Φύλαγα, εδώ και καιρό, μία σκέψη για τον Κωστή Χατζηδάκη – όχι από τότε που έγινε η πρώτη νύξη ότι ο υπουργός ήταν υπό παρακολούθηση, αλλά από τότε που δήλωσε πως «Τι να σας πω, δεν τα βρίσκω καθόλου σοβαρά αυτά καθώς όποιος με παρακολουθούσε θα έπληττε θανασίμως…»

Είναι βέβαια πιθανό –ελάχιστα πιθανό αλλά τέλος πάντων- ο Κωστής Χατζηδάκης να μην πίστεψε τα πρώτα δημοσιεύματα. Είναι πιθανό, να μίλησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να πίστεψε τον πρωθυπουργό πως ουδέποτε ήταν υπό παρακολούθηση – ή κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή, ήταν πιθανό. Όμως, κάποια στιγμή οι αποδείξεις έρχονται, και τότε βρίσκεσαι να πρέπει να πάρεις θέση.

Και κάπου εδώ μεγαλώνει η σκέψη μου.

Ο Κωστής Χατζηδάκης μας χάρισε την πιο ολοκληρωμένη επιστολή υποταγής: Σε δήλωσή του στο Documento όταν εμφανίστηκαν τα στοιχεία της παρακολούθησης (από την ΕΥΠ, όχι από τα Predator) ο εν ενεργεία υπουργός απάντησε πως “Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός, με τον οποίο έχουμε άριστη συνεργασία και με τιμά με τη φιλία του τόσα χρόνια, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να εμπλέκεται σε όλη αυτή την ιστορία. Το υπογραμμίζω για μια ακόμα φορά!”

“Σε όλη αυτήν την ιστορία”. Ποια ιστορία; Της επαναλαμβανόμενης, επί ενός συνολικά έτους τουλάχιστον, παρακολούθησης του υπουργού από την ΕΥΠ. Της ΕΥΠ που για να παρακολουθήσεις κάποιον, πρέπει, υποτίθεται, να είσαι ποινικά ελέγξιμος ή σχεδόν προδότης. Της ΕΥΠ, που ανέλαβε τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησής του αποκλειστικά ο πρωθυπουργός. Της ΕΥΠ, που, για να βάλει άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του, παρέκαμψε τον νόμο, και τον διόρθωσε μεταγενέστερα για να μην αρθεί η τοποθέτησή του.

“Δεν το πιστεύω” λέει. Τέλος. Α, και δεν σας είπα το καλύτερο: ξέρετε πως κλείνει η επιστολή;

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”, λέει.

Απίστευτα εντυπωσιακό, ε; Πόση θλίψη και οίκτο μπορείς ταυτόχρονα να αισθανθείς για έναν τόσο παραδομένο, παραιτημένο άνθρωπο – ε;

Ε;

~

Μόλις προχθές, ψηφίστηκε ένας νόμος στην βουλή. Πήρε την πλειοψηφία που χρειαζόταν, μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές που στην ουσία, θεσμικά, σκεπάζει πλήρως κάθε απόδειξη του σκανδάλου των υποκλοπών. Είναι απλό: από αυτήν την στιγμή, ουσιαστικά, σκάνδαλο υποκλοπών δεν υπάρχει πια: κάθε πληροφορία, κάθε υποχρέωση λογοδοσίας, θάφτηκε, “απολύτως νόμιμα” που έλεγε και ο πρωθυπουργός.

Όποιος και να αντέδρασε -ακόμα και θεσμικά- σ’ αυτό το αισχρό νομοσχέδιο, δεν ακουστηκε καν.

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ένας ολόκληρος λαός παρακολουθούσε είτε άφωνος, είτε ανήξερος, είτε ανήμπορος να ψηφίζεται μία από τις μεγαλύτερες νόμιμες συγκαλύψεις της νεότερης ιστορίας, ένας νόμος που θα συζητείται για χρόνια μετά, αν δηλαδή ποτέ γλυτώσει από την μοίρα της Vodafone, της Simens, της Λαγκάρντ, της Novartis και όλων των άλλων σκανδάλων που -στην καλύτερη- οδήγησαν προς απολογία και δημόσια καταδίκη τους… κατηγόρους, αντί των κατηγορουμενων.

Παρακολουθούσα προχθές το πάνελ του ΣΚΑΙ, με τους Δημήτρη Οικονόμου, Άρη Πορτοσάλτε, και Άκη Παυλόπουλο.

Έλεγε λοιπόν ο Πορτοσάλτε:

Α.Π.: Και, θα μου επιτρέψετε, να ρωτήσω κοιτάζοντας κατάφατσα, αν ήμουν κι εγώ στις παρακολουθήσεις του κυρίου Τσίπρα. Της ΕΥΠ! ΕΥΠ! Εθνική Υπηρεσία…

Δ.Ο.: …Εσύ, έχεις τέτοια ένδειξη;

Α.Π.: Ρωτάω! Ρωτάω! Εαν ήμουν και εγώ! Μπορείτε να διερωτηθείτε κι εσείς. Εγώ λοιπόν, ρωτώ, εάν ήμουν, εάν ήμουν στην παρακολούθηση της ΕΥΠ, ΕΥΠ επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.“

Ούτε ένας, ούτε εκ των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων, ούτε άλλος κανείς διέκοψε τον Άρη Πορτοσάλτε με μία μικρή, ίσως, μα πολύ, πολύ διδακτική ιστορία: Όταν ο αληθινός δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κατάλαβε ότι παρακολουθείται (“…από την ΕΥΠ! επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) στις 10 Μαρτίου 2021 12 Αυγούστου 2020 πήγε, μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο του, στην ΑΔΑΕ να κάνει καταγγελία, και να μάθει αν παρακολουθείται και γιατί. Μετά από ελάχιστες ημέρες (προσθήκη στο κείμενο: από το καθυστερημένο κατά έναν χρόνο αίτημα της ΑΔΑΕ προς την ΕΥΠ), στις 31 Μαρτίου 2021 κατατίθεται εκτάκτως σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, μία ρύθμιση με την οποία δεν υποχρεούται πλέον η ΕΥΠ (“επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) να ενημερώνει την (αποκλειστικά υπεύθυνη για τέτοια ζητήματα) ΑΔΑΕ ούτε για το εάν κάποιος παρακολουθείται, ούτε γιατί. Άλλαξε εκτάκτως ένας νόμος που ίσχυε απαράλλακτος από την αρχή, γιατί κάποιος (που δεν ήταν, τελικά ούτε ποινικά ελέγξιμος, ούτε εχθρός του κράτους) ζήτησε απλώς να μάθει αν τον παρακολουθούσαν. Η μοναδική διαδικασία λογοδοσίας, σταμάτησε.

Ρωτάει λοιπόν ο Άρης Πορτοσάλτε “κοιτάζοντας κατάφατσα” εάν παρακολουθείτω -που είναι μία λογική αντίδραση, και την καταλαβαίνω απόλυτα- από τον … Τσίπρα όμως, (από τον Τσίπρα! ΤΟΝ ΤΣΙΠΡΑ!) χωρίς κάποιος να του πει ότι ο μοναδικός λόγος που δεν μαθαίνει, είναι γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόλις ένας αληθινός δημοσιογράφος του ζήτησε να μάθει αν και γιατί παρακολουθείται εκείνος, του στέρησε εκτάκτως το δικαίωμα.

«Νομιμότατα».

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τότε, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης φιμώθηκε. Κανείς από εμάς δεν έκανε τίποτα, δεν έμαθε τίποτα – κυρίως επειδή δημοσιογράφοι σαν τον Πορτοσάλτε και τον Οικονόμου δεν το θεώρησαν σημαντικό τότε να το μάθουμε καν.

…Όμως τώρα το ξέρουμε. Μετά από αυτόν τον χαμό, η ενημέρωση ήρθε, στην αρχή μόνο από την Εφημερίδα των Συντακτών, το Reporters United, και το Documento, και στην συνέχεια από κάποιες συστημικές εφημερίδες όπως η Δημοκρατία, η Καθημερινή και Τα Νέα (με παροδικό ενδιαφέρον, επιμένω – αλλά τέλος πάντων, έγινε).

Τώρα το ξέρουμε.

Και;

Ήσυχοι όπως πάντα. Οι άλλοι μόλις εχθές έσβησαν τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις τους, μεταθέτουν για την επόμενη τριετία τις απαντήσεις, και χωρίς να έχει δύναμη η ΑΔΑΕ να επέμβει, ενώ πριν άλλαξαν εκτάκτως τον νόμο για να μην εκτεθούν και απαντήσουν ουσιαστικά σε έναν, παραδέχθηκαν ότι παρακολουθούσαν αρχηγό κόμματος χωρίς ακόμα να έχουν δώσει μία πειστική εξήγηση γι’ αυτό, και όλες μα όλες οι απαντήσεις τους δεν είναι απαντήσεις, είναι μία απόπειρα να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον άμεσα υπεύθυνο πρωθυπουργό.

Και;

Εμείς;

Πείτε μου ειλικρινά, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρουμε από τον Κωστή Χατζηδάκη. Πείτε μου ειλικρινά, όσοι πριν διαβάσατε την παράγραφο που έλεγε ότι είναι άξιος μόνο για οίκτο για την απόλυτη παράδοσή του στον δυνάστη του, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρει η δική μας αντίδραση.

Εμφανίστηκε ένας δημοσιογράφος, μπροστά σας, και σας είπε ότι ανησυχεί μήπως παρακολουθήθηκε από τον προηγούμενο πρωθυπουργό, όταν, όχι μόνο καθ’ όλη την διάρκεια του Τσίπρα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να αποτανθεί άμεσα στα αρμόδια όργανα, αλλά και ο νυν πρωθυπουργός ανέλαβε την απόλυτη και μοναδική εξουσία της ΕΥΠ, υπάρχουν στοιχεία ότι παρακολούθησε όντως έναν δημοσιογράφο, έναν υπουργό, έναν αρχηγό κόμματος αντιπολίτευσης και ο ίδιος άλλαξε εκτάκτως τον νόμο για να μείνει κρυφή κάθε παρακολούθησή τους.

Και;

Εμείς;

Πόσο διαφέρουμε τελικά από τον άβουλο Κωστή Χατζηδάκη;

Έχουμε μάθει ότι μία πληθώρα ατόμων είχαν στα κινητά τους ένα λογισμικό που λειτούργησε, τουλάχιστον για δύο περιπτώσεις (Κουκάκη, Ανδρουλάκη) και ίσως και μία τρίτη ή τέταρτη (Χατζηδάκη, Φλώρου) παράλληλα ή συνεχόμενα με την παρακολούθηση από την ΕΥΠ, ότι τα μυστικά αυτών των ανθρώπων που λειτουργούν σε καίριες θέσεις βρίσκονται στα χέρια κάποιων, ότι μπορεί να τους έχουν ήδη εκβιάσει ή σκοπεύουν να τους εκβιάσουν μ’ αυτά, και όλο μας το δημοκρατικό πολίτευμα είναι στην ουσία θολό και πολύ προβληματικό.

Και;

Εμείς;

Πόσο περισσότερο σηκώσαμε το κεφάλι μας από τον δειλό Κωστή Χατζηδάκη;

~

Όμως το άρθρο τιτλοφορείται Δύο Ελλάδες.

Γιατί για κάθε Πορτοσάλτε ή Οικονόμου που ζητούν εξηγήσεις από τον… Τσίπρα εν μέσω του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου των τελευταίων χρόνων, για κάθε φθηνό και αναίσχυντο αντιπερισπασμό με την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχουν τα ρεπορτάζ. Οι άνθρωποι που ψάχνουν, που αναζητούν, που θέλουν να μάθουν την αλήθεια – όποια και αν είναι τα κίνητρά τους γι’ αυτό.

Μία δημοσιογραφία που διαρκώς επαιτεί το ένα ή τα δύο μας ευρώ για να παραμείνει ζωντανή, να ψάχνει ή να αναπαραγάγει τις ερωτήσεις, τα δεδομένα, τις ανησυχίες:

Είδατε ποτέ τα συστημικά κανάλια και τις εφημερίδες να παρακαλάνε για ένα ευρώ μας; Το κάνουν όμως το Reporters United, η Εφημερίδα των Συντακτών, το κανει το Inside Story και το OmniaTV, το The Press Project, το κάνει ακόμα και το Documento με μόλις μία (μία!) διαφήμιση στις σελίδες του όταν έχει το πιο σημαντικό ρεπορτάζ της επικαιρότητας για άλλη μία Κυριακή.

Υπάρχει ένα κομμάτι που πασχίζει. Θα δεχθώ ότι δεν θέλουν όλοι το ίδιο πράγμα. Θα δεχθώ ότι ο Κουκάκης και ο Λαμπρόπουλος, ο Βαξεβάνης και ο Τέλλογλου, η Ελίζα Τριανταφύλλου και ο Σταύρος Μαλιχούδης μπορεί στο τέλος της ημέρας να μην μιλιούνται μεταξύ τους. Θα το δεχθώ, δεν είναι όλοι το ίδιο. Όμως εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τα ρεπορτάζ τους, τα λεγόμενά τους. Οφείλουμε να κρίνουμε την προσπάθειά τους, την αγωνία τους, τις θυσίες τους: Ο Τάσος Τέλλογλου, πριν ξεκινήσει το ρεπορτάζ, δεν ήταν στο στόχαστρο, δεν παρακολουθείτω – επειδή έκανε ρεπορτάζ μπήκε μόνος του στον ντορβά και του ψαχούλεψαν την ζωή με σκοπό να τον ελέγχουν και να τον εκβιάζουν. Ο Μαλιχούδης, ο Κουκάκης, η Τριανταφύλλου είναι εξαφανισμένοι σχεδόν από κάθε πάνελ, από κάθε αναφορά στις υπόλοιπες εφημερίδες – κι ο δε Βαξεβάνης (με μία τουλάχιστον απόπειρα δολοφονίας εναντίον του) είναι ίσως η πιο στοχοποιημένη δημοσιογραφική μορφή της τελευταίας δεκαπενταετίας τουλάχιστον – και μάλιστα από την κυβέρνηση ολόκληρη, με κάθε δυνατό τρόπο.

Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Υπάρχουν οι γονατισμένοι, δειλοί και λίγοι, και υπάρχουν και αυτοί που σηκώνονται, και περπατάνε – και ας τους βαράνε όπου βρουν.

Ας μην γίνουμε σαν τους πρώτους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά η Siemens, η Vodafone, η Novartis, τα LuxLeaks, η λίστα Lagarde και τα Panama Leaks, μας έχουν διδάξει με τον πιο επώδυνο τρόπο θεωρώ τί γίνεται όταν σκύβουμε το κεφάλι.

Ας μην περιμένουμε από τον κάθε Τσίπρα, τον κάθε Ανδρουλάκη, τον κάθε Κουτσούμπα ή τον κάθε Βαρουφάκη να μας σώσει – δεν θα το κάνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπει στον κόπο να το κάνει, αν μας βρει ήδη γονατιστούς και παραιτημένους. Δεν υπάρχει άνωθεν βοήθεια αν δεν το απαιτήσουμε πρώτα εμείς.

Για να σωθούμε, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το θέλουμε εμείς, να σηκωθούμε εμείς, να μοιραστούμε τον κόπο και τις θυσίες μ’ αυτούς που παλεύουν, να τους δώσουμε τα όπλα και την φωνή μας, να τους κρίνουμε σκληρά και να αποδείξουμε, κατ’ αρχάς, ότι αξίζουμε να σωθούμε. Θα είμαστε δίπλα τους, για να μην μείνουνε μόνοι τους.

Το είπε ακόμα και ο ίσως πιο δειλός και παραιτημένος αυτής της απίστευτα θλιβερής ιστορίας:

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”

Και αυτή δεν χαρίζεται. Κατακτάται.

Υ.Γ.: Και να σας πω και κάτι ακόμα, γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχει γίνει κατανοητό: Αυτός ο σιχαμένος, κατάπτυστος νόμος, αυτός ο τελευταίος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει απόλυτη εξουσία, να μην λογοδοτεί για τις παρακολουθήσεις της, να μην απαντά στους πολίτες, θα είναι νόμος γι’ αυτήν την κυβέρνηση – αλλά θα είναι και για τις επόμενες. Και καμία κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια εξουσία. Ούτε η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε όμως μία επόμενη κυβέρνηση Δένδια, Μπακογιάννη, Σαμαρά, Τσίπρα, Βαρουφάκη, Ανδρουλάκη – ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν είναι κομματική αυτή η μάχη για δημοκρατία. Είναι μάχη αξιοπρέπειας. Και μας θέλει όλους – ό,τι και αν πιστεύουμε κομματικά ή πολιτικά ο καθένας μας, όλους – εκεί.

Από την ενέργεια, την υγεία, την εξωτερική πολιτική, την παιδεία, την ακρίβεια και την οικονομία, την άθλια διαχείριση του δημοσίου χρήματος, και τις απευθείας αναθέσεις έως το μεταναστευτικό, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την βία της εξουσίας, τον ασφυκτικό έλεγχο των ΜΜΕ, την απίστευτα τρομακτική υπόθεση των ατομικών χρεοκοπιών και την μανία ιδιωτικοποιήσεων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός μας έχει δώσει πια άπειρους λόγους να πιστέψουμε πως δεν θα άντεχε ούτε μία ακόμα μέρα στην κυβέρνηση. Η ιστορία των υποκλοπών είναι μεγαλύτερη από όλα αυτά μαζί. Γι’ αυτήν ειδικά την υπόθεση των παρακολουθήσεων όμως, θεωρώ πως δεν θα πέσει ποτέ.

Με πολύ πρόχειρους υπολογισμούς, καμια εκατοστή άτομα έχουν παρουσιαστεί (από διάφορες, 3-4 ως τώρα πολύ σοβαρές πηγές και εμπεριστατωμένα ρεπορτάζ) ως παράνομα παρακολουθούμενοι – είτε από το Predator, είτε από την ΕΥΠ, είτε και από τα δύο. Εξ αυτών, έχουν αντιδράσει αν δεν κάνω λάθος νομικά μόνο 3-4 άτομα: ο Σταύρος Μαλιχούδης, ο Θανάσης Κουκάκης, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο Χρήστος Σπίρτζης, η Όλγα Γεροβασίλη πχ. Αυτοί, έχουν καταθέσει μήνυση για την υπόθεση τους. Μερικοί ακόμα αντέδρασαν δημοσιογραφικά, όπως ο Τάσος Τέλλογλου και η Ελίζα Τριανταφύλλου – και, δημοσιογραφικά πάντα, κάποιες εφημερίδες άλλαξαν (προσωρινά θεωρώ προσωπικά) την στάση τους.

Έστω ότι είναι εκατό άτομα – έστω οι δέκα αντέδρασαν λοιπόν. Οι υπόλοιποι είτε δεν το δέχονται ότι έγινε (πχ Γεωργιάδης, Οικονόμου), είτε μπορεί να έγινε, αλλά δεν τους πειράζει κιόλας πολύ (πχ Γεωργιάδης, Χατζηδάκης). Είναι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αποδοχής της απόλυτης καταστροφής της προσωπικής και ιδιωτικής τους ζωής. Και είναι ένα ποσοστό που, μεταξύ μας, σημαίνει κάτι πολύ σημαντικό:

Δεν θα ρίξουν αυτοί τον Μητσοτάκη.

Οι υπόλοιποι των εκατό παραμένουν σιωπηλοί.

~

Όταν πρωτοέγραφα γι’ αυτό το θέμα, εστίασα εν μέρει και στα θύματα. Ήταν, και το πιστεύω ακόμα, ένας βιασμός άνευ προηγουμένου, ένας βιασμός της ζωής τους, της ιδιωτικότητάς τους, της προσωπικότητάς τους. Ήταν, και το πιστεύω ακόμα, μία ευκαιρία να δείξει η κοινωνία πώς πρέπει να αντιδρά κανείς σε τέτοιες συνθήκες: να προστατέψει τα θύματα, να τους παρέχει ασφάλεια, να τα βοηθήσει ψυχολογικά και να σταθεί δίπλα τους.

Φυσικά, τίποτα από αυτά δεν έγινε.

Έτσι, οι υπόλοιποι των εκατό παραμένουν σιωπηλοί.

Το γιατί, ίσως δεν έχει πολύ σημασία. Άλλοι, υποθέτω, γιατί εκβιάζονται: είτε για προσωπικά τους θέματα (ο Κωνσταντίνος Πουλής της Φάρμας των Ζώων στο ThePressProject το έχει θέσει πολύ εύγλωττα λέγοντας ότι πλέον ξέρουν τα μυστικά τους, όχι απαραιτήτως παράνομα ή ανήθικα, αλλά δύσκολα δημόσια διαχειρίσιμα) είτε γιατί όντως έχουν παρανομίες που θα μπορούσαν να τους στείλουν φυλακή (και εκβιάζονται γι’ αυτό), και άλλοι γιατί θέλουν απλώς να παραμείνουν στην εξουσία, και θα κάνουν οποιαδήποτε υποχώρηση γι’ αυτό, ακόμα και το ξεπούλημα της ιδιωτικής τους ζωής.

