώρα, πάμε και στο τελευταίο.

Η εκδίκηση. Το μίσος.

Η απαίτηση να μην υπάρξει καμία διαμαρτυρία, να μην ξαναγραφτεί κανένα όνομα στην πλατεία.

Βρε καθάρματα, αν δεν θέλετε να ξαναγραφτεί κανένα όνομα, ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΟΔΗΓΕΙΤΕ ΑΔΙΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΚΡΥΒΕΤΕ ΚΑΘΕ ΕΥΘΥΝΗ ΣΑΣ. ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΝΑ ΠΟΛΕΜΑΤΕ ΚΑΘΕ ΑΙΤΗΜΑ ΓΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ.

Ε; Τι λέτε; Και εμείς υποσχόμαστε με την σειρά μας να μην ξαναγράψουμε κανένα όνομα στις πολύτιμες καθαρές και ακριβές πλατείες σας.

~

Αν κάτι με πόνεσε πολύ, αν κάτι με θύμωσε πολύ, ήταν η κουβέντα της Ντόρας Μπακογιάννη:

«Το να σκύψω το κεφάλι μου μπροστά στα ονόματα των νεκρών είναι μια πράξη που τη νιώθουμε όλοι. Και εσείς, και εγώ, και οποιαδήποτε μάνα ή πατέρας σ’ αυτήν την χώρα. Το να έχω όμως μια εικόνα με τα καντηλάκια του ΙΚΕΑ, με δεν ξέρω τι άλλο γύρω γύρω, σε ένα μνημείο, δεν είναι το ίδιο πράγμα»

Τσαντήρια, και καντηλάκια του ΙΚΕΑ.

Μας τιμωρούν, μας κοροϊδεύουν, μας εκδικούνται – και μας ξεφτιλίζουν από πάνω.

Είναι φθηνό λέει αυτό που κάνουμε. Είναι πρόχειρο, είναι υποβαθμισμένο, είναι σκουπίδι, άχρηστο, χωρίς αξία. Ο άλλος είναι αλβανός, οι άλλοι είναι κομματικά υποκινούμενοι, η αλήθεια προχωράει, η δικαιοσύνη θα κάνει το έργο της, ας έχουμε εμπιστοσύνη, υπάρχει μνημείο, ωραίο, γυαλιστερό, γιατί δεν πάτε εκεί, να μην σας βλέπουμε, να μην σας ακούμε, να μην μας ενοχλείτε, έχουμε άλλα πράγματα να κάνουμε τώρα, τις γραβάτες μας, τα αυτοκίνητά μας, τις υποχρεώσεις μας, τα ραντεβού μας, έρχεστε εσεις με τις αλβανοσύνες σας και τα τσαντίρια σας και τα καντηλάκια του ΙΚΕΑ σας, ξφτιλισμένοι μίζεροι κακομοίρηδες, είναι εικόνα αυτή; Όχι, πείτε μου: Είναι εικόνα αυτή;

~

Έχουμε δώσει την ηγεσία της χώρας σ’ αυτούς που μας βλέπουν σαν εχθρούς, σαν ανεπιθύμητες κατσαρίδες. Σ’ αυτούς που μας εκδικούνται όταν διεκδικούμε τα δίκαιά μας, όταν θυμώνουμε με τις ατασθαλίες τους. Σε αυτούς που σκεπάζουν, με την εξουσία που τους έχουμε εμείς οι ίδιοι δώσει, στο σκοτάδι κάθε τους ευθύνη.

Ε, σ’ αυτό το σκοτάδι σας βρε άνιωθα καθάρματα, εγώ επιλέγω χίλιες φορές να είμαι το μικρό το φως, ας είμαι θεέ μου το φως, ας είμαι όπως μπορώ, όπως μπορώ – έστω και σε ένα φθηνό, ειλικρινές, τίμιο καντηλάκι από το ΙΚΕΑ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.