Ωραία, και να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Τι κάνουμε τώρα;

Η ΑΔΑΕ έφερε με δική της ευθύνη, παίρνοντάς το πάνω της, τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις. Πήγε ο Τσίπρας με μία λίστα από τηλέφωνα, και τα παρέδωσε ως αίτημα στην ΑΔΑΕ, η οποία πήγε στους παρόχους, ζήτησε να μάθει αν έξι συγκεκριμένα τηλέφωνα είχαν μπει σε καθεστώς παρακολούθησης από την ΕΥΠ, πήρε την απάντηση πως, ναι, και τα έξι είχαν μπει, από διαστήματα αν θυμάμαι καλά από οκτώ μήνες έως δύο χρόνια, πήγε να τα ενημερώσει στην Βουλή, της είπαν «δεν νομίζω», και αποφάσισε να τα δώσει στους πολιτικούς αρχηγούς.

Θες είχε το δικαίωμα, θες δεν είχε; Αδιάφορο, δεν εξετάζουμε αυτό τώρα.

Τα έδωσε λοιπόν, τα πήρε ο Τσίπρας που τα είχε ζητήσει, και είπε «ορίστε, τα τηλέφωνα τα παρακολουθούσατε, πείτε μας γιατί. Πείτε μας, απλώς, γιατί. ΠΕΙΤΕ-ΜΑΣ-ΓΙΑΤΙ.»

Επί κοντά δύο μέρες οι κυβερνητικοί βουλευτές μίλησαν για την μικρή Μαρία του Έβρου, τις σακούλες, τα SMS, τον Καλογρίτσα, τις παρακολουθήσεις του ΚΚΕ, την αλλαγή του νόμου για τις παρακολουθήσεις του Σύριζα.

Δεν θα μπορούσαν βέβαια να πουν γιατί, το καταλαβαίνω, βουλευτές είναι, πως θα μπορούσαν αυτοί να ξέρουν το γιατί. Θα μπορούσαν βέβαια να ασκήσουν έλεγχο, κριτική, να ρωτήσουν τον αρχηγό τους – αλλά, τέλος πάντων, δεν έχουμε τέτοια δημοκρατία, δεν ξέρουν το γιατί, δεν ρωτάνε το γιατί, δεν τους νοιάζει το γιατί.

Μίλησε όμως και ο αρχηγός του κόμματός τους. Ο πρωθυπουργός μας. Ο πρωθυπουργός όλων μας, θυμίζω. Αυτός που πήρε την ευθύνη με τον πρώτο νόμο που έφτιαξε, που έφτιαξε έναν δεύτερο (αναδρομικό) νόμο για να βάλει τον άνθρωπο που εκείνος ήθελε, που ανέθεσε σε άνθρωπο του οικογενειακού (αν είναι δυνατόν πια!) κύκλου του για να μην υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ότι έχει τον πλήρη έλεγχο.

Και το μόνο που δεν είπε είναι γιατί. Μίλησε για την νεκρή Μαρία του Έβρου, μίλησε για τον Καλογρίτσα, για τις σακούλες, για τα SMS, για τον νόμο που άλλαξε ο Σύριζα, για το Μάτι, για τον Μάξιμο Σαράφη, αναρωτήθηκε σε ποιον άραγε ανήκουν αυτά τα τηλέφωνα και πού το ξέρει ο Τσίπρας ότι είναι αυτών που ονομάτισε, αναρωτήθηκε πως γίνεται να τα ξέρουν οι δημοσιογράφοι νωρίτερα, γιατί δεν τα ξέρει αυτός…

…όλα, εκτός από το να απαντήσει ουσιαστικά στο μοναδικό μεγάλο ερώτημα:

Γιατί.

Ωραία, και τώρα να σας κάνω μία απλή ερώτηση.

Και τώρα τι κάνουμε;
~

Το βλέπω από την δική μου αποκλειστικά πλευρά, δεν πάω να πείσω εσάς, ο άνθρωπος αδιαφορεί για όλα, δικαιοσύνη, δημοκρατία, πολιτική αξιοπρέπεια. Τον πιάνουν να έχει απόλυτη ευθύνη για απόλυτα επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις που είναι απολύτως παράνομες, και λέει άλλα ντ’ άλλων. Τρελίτσα. Κουκουρούκου. Τσίου-τσίου.

Και τώρα τι κάνουμε;

Ο πρωθυπουργός της χώρας μας, μας λέει ψέματα. Μιλάει ασυνάρτητα. Προσπαθεί να μας τρελάνει. Θέλω να πω, είναι τρομαχτικό αν το καλοσκεφτείς – δεν μπορούμε να τον σταματήσουμε. Δεν μπορούμε να απαιτήσουμε τίποτα. Δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας. Δεν υπάρχει έλεγχος.

Μπορούσε να ανέβει στο βήμα, να πει «αβαβάου μαμαμάου» επί τρεις ώρες και σαράντα τέσσερα λεπτά, να κατέβει – και να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός.

(Και, αν νομίζετε ότι είχε μεγαλύτερη ποιότητα ο λόγος του από το «αβαβάου-μαμαμάου» γελιέστε οικτρά – την ίδια ζημιά στον δείκτη ευφυίας των ακροατών του έκανε.)

Οπότε, τώρα τι κάνουμε;

Γιατί, πέντε λεπτά μετά, είναι ακόμα πρωθυπουργός μας. Αλήθεια λέω, -δεν με πιστεύετε, το καταλαβαίνω- κοιτάξτε το. Είναι ακόμα πρωθυπουργός. Θα μπορούσε να πει «γιατί έτσι γουστάρω» και να μην υπάρχει καμία απολύτως διαφορά.

Το διανοήστε; Σταματήστε να διαβάζετε για ένα λεπτό, και σκεφτείτε τι ζήσαμε μόλις.

Και τώρα;

Επειδή όλοι μας μάθαμε να σκεφτόμαστε με προδιαγεγραμμένους κοινωνικούς αυτοματισμούς, ας κάνουμε ένα πείραμα:

Ο Αλέξης Τσίπρας, πρωθυπουργός της Ελλάδας, ανακαλύπτεται ότι παρακολουθούσε μερικούς δημοσιογράφους, κάτι στρατηγούς, πεντ’ έξι βουλευτές του, και τους αντιπάλους του πολιτικούς.

Για να μην το μάθει κανείς, έφερε δύο φωτογραφικούς νόμους.

Όταν η Ανεξάρτητη Αρχή που πολέμησε πολυ σκληρά και κατασυκοφάντησε έφερε, παρά τα όσα εμπόδια, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, και αναγκάστηκε να απαντήσει, ανέβηκε στο βήμα της βουλής και είπε «εσείς τι έχετε να πείτε για την Siemens;» και μετά κατέβηκε.

Και μετά παρέμεινε πρωθυπουργός μας. Και θα παραμείνει για όσο θέλει ακόμα, θα κατέβει όποτε θέλει αυτός, και εκείνος θα καθορίσει το πλαίσιο των εκλογών όταν έρθει η ώρα.

Χωρίς να δώσει ούτε μία απάντηση, ούτε μία εξασφάλιση ότι σταμάτησε βρε αδελφέ, ούτε μία ακτίδα ελπίδας ότι κατάλαβε ότι έκανε κάτι λάθος.

Πρωθυπουργός ανέβηκε, πρωθυπουργός κατέβηκε.

Τρομάξατε λίγο παραπάνω τώρα, ε;

Το ξέρω. Έτσι μας μάθανε. Αυτά είναι.
~

Και για πείτε λοιπόν ρε σεις αδέλφια. Όποιος και να είναι πρωθυπουργός, τον έπιασαν με την γίδα στην πλάτη, και μας ζητά να του πληρώσουμε και τα κάρβουνα για την φάει.

Ζούμε ανήκουστες καταστάσεις.

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι πλαίσιο αντίστασης έχουμε πια. Στον δρόμο, δεν κατεβαίνουμε. Τα ποσταρίσματά μας, τα πολεμάνε οι «για πες για τις σακούλες πρώτα». Οι δημοσιογράφοι μας ταΐζουν κουτόχορτο. Οι πολιτικοί, μας λένε «και ο Ερντογάν τα ίδια κάνει» ατιμώρητα. Οι εισαγγελείς -όσοι δεν έχουν πάρει το μήνυμα να μείνουν απλώς σιωπηλοί- εκβιάζουν δημοσιογράφους και αρχές. Ο άλλος απαντά «κικιρίκου» και τον χαβά του μετά, λέει «τι γαμάτος πρωθυπουργός είμαι», και φεύγει.

Ωραία, παίξαμε την μπλόφα μας. Το παίξαμε στο φιλότιμο, στην δημοκρατία, στην δικαιοσύνη, το παίξαμε στην αξιοπρέπεια – δεν έπιασε. Τζίφος.

Τώρα;

Υ.Γ.: Το παρόν άρθρο διαβάζεται καλύτερα αν μετά διαβάσετε κι αυτό: «Οι βάτραχοι» μετά.

Ένα από τα πιο δύσκολα που είχα να αντιμετωπίσω παρακολουθώντας την υπόθεση των υποκλοπών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, (και αναφέρομαι στην ΕΥΠ, που ξέρουμε σίγουρα, και όχι στο Predator που υποψιαζόμαστε απλώς) ήταν ένα σημερινό retweet από τον Θανάση Κουκάκη.

Ο δημοσιογράφος έχει (και έχω εκτιμήσει την επιμονή του όσο τίποτα άλλο) αποτελέσει μία σταθερή πηγή επικοινωνίας για κάθε άρθρο που γράφεται για τις παρακολουθήσεις. Δεν είναι τυχαίο – είναι από τους πρώτους ανθρώπους (προηγήθηκαν λίγο καιρό πριν ο Σταύρος Μαλιχούδης και ακόμα πιο πριν οι καταγγελίες για μηχανήματα παρακολούθησης που είχε αναφέρει το omniatv) που, όχι μόνο κατήγγειλε απλώς, αλλά είχε και αδιάψευστα στοιχεία για τις παρακολουθήσεις στο πρόσωπό του.

Η επιμονή του αυτή, τον οδήγησε να αναδείξει το άρθρο του Γ. Παπαχρήστου, στην εφημερίδα Τα Νέα, την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Εκει, ένα κεφάλαιο αναφέρεται στις υποκλοπές – και, ακόμα κι αυτό, έχει μία, στα μάτια μου έτσι φαίνεται τουλάχιστον, σοκαριστική αποδοχή των υποκλοπών:

Δεν καταλαβαίνω” γράφει ο αρθρογράφος “τι είχε να φοβηθεί η κυβέρνηση αν ας πούμε γινόταν δεκτό (σσ: το αίτημα της ΑΔΑΕ για ενημέρωση). Τι θα αφορούσε; Την έρευνα της ΑΔΑΕ στους τρεις παρόχους κινητής τηλεφωνίας. Θα ενημέρωνε λοιπόν η ΑΔΑΕ ότι γίνονταν παρακολουθήσεις. Αλλά αυτές αφορούν «νόμιμες επισυνδέσεις», με την έννοια ότι έφτασαν στις εταιρίες με χαρτιά της ΕΥΠ. Μα αυτό το ξέρουμε ήδη. Είναι γενική πεποίθηση ότι έγιναν παρακολουθήσεις, και προφανώς θα γίνονται και στο μέλλον. Περίπτωση να ξέρουμε ποιους αφορούν, υπάρχει; Όχι, δεν υπάρχει. Ισχύει ο γνωστός νόμος που ψηφίστηκε, και ο οποίος απαιτεί την παρέλευση 3ετίας για την ενημέρωση των ενδιαφερομένων. Μόνο.

Γράφει και άλλα ο αρθρογράφος, μεταξύ των οποίων γελοιοποιεί την επιμονή του Ράμμου να καταθέσει στην επιτροπή (“[…] Προηγούμενο να επιζητεί φορέας ή πρόσωπο να ενημερώσει την Βουλή, δεν υπάρχει. Αν συνέβαινε αυτό, θα μπορούσα κι εγώ, ας πούμε, να αιτηθώ ακόραση από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας […]”) – το οποίο δεν είναι το προκείμενο εδώ, αλλά ξεκάθαρα δηλώνει το γενικότερο στίγμα του άρθρου – που τιτλοφορείται πολύ ταιριαστά “Τζερτζελές να γίνεται”

Έψαχνα να βρω γιατί θύμωσα τόσο πολύ, και παρότι μου πήρε λίγο παραπάνω από ότι έπρεπε, νομίζω ότι έχω μία καλή εξήγηση.

~

Όσο με αφορά, έχω μία σταθερή θέση για τις υποκλοπές. Είτε το θύμα είναι ο Φλώρος, είτε είναι ο Κουκάκης ή ο Μαλιχούδης είτε είναι ο Σπίρτζης, ο Τέλλογλου, ο Ανδρουλάκης ή ο Χατζηδάκης – υπάρχει σίγουρα μία και μοναδική ιδιότητα που μοιράζονται όλοι αυτοί: Είναι πρωτίστως θύματα.

Είναι θύματα βιασμού της προσωπικής τους ζωής.

Άλλοι εξ αυτών, σε ελαφρύτερο επίπεδο όπως πχ οι παρακολουθήσεις τηλεφωνημάτων από την ΕΥΠ, άλλοι σε βαρύτερο, όπως οι παρακολουθήσεις από πράκτορες της ΕΥΠ, και άλλοι σε βαρύτατο επίπεδο, όπως οι παρακολουθήσεις μέσω Predator, που είναι μία πλήρης εξαθλίωση κάθε ιδιωτικής στιγμής σε κάθε πιθανή έκφανσή της.

Δεν είναι όλοι το ίδιο – το καταλαβαίνω. Ακόμα και αν άλλοι όμως παλεύουν για να βρουν δικαίωση τα θύματα και οι επόμενοι στόχοι, όπως πχ ο Κουκάκης και ο Τέλλογλου, και άλλοι παλεύουν για να μην ακουστεί ποτέ τίποτα, όπως ο Φλώρος και ο Χατζηδάκης, είναι όλοι κατ’ αρχάς θύματα μίας αποτρόπαιας πράξης – και, θεωρώ προσωπικά, ότι αυτό το στοιχείο πρέπει να θυμόμαστε πάντα.

Είναι θύματα, και πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε σαν θύματα, πρέπει να τα σεβόμαστε σαν θύματα, και πρέπει να τους συμπαρασταθούμε σαν θύματα. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Χατζηδάκη. Ναι, σε όλους, ακόμα και στον Φλώρο.

~

Όταν λοιπόν είδα ένα θύμα να αναρτά για την ενημέρωση των αναγνωστών του ένα άρθρο συναδέλφου του δημοσιογράφου το οποίο κινείται σε κλίμα “ε, και τι έγινε” – αυτό με πόνεσε προσωπικά πολύ.

Είναι πολύ οδυνηρό.

Όχι γιατί είναι η άποψη του Παπαχρήστου αυτή (να μην τον αδικήσω, η εικόνα που έχω είναι ότι στο παρελθόν έχει αναφερθεί και επικριτικά για το όλο θέμα των υποκλοπών, και όχι μόνο μία φορά) όσο γιατί καθρεφτίζει πιθανόν την βασική γενική γνώμη για ζήτημα των υποκλοπών:

«Έλα μωρέ, και τι έγινε, όλοι παρακολουθούν».

Καθρεφτίζει, ή εκπαιδεύει; Θα ήμουν πιο ελαστικός, αν δεν συνοδευόταν αυτή η στάση με απίστευτες ανακρίβειες, όπως για παράδειγμα το ότι το να καταθέσει ο πρόεδρος μιας Ανεξάρτητης Αρχής σε μία επιτροπή που άπτεται ακριβώς αυτού του αντικειμένου, σε γεγονότα που (θα έπρεπε να είχαν) τον βαθμό του κατεπείγοντος (τουλάχιστον), είναι ακριβώς το ίδιο με το να… πάει ο ίδιος καταθέσει ο δημοσιογράφος την όποια άποψή του. Όπως το “δεν μπορεί να καταθέσει ονόματα, γιατί ο νόμος τον εμποδίζει” δείχνοντας απόλυτη άγνοια και του νόμου, και της θεσμικής θέσης της επιτροπής, και του ρόλου της Αρχής. Ή, όπως το να βαφτίζει, έτσι, άκοπα, έστω και με εισαγωγικά νόμιμες τις “επισυνδέσεις” (θα μου επιτρέψετε να βάλω εγώ εκεί τα εισαγωγικά) επειδή ήρθαν από την ΕΥΠ, ή είχαν φαρδιά πλατιά υπογραφή του αρμόδιου εισαγγελέα. Μάλλον.