Για τους τελευταίους, θα ήθελα να δείξω κάποια συμπόνια – μα ειλικρινά δυσκολεύομαι καθώς έτσι, με το να μένουν σιωπηροί και απαθείς, στην πραγματικότητα είτε επιτρέπουν τον βιασμό της προσωπικής ζωής όλων των άλλων, είτε ο δικός τους βιασμός της προσωπικής τους ζωής γίνεται εργαλείο επαγγελματικής ανάδειξης και τιμολογημένο προϊόν, κάτι που ο οποιοσδήποτε μπορεί να κάνει, δεν είναι παράνομο, αλλά για τον δικό μου αξιακό κώδικα είναι κομμάτι θλιβερό όσο να πεις.

Οι υπόλοιποι των εκατό λοιπόν, για διάφορους λόγους, μένουν σιωπηλοί.

Αυτό όμως αυτόματα σημαίνει ότι ο πρωθυπουργός, είτε ως παραγγέλνων αυτές τις παρακολουθήσεις, είτε απλώς ως ανίκανος να προστατέψει την ιδιωτική ζωή των εν Ελλάδι πολιτών από τις παρακολουθήσεις άλλων, μένει απολύτως αλώβητος.

Μπορώ πχ εγώ, ο οποιοσδήποτε εγώ, ως πολίτης να διαμαρτυρηθώ για λογαριασμό άλλων; Ειδικά όταν κάποιοι εξ αυτών λένε “εμένα δεν με πειράζει” (έχω στο μυαλό μου ένα ειδικό άρθρο για τον Χατζηδάκη για την αντιμετώπισή του, δεν θα είναι ιδιαίτερα ευγενικό, αλλά όλο το μεταθέτω στο μέλλον και τελικά δεν θα το γράψω μου φαίνεται ποτέ, ίσως καλύτερα) ή όταν ξαφνιάζονται που μαθαίνουν ότι ΑΥΤΟΥΣ τους παρακολουθούσε το Predator, και από την ησυχία πηγαίνουν στην ανησυχία – κάπως καθυστερημένα όμως, και υπερβολικά εγωιστικά.

Δεν μας ένοιαζε τόσο καιρό και δεν διαμαρτυρόμασταν όταν η ζωή του Κουκάκη ήταν στα σύρματα απλωμένη, αλλά μας νοιάζει και πλέον αρθρογραφούμε που και η ΔΙΚΗ ΜΑΣ είναι, χμμμ, κάτι μάλλον έχει πάει στραβά εδώ.

Ή, (κι αυτό θα είναι μία κορυφαία ειρωνική στιγμή όταν γίνει η αποτίμηση αυτής της ιστορίας), όταν το κόμμα του ΠΑΣΟΚ υπερψήφιζε ως δικαίωμα της ΕΥΠ μην να απαντά στα αιτήματα της ΑΑΔΕ – και τελικά, δύο τουλάχιστον στελέχη, Λοβέρδος και Ανδρουλάκης ήταν κατά πως φαίνεται στόχοι παρακολουθήσεων, ο δεύτερος ειδικά και της ΕΥΠ. Οπότε, όταν πιάνει ΕΜΑΣ, μάλλον δεν μας αρέσει. Χμμμμ.

~

Όταν λοιπόν οι υπόλοιποι των εκατό δεν μιλάνε, δεν διαμαρτύρονται και δεν αντιδρούν, παρότι ξεκάθαρα είναι παρακολουθούμενοι, για οποιονδήποτε λόγο, τα πράγματα είναι μάλλον άσχημα. Και αυτό γιατί, σε μία ευνομούμενη κοινωνία θα έπρεπε να ζητήσουν κρατική προστασία, κάτι που μοιάζει γελοίο τώρα, καθώς η κυβέρνηση κάνει ο,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν όχι μόνο να μην προχωρήσει ούτε βήμα η διαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά αντιθέτως, ετοιμάζεται να καταθέσει νόμο με τον οποιο θα σβήσει από την ιστορία κάθε απόδειξη αυτών των παρακολουθήσεων μέχρι τις εκλογές – ενώ, ταυτόχρονα, θα μπορέσει νομικά καλυπτόμενη να τις συνεχίσει εντελώς “νόμιμα”.

Οπότε, πως να αντιδράσουν; Να κάνουν μήνυση, ναι, μοιάζει λογικό – εκτός και αν σκεφτεί κανείς πχ ότι μεταξύ των παρακολουθούμενων είναι και δικαστές και εισαγγελείς, πράγμα καθόλου ενθαρρυντικό για την διαδικασία. Ή δημοσιογράφοι – και όλοι θυμόμαστε την διακριτική, αλλά πολύ ξεκάθαρα επιθετική (και απολύτως ανώνυμη) καταγγελία στον Ανδρουλάκη ότι τον παρακολουθούσαν γιατί … ξένες χώρες είχαν ενστάσεις για τις πράξεις του και το αν αποτελεί εθνικό κίνδυνο.

Και κάπως έτσι, οι υπόλοιποι των εκατό δεν ακούγονται καθόλου.

Οπότε: αυτοί δεν μπορούν, ή δεν θέλουν να μιλήσουν, εμείς δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, οι δημοσιογράφοι γράφουν επί ματαίω, καθώς η κυβέρνηση αρνείται οποιοδήποτε σχόλιο, έλεγχο ή διαμαρτυρία, και η κυβέρνηση νομοθετεί την αθώωσή της (και, ξαναλέω, την νόμιμη πλέον συνέχιση των ενεργειών της – είναι πολύ σημαντικό, συγκρατήστε το αυτό)

Γιατί λοιπόν να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός; Τα θύματα δεν αντιδρούν, οι θύτες δεν νιώθουν ανησυχία, ο ίδιος είναι παντοδύναμος (είτε έχει άμεση, είτε έμμεση ευθύνη για όλο αυτό), πραγματικά, κανένας κίνδυνος δεν υπάρχει για την εξουσία του:

Οταν η αδελφή του, φίλες της γυναίκας του, η οικογένεια του ανιψιού του, ο στενός του κύκλος, κορυφαίοι υπουργοί, βουλευτές, δημοσιογράφοι, δικαστικοί παρακολουθούνται και οι αντιδράσεις τους είναι μόνο δύο-τρεις μηνύσεις, πέντ’ έξι άρθρα, ένα “τι να παρακολουθήσουν από μένα, είμαι πολύ βαρετός”, μία εντυπωσιακά γελοία μη-δικαιολογία για την (επιβεβαιωμένη και ξεκάθαρη) παρακολούθηση Ανδρουλάκη, ένα νομοσχέδιο “σκούπα και φαράσι” για το παρελθόν και το μέλλον των παρακολουθήσεων και μία παραίτηση Τζαβάρα “για να μην βλάψει το κόμμα του” – ε, συγγνώμη, μα η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός είναι πιο ισχυρός από ποτέ. Δεν απειλείται από κανέναν, δεν φοβάται κανέναν, δεν ανησυχεί για κανέναν. Με τους ίδιους βουλευτές και δικαστικούς θα ξαναπάει σε εκλογές, με τους ίδιους υπουργούς θα ξανακυβερνήσει, με τους ίδιους δημοσιογράφους θα πορευτεί, με τους ίδιους βουλευτές θα νομοθετήσει την επόμενη μέρα και με τους ίδιους εισαγγελείς θα γίνουν πράξη οι εντολές του.

Με τους υπόλοιπους των εκατό.

Θέλω να καταλάβετε τι σας λέω: Ακόμα και αν τον πιάσουν, στα πράσα, με ένα κινητό, να ακούει τις ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές του Νίκου Ανδρουλάκη σε ανοικτή ακρόαση, δεν θα του συμβεί απολύτως τίποτα. Δεν θα πάθαινε απολύτως τίποτα. Απολύτως-τίποτα.

Το ξέρει, γελάει, και συνεχίζει νομοθετώντας να παραγραφεί οτιδήποτε έχει γίνει μέχρι τώρα, και να συνεχίσει (ή να ξανααρχίσει) ακόμα πιο «νόμιμα» πλέον τις υποκλοπές του.

Και, καλό είναι όσοι υποθέτουν ότι έχει ήδη χάσει, ότι μετράει μέρες, ή ότι θα εγκαταλείψει μόνος του, να ξανασκεφτούν λίγο την τακτική τους. Αυτοί που ενδόμυχα μέσα τους ελπίζουν ότι ο αντίπαλός τους θα τα παρατήσει και θα παραιτηθεί μετά από αυτήν την ολοκληρωτική ήττα για την δημοκρατία, που ελπίζουν να μην χρειαστεί να παλέψουν άλλο, να ματώσουν και να πολεμήσουν άλλο, θα απογοητευτούν θεωρώ οικτρά.

Γιατί η αιχμή του δόρατός τους, οι υπόλοιποι των εκατό, είναι για διάφορους λόγους ο καθένας, άλλους απολύτως κατανοητούς και άλλους όχι, ξεκάθαρα υποταγμένοι και παραιτημένοι. Και μαζί μ’ αυτούς, άφωνοι και μουδιασμένοι, ακολουθούμε κι εμείς οι υπόλοιποι.

Κανείς δεν θα παραιτηθεί για να μας σώσει. Το ποτήρι είναι γεμάτο δηλητήριο και χολή, και καμία ελπίδα δεν υπάρχει να χυθεί μόνο του: ή θα το πιούμε αμίλητοι, ή θα το χύσουμε μόνοι μας, με μάχη και κόπο.

Καλώς ορίσαμε στην Ελλάδα 2.0. Δεν θα μας αρέσει, αλλά, διάβολε, ας το σκεφτόμασταν και λίγο νωρίτερα. Δεν είναι δα ότι και το παρελθόν δεν μας είχε προετοιμάσει.

~

ΥΓ: * Ο αρχικός τίτλος ήταν “Οι υπόλοιποι των εκατό”, πιο λυρικό ίσως από το τρέχον “Μην κοροϊδεύεστε, ο Μητσοτάκης δεν πέφτει με τίποτα” αλλά το άλλαξα καθώς α) βαρέθηκα να ακούω γύρω μου ότι ο Μητσοτάκης μετά από αυτήν την ιστορία “μετράει ώρες” στον πρωθυπουργικό θώκο λες και όλοι πρέπει να περιμένουμε πότε ο κυβερνήτης μας θα καταλάβει ότι βρε συ, μήπως έχει γίνει κάτι λάθος σ’ αυτην την ιστορία που τον αφορά και επιπλέον β) φυλάω μία σκέψη αποκλειστικά για τα θύματα αυτού του ανείπωτου βιασμού των προσωπικών τους στιγμών, μόλις -και αν ποτέ- αποτυπωθεί σε έναν ειρμό και σε λέξεις, θα το μοιραστώ χωριστά μαζί σας.

Υ.Γ.2: Το κείμενο γράφτηκε πριν την κατάθεση του Γιώργου Δημητριάδη στην εξεταστική της βουλής.

Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.

Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:

Τι θα κάνουμε εμείς;

Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.

Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:

Κοιτάω τι θέλω εγώ.

Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.

Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.

Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.

Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.

Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.

Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂

Δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με την Σάσα Σταμάτη, αλλά με ιντρίγκαρε μία κουβέντα με τον Δημήτρη Παπαβομβολάκη του 2020mag.gr. Μία κουβέντα που με βοήθησε να καταλάβω τι ακριβώς έγινε διαφορετικό στην σκηνή του Τζένη Καρέζη, από όσα βιώνουμε τόσο καιρό.

Δεν είναι ότι είμαι υπεράνω, ή κάτι τέτοιο. Κανέναν άνθρωπο, ούτε προφανώς την κ. Σταμάτη δεν θεωρώ λίγο, ή κατώτερό μου, ή ανάξιο της ασχολίας μου. Ούτε και η πράξη της μου φάνηκε αμελητέα, κάθε άλλο: Θεωρώ τον Χριστόφορο Ζαραλίκο ως έναν σπουδαίο καλλιτέχνη, και απολαμβάνω να διαφωνώ μαζί του κάθε φορά που τον παρακολουθώ στην οθόνη – αποτέλεσμα σεβασμού όπως, άλλες φορές, τον Καλαμούκη και τον Αποστόλη της Ελληνοφρένειας, ή τον Χάρρυ Κλύνν παλιότερα για όσους θυμούνται. Μόνο με τον Πουλή της Ανασκόπησης του ThePressProject.gr βρίσκομαι να συμφωνώ πάντα – κάτι που πρέπει να ανησυχήσει σοβαρά τουλάχιστον έναν εκ των δύο μας.

Μιλώντας με τον Δημήτρη για το συμβάν όμως, κατάλαβα γιατί δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ – και, κυρίως, κατάλαβα ότι έκανα τρομερό λάθος, καθώς άφησα να μου διαφύγει πόσο υπέροχα εμπνευστική είναι αυτή η ιστορία.

Για τα πρακτικά, λίγο τα γεγονότα: Στην παράσταση που δίνει ως stand up comedian ο Χριστόφορος Ζαραλίκος στο θέατρο Τζένη Καρέζη, εχθές το βράδυ, η Σάσα Σταμάτη κατέβηκε και την διέκοψε μαζί με δύο φίλους της (η χρήστης @alepouda θυμήθηκε τόσο επιτυχημένα ότι λίγα χρόνια πριν επενέβη η αστυνομία στην σπουδαία παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο» που έδινε η Καρέζη με τον Καζάκο).

Η παράσταση πράγματι διεκόπη, η κ. Σταμάτη και οι φίλοι της θέλησαν … κάτι, δεν ξέρω τι, να διαμαρτυρηθούν, να διακοπεί, οι θεατές αντέδρασαν, κατέβηκαν κι εκείνοι στην σκηνή, ο παρουσιαστής πάσχισε να κρατήσει τα πράγματα ήρεμα, και μετά από λίγο η κ. Σταμάτη και οι φίλοι της αποχώρησαν και η παράσταση συνεχίστηκε. Θεατής κατέγραψε και μοιράστηκε το επεισόδιο με το κινητό του, και έτσι μπορέσαμε όλοι να καταλάβουμε τι έγινε, και πως.

Αυτά για την ιστορία.

Το μετά, …ε, το μετά το φαντάζεστε. Η αντίδραση ήταν μαζική – φυσικά, όχι μόνο από την μία πλευρά αυτών που συμπαθούν τον Ζαραλίκο έτσι κι αλλιώς. Ακόμα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γ. Οικονόμου πήρε (κάποια, παράξενη μάλλον) θέση για το θέμα.

Τι θα μπορεί να ήθελε η κ. Σταμάτη από την ενέργειά της; Στις εξηγήσεις της, θέλησε να επισημάνει πόσο σημαντική είναι η Μάνδρα για εκείνη – κάτι που δεν είχε κανένα νόημα για μένα, καθώς ο κωμικός δεν είχε την παραμικρή ειρωνεία για την Μάνδρα στο κείμενό του. Είπε όμως για τον εφοπλιστή Μαρινάκη, που κάποια στιγμή έδωσε χρήματα για την Μάνδρα – και αυτό, κατά τα φαινόμενα, ήταν αρκετό για την κ. Σταμάτη και τους φίλους της, (που μπορεί να ήταν και αυτοί από την Μάνδρα και να παρεξηγήθηκαν κι αυτοί που ελοιδωρείτω ο προστάτης της περιοχής τους).

(Ίσως όποιος βοηθάει για την Μάνδρα γενικά να πρέπει να μείνει εκτός κριτικής, ίσως η ποινή να είναι η αγνή, άδολη επέμβαση σε κάθε παράσταση που μπορεί να αναφέρει το όνομά τους, δεν ξέρω πια, να φτιάξουμε μία λίστα, άλλωστε εκτός της Μάνδρας, οι εφοπλιστές γενικά είναι διάσημοι για την κοινωνική τους προσφορά, νομίζω είχαν συμφωνήσει να δώσουν κάποια χρήματα στο κράτος – αντί φόρων, γιατί αν έπρεπε να πληρώσουν φόρους θα έπαιρναν τις σημαίες τους και θα έφευγαν, δεν τα ξέρω καλά αυτά τα φιλανθρωπικά, δεν έχω μεγάλα καράβια, και άρα δεν έχω τις φουρτούνες τους. Ευτυχώς κιόλας δηλαδή που δεν ασχολούμαι μ’ αυτά γιατί αν ήμουν ναυτικός, δεν ξέρω, κάτι παθαίνουν οι ναυτικοί και πεθαίνουν πολύ εύκολα στην στεριά, ειδικά αν έχουν μπλεξίματα με τον νόμο, αν είναι μάρτυρες ξέρω γω.)

Γιατί όμως αυτή η βιαιότητα δεν ήταν από μόνη της αρκετή για να με ιντριγκάρει; Εκ των υστέρων, προς πλήρη απογοήτευσή μου, κατάλαβα γιατί.

Γιατί γίνεται καθημερινά.

~

Έχω (προσωπικά, δεν θέλω να μιλάω για άλλους) μουδιάσει πια από τις στιγμές που κάποιος επιτίθεται σε κάτι που διαφωνεί. Για εμένα, πχ, η Σάσα Σταμάτη δεν έκανε τίποτα λιγότερο ή περισσότερο, από τον Δημήτρη Οικονόμου που προσπάθησε στην εκπομπή του να πείσει τους τηλεθεατές ότι η Εφημερίδα των Συντακτών είναι «Συριζαίικο έντυπο» επειδή κριτικάρει τον πρωθυπουργό. Για μένα, αυτή η ενέργεια είναι απόλυτα βίαιη, εντελώς άδικη – όπως και αυτή της Σταμάτη. Ή, όταν από την εξεταστική επιτροπή για τις αναθέσεις της καμπάνιας Πέτσα στα ΜΜΕ, δεν θα καταθέσει ο Κώστας Βαξεβάνης και το Documento που είναι η επιτομή του αδικημένου από την λίστα, και αυτό αποσιωπάται πλήρως από τα ίδια ελεγχόμενα ΜΜΕ. Ή όταν η Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ ερωτά τον πρωθυπουργό – για να εισπράξει μία πλήρη (και, στις περισσότερες περιπτώσεις εντελώς αήθη) επίθεση από τους έλληνες συναδέλφους της, σε βαθμό τέτοιο ώστε να κινδυνεύει η σωματική της ακεραιότητα στην χώρα που ζει και εργάζεται.

Η Σάσα Σταμάτη επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει. Είναι μία καθημερινή πρακτική, ο Πορτοσάλτε επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει, ο Πρετεντέρης επιτίθεται σε κάτι που δεν θέλει να ακούσει, και όλοι αυτοί έχουν τους φίλους τους, είναι και μεταξύ τους φίλοι, ο ένας βοηθάει τον άλλον – και τελικά, στην σκηνή, ο κάθε ανώνυμος Ζαραλίκος αποσιωπάται.

Είναι περισσότεροι, έχουν και τους φίλους τους, κερδίζουν. Και στην δημόσια σκηνή, ακούγονται τελικά μόνο αυτά που επιτρέπουν αυτοί.

Καθημερινά.

Όμως, εδώ κάτι άστραψε, κάτι φώτισε, αυτή η ιστορία αξίζει να ειπωθεί. Γιατί εδώ άλλαξε κάτι.

Ο θεατής σηκώθηκε.

Βλέπετε, η κυρία Σταμάτη ήταν ιδιαιτέρως θυμωμένη – και οι φίλοι της ιδιαιτέρως ψηλοί. Όλα έδειχναν πως η σκηνή θα έμενε σιωπηλή, ο Χριστόφορος θα έμενε σιωπηλός – εγώ δεν ξέρω αν θα τολμούσα να τα βάλω με τέτοιους ανθρώπους που ήθελαν να επιβάλουν αυτήν την σιωπή με την βία της δύναμής τους, όπως είχαν μάθει να κάνουν τόσο καιρό.

Όμως το κοινό αντέδρασε κι αυτό.

Το κοινό σηκώθηκε. Διαμαρτυρήθηκε με την σειρά του. Και άλλοι, ελεγε ο Ζαραλίκος στην περιγραφή του συμβάντος, στο παρελθόν έφυγαν από την αίθουσα. Μπορεί, κάποιοι από αυτούς που υπερασπίστηκαν τον κωμικό, να μην ήταν απολύτως ικανοποιημένοι από την παράσταση. Αλλά δεν ήθελαν να επιτρέψουν να την σιωπήσει κάποιος.

Σε μία στιγμή πολύ πιο σημαντική από όσο θέλουμε να αντιληφθούμε, το κοινό αντέδρασε στην σιωπή. Και έδειξε την πόρτα στους βίαιους εκπροσώπους της. Και η παράσταση συνεχίστηκε.

Όσοι με διαβάζετε, ξέρετε καλά πόσο πιεζω για σωστή, πλήρη δημοσιογραφία. Ξέρετε πόσο κόπο κάνω, κάθε φορά, να εκτιμηθεί ο ρόλος της φωνής, της άποψης, της υπεράσπισής της. Μου διέφυγε, ίσως γιατί ήταν η Σταμάτη, ίσως γιατί ήταν ο πασίγνωστος Ζαραλίκος, ίσως γιατί θεώρησα δεδομένο το αποτέλεσμα, μου διέφυγε πόσο σημαντικό ήταν αυτό που έγινε.

