Ο καιρός του κορονοϊού έχει φέρει μία θεαματική αλλαγή στην κυβερνητική πολιτική, που δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι είναι σαφής από όλους. Μια αλλαγή που συμβαίνει τώρα, που θα συζητείται για χρόνια, και που θα επηρεάσει τις πολιτκές εξελίξεις στο μέλλον όσο τίποτα άλλο (πλην, ίσως, της διάδοσης του Τραμπισμού)
Όσοι από εμάς εμπιστέυονται την δημοκρατία ως πολίτευμα, επιχειρηματολογώντας πως είναι το καλύτερο δυνατό αυτήν την στιγμή, παρά τα προβλήματά του, δεν παραλείπουμε ένα σοβαρότατο μειονέκτημά του:
Μία κυβέρνηση αναλαμβάνει την απόλυτη εξουσία για τέσσερα χρόνια, και, μέσα σ’ αυτά, εκτός από πολύ συγκεκριμένες αποφάσεις που χρειάζονται ευρύτερη πλειοψηφία, το 90% των αποφάσεων αυτών μπορούν να ληφθούν χωρίς να ερωτηθεί κανείς για την γνώμη του. Δίδεται δηλαδή ένα τετραετές πάσο, στο οποίο οι κυβερνώντες (όποιοι και να είναι αυτοί, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς και μας είναι αρεστοί, είτε τους έχουν επιλέξει οι άλλοι και μας είναι δυσάρεστοι, είτε τους έχουμε επιλέξει εμείς αλλά μας είπαν ψέματα και πλέον μας είναι δυσάρεστοι) μπορούν να καθορίσουν το παρόν και το μέλλον μας – και εμείς, ως ψηφοφόροι, η μόνη δυνατότητα εκλογικής αντίδρασης που έχουμε είναι στο τέλος της τετραετίας να κρίνουμε τις αποφάσεις, τις υποσχέσεις και τα αποτελέσματα, και να ψηφίσουμε είτε θετικά, είτε αρνητικά. Τότε όμως. Στο τέλος της τετραετίας.
Μέχρι τότε, η κυβέρνηση συνήθως κάνει ο,τι θέλει, ανεξέλεγκτα.
Ως τότε, όμως, έχουμε βρει τρόπο να αντιδρούμε ως πολίτες στις αποφάσεις του κράτους, δείχνοντας την αρνητική μας διάθεση σε κάτι που διαφωνούμε. Είτε με πορείες, είτε με παραστάσεις διαμαρτυρίας, είτε με εξωτερικευμένη κοινωνική αντίδραση κυρίως μέσω του τύπου, δεν είναι σπάνιο οι κυβερνώντες να αντιλαμβάνονται ότι μία απόφαση που παίρνουν θα τους κοστίσει είτε όταν οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες, είτε εκείνη την στιγμή από το μέγεθος των αντιδράσεων – και (καλώς ή κακώς) τις παίρνουν πίσω.
Αυτό το δούναι και λαβείν είναι υγιές, ένα θεσμοθετημένο κοινωνικά «άνοιγμα της χύτρας» ώστε να μην μαζευτούν απαράδεκτες αποφάσεις και η έλειψη ανοχής οδηγήσει σε θεσμικές ανωμαλίες. Ο κόσμος δικαιούται να διαφωνεί, να αντιδρά, να οργανώνεται, να εκφράζεται, να διαμαρτύρεται και να επαναστατεί, και το εν ισχύ κράτος όχι απλώς οφείλει, αλλά είναι και προς το συμφέρον του να ακούει την κοινωνία που εκ της θέσεως του έχει οριστεί να υπηρετεί.
Τέσσερα χρόνια είναι πολλά, για να μην υπάρχει κανένας έλεγχος
~
Η πανδημία έχει φέρει όμως τα πάνω-κάτω. Χωρίς να πάρω θέση για τις αποφάσεις της κυβέρνησης, καθώς το θέμα μου εδώ είναι περισσότερο θεωρητικό, υπάρχουν πολίτες που αντιδρούν – αλλά η αντίδραση του κόσμου δεν είναι πια θεσμοθετημένη.
Δεν υπάρχει ειδικός αριθμός στα SMS δικαιολόγησης εξόδου από το σπίτι, για «Αντίδραση/διαφωνία» – όπως υπάρχει για αγορές.