Αλλά ας πούμε χάριν της συζήτησης πως καθρεφτίζει και όχι εκπαιδεύει. Αν όμως καθρεφτίζει απλώς μόνο όντως, τότε το πρόβλημα είναι μεγάλο, μεγαλύτερο από ότι μπορούμε να φανταστούμε:

Διότι ζούμε έναν απίστευτο, αδιανόητο παραλογισμό, όπου, η κυβέρνηση που ήλεγχε την ΕΥΠ, πρώτα φέρνει νόμο για να μην μαθαίνουν τα θύματα ότι παρακολουθούνται – φιμώνοντας στην ουσία την ΑΔΑΕ, μετά κωλυσιεργεί στις δικαστικές έρευνές της με αποτέλεσμα τα γραφεία να αδειάζουν και τα στοιχεία να χάνονται, φροντίζει μάρτυρες κλειδιά να μην καταθέσουν στην επιτροπή, τρομοκρατεί θύματα, μάρτυρες και δημοσιογράφους είτε με δηλώσεις στελεχών της, είτε με ανώτατους εισαγγελικούς λειτουργούς, ξαναφέρνει νόμο που καλύπτει κάθε ενέργεια της ΕΥΠ για την οποία έχει την αποκλειστική ευθύνη, τρομοκρατεί και την ΑΔΑΕ πάλι με νέες δηλώσεις ανώτατου εισαγγελέα και αρνείται να ακούσει τα στοιχεία της αρμόδιας Αρχής στο κοινοβούλιο.

Ξαναδιαβάστε το, κάντε μου την χάρη: Δεν σας περιγράφω τι άκουγε και τι όχι η κυβέρνηση, θεωρίες συνωμοσίας, ποιοι είχαν επαφές με ποιους, δεν σας κάνω αναφορά στις καταγγελίες Κουκάκη ότι η πρώτη άρση του δικαιώματος των πληροφοριών έγινε επειδή ο ίδιος διεκδίκησε να μάθει γιατί παρακολουθείτω ή τις καταγγελίες Τέλλογλου ότι οι παρακολουθήσεις του άρχισαν όταν ο ίδιος αρχισε να αναζητά αυτήν την δυσώδη υπόθεση: Ότι σας περιγράφω είναι οι ενέργειες της κυβέρνησης και των στελεχών της για να “διερευνηθεί” η υπόθεση.

Η υπόθεση που έχει η ίδια την ευθύνη, έτσι;

Βγάζει νόμους, δύο, όπου και οι δύο είναι απολύτως καταστροφικοί για κάθε προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η αλήθεια, καθυστερεί έρευνες, μπλοκάρει την ενημέρωση της Βουλής, και απειλεί μάρτυρες θύματα και δημοσιογράφους με κάθε τρόπο.

Ξανά: η ίδια κυβέρνηση που έχει την απόλυτη ευθύνη για τις παρακολουθήσεις τα κάνει όλα αυτά.

Κάθε – γαμημένη – μέρα.

Και εμείς την κοιτάμε σαν χάνοι, και οι τίτλοι των άρθρων, ή έστω η κοινή γνώμη, μας χλευάζουν πως όλες οι διαμαρτυρίες είναι για να γίνεται “τζέρτζελο”.

Και ένα θύμα αυτής της υπόθεσης, ένας αθώος άνθρωπος, που πασχίζει κάθε μέρα, στωικά, να κάνει την δουλειά του, το λειτούργημά του, να ενημερώσει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί γι’ αυτόν τον εφιάλτη – είναι υποχρεωμένος σ’ αυτήν την προσπάθειά του να αναρτήσει και ένα άρθρο που λοιδωρεί ακριβώς αυτήν του την αγωνία.

Είναι πολύ οδυνηρό αυτό αδέλφια.

~

Είναι πολύ οδυνηρό να πρέπει να εξηγήσεις πάνω από μία φορά ότι όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε το δικαίωμά της να ρωτά και τους παρόχους και την ΕΥΠ για τυχόν παρακολουθήσεις, όχι, η ΑΔΑΕ δεν έχασε την υποχρέωσή της να ενημερώνει τα αρμόδια θεσμικά όργανα, και κυρίως όχι, όχι διάολε, δεν έχει δικαίωμα η ΕΥΠ να παρακολουθεί όποιον θέλει επειδή έτσι γουστάρει μόνο και μόνο επειδή έχει μία υπογραφή εισαγγελέα – οι αποφάσεις αυτές είναι υπό κρίση, και θα έπρεπε να είναι υπό αυστηρό έλεγχο.

Όσο και οποιοσδήποτε, και ειδικά οι δράστες πασχίζουν να μας πείσουν πως έτσι είναι τα πράγματα, να μην ασχολούμαστε, και το θέμα έχει ουσιαστικά κλείσει.

Είναι πολύ οδυνηρό το θύμα να πασχίζει να μας τα εξηγεί όλα αυτά πάνω από μία φορά.

Είναι πολύ, πολύ οδυνηρό το θύμα να μας ενημερώνει για την αδιαφορία μας, την απάθειά μας, την αδυναμία μας να καταλάβουμε ότι πρέπει να σταθούμε δίπλα του, να ενώσουμε την φωνή μας μαζί του, να πολλαπλασιάσουμε το μήνυμά του και να φροντίσουμε να μην φοβάται κανένα από τα θύματα να μιλήσει και να αναζητήσει το δίκιο του.

Ότι δεν είναι “τζερτζελές”, όλο αυτό που συμβαίνει.

Ότι είναι τραγικό, ότι είναι επώδυνο, ότι είναι τρομερά επικίνδυνο, και ότι εντέλει πρέπει να σταματήσει – άμεσα.

Ας διαλέξει ο καθένας μας στρατόπεδο, τι να πω. Με ενδιαφέρον ή με αδιαφορία. Με την λοιδορία ή με τον θυμό. Με την ντροπή, ή με την πλάκα. Με την αλληλεγγύη, ή με το τζέρτζελο.

Και ας νιώσει μετά όπως πρέπει όταν το θύμα μας δείχνει πως σκεφτόμαστε.

Εγώ έχω επιλέξει να θυμώνω, πάντως. Να θυμώνω, να μιλάω, να διαμαρτύρομαι, και να εκθέτω τις σκέψεις μου στην κρίση σας.

Ισως μία μέρα, κάποιο από τα θύματα, να σας δείξει δικαιωμένο το δικό μου το άρθρο. Ίσως μία μέρα να είναι η θέση μου που να καθρεφτίζει την οπτική όλης της κοινωνίας.

Ίσως αυτός ο καθρέφτης, μία μέρα, να δείξει κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο.

Φύλαγα, εδώ και καιρό, μία σκέψη για τον Κωστή Χατζηδάκη – όχι από τότε που έγινε η πρώτη νύξη ότι ο υπουργός ήταν υπό παρακολούθηση, αλλά από τότε που δήλωσε πως «Τι να σας πω, δεν τα βρίσκω καθόλου σοβαρά αυτά καθώς όποιος με παρακολουθούσε θα έπληττε θανασίμως…»

Είναι βέβαια πιθανό –ελάχιστα πιθανό αλλά τέλος πάντων- ο Κωστής Χατζηδάκης να μην πίστεψε τα πρώτα δημοσιεύματα. Είναι πιθανό, να μίλησε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να πίστεψε τον πρωθυπουργό πως ουδέποτε ήταν υπό παρακολούθηση – ή κάτι τέτοιο. Εκείνη την εποχή, ήταν πιθανό. Όμως, κάποια στιγμή οι αποδείξεις έρχονται, και τότε βρίσκεσαι να πρέπει να πάρεις θέση.

Και κάπου εδώ μεγαλώνει η σκέψη μου.

Ο Κωστής Χατζηδάκης μας χάρισε την πιο ολοκληρωμένη επιστολή υποταγής: Σε δήλωσή του στο Documento όταν εμφανίστηκαν τα στοιχεία της παρακολούθησης (από την ΕΥΠ, όχι από τα Predator) ο εν ενεργεία υπουργός απάντησε πως “Σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι ο πρωθυπουργός, με τον οποίο έχουμε άριστη συνεργασία και με τιμά με τη φιλία του τόσα χρόνια, υπάρχει έστω και η παραμικρή πιθανότητα να εμπλέκεται σε όλη αυτή την ιστορία. Το υπογραμμίζω για μια ακόμα φορά!”

“Σε όλη αυτήν την ιστορία”. Ποια ιστορία; Της επαναλαμβανόμενης, επί ενός συνολικά έτους τουλάχιστον, παρακολούθησης του υπουργού από την ΕΥΠ. Της ΕΥΠ που για να παρακολουθήσεις κάποιον, πρέπει, υποτίθεται, να είσαι ποινικά ελέγξιμος ή σχεδόν προδότης. Της ΕΥΠ, που ανέλαβε τις πρώτες ημέρες διακυβέρνησής του αποκλειστικά ο πρωθυπουργός. Της ΕΥΠ, που, για να βάλει άνθρωπο της απόλυτης εμπιστοσύνης του, παρέκαμψε τον νόμο, και τον διόρθωσε μεταγενέστερα για να μην αρθεί η τοποθέτησή του.

“Δεν το πιστεύω” λέει. Τέλος. Α, και δεν σας είπα το καλύτερο: ξέρετε πως κλείνει η επιστολή;

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”, λέει.

Απίστευτα εντυπωσιακό, ε; Πόση θλίψη και οίκτο μπορείς ταυτόχρονα να αισθανθείς για έναν τόσο παραδομένο, παραιτημένο άνθρωπο – ε;

Ε;

~

Μόλις προχθές, ψηφίστηκε ένας νόμος στην βουλή. Πήρε την πλειοψηφία που χρειαζόταν, μόνο από τους κυβερνητικούς βουλευτές που στην ουσία, θεσμικά, σκεπάζει πλήρως κάθε απόδειξη του σκανδάλου των υποκλοπών. Είναι απλό: από αυτήν την στιγμή, ουσιαστικά, σκάνδαλο υποκλοπών δεν υπάρχει πια: κάθε πληροφορία, κάθε υποχρέωση λογοδοσίας, θάφτηκε, “απολύτως νόμιμα” που έλεγε και ο πρωθυπουργός.

Όποιος και να αντέδρασε -ακόμα και θεσμικά- σ’ αυτό το αισχρό νομοσχέδιο, δεν ακουστηκε καν.

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε, ένας ολόκληρος λαός παρακολουθούσε είτε άφωνος, είτε ανήξερος, είτε ανήμπορος να ψηφίζεται μία από τις μεγαλύτερες νόμιμες συγκαλύψεις της νεότερης ιστορίας, ένας νόμος που θα συζητείται για χρόνια μετά, αν δηλαδή ποτέ γλυτώσει από την μοίρα της Vodafone, της Simens, της Λαγκάρντ, της Novartis και όλων των άλλων σκανδάλων που -στην καλύτερη- οδήγησαν προς απολογία και δημόσια καταδίκη τους… κατηγόρους, αντί των κατηγορουμενων.

Παρακολουθούσα προχθές το πάνελ του ΣΚΑΙ, με τους Δημήτρη Οικονόμου, Άρη Πορτοσάλτε, και Άκη Παυλόπουλο.

Έλεγε λοιπόν ο Πορτοσάλτε:

Α.Π.: Και, θα μου επιτρέψετε, να ρωτήσω κοιτάζοντας κατάφατσα, αν ήμουν κι εγώ στις παρακολουθήσεις του κυρίου Τσίπρα. Της ΕΥΠ! ΕΥΠ! Εθνική Υπηρεσία…

Δ.Ο.: …Εσύ, έχεις τέτοια ένδειξη;

Α.Π.: Ρωτάω! Ρωτάω! Εαν ήμουν και εγώ! Μπορείτε να διερωτηθείτε κι εσείς. Εγώ λοιπόν, ρωτώ, εάν ήμουν, εάν ήμουν στην παρακολούθηση της ΕΥΠ, ΕΥΠ επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών.“

Ούτε ένας, ούτε εκ των παρευρισκόμενων δημοσιογράφων, ούτε άλλος κανείς διέκοψε τον Άρη Πορτοσάλτε με μία μικρή, ίσως, μα πολύ, πολύ διδακτική ιστορία: Όταν ο αληθινός δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης κατάλαβε ότι παρακολουθείται (“…από την ΕΥΠ! επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) στις 10 Μαρτίου 2021 12 Αυγούστου 2020 πήγε, μετά από συνεννόηση με τον δικηγόρο του, στην ΑΔΑΕ να κάνει καταγγελία, και να μάθει αν παρακολουθείται και γιατί. Μετά από ελάχιστες ημέρες (προσθήκη στο κείμενο: από το καθυστερημένο κατά έναν χρόνο αίτημα της ΑΔΑΕ προς την ΕΥΠ), στις 31 Μαρτίου 2021 κατατίθεται εκτάκτως σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, μία ρύθμιση με την οποία δεν υποχρεούται πλέον η ΕΥΠ (“επαναλαμβάνω, Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών!”) να ενημερώνει την (αποκλειστικά υπεύθυνη για τέτοια ζητήματα) ΑΔΑΕ ούτε για το εάν κάποιος παρακολουθείται, ούτε γιατί. Άλλαξε εκτάκτως ένας νόμος που ίσχυε απαράλλακτος από την αρχή, γιατί κάποιος (που δεν ήταν, τελικά ούτε ποινικά ελέγξιμος, ούτε εχθρός του κράτους) ζήτησε απλώς να μάθει αν τον παρακολουθούσαν. Η μοναδική διαδικασία λογοδοσίας, σταμάτησε.

Ρωτάει λοιπόν ο Άρης Πορτοσάλτε “κοιτάζοντας κατάφατσα” εάν παρακολουθείτω -που είναι μία λογική αντίδραση, και την καταλαβαίνω απόλυτα- από τον … Τσίπρα όμως, (από τον Τσίπρα! ΤΟΝ ΤΣΙΠΡΑ!) χωρίς κάποιος να του πει ότι ο μοναδικός λόγος που δεν μαθαίνει, είναι γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη μόλις ένας αληθινός δημοσιογράφος του ζήτησε να μάθει αν και γιατί παρακολουθείται εκείνος, του στέρησε εκτάκτως το δικαίωμα.

«Νομιμότατα».

Και;

Και τί έγινε; Τίποτα. Ούτε πριν, ούτε μετά. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε τότε, ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης φιμώθηκε. Κανείς από εμάς δεν έκανε τίποτα, δεν έμαθε τίποτα – κυρίως επειδή δημοσιογράφοι σαν τον Πορτοσάλτε και τον Οικονόμου δεν το θεώρησαν σημαντικό τότε να το μάθουμε καν.

…Όμως τώρα το ξέρουμε. Μετά από αυτόν τον χαμό, η ενημέρωση ήρθε, στην αρχή μόνο από την Εφημερίδα των Συντακτών, το Reporters United, και το Documento, και στην συνέχεια από κάποιες συστημικές εφημερίδες όπως η Δημοκρατία, η Καθημερινή και Τα Νέα (με παροδικό ενδιαφέρον, επιμένω – αλλά τέλος πάντων, έγινε).

Τώρα το ξέρουμε.

Και;

Ήσυχοι όπως πάντα. Οι άλλοι μόλις εχθές έσβησαν τις αποδείξεις για τις παρακολουθήσεις τους, μεταθέτουν για την επόμενη τριετία τις απαντήσεις, και χωρίς να έχει δύναμη η ΑΔΑΕ να επέμβει, ενώ πριν άλλαξαν εκτάκτως τον νόμο για να μην εκτεθούν και απαντήσουν ουσιαστικά σε έναν, παραδέχθηκαν ότι παρακολουθούσαν αρχηγό κόμματος χωρίς ακόμα να έχουν δώσει μία πειστική εξήγηση γι’ αυτό, και όλες μα όλες οι απαντήσεις τους δεν είναι απαντήσεις, είναι μία απόπειρα να κατηγορήσουν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον άμεσα υπεύθυνο πρωθυπουργό.

Και;

Εμείς;

Πείτε μου ειλικρινά, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρουμε από τον Κωστή Χατζηδάκη. Πείτε μου ειλικρινά, όσοι πριν διαβάσατε την παράγραφο που έλεγε ότι είναι άξιος μόνο για οίκτο για την απόλυτη παράδοσή του στον δυνάστη του, πόσο πιστεύετε ότι διαφέρει η δική μας αντίδραση.

Εμφανίστηκε ένας δημοσιογράφος, μπροστά σας, και σας είπε ότι ανησυχεί μήπως παρακολουθήθηκε από τον προηγούμενο πρωθυπουργό, όταν, όχι μόνο καθ’ όλη την διάρκεια του Τσίπρα μπορούσε ανα πάσα στιγμή να αποτανθεί άμεσα στα αρμόδια όργανα, αλλά και ο νυν πρωθυπουργός ανέλαβε την απόλυτη και μοναδική εξουσία της ΕΥΠ, υπάρχουν στοιχεία ότι παρακολούθησε όντως έναν δημοσιογράφο, έναν υπουργό, έναν αρχηγό κόμματος αντιπολίτευσης και ο ίδιος άλλαξε εκτάκτως τον νόμο για να μείνει κρυφή κάθε παρακολούθησή τους.