Αντί της επιβαλλόμενης σιωπής, η παράσταση συνεχίστηκε. Τα αστεία ειπώθηκαν, ακούστηκαν, άλλοι γέλασαν, άλλοι όχι, άλλοι προβληματίστηκαν, άλλοι επιβεβαιώθηκαν, ο καλλιτέχνης είπε όλα όσα είχε να πει, και κρίθηκε γι’ αυτό.

Καμία παρέα φίλων δεν μπόρεσε να την διακόψει, να τους την στερήσει. Ενώθηκαν, και είπαν «Ασ’τον να μιλήσει. Άσ’ τον να κριθεί. Ασ’ τον να ακούσουμε. Δεν έχεις δικαίωμα, εσύ και οι φίλοι σου, να μας εμποδίσεις να ακούσουμε αυτό που δεν σ’ αρέσει».

Και, η Τζένη Καρέζη, θέλω να πιστεύω, κάπου θα χαμογελάει από χθες.

Πριν από καιρό, στην Κρήτη αν δεν απατώμαι, στους σεισμούς, τηλεοπτικό κανάλι έπαιρνε συνέντευξη από μία κυρία που εξέφραζε την αγωνία και την αγανάκτησή της γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει να τους περιθάλψει ως όφειλε. «Τι είμαστε εμείς» έλεγε η συνεντευξιαζόμενη, «λαθρομετανάστες είμαστε;»

Ομολογώ ότι μου άφησε ένα σημάδι όλο αυτό. Μία σκέψη, που λίγο-λίγο μεγάλωνε, έπιανε έναν χώρο υπαρκτό, ήταν κάτι ανάμεσα σε μία θλίψη και μία αποκάλυψη, μία σύνδεση που έπρεπε να γίνει, και, κυρίως, έπρεπε να ειπωθεί.

Τι είμαστε εμείς, λαθρομετανάστες είμαστε

Είχα δουλειές, τρεξίματα, έμεινε πίσω όλο αυτό. Γράφω σαφώς σπανιότερα πια, άλλη φορά θα αναλύσουμε γιατί, και έτσι δεν μου τριβέλιζε το μυαλό τόσο, όσο να γραφτεί κείμενο αποκλειστικά γι’ αυτό. Πριν λίγο καιρό όμως όμως, μία άλλη τηλεοπτική παρουσία, ξύπνησε αυτήν την ξεχασμένη διαδικασία και την ταξίδεψε τα τέσσερα-πέντε μέτρα που χρειαζόταν για να γίνει από σκέψη, γραπτό κείμενο:

Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ, πήρε τον λόγο στην κοινή συνέντευξη τύπου για την επίσκεψη του Ολλανδού πρωθυπουργού και ρώτησε (και τους δύο, αλλα κυρίως) τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα pushbacks, τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα των μεταναστών στην Τουρκία. Το ύφος της ήταν δεικτικό, το «γιατί ψεύδεστε» προς τον πρωθυπουργό άναψε τα αίματα, και, ο,τι ακολούθησε μετά από αυτό, είναι καταγεγραμμένο.

Καταγεγραμμένη όμως, είναι και η αντίδραση μετά το συμβάν. Όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα συμμετέχει σ’ αυτήν την (εξόχως παράνομη) διαδικασία και το αποκρύπτει, όσοι θεωρούν πως η δημοσιογραφία σκεπάζει με προσοχή κάθε αντίστοιχη αναφορά – βρήκαν την ηρωίδα τους. Όσοι, από την άλλη πλευρά, υπερασπίζονται την κυβέρνηση, θεώρησαν την ενέργεια της δημοσιογράφου από άστοχη έως επιθετική, και εστίασαν εκεί.

Ταυτόχρονα όμως σχεδόν, η ειδησεογραφία ασχολήθηκε και με μία ακόμα είδηση – την πολύ προβληματική, εξόχως επικίνδυνη έλλειψη φροντίδας στα νοσοκομεία, είτε Covid είτε απλών περιστατικών που, παρά την σοβαρή υγειονομικά κατάσταση της χώρας, από ότι φαίνεται, αφήνει τον κόσμο να αναρρώνει(;) σε ράντζα.

Pushbacks, εμείς που δεν είμαστε λαθρομετανάστες, και ράντζα. 

Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτήν την σύνδεση – μία προτροπή. Πρόθεσή μου δεν είναι να μαλώσω κανέναν (όχι, ούτε την κυρία που διαμαρτύρεται) αλλά περισσότερο να εξηγήσω ένα γεγονός, να φωτίσω κάτι που σε μένα φαίνεται απολύτως λογικό, σχεδόν αδιανόητα ξεκάθαρο:

Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Είναι, -αναρωτιέμαι φωναχτά τώρα- είναι ποτέ δυνατόν μία κυβέρνηση που κάνει pushbacks, ή που φυλακίζει ανθρώπους για χρόνια που δεν έκαναν τίποτα κακό σε άθλιες, απαράδεκτες συνθήκες, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αλλού;

Είναι ποτέ δυνατόν, όταν η δημοσιογραφία και οι πολίτες, είτε αποδέχονται, είτε επιδοκιμάζουν, είτε απλώς αδιαφορούν σε όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να περιμένουν όντως διαφορετική αντιμετώπιση στην δική τους ανάγκη;

Αλήθεια;

Όταν φέρεσαι ρατσιστικά ως κυβέρνηση, όταν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «αδιάφορο αν θα πεθάνουν» και «πολύ σημαντικούς», το κάνεις κόβοντας ένα νήμα, αυτό που σε συνδέει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με την ανθρωπιά – και το κόβεις δια παντός. Είναι αδύνατον να το ξαναβρείς. Δεν γίνεται. Σαν το κορδόνι του παραμυθιού, αν κοπεί, δεν θα βρεις ποτέ ξανά το σπίτι σου. Οι άνθρωποι μπήκαν στο ζύγι. Όποιο κι αν είναι αυτό το ζύγι, «Ξένοι» versus «Ελλήνων», «Μουσουλμάνοι» versus «Χριστιανών», «Μαύροι» versus «Λευκών», «Παράνομοι» versus «Νόμιμων» – από την στιγμή που βάζεις σε μία ζυγαριά την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, από την στιγμή που την συγκρίνεις, παύει να έχει σταθερή, παγκόσμια αξία, έχει μόνο βάρος.

Και, το κακό με το βάρος, είναι πως είναι μία μονάδα μετρήσιμη. Πάντα, πάντα, ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει κάτι πιο βαρύ. Πάντα. Δεν μετράς πια ανθρώπους, μετράς βάρη. Σήμερα, είσαι τυχερός, είναι οι ξένοι. Αύριο όμως; Όταν τελειώσουν οι ξένοι; Κάποια στιγμή θα έρθει και η δική σου σειρά. Αύριο θα είσαι εσύ.

Και, το ακόμα μεγαλύτερο κακό με αυτήν την διαδικασία, είναι πως επιτρέπεις σε κάποιον να ζυγίζει τι είναι πιο σημαντικό. Του δίνεις εξουσία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην επιβίωση και την φρίκη, του δίνεις το δικαίωμα να επιλέξει. Και, αυτός που επιλέγει, ως άνθρωπος κι αυτός, για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: δεν θα επιλέξει τον εαυτό του.

Ποτέ.

Άκουσες ποτέ σκούρο ρατσιστή να λέει «εμείς οι μαύροι πρέπει να πεθάνουμε»; Όχι, και ούτε θα το ακούσεις ποτέ. Ο ρατσιστής ποτέ δεν θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως τον πιο αδύναμο κρίκο. Πάντα, πάντα πάντα θα θεωρεί πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον με τον οποίο θα συγκριθεί.

Χμμμναι, αυτό βγάζει νόημα – αν την σύγκριση την κάνεις εσύ. Αν όμως επιτρέψεις σε κάποιον άλλον να κάνει την σύγκριση, μπορεί σήμερα να σε βρει πιο σημαντικό, μα δεν είναι δεδομένο πως θα το κάνει και αύριο. Του έδωσες την εξουσία να ζυγίζει, άρα ο ίδιος θα είναι πάντα πιο σημαντικός από οτιδήποτε. Και από σένα.

«Δεν είμαστε λαθρομετανάστες, για να μας συμπεριφέρονται έτσι». Μία δήλωση από έναν άνθρωπο που ανακάλυψε πως το ζύγι το έχει άλλος, πως δεν είναι πια ο πιο σημαντικός, πως πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο βαρύς, πιο σπουδαίος. Το σχοινί κόπηκε, η ελπίδα να ξαναβρεις το σπίτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξανεμίστηκε, τώρα είσαι ανυπεράσπιστος στο δάσος με λύκους που τους ακόνισες εσύ τα δόντια τους. Και κάπως έτσι, δεν υπάρχουν λεφτά για καταλύματα και παροχή βοήθειας γιατί πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, δεν περισσεύουν για σένα πια ΜΕΘ, αλλά για κάποιον πιο σημαντικό, δεν αγοράζονται πια ΜΕΘ και προσωπικό, αλλά τα χρήματα πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάπως έτσι πεθαίνεις σε ένα ράντζο γιατί κάποιος άλλος σε ζυγισε σκάρτο. Κάπως έτσι είσαι ο Ινδαρές και σε βρίζουν και σένα και τα παιδιά σου οταν σε βαρέσουν, κάπως έτσι είσαι ένας περαστικός στην Νέα Σμύρνη και σου φυτεύουν διαθέσεις προθέσεις και δολοφονικές απόπειρες, κάπως έτσι αναρωτιέσαι γιατί ως πυροσβέστης να σε ψεκάζουν με αύρες και να σου κόβουν δάχτυλα.

Και κάπως έτσι θα ακούσεις ότι είσαι «ρεμάλι», «άχρηστος», «επικίνδυνος», «αδιάφορος», «αχάριστος». Όπως ακριβώς περιέγραψαν την δικαιολογία τους σε σένα όταν σκότωναν άλλους, έτσι ακριβώς θα περιγράψουν τον λόγο που θα δολοφονούν την δική σου ελπίδα, στους υπόλοιπους. Και όσο εσύ τους δικαιολόγησες τότε, ή αδιαφορούσες για την αδικία, τόσο θα τρελαίνεσαι που οι άλλοι θα αποδέχονται την αδικία εις βάρος σου με αντίστοιχες, ψευδέστατες δικαιολογίες. Θα ακούγονται όλα αυτά τόσο γνώριμα, πράγματι. Και θα είναι.

Αυτό το παιχνίδι είναι σκληρό – αλλά οι κανόνες του είναι ξεκάθαροι. Αν όταν κοπεί το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το επιτρέψεις, αν δεν φωνάξεις, αν δεν ουρλιάξεις όταν συμβεί στον πιο ασήμαντο από σένα, το suid game ξεκίνησε. Στο τέλος θα μείνει ένας, και, σου το υπογράφω, δεν θα είσαι εσύ. 

Τι αξία έχει ένας λαθρομετανάστης; Τι αξία έχει ένας ανώνυμος φυλακισμένος; Τι αξία έχει ένας βρώμικος ζητιάνος; Τι αξία έχει ένας εξορισμένος και βασανισμένος κομμουνιστής, ένας χτυπημένος από την αστυνομία αναρχικός, ένας λοιδωρημένος γκέι, ένα παρατημένο στον δρόμο πρεζόνι, ένας ταλαιπωρημένος φτωχός;

Αυτοί είναι το νήμα της αξιοπρέπειας. Αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σπίτι της ανθρωπιάς σου.

Ένας να φύγει, σε έναν να επιτρέψεις να αποφασίσει ποιος αξίζει και ποιος όχι, το νήμα κόπηκε

Τουλάχιστον μην ξαφνιαστείς μετά.

Όπως πάντα, κατ’ αρχάς η είδηση:

Στο Ηράκλειο Κρήτης ξαφνικά χτυπά ένα κύμα σεισμών – δεκάδες κάθε μέρα, με μέγιστο έναν σεισμό 5,8 με 20 περίπου χιλιόμετρα εστιακό βάθος. Η ένταση αλλά και το βάθος καταστρέφουν σπίτια που είναι χτισμένα πολλά χρόνια πριν, ερημώνονται χωριά, τραυματίζονται άνθρωποι, ένας άτυχος άνθρωπος καταπλακώνεται και πεθαίνει. Ο αριθμός των μη κατοικήσιμων σπιτιών πλησιάζει σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις τα χιλία.

Ήδη από τα πρώτα βράδια, οργανώνεται μία προσπάθεια να φιλοξενηθούν οι άνθρωποι χωρίς σπίτια σε σκηνές, που φέρνει (αν δεν κάνω λάθος) ο στρατός. Σκηνές χωρίς πάτωμα, πολύ ευάλωτες στον αέρα και στο κρύο (ευτυχώς ο καιρός ήταν αρχικά καλός) και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια (ζητούσαν, λένε οι καταγγελίες από τους άστεγους να φέρουν δικά τους στρώματα και σεντόνια-κουβέρτες) σύντομα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση, ειδικά αν χαλάσει ο καιρός.

Έτσι, γίνονται ενέργειες να κοιμηθούν οι άνθρωποι σε κλειστούς χώρους, όπως το κλειστό του μπάσκετ της περιοχής.
Όμως, ζούμε σε περίοδο πανδημίας. Έτσι, αποφασίζεται πως δεν μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι στον κλειστό αυτόν χώρο: Η πρόσβαση περιορίζεται μόνο στους εμβολιασμένους που θα κάνουν rapid τεστ. 

«Οι οδηγίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι σε ένα κοινό χώρο δεν μπορεί να μπει μεικτός πληθυσμός ακόμα και σε αυτές τις ειδικές συνθήκες. Αυτή τη στιγμή αυτό που έχει ειπωθεί είναι πως στο κλειστό θα είναι αρχικά εμβολιασμένοι με rapid test», αναφέρει μιλώντας στο cretapost ο αντιπεριφερειάρχης δημόσιας υγείας και κοινωνικής πολιτικής, Λάμπρος Βαμβακάς.

Ο μόνος τρόπος για να μπει ένας ενήλικας σε κλειστό, προστατευμένο χώρο, θα είναι να κάνει το μονοδοσιακό εμβόλιο. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένει, μέχρι να οργανωθεί η φιλοξενία σε ξενοδοχεία κλπ, όπου δεν θα υπάρχει πια αυτός ο περιορισμός.

Αυτή είναι η είδηση, αν έχω λάθος, το διορθώνω.

Πάμε τώρα και στην σκέψη μου.

~

Η διαχείριση της πανδημίας, κατ’ εμέ (όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν) ειδικά από ένα σημείο και μετά, έγινε εγκληματική. Θεωρώ πως, λόγω ακριβώς της αδυναμίας να λύσουμε το πρόβλημα που έχει προκύψει, από το κράτος γίνονται διαρκώς κινήσεις που θα τις έλεγε κανείς υποκριτικές, καθώς, όταν οι βάσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα είναι επί τούτου λάθος λόγω συγκεκριμένων επιλογών, προφανώς και οι λύσεις που θα προταθούν θα έχουν σοβαρά προβλήματα.

Τι έχουμε εδώ;

Μία επείγουσα κατάσταση, στην οποία το πρωταρχικό μέλημά μας είναι να προστατέψουμε τους πολίτες, καταλήγει σε μία ανεκδιήγητη παρωδία:

Οι άνθρωποι θέλουν στέγη, για να προστατευτούν. Οι εμβολιασμένοι εξ αυτών, μπορούν να καλυφθούν από την βροχή. Οι ανεμβολίαστοι, όχι, θα μείνουν σε απαράδεκτες σκηνές χωρίς πάτωμα. Οι ανεμβολίαστοι που θα κάνουν το εμβόλιο, ναι. Βέβαια, το εμβόλιο χρειάζεται λίγο χρόνο μέχρι να δράσει, πιθανόν περισσότερο από την επείγουσα κάλυψη από την βροχή ή το κρύο, αλλά ας το προσπεράσουμε. Και βέβαια, ένας άνθρωπος για να κάνει ένα εμβόλιο είναι φρόνιμο να έχει συνεννοηθεί με τον γιατρό του, ειδικά αν έχει άλλα προβλήματα – όχι να το κάνει εκβιαστικά για να βρει στέγη αλλά – ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως επίσης ας προσπεράσουμε ότι στους εμβολιασμένους γίνεται rapid test, ένα τεστ που δεν προκρίνεται για τους ανεμβολίαστους συνανθρώπους μας, ίσως γιατί δεν είναι απολύτως ακριβές – αλλά ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως, πχ, είναι καλύτερα να προσπεράσουμε ότι για να ταξιδέψει κανείς με ένα λεωφορείο από και προς τα εκεί, κλεισμένος σε ένα κουτί με άλλους ανθρώπους, μπορεί να το κάνει ακόμα και αν είναι ανεμβολίαστος – αρκεί να έχει κάνει το rapid τεστ – εκείνο που δεν ήταν απολύτως ακριβές, ή ακόμα και ένα self test, που αυτό κι αν δεν είναι ακριβές, αλλά μ’ αυτό αρκεί για να στείλουμε παιδιά στο σχολείο μας. 

Βλέπετε τον παραλογισμό; 

Κάπου εδώ, καλό είναι να μην παρεξηγηθώ: προσωπικά είμαι εμβολιασμένος, είμαι υπέρ του εμβολιασμού, πιστεύω στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα, και ακολουθώ όχι μόνο τις επιταγές της, αλλά και την κοινή λογική: παρότι εμβολιασμένος, συνεχίζω να κάνω τεστ, καθώς είναι σαφές ότι μπορώ και να νοσήσω, και να μεταδώσω τον ιό.

Αυτή όμως η διαχείριση, με βοηθά να εντοπίζω και τους παραλογισμούς όπου τους συναντώ. Πχ, τα προληπτικά τεστ που κάνω για να προστατέψω όχι μόνο εμένα, αλλά και τους γύρω μου τα κάνω με δικά μου έξοδα πια αφού το κράτος αρνείται να με προστατέψει δωρεάν. Πχ μπορώ να μπω σε ένα λεωφορείο για να πάω στην δουλειά μου, μαζί με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν όμως δικαίωμα σε δωρεάν τεστ, ειδικά αν είναι ανεμβολίαστοι – οι οποίοι -σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία-  και νοσούν περισσότερο, αλλά, κυρίως, και κουβαλούν μεγαλύτερο ιικό φορτίο!

Τι νόημα έχει να αφαιρέσω ειδικά από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ανεμβολίαστοι την δωρεάν προληπτική εξέταση; Είναι παρανοϊκό, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που είμαστε βέβαιοι πως έχουν μεγαλύτερο ιικο φορτίο και ασθενούν πιο βαριά, εφόσον είναι δικαίωμά τους να μην εμβολιαστούν, πρέπει να έχουν περισσότερα διαθέσιμα εύκολα και δωρεάν τεστ!

«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΟΥΝ;!» …Πριν θυμώσετε μαζί μου για αυτήν την έκφραση, σκεφτείτε το εξής: υπάρχουν αυτήν την στιγμή, ορισμένες ομάδες υποχρεωτικού εμβολιασμού. Είναι οι ομάδες που το κράτος θεωρεί πως είναι υποχρεωμένοι να εμβολιαστούν, για όποιους λόγους, δεν έχει σημασία αυτήν την στιγμή στην ανάλυση της σκέψης μου. 

Οι υπόλοιποι, έχουμε την ελευθερία να εμβολιαστούμε. Παρέχεται δωρεάν από τον κράτος, γίνεται αυστηρή σύσταση, ναι, με επιχειρήματα (συνήθως, όχι μόνο), ναι αλλά (εκτός από αυτές τις ομάδες) κανείς δεν υποχρεούται να εμβολιαστεί

Αυτή η ελευθερία, είναι, ή θα έπρεπε να είναι, δεδομένη. Όταν δεν είναι, δεν είναι ελευθερία.

Και πάμε στο επόμενο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω, που μοιάζει κατ’ αρχάς άσχετο – αλλά θα αντιληφθείτε τον συλλογισμό μου:

Η Μπρίτνευ Σπίαρς μόλις κέρδισε μία δίκη. Η δίκη αυτή αφαιρεί από τον πατέρα της τον αποκλειστικό έλεγχο που είχε επάνω της – επειδή (και το εκλαϊκεύω, χάρην της συζήτησης, είναι ασφαλώς πιο περίπλοκο) «δεν είχε σώας τας φρένας». 

Το δικαστήριο δεχόταν ότι η τραγουδίστρια μπορούσε να τραγουδήσει, να βγάλει χρήματα από αυτό – αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνη της τα κέρδη της δουλειάς της, που θα έμενε και τι θα έκανε. Για όλα αυτά, έπρεπε να πάρει την άδεια του πατέρα της.

Όταν κέρδισε την δίκη, και την ελευθερία της (όχι ακριβώς, είναι πιο περίπλοκο είπαμε, το εκλαϊκεύω) από τα πρώτα πράγματα που έκανε, ήταν να εμφανιστεί «γυμνή» στο instagram…

…Και ακολούθησε ένας χαμός: ο κόσμος αντέδρασε, κυρίως λέγοντάς της «αν θέλεις να κερδίσεις και τις επόμενες δίκες, καλό θα ήταν να μην συμπεριφέρεσαι έτσι». 