Μπορεί να μοιάζει γελοίο ως επισήμανση – αλλά κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν, στην επέτειο του Πολυτεχνείου μία γυναίκα έφαγε πρόστιμο γιατί προσήλθε εντελώς ατομικά στο Πολυτεχνείο να εναποθέσει ένα λουλούδι, με SMS άσκησης. Η ιστορία της απέτρεψε και άλλους (μεταξύ των οποίων και τον γράφοντα) να αφήσουν ένα λουλούδι στο ίδιο σημείο, όχι για λόγους προστασίας από τον κορονοϊό, αλλά αποκλειστικά για λόγους νομιμότητας.
Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, όταν επιστρατεύθηκαν δεκάδες αστυνομικοί για να σταματήσουν …πέντε βουλευτές του ΜέΡΑ25 να παραγματοποιήσουν διαμαρτυρία στην Αμερικάνικη πρεσβεία, ενώ δεν ήξεραν πως να αντιδράσουν στους αντίστοιχους διαδηλωτές του ΚΚΕ που κατέβηκαν με SMS για γιατρό, αφού υπάρχει νοσοκομείο κοντά στην πρεσβεία…
Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν, που απαγορεύτηκαν, με νόμο, οι συγκεντρώσεις άνω των τριών για την ίδια ημέρα – παρότι καμία επιτροπή δεν παραδέχθηκε ποτέ, ότι είχε ζητήσει τέτοια μέτρα.
Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι προσαγωγές, οι επιθέσεις, και η αντίδραση στις εκδηλώσεις για την επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, οι πεταμένες ανθοδέσμες, και οι κρότου λάμψης μέσα στον κλειστό χώρο πολυκατοικίας.
Κάθε άλλο παρά γελοίες ήταν οι αντιδράσεις των αστυνομικών δυνάμεων που έριξαν χημικά και στοίβαξαν διαδηλωτές για τις αντιδράσεις στον νόμο που αφορά τον Κουφοντίνα.
Κάθε άλλο παρά γελοίο ήταν που το υπουργείο προστασίας του πολίτη εξέδωσε ανακοίνωση (που μετά την πήρε πίσω, λέγοντας θρασύτατα ότι φταίμε εμείς που δεν καταλάβαμε -πάλι- σωστά) για την σωστή θέση που πρέπει να βρίσκονται φωτορεπόρτερ και δημοσιογράφοι για να μην …χτυπήσουν.
~
Κάθε άλλο παρα γελοία είναι όλα αυτά – κυρίως επειδή είναι τρομαχτικά.
Οι πολίτες δεν έχουν κανέναν τρόπο αντίδρασης πια, και οι αποφάσεις συνεχίζουν να παίρνονται ερήμην τους. Είτε είναι για τα πανεπιστήμια, είτε είναι για τον Κουφοντίνα, είτε είναι για τα μέτρα στήριξης, είτε για την άρση της ασυλίας της πρώτης κατοικίας, είτε είναι για οτιδήποτε άλλο, η κυβέρνηση καταστέλει κάθε μορφή συγκέντρωσης με ένα επιχείρημα που θα φανεί ιδιαιτέρως προβληματικό συν τω χρόνο:
«Για το καλό σας»
Με αυτήν την δικαιολογία την ημέρα του Πολυτεχνείου απαγόρεψε τις συγκεντρώσεις, με αυτήν συλλαμβάνει και εξοντώνει με το σκληρότατο πρόστιμο των 300 ευρώ, με αυτήν πατάσσει κάθε ατομική ή ομαδική αντίδραση. Όταν δε συνεργάζεται με την διαδεδομένη στήριξη των ΜΜΕ, οι φωνές σιωπούνται ποικιλοτρόπως.
Βέβαια, αυτό δεν λειτουργεί αντίστροφα. Η κυβέρνηση συνεχίζει να νομοθετεί ακάθεκτη ακόμα και νομοσχέδια που είναι δεδομένο ότι θα φέρουν αντιδράσεις, ειδικά εν μέσω πανδημίας – όπως αυτό για την …δυνατότητα να χρεωκοπεί ένα φυσικό πρόσωπο, και να χάνει την πρώτη κατοικία του. Περιέργως πως, θα έλεγε κανείς πως η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την πανδημία και την φυσική αδυναμία αντιδράσεων, ακριβώς για να περάσει τέτοια νομοθετήματα: 151+ έχει, μπορεί να το κάνει κάλλιστα.
Νόμιμο, αλλά ελέγχεται ως προς το ηθικό του.