Και;

Εμείς;

Πόσο διαφέρουμε τελικά από τον άβουλο Κωστή Χατζηδάκη;

Έχουμε μάθει ότι μία πληθώρα ατόμων είχαν στα κινητά τους ένα λογισμικό που λειτούργησε, τουλάχιστον για δύο περιπτώσεις (Κουκάκη, Ανδρουλάκη) και ίσως και μία τρίτη ή τέταρτη (Χατζηδάκη, Φλώρου) παράλληλα ή συνεχόμενα με την παρακολούθηση από την ΕΥΠ, ότι τα μυστικά αυτών των ανθρώπων που λειτουργούν σε καίριες θέσεις βρίσκονται στα χέρια κάποιων, ότι μπορεί να τους έχουν ήδη εκβιάσει ή σκοπεύουν να τους εκβιάσουν μ’ αυτά, και όλο μας το δημοκρατικό πολίτευμα είναι στην ουσία θολό και πολύ προβληματικό.

Και;

Εμείς;

Πόσο περισσότερο σηκώσαμε το κεφάλι μας από τον δειλό Κωστή Χατζηδάκη;

~

Όμως το άρθρο τιτλοφορείται Δύο Ελλάδες.

Γιατί για κάθε Πορτοσάλτε ή Οικονόμου που ζητούν εξηγήσεις από τον… Τσίπρα εν μέσω του μεγαλύτερου ίσως σκανδάλου των τελευταίων χρόνων, για κάθε φθηνό και αναίσχυντο αντιπερισπασμό με την προηγούμενη κυβέρνηση, υπάρχουν τα ρεπορτάζ. Οι άνθρωποι που ψάχνουν, που αναζητούν, που θέλουν να μάθουν την αλήθεια – όποια και αν είναι τα κίνητρά τους γι’ αυτό.

Μία δημοσιογραφία που διαρκώς επαιτεί το ένα ή τα δύο μας ευρώ για να παραμείνει ζωντανή, να ψάχνει ή να αναπαραγάγει τις ερωτήσεις, τα δεδομένα, τις ανησυχίες:

Είδατε ποτέ τα συστημικά κανάλια και τις εφημερίδες να παρακαλάνε για ένα ευρώ μας; Το κάνουν όμως το Reporters United, η Εφημερίδα των Συντακτών, το κανει το Inside Story και το OmniaTV, το The Press Project, το κάνει ακόμα και το Documento με μόλις μία (μία!) διαφήμιση στις σελίδες του όταν έχει το πιο σημαντικό ρεπορτάζ της επικαιρότητας για άλλη μία Κυριακή.

Υπάρχει ένα κομμάτι που πασχίζει. Θα δεχθώ ότι δεν θέλουν όλοι το ίδιο πράγμα. Θα δεχθώ ότι ο Κουκάκης και ο Λαμπρόπουλος, ο Βαξεβάνης και ο Τέλλογλου, η Ελίζα Τριανταφύλλου και ο Σταύρος Μαλιχούδης μπορεί στο τέλος της ημέρας να μην μιλιούνται μεταξύ τους. Θα το δεχθώ, δεν είναι όλοι το ίδιο. Όμως εμείς οφείλουμε να κρίνουμε τα ρεπορτάζ τους, τα λεγόμενά τους. Οφείλουμε να κρίνουμε την προσπάθειά τους, την αγωνία τους, τις θυσίες τους: Ο Τάσος Τέλλογλου, πριν ξεκινήσει το ρεπορτάζ, δεν ήταν στο στόχαστρο, δεν παρακολουθείτω – επειδή έκανε ρεπορτάζ μπήκε μόνος του στον ντορβά και του ψαχούλεψαν την ζωή με σκοπό να τον ελέγχουν και να τον εκβιάζουν. Ο Μαλιχούδης, ο Κουκάκης, η Τριανταφύλλου είναι εξαφανισμένοι σχεδόν από κάθε πάνελ, από κάθε αναφορά στις υπόλοιπες εφημερίδες – κι ο δε Βαξεβάνης (με μία τουλάχιστον απόπειρα δολοφονίας εναντίον του) είναι ίσως η πιο στοχοποιημένη δημοσιογραφική μορφή της τελευταίας δεκαπενταετίας τουλάχιστον – και μάλιστα από την κυβέρνηση ολόκληρη, με κάθε δυνατό τρόπο.

Υπάρχουν δύο Ελλάδες. Υπάρχουν οι γονατισμένοι, δειλοί και λίγοι, και υπάρχουν και αυτοί που σηκώνονται, και περπατάνε – και ας τους βαράνε όπου βρουν.

Ας μην γίνουμε σαν τους πρώτους. Όχι τίποτα άλλο, αλλά η Siemens, η Vodafone, η Novartis, τα LuxLeaks, η λίστα Lagarde και τα Panama Leaks, μας έχουν διδάξει με τον πιο επώδυνο τρόπο θεωρώ τί γίνεται όταν σκύβουμε το κεφάλι.

Ας μην περιμένουμε από τον κάθε Τσίπρα, τον κάθε Ανδρουλάκη, τον κάθε Κουτσούμπα ή τον κάθε Βαρουφάκη να μας σώσει – δεν θα το κάνει, κανείς από αυτούς δεν θα μπει στον κόπο να το κάνει, αν μας βρει ήδη γονατιστούς και παραιτημένους. Δεν υπάρχει άνωθεν βοήθεια αν δεν το απαιτήσουμε πρώτα εμείς.

Για να σωθούμε, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το θέλουμε εμείς, να σηκωθούμε εμείς, να μοιραστούμε τον κόπο και τις θυσίες μ’ αυτούς που παλεύουν, να τους δώσουμε τα όπλα και την φωνή μας, να τους κρίνουμε σκληρά και να αποδείξουμε, κατ’ αρχάς, ότι αξίζουμε να σωθούμε. Θα είμαστε δίπλα τους, για να μην μείνουνε μόνοι τους.

Το είπε ακόμα και ο ίσως πιο δειλός και παραιτημένος αυτής της απίστευτα θλιβερής ιστορίας:

“Είναι θέμα Δημοκρατίας!”

Και αυτή δεν χαρίζεται. Κατακτάται.

Υ.Γ.: Και να σας πω και κάτι ακόμα, γιατί αισθάνομαι ότι δεν έχει γίνει κατανοητό: Αυτός ο σιχαμένος, κατάπτυστος νόμος, αυτός ο τελευταίος, που επιτρέπει στην κυβέρνηση να έχει απόλυτη εξουσία, να μην λογοδοτεί για τις παρακολουθήσεις της, να μην απαντά στους πολίτες, θα είναι νόμος γι’ αυτήν την κυβέρνηση – αλλά θα είναι και για τις επόμενες. Και καμία κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να έχει τέτοια εξουσία. Ούτε η τωρινή κυβέρνηση Μητσοτάκη, ούτε όμως μία επόμενη κυβέρνηση Δένδια, Μπακογιάννη, Σαμαρά, Τσίπρα, Βαρουφάκη, Ανδρουλάκη – ή οποιουδήποτε άλλου. Δεν είναι κομματική αυτή η μάχη για δημοκρατία. Είναι μάχη αξιοπρέπειας. Και μας θέλει όλους – ό,τι και αν πιστεύουμε κομματικά ή πολιτικά ο καθένας μας, όλους – εκεί.

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που οργιζόμαστε, όταν δεκαεξάχρονα παιδιά πέφτουν από τις σφαίρες των αρματωμένων αστυνομικών, όταν φοιτητές δέχονται απευθείας βολές στο πρόσωπο εκτοξευτήρων δακρυγόνων, που μας κόβεται η ανάσα όταν ξυλοκοπούν μετανάστες στα σύνορα, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη όταν γινόμαστε έξαλλοι που δέκα αστυνομικοί χτυπάνε έναν πεσμένο διαδηλωτή ή έναν πεσμένο Ζάκ, που πονάμε κι εμείς με τις κραυγές στην Νέα Σμύρνη, που θα παγώσουμε με την μαχαιριά στον Φύσσα, που αρρωστήσαμε με τα θύματα των προβεβλημένων και απείραχτων βιαστών, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη που θα πανηγυρίσουμε την φυλάκιση των ναζί, δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε καθάρματα που θα χρεώσουμε στα ΜΑΤ τον θάνατο του Βασίλη Μάγγου έναν μήνα μετά τον ξυλοδαρμό του, καμία συγγνώμη που θα θυμώσουμε για τις εξοστρακισμένες σφαίρες στον Γρηγορόπουλο, δεν σας χρωστάμε ρε καμία συγγνώμη που θα τρομάξουμε με τον ακατάσχετο ρυθμό των πυροβολισμών στο ήδη νεκρό κορμί του άοπλου Νίκου Σαμπάνη.

Καμία συγγνώμη δεν σας χρωστάμε. Δεν σας ακούμε άλλο. Δεν σας ακούμε άλλο ρε. Δεν υπάρχετε πια.

Πείτε τους όπως θέλετε, πείτε τους χασικλίδες, πείτε τους κλέφτες, πείτε τους γύφτους, πείτε τους πρεζόνια, πείτε τους παραβατικούς, λαθραίους, πούστηδες, πουτάνες, πάκηδες, βρωμιάρηδες, μούλους, πείτε τους όπως θέλετε ρε, πείτε τους όπως θέλετε ρε, βρίστε τους ρε, ρε, δεν σας ακούμε άλλο ρε, πείτε ο,τι θέλετε, ξεράστε τις πιο χολερές σας σκέψεις, τα παιδιά είναι εκεί, νεκρά, δεν μπορούν να μιλήσουν, μέσα στο αίμα τους, με την κοπέλα τους δίπλα, με τον φίλο τους δίπλα, δεν μπορούν να μιλήσουν, πείτε ο,τι θέλετε, πείτε τα σε μας, πείτε τα στην μάνα του Φύσσα και στον πατέρα του Μάγγου, την οικογένεια του Σαμπάνη και του Φραγκούλη, καρφώστε τους την καρδιά, πείτε ο,τι θέλετε ρε καθάρματα, ό,τι θέλετε.

Πείτε ο,τι θέλετε για εμάς, πείτε ότι τα παίρνουμε, ότι τους εκμεταλλευόμαστε, ότι είμαστε άπλυτοι, πείτε το αριστεροί σαν προσβολή και το αναρχικοί σαν βρισιά, πείτε το σύντροφοι και το αλληλέγγυοι σαν επάγγελμα, πείτε ο,τι θέλετε και για εμάς, εδώ είμαστε, εδώ θα είμαστε – δεν θα σας ακούμε άλλο ρε, δεν σας ακούμε άλλο, δεν υπάρχετε πια.

Κρυφτείτε πίσω από ψέματα, από δικαιολογίες, κρυφτείτε πίσω από πουλημένες ηθικές και χυδαίες σκέψεις, κρυφτείτε πίσω από κοινωνικούς αυτοματισμούς και βαθιές, άδικες προκαταλείψεις, κρυφτείτε πίσω από παράνομους νόμους και γελοίες μόνιμα αθωωτικές ΕΔΕ, κρυφτείτε πίσω από ψεύτες δημοσιογράφους και σιχαμένους ακροδεξιούς σχολιαστές – και κρύψτε πίσω σας με την σειρά σας τους άτολμους δικαστές, τους δειλούς κι αμίλητους συνάδελφούς τους αστυνομικούς, τους ξεφτιλισμένους καιροσκόπους ακροδεξιούς πολιτικούς και βρίστε, ξεράστε και χύστε με την επιτυχία της απευθείας βολής του ένστολου εκφραστή σας.

Εμείς θα είμαστε εδώ, και δεν σας δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη.

Καμία συγγνώμη που είμαστε δίπλα τους, και αφού κρυώσει το κορμί τους. Καμία συγγνώμη για το δάκρυ μας, καμία συγγνώμη για την οργή μας, καμία συγγνώμη επειδή μας θυμώνει το άδικο, καμία συγγνώμη που πιστεύουμε ότι κάθε ζωή μετράει, ότι κι η πιο ακριβή, κι η πιο φθηνή αξίζουν το ίδιο, ότι όλες οι ψυχές αξίζουν δικαιοσύνη.

Καμία συγγνώμη που λέμε το σύστημά τους σάπιο, την καλαισθησία τους υποκριτική, την δικαιοσύνη τους ψεύτικη.

Όλοι μαζί, κι εσείς κι εμείς – εμείς όσοι μιλήσαμε λιγότερο από όσο πρέπει, όσοι δεν κατεβήκαμε στον δρόμο να απαιτήσουμε δικαιοσύνη, όσοι δεν ουρλιάξαμε για δικαιοσύνη, όσοι κάναμε τα στραβά μάτια στους υπαλλήλους μας, όσοι δεν είχαμε αρκετή καρδιά για να δακρύσουμε, όσοι τρομάξαμε για τα ΜΑΤ τα χημικά και τις συλλήψεις, όσοι δεν είχαμε αρκετή ψυχή για να βουρκώσουμε, εμείς χρωστάμε μία συγγνώμη, σ’ αυτούς, στις μανάδες τους που θα τα ξαναδούν κρύα, στους φίλους τους που θα τους στοιχειώνει μία τρομακτική τρύπα στο σώμα του αδελφού τους, στις κοπέλες τους που δεν θα ξέρουν πως να ξανααγαπήσουν πια, στα παιδιά τους που δεν θα πουν μπαμπά ξανά.

Σε ποιον, σε σας; Σε σας συγγνώμη; Χρωστάμε σε εσάς συγγνώμη; Επειδή κοιτάξαμε τον νεκρό; Με το ζόρι να κοιτάμε εσάς, και να μην κοιτάμε το παιδί;

Ρε πάτε καλά; Ρε πάτε καλά ρε;

Δεν σας χρωστάμε καμία συγγνώμη ρε. Καμία συγγνώμη. Δε υπάρχετε πια. Δεν θα ασχοληθούμε άλλο μαζί σας. Σας παραμερίζουμε, δεν θα ασχοληθούμε μαζί σας πια. Αρκετά μας απασχολήσατε, αρκετά μας ξεγελάσετε να θυμώσουμε με σας, με τα αρρωστημένα πιόνια μουρλαμένων στρατηγών – δεν σας ακούμε πια, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ, ΡΕ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΤΕ ΠΙΑ!

Δεν είσαστε παρά μόνο ένας βήχας, όταν εμείς κραυγάζουμε ένα σύνθημα, μόνο μία λέξη από τα πέρατα της ψυχής μας:

Δοικεοσήνι ρε. Μόνο μία λέξη. Δηκαιωσίνυ για όλους ρε καθάρματα.

Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή: Προσπαθώ ειλικρινά -δεν το καταφέρνω πάντα βέβαια- στα κείμενά μου να μην είμαι αθυρόστομος. Έψαξα, αλήθεια το λέω, να βρω έναν καλύτερο, πιο … ευγενικό τίτλο γι’ αυτό το άρθρο από αυτόν που μου κόλλησε αυτόματα μόλις στο φτωχό μυαλό μου απέκτησε υπόσταση. Ήταν αδύνατον. Τι “κυβέρνηση της αδιαφορίας” έγραφα, τι “Δεν την νοιάζει” έγραφα, εις μάτην: Αυτή η κυβέρνηση είναι τελείως στ’ αρχίδια της. Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής τρόπος να το περιγράψεις. Και, αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι, ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με το να είμαστε ειλικρινείς.

Μία κυβέρνηση εκλέγεται κάθε -συνήθως- τέσσερα χρόνια. Ο κόσμος παίρνει την απόφασή του, ο Κυριάκος καλύτερος από τον Τσίπρα, ο Τσίπρας καλύτερος από την Γεννηματά ή τον Βαρουφάκη, Δεν πάω να ψηφίσω, ας αποφασίσουν οι άλλοι ποιος θα με κυβερνήσει – τέτοια πράγματα περνάνε από το μυαλό του ψηφοφόρου, Φόροι, Μακεδονία, Μετανάστες, Μία θέση στο δημόσιο, Γάτες ή Λαμόγια, τέλος πάντων, όπως θέλει κανείς πάει και ψηφίζει, και παίρνει απόφαση ποιον θα βρίζει τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Στην καλύτερη, βέβαια, δεν ψηφίζει κόμματα αλλά βουλευτές.

Δηλαδή(μη γελάτε, εγώ το κάνω εδώ και πολλά χρόνια), υπάρχουν κάποιοι που επιλέγουν βουλευτές αντί για κόμματα. Γιατί; κυρίως επειδή ο πολίτης ψηφίζει κάθε τέσσερα χρόνια. Στο μεταξύ όμως, κάποιος πρέπει να ελέγχει τι σκατά κάνει η κυβέρνηση αυτά τα τέσσερα ενδιάμεσα χρόνια, σωστά; Δεν μπορούμε να την αφήνουμε ανεξέλεγκτη! Οπότε τι κάνουμε; ψηφίζουμε βουλευτές, ανθρώπους που παίρνουν τις αποφάσεις, που θα την κρατήσουν στον ίσιο δρόμο, που θα την επιβλέπουν να μην κάνει λάθος ενέργειες.