«Είσαι ελεύθερη», δηλαδή «αλλά όχι να κάνεις ο,τι θέλεις».

Προφανώς, υπάρχουν νόμοι και κανόνες – δεν μιλάω γι’ αυτούς. Δεν είναι ελεύθερη να σκοτώσει πχ έναν άνθρωπο, θα απολογηθεί, και αν δεν ήταν αποδεδειγμένα δικαιολογημένη, πχ εν αμύνη, θα πάει φυλακή – δεν συζητάμε αυτό.

Δεν είναι όμως παράνομο να εμφανιστεί καποιος γυμνός στο instagram. Είναι μία ελευθερία που την έχουμε όλοι – όλοι, εκτός πχ από την Μπρίτνευ, η οποία αν το κάνει, αποδεικνύει έτσι ότι μάλλον δεν ήταν καλό που της δώσαμε την ελευθερία της.

Και τώρα προφανώς, δεν μιλάμε για την Μπρίτνευ και το αν θα δείξει το κορμί της στα social, και αν κάποιοι θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν μ’ αυτό. Τώρα μιλάμε για ανθρώπους που πρέπει να προστατευτούν, στην σημερινή, ή στην αυριανή μεγάλη καταστροφή, για ανθρώπους που βλέπουν να έχουν άλλα δικαιώματα από τον διπλανό τους, και άλλες υποχρεώσεις.

Όπως πχ μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στις φυλακές (είτε των δομών, είτε τις δικές μας) και δεν πάει κανείς να τους εμβολιάσει, ή να τους δώσει αρκετό χώρο να έχουν τις αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους.

Όσο δεν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, κάθε άνθρωπος που είναι στην ευθύνη αυτής της χώρας, είτε φυλακισμένος, είτε ελεύθερος, είτε εμβολιασμένος, είτε όχι, πρέπει να έχει -αφού έχει την ελευθερία να επιλέξει- τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τον διπλανό του. 

Ελευθερία σημαίνει ελευθερία. Είναι παράλογο πχ να επιλέγουμε τους αποδεδειγμένα πιο ευάλωτους από εμάς και να τους τιμωρούμε στερώντας τους με οικονομικά κριτήρια τον έλεγχο της υγείας τους γιατί έκαναν χρήση της ελευθερίας που οι ίδιοι τους δώσαμε. Αν όλοι οι άνθρωποι (και δεν λέω σωστά ή όχι, είναι τελείως άλλη κουβέντα) έχουν δικαίωμα να είναι ανεμβολίαστοι, τότε έχουν δικαίωμα όλοι να προστατευτούν από την βροχή. Αν τους στερούμε αυτό το δικαίωμα, αν πιστεύουμε ότι δικαιωματικά κάποιοι πρέπει να βραχούν, απολύτως εκδικητικά, τότε αποδεικνύουμε ότι οι σκέψεις ήταν λάθος, οι προτεραιότητές μας επίσης, και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Άποψή μου, και κρίνομαι γι’ αυτήν.

Έστω ότι συμβαίνει ένα γεγονός. Ένα γεγονός που μας επηρεάζει όλους – όχι όπως μας επηρεάζει πχ ένας νόμος, αλλά όπως μας επηρεάζει μία απόφαση εξ ονόματί μας, διαφωνούμε μ’ αυτήν, και θέλουμε κάπως να διαχωρίσουμε την θέση μας.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Έστω, ότι κάθε ένας που διαφωνεί, που αντιδρά μ’ αυτήν την απόφαση έχει να αντιμετωπίσει κατηγορίες προσωπικές, άσχετες πλήρως με το θέμα για το οποίο διαφωνεί. Έστω ότι βαφτίζεται κάθε αντίδραση βίαιη, ή φιλοτρομοκρατική, ή ως αναίσθητη απέναντι σε συγκεκριμένους νεκρούς και στις οικογένειές τους.

Έστω ότι τα μεγάλα ΜΜΕ, ραδιόφωνα, κανάλια, εφημερίδες και ιστοσελίδες επιμένουν να αγνοούν όχι μόνο το γεγονός αυτό καθ’ αυτό, αλλά και όταν υποχρεωτικά κάνουν μία αναφορά, την διανθίζουν με τις κατηγορίες και την ρητορική που ανέφερα πιο πάνω.

Πως μπορούμε να αντιδράσουμε;

Πως μπορούμε να δείξουμε ποιοι είμαστε, πόσοι είμαστε, πόσοι διαφωνούμε;

Έστω ότι αν γράψεις -έστω γράψεις- το ονοματεπώνυμο του ανθρώπου ο οποίος βιώνει αυτό το γεγονός σε δημόσιο μέσο, κινδυνεύεις να δεχτείς αποκλεισμό είτε της αναφοράς σου, είτε της παρουσίας σου συνολικά για μέρες ή και μήνα ακόμα. Χωρίς να έχεις προσβάλλει κανέναν, χωρίς να έχεις υποστηρίξει το ένα ή το άλλο – και μόνο με το ονοματεπώνυμο.

Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις προσωπικές κατηγορίες όπως «είσαι φίλος της τρομοκρατίας», «υπερασπίζεσαι τον τρομοκράτη», «φίλος των ακροαριστερών, των αντιεξουσιαστών, των αναρχικών», όταν μπλοκάρεσαι αυτόματα από το μόνο μέσο που μπορείς να μιλήσεις και μόνο που αναφέρεις ένα όνομα – ανεξαρτήτως περιεχομένου, τι άλλον τρόπο έχεις να αντιδράσεις;

Διαφωνείς. Ε, και; Ποιος το ξέρει;

~

Μόλις εχθές, μία ενέργεια που έγινε στο facebook με έκανε να αναθαρρήσω για την ποιότητα των συμπολιτών μου, και να ελπίζω, ακόμα, ότι κάτι τελικά μπορεί να αλλάξει.

Χιλιάδες άνθρωποι, μαζικά, άφησαν ένα σχόλιο στο τελευταίο άρθρο της Προέδρου της Δημοκρατίας στο facebook. Το αίτημά τους ήταν πως η ΠτΔ οφείλει να πάρει θέση στην διαμάχη για την κυβερνητική άρνηση στο αίτημα για μεταγωγή του καταδικασμένου για τρομοκρατία και δολοφονίες Δημήτρη Κουφοντίνα (το καλό με το να έχεις δικό σου blog, κανείς δεν μπορεί αυτόματα να σε λογοκρίνει επειδή ανέφερες απλώς ένα όνομα) στον Κορυδαλλο, και την ως διαμαρτυρία απεργία πείνας του κρατούμενου που τον οδηγεί σε μόνιμες βλάβες, ή θάνατο.

Τα περισσότερα αν όχι όλα τα μηνύματα διάβασα εγώ (και διάβασα ΠΟΛΛΑ), είχαν μία ευπρέπεια και ένα ήθος που σπανίζει στον δημόσιο λόγο. Δεν είναι τυχαίο αυτό, καθώς επικοινωνούσαν με την ΠτΔ που εξ θέσεως δεν έχει αρμοδιότητες για το ζητούμενο θέμα (αν εξαιρέσει κανείς πιθανή άρνησή της να υπογράψει τον νόμο που στερούσε, φωτογραφικά λέει η δικηγόρος του, την δυνατότητα σε τρομοκράτες να εκτίουν την φυλάκισή τους σε αγροτικές φυλακές – αλλά δεν έχω αρκετές γνώσεις για κρίνω την αντισυνταγματικότητά του και/ή την δυνατότητα παρέμβασής της), και το αίτημα ήταν, απλώς, να πάρει δημόσια θέση στο ζήτημα αυτό, πριν ο ασθενής πλέον κρατούμενος καταλήξει. Όταν δε, οι αρχικοί σχολιαστές είδαν τα μηνύματά τους να εξαφανίζονται από την σελίδα, επανήλθαν και πολλαπλασιάστηκαν μάλιστα, διατηρώντας, παρά τις διαμαρτυρίες τους, έναν κόσμιο λόγο.

Όπως το βλέπω εγώ, ήταν μία κορυφαία στιγμή δημοκρατίας.

Οι αποκλεισμένοι από τον δημόσιο λόγο συμπολίτες μας, επώνυμα κατα βάση (καθώς το facebook είναι πολύ αυστηρότερο στην «ανωνυμία» από ότι πχ το twitter), ευπρεπώς σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως, δημόσια και κατά χιλιάδες, ζήτησαν από την ΠτΔ να παρέμβει με την θέση της.

Προφανώς η ΠτΔ δεν μπορεί θεσμικά να αλλάξει κάτι πια – είναι προφανές αυτό. Μία δήλωσή της όμως, θα κατέρριπτε κάθε φαιδρό και έωλο επιχείρημα όπως «υποστηρικτές της βίας και της τρομοκρατίας» με το οποίο στολίζονται όλοι οι διαμαρτυρόμενοι, και θα έμενε χώρος μόνο για σοβαρή συζήτηση, και καθαρά επιχειρήματα.

Η γνώμη μου είναι, ότι ζήσαμε μία ψηφιακή πλατεία Συντάγματος.

Μοιάζει υπερβολικό, το καταλαβαίνω, αλλά θεωρώ ότι οι κινητήριες γραμμές είναι οι ίδιες. Δημοκρατία, Δικαιοσύνη. Οι πολίτες που φέρουν το στίγμα της αποδοχής της τρομοκρατίας, ακουμπούν στον πρώτο πολίτη της δημοκρατίας, ευπρεπώς, την αγωνία και τις ελπίδες τους για να είναι δίπλα τους, έστω με μία δήλωση, έστω και μόνο για την επόμενη μέρα όπου νιώθουν ότι θα χρεωθούν αυτό που αισθάνονται ότι είναι μία κρατική δολοφονία.

Αν δεν είναι αυτό, από μόνο του, δείγμα στήριξης της δημοκρατίας, τι είναι;

Δεν τρέφω ελπίδες για την παρέμβαση της κ. Σακελλαροπουλου – δεν είναι καν αυτό το δικό μου ζητούμενο, αν με ρωτήσετε. Αν πιστεύει ότι οφείλει, ας παρέμβει. Αν πιστεύει ότι δεν οφείλει, ότι δεν πρέπει, ας μείνει σιωπηλή. Αν θέλει να στηρίξει τον Κουφοντίνα στο αίτημά του (σταματήστε ένα λεπτό, και σκεφτείτε το, δεν θα ήταν μία μοναδική στιγμή;) ας το κάνει, αν θέλει να στηρίξει την κυβέρνηση, ας κάνει αυτό.

Έκαστος εφ’ ω ετάχθη, και θα κριθεί από τις πράξεις και τις απραξίες του – όπως άλλωστε (ειδικά σ’ αυτόν τον θεσμό) έγινε πολλάκις στο παρελθόν.

Όπως όμως σε κάθε διαδήλωση, όπως σε κάθε διαμαρτυρία, σε κάθε επανάσταση, έχει μεγάλη σημασία να ζητάς. Αν θα πετύχεις είναι ένα επόμενο βήμα, και δεν εξαρτάται καθόλου από εσένα.

Σημασία έχει να ζητάς, να μιλάς, να εκφράζεις την γνώμη σου.

Η νίκη δεν ήρθε επειδή μπορεί να πιεστεί η ΠτΔ να πάρει θέση – ούτε καν αν θα το κάνει τελικά. 

Η νίκη ήρθε επειδή κοιτάξαμε με δέος ο ένας το comment του άλλου, διαβάσαμε ευγενικά και αγωνιώδη μηνύματα, είδαμε υποστηρικτές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας δίπλα μας, και ήταν σαν να κοιταχτήκαμε για μια στιγμή στα μάτια. 

Εκμεταλλευτήκαμε αυτήν την ελάχιστη, μικρή χαραμάδα που μας δόθηκε, με αξιοπρέπεια και πίστη στον σκοπό και τον αγώνα μας. 

Μπορεί να μην ξαναγίνει, μπορεί την επόμενη φορά να μην είναι τόσο αγνό, ή τόσο ακηδεμόνευτο, αλλά αυτή η ψηφιακή στιγμή είναι δική μας, μπορούμε να είμαστε περήφανοι γι’ αυτήν, για την φορά που είπαμε «όχι στο όνομά μου» με θάρρος περισσότερο από όσο δικαιολογεί αυτός ο παράλογος κόσμος μας και με ευπρέπεια μεγαλύτερη των προσδοκιών μας.

Αυτό το υπογεγραμμένο σχόλιο, ήταν εκκωφαντική κραυγή, μία αναπάντεχη ηλιαχτίδα ελευθερίας, και ελπίζω να ζεστάνει λίγο τις ανέλπιδες καρδιές μας, ότι είμαστε αρκετοί, ότι μπορούμε να ελπίζουμε πως κάτι μπορεί να αλλάξει.

Με κάτι τόσο ελάχιστο, και όμως, τόσο ουσιώδες:

Click, and share your comment.

Ο καιρός του κορονοϊού έχει φέρει μία θεαματική αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική, που δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι σαφής από όλους. Μια αλλαγή που συμβαίνει τώρα, που θα συζητείται για χρόνια, και που θα επηρεάσει τις πολιτκές εξελίξεις στο μέλλον όσο τίποτα άλλο (πλην, ίσως, της διάδοσης του Τραμπισμού)

Όσοι από εμάς εμπιστέυονται την δημοκρατία ως πολίτευμα, επιχειρηματολογώντας πως είναι το καλύτερο δυνατό αυτήν την στιγμή, παρά τα προβλήματά του, δεν παραλείπουμε ένα σοβαρότατο μειονέκτημά του:

Μία κυβέρνηση αναλαμβάνει την απόλυτη εξουσία για τέσσερα χρόνια, και, μέσα σ’ αυτά, εκτός από πολύ συγκεκριμένες αποφάσεις που χρειάζονται ευρύτερη πλειοψηφία, το 90% των αποφάσεων αυτών μπορούν να ληφθούν χωρίς να ερωτηθεί κανείς για την γνώμη του. Δίδεται δηλαδή ένα τετραετές πάσο, στο οποίο οι κυβερνώντες (όποιοι και να είναι αυτοί, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς και μας είναι αρεστοί, είτε τους έχουν επιλέξει οι άλλοι και μας είναι δυσάρεστοι, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς αλλά μας είπαν ψέματα και πλέον μας είναι δυσάρεστοι) μπορούν να καθορίσουν το παρόν και το μέλλον μας – και εμείς, ως ψηφοφόροι, η μόνη δυνατότητα εκλογικής αντίδρασης που έχουμε είναι στο τέλος της τετραετίας να κρίνουμε τις αποφάσεις, τις υποσχέσεις και τα αποτελέσματα, και να ψηφίσουμε είτε θετικά, είτε αρνητικά. Τότε όμως. Στο τέλος της τετραετίας. 

Μέχρι τότε, η κυβέρνηση συνήθως κάνει ο,τι θέλει, ανεξέλεγκτα.

Ως τότε, όμως, έχουμε βρει τρόπο να αντιδρούμε ως πολίτες στις αποφάσεις του κράτους, δείχνοντας την αρνητική μας διάθεση σε κάτι που διαφωνούμε. Είτε με πορείες, είτε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, είτε με εξωτερικευμένη κοινωνική αντίδραση κυρίως μέσω του τύπου, δεν είναι σπάνιο οι κυβερνώντες να αντιλαμβάνονται ότι μία απόφαση που παίρνουν θα τους κοστίσει είτε όταν οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες, είτε εκείνη την στιγμή από το μέγεθος των αντιδράσεων – και (καλώς ή κακώς) τις παίρνουν πίσω.

Αυτό το δούναι και λαβείν είναι υγιές, ένα θεσμοθετημένο κοινωνικά «άνοιγμα της χύτρας» ώστε να μην μαζευτούν απαράδεκτες αποφάσεις και η έλειψη ανοχής οδηγήσει σε θεσμικές ανωμαλίες. Ο κόσμος δικαιούται να διαφωνεί, να αντιδρά, να οργανώνεται, να εκφράζεται, να διαμαρτύρεται και να επαναστατεί, και το εν ισχύ κράτος όχι απλώς οφείλει, αλλά είναι και προς το συμφέρον του να ακούει την κοινωνία που εκ της θέσεως του έχει οριστεί να υπηρετεί.

Τέσσερα χρόνια είναι πολλά, για να μην υπάρχει κανένας έλεγχος

~

Η πανδημία έχει φέρει όμως τα πάνω-κάτω. Χωρίς να πάρω θέση για τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθώς το θέμα μου εδώ είναι περισσότερο θεωρητικό, υπάρχουν πολίτες που αντιδρούν – αλλά η αντίδραση του κόσμου δεν είναι πια θεσμοθετημένη.

Δεν υπάρχει ειδικός αριθμός στα SMS δικαιολόγησης εξόδου από το σπίτι, για «Αντίδραση/διαφωνία» – όπως υπάρχει για αγορές. 

Μπορεί να μοιάζει γελοίο ως επισήμανση – αλλά κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν, στην επέτειο του Πολυτεχνείου μία γυναίκα έφαγε πρόστιμο γιατί προσήλθε εντελώς ατομικά στο Πολυτεχνείο να εναποθέσει ένα λουλούδι, με SMS άσκησης. Η ιστορία της απέτρεψε και άλλους (μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα) να αφήσουν ένα λουλούδι στο ίδιο σημείο, όχι για λόγους προστασίας από τον κορονοϊό, αλλά αποκλειστικά για λόγους νομιμότητας.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν επιστρατεύθηκαν δεκάδες αστυνομικοί για να σταματήσουν …πέντε βουλευτές του ΜέΡΑ25 να παραγματοποιήσουν διαμαρτυρία στην Αμερικάνικη πρεσβεία, ενώ δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν στους αντίστοιχους διαδηλωτές του ΚΚΕ που κατέβηκαν με SMS για γιατρό, αφού υπάρχει νοσοκομείο κοντά στην πρεσβεία…

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, που απαγορεύτηκαν, με νόμο, οι συγκεντρώσεις άνω των τριών για την ίδια ημέρα – παρότι καμία επιτροπή δεν παραδέχθηκε ποτέ, ότι είχε ζητήσει τέτοια μέτρα.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι προσαγωγές, οι επιθέσεις, και η αντίδραση στις εκδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, οι πεταμένες ανθοδέσμες, και οι κρότου λάμψης μέσα στον κλειστό χώρο πολυκατοικίας.

Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι αντιδράσεις των αστυνομικών δυνάμεων που έριξαν χημικά και στοίβαξαν διαδηλωτές για τις αντιδράσεις στον νόμο που αφορά τον Κουφοντίνα.

Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν που το υπουργείο προστασίας του πολίτη εξέδωσε ανακοίνωση (που μετά την πήρε πίσω, λέγοντας θρασύτατα ότι φταίμε εμείς που δεν καταλάβαμε -πάλι- σωστά) για την σωστή θέση που πρέπει να βρίσκονται φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι για να μην …χτυπήσουν.

~

Κάθε άλλο παρα γελοία είναι όλα αυτά – κυρίως επειδή είναι τρομαχτικά.

Οι πολίτες δεν έχουν κανέναν τρόπο αντίδρασης πια, και οι αποφάσεις συνεχίζουν να παίρνονται ερήμην τους. Είτε είναι για τα πανεπιστήμια, είτε είναι για τον Κουφοντίνα, είτε είναι για τα μέτρα στήριξης, είτε για την άρση της ασυλίας της πρώτης κατοικίας, είτε είναι για οτιδήποτε άλλο, η κυβέρνηση καταστέλει κάθε μορφή συγκέντρωσης με ένα επιχείρημα που θα φανεί ιδιαιτέρως προβληματικό συν τω χρόνο:

«Για το καλό σας»

Με αυτήν την δικαιολογία την ημέρα του Πολυτεχνείου απαγόρεψε τις συγκεντρώσεις, με αυτήν συλλαμβάνει και εξοντώνει με το σκληρότατο πρόστιμο των 300 ευρώ, με αυτήν πατάσσει κάθε ατομική ή ομαδική αντίδραση. Όταν δε συνεργάζεται με την διαδεδομένη στήριξη των ΜΜΕ, οι φωνές σιωπούνται ποικιλοτρόπως.

Βέβαια, αυτό δεν λειτουργεί αντίστροφα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να νομοθετεί ακάθεκτη ακόμα και νομοσχέδια που είναι δεδομένο ότι θα φέρουν αντιδράσεις, ειδικά εν μέσω πανδημίας – όπως αυτό για την …δυνατότητα να χρεωκοπεί ένα φυσικό πρόσωπο, και να χάνει την πρώτη κατοικία του. Περιέργως πως, θα έλεγε κανείς πως η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία και την φυσική αδυναμία αντιδράσεων, ακριβώς για να περάσει τέτοια νομοθετήματα: 151+ έχει, μπορεί να το κάνει κάλλιστα.

Νόμιμο, αλλά ελέγχεται ως προς το ηθικό του.