Διότι θα έλεγε κανείς πως θα μπορούσε, εν μέσω πανδημίας, «για το καλό μας» να δοθούν άλλοι τρόποι σχολιασμού και δυνατότητας αντίδρασης, όπως πχ να ζητάται μέσω του κοινοβουλίου, αυξημένη πλειοψηφία για να περάσουν νόμοι που αφορούν έντονα τους πολίτες και δημιουργούν προβλήματα.
Για το καλό μας, για παράδειγμα, συνεχίζονται να έρχονται ακόμα και εμβόλιμα σε νομοσχέδια άσχετα νομοθετήματα, που ανατρέπουν καταστάσεις ετών, ψηφίζονται εν ριπή οφθαλμού, ακόμα και όταν ελέγχονται για την αιτιολόγησή τους, την αποτελεσματικότητά τους, ή ακόμα και την συνταγματική νομιμότητά τους.
Αν όμως, αν, η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται αυτήν την δύσκολη κατάσταση, τότε θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως (και με βάση και τις αρνήσεις των λοιμωξιολόγων για οποιαδήποτε ανάμιξη σε πολιτικού τύπου αποφάσεις, όπως είναι η απαγόρευση κυκλοφορίας ή συγκέντρωσης σε ανοικτό χώρο) να υποθέσει λοιπόν ότι η κυβέρνηση εργαλειοποιεί τον δικαιολογημένο φόβο, για να κάμψει κάθε δημόσια εκφρασμένη αντίδραση για τις αποφάσεις της.
«Για το καλό μας» μεν, αλλά όχι και τόσο – αν με εννοείτε.
Για παράδειγμα, «για το καλό μας» θα μπορούσε να αυστηροποιήσει τις συνθήκες με τις οποίες ένας άνθρωπος δύναται να φέρει νόμιμα όπλο, αντί να καταστείλει τις εκδηλώσεις μνήμης για τον Γρηγορόπουλο – και όχι να προσλαμβάνει ακόμα περισσότερους αστυνομικούς, ένοπλους, με τις λιγότερες δυνατόν ώρες και δυνατότητες εκπαίδευσης.
~
Όμως, το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο. Γιατί ακόμα και αν κάποιοι νόμοι αλλάζουν στο μέλλον, από άλλες κυβερνήσεις με πιο ευήκοα ώτα στους ανθρώπους που οφείλουν να ακουν και να προστατεύουν – αυτό που πληγώνεται ανεπανόρθωτα, είναι η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση στα θέματα της πανδημίας.
Είναι ήδη αρκετά πληγωμένη αυτή η εμπιστοσύνη, όταν για παράδειγμα η κυβέρνηση εξηγεί γιατί δεν χρειάζονται μάσκες στα σχολεία λίγο πριν εσπευσμένα αντιληφθεί το λαθος της (και το αντικαταστήσει με ένα λίγο μικρότερο λάθος στα μεγέθη), ή στην επιμονή ότι δεν κολλάει στις τάξεις γιατί είναι καλύτερα να έχει περισσότερους μαθητες από ότι λιγότερους, και εν πάσει περιπτώσει, ο μέσος όρος δικαιώνει την απόφασή της.
Αν όμως ο κόσμος αντιληφθεί ότι οι αποφάσεις παίρνονται όχι «για το καλό μας», αλλά για να κυβερνούν ανεξέλεγκτοι, και μάλιστα με προφάσεις δικαιολογημένες «επιστημονικά» ο κόσμος θα χάσει την μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να του σώσει την ζωή, και θα αφεθεί ανεξέλεγκτα πια, σε κάθε ψεκασμένη ή μη υπόθεση που θα κάνει τα πράγματα να μοιάζουν λίγο πιο λογικά από ότι ζει σήμερα.
Και αντίθετα από έναν νόμο που αύριο από τους καταλληλότερους ανθρώπους αλλάζει, ούτε οι νεκροί συνάνθρωποί μας θα ξαναγυρίσουν στην ζωή, ούτε θα φτάσει ο χρόνος για να επαναχτιστεί μία σχέση εμπιστοσύνης απέναντι στους εκλεγμένους και σ’ αυτούς που τους επιλέγουν.
«Για το καλό μας», λοιπον, ελπίζω να γίνει αντιληπτό σύντομα όλο αυτό και να αλλάξει κατεύθυνση αυτή η εκτροπή. Για να μην ακολουθήσουν άλλα πράγματα, κι αυτά «για το καλό μας»