Ανθρώπους που, αν κάτι στραβώσει, μπορούμε να πάμε και να τους πούμε “επ, εσένα σε ψήφισα, σε θυμάμαι που μου είπες ότι θα μου βάψετε πχ τον τοίχο κίτρινο, τα συμφωνήσαμε, τώρα γιατί τον βάφετε πορτοκαλί;” Και αυτός πρέπει να σου εξηγήσει, εσένα, προσωπικά, ότι είναι καλύτερα, ή είναι φθηνότερα, ή έτσι πρέπει, και αν σε πείσει έχει καλώς, αν δεν σε πείσει ξέρει ότι τον θεωρείς ψεύτη ή ακατάλληλο και την επόμενη τετραετία δεν θα έχει την στήριξή σου.

Αυτό γινόταν τόσα χρόνια.

Και αν μαζευτούν αρκετοί ψηφοφόροι, και ο εν λόγω βουλευτής μας ονειρεύεται να ξαναβγει, τότε – και μόνο από λόγους αυτοπροστασίας, αν όχι από λόγους αξιοπρέπειας- δεν ψηφίζει στην βουλή ο τοίχος να βαφτεί κίτρινος (παράδειγμα είναι, μη ψάχνετε να βρείτε συνειρμούς και βαθύτερα νοήματα) και ας τα βγάλουν πέρα οι άλλοι μόνοι τους, και ψάχνει για άλλο κόμμα που θα ταιριάζει καλύτερα με τις ιδέες του, ή εκείνο με τους ψηφοφόρους του, και προχωράει και η ζωή συνεχίζεται.

…και υπάρχει κι αυτή η κυβέρνηση.

Η οποία είναι στ’ αρχίδια της.

Φίλοι μου λένε πως είναι άτυχη γιατί της έκατσαν πράγματα όπως η πανδημία, και δεν προλαβε να δείξει το έργο της – και γω λέω πως άγιο είχαμε, τώρα που έχει χρόνο να δείξει το έργο της, διότι “όταν δεν μπορούσε να δείξει το έργο της” κατηγορήθηκε για ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, απο απευθείας αναθέσεις, και σκόιλ ελικίκου μέχρι την διάταξη του πως θα κάθονται οι μαθητές στην τάξη,αν όντως μας ζήτησαν ποτέ εκείνον τον μοναδικό κώδικα που θα ξεχώριζε ποιος τουρίστας θα βήξει ύποπτα και πού παράπεσε μία έκθεση για το αν, τελικά, οι ΜΕΘ σώζουν ζωές.

(Hint: Σώζουν)

Και – τι κάνουμε μ’ αυτό;

Φέρνουμε πχ “τώρα που ήρθε διαφάνεια και νομιμότητα στην χώρα” έναν νόμο που λέει ότι οι τραπεζίτες δεν ελέγχονται από εισαγγελείς για τις ενέργειες των τραπεζών τους, ακόμα και αν είναι προδήλως ζημιογόνες – εκτός και … αν το αποφασίσουν οι ίδιοι(!)

Νομοθετούμε “τώρα που η οικονομία μας πάει βζιιινννν” πχ ο άνθρωπος πλέον να χρεοκοπεί ο ίδιος, να χάνει τα πάντα, να μένει στο σπίτι του με ενοίκιο της τράπεζας, άμα χάσει δύο-τρεις δόσεις να της μένει το σπίτι, και αν τα καταφέρει μετά από είκοσι-τριάντα χρόνια να πληρώσει όλες τις δόσεις να μπορεί να αγοράσει το σπίτι του σε ό,τι τιμή αποφασίσει ο τραπεζίτης – και άμα θέλει.

Ή, πχ, τώρα που “τελείωσε η πανδημία” φροντίζουμε να έχουμε πρόσβαση στο ΕΣΥ με όρους το καλάθι του αρρώστου, “τα φθηνά είναι λίγα και όποιος προλαβαίνει παίρνει, οι άλλοι στην αισχροκέρδεια και πλειοδοτήστε την ζωή σας μεταξύ σας, έτσι πάει αδέλφια”.

Αυτά περάσανε από την βουλή, έτσι; Αυτά που σας περιγράφω, περάσανε από την βουλή.

Και τα ψήφισαν όλοι.

Ούτε μία αντίδραση. Κάποιος να πει “ρε παιδιά, δεν είναι σωστό να πλειοδοτείται η υγεία”, ή “ρε παιδιά, δεν μπορούμε να τα χαρίζουμε όλα στις τράπεζες” – όχι, κανένας, όλοι μαζί.

Σαν να μην έχει αυτή η κυβέρνηση βουλευτές. Μπετόν αρμέ, ένα πράγμα, μία απόφαση όποιον και να ψήφισες.

Και λες “εντάξει, δεξιοί είναι, πραγματικά – τι περίμενες, άλλη αντιμετώπιση; Αυτή είναι η οικονομική της πολιτική, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης της, αυτό ψηφίσαμε, αυτό θέλαμε”.

Ok, τίμιο. Δεξιά είναι, αφού ψήφισε ο πολίτης, αυτό ήθελαν οι περισσότεροι, καλοφάγωτο.

Όμως, υπάρχουν και οι παρανομίες.

Αυτό δεν είναι “οικονομική πολιτική”, αυτό δεν (θα έπρεπε να) είναι ανεκτό από κανέναν:

Τραπεζίτες που αθωώνουν τον εαυτό τους;

Δισεκατομμύρια σε απευθείας αναθέσεις;

Αστυνομικοί που πυροβολούν δακρυγόνα σε ευθεία βολή;

Παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ;

Επιλεκτικές πληρωμές στον τύπο;

Σχέσεις κυβερνητικών υπαλλήλων με παρακρατικές επιχειρήσεις;

Ακόμα και οι δεξιοί, οι καραμπινάτοι δεξιοί λέμε τώρα, θα έπρεπε να αντιδρούν σ’ αυτό. Κάπου θα έπρεπε να υπάρχει μία γραμμή, ένα όριο ανοχής, ένα σημείο πολιτικής ανοχής. Κάποιος έλεγχος στην εξουσία απαιτείται αυτά τα τέσσερα χρόνια, όχι; Αυτόν τον έλεγχο δεν μπορώ εκ φύσεως να τον αναλάβω εγώ που δεν την ψήφισα, με τί θα την απειλήσω, ότι … δεν θα την ψηφίσω αύριο; Η ευθύνη μένει αναγκαστικά σ’ αυτόν που εξαρτάται από αυτόν, στον ψηφοφόρο, που την στηρίζει, στον πολιτικό, που την στηρίζει, στον βουλευτή, που την στηρίζει.

Όχι μόνο για λόγους πολιτικής αυτοπροστασίας (πόσο πιο χαμηλά να πέσει ένα κόμμα, δηλαδή, για όνομα πια) αλλά και προσωπικής αξιοπρέπειας: Όταν αποκαλύπτεται ότι σε παρακολουθούν πχ δεν μπορείς να λες “αν με παρακολουθούσαν, θα βαρέθηκαν, είμαι πολύ βαρετός τύπος”. Ποσο πιο χαμηλά να πέσει δηλαδή ένας άνθρωπος, για όνομα πια.

Σε αυτές τις συνθήκες λοιπόν, όπως έλεγα και στο προηγούμενο άρθρο μου, η κυβέρνηση δεν έχει καμία ουσιαστική ζημιά. Ξέρετε πόσες κυβερνητικές ψήφους πήρε το άρθρο για το ΕΣΥ; Όλες.

Ό-λες.

Είναι ένα κακό άρθρο, δεν στέκει πουθενά, θα κάνει ανείπωτη ζημιά στους πολίτες αυτής της χώρας, είναι μία εγκληματική ενέργεια ειδικά λόγω πανδημίας και ασθενειών που συνδέονται με Cov…

Ό-λες.

~

Και θα μου πείτε, ρε αρκούδο, ρε αρκούδο, τώρα δεν μας τα έλεγες; Αυτά είναι οικονομία, οι βουλευτές συμφωνούν να διαλυθεί η υγεία και να πλειοδοτώ με τον δίπλα μου το μοναδικό ελεύθερο κρεβάτι στο χειρουργείο, έτσι θέλει η δεξιά, αυτή είναι η οικονομική πολιτική της.

Πάσο, αν και διαφωνώ, πάσο. Κανένας πολίτης που ψήφισε δεξιό βουλευτή δεν ενοχλείται, δεν τον πειράζει, έχει περισσότερα λεφτά από τον δίπλα του και σίγουρο απογευματινό χειρούργο, έτσι θέλει και για τους δίπλα του, στηρίζει τον βουλευτή του που ψηφίζει τέτοια εκτρώματα, έτσι θέλει την Ελλάδα του αύριο. Είναι ξεκάθαρο, όλοι οι πολίτες που αποδέχθηκαν αυτόν τον νόμο, θα γλυτώσουν στην στραβή, δεν θα τους προσπεράσει κανένας, είναι όλοι πλούσιοι, ok, ξεκάθαρο. Ok, ok.

Όμως έρχεται ένας νόμος για τις παρακολουθήσεις. Θα πάει στην βουλή και οι βουλευτές της πλειοψηφίας (άσε τα άλλα κόμματα, είναι αναφανδόν εναντίον του) θα κληθούν να τον ψηφίσουν.

Και θα λέει -φαντάσου τώρα, ε;- αυτός ο νόμος πως τα αρχεία των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ θα κρατώνται μόνο για τρεις μήνες και μετά θα διαγράφονται, και μαζί και οι λόγοι της παρακολούθησης, ή ότι μπορεί πλέον η κυβέρνηση επισήμως (και …. “νομίμως”) να παρακολουθεί και με εργαλεία τύπου predator, ή ότι ο πολίτης θα μαθαίνει μετά από … χρόνια αν παρακολουθήθηκε.

Αυτό όμως, δεν είναι οικονομική πολιτική των δεξιών.

Αυτό, είναι πολιτική των αχρείων.

Αυτό δεν καλύπτεται από το δεξιό παραπέτασμα του “αυτήν την οικονομία θέλουμε”, αλλά από το “αυτήν την κυβέρνηση θέλουμε, να παρακολουθεί τους πάντες και να μην δίνει -νόμιμα πάντα, ε;- και επισήμως λογαριασμό σε κανέναν”.

Αυτό είναι κάλυψη μίας παρανομίας.

Είναι κάλυψη μίας εκτροπής.

~

Κοιτάξτε, καλή η πλάκα, αλλά ας μιλήσουμε λίγο σοβαρά, για λίγο μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Ζούμε μία εκτροπή άνευ προηγουμένου στην Ελλάδα, κάποιοι άνθρωποι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο που για συγκεκριμένους λόγους δεν δίνεται ούτε από νόμους, ούτε από το σύνταγμα – και λειτουργούν ως μαφία. Και αυτές οι ενέργειες θα «νομιμοποιηθούν» με έναν νόμο που η λέξη σίχαμα δεν αρκεί να την εκφράσει, και αυτός ο νόμος θα έρθει στην κρίση των βουλευτών.

Ποιος θα ελέγξει αυτήν κυβέρνηση;

Ο,τι έχει κάνει τώρα, το έχει κάνει χωρίς απώλειες, χωρίς έλεγχο, χωρίς καμία ουσιαστική αμφισβήτηση. Ο,τι έχει κάνει τώρα, από τις βόλτες και τα πάρτι του κορονοϊού, μέχρι τις μεταγενέστερες αλλαγές στον νόμο για να νομιμοποιηθεί ο παράνομος διορισμός του διοικητή της ΕΥΠ – όλα αυτά αυτά έχουν γίνει χωρίς καμία απολύτως απώλεια. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας κάνει ο,τι θέλει, ο,τι γουστάρει και αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες – γιατί, πολύ απλά, δεν έχει συνέπειες.

Στ’ αρχίδια της.

Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια, μπορεί να κάνει ο,τι θέλει.

Και, μέχρι τώρα, αυτό έκανε.

Και, τις επόμενες ημέρες, θα το δούμε όλοι μαζί εντελώς καθαρά, ότι αυτό θα κανει: ο,τι θέλει.

Ελάτε και πείτε μου τώρα εσείς, ότι υπάρχει άλλος τίτλος που να εκφράζει καλύτερα αυτήν την κατάσταση. Εγώ όσο και να έψαξα, δεν βρήκα.

Είναι απλό:

Αυτή η κυβέρνηση είναι στ’ αρχίδια της.

Γιατί όλοι εμείς οι υπόλοιποι, είτε την ψηφίσαμε, είτε όχι, -κυρίως όμως όσοι την ψηφίσαμε- την κοιτάμε σιωπηλοί.

Σιωπηλοί ανάμεσά μας, σιωπηλοί στους πολιτικούς μας, τους βουλευτές μας, σιωπηλοί.

Και, όσο εμείς είμαστε σιωπηλοί, όσος χρόνος της μένει, αυτή η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι γουστάρει.

Στ’ αρχίδια της.

(Καλοφάγωτο)

Τις ώρες που γράφεται αυτό το κείμενο, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Δεν θα είναι πάντα έτσι. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Μόλις εχθές το βράδυ, σε μία γεμάτη παλμό αλλά όχι “ακρότητες”, όπως συνηθίζουν να τονίζουν τα κανάλια, πορεία για την άρνηση του κράτους να δώσει στον Μιχαηλίδη το δικαίωμα να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του εκτός φυλακής, το ξύλο από τους αστυφύλακες (είναι πολύ καλύτερο για μένα το αστυ-φύλακες από το αστυ-νομικούς όταν εμφανώς παρανομουν) έπεσε βροχή. Σε ανθρώπους που είχαν ήδη συλληφθεί, σε ανθρώπους που δεν αποτελούσαν απειλή, σε δημοσιογράφους.

Ο Μιχαηλίδης, μετά από την προχθεσινή ενημέρωση των γιατρών του, βρίσκεται σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μια ενημέρωση που έγινε πριν μάθουμε πως η απόφαση για την αποφυλάκισή του, δεν έγινε δεκτή – υποθέτω πως η κατάστασή του θα επιδεινώθηκε μετά από αυτό.

Διαβάζω διαρκώς πως η κυβέρνηση θέλει νεκρό τον Μιχαηλίδη. Αυτό, πράγματι, σε πρώτη ανάγνωση θα εξυπηρετούσε κάποια από τα αφηγήματά της – αλλά εγώ υποστηρίζω ότι αυτό είναι, τελικά, λάθος.

Κατ’ αρχάς, αν δεχτούμε πως πράγματι θέλουν να δημιουργήσουν ένταση για να κάνουν άσπρη-μαύρη την διαδικασία των εκλογών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως οι άνθρωποι που θέλουν να προσεγγίσουν, ας τους πούμε συντηριτικούς ψηφοφόρους, χέστηκαν για τον Μιχαηλίδη. Είτε ζήσει, είτε πεθάνει, δεν δίνουν δεκάρα. Δεν θέλω να φτάσω να πω πως προτιμούν να πεθάνει, διότι ως άνθρωπος είμαι μάλλον αισιόδοξος και θεωρώ, υπολογίζω και ελπίζω, να νοιάζονται για μία ανθρώπινη ζωή – έστω και αναρχικού.

Πιστεύω όμως πως, σε γενικές γραμμές, δεν δίνουν δεκάρα.

Χέστηκαν.

Φυσικά, το πνεύμα της κυβέρνησης είναι να κερδίσει από τις αντιδράσεις αυτού ακριβώς του κόσμου. Επειδή όμως οι αντιδράσεις είναι πια γενικευμένες – δεν είναι πια μόνο αναρχικοί που κατεβαίνουν στον δρόμο, δεν είναι καν μόνο αριστεροί αυτοί που αντιδρούν στις κυβερνητικές επιλογές – οι αντιδράσεις μπορεί να έρθουν και από τους ίδιους στους οποίους στοχεύουν για την ψήφο τους. Η “Μακεδονία” δεν είναι πια θέμα πολιτικής αντίστασης, η Τουρκία φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν είναι διόλου “απομονωμένη”, η οικονομική δυστοκία χτυπάει πια όλες τις τάξεις, ειδικά σε πετρέλαιο, ενέργεια, τιμές προϊόντων, οι άνθρωποι χάνουν δικούς τους από τον κορονοϊό – χώρια τα υπόλοιπα. Ε, όλοι αυτοί αν διαμαρτυρηθούν πάνε για ξύλο ασήκωτο, από μία αστυνομία ξεκάθαρα οπλισμένη και με το ελεύθερο να ανοίξει κεφάλια, οπότε ο Μιχαηλίδης είναι γι’ αυτούς το λιγότερο.