Διότι θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσε, εν μέσω πανδημίας, «για το καλό μας» να δοθούν άλλοι τρόποι σχολιασμού και δυνατότητας αντίδρασης, όπως πχ να ζητάται μέσω του κοινοβουλίου, αυξημένη πλειοψηφία για να περάσουν νόμοι που αφορούν έντονα τους πολίτες και δημιουργούν προβλήματα.

Για το καλό μας, για παράδειγμα, συνεχίζονται να έρχονται ακόμα και εμβόλιμα σε νομοσχέδια άσχετα νομοθετήματα, που ανατρέπουν καταστάσεις ετών, ψηφίζονται εν ριπή οφθαλμού, ακόμα και όταν ελέγχονται για την αιτιολόγησή τους, την αποτελεσματικότητά τους, ή ακόμα και την συνταγματική νομιμότητά τους.

Αν όμως, αν, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτήν την δύσκολη κατάσταση, τότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως (και με βάση και τις αρνήσεις των λοιμωξιολόγων για οποιαδήποτε ανάμιξη σε πολιτικού τύπου αποφάσεις, όπως είναι η απαγόρευση κυκλοφορίας ή συγκέντρωσης σε ανοικτό χώρο) να υποθέσει λοιπόν ότι η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τον δικαιολογημένο φόβο, για να κάμψει κάθε δημόσια εκφρασμένη αντίδραση για τις αποφάσεις της.

«Για το καλό μας» μεν, αλλά όχι και τόσο – αν με εννοείτε.

Για παράδειγμα, «για το καλό μας» θα μπορούσε να αυστηροποιήσει τις συνθήκες με τις οποίες ένας άνθρωπος δύναται να φέρει νόμιμα όπλο, αντί να καταστείλει τις εκδηλώσεις μνήμης για τον Γρηγορόπουλο – και όχι να προσλαμβάνει ακόμα περισσότερους αστυνομικούς, ένοπλους, με τις λιγότερες δυνατόν ώρες και δυνατότητες εκπαίδευσης.

~

Όμως, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί ακόμα και αν κάποιοι νόμοι αλλάζουν στο μέλλον, από άλλες κυβερνήσεις με πιο ευήκοα ώτα στους ανθρώπους που οφείλουν να ακουν και να προστατεύουν – αυτό που πληγώνεται ανεπανόρθωτα, είναι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στα θέματα της πανδημίας.

Είναι ήδη αρκετά πληγωμένη αυτή η εμπιστοσύνη, όταν για παράδειγμα η κυβέρνηση εξηγεί γιατί δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία λίγο πριν εσπευσμένα αντιληφθεί το λαθος της (και το αντικαταστήσει με ένα λίγο μικρότερο λάθος στα μεγέθη), ή στην επιμονή ότι δεν κολλάει στις τάξεις γιατί είναι καλύτερα να έχει περισσότερους μαθητες από ότι λιγότερους, και εν πάσει περιπτώσει, ο μέσος όρος δικαιώνει την απόφασή  της.

Αν όμως ο κόσμος αντιληφθεί ότι οι αποφάσεις παίρνονται όχι «για το καλό μας», αλλά για να κυβερνούν ανεξέλεγκτοι, και μάλιστα με προφάσεις δικαιολογημένες «επιστημονικά» ο κόσμος θα χάσει την μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να του σώσει την ζωή, και θα αφεθεί ανεξέλεγκτα πια, σε κάθε ψεκασμένη ή μη υπόθεση που θα κάνει τα πράγματα να μοιάζουν λίγο πιο λογικά από ότι ζει σήμερα.

Και αντίθετα από έναν νόμο που αύριο από τους καταλληλότερους ανθρώπους αλλάζει, ούτε οι νεκροί συνάνθρωποί μας θα ξαναγυρίσουν στην ζωή, ούτε θα φτάσει ο χρόνος για να επαναχτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στους εκλεγμένους και σ’ αυτούς που τους επιλέγουν.

«Για το καλό μας», λοιπον, ελπίζω να γίνει αντιληπτό σύντομα όλο αυτό και να αλλάξει κατεύθυνση αυτή η εκτροπή. Για να μην ακολουθήσουν άλλα πράγματα, κι αυτά «για το καλό μας»

It’s summer all over again. 

Βάλθηκε η κυβέρνηση να μας πείσει ότι δεν ήξερε ότι θα ερχόντουσαν τουρίστες με τον φονικό ιο, δεν της το ‘χαν πει, ήταν μεταλλαγμένος, έκανε πολύ σχολαστικά τεστ με περίπλοκους κώδικες και αλγόριθμους που τους έχουν ζητήσει από όλο τον κόσμο, τέλος πάντων μην χαλάμε τον κόσμο, δεν την είχαμε ενημερώσει ότι κάτι μπορεί να πάει στραβά – ασε που καλά καλά δεν είναι σίγουρη καν ότι έφταιγαν τα κάτι εκατομμύρια τουρίστες (η πλειοψηφία αυτών χωρίς να έχουν τεσταριστεί) που από πέντε νεκρούς φτάσαμε σε εκατοντάδες νεκρούς – και θα είχαμε περισσότερους αν δεν κάναμε οδυνηρά για την οικονομία μας lockdown.

Και τώρα ανοίγει το εμπόριο.

Με μέτρα, αποστάσεις, μάσκες, χωρητικότητα ανά τετραγωνικό και είναι όλα καλώς καμωμένα, οργανωμένα και έτοιμα – όπως ακούω με προσοχή στις ειδήσεις.

Και αφού είναι κανονισμένα και έτοιμα και οργανωμένα, αν κάτι πάει στραβά, τι θα φταίει, ο κόσμος θα φταίει.

Όμως είναι summer all over again, και σύντομα θα παίζουμε το παιχνίδι του μουτζούρη, και πάλι θα λέμε δεν μας είπε κανείς, και πάλι φοβάμαι ότι θα μετράμε νεκρούς, καθώς το άνοιγμα γίνεται, as summer all over again, με σχεδόν μηδενική προετοιμασία και προστασία.

~

Για να καταλάβουμε το πρόβλημα, αν θέλουμε πραγματικά να το καταλάβουμε και όχι να κάνουμε ότι δεν υπάρχει μέχρι να χρειαστεί να πούμε «α, δεν μας είπατε», είναι σημαντικό να δούμε ποια μέτρα δεν έχουν ληφθεί ώστε να δημιουργηθεί.

Τα καταστήματα για να λειτουργήσουν υπό την μορφή που διαφημίζεται, χρειάζονται τρία πράγματα: Ένα, προσωπικό. Δύο, πελάτες. Τρία εμπόρευμα – που με την σειρά του χρειάζεται και αυτό προσωπικό (είτε ανθρώπους που θα το φτιάξουν, είτε ανθρώπους που θα το μεταφέρουν). Μια σημαντική μάζα ανθρώπων ενεργοποιείται δηλαδή, ταυτόχρονα.

Οι κανόνες των δύο μέτρων απόσταση, και της χωρητικότητας των καταστημάτων, είναι ενέργειες που πρέπει να κάνει ο πολίτης, ή το κατάστημα. Είναι κανόνες ασφαλείας, που όμως δεν κόστισαν τίποτα στην κυβέρνηση (εκτός ίσως από μειωμένες πωλήσεις και φόρους – και εξηγώ πιο κάτω ότι καταλαβαίνω ότι δεν είναι λίγο. Άκου όμως).

Αντιθέτως όμως, αυτά που θα κόστιζαν στην κυβέρνηση, από τα δελτία ειδήσεων και την επίσημη ενημέρωση, μάλλον διακριτικά παραλείπονται:

– Ότι ο εργαζόμενος θα πρέπει να πάει στην δουλειά του, και ο πελάτης να κατέβει να ψωνίσει σημαίνει περισσότερος κόσμος στα ΜΜΜ, που όμως δεν έχουν ενισχυθεί όσο θα έπρεπε, ούτε καν κατά την διάρκεια του τελευταίου lockdown.

– Ότι ο εργαζόμενος δεν μπορεί να πάρει δικαιολογημένη άδεια εάν βρεθεί ύποπτος για κρούσμα (από σχέση δηλαδή με άλλο επιβεβαιωμένο κρούσμα), πιθανότατα θα τον αναγκάσει να πηγαίνει στην εργασία του, μέχρι να ελεγχθεί και ο ίδιος αν έχει ασθενήσει.

– Ότι ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν στηρίζεται οικονομικά αν ασθενήσει από κορονοϊό, αλλά αντιθέτως αν μείνει σπίτι θα πρέπει να αναπληρώσει μετά το κενό που θα δημιουργήσει στην επιχείρηση με επιπλέον μέρες απλήρωτης εργασίας, όχι μόνο δεν τον αναγκάζει να προστατέψει οικογένεια, συναδέλφους και πελάτες, αλλά σχεδόν τον υποχρεώνει να μην το δηλώσει – εκτός και αν είναι πια πολύ αργά γι’ αυτόν και τους γύρω του.

– Ότι η εταιρία δεν χρειάζεται να ανακοινώσει συμβάν στους πελάτες ή να κλείσει μετά από κρούσμα, δημιουργεί σίγουρες συνθήκες διασποράς για όλους τους εμπλεκόμενους.

– Ότι η εταιρία, αν αποφασίσει να τελικά αυτοβούλως να κλείσει -ενώ δεν έχει υποχρέωση- για να προστατέψει προσωπικό και πελάτες, δεν λαμβάνει ούτε για τους εργαζόμενους ούτε για την ίδια καμία παροχή, ενίσχυση ή βοήθημα, κάνει πολύ πιθανό ότι δεν θα επιλέξει αυτήν την διαχείριση, ειδικά αν έχει ζημιωθεί ανεπανόρθωτα κατά την προηγούμενη περίοδο του lockdown.

Όλα αυτά θα κόστιζαν στο κράτος, είναι βέβαιο: Αν πολλαπλασίαζε τα τεστ ώστε όλοι να ξερουν κατ’ αρχάς αν είναι ασθενείς ή όχι, αν διέθετε περισσότερα μέσα μεταφοράς στους πολίτες, είτε πελάτες είτε εργαζόμενους, αν προνοούσε για εργαζομένους που αυτοπεριορίζονται σε καραντίνα για πιθανό κρούσμα, ή αν φρόντιζε οι ασθενείς με διαπιστωμένο κορονοϊό όχι μόνο να μην  ζημιωθούν οι ίδιοι για την ανάρρωσή τους αλλά τους κάλυπτε και αυτούς και τις εταιρείες τους ανάλογα, αν λόγω διαπιστωμένων κρουσμάτων σε μία επιχειρήση την στήριζε, ώστε όλοι να παραμείνουν χωρίς δικό τους κόστος αλλά με βοήθεια από το κράτος ασφαλείς – όλα αυτά θα είχαν ένα ξεκάθαρο, και αρκετά οδυνηρό, το παραδέχομαι, κόστος για το κράτος. 

Αλλά θα τα γλύτωνες από νεκρούς. Και, οικονομικά μιλώντας, θα τα γλύτωνες από πανάκριβες ΜΕΘ, πανάκριβα ιδιωτικά «επιταγμένα» νοσοκομεία, από μία άνευ προηγουμένου διασπορά και των αρνητών της πανδημίας που θεωρώ βέβαιο ότι θα ξεκινήσει με όλο αυτό (γιατί ο επιχειρηματίας και ο εργαζόμενος θα καλυφθούν ψυχολογικά πίσω από ένα «σιγά μωρέ τώρα, μία γρίπη είναι» για να γλυτώσουν τις επώδυνες οικονομικά συνέπειες) και θα τα γλύτωνες απο το επόμενο ακόμα πιο σκληρό για πολλούς λόγους, και σίγουρα πιο κουραστικό lockdown που θα αναγκαστούμε λόγω κρουσμάτων να μπούμε, αν τα χειρότερα σενάρια επιβεβαιωθούν και αυτές οι ακατανόητες ενέργειες φέρουν την αναμενόμενη αύξηση σε ασθενείς και διασπορά.

Και έχω επίγνωση, μιλώντας γι’ αυτά, για το πόσο κοστίζουν και τα κλειστά μαγαζιά, και η κλειστή οικονομία για μία κυβέρνηση και τους πολίτες της. Αντιλαμβάνομαι πλήρως, και δεν το λέω ειρωνικά, πόσο επικίνδυνο είναι να έχεις μία οικονομία που φυτοζωεί. Ταυτοχρόνως όμως, πρέπει να καταστεί σαφές, πολύ πριν ξανααρχίσουμε τα «δεν ήξερα» και «δεν μου είπατε» και «πίνουν μπύρες στις πλατείες τα κωλόπαιδα» πως η σκληρή πραγματικότητα μας κάνει να επιλέξουμε πιο κόστος επιθυμούμε να διαχειριστούμε και πως – αλλά το κόστος, είτε έτσι είτε αλλιώς, είναι βέβαιο.

Όπως, πχ, ασφαλώς και θα είχαν κόστος τα περισσότερα τεστ σε τουρίστες, όταν ανοίξαμε το καλοκαίρι τα σύνορα.

Αλλά τα ανοίξαμε με το μικρότερο δυνατόν κόστος προετοιμασίας. Και μπήκαν τουρίστες-φορείς του κορονοϊού, και εξαπλώθηκαν τα κρούσματα, και είχαμε χιλιάδες (από εκατοντάδες, μέχρι τότε) νεκρούς, οδηγηθήκαμε σε lockdown, και οδηγήσαμε την οικονομία μας να περνάει εξαιρετικά δύσκολα τώρα.

Αυτό είναι το τίμημα. Είναι, θεωρώ, πολύ απλά τα πράγματα. Οι κανόνες για δύο μέτρα και μάσκες και χωρητικότητα είναι σωστοί, αλλά μοιάζουν πολύ με την λογική «μόνο πέντε άνθρωποι ανα λεωφορείο που θα σας πάει στο αεροδρόμιο να ταξιδέψετε με γεμάτο αεροπλάνο όλοι μαζί»: Μπορούμε να το περιγράφουμε ως ανέκδοτο που λέει στην σκηνή ένας standup comedian, αλλά την ώρα του λογαριασμού εκεί πληρώνεις το ποτό σου, όχι με την ζωή σου, ή την ζωή των συγγενών σου.

Ας μιλήσουμε λοιπόν, για σεβασμό

Κατα κοινή ομολογία τουλάχιστον των Γεωργιάδη, Μητσοτάκη και Κικίλια, το (μοναδικό λένε αυτοί, ίσως μεγαλύτερο λέω εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τουρισμό) λάθος της κυβέρνησης ήταν που άργησε να πάρει τα μέτρα στην Θεσσαλονίκη, και περίμενε να …τελειώσει πρώτα η γιορτή του πολιούχου της πόλης Αγίου Δημητρίου. Η κοσμοσυρροή έφερε, όπως καταλαβαίνει κάθε λογικός άνθρωπος, και την ανάλογη αύξηση σε κρούσματα και νεκρούς.

Ο μόνος που φάνηκε σχετικά ειλικρινής σε όλο αυτό, ήταν ο Γεωργιάδης: 

«Μία από τις πιο σφοδρές κριτικές και ένα από τα λάθη που κάναμε ήταν όταν οι λοιμωξιολόγοι μας είχαν εισηγηθεί μια παρόμοια στρατηγική στη Θεσσαλονίκη πριν την γιορτή του Αγίου Δημητρίου, εμείς από σεβασμό στην παράδοση της πόλης και στην Ορθοδοξία, δεν κλείσαμε τότε τη Θεσσαλονίκη πριν από τον Άγιο Δημήτριο. 

Σήμερα ξέρουμε ότι αυτό που κάναμε ήταν μεγάλο λάθος γιατί καλώς ή κακώς την ημέρα του Αγίου Δημητρίου παρά την καλή πρόθεση της εκκλησίας να συνεργαστεί και να τηρήσει τα μέτρα, ο κόσμος προσήλθε μέσα και έξω από τις εκκλησίες με μαζικό τρόπο με αποτέλεσμα η διάδοση του κορονοϊού να πάρει τις επόμενες εβδομάδες μεγάλες διαστάσεις.

Εγώ έχω μια ελπίδα ότι έως αύριο θα έχουν επικρατήσει ηρεμότερες σκέψεις, διότι αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι. Δεν πιστεύω ότι η Εκκλησία θέλει να πάρει επάνω της μια τόσο μεγάλη ευθύνη»

Το πήρε πίσω βέβαια, σε ένα μόνο κομμάτι όμως: διέψευσε τον εαυτό του (το συνηθίζει ο Γεωργιάδης αυτό, να αυτοδιαψεύδεται με τόσο πάθος που είναι σχεδόν σαν να ζητά να τον παραδεχθεί ο ακροατής στο ότι έχει πάλι δίκιο)  στο ότι το εισηγήθηκαν όντως οι λοιμωξιολόγοι.

Βέβαια, δεν έχουμε τρόπο να το ξέρουμε, καθώς παρά τις αλλεπάλληλες εγκλίσεις από την αντιπολίτευση η κυβέρνηση αρνείται να παραδόσει τα πρακτικά των επιτροπών – αλλά το υποστήριξε και ο κ. Εξαδάκτυλος, ότι η επιτροπή (για κάποιο λόγο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω) δεν εισηγήθηκε (κατά πλειοψηφία) το να μην γίνει η εν λόγω μεγάλη λειτουργία.

Το πρόβλημα είναι προφανώς ότι στα υπόλοιπα τα πράγματα παραμένουν όπως τα ξέραμε: Η κυβέρνηση έπρεπε να σταματήσει την λειτουργία – δεν το έκανε. Αυτό (καθώς δεν έχει υπάρξει άλλο γεγονός με τόση κοσμοσυρροή) φαίνεται να ευθύνεται για την μετάδοση του ιού – θυμίζω άλλωστε ότι και ιερείς είναι ανάμεσα στα θύματα του κορονοϊού. 

Πήρε λοιπόν μία απόφαση η κυβέρνηση, το μεγαλύτερο κατ’ αυτήν λάθος της, και επέτρεψε μία λειτουργία της εκκλησίας που σκότωσε, τελικά, κόσμο.

Από «σεβασμό».

Ok.

Και μετά, πήγε να το επαναλάβει: ζήτησε από τις εκκλησίες στις γιορτές, Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, να έχουν μόλις 9 πιστούς μέσα στις εκκλησίες.

…Και η εκκλησία αντέδρασε, και τελικά – από σεβασμό – το κράτος υπαναχώρησε στις εντολές του, οι εννιά έγιναν δεκαπέντε και τριάντα, και, αφού δεν μέτρησε και κανείς, μπορεί να έγιναν πενήντα – αλλά πάντως έγιναν, όσοι ήταν.

Και, ω του θαύματος, ξαναέχουμε πρόβλημα. Όχι μόνο από αυτό, δεν θέλω να είμαι άδικος, ο κόσμος μαζεύτηκε σε σπίτια, έκανε ρεβεγιόν, κάποιοι πήγαν και στο εξωτερικό και κάποιοι ήρθαν εδώ – μόνο και μόνο για να έχουμε και εμείς το νέο στέλεχος του κορονοϊού, μη χάσουμε.

Κάτι που οδήγησε την κυβέρνηση να απαγορέψει (μεταξύ άλλων) εντελώς την λειτουργία των Φώτων με πιστούς.

…και η Εκκλησία αντέδρασε, και, όπως είπε και ο εκπρόσωπος τύπου της εκκλησίας αυτάρεσκα «έδειξε ανυπακοή», και οι εκκλησίες διαφήμησαν, (ΔΙΑΦΗΜΙΣΑΝ!) ότι θα ανοίξουν για πιστούς, και όντως το έκαναν, και …οι σκηνές είναι αποκαρδιωτικές. Μέσα, και έξω από τους ναούς.

Μέχρι που τα περιπολικά και οι αστυνομικοί που περίμεναν απ’ έξω …μαζεύτηκαν για αγιασμό. Με «σεβασμό».

Αντιλαμβάνεστε ένα pattern εδώ, έτσι;  Από σεβασμό στην εκκλησία,  είτε παρακάμπτουμε τους επιστήμονες, είτε βάζουμε κανόνες και μετά τους αλλάζουμε, είτε βάζουμε κανόνες, και ύστερα παρακολουθούμε ατάραχοι να τους αγνοούν.

~

Θέλω να με προσέξετε λίγο εδώ, γιατί είναι εύκολο να παρεξηγηθώ: 

Δεν λέω ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Πχ, είχα πάρει θέση μαζί με όσους φώναζαν (άλλο που από κανέναν όπως έλεγε η κυβέρνηση δεν άκουσε διαμαρτυρίες) για το άνοιγμα των συνόρων χωρίς επαρκείς ελέγχους. Τελικά, ελέγχθηκαν περίπου το 10-15% των επισκεπτών, και ένα 10% μετέφερε τον ιό – κάτι που σημαίνει πως το ίδιο έκανε και το 10% που δεν ελέγχθηκε.

Και από τους 1-3-5 νεκρούς ημερησίως – φτάσαμε στους 100.

Ή, η κυβέρνηση λέει «εννιά άτομα» χωρίς να έχει απόφαση της επιτροπής.

Ή, η κυβέρνηση λέει «μπορούν να είναι 25 άτομα στις τάξεις» και όταν κάποιος διαμαρτύρεται του λένε «δεν υπάρχει ανησυχία, γιατί ΚΑΤΑ ΜΕΣΟ ΟΡΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ(!)»

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες, μπορεί να δημιουργήσει και προβλήματα» – και μετά τις απαιτεί παντού.

Ή, η κυβέρνηση λέει «δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία, είναι υπερβολή» – και μετά τις κάνει υποχρεωτικές, στέλνει ένα λάθος μέγεθος, και κάπου 8-9 μήνες μετά στέλνει (υποτίθεται) και την δεύτερη σωστή.

Δεν λέω λοιπόν ότι αυτά που απαιτεί η κυβέρνηση είναι σωστά. Κάθε άλλο.

Απλώς θα ήθελα να μείνουμε λίγο στο πως εννοείται ο «σεβασμός».

~

Ο Γεωργιάδης λέει (και μαζί του όλη η κυβέρνηση) πως «αν αυτό που φοβόμαστε εμείς και οι γιατροί βγει αληθινό και συγκεντρωθεί κόσμος στις εκκλησίες και έχουμε τις επόμενες ημέρες αύξηση του ιού, θα θρηνήσουμε πολλούς νεκρούς και οι κόποι θα έχουν πάει χαμένοι».

Ομολογία σε τρία επίπεδα: Ατομικό, κυβερνητικό, επιστημονικό.  Αν συγκεντρωθεί κόσμος στην εκκλησία το ξέρουμε και εμείς, και οι γιατροί, θα θρηνήσουμε νεκρούς. 

Ε, λοιπόν συγκεντρώθηκε.

Δεν υπάρχουν αμφιβολίες εδώ. Δεν λέμε «μπορεί να το είπαν – μπορεί και όχι» οι επιστήμονες, ή «μπορεί να ήταν πολλοί οι εννιά – μπορεί να ήταν και λίγοι, τελικά». Δεν είναι τουρίστες και η ψεύτικη μετάλλαξη το πρόβλημα. Δεν είναι ότι δεν ξέραμε

Ξέρουμε.

Η πολιτεία έθεσε τους κανόνες, εν πλήρη γνώση του προβλήματος. Η εκκλησία εξήγησε γιατί δεν ανεχόταν μία τέτοια απόφαση, και δημοσιοποίησε το δικό της «μολών λαβέ». Η πολιτεία δεν έκανε πίσω, κράτησε την ισχύ της απόφασης μέχρι τέλους. Η εκκλησία την αγνόησε.

Και η πολιτεία έκανε πίσω, όχι απλώς ανεχόμενη, αλλά σχεδόν υπερασπιζόμενη, με τους αστυνομικούς που το είχαν εύκολο και λογικό να κόβουν πρόστιμα σε έναν άνθρωπο, ή να βαράνε παιδιά που κάθονται σε μία πλατεία, εδώ να συγκεντρώνονται για να αγιαστούν.

Αυτό, η κυβέρνηση το λέει σεβασμό. Εγώ, το λέω το ακριβώς αντίθετό του.

Σεβασμός στον άλλο, δεν είναι να αποδέχεσαι κάθε του καπρίτσιο – το αντίθετο. Όταν βάζεις κανόνες, πρέπει να είναι δύσκολοι, αλλά να είναι κανόνες. Όταν η κυβέρνηση προέτρεψε τους πολίτες να στείλουν (ψεύτικο) μήνυμα άσκησης για να εκκλησιαστούν – ενώ θα μπορούσε, αν ήθελε, να προσθέσει έναν ειδικό αριθμό, όταν αύξησε εν μία νυκτί τους πιστούς, ή αγνόησε (ας μην κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας) την ξεκάθαρη απειλή για διόγκωση της πανδημίας για μία (μεγάλη, το καταλαβαίνω) γιορτή, έστειλε ένα μήνυμα: 

Δεν σε σέβομαι.

Όχι μόνο στους πολίτες, που οφείλει να υπηρετεί, αλλά και στην εκκλησία. Οι κανόνες μας δεν είναι και τόσο σημαντικοί: Αν θυμώσεις, αλλάζουν. Κάμπτονται. Είναι ευλύγιστοι.

Έχω δίπλα μου ανθρώπους που πιστεύουν, και ξέρω πόσο τους κόστισε κάθε μία από αυτές τις αποφάσεις. Είδα στα μάτια τους την αμφισβήτηση, κάθε φορά που η πολιτεία έλεγε «καλά, δεν πειράζει» όταν πρώτα τους είχε πληγώσει, και τους είχε αναγκάσει σε αντίδραση. 

Και ο καταστηματάρχης πληγώνεται. Και ο έμπορος. Και ο επιχειρηματίας. Και ο υπάλληλος. Και ο νοσοκόμος, ή ο γιατρός πληγώνεται. Όλοι πληγωνόμαστε. Ο ηθοποιός, ή ο τραγουδιστής πληγώνεται. Αυτός που έχει μήνες να δουλέψει και του τελειώνουν τα έτοιμα – αν έχει έτοιμα.

Ο γιατρός, που ζει με τον φόβο, ο νοσοκόμος, που πεθαίνουν άνθρωποι στα χέρια του. Και γω, που ήθελα να αφήσω ένα λουλούδι στο Πολυτεχνείο, ή στο σημείο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, ή να αντιδράσω στον νόμο για την πτώχευση των ανθρώπων – και δεν το έκανα, από φόβο ή από υπακοή.

Όλοι έχουμε πληγωθεί από αυτήν την πανδημία. Οι κοντά τέσσερις χιλιάδες νεκροί είχαν οικογένειες, φίλους, είχαν ανθρώπους που τους νοιάζονται, ανθρώπους που τους αγαπούσαν και θα τους λείψουν. Κάθε ένας από αυτούς είχε ένα ονοματεπώνυμο, μία ιστορία, μία πορεία. 

Όταν η εκκλησία αντιστάθηκε, το κράτος όφειλε να εξηγήσει. Από σεβασμό. Να επιμείνει, δείχνοντας ότι η απόφασή του δεν ήταν στο πόδι. Από σεβασμό. Ότι αυτές οι εντολές έχουν τίμημα – για όλους. Και να σεβαστεί αυτό το τίμημα της κόντρας, όπως και εμείς.

Όταν η κυβέρνηση δείλιασε, έδειξε ότι η ίδια πρώτα φοβάται αυτό το τίμημα. Dura lex, sed lex – δεν είναι μόνο γι’ αυτόν που ελέγχεται για τον νόμο, μα και, και κυρίως, γι’ αυτόν που βάζει τον νόμο: Οι νόμοι είναι για όλους, μα πρωτίστως, κυρίως, θα έπρεπε να είναι γι’ αυτόν που τους θέτει.

Και αυτή η δειλία, έδειξε ασέβεια. Η εκκλησία αισθάνεται δικαιωμένη (αν είναι ποτέ δυνατόν, πόσοι ιεράρχες ακόμα πρέπει να πεθάνουν για να αντιληφθεί ότι εγκληματεί πρωτίστως απέναντι σ’ αυτούς;!), αλλά θεωρώ πως, βαθιά μέσα της, νιώθει την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Οι πολίτες, που χάνουν όχι μόνο τις ατομικές τους ελευθερίες με κίνδυνο υπέρογκα πρόστιμα (πάνω από το μισό του κατώτατου μισθού!), αλλά και φτάνουν σε μία άνευ προηγουμένου φτωχοποίηση, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι υποχώρησαν, και αποδέχθηκαν τους σκληρούς κανόνες, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας. Όσοι θέτουν τον εαυτό τους σε κίνδυνο καθημερινά, νιώθουν την ασέβεια αυτής της δειλίας.

Μια κυβέρνηση που ζητά από όλους να είναι γενναίοι, και η ίδια δειλιάζει, που παίρνει απόφαση (όχι για πρώτη φορά θυμίζω) ότι θα πεθάνουν οι πολίτες, που το ξέρει, το γνωρίζει, της είναι απολύτως σαφές – μα το κάνει, αρκεί να μην συγκρουστεί, μια κυβέρνηση δειλή, είναι μία ασεβής κυβέρνηση.

Ας κρύψει όσο θέλει την δειλία της ονομάζοντάς την «σεβασμό», ας κρυφτεί όσο θέλει από την πραγματικότητα λέγοντας πως είχαμε «Ανοιχτές εκκλησίες με αυστηρή τήρηση των μέτρων«: Η στάση ζωής όλων μας, είναι αμφίδρομη. Αν με σεβαστείς, αν οι αποφάσεις σου κοστίσουν, θα σε σεβαστώ κι εγώ με την σειρά μου. Και αν δειλιάσεις, αν πεις ψέματα, αν φοβήθηκες τις ίδιες σου τις αποφάσεις, αν έβαλες την ζωή μου, των ανθρώπων που αγαπώ ως ασπίδα μην τυχόν και πληγωθεί η εικόνα σου, έτσι θα σε αντιμετωπίσω κι εγώ: 

Με την ασέβεια που σου αρμόζει.

Προσπαθώ εδώ και καιρό να καταλάβω τι συμβαίνει. Δεν είμαι μόνος, το ξέρω, ούτε οι γύρω μου δεν έχουν ακριβώς καταλάβει νομίζω. Οι νεκροί αυξανονται, δεν είναι πια μόνο ηλικιωμένοι ή μόνο με υποκείμενα νοσήματα, το ένα νοσοκομείο μετά το άλλο γεμίζει, οι ΜΕΘ γεμίζουν, η διαλογή γίνεται ήδη – σε όσα νοσήματα μας σκότωναν ή μας έκαναν την ζωή δύσκολη μέχρι πέρσι, φέτος είναι θέμα απόφασης του γιατρού αν θα νοσηλευτούν ή όχι, καθώς δεν αντέχουν οι δομές της χώρας μας ΚΑΙ Covid ΚΑΙ καρκίνους ή ζάχαρο ξέρω γω, τα κρεβάτια είναι μετρημένα, τα τεστ παραμένουν αδιανόητα χαμηλά (και ακριβά, καθώς τουλάχιστον εμένα τρεις φορές με έχει στείλει ο ΕΟΠΥ να κάνω ιδιωτικά τεστ (120 ευρώ το κομμάτι), ενώ οι διαγνωσμένοι αυξάνονται εκθετικά μέρα με την μέρα.

(Οι δε γιατροί/νοσοκόμοι ως άνθρωποι ΘΑ ΚΛΑΤΑΡΟΥΝ – δεν ξέρω αν το καταλαβαίνει κανείς, Post Traumatic Stress θα πάθουν, σας τους φαντάρους του πολέμου, θα πέφτουν σαν τα κοτόπουλα, οι παράλληλες απώλειες της κρίσης που ζούμε)

Σε όλα αυτά, σε αυτήν την μάχη, οι ηγέτες μας επιχαίρουν για την κατάστασή μας, είμαστε καλύτερα από τον γείτονα, λένε, είμαστε γενικά καλά, λένε, δεν χρειάζεται ενίσχυση η δημόσια υγεία, λένε, δεν χρειάζονται αποστάσεις τα σχολεία, λένε, ούτε τα ΜΜΜ, λένε – και εν πάσει περιπτώσει, πέθαναν στα χέρια σας εκατό, δεν θα μας κουνάτε και το δάχτυλο.

Προσπαθώ εδώ και καιρό να καταλάβω τι συμβαίνει. Θα έλεγε  κανείς οτι αυτή η εικόνα είναι τρομακτική – όχι μόνο αποδεδειγμένη απώλεια του ελέγχου, αλλά και η προφανής απώλεια της συνειδητοποίησης της απώλειας του ελέγχου, σαν να έχει πιάσει φωτιά το Μάτι – αλλά να είναι σε αργή κίνηση, να έχει γίνει ο δρόμος πίσσα, να μην μπορούμε να κουνηθούμε, να πεθαίνει ο κόσμος γύρω μας, αλλά όχι ένα λεπτό, αλλά σε μέρες, σε εβδομάδες, σε μήνες – και εμείς να έχουμε όλο τον χρόνο να αντιδράσουμε αλλά να μην το κάνουμε, λες και η αντίδραση δεν χωράει σε ένα λεπτό, αλλά η ζημιά κρατάει μήνες, δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, είναι σουρεαλιστικό όλο αυτό.

Και θα έλεγε κανείς ότι αυτή η εικόνα είναι παράλογη, και τρομακτική και ποιος θα την άντεχε – αλλά ταυτόχρονα η δημοσιογραφία αποφεύγει κάθε ερώτημα, κάθε κριτική, κάθε καμπανάκι του κινδύνου, δεν ρωτούν, δεν αναρωτιούνται, δεν αντιδρούν, κάνοντας την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη, γιατί μπορεί εγώ με τους φίλους μου να συζητάμε «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΜΕΘ», αλλά όταν στους υπουργούς δεν υπάρχει αυτή η ερώτηση, ή καλύπτονται αδιαμαρτύρητα με ψέματα και κοροϊδίες, δεν έχει αντίκρισμα η αγωνία μας, ο φόβος και οι ανησυχίες μας, ο θυμός και οι αντιδράσεις μας – όλα αυτά σταματούν σε εμάς, σαν να μην υπάρχουμε. Και στο μεταξύ, συνεχίζουμε να καιγόμαστε άφωνοι.

Προσπαθώ εδώ και καιρό να καταλάβω τι φταίει. Ξέρω, βέβαια, τι φταίει. Και εσύ, ο αναγνώστης ξέρεις τι φταίει. Όλοι ξέρουμε τι φταίει. Ήμασταν τρομερά τυχεροί και πήραμε χαμπάρι τι γίνεται στην Ιταλία αρκετά νωρίς, σταματήσαμε επιτυχημένα κάθε διασπορά τότε, και μετά όλα πήγαν κατά διαόλου, ο κόσμος εφησυχάστηκε ή πήρε λάθος οδηγίες, το ένστικτο της οικονομικής αυτοσυντήρησης και της ιδεοληπτική τσιγκουνιάς πήρε τα επάνω του, ανοίξαμε τα σύνορα για την οικονομική βοήθεια του τουρισμού χωρίς ουσιαστική προστασία, με ψέματα για πρωτοποριακούς αλγόριθμους, μεταφράσαμε όπως θέλαμε εμείς τους «ειδικούς» λοιμωξιολόγους και δαιμονοποιήσαμε κάθε λογική αντίδραση στα λεγόμενά τους, κρατώντας ταυτόχρονα μυστικές τις οδηγίες τους, κάναμε ταυτόχρονα την δουλίτσα μας πτωχεύοντας τον κόσμο σε φυσικό επίπεδο, χαρίζοντας στις τράπεζες και τα πληρωμένα ως τώρα δάνεια, και τα σπίτια τους, ικανοποιήσαμε τον εθνικό κορμό της εκκλησίας (θέτοντάς τους και τους ίδιους σε τρομερό, ανείπωτο κίνδυνο) με πλήρη κάλυψη, σιωπη και αυτοδιοίκητο για να μην έχουμε έσωθεν αντιδράσεις, τα κάναμε μπάχαλο σε απλά πράγματα όπως οι μάσκες στα σχολεία (αφού πρώτα επιχειρηματολογήσαμε με πάθος ότι δεν χρειάζονται) ή κοροϊδέψαμε ξεδιάντροπα τους γονείς μπερδεύοντάς τους με μέσους όρους για να μην ετοιμάσουμε περισσότερες αίθουσες, και πάει λέγοντας.

Με τον κόσμο να πεθαίνει, σε αυτές τις τρομαχτικές συνθήκες που είναι πλέον ξεκάθαρο προς όλους ότι είναι θέμα τιμής για την κυβέρνηση να μην διορθωθούν ούτε στο ελάχιστο (δείτε τον προϋπολογισμό για να αντιληφθείτε τι μας περιμένει το 2021)  καθίσταται σαφές σε μένα ότι η πανδημία μας φέρνει απέναντι σε μία σκληρή πραγματικότητα: Δεν θα σωθούμε από τους εκλεγμένους ηγέτες μας.

Είναι απλό: το μοντέλο διακυβέρνησής τους, απλώς δεν δουλεύει. 

Το δοκιμάσαμε, απέτυχε, καιρός να το αποδεχτούμε, δεν θέλουν, δεν μπορούν, εδώ δεν καταλαβαίνουν καλά-καλά τι κάνουν λάθος, δεν θα αλλάξουν, δεν ξέρουν πως να αλλάξουν, δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν αυτήν την κατάσταση.

Ας το αντιληφθούμε, για να μπορέσουμε να πάμε ένα βήμα πιο πέρα.

Το πρόβλημα είναι ότι είμαστε στο έλεός τους, και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Ακόμα και αν οι νεκροί μειωθούν, οι βασικές δομές της χώρας δεν πρόκειται να αντέξουν: ούτε οι γιατροί και οι νοσοκόμοι θα αντέξουν άλλη πίεση, ούτε οι υποδομές υγείας μας, ούτε τα οικονομικά μας, ούτε η κοινωνία μας σε ένα επόμενο κρούσμα. 

Και όχι μόνο οι εκλογές αργούν, αλλά δεν είναι σαφές αν το πρόβλημα είναι κατανοητό σε όλους, ούτε είναι σαφές ότι μία οποιαδήποτε διαφορετική κυβέρνηση μπορεί να αλλαξει ρότα, ούτε, πολύ περισσότερο, θα έχουμε τα εργαλεία -οικονομικά και κοινωνικά- σε δύο χρόνια, να αλλάξουμε τότε μεθόδους αντιμετώπισης.

Οπότε, τι κάνουμε;

Προσπαθώ εδώ και καιρό να καταλάβω τι συμβαίνει. Είμαι απολύτως βέβαιος ότι δεν μοιράστηκα καμία καινούργια αλήθεια μαζί σου, τα ξέρεις ήδη όλα αυτά, αλλά κι εσύ προσπαθείς να καταλάβεις τι συμβαίνει, προσπαθείς να βεβαιωθείς ότι και οι άλλοι έχουν τις ίδιες ανησυχίες, τις ίδιες αγωνίες, προσπαθείς να καταλάβεις τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει όλο αυτό.

Εγώ νομίζω όμως πως ξέρω πως.

Η κυβέρνηση δρα σε μία φούσκα. Είτε ξέρει τα προβλήματα και αυτή η φούσκα την προστατεύει, είτε, ακόμα χειρότερα αδυνατεί να τα αντιληφθεί  τι γίνεται γύρω της επειδή μπορεί να δει μόνο μέχρι τα όριά της, αυτή η φούσκα δεν είναι η προστασία της, είναι η κατάρα της – και η δική μας.

Οι συντάκτες αυτής της φούσκας, οι δημιουργοί και συντηρητές της, είναι οι δημοσιογράφοι. 

Για μία και μοναδική φορά, τώρα που το τίμημα είναι οι ζωές όλων μας, τους ζητώ να ασκήσουν τίμια, ερευνητική, ουσιαστική δημοσιογραφία

Δεν το ζητώ από αυτούς που το κανουν ήδη – έχω ήδη ζητήσει πολλές φορές από τους αναγνώστες μου- να τους στηρίξουν όπως μπορούν, για μια δημοσιογραφία που θα προστατέψει την δικαιοσύνη, την δημοκρατία μας.

Πλεόν το ζητώ από όλους. Πλέον, η κατάσταση είναι στο απροχώρητο, η μάχη έχει νεκρούς, οφείλουμε όλοι να διαλέξουμε στρατόπεδο. Τα εκατομμύρια της στήριξης του κλάδου χρησιμοποιήθηκαν με λάθος τρόπο, ενδυνάμωσαν λάθος τακτικές, θεμελίωσαν λάθος τρόπο σκέψης. Τώρα είμαστε στην δυσκολότερη στιγμή, σ’ αυτό το σημείο που οι φιλίες, ή τα αφεντικά, ή οι προτιμήσεις -οτιδήποτε άλλο πλην της αλήθειας, της έρευνας και της κριτικής- γίνονται θύτες, δολοφόνοι, εγκληματίες.

Σας εκλιπαρώ, αλλάξτε. Σας ικευτεύω, δημοσιογραφήστε. Ξέρετε τι είστε μέχρι τώρα – αλλάξτε. Όλα τα μάτια και όλες οι ελπίδες είναι στραμμένες πάνω σας – οι τελευταίες ελπίδες όλων μας. Είναι τόσο σημαντικό ο κόσμος να είναι ενημερωμένος, είναι τόσο σημαντικό η αγωνία του να αποκτήσει μορφή, να αποκτήσει όνομα και υπόσταση. Αλλάξτε, μεταμορφωθείτε, κάποτε καποιοι από εσάς μπορούσατε να είστε ερευνητικοί με τις κυβερνήσεις που δεν στηρίζατε, μπορούσατε να κάνετε την δουλειά σας, σωστά – κάντε το και τώρα, κινδυνεύουμε, χωρίς ΜΕΘ, χωρίς τεστ, χωρίς λογική θα πεθάνουν και άλλοι συνάνθρωποί μας θα πεθάνετε κι εσείς, θα πεθάνουμε κι εμείς.

Είμαστε όλοι μαζί κλεισμένοι σε ένα Μάτι που καίει κόσμο, ακατάπαυστα, για μήνες. Έχουμε τα μάτια μας κλειστά, τα αυτιά μας κλειστά, την λογική μας φιμωμένη. Ο βασιλιάς είναι γυμνός και εμείς απορούμε μαζί σας, που ακόμα και τώρα αγνοείτε τις κραυγές μας, και μας ζητάτε να χειροκροτήσουμε τα υπέροχα μεταξωτά του ράσα.