Δεν την ενδιαφέρει την κυβέρνηση ο θάνατος του Μιχαηλίδη.

Δεν είναι ο νεκρός που θέλει, που την εξυπηρετεί:

Η κυβέρνηση θέλει νεκρό αστυνομικό.

~

Ήταν σε μένα εμφανές πως, ήδη από τον καιρό της Νέας Σμύρνης, όπου οι αστυφύλακες τσάκισαν έναν αθώο άνθρωπο, έμειναν ατιμώρητοι, ο κόσμος αντέδρασε και τους τσάκισαν κι αυτούς, ο κόσμος κατέβηκε στον δρόμο και τους τσάκισαν και αυτούς στο ξύλο, αλλά και αργότερα, όλη την διαδρομή μέχρι την ευθεία βολή του αστυνομικού με τον εκτοξευτήρα δακρυγόνων πάνω στο πλήθος, πως η κυβέρνηση θέλει, δημιουργεί, προσδοκά και βασίζεται στην ένταση.

Αλλά ο νεκρός που αποζητά για να χτίσει το αφήγημά της, κατά την προσωπική μου γνώμη, δεν την ενδιαφέρει να είναι πολίτης. Αυτό, είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για την ουσιαστική ερώτηση, την ερώτηση που θα φέρει την ψήφο που είναι το ζητούμενο, το “θέλετε κράτος ή όχι”, δεν τίθεται με έναν τραυματισμένο ή έναν νεκρό πολίτη.

Απαντάται με πολύ περισσότερο ξύλο, πολύ περισσότερη κυβερνητική παρανομία, τόσο πολύ που οι αντιδράσεις θα ενταθούν, θα βγουν οι πέτρες, θα βγουν οι μολότοφ, θα γεμίσουν οι δρόμοι αίμα.

Η ατιμωρησία -από πλευράς μας, από την πλευρά του κράτους και της κυβέρνησής μας- προς τους ανθρώπους που δρουν με την «νομιμοποιημένη, κρατική βία» θα φέρει μαθηματικά, και σχεδόν αναμενόμενα, την ανάλογη αντίδραση.

Για να τεθεί η ερώτηση σωστά λοιπόν, δεν είναι το δικό μας αίμα που πρέπει να γραφτεί. Θα πρέπει να είναι το επόμενο κατά σειρά αίμα. Θα πρέπει να γραφτεί με αίμα αστυνομικού.

Και τότε, ναι. Τότε η κυβέρνηση θα θέσει επιτέλους το ερώτημα. “Την τάξη, ή την παρανομία;” “Εμάς, ή αυτούς;” Και ακόμα και οι τζημεροφαηλομπογδανοι -πόσο μάλλον οι απλοί συντηρητικοί- θα δυσκολευτούν να πουν άλλους, η απάντηση είναι δεδομένη: Την τάξη. Την εξουσία. “Εμάς”.

Πιάνει τόπο όσο να πεις το χρήμα που ξοδεύουμε σε συμβούλους του Μαξίμου.

~

Φυσικά, δεν έχει κανένα νόημα να το πει στους αστυφύλακες αυτό. Είναι αδύνατο να καταλάβουν για τι ακριβώς πράγμα μιλάμε οι άνθρωποι που χτυπούν με γροθιά πισώπλατα δεμένους ανθρώπους. Είναι ασύλληπτα εθιστική η εξουσία του να παρανομείς και μην είσαι υπόλογος πουθενά γι’ αυτό: δείτε τον άνθρωπο που πυροβόλησε στο ΑΠΘ – διάολε, δείτε τον ΜΑΤατζή που έβγαλε το υπηρεσιακό του πιστόλι σε διαδήλωση μόλις προχθές, δεν είχε καμία απολύτως συνέπεια. Τι να τους πεις; σας χρησιμοποιούν; Δεν θα καταλάβουν τίποτα απολύτως.

Δεν έχει νόημα να το πει κανείς και στους αναρχικούς. Οι άνθρωποι αυτοί κατηγορούνται ότι είναι παράνομη Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥΣ και παραμένουν στην φυλακή αποκλειστικά γι’ αυτό, ενώ, ταυτόχρονα, κάθε καταγγελία τους ότι αυτοί που τους κατηγορούν (εν προκειμένω εμείς, το κράτος) παρανομούν εξίσου, αν όχι πολύ, πολύ περισσότερο – πέφτουν στο κενό. Σε πλήρη ησυχία. Όλοι μας, όσοι είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό, κοιτάμε αλλού. Είναι να τρελαίνεσαι δηλαδή, να σε βαράνε παράνομα αυτοί που σε κατηγορούν εσένα για παράνομο.

Φυσικά, δεν έχει νόημα να το πει κανείς στην κυβέρνηση αυτό. Μιλάμε για μία κυβέρνηση που, ξεκάθαρα, αρνείται να παραδεχθεί οποιοδήποτε λάθος της, στην ουσία φουσκώνοντας κι άλλο κάθε ζημιά που προκαλείται. Δεν το παραδέχεται στην υγεία, με την έλλειψη ΜΕΘ, γιατρών και νοσηλευτών, στις φωτιές, με την έλλειψη μέσων πυρόσβεσης, στην οικονομία, που πεντ’ έξι τύποι θησαυρίζουν στις πλάτες μας, δεν το παραδέχονται στο μεταναστευτικό, με την μία αποκάλυψη μετά την άλλη, στον έλεγχο του τύπου και της ενημέρωσης, με την μία καταδίκη μετά την άλλη, στις παρακολουθήσεις, στις απευθείας αναθέσεις, σε, σε. Και αυτά είναι ΓΙΑ ΤΑ ΛΑΘΗ της, εγώ μιλάω εδώ για σχέδιο για πλάνο. Αλήθεια, να της πει τι κανείς αυτής της κυβέρνησης.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολίτες; Ίσως, ίσως και όχι. Προσωπικά δεν έχω πια καμία αμφιβολία πως αυτή είναι η χειρότερη κυβέρνηση που έχει περάσει στην πολιτική ζωή μου ολάκερη από την Ελλάδα, χωρίς καν σοβαρό ανταγωνισμό – μα, ξέρω, ότι ακόμα κάποιοι την υποστηρίζουν και θα την ψηφίσουν. Σ’ αυτούς λοιπόν ειδικά, ο,τι και να πω, δεν έχει κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Στους άλλους, στους υπόλοιπους, τι να πω, ξέρουμε ήδη.

Έχει νόημα να το πει κανείς στους πολιτικούς; Θα απαντήσω μόνο μ’ αυτό: ο Νίκος Ανδρουλάκης, κατήγγειλε πως κάποιος του έστειλε μήνυμα για να παρακολουθήσει το κινητό του. Ναι, όπως ακριβώς έγινε στον Θανάση Κουκάκη (ο Μαλιχούδης ήταν άλλη υπόθεση) εδώ και μήνες, πολλούς μήνες πριν. Ε, μετά ο Νίκος Ανδρουλάκης, είπε πως αποσύρει την βουλευτική στήριξη του κόμματός του στο νόμο που επέτρεπε στην κυβέρνηση να μην δημοσιοποιεί κανένα απολύτως στοιχείο για το ποιος παρακολουθείται και γιατί. Α, και αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν μαθαίναμε ότι παρακολουθούσαν τον Τσίπρα ή τον… Μητσοτάκη. Νομίζω πως δεν χρειάζεται να προσθέσω τίποτα απολύτως.

~

Νομίζουμε πως, ο θάνατος ανθρώπου από απεργία πείνας θα αλλάξει την Ελλάδα. Διαφωνώ. Διαφωνώ γιατί τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Μιχαηλίδης είναι ακόμα ζωντανός, οι αντιδράσεις για την υπόθεσή του (όπως και για την υπόθεση της Ρούπα, για την υπόθεση του Κορκονέα, του Λιγνάδη) είναι ακόμα στο επίπεδο των συγκεντρώσεων και των πορειών, των πανό και των ενημερωτικών ενεργειών. Διαφωνώ γιατί, νιώθω πως οι περισσότεροι από εμάς, ο “απλός λαός” περιμένουμε να πεθάνει για να αναρωτηθούμε μήπως ήταν άδικος ο θάνατός του προσπαθώντας να είμαστε (νομίζουμε) μαζί με όσους ήδη από τώρα ουρλιάζουν για την ανάγκη να μείνει ζωντανός, τρώγοντας (ατιμώρητα) κυβερνητικό ξύλο στις πλατείες και στους δρόμους.

Διαφωνώ γιατί οι μπουνιές των αστυφυλάκων δεν μας σοκάρουν πια, τα τραβηγμένα όπλα δεν μας σοκάρουν πια, οι πυροβολισμοί μέσα στο πλήθος σε ευθεία βολή δεν μας σοκάρει πια, η σιωπή των ΜΜΕ στα αίσχη δεν μας σοκάρει πια. Τίποτα από όσα συμβαίνουν δεν μας σοκάρει πια.

Οπότε πρέπει να έρθουν καινούργια σοκ.

Δεν θα είναι πάντα έτσι λοιπόν. Κάποια στιγμή θα αλλάξουν όλα αυτά. Και τότε, ελπίζω από καρδιάς, αυτό το κείμενο να έχει πέσει τελείως έξω.

Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.

Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.

Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:

Τι θα κάνουμε εμείς;

Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;

Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.

Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.

Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:

Κοιτάω τι θέλω εγώ.

Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.

Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.

Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.

Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.

Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.

Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.

Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂

Μόλις διάβασα στο βούλευμα που ολοκληρώνει την έρευνα για την υπόθεση Novartis, πως ο Μανιαδάκης πήγε, όντως, και κατήγγειλε επίσημα στην εισαγγελία του 8ου ορόφου της ΓΑΔΑ, και όχι απλώς μιλώντας εμπιστευτικά στον Κώστα Βαξεβάνη, ότι ο Στουρνάρας μαζί με άλλα δύο πρόσωπα του είπε πως όχι μόνο ήξεραν πως είναι προστατευόμενος μαρτυρας, μα τον απείλησε πως όταν θα έρθουν συγκεκριμένοι άνθρωποι στην εξουσία, θα τσακίσουν μάρτυρες και εισαγγελείς – ξεκαθάρισε κάτι πολύ σημαντικό μέσα μου: Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο. Και είναι τρομερά λάθος να μην τα ξεχωρίζουμε.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τι λέει το απόσπασμα:

«[…] με την […] αναφορά των εισαγγελέων προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών και […] όμοια αναφορά προς τους Αντιεισαγγελείς του Αρείου Πάγου περι τον Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 2018 ο Ν. Μαναδιάκης κατά την διάρκεια των καταθέσεών του ως ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ στην υπόθεση Novartis εμφανίστηκε στον 8 όροφο του κτιρίου της ΓΑΔΑ όπου βρίσκεται το Τμήμα Προστασίας Μαρτύρων και όπου λαμβάνονταν οι μαρτυρικές καταθέσεις ενώπιον των εισαγγελέων και τους γνωστοποίησε ότι ΤΟΝ ΚΑΛΕΣΕ στο γραφείο του ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ κάποιο μεσημέρι ο κ. Στουρνάρας για φαγητό και εκεί του είπε ότι ΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι αυτός (ο Μανιαδάκης) ήταν ένας από τους προστατευόμενους μάρτυρες και ότι όταν αλλάξει η κυβέρνηση, ο ίδιος (Στουρνάρας) μαζί με ΔΥΟ ΑΚΟΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΩΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ είχαν αποφασίσει να «τσακίσουν» τόσο ΤΟΥΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΙΣ, όσο ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ. Επίσης τους είπε ότι ο κ. Στουρνάρας ΤΟΥ ΕΣΤΕΛΝΕ ΑΠΕΙΛΗΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ. Εκείνοι τον προέτρεψαν να κάνει σχετική καταγγελία, πλην όμως, στην περίπτωση αυτή ΘΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΤΑΝ Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ του.”

Το απόσπασμα από το πόρισμα που βρήκα εδώ, τα κεφαλαία, ως επισημάνσεις (ή ως κραυγές, αν προτιμάτε, δικά μου).

Θεωρώ πως γεννιούνται, αυτονόητα, δύο σημαντικά ερωτήματα:

Ένα: εκ των υστέρων, οι απειλές που καταγγέλλονται, βγήκαν σωστές; Όταν είχε καταγγελθεί, προφανώς τίποτα από αυτά δεν είχε συμβεί. Τώρα όμως έχει περάσει ο καιρός, μπορούμε να διακρίνουμε αν ήταν λογικό που φοβήθηκε ο καταγγέλων: Απειλήθηκαν πράγματι οι μάρτυρες, οι εισαγγελείς (και οι ερευνητές δημοσιογράφοι) από πολιτικά πρόσωπα όταν, όντως, άλλαξε η κυβέρνηση όπως φέρεται πως απείλησε ο Στουρνάρας;

Δύο: Η καταγγελία Μανιαδάκη για την στάση Στουρνάρα δεν είναι στον δημοσιογράφο Βαξεβάνη, ειπωμένα εμπιστευτικά και δημοσιογραφικά – είναι επίσημα, με αρ. πρωτοκόλλου, στην εισαγγελία που ερευνά τους μάρτυρες, και δεν προχώρησε διότι (ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ) ο μάρτυρας θα έχανε το καθεστώς προστασίας του όπως τον ενημέρωσαν στην ΓΑΔΑ (ΞΑΝΑ: ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ). Τώρα λοιπόν, που δεν είναι πια λόγια και μαρτυρίες, δεν περιμένει κανείς να προστατευτεί ο Στουρνάρας από αυτήν την ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ, μηνύοντας τον Μανιαδάκη;

(κάπου να κρατήσουμε άλλο ένα ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ να ενημερώνουν επίσημα τον προστατευόμενο μάρτυρα ότι δεν μπορούν να τον προστατέψουν απο καταγγελούμενες απειλές για την υπόθεση για την οποία καταθέτει διότι, αν το προχωρήσει… θα χάσει την ανωνυμία του. Αντιλαμβάνεστε από πόσα θα είχαμε γλυτώσει όλοι αν η εισαγγελία τότε έκανε το αυτονόητο;)

Αν όμως δεχθούμε πως ο Μανιαδάκης λέει την αλήθεια (μιλάει και για απειλητικά μηνύματα, αυτή είναι με πολλούς τρόπους καταγεγραμμένη πληροφορία, εύκολα αποδεικνύεται θεωρώ) τότε γίνεται σαφέστερο πως μας διαφεύγει κάτι πολύ, πολύ σημαντικό:

Δεν υπάρχει ένα σκάνδαλο Novartis. Υπάρχουν δύο εντελώς διακριτά, ξεχωριστά σκάνδαλα.

Ένα, φαίνεται πως ήταν η δράση της φαρμακευτικής εταιρείας.

Το δεύτερο όμως φαίνεται πως είναι η πολιτική, δικαστική και δημοσιογραφική διαχείρισή του όταν αποκαλύφθηκε.

Ούτε ίδια, ούτε καν εξίσου επικίνδυνα.

Το ξεχνάμε, το θεωρούμε μία συνέχεια, ένα αναμενόμενο αποτέλεσμα, μία αυτονόητη διαδικασία – μα είναι τρομερά διαφορετικό, και αγνοώντας την ξεχωριστή βαρύτητά του, βάζουμε μία σημαντική τρικλοποδιά στον εαυτό μας.

Στο σκάνδαλο που ακολουθεί το σκάνδαλο Novartis εμπλέκονται κι άλλοι άνθρωποι, άλλες διαδικασίες, και κυρίως, τελείως άλλο κίνητρο: Δεν έχουμε ανθρώπους που μοιράζουν χρήματα πια. Η καταγγελία για Στουρνάρα αποδεικνύει κάτι πολύ σημαντικό: αν δεν υπάρχει χρήμα, για να πείσει κάποιους να συνεργαστούν, υπάρχουν ΑΠΕΙΛΕΣ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ και ΦΟΒΟΣ.

Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που συμμετέχουν αυτοβούλως γιατί ήθελαν ένα αμάξι, ή μία βίλα ή μια πισίνα – δεν είναι η απληστία το κίνητρό τους: μιλάμε για ανθρώπους που θέλουν να σώσουν την ζωή τους. Και, όταν βλέπει κανείς να πεθαίνουν δημοσιογράφοι – είτε να δολοφονούνται με σφαίρες, είτε καίγονται στην Αττική Οδό -, να στραγγαλίζονται δημοσιογραφικά μαγαζιά με οικονομικούς και άλλους τρόπους, να παρακολουθούνται δημοσιογράφοι που, απλώς, γράφουν ενοχλητικά για το Μέγαρο Μαξίμου πράγματα, να αρπάζουν οι κυβερνήσεις υποθέσεις από τους εισαγγελείς που ελέγχουν τα πολιτικά μέλη που την απαρτίζουν (μεταξύ άλλων) και σε υψηλότατες θέσεις, να οδηγούν τους ίδιους τους δημοσιογράφους και τους εισαγγελείς που ερευνούν την υπόθεση στην δικαιοσύνη, όταν βλέπει ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος των ΜΜΕ κατεβάζει την πένα του και δεν ερευνά τίποτα από όλα αυτά – τότε, αυτές οι απειλές, είναι λογικό να τις παίρνουν όλοι πολύ, πολύ σοβαρά.