Αν δεν έχουμε όμως αυστηρή, τίμια, ουσιαστική κριτική, μόνο από τύχη θα γλυτώσουμε.

Και αυτή μας τελειώνει.

Γίνετε εσείς το εμβόλιο που θα μας γλυτώσει. 

Ας γίνει, έστω και έτσι, έστω και τώρα, η δημοσιογραφία το εμβόλιο που θα μας γλυτώσει.

Αλλιώς είμαστε χαμένοι.
 
Υ.Γ.: Διαβάστε και το άρθρο του Zaphod που ήταν το έναυσμα της διαδικασίας σκέψης που οδήγησε σ’ αυτό το άρθρο.

Έχω την -καλή ή κακή- συνήθεια να … μπλέκω διάφορα θέματα μεταξύ τους. Βρίσκω ανάμεσα σε δύο συνήθως διαφορετικές ιστορίες μία κοινή μεταβλητή, που συχνά εξυπηρετεί μία λογική σκέψη που (για μένα) θα κατέληγε σε μία κοινή επίλυση ενός προβλήματος, ή έστω της απλής κατανόησής του.

Η σκέψη μου καρφώθηκε όταν ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στην ΔΕΘ (που έγινε μόνο γι’ αυτόν) την αγορά πολεμικού υλικού (αεροσκαφών, φρεγατών, κλπ) και την πρόσληψη 15.000 ΕΠΟΠ (Επαγγελματίες Οπλίτες).

Για τα αεροσκάφη, είχε ήδη γίνει μία συμφωνία με την Γαλλία – η οποία Γαλλία είχε στείλει συμβολικά φρεγάτα και ραφάλ όταν έκανε το Oruc Reis βόλτες ψαρεύοντας για κοιτάσματα (το οποίο, υποθέτω τυχαία, σταμάτησε τα επικίνδυνα σουλάτσα μία περίπου μέρα μετά την ανακοίνωση της αγοράς). Αν καταλαβαίνω καλά από τα ρεπορτάζ, αντίστοιχο ενδιαφέρον για τις φρεγάτες υπάρχει και από την γερμανική πλευρά (οπότε δεν θα ξαφνιαστώ αν ξαναβγεί βόλτα μέχρι να κλείσει και αυτό το ντηλ).

Γερμανοί και Γάλλοι θα μας εξοπλίσουν λοιπόν (με έναν τεράστιο λογαριασμό) για να μπορούμε να πολεμάμε τους Τούρκους καλύτερα. Πολύ ενδιαφέρον – αν σκεφτεί κανείς ότι η οικονομία μας δεν είναι αρκετά δυνατή για έναν τεράστιο εχθρό όπως είναι η πανδημία του κορονοϊού, για να την πολεμήσουμε με νοσοκομεία, γιατρούς, τεστ και ελέγχους, και οικονομική βοήθεια σε όσους επηρεάζονται από αυτήν.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον όμως γίνεται αν σκεφτεί κανείς ότι τα σύνορά μας, είναι, υποτίθεται, σύνορα της Ευρώπης. 

Προφανώς, οταν ένα τουρκικό αεροσκάφος, ή μία τουρκική φρεγάτα, ή ένα τουρκικό ερευνητικό σκάφος μπει στα ευρωπαϊκά σύνορά μας, όπως και όποια και αν έχουμε προσδιορίσει και συμφωνήσει (ευρωπαϊκά) ότι είναι αυτά, θα είμαστε εμείς οι πρώτοι που θα τα προστατέψουμε. Αν δεν μπορούμε όμως, καθότι …ευρωπαϊκά, και εμείς μπατήριδες υποτίθεται ότι δεν είναι μόνο δική μας δουλειά να αναλάβουμε το συνολικό κόστος για να το κάνουμε. Και αν τελικά το αναλάβουμε όντως, ε, είναι λίγο υποκριτικό να το …αγοράζουμε από αυτούς που υποτίθεται ότι προστατεύουμε τελικά, δεν είναι;

Το ίδιο γίνεται και με τους μετανάστες και πρόσφυγες. Προσωπικά, δεν το έχω κρύψει άλλωστε ποτέ, η θέση μου είναι «ταχύτατες και δίκαιες διαδικασίες αποδοσης ασύλου, ευρωπαϊκό διαβατήριο, και όπου θέλει ο καθείς ας μετεγκατασταθεί – ακόμα και αν είναι και εδώ». Μία θέση που ξεκίνησε όντως ως ιδέα από την κυβέρνηση Σύριζα, για να αντιμετωπίσει τα κλειστά σύνορα των γειτόνων μας (στα οποία οι άνθρωποι αυτοί θα διέσχιζαν, απλώς, για να καταλήξουν στις πιο πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού βορρά) και τις απειλές πως, αν συνεχίσουμε αυτές τις σκέψεις θα καταλήγαμε να χάσουμε την δική μας πιστοποίηση για τα ελεύθερα ελληνικά/ευρωπαικά διαβατήριά μας σύμφωνα με την συνθήκη Σέγκεν.

Ωραία η ευρώπη δηλαδή, αλλά μέχρι να χρειαστεί να μοιραστεί το προσφυγικό «πρόβλημα» – μετά γίνεται «καλή τύχη με το πρόβλημά σας σας εύχομαι». 

Αυτό το αλισβερίσι ολοκληρώθηκε με γενναία -υποτίθεται- κεφάλαια που κατέληξαν σε άθλιες και απαράδεκτες συνθήκες εξαθλίωσης για τους ανθρώπους που αναζήτησαν μία καλύτερη μοίρα στην ..ενωμένη Ευρώπη κλειδώνοντάς του σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μία λύση ΑΠΟΛΥΤΩΣ (παρά τις υποτιθέμενες καταδίκες) γνωστή, κατανοητή και αποδεκτή από την ευρώπη, που μοιάζει να λέει «δεν θέλω να ξέρω πως θα το κάνετε, αρκεί να μη προχωρήσουν από εσάς».

Ωραία η ενωμένη Ευρώπη λοιπόν, μόνο που για να είμαστε ασφαλείς αγοράζουμε υλικά για να την προστατέψουμε και πληρωνόμαστε με το κεφάλι φυλακισμένους αθώους για να μην την …αλλοιώσουμε.

Και βέβαια, με όλα αυτά, διαλύουμε τόσο βαθιά την ήδη διαλυμένη οικονομία μας, που, δεν θα ξαφνιαστώ αν οι 15.000 ΕΠΟΠ που ανακοινώθηκαν γίνουν αύριο και ευρωπαϊκός μισθοφορικός στρατός οικονομικά εξαθλιωμένων ελλήνων για να πολεμήσουμε ξένους πολέμους – όπου σε κάθε περίπτωση η …ενωμένη μας ευρώπη κρίνει σκόπιμο ότι έχουν προβλήματα τα …κοινά μας ευρωπαϊκά συμφέροντα…

Το big brother ξαναμπαίνει στις ζωές μας – και η προετοιμασία για την υποδοχή του μοιάζει να είναι ακριβώς αυτή που θα υποσχόταν το κόνσεπτ του – αυτό θεωρώ είναι το ένα από τα δύο στοιχεία στα οποία καλό θα ήταν από την αρχή να μην το αντιμετωπίσουμε υποκριτικά: 

Προφανώς ένα πρόγραμμα που στοχεύει στην 24ωρη παρακολούθηση της ζωής μιας προεπιλεγμένης ομάδας έγκλειστων χαρακτήρων δεν προδιαθέτει σε ποιότητα και αξιοπρέπεια – ήδη από τις καταστατικές του αξίες.

Η ανακοίνωση των παικτών που θα συμμετάσχουν (το πρώτο και το τελευταίο επίπεδο ενασχόλησής μου με το θέμα) ανέδειξε ήδη από την αρχή το πρόβλημα: ένα συνοθύλευμα ρατσισμού, ομοφοβίας, σεξισμού, με ρόλους «θυμάτων» και «θυτών», ένα μοντέλο που ομοιάζει με αυτό του Στάνφορντ – μόνο που οι ρόλοι στο πείραμά του είναι τυχαίοι, ενώ εδώ μοιρασμένοι από την αρχή, ξεκάθαροι και προδιαγεγραμμένοι, ώστε από την μία να είναι όσο πιο εύπεπτοι είναι δυνατόν από ένα κοινό που δεν ξέρει ή δεν θέλει ούτε κατ’ ελάχιστον να κουραστεί να ανακαλύψει τον προστατευόμενό του ή αυτούς που θα επιλέξει να εξαφανίσει με ένα SMS του και από την άλλη και από τους παίκτες που ξέρουν ακριβως τι ρόλο καλούνται να παίξουν, και για ποιον λόγο είναι στο παιχνίδι.

Ο ρατσιστής δηλαδή, αφού έγινε δεκτός ακριβώς γι’ αυτό, για τον ρόλο του, βλέποντας αλβανίδες και ρουμάνες στο παιχνίδι, καταλαβαίνει τι ακριβώς πρέπει να κάνει για συνεχίσει να κάνει αυτό που έχει κληθεί εξ αρχής να καλύψει.

Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς: όταν το κόνσεπτ είναι αυτό δεν περιμένεις πολλά από το κάστινγκ και όταν το κάστινγκ είναι τόσο σοφά εναρμονισμένο με το κόνσεπτ το πράγμα ολοκληρώνεται γλυκά. Και ο ΣΚΑΙ το ξέρει, και ο διαφημιζόμενος το ξέρει, και ο τηλεθεατής το ξέρει. 

Υπάρχει όμως και η επιπλέον ανάγνωση, η επιπλέον υποκρισία που είναι σημαντικό να ξεπεράσουμε πριν ακόμα ξεκινήσει η σειρά, για να μπορούμε να κοιταζόμαστε μεταξύ μας χωρίς να κοροϊδευόμαστε:

Το big brother δεν είναι «το παράθυρο στην κοινωνία» όπως διατείνεται πως είναι.

Όταν πρωτοήρθε στην ζωή μας, παρουσιάστηκε ως το παράθυρο στην ζωή καθημερινών ανθρώπων, η ευκαιρία να δούμε ανθρώπους όπως είναι τις ώρες που δεν βρίσκονται -υποτίθεται- κάτω από τα φώτα την δημοσιότητας και δεν -υποτίθεται- είναι αναγκασμένοι να προσποιούνται. 

Το συνονθύλευμα ρατσισμού, ομοφοβίας και σεξισμού που έχει επιλεχθεί όμως, είναι άστοχο να ορίζεται (από τον ΣΚΑΙ) ως «παράθυρο στην κοινωνία». Όχι γιατί δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι, αλλά κυρίως επειδή δεν υπάρχουν μόνο τέτοιοι άνθρωποι.

Πότε είδατε έναν αναρχικό να παρουσιάζει τις θέσεις του πχ για μία κατάληψη; Πότε είδατε έναν αλληλέγγυο προς τους μετανάστες να εξηγεί γιατί το κάνει, και τι πιστεύει; Πότε είδατε έναν ομοφυλόφιλο ή έναν φυλακισμένο ή έναν ρομά ή έναν άθεο ή έναν μετανάστη να εξιστορούν με πόσες και ποιες αντιλήψεις (που πολλές φορές αναπαράγονται σωρηδόν από τα ίδια τα μέσα) έχουν να αντιπαρατεθούν στην καθημερινότητά τους για να ζήσουν όσα έχει πρόσβαση να ζήσει ένας οποιοσδήποτε πολίτης;

Όλα αυτά μπορεί να είναι αντικείμενα έρευνας σε ένα ντοκιμαντέρ πχ, αλλά δεν αντιπροσωπεύονται αντίστοιχα με τους ρυθμούς των ρατσιστών, των ομοφοβικών, των φασιστών ή των σεξιστών και συντηρητικών ατόμων που καλούμαστε κάθε μέρα να αφομοιώσουμε μέσω της ΜΜΕ επικοινωνιακής καθημερινής γραμμής.

Δεν συζητάμε δηλαδή πια αν μία «ψυχαγωγική» εκπομπή που επιλέγει το καστ της είναι ή όχι μία αντικειμενική αναπαράσταση του μέσου πολίτη, γιατί ξεκάθαρα κατ’ εμέ, η ίδια η ενημερωτική τηλεόραση εν γενει  δεν καλύπτει με το ίδιο σθένος και την ίδια δυναμική μία ειλικρινής και τίμια αντιπροσώπευση του πολίτη δίπλα μας.

Και, πάλι για μένα τουλάχιστον ξεκάθαρα, όλο αυτό δεν λειτουργεί ενημερωτικά «να, έτσι είναι η κοινωνία μας, γεμάτη ρατσιστές, φασίστες σεξιστές και ομοφοβικούς», αλλά εντελώς εκπαιδευτικά, «να, τέτοιος ρατσιστής/ομοφοβικός/συντηριτικός/φασίστας/σεξιστής πρέπει να είσαι για να έχεις δικαίωμα στα 5′ δημοσιότητας που θα σου δώσουμε».

Αν λοιπόν κάτι είναι το big brother, και αυτό αλλάζει άρδην την οπτική μου σ’ αυτήν την εκπομπή, και την αντίστοιχη αντιμετώπισή μου στην προβολή της, είναι πως είναι ένα εξαίρετο παράδειγμα της  «τηλεοπτικής κοινωνίας». Αν κανείς το δει όχι ως μικρογραφία της κοινωνίας, αλλά μικρογραφία της άποψης της τηλεόρασης για το πως θέλει να είναι η κοινωνία, θα καταλάβει όχι μόνο την εγγενή απέχθεια στο προϊόν που δημιουργείται προς κατανάλωση, αλλά και στον φόβο που αισθάνομαι με την προβολή του.

Δεν γελιέμαι. Η σειρά θα έχει κοινό, θα έχει χορηγούς, θα έχει τηλεθέαση και θα αποκτήσει λόγο στην κοινωνία μας. Λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με τον γιατρό στους γιατρούς χωρίς σύνορα που τρέχει να εμβολιάσει τον άνθρωπο ενώ του πετάνε πέτρες, λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με τον δημοσιογράφο του thepressproject που θα αναδείξει μία ρατσιστική συμπεριφορά ή του omniatv που θα αναδείξει ένα σεξιστικό πρόβλημα, λόγο ανώτερο και όχι ισότιμο με την διεθνή αμνηστία που θα υπερασπιστεί έναν αδύναμο.

Είναι για μένα σαφές πως, ο,τι μπορεί να γίνει από την κοινωνία για να αυτοπροστατευτεί, την αφορά αποκλειστικά μέχρι τα δευτερόλεπτα πριν την έναρξη του πρώτου επεισοδίου. Μετά από αυτό, ο,τι και να γίνει έχουμε χάσει. Είτε είμαστε τυχεροί και το κόνσεπτ δεν πιάσει, είτε είμαστε άτυχοι και τα πράγματα πάνε ακριβώς όπως τα ονειρεύεται ο ΣΚΑΙ με αίμα, σεξ, δάκρυα και ιδρώτα, αυτά δηλαδή που φέρνουν ακόμα μεγαλύτερη επισκεψιμότητα νούμερα και πωλήσεις, το μόνο που θα μπορούμε να ελπίζουμε είναι να διαχειριστούμε την ζημιά μας.

Και όσο εμείς ξοδευόμαστε να κοιτάμε με ενφιαφέρον και άποψη τα δωμάτια των άλλων, αποφεύγουμε πολύ έντεχνα να κοιτάξουμε το δικο μας, και το πως έχει καταντήσει.

Τώρα που φτάνουμε στο τέλος του άρθρου, έχω και μία παραδοχή να κάνω: στον τίτλο γράφω για δύο υποκρισίες, αλλά στο τέλος έχω φυλάξει και μία τρίτη, πιο σημαντική:

Ποιος φταίει που το Big Brother υπάρχει;

Η εταιρία πουλάει στον ΣΚΑΙ μια ιδέα που πιστεύει ότι ενδιαφέρει το κοινό, και αυτός το αγοράζει, γιατί συμφωνεί, και έτσι θα έρθουν νούμερα, τηλεθέαση, χρήματα και ανάπτυξη. Το κόνσεπτ είναι, όπως είπαμε, γνωστό – και πάνω σ’ αυτό, αισχρά πλην όμως τίμια, το καστ το συμπληρώνει θαυμάσια γιατί αυτό θέλει το κοινό. Οι χορηγοί και οι διαφημιζόμενοι προσβλέπουν ακριβώς σε αυτήν την τηλεθέαση, και πιστεύουν ότι το κοινό των εκπομπών αυτών είναι και οι δικοί τους πελάτες. Τα άλλα ΜΜΕ θα στηρίξουν αυτό το προϊόν, διαφημίζοντάς το αφού αφορά και το δικό τους κοινό (είτε θετικά, είτε αρνητικά – διαφήμιση είναι).

Ποιος από αυτούς ευθύνεται τελικά;

Όλοι αυτοί, βασίζονται σε μία συνισταμένη για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Οι παίκτες, η εταιρία που έχει την ιδέα, ο ΣΚΑΙ που κάνει την παραγωγή, οι διαφημιζόμενοι – όλοι αυτοί έχουν μία κοινή συνισταμένη: αυτό αρέσει στον πελάτη.

Ο πελάτης με την σειρά του, ψηφίζει. Επιλέγει. Αποδέχεται. Αποδέχεται τον ρατσιστή, αποδέχεται την διαδικασία, την ιδέα, αποδέχεται τον χορηγό και την πλύση εγκεφάλου για να αποκτήσει άποψη και γνώμη γι’ αυτόν τον οχετό. Αποδέχεται, κυρίως, ο ένας τον άλλον, ως κοινό και πελάτη.

Οπότε, ποιος ευθύνεται τελικά;

Μπορούμε να ρίξουμε το φταίξιμο σε όλους τους άλλους. Την παραγωγή, την ιδέα, την χρηματοδότηση, τους παίκτες και τον παρουσιαστή, αυτούς που το διατηρούν και το πολλαπλασιάζουν στην οπτική μας μέχρι να το αποδεχθούμε. Είναι εύκολο, και κυρίως, χωρίς κόπο για εμάς.

Πόσο θα μας πάρει όμως να παραδεχθούμε, ότι το αληθινό προϊόν του Big Brother είμαστε τελικά εμείς, το κοινό, και είμαστε εξίσου συνυπεύθυνοι με τους υπόλοιπους για την μετάδοσή του;

Την πυρκαγιά στις Μυκήνες, την είδα πολύ πριν την μάθω από τα μέσα ενημέρωσης. Για να είμαι ακριβής, την έμαθα αρκετές ώρες αφότου ξεκίνησε, ίσως και όταν πια είχε τεθεί υπό έλεγχο. Ένας μεγάλος, δυσοίωνος καπνός φαινόταν ήδη κοιτώντας το Λουτράκι, και η ανησυχία μετά την πυρκαγιά στις Κεχριές από τις οποίες, τελικά, θα περνούσαμε, ήταν μεγάλη – και έκδηλη. Φτάνοντας στον προορισμό μας, μάθαμε, επιτέλους, που ήταν αυτός ο καπνός που φαινόταν στο βάθος. Είχαμε ανησυχήσει, γιατί κανείς δεν είχε ενημέρωση, και φοβόμουν μήπως, όπως και στο Μάτι, μας έβρισκε σε μία περιοχή που δεν ξέραμε, και δεν ήμασταν προετοιμασμένοι και εξοικιωμένοι για να αποφύγουμε.

Είμαι εκ φύσεως (θέλω να πιστεύω) άνθρωπος δίκαιος: Φωτιές, πιάνουν. Παντού. Σε όλες τις χώρες, σε όλα τα μέρη, με λιγότερη ή περισσότερη προφύλαξη, μια φωτιά κάπως μπορεί να ανάψει. Θέλω επίσης να πιστεύω ότι κανένας δεν λέει «στ’ αρχίδια μου, ας καεί» – ούτε προφανώς πυροσβέστης, ούτε φύλακας, ούτε υπεύθυνος, ούτε διευθυντής, ούτε Υπουργός. Μπορεί να παρθούν λάθος αποφάσεις, ή οι προτεραιότητες να είναι λάθος, ένας φύλακας λιγότερος ώστε να βαφτεί ο χώρος, ένα σύστημα συναγερμού λιγότερο ώστε να πάρουμε κάποιον δικό μας, ναι, αυτά συμβαίνουν, και η κριτική μας, αν είναι τίμια, μπορεί να τα εξαλείψει.

Για να γίνει βέβαια αυτό, πρέπει να υπάρχει κριτική. Για να είναι η κριτική τίμια, πρέπει να υπάρχει έρευνα, και γνώση.

Η αληθινή φωτιά που θα έπρεπε -κατά την γνώμη μου- να συζητάμε στις Μυκήνες, αυτή που θα έπρεπε να μας τρομοκρατεί και που θα έπρεπε, άμεσα, να αντιμετωπισουμε δεν είχε ούτε μία πραγματική φλογίτσα. Αλλού είναι το κακό.

Αρχικά, όταν έπιασε η φωτιά, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, επέλεξαν να την υποβαθμίσουν. Για την πυροσβεστική και το ΑΠΕ, ήταν μία φωτιά σε ξεροχώραφα, άνευ σημασίας. Για τα κανάλια, ανάξια αναφοράς. Όλα αυτά εντός ελλάδας, γιατί στο εξωτερικό, μόλις μαθεύτηκε η είδηση (κάποια) μέσα διέκοψαν το πρόγραμμά τους για το αναφέρουν στους θεατές τους.

Στην συνέχεια, όταν μαθεύτηκε πλέον ότι τα ξεροχώραφα ήταν στην πραγματικότητα ο αρχαιολογικός χώρος, το πράγμα έγινε ακόμα πιο γελοίο. Η δημοσιογραφική κάλυψη είχε να κάνει με την άρτια κρατική επέμβαση, τους τάφους που ήταν, στην πραγματικότητα για …φανταστικούς χαρακτήρες, την υποβάθμιση της όποιας ζημιάς, και την σύνδεση με το Μάτι, και τους 102 νεκρούς.

Η δε κρατική αντιμετώπιση έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη, καθώς με μισές αλήθειες και προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες παρουσίαζε την κατάσταση σχεδόν ως μη γενόμενη στα social media (με αναρτήσεις που δεν επιτρεπόταν ο σχολιασμός, μία πρωτόγνωρη διαδικασία αν μη τι άλλο) ενώ η αρμόδια Υπουργός, υποβάθμιζε την κατάσταση με δηλώσεις όπως «θα δουν λίγο μαύρο οι επισκέπτες».

Ξανά, για να είμαστε σαφείς και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: την φωτιά, δεν την έβαλε προφανώς η κυβέρνηση. Ούτε και υπήρχε έστω και η απειροελάχιστη ένδειξη ότι δεν την αντιμετώπισε σωστά (αν και υπήρχαν κάποιοι ενδοιασμοί για την πυρόσβεση, θέλω να πιστεύω αβάσιμοι). Δεν λέω ότι τα έκανε όλα σωστά, αλλά πιστεύω ότι δεν υπήρξε κάποια εξόφθαλμη αβλεψία. Για την φυσική πυρκαγιά. Η άλλη, που άναψε μετά όμως, είναι άλλο θέμα.

Η απόκρυψη του γεγονότος, η υποβάθμισή του, οι δημόσιες και επίσημες μισές αλήθειες που κρύβουν ολόκληρα ψέματα, η δημοσιογραφία που αρνείται να ενημερώσει, αρνείται να ερευνήσει, αρνείται έστω να έχει καν αμφιβολίες για την κρατική διαδικασία, ανάβουν μία φωτιά πολύ πιο σημαντική, πολύ πιο επικίνδυνη, πολύ, πολύ πιο σοβαρή.

Όχι μόνο έτσι δεν θα διορθωθεί ακόμα και αν υπήρξε κάποιο λάθος ή εσφαλμένη ενέργεια, αλλά θα διασπείρει στον πολίτη μία τρομακτική αμφισβήτηση για την αξιοπιστία του κράτους και της δημοσιογραφίας, που θα απλωθεί πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο καταστροφικά από μία φωτιά σε ξερά χόρτα.

Κανείς δεν θα εμπιστεύεται πια την κυβέρνησή του. Κανείς δεν θα βασίζεται πια στην δημοσιογραφία για να ελέγξει και να διαλευκάνει. Ο πολίτης θα βλέπει πια (δικαίως!) μόνο εχθρούς δίπλα του, και αυτό θα είναι τρομαχτικό για την επόμενη μέρα, που θα αντικρίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης.

Στο τέλος-τέλος, το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει, η τελευταία γραμμή άμυνας που θα μπορούσαμε να έχουμε, είναι όπου και αν τάσσεται πολιτικά κανείς, ό,τι και αν πιστεύει κομματικά, να μην ανεχθεί την δήλωσης της υπεύθυνης υπουργού πολιτισμού «να μην μιλάνε στον Σύριζα για φωτιές» όταν της ασκείται κριτική από την αντιπολίτευση.

Γιατί τέτοιες εξυπνακίστικες και λαϊκίστικες αποφυγές της ευθύνης, η εκδικητική χολή πεντάχρονου που μόλις του επεσήμαναν ότι στην βάρδια του έγινε μία -αναμφισβήτητη- ζημιά, μας οδηγούν όχι μόνο σε μαύρους, σκοτεινούς και ανεξέλεγκτους καιρούς, σε μία καταστροφική ζημιά, που καμία αναδάσωση ελπίδας δεν θα αντέξει ποτέ να φυτρώσει

Ας ξεκινήσουμε όπως πάντα από τα γεγονότα: ο ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την διαμαρτυρία του προς την κυβέρνηση για την υπόθεση των 20 εκατομμυρίων ευρώ προς τα ΜΜΕ για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» και «Μένουμε Ασφαλείς», και για το γεγονός πως η κυβέρνηση δεν έχει ακόμα δείξει την λίστα με τα ποσά που έδωσε σε κάθε ΜΜΕ που συμμετείχε στην καμπάνια (έχω γράψει ξεχωριστό, εξίσου τεράστιο άρθρο εδώ, διάβασέ το πριν συνεχίσεις), ετοίμασε ένα βίντεο που το διένειμε στο κανάλι του στο Youtube.

Το βίντεο είναι αυτό:

Από την στιγμή που βγήκε, συνάντησε ομολογουμένως ακραίες αντιδράσεις. Από την μία, πολίτες που συμφωνούσαν με το πνεύμα της διαμαρτυρίας, από την άλλη, φωνές αντίδρασης και θυμού από διάφορες ομάδες: από αυτούς που ανήκαν κυρίως στον δημοσιογραφικό χώρο, που εξοργισμένοι τόνιζαν ότι το βίντεο προσβάλλει συλλήβδην όλους τους δημοσιογράφους, από εκείνους που κατηγόρησαν το βίντεο για αντισημιτισμό, λόγω της αναφοράς του σε Μωυσή, από εκείνους τους ανθρώπους που κατηγόρησαν το βίντεο για σεξισμό καθώς η παρουσιάστρια είναι γυναίκα.

Την μεγαλύτερη δημοσιότητα αντίδρασης πήρε η ΕΣΗΕΑ που με ανακοίνωσή της μιλά για «απαράδεκτο διασυρμό συλλήβδην του δημοσιογραφικού κόσμου», κάτι που ανάγκασε τον Σκουρλέτη, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ να απαντήσει πως «δεν είχαμε πρόθεση να προσβάλλουμε τον δημοσιογραφικό κόσμο με αυτό το βίντεο», προσθέτοντας όμως πως «θέμα έχει την επιδίωξη της κυβέρνησης να διαμορφώσει ένα δίκτυο ΜΜΕ που θα της παρέχει άκριτη στήριξη, μέσω της απευθείας διάθεσης 20 εκατ. ευρώ για την καμπάνια «Μένουμε Σπίτι» με όρους αδιαφάνειας, καθώς αρνείται να αποκαλύψει τα ποσά που έλαβε κάθε Μέσο Ενημέρωσης». Αντίστοιχη ήταν και η δημόσια δήλωση της Όλγας Γεροβασίλη που κράτησε αποστάσεις, μιλώντας για «σποτ με πιθανώς ατυχή αποτύπωση».

Από την πρώτη στιγμή που βγήκε, ψάχνω να βρω τι με ενοχλεί με αυτήν την ιστορία.

Είναι το βίντεο του ΣΥΡΙΖΑ; Συνήθως, αντιπαθώ την ειρωνεία από τους πολιτικούς και τα πολιτικά κόμματα, την θεωρώ ως ένα κάκιστο τρόπο να επικοινωνήσεις τις ιδέες και τις απόψεις σου. Όταν γίνεται αυτό, συνήθως γίνεται γιατί θέλεις να εντυπωσιάσεις βάζοντας το επικοινωνιακό πάνω από το ουσιαστικό της θέσης σου. Ο ΣΥΡΙΖΑ βέβαια έχει ξεκάθαρα κατ’ εμέ τα κυριότερα μέσα επικοινωνίας απέναντί του, όχι μόνο τώρα, αλλά σχεδόν από τότε που θεωρήθηκε ικανό μέγεθος για να κυβερνήσει – οπότε θα είχε έναν επιπλέον λόγο να θεωρήσει κανείς αυτήν την καμπάνια όχι αναίτια προκλητική, μα περισσότερο ως μία έντονη καταγγελία, κάτι που θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα μου για στείρα ειρωνεία.

Είναι η διαμαρτυρία περί αντισημιτισμού; Προσωπικά, την βρίσκω άστοχη και την αντιμετωπίζω ως δικαιολογία απλώς επίθεσης στο βίντεο για πολιτικούς λόγους, αλλά από την άλλη, δεν έχω ιδέα αν όντως αυτή η αναφορά, με τον τρόπο που έγινε (παρότι αποτελεί ξεκάθαρα ευθεία καταγγελία για παλαιότερη αναφορά που εκθείαζε τον πρωθυπουργό), μπορεί να προσβάλλει όντως και τίμια, ανθρώπους που μάχονται πρωτίστως τον αντισημιτισμό. Δε νομίζω, αλλά ομολογώ πως δεν ξέρω σίγουρα.

Είναι οι αντιδράσεις; Από την μία, υπήρξαν θιγόμενοι δημοσιογράφοι οι οποίοι δεν θεωρώ ότι τιμούν τον ρόλο τους – και στην πραγματικότητα αυτοί αναφέρονται στο βίντεο, και χρησιμοποιούν τους σωστούς δημοσιογράφους και το λειτούργημα της δημοσιογραφίας ως ασπίδα για να καλυφθούν βολικά πίσω τους. Από την άλλη υπήρξαν ξεκάθαρα και φωνές που σέβομαι που ένιωσαν ενοχλημένοι με το βίντεο, και εξέφρασαν την αντίθεσή τους χωρίς να προσβλέπουν σε ίδιον όφελος.

Όλα αυτά έπαιξαν τον ρόλο τους, κυρίως το τελευταίο προφανώς, καθώς το θέμα εδώ είναι η δημοσιογραφία – αλλά ενώ όλα αυτά με ενόχλησαν, και συνέβαλαν να μου κάθεται κάτι σαν αγκάθι, σαν σφίξιμο στον λαιμό δεν μπορούσα να εντοπίσω τι.

Και μετά κατάλαβα: Το ερώτημα που θα με βοηθούσε να καταλάβω τι με ενοχλεί σ’ αυτήν την ιστορία είναι «τι είναι δημοσιογραφία;». 

~

Αν ήμουν δημοσιογράφος, θα έπρεπε να έχω για όλα όσα συναντώ μπροστά μου ένα «γιατί». «Έχει δίκιο ο ΣΥΡΙΖΑ που θεωρεί πως μένει εκτός ενημέρωσης; Αν έχει, γιατί συμβαίνει αυτό;»  «Γιατί η κυβέρνηση δεν έδωσε την λίστα ποσών και παραληπτών με διαφάνεια πριν ξεκινήσει η καμπάνια»; «Γιατί συγκεκριμένες ειδήσεις δεν παίζουν από συγκεκριμένους σταθμούς;» «Γιατί κάποια μέσα παίρνουν αποδεδειγμένα περισσότερο κρατικό και μη χρήμα από αυτό που δικαιούνται;» «Ισχύουν οι καταγγελίες Βαξεβάνη ότι δεν έχει διαφημίσεις; Ισχύει ότι ο Κ.Μητσοτάκης παρενέβει για να μην μπουν; Αν ναι, γιατί;» 

«Ξέρω ή υποψιάζομαι πολιτικούς που πληρώνουν, άμεσα ή έμμεσα δημοσιογράφους για να περνάνε δικές τους θέσεις και γραμμές;»  

«Ξέρω ή υποψιάζομαι συναδέλφους μου που δεν κινούνται από αμιγώς δημοσιογραφικό αλλά από προσωπικό, οικονομικό κριτήριο; Γιατί το κάνουν, ποιος τους χρηματοδοτεί, ποιος επωφελείται;»

«Αν ξέρω, ή υποψιάζομαι συναδέλφους μου, γιατί δεν έχω πει τίποτα; Γιατί δεν το ερευνώ;»

~

Αν ήμουν δημοσιογράφος, θα ήμουν δικαιολογημένα έξαλλος με αυτό το video. Δεν θα μου έφταναν πέντε εφημερίδες και τριάντα ραδιοτηλεοπτικές ώρες να εκφράσω την οργή και τον αποτροπιασμό μου. Θα χαλούσα τον κόσμο, θα μίλαγα στους φίλους μου, θα έγραφα στα προσωπικά social μου, στα μέσα που δουλεύω, θα έβγαινα με μία ντουντούκα να ουρλιάξω.

…αφού όμως πρώτα θα απαντούσα σε δύο ερωτήσεις:

Υπήρξε αδιαφάνεια στην πληρωμή είκοσι εκατομμυρίων ευρώ από την κυβέρνηση προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης;

Υπήρξε μεροληψία και εκδικητική συμπεριφορά από την κυβέρνηση προς συγκεκριμένα μέσα που την ελέγχουν;

Μου φαίνεται τελείως ξεκάθαρο: Ξέρω, ή υποψιάζομαι έστω, πως έχουν βάση αυτές οι καταγγελίες;

Είναι απόλυτα εσωτερική η διαδικασία. Δεν χρειάζεται να μάθει κανείς την απάντηση. Εγώ και η συνείδησή μου: Έχουν δίκιο;

Γιατί;

Επειδή θα ήμουν δημοσιογράφος, δεν υπάρχουν τρεις επιλογές. Υπάρχουν μόνο δύο: Έχουν δίκιο, ή δεν έχουν δίκιο. Δεν μπορώ να πω «δεν ξέρω» – γιατί είμαι δημοσιογράφος, οφείλω να ερευνήσω, το οφείλω στο ίδιο πάθος που με καθοδήγησε και με το οποίο ένιωσα πως θέλω να διαμαρτυρηθώ, να ουρλιάξω, να αντιδράσω. 

Αν δεν έχουν δίκιο, τότε όλος ο θυμός μου μπορεί να πάει σ’ αυτόν που έφτιαξε το βίντεο. Είναι ένα απαράδεκτο, σιχαμένο βίντεο, που τσουβαλιάζει και καταστρέφει την δημοσιογραφία, και μαζί μ’ αυτήν καταστρέφει κάθε έννοια ελέγχου της εξουσίας και του λειτουργήματος που στηρίζει την δημοκρατία μας. Τότε ο κάθε δημοσιογράφος πρέπει να ενωθεί με τον διπλανό του, πρέπει να σταθούν όλοι μαζί, σαν μία γροθιά, χέρι χέρι παρουσιαστές ιδιοκτήτες και συντάκτες αντιμέτωποι σε όποιον λοιδωρεί και εξευτελίζει τις αξίες και τις θυσίες τους.

Αν όμως έχουν δίκιο;

~

Συνάντησα πάνω από μία φορά, ακόμα και από ανθρώπους που συμπαθώ και σέβομαι, την άποψη «έχουν δίκιο, αλλά με αυτό το βίντεο το χάνουν». Αυτό, τελικά, με ενοχλεί σε όλη αυτήν την ιστορία. Οτι το δίκιο χάνεται, βολικά, μετακινείται λίγο πιο πέρα, και η αντίληψή μας πρέπει να επικεντρωθεί στο «λάθος».

«Ναι, έχουν δίκιο, αλλά…»

ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει ένα λάθος. Σας το υπογράφω. ΠΑΝΤΑ κάποιος που καταπιέζεται θα κάνει κάποιο λάθος. Κάποια ενέργειά του θα είναι διφορούμενη. Κάποιον θα θίξει. Στον θυμό του θα υπερβάλλει. Μπορεί και να αδικήσει, ναι. Μπορεί και να κάνει και μεγαλύτερη ζημιά – εδώ να είμαστε για να κρίνουμε.

Το δίκιο του όμως, δεν το χάνει. Είναι προσβολή να το ξεστομίουμε αυτό! Και πρέπει να τον προστατέψουμε εμείς από το να μην το χάνει, όχι μόνο να μην του το στερούμε. Πρέπει να το προστατέψουμε!

Γιατί το δίκιο, δεν είναι του ΣΥΡΙΖΑ που φτιάχνει αυτό το ενοχλητικό για πολλούς βίντεο. Το δίκαιο δεν είναι του Βαξεβάνη, ή της ΕφΣυν που διαμαρτύρονται για την κρατική εξουσία και την ασφυξία που προκαλεί: Το δίκαιο είναι όλων μας. Είναι το δίκαιο της δημοσιογραφίας, του ελέγχου της εξουσίας, της δημοκρατίας όλων μας! Όπως κάθε δημοσιογράφος που όντως τα παίρνει δεν μπορεί να βάζει ως ασπίδα την δημοσιογραφία για να σωθεί -μπορεί, αλλά δεν πρέπει να τον αφήσουμε να το κάνει- έτσι δεν πρέπει να αφήσουμε κανέναν να τολμήσει χωρίς αντεπιχείρημα να πει «ναι, αλλά έτσι έχασε το δίκιο του»!

Όχι, δεν μιλάμε μόνο για το δίκιο του.

Γιατί ναι, αν ήμουν δημοσιογράφος, και μου έκοβαν άδικα την διαφήμιση, αν έκαναν χρήση της εξουσίας τους, θα ήμουν εξίσου έξαλλος – όχι μόνο με αυτούς που μου την κόβουν, αλλά και με αυτούς που αποφεύγουν το βλέμμα μου. Γιατί θα έκοβαν το δίκαιο ψωμί των παιδιών μου, και τα φτερά μου να κάνω αυτό που πιστεύω χωρίς εξαρτήσεις. Αυτό θα ήταν το δίκιο μου. Γιατί ναι, αν ήμουν πολιτικός, και τα λάθη του αντιπάλου μου εξαφανίζονταν, και τα δικά μου μεγεθύνονται, θα ήμουν έξαλλος – όχι μόνο με αυτούς που ελέγχονται από την εξουσία, ούτε με μόνο με την εξουσία που τους ελέγχει, αλλά και με αυτούς που κάνουν ότι κοιτούν αλλού, ή λένε «ναι, αλλά έτσι είναι και έτσι ήταν πάντα, όποιος έχει την ισχύ, ελέγχει και την δημοσιογραφία, τι να κάνουμε τώρα». Ναι, αυτό θα ήταν το δίκιο μου.

Και αυτό το δίκαιο έρχεται με ένα σαφέστατο κόστος. Ο ΣΥΡΙΖΑ θυμώνει αυτούς που είναι τίμιοι, και που είναι απολύτως σαφες, έχει ανάγκη για να μεταδώσει την πολιτική του. Ο Βαξεβάνης και η ΕφΣυν, κάνουν εχθρούς τους συναδέλφους και φίλους, όταν διαμαρτύρονται πως κάποια λεφτά πήγαν αδιαφανώς σε κάποιες τσέπες. Τα παιδιά του ThePressProject, για να παραμείνουν τίμιοι δημοσιογραφικά, αναγκάζονται να δουλεύουν για λίγα, ή για καθόλου, όταν η αγορά δίπλα καλοπληρώνεται βρώμικο χρήμα. Τα παιδιά του omniatv αναγκάζονται να διαθέσουν τον ελεύθερο, προσωπικό τους χρόνο για να υπερασπιστούν αυτό που θεωρούν σωστό. Απαιτείται μία θυσία να διαμαρτυρηθείς γι’ αυτό που πιστεύεις ότι είναι σωστό, για το δίκιο σου.

Οι έννοιες είναι πολύ πιο βασικές εδώ. Οι κατηγορίες είναι πολύ πιο σημαντικές. Χρήματα αλλάζουν χέρια επηρεάζοντας απόψεις. Εξουσία που φιμώνει και στραγγαλίζει οικονομικά όποιον της αντιτίθεται. Ένας κλάδος που αρνείται πεισματικά επανειλημμένα να κάνει την δουλειά του.

Δεν αφορά τον Σύριζα, τον Βαξεβάνη ή την ΕφΣυν πια όλο αυτό – αν τους αφορούσε ποτέ αποκλειστικά.

Κανένα βίντεο, καμία άποψη, καμία βλακεία που θα ξεστομίσει κάποιος δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει πιο σημαντική από την καταστροφή που καταγγέλλεται ότι συμβαίνει.

Μπροστά στο δάσος που καίγεται, μπροστά στα μάτια μας, εδώ και τόσα χρόνια, κάποτε αργά, τώρα με τρομακτική ταχύτητα και ένταση, έχουμε δύο ξεκάθαρες επιλογές: Το να κοιτάμε το δάχτυλο, αν έχει βρώμικα νύχια, ή το να δούμε στην καταστροφή που δείχνει, και να βρούμε τρόπους να μετριάσουμε την ζημιά.

Το σίγουρο είναι πως με αυτήν την καταστροφή, το οξυγόνο της δημοσιογραφίας τελειώνει για όλους μας.

Και αν συμφωνήσουμε όλοι πως έχουν, τελικά δίκιο, αυτό το δίκιο, είναι τόσο μεγάλο, τόσο σημαντικό, που δεν χάνεται με κανένα βίντεο.