~

Στο σκάνδαλο Novartis φαίνεται πως μία φαρμακευτική θέλοντας να πολλαπλασιάσει τα κέρδη της, πλήρωσε κάποιους ανθρώπους σε καίριες θέσεις να περάσουν αποφάσεις που την ευνοούσαν. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, λεφτά άλλαξαν χέρια, συνειδήσεις κάμφθηκαν, ευθύνες μοιράστηκαν.

Σχεδόν μας έχει διαφύγει ότι το σκάνδαλο Novartis έχει τελειώσει αμετάκλητα εδώ και χρόνια.

Αυτό που μας έχει σίγουρα διαφύγει όμως θεωρώ είναι πως ένα νέο σκάνδαλο γεννήθηκε την επόμενη μέρα. Πως, καθώς φαίνεται, κάποιοι από τους εμπλεκόμενους για να σωθούν δεν άλλαξαν απλώς μία παράγραφο σε έναν νόμο, ή μία τιμή σε ένα προϊόν, μα έσπειραν τον φόβο, επηρέασαν την δικαιοσύνη, επηρέασαν την δημοσιογραφία (και ίσως να αποκαλυφθούν και χειρότερα αύριο).

Θα αντισταθώ στον πειρασμό, και θα αφήσω κάποιον άλλον να το ονομάσει. Έχει όμως ιδιαίτερη σημασία να το ονοματίσουμε, να το ξεχωρίσουμε, και, κυρίως να το αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα, θάρρος, αυτοκριτική και υπευθυνότητα.

Γιατί αυτό το σκάνδαλο συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.

.

Έχουμε μία εικόνα. Είναι μία καλά εξοπλισμένη διμοιρία των ΜΑΤ, μια ομάδα παιδιών (συγγνώμη, κανείς τραπεζικός αυτήν την φορά) που κρατάνε ένα πανό, κάποιοι δίπλα που φωνάζουν και πολλά παιδιά πίσω τους.

Αυτή είναι η εικόνα.

Είναι κινούμενη εικόνα, ξαφνικά μένουν δέκα, δεκαπέντε παιδιά να σπρώχνουν με το πανό τους, οι αστυνομικοί ανοίγουν τις φυσούνες στο πρόσωπό τους, κάνουν όλοι πίσω, δεν φορούν τίποτα, ούτε μάσκες ούτε καν πανιά, τρομοκρατούνται, κάνουν πίσω, μία λάμψη, κάνουν και άλλο πίσω ένας άνδρας των ΜΑΤ γυρίζει στην ομάδα τους, κάνει νόημα με τα χέρια να σταματήσουν.

Το πλάνο αλλάζει, μα τώρα είναι μια ακίνητο, ένας νεαρός στο πάτωμα, φοράει σκουλαρίκια, έχει ξυρισμένο μαλλί, δεν φαίνεται να μιλάει, μία κινείται οι αστυνομικοί δεν μιλάνε, στέκονται εκεί, απορροφούν την οργή που πάει (κι) αλλού, κάποιοι τους βρίζουν, μένουν ακίνητοι.

Με τις βιβλιοθήκες ή με τις βαριοπούλες;

Ποιες βιβλιοθήκες; και ποιες βαριοπούλες;

Δεν υπάρχουν ούτε βιβλιοθήκες, ούτε βαριοπούλες. Ούτε μία βιβλιοθήκη, ούτε μία βαριοπούλα. Τώρα δεν τα λέγαμε; Ποιες βιβλιοθήκες και ποιες βαριοπούλες; Τι λέμε;

Λοιπόν, λοιπόν – ας κόψουμε τις μαλακίες. Αρχίστε να βγάζετε. Βγάλτε από την εικόνα ο,τι δεν είναι ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΝΑΓΚΗ να είναι εκεί. Βγάλτε το. Τώρα.

Βιβλιοθήκες είπαμε δεν έχει, αλλά βγάλτε τις. Ούτε βαριοπούλες, αλλά βγάλτε τις κι αυτές.

Ωραία; Πάμε παρακάτω.

Έχει περαστικούς, ανθρώπους που δεν ήταν στην ομάδα, αυτούς που διαμαρτύρονται. Βγάλτε τους. Βγάλτε αυτούς που βρίσκονται από πίσω, δεν φαίνονται στο κάδρο εκτός από την στιγμή που τρέχουν – βγάλτε τους, βγάλτε τους κι αυτούς από την εικόνα. Μετά, βγάλτε τα παιδιά που κρατάνε το πανό. Ήρθαν να διεκδικήσουν κάτι, αλλά πες έχουν λάθος, πες δεν είναι σωστό, να περιμένουν, τέσσερα χρόνια, όσο πάρει, να ψηφίσουν κύριε, να αλλάξει η κυβέρνηση, να έρθει μία άλλη, που δεν θα χρησιμοποιεί ψεύτικες βιβλιοθήκες για να κάνει την δουλειά της, τι πα να πει, εμείς μαλάκες είμαστε που περιμένουμε; Βγάλτε τους, έξω από την εικόνα. Βγάλτε και το πανό. Τα πανό καμιά φορά λένε συνθήματα που πονάνε, και που όλοι κάνουμε πως δεν είδαμε και κρύβουν πίσω τους παιδιά που τα σηκώνουν, και αυτά που έχουν ανάγκη να μιλήσουν με ένα πανό, δεν το χρειαζόμαστε το πανό, βγάλαμε τα παιδιά που το σηκώνουν, βγάλτε και το πανό πια, δεν μιλάει για κάποιον, βγάλτε το.

Βγάλτε και τα ΜΑΤ. Δεν διαμαρτύρεται πια κανείς. Κανείς απέναντί τους. Τους έχουμε βγάλει όλους, δεν έχει μείνει κανείς, χέστηκε ο ΜΑΤατζής, οκτάωρο είναι, σήμερα βαράει αυτόν, αύριο άλλον, ο,τι του πουν. Επάγγελμα κάνει, ούτε ξέρει ποιον βαράει, ούτε χρειάζεται να ξέρει, εντολές κύριε, εκτελεί εντολές, είναι χρήσιμος όταν μένει κάποιος να φωνάξει, τώρα δεν έχει μείνει κανείς, βγάλτε τους.

Μένει μόνο ένας άνθρωπος.

Ας επικεντρωθούμε σ’ αυτόν.

Βγάλαμε τις βιβλιοθήκες, τις βαριοπούλες, βγάλαμε τους διαμαρτυρόμενους περαστικούς, βγάλαμε τους φοιτητές, βγάλαμε τους συναδέλφους του,

μένει μόνο αυτός.

Που κρατάει ένα όπλο.

Που είναι γεμάτο.

Που είναι γεμάτο με μία οβίδα κρότου λάμψης.

Που το σηκώνει, ευθεία.

Που βλέπει που βαράει.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ

ΦΤΑΝΟΥΝ ΟΙ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ.

ΤΙΣ ΒΓΑΛΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΤ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΝΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΑ ΘΥΜΑΤΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΕΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΣΑΣ, ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ, ΤΑ ΒΓΑΛΑΜΕ ΟΛΑ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΝΑΣ ΟΠΛΙΣΜΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΟΠΛΙΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ. ΕΜΕΙΣ. ΟΛΟΙ. ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ.

ΕΜΕΙΝΕ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΕ ΕΥΘΕΙΑ.

ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ.

ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΠΟΥ ΒΑΡΑΕΙ. ΕΙΔΕ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ.

ΚΑΙ ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΠΑΤΗΣΕ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΜΗΝ ΚΑΝΕΤΕ ΡΕ ΓΑΜΩΤΟ ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΒΛΕΠΕΤΕ. ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ, ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΛΟΙ.

ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, ΟΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΟΥΝ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΠΑΝΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ ΞΥΡΙΣΜΕΝΟ ΚΕΦΑΛΙ, ΕΝΑ ΚΟΛΑΡΟ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΑΡΙΟΠΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΣΑΣ, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΕΝΑ NON PAPER, ΤΟΝ ΚΡΥΒΕΙ ΜΙΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΛΛΑ ΕΓΩ, ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ.

ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ.

ΟΛΑ, ΒΓΑΛΤΕ ΤΑ ΟΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ.

ΜΕΝΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.

ΠΟΥ ΠΑΤΑΕΙ ΤΗΝ ΣΚΑΝΔΑΛΗ.

ΑΣ ΜΙΛΗΣΟΥΜΕ ΓΙΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.

…ας μιλήσουμε για αυτό που έκανε. Αν συμφωνούμε με αυτο που έκανε, να το πούμε. Αν διαφωνούμε, να το πούμε. Είναι απλό. Είναι πολύ, πολύ απλό. Δεν έχει μείνει καιρος για ομόνοια, για αγάπες και λουλούδια, για όλοι μαζί είμαστε, ας μην τσακωνόμαστε. Ας πάρουμε θεση. Όσοι θέλουν, όσοι πιστεύουν ότι χρειάζεται μία ευθεία βολή, ας πάνε πίσω του. Πίσω από το όπλο του. Όσοι θέλουν ας πάνε μπροστά. Με γυμνά, άδεια χέρια. Χωρίς τίποτα. Μπροστά από την κάνη του. Εκεί κρινόμαστε. Εκεί μιλάμε για τον νόμο, για την νομιμότητα, για την δικαιοσύνη. Ας μη κοροϊδευόμαστε πια. Ή μπροστά από μία κάνη που θα εκπυρσοκροτήσει, ή πίσω της.

Να μην είστε δειλοί.

Να μην επιτρέψετε να σας κρύβουν και εσάς πίσω από κόμματα, πίσω από αρχηγούς, πίσω από ξεφτιλισμένους δημοσιογράφους και ηδονισμένα κομματόσκυλα, πίσω από βαριοπούλες και βιβλιοθήκες, πίσω από πανό και ματωμένους φοιτητές, να μην είστε δειλοί.

Πετάξτε όλα τα άλλα, κρατήστε μόνο αυτόν τον άνθρωπο, αυτό που ετοιμάζεται να κάνει, και πάρτε θέση. Να πάρουμε όλοι θέση. Να κοιτάξουμε αυτόν τον άνθρωπο και το όπλο του, και την ευθεία του βολή, και να πάρουμε όλοι θέση.

Ε, και αν κερδίσετε εσείς, χαλάλι – μπορείτε να βάψετε μετά κόκκινες τις βιβλιοθήκες με το αίμα μας.

Άλλο ένα σοβαρό πλήγμα στην δημοσιογραφία καταγράφηκε την τελευταία εβδομάδα. Μία ακόμα εξευτελιστική στιγμή, όχι μόνο για την είδηση αυτή καθ’ αυτή, αλλά κυρίως για τον ντροπιαστικό τρόπο που η ίδια η δημοσιογραφία την διαχειρίστηκε καθώς, μόλις σε ελάχιστες ημέρες, έγιναν αλλεπάλληλες προσπάθειες να εξαφανιστεί, να αλλοιωθεί, να υποβαθμιστεί και στο τέλος να διαψευστεί με τον χειρότερο τρόπο.

Μία γρήγορη βόλτα στα γεγονότα (όχι ιδιαίτερα ήρεμα αυτήν την φορά, και όχι απολύτως αντικειμενικά), και μετά, ως συνήθως, πιάνω την ανάλυση της σκέψης μου:

Την προηγούμενη εβδομάδα, η ΜΚΟ «Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα» βγάζει την ανάλυσή της για το 2021 στην οποία, μεταξύ άλλων, έχει την κατάταξη των χωρών με βάση την δημοσιογραφική ελευθερία.

Για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων και η λίστα Πέτσα, η δικαστική περιπέτεια των Κώστα Βαξεβάνη – Γιάννας Παπαδάκου και η αντιμετώπιση των προστατευόμενων μαρτύρων, η Ελλάδα έπεσε 38 θέσεις, καταλήγοντας στην θέση 108 – στην χαμηλότερη από τότε που ο οργανισμός αυτός κατατάσει χώρες με βάση την ελευθερία που απολαμβάνει η δημοσιογραφία να ασκήσει το έργο της σ’ αυτές.

Το πρώτο δείγμα για το αν αυτή η κατάταξη σ’ αυτήν την λίστα ήταν δικαιολογημένη ή όχι, ήρθε σχετικά νωρίς: Το (όχι απλώς κρατικό αλλά από την πρώτη μέρα στην αποκλειστική διαχείριση του Μαξίμου) ΑΠΕ αναμεταδίδει την είδηση … ξεχνωντας όμως να κάνει οποιαδήποτε αναφορά στην Ελλάδα, και περιορίζεται στις πτώσεις άλλων χωρών. Έτσι, αν δεν υπήρχαν αληθινοί δημοσιογράφοι στην Ελλάδα, το γεγονός ότι κατεβήκαμε 38 θέσεις, δεν θα το μαθαίναμε ποτέ.

Όταν η βολική αβλεψία του ΑΠΕ αποκαλύπτεται, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου φροντίζει να υποβαθμίσει την είδηση, υποβαθμίζοντας τον ρόλο του Δημοσιογραφικού ως ΜΚΟ και προκατειλημμένου ο οποίος προσβάλλει τον ελληνικό τύπο:

Φτάνει δε στο σημείο να αποστείλει επιστολή όπου, μεταξύ άλλων, ζητά από τον οργανισμό να της αναφέρει αν στην απόφαση της κατάταξης πήρε συνεντεύξεις από διωκόμενους δημοσιογράφους (υπονοώντας τον Βαξεβάνη και την Παπαδάκου) (λες και η ελευθερία του τύπου μίας χώρας πρέπει να ορίζεται μόνο από τους δημοσιογράφους που δεν διώκει η δικαιοσύνη του ίδιου του κράτους που ελέγχεται. Τέλος πάντων).

Η υποβάθμιση του ρόλου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα εξαπλώνεται στον φιλοκυβερνητικό τύπο μέχρι που ο γενικός γραμματέας της βουλής (και στενός συνεργάτης του Κυριάκου Μητσοτάκη) επιχειρεί να αποδομήσει και την έκθεση αυτή καθ’ αυτή: Σε μία σύγκριση με την αναφορά του Συμβουλίου της Ευρώπης ισχυρίζεται πως οι Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα παραπλανούν τον κόσμο, και η Ελλάδα στην πραγματικότητα “βρίσκεται κάπου στην μέση” χρησιμοποιώντας έναν χάρτη ως απόδειξη.

Τον ισχυρισμό αυτόν, για άλλη μία φορά, τον αναπαράγει άκριτα ο φιλοκυβερνητικός τύπος, ( Capital, Παραπολιτικά, TheTOC, Πρώτο Θέμα, ΣΚΑΙ μεταξύ άλλων) με ενδεικτικό το άρθρο από το iefimerida, που παραθέτει περισσότερα στοιχεία από το (αρχικό, μάλλον) tweet του γεν. γραμματέα της Βουλής Γιώργου Μυλωνάκη.

Όμως, για άλλη μία φορά επίσης, σύμφωνα με την ανάλυση του Αντώνη Γαλανόπουλου που δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο parallaximag όλα αυτά έχουν ένα ψέμα. Εκτός όλων των άλλων (διαβάστε το άρθρο, είναι αποκαλυπτικότατο) ακόμα και ο χάρτης είναι παραλλαγμένος: έχει αφαιρεθεί ο τίτλος του που διευκρινίζει πως αναφέρεται στις ψηφιακές δεξιότητες των κατοίκων, και επ’ ουδενί στην δημοσιογραφική ελευθερία.

Αντιθέτως, οι χάρτες που μιλούν για δημοσιογραφικές ελευθερίες, μας κατατάσσουν στην χειρότερη θέση.

Στο τελευταίο (αλλά το πιο εντυπωσιακό κατά την γνώμη μου) κεφάλαιο αυτής της γενικά απίστευτα θλιβερής ιστορίας, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέρχεται με μία ανακοίνωση-έκπληξη, στην οποία κατηγορεί τον Σύριζα ότι λέει ψέματα καθώς … ο χάρτης μιλάει στην πραγματικότητα για ψηφιακές δεξιότητες!

(Για να σας το κάνω λιανά, γιατί ο παραλογισμός συχνά είναι δύσκολο να γίνει απολύτως κατανοητός, είναι σαν να βγαίνει μία έκθεση ότι η θάλασσα είναι γαλάζια, κάποιος να διατείνεται πως είναι κόκκινη, να διαψεύδεται με στοιχεία ότι η θάλασσα φυσικά δεν είναι κόκκινη όπως ισχυρίζεται αυτός ο κάποιος, και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να λέει ψεύτη τον Σύριζα(!) καθως η θάλασσα είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρα… γαλάζια)

Το παραθέτω για να το πιστέψετε – γιατί εγώ δεν το πίστευα:

Αυτόν, δηλαδή, τον ίδιο χάρτη, που έχουν βάλει ΟΛΑ τα συμπολιτευτικά μέσα – ε, αυτός δεν έχει σχέση με την ελευθερία του τύπου. Το λέει ο ίδιος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Και αυτοσυγχαίρεται. Και το αναπαράγουν, άκριτα, ΤΑ ΙΔΙΑ ΜΕΣΑ που φιλοξενούν την είδηση με τον αλλοιωμένο χάρτη. Μόνο και μόνο επειδή το είπε η κυβέρνηση.

Αυτά έγιναν (ως τώρα), και σ’ αυτά βασίζω και το σκεπτικό μου για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα.

~

Παιδιά, κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Παρότι ασχολούμαι με την δημοσιογραφία στην Ελλάδα όσο περισσότερο μπορώ, από κάποια πράγματα προσπαθώ να απέχω. Πχ, η τελευταία αναφορά μου στους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα ήταν εδώ όπου προσπαθούσα να αναδείξω πως, ενώ αρκετά ΜΜΕ στην Ελλάδα έχουν φάκελο για τις ανακοινώσεις τους, τα περισσότερα από αυτά (πλην των αξιοπρεπών, δηλαδή) αγνόησαν τελείως κάθε διαμαρτυρία για την δικαστική επιθεση που δέχονται δύο καταξιωμένοι έλληνες συνάδελφοί τους.

Αντίστοιχα, μπορεί να έχω αναφέρει τις τρεις πρόσφατες δολοφονίες της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα (την οικονομική, την φυσική, και την επαγγελματική – καθώς και τους λόγους που φοβάμαι πως συμβαίνουν αυτά) αλλά επέλεξα να μην γράψω ειδικό άρθρο στην πτώση της κατάταξης της Ελλάδας (παρ ότι γίνεται για τους ίδιους λόγους) των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Η διαχείριση της είδησης αυτής καθ’ αυτής της κατάταξης όμως από την δημοσιογραφία στην Ελλάδα, αποδεικνύει πως η κατάταξη (και σ’ αυτό θα πρέπει να συμφωνήσω μετά λύπης μου με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο) είναι πασιφανώς λανθασμένη:

Δεν αξίζουμε την θέση 108, και δεν έχει καμία απολύτως σχέση με όσα συμβαίνουν αυτήν την στιγμή.

Πρώτον, το ΑΠΕ αγνοεί την είδηση. Δεν του διαφεύγει, την διαβάζει, αλλά παραπλανεί το κοινό όλων όσων το εμπιστεύονται και δεν αναφέρει την Ελλάδα.

Δεύτερον ο καθ’ ύλην αρμόδιος κυβερνητικός εκπρόσωπος αντί να αντιμετωπίσει σοβαρά την είδηση, διαβάλλει την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Τρίτον η ΕΣΗΕΑ, (που, για να μην γελιόμαστε, δεν έχει αλλάξει διοίκηση όσο πέφτουμε στην κατάταξη, η ίδια είναι) δεν παραιτείται. Διάβολε, τι να παραιτηθεί, δεν βγάζει καν μία αξιοπρεπή ανακοίνωση για το κορυφαίο αυτό θέμα.

Τέταρτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ενστερνίζεται απολύτως την στάση της κυβέρνησης για την αξιοπιστία των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα.

Πέμπτον, ο φιλοκυβερνητικός τύπος ΨΕΥΔΕΤΑΙ, προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ, βγάζοντας έναν ΨΕΥΤΙΚΟ χάρτη, που δεν λέει καθόλου αυτό που ισχυρίζονται οι δημοσιογράφοι ότι λέει. Προσέξτε, ΨΕΥΔΕΤΑΙ.

Έκτον, κανένα ΜΜΕ (μην τα ξαναλέω, πλην των αληθινών δημοσιογράφων) όταν αποκαλύπτεται πως η είδηση βασίζεται σε ΨΕΥΤΙΚΟΥΣ, ΨΕΥΔΕΙΣ χάρτες, δεν το αναφέρει. Κανένα.

Έβδομον, ακόμα και τα site που έγραψαν την είδηση, δεν αφαιρούν το ΨΕΥΔΕΣ περιεχόμενό τους. Ειναι ΨΕΥΔΕΣ, παραπλανητικό, ΚΑΙ ΔΕΝ ΤΟ ΑΦΑΙΡΟΥΝ. Υπάρχει, ακόμα εκεί, αυτούσιο, για να συνεχίσουν να το διαβάζουν όσοι τους πιστεύουν.

Όγδοον, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, πουλάει τρέλα, εκθέτοντας στην ουσία αυτούς που τον στηρίζουν με αυτό το κατάφορο ψέμα, επιτιθέμενος στην αντιπολίτευση.

Το ξαναλέω, δεν μας αξίζει η θέση 108. Είμαστε για πολύ, πολύ πιο κάτω.

Προφανώς, όπως και στην πρόσφατη υπόθεση των παρακολουθήσεων, δεν μιλάμε πια για “ανθρώπινο λάθος”. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε οι “δημοσιογράφοι” στην Ελλάδα (αλήθεια, αξίζουν να τους λέμε δημοσιογράφους;) δεν έκαναν “λάθος” στην διαχείριση της είδησης. Διέβαλαν, είπαν ψέματα, και φρόντισαν να αναπαραχθούν τα ψέματα και μόνο αυτά σε μία ιδιότυπη (αλλά απολύτως συνηθισμένη πια) δημοσιογραφική Ομερτά στην Ελλάδα.

Αν δεν υπάρχει λάθος όμως, υπάρχει σχέδιο. Και ο σκοπός αυτού του σχεδίου, δεν μπορεί να είναι άλλος από την παραπλάνηση των πολιτών της χώρας. Και ο μόνος λόγος που θέλει κάποιος οι πολίτες μιας χώρας να τρέφονται με ψεύτικες ειδήσεις και ο μόνος λόγος που θα ήθελε κάποιος να μην δημοσιεύεται κάτι που είναι πιθανό να αποκαλύψει την ίδια την ομερτά τους και να μην ενοχλήσει την συμπαθή τους κυβέρνηση, είναι να ελέγξει το πολίτευμα.

Προσέξτε τι λέω: Δεν υπάρχει λάθος εδώ. Υπάρχει σχέδιο. Μία ολόκληρη πλεκτάνη απο ψέματα και βρώμικες, ανοίκειες συκοφαντίες για να μην αποκαλυφθεί ο δημοσιογραφικός οχετός που κυβερνά την ενημέρωσή μας.

Κουράστηκα. Αλήθεια σας λέω, κουράστηκα πολύ.

Δείτε ποιοι δημοσιογράφοι μιλούν, ποιοι αντιδρούν, δείτε ποιοι δημοσιογράφοι τουλάχιστον ΝΤΡΕΠΟΝΤΑΙ λίγο για την κατάστασή μας, και στηρίξτε τους όσο περισσότερο μπορείτε, με όσους περισσότερους τρόπους μπορείτε.

Είμαστε εδώ και καιρό σε πόλεμο.

Και δεν χάνει μόνο η αλήθεια. Χάνει η ίδια η δημοκρατία.

Υ.Γ.: Διαβάστε και αυτήν την αξιόλογη και πληρέστατη ανάλυση – παρότι ομοιάζει πολύ με την δική μου (λογικό γιατί η επικαιρότητα είναι η ίδια, αλλά δεν είχα το άρθρο υπόψη μου πριν γράψω το δικό μου άρθρο) έχει πολύ περισσότερα στοιχεία και είναι τουλάχιστον εξίσου, αν όχι καλύτερα, τεκμηριωμένη από το παρόν άρθρο.

Τις τελευταίες ημέρες, έχω καταλήξει σε μερικές δυσοίωνες σκέψεις, που αλλάζουν πλήρως κάθε έννοια νομιμότητας που μπορεί να ελπίζει κανείς ότι έχουμε στην Ελλάδα. Δεν θέλω να τις κάνω, αλλά κάθε είδηση που διαβάζω καθιστούν όλο και πιο πιθανή μία τέτοια σκέψη να έχει μία βάση λογικής. Θα προσπαθήσω να την εξηγήσω, με βάση τα γεγονότα που έχουν συμβεί, παραθέτοντας πηγές και ρεπορτάζ όπου υπάρχουν.

Μόλις δέκα περίπου ημέρες πριν έγινε γνωστό πως ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης τελούσε υπο παρακολούθηση από δύο ξεχωριστές υπηρεσίες: Μία κρατική, σύμφωνα με το ρεπορτάζ από τους reporters united, και μία ιδιωτική, δυο μήνες μόλις μετά την απότομη λήξη της κρατικής, σύμφωνα με το ρεπορταζ του ιδίου – και σύμφωνα με το inside story η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ξέρει ποιος είναι ο πελάτης αυτής της ιδιωτικής παρακολούθησης, αλλά δηλώνει επισήμως άγνοια.

Περισσότερα στην αρχική μου αναφορά στο θέμα, εδώ.

Θα έλεγε κανείς πως ήταν μία σημαντική είδηση, από εκείνες που θα έφερναν την κυβέρνηση κάθε χώρας σε πολύ, πολύ δύσκολη θέση, και υποχρεωμένη να απαντήσει σε μερικές πολύ σκληρές ερωτήσεις.

Η αλήθεια είναι βέβαια πως, αντίθετα από άλλες περιπτώσεις, η δημοσιογραφία γενικά αναφέρθηκε στην είδηση, ακόμα και αυτή που, παραδοσιακά αγνοεί ο,τι δεν συμφέρει την κυβέρνηση που υποστηρίζει (όχι αφιλοκερδώς, δυστυχώς) με εκτεταμένα ρεπορτάζ – κάτι που ο ίδιος ο Κουκάκης έχει πολλές φορές επισημάνει.

Ειδικά όμως, η δημοσιογραφική αντίδραση, για τα δεδομένα της βαρύτητας της είδησης, παραμένει απροσδόκητα υποτυπώδης. Ακόμα και από αυτήν την ελάχιστη δημοσιογραφική αντίδραση, υπάρχει ένα ζήτημα που δεν ακουμπά κανείς και που οι reporters united ξεκαθαρίζουν όσο πιο σκληρά μπορούν:

Η κυβέρνηση, σύμφωνα με το ρεπορταζ τους, συγκαλύπτει για δεύτερη φορά την παρακολούθηση.

Η πρώτη φορά, ήταν η αλλαγή της νομοθεσίας με μία τροπολογία που φρόντισε ώστε η ΕΥΠ και η εισαγγελέας να μην απαιτείται να απαντήσουν στην ΑΔΑΕ.

Η δεύτερη γίνεται τώρα, μπροστά στα μάτια μας.

Κατ’ αρχάς, η κυβέρνηση ακόμα δεν έχει ακουμπήσει την ιδιωτική εταιρία που, αποδεδειγμένα πλέον, παρακολουθούσε τον Θανάση Κουκάκη. Θυμίζω ότι η παρακολούθησή της είχε ελληνική στόχευση (42 από τους 310 ψεύτικους δικτυακούς τόπους ήταν με ελληνικό περιεχόμενο), πως η παρακολούθησή του ξεκίνησε μόλις δύο μήνες μετά από την επείγουσα (επειδή ανακαλύφθηκε) παύση της κρατικής, και πως, σύμφωνα με το ρεπορταζ του Inside story που δεν έχει ακόμα διαψευστεί, η εταιρία οφείλει να αναφέρει στην κυβέρνηση τους πελάτες της που πληρώνουν για την παρακολούθηση. Ιδιώτες, ή κράτη. Είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε πως, η εταιρία που διαθέτει το λογισμικό στην αγορά, σύμφωνα με της υπηρεσία που ανακάλυψε την παρακολούθηση, έχει κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, κρατικές υπηρεσίες για πελάτες, όχι ιδιώτες.

Καμία έρευνα, κανένας έλεγχος, σε καταστάσεις που, και το παραμικρό δευτερόλεπτο μετράει. ΑΝ πράγματι αναζητάς την αλήθεια και όχι τρόπους να την καταχωνιάσεις.

Δεύτερον, αναθέτει την υπόθεση στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ή η ίδια η Εθνική Αρχή Διαφάνειας αυτουβούλως αναλαμβάνει, ανάλογα με την σειρά που βλέπει κανείς τα γεγονότα) – μία, κατά το ρεπορτάζ των Reporters United απολύτως μη αρμόδια αρχή για μία τέτοια έρευνα. Θα μπορούσε η ΑΔΑΕ, η καθ’ ύλην αρμόδια, θα μπορούσε ακόμα και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα – αλλά σε καμία περίπτωση η ΕΑΔ. Όχι μόνο αυτό, αλλά ο αρμόδιος υπουργός ανακοινώνει την έρευνα, χωρίς η ίδια η ΕΑΔ να έχει, ακόμα και μέχρι αυτήν την στιγμή, αναφέρει την απόφαση αυτή.

Αυτή η πιεστική απόφαση γίνεται πιο δυσάρεστη αν συνυπολογίσει κανείς τα παλαιότερα δημοσιεύματα που ήθελαν τον πρόεδρο της (ανεξάρτητης υποτίθεται) ΕΑΔ να ανήκει στον χώρο (συγγενικό, και επαγγελματικό) του πρωθυπουργού – δηλαδή, σας θυμίζω, του άμεσα ελεγχόμενου.

Για να ξεκαθαρίσουμε την σειρά των γεγονότων δηλαδή, σύμφωνα με τα ρεπορτάζ που παραθέτω πιο πάνω, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναλαμβάνει την ΕΥΠ προσωπικά τρεις μέρες μετά την εκλογή του, τοποθετεί έναν άνθρωπο χωρίς τα απαιτούμενα προσόντα διοικητή της, αλλάζει (αναδρομικά!) την νομοθεσία για να μπορέσει να παραμείνει στην θέση ο εκλεκτός για διοικητής της, καταργείται η Γενική Γραμματεία Καταπολέμησης της Διαφθοράς και δημιουργείται στην θέση της η ΕΑΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης τοποθετεί τον κουμπάρο και συνεργάτη του ως διοικητή της “ανεξάρτητης” αρχής, ο Θανάσης Κουκάκης αντιλαμβάνεται ότι παρακολουθείται την ίδια εποχή που κάνει αναλυτικό ρεπορτάζ για τις τράπεζες (μεταξύ άλλων), καταθέτει αναφορά στην ΑΔΑΕ, την ίδια ημέρα η ΕΥΠ που τον παρακολουθεί σταματά εσπευσμένα την παρακολούθηση (παρότι λίγες ημέρες πριν έχει ζητήσει την χρονική διεύρυνσή της), η κυβέρνηση φέρνει εκπρόθεσμη, βιαστική τροπολογία με την οποία προστατεύεται από έλεγχο των πεπραγμένων της η ΕΥΠ από την ΑΔΑΕ (καθιστώντας την άχρηστη) – ενώ ρεπορταζ του tvxs αναφέρει πως, μόλις το 2021 είχαμε 14.000 παρακολουθήσεις, εγκρίνεται από την βουλή με κυβερνητικές ψήφους η διοίκηση της ΕΑΔ , ξεκινά η παρακολούθηση από την ιδιωτική εταιρία με το σύστημα Pegasus, η κυβέρνηση μαθαίνει για τις παρακολουθήσεις αλλά αρνείται κάθε ανάμειξη, και η μη αρμόδια ΕΑΔ αναλαμβάνει (αυτοβούλως ή κατ’ εντολή) να ερευνήσει την υπόθεση.

Γιατί να γίνονται όλα αυτά; Δεν είναι ύποπτο, εδώ και δύο χρόνια, αυτό το σκηνικό;

Δεν είναι ύποπτη αυτή η διαρκής προσπάθεια συγκάλυψης;

Δεν είναι ύποπτο, πια, που ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός επέλεξε από την πρώτη μόλις μέρα της θητείας του να ελέγχει απόλυτα την ΕΥΠ, να απελευθερώνει τις διαδικασίες της, να διορίζει ανθρώπους που δεν πληρούν τα κριτήρια και να αλλάζει τους νόμους(!) για να γίνονται δεκτοί, να διορίζει κουμπάρους του οι οποίοι είναι οι μόνοι που επιτρέπει να ελέγχουν την ΕΥΠ, και να απαγορεύει με τροπολογία σε άλλες ανεξάρτητες αρχές να την/τον ελέγχουν;

Γιατί γίνονται όλα αυτά;

~

Όπως ξεκίνησα να λέω στην αρχή, φαίνεται να βρισκόμαστε σε μία δεύτερη, πολύ πιο σημαντική από την πρώτη απόπειρα συγκάλυψης της παρακολούθησης του Θανάση Κουκάκη.

Και όχι μόνο του Θανάση Κουκάκη, φοβάμαι.

Παλαιότερα έλεγα πως, ένας πρωθυπουργός που κρύβει σκελετούς στο ντουλάπι του, είναι ένας ελεγχόμενος από όποιον ξέρει τα μυστικά του πρωθυπουργός. Προφανώς, ένα τεράστιο δάνειο για μία αδιάφορη εφημερίδα που δεν αποπληρώνεται, ή ένα σπίτι του Βολταίρου που αποκτάται χωρίς έλεγχο ούτε έσχες, ούτε πόθεν, μία “μεσοτοιχία” με έναν εξαφανισμένο στέλεχος κορυφαίας πολυεθνικής που διέφυγε στην βάρδια του ενώ αποδεδειγμένα είχε δωροδοκήσει κυβερνητικά στελέχη, είναι, όπως και να το πεις, βαρβάτοι σκελετοί, που (σε κανονικές συνθήκες) (θα έπρεπε να) γκρεμοτσακίζουν πολιτικές καριέρες. Και αυτοί οι σκελετοί είναι μόνο αυτοί που υποψιαζόμαστε.

Επίσης, στο προηγούμενο άρθρο, εξηγούσα πως όποιος παρακολουθεί δημοσιογράφους, στην πραγματικότητα τους δολοφονεί επαγγελματικά. Είναι πολύ, πολύ σημαντικό να ληφθεί υπόψη αυτό, και τώρα, που συζητάμε την ιστορία αυτή, αλλά πολύ περισσότερο μετά, αν και εφόσον αναζητηθούν ευθύνες και, ίσως, αποζημιώσεις.

~

Υπαρχει όμως και μία παράμετρος που, μέχρι τώρα, δεν έχουμε υπολογίσει.

Για να εγκατασταθεί το λογισμικό της ιδιωτικής εταιρίας στο κινητό του Θανάση Κουκάκη ωστε να παρακολουθείται κάθε του κίνηση, ο δημοσιογράφος έπρεπε να μπει σε έναν ψεύτικο δικτυακό τόπο, μόλις δύο μήνες μετά την βιαστική άρση της παρακολούθησης από την ΕΥΠ. Κάποιος του έστειλε ένα μήνυμα, τον ξεγέλασε. Όμως δεν υπήρχε μόνο ένας δικτυακός τόπος – υπήρχαν 42 δικτυακοί τόποι, όλοι ελληνικοί – και συνολικά 310.

Γιατί;

Ο Θανάσης Κουκάκης παρακολουθείτω ήδη, ενώ μόλις με την πρώτη προσπάθεια “την πάτησε” και του έβαλαν λογισμικό παρακολούθησης. Το κόλπο ήταν απλό, και καλοστημένο – τα domain, τα ονόματα των δικτυακών τόπων, ήταν καλοφτιαγμένα, σε γενικές γραμμές εύκολο να την πατήσει ακόμα και κάποιος που δεν ήταν τελείως αρχάριος.

Σαράντα δύο δικτυακοί τόποι; Μόνο για τον Κουκάκη ήταν όλοι αυτοί;

Ας υποθέσουμε ότι ένας δημοσιογράφος, ο οποιοσδήποτε δημοσιογράφος, παρακολουθείται. Αυτοί που τον ελέγχουν δεν μαθαίνουν μόνο σε τι ρεπορτάζ εμπλέκεται, τα μαθαίνουν ΟΛΑ. Ο Κουκάκης πχ, βρήκε απομαγνητοφωνημένη συζήτηση ΜΕ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ (και αυτό, θυμίζω, από την ΕΥΠ, όχι με το Predator). Ποιος θα ενδιαφερόταν γι’ αυτήν την συνομιλία; Μα όταν παρακολουθείται, δεν υπάρχει διάκριση, επαγγελματική ή μη – όλα είναι στο τραπέζι.

Αυτός ο κάποιος που παρακολουθείται, ο οποιοσδήποτε, ας πούμε ότι έχει έναν παράνομο δεσμό. Ή είναι κρυφά gay. Ή βλέπει τσόντες, στο διαδίκτυο. Ή παίζει παράνομο στοίχημα. Ή δωροδοκεί έναν εφοριακό για υπόθεσή του.. Ή συνεργάζεται με έναν ανταγωνιστή της εφημερίδας του. Ή, ή, ή.

Όλα αυτά είναι σκελετοί στην ντουλάπα του. Άλλοι πέρα ως πέρα παρανομοι, άλλοι απολύτως νόμιμοι, αλλά ίσως ανήθικοι ή έστω “ανηθικοι”, άλλοι, απλώς, η προσωπική του ζωή.

Ας υποθέσουμε πως ο δημοσιογράφος αυτός, ΞΕΡΕΙ πως παρακολουθήθηκε. ΞΕΡΕΙ πως τον παρακολουθούσε η ΕΥΠ, ή ο άγνωστος πελάτης της . Ξέρει πια πως είναι εκτεθειμένος: αν μιλήσει άσχημα γι αυτούς που δεν πρέπει, αν ερευνήσει κάτι που δεν πρέπει, αν δείξει κάτι που δεν πρέπει, δεν έχει λογική να πιστεύει πως θα βγει στην δημοσιότητα κάτι δικό του που δεν πρέπει;

Δεν είναι καθόλου παράλογο να φοβάται κάτι τέτοιο.

Επίσης, δεν είναι καθόλου παράλογο πια να φοβάται κάτι τέτοιο ένας δημόσιος λειτουργός, ένας πρέσβης, ένας βουλευτής, ένας δικαστικός – γιατί, ακόμα και αν στοχεύονταν μόνο δημοσιογράφοι, σαράντα δύο ψεύτικοι δικτυακοί τόποι, είναι πολλοί.

Ο καθένας θα μπορούσε να φοβάται (ή να γνωρίζει) ότι το όνομά του υπάρχει πχ σε μία λίστα, και καλό είναι να κάνει ο,τι χρειάζεται να κάνει για να μην δημοσιευθεί ο,τι θα ήθελε να κρατήσει ιδιωτικό.

Και, θυμίζω, 14.000 αιτήματα για παρακολούθηση είχαμε το 2021 – που έγιναν κατά πάσα πιθανότητα όλα δεκτά, αφού έχει φροντίσει ο πρωθυπουργός να μην έχει ιδιαίτερο λόγο να διαφωνήσει η αρμόδια εισαγγελέας στα αιτήματα αυτά. Δεκατέσσερις χιλιάδες παρακολουθήσεις αφορούν πολλούς, πολλούς ανθρώπους.

~

Ο Θανάσης Κουκάκης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ clean δημοσιογράφου. Δεν έχει (ακόμα) ασχοληθεί με το μεταναστευτικό, με την Τουρκία ή την Ρωσία, με οτιδήποτε θα τον έκανε να πιστέψει πως θα έδινε έστω και την παραμικρή δικαιολογία στην κρατική ΕΥΠ, επίσημα, να τον παρακολουθήσει.

Είναι τόσο καθαρός, που θα μπορούσε κάλλιστα η ΕΥΠ να πει απλώς “έχετε δίκιο, κάναμε λάθος, δεν βρήκαμε τίποτα, αναλαμβάνουμε την ευθύνη”. Κάποιος θα παραιτήτω, πιθανόν, θα υπήρχε μία αναστάτωση, μάλλον, και ο πρωθυπουργός με την αποδοχή της παραίτησης θα μπορούσε ίσως να βγει και από πάνω.

Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε εξ αρχής μία δυσανάλογη ευθύνη με την επιθυμία του να ελέγχει απόλυτα ο ίδιος την ΕΥΠ. Εφτιαξε τις συνθήκες ώστε οι παρακολουθήσεις να γίνονται σχεδόν μηχανικά, χωρίς κανέναν σοβαρό έλεγχο. Δημιούργησε μία τροπολογία για να προστατευτεί αναδρομικά η απόφαση παρακολούθησης – και όλες οι επόμενες. Υπο την εποπτεία του παρακολουθούνται χιλιάδες πλέον άνθρωποι. Μπήκαν διοικητές σε καίριες θέσεις, ακόμα και παράτυπα, ακόμα και ανεξάρτητων αρχών, άνθρωποι κοντά στον πρωθυπουργό, που τον προστατεύουν ακόμα και τώρα.

Περίμενα, με την δημοσιοποίηση της (από ότι φαίνεται παράνομης) έρευνας, α) να υπάρξει μία ξεκάθαρη, έστω και τώρα, κυβερνητική ανάληψη ευθύνης, β) να υπάρξει απόλυτη και δυναμική δημοσιογραφική αντίδραση.

Το πρώτο, γκρεμίστηκε με θόρυβο – η κυβέρνηση αρνείται, κοροϊδεύει, ψεύδεται και κωλυσιεργεί. Το δεύτερο είναι όπως είπα και στην αρχή, εξαιρετικά δυσανάλογα ερευνώμενο σε σχέση με την βαρύτητά του. Θα έλεγε κανείς ελάχιστα περισσότερο από την δολοφονία Καραϊβάζ.

Μέχρι τώρα, πιστεύαμε ότι οι δημοσιογράφοι είναι δεσμευμένοι από μία λίστα Πέτσα, που είχε αν όχι την πρόθεση, τουλάχιστον την δυνατότητα να τους ελέγχει διασφαλίζοντας την οικονομική επιβίωσή τους.

Ήταν μία αισχρή απόφαση – αλλά τουλάχιστον ήταν δημόσια. Με αισχρές (κατά την ταπεινή μου γνώμη) απόπειρες να συγκαλυφθεί κι αυτή, αλλά τουλάχιστον ήταν δημόσια.

Αρχίζω όμως και ανησυχώ, όσο δεν μαθαίνουμε πόσοι, ποιοι, για ποιον λόγο, και με ποια αποτελέσματα ερευνήθηκαν από την ΕΥΠ, αν υπαρχει και μία λίστα με μυστικά, μία λίστα όπου ο έλεγχός της είναι το απόλυτο κλειδί ελέγχου κάθε φωνής που παρεκκλίνει κάποιας συμφωνημένης συμπεριφοράς.

Και, με αποκλειστικά υπεύθυνο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ανησυχώ μήπως αυτή η λίστα μυστικών, αν όντως υπάρχει, του ανήκει – ή έστω, είναι σε γνώση του.

Θα ήταν τρομερό, απολύτως τρομακτικό να υπάρχει μία τέτοια “λίστα Μητσοτάκη”.

Και δεν έχει γίνει έως τώρα τίποτα, καμία απολύτως ενέργεια που θα με βοηθούσε έστω και αισιόδοξα σκεπτόμενος να ελπίσω πως δεν υπάρχει.

Ένα αδιανόητο κουβάρι ξετυλίγεται αυτές τις ημέρες, εκείνο όπου δημοσιογράφοι καταγγέλουν ότι παρακολουθούνται – και η κυβέρνηση μοιάζει να έχει όχι μόνο γνώση των παρακολουθήσεων αυτών, αλλά, ακόμα χειρότερα, να τις έχει παραγγείλει κιόλας.

Πάμε πρώτα να δούμε το ρεπορτάζ, και αναπτύσσω μετά τον προβληματισμό μου. Είναι μεγάλο, κάντε υπομονή.

Για μένα (μπορεί να υπάρχουν και άλλα γεγονότα, που αγνοώ ή αμελώ αυτήν την στιγμή να αναφέρω) με την ανησυχία (και μετά την επιβεβαίωση) του Σταύρου Μαλιχούδη, ότι αυτός, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στο ρεπορταζ της ΕφΣυν για τις παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων.

Ο Σταύρος Μαλιχούδης αρθρογραφεί στο Solomon αλλά και στο αντοίστοιχο δημοσιογραφικό site Reporters United όπου καταγγέλει το περιστατικό εξηγώντας ότι η μόνη λογική(;) απάντηση είναι πως παρακολουθείται για τα ρεπορτάζ του στο μεταναστευτικό/προσφυγικό. Λίγο καιρό μετά, το Solomon προχωρά σε μηνυτήρια αναφορά στον Άρειο Πάγο, ζητώντας διευκρινίσεις για τις ενέργειες της κυβέρνησης.

Οι καταγγελίες για τις παρακολουθήσεις, αφορούν το μακρινό 2020 (οι αποκαλύψεις έγιναν στο τέλος του 2021 και η μηνυτήρια αναφορά στις αρχές του 2022). Την ίδια εποχή, το 2020 δηλαδή, ένα άλλο κουβάρι τυλίγεται ταυτόχρονα, που αφορά αυτήν την φορά τον δημοσιογράφο Θανάση Κουκάκη.

Ο Κουκάκης έχει κάποια προβλήματα στο κινητό του. Δεν ακούει καθαρά, η σύνδεση διακόπτεται, χάνει κλήσεις. Δεδομένου ότι οι κυβερνητικές παρακολουθήσεις γίνονται πλέον σχεδόν εν κρυπτώ, καθώς αρκεί μία αίτηση προς την εισαγγελέα για να ξεκινήσουν, χωρίς αποδείξεις κάποιας έστω ενοχής, προφανώς ανησυχεί: Οι ανησυχίες του όμως γίνονται βεβαιότητα, όταν μαθαίνει από το δημοσιογραφικό του ρεπορτάζ ότι “κυκλοφορούν” απομαγνητοφωνήσεις – σε συζητήσεις με το παιδί του. Στις 12 Αυγούστου του 2020 ο Θανάσης Κουκάκης κάνει μία επίσημη καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) – ζητώντας να μάθει αν, όντως, παρακολουθείται.

Η ημερομηνία είναι σημαντική, προτείνω να την σημειώσετε, θα αποκτήσει νόημα μετά.

Οπως μαθαίνει περίπου έναν χρόνο μετά ο δημοσιογράφος από την ΑΔΑΕ, “στις 10 Μαρτίου 2021, δηλαδή μετά την επιβεβαίωση των υποκλοπών, η ΑΔΑΕ απευθύνεται στην Εισαγγελέα της ΕΥΠ για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου για την ενημέρωση του δημοσιογράφου σχετικά με την άρση του απορρήτου του” – όπως γράφει το Reporters United

Η ΑΔΑΕ απαντά στον Θ. Κουκάκη επισήμως στα τέλη Ιουλίου πως “ «μετά από τεχνικό έλεγχο που διενήργησε η ΑΔΑΕ […] στα δίκτυα των τηλεπικοινωνιών παρόχων που εξυπηρετούν τις συνδέσεις κινητής και σταθερής τηλεφωνίας σας […] δεν διαπιστώθηκε κάποιο γεγονός που να συνιστά παραβίαση της κείμενης νομοθεσίας περί απορρήτου των επικοινωνιών»”. Όχι “δεν γίνονται παρακολουθήσεις – απλώς δεν είναι παράνομες.

Είναι δύσκολο να είναι παράνομες: σχεδόν αμέσως μετά το αίτημα της ΑΔΑΕ στην εισαγγελέα η κυβέρνηση της Ελλάδας στις 31 Μαρτίου του 2021 περνάει κατ’ επειγόντως ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο.

Σύμφωνα με αυτό, “απαγορεύεται πλέον στην ΑΔΑΕ να προχωρήσει στην γνωστοποίηση των παρακολουθήσεων στον πολίτη”. Η ρύθμιση έχει αναδρομική ισχύ και άρα καλύπτει τις υποκλοπές Κουκάκη. Ήτοι, η ΑΔΑΕ δεν έχει πια τον έλεγχο της ΕΥΠ. Η ΕΥΠ μπορεί να παρακολουθεί όποιον νομίζει, και δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν.

…Πιο σωστά, όχι σε κανέναν: δίνει λογαριασμό σε δύο άτομα: στην εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών που στεγάζεται στο κτίριο της ΕΥΠ στην Κατεχάκη (η οποία δεν απαιτείται να καταθέσει ουσιαστικά στοιχεία για το αν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την παρακολούθηση), και στον πολιτικό της προϊστάμενο, τον ίδιο τον πρωθυπουργό που ανέλαβε, τρεις μόλις μέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας του, τον αποκλειστικό έλεγχο της ΕΥΠ.

Το ρεπορτάζ του Reporters United αποκαλύπτει πως η ΕΥΠ όντως ζήτησε την παρακολούθηση του Θανάση Κουκάκη. Χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις την 1η Ιουνίου κατέθεσε αίτημα παρακολουθήσεως του κινητού του στην Cosmote έως την 1η Αυγούστου – ημερομηνία που πήρε παράταση, ως την 1η Οκτώβρη.

Θυμάστε την ημερομηνία που σας ζήτησα να κρατήσετε; Ήταν η 12η Αυγούστου του 2020, όταν ο Θανάσης Κουκάκης καταθέτει επίσημο αίτημα στην ΑΔΑΕ για να μάθει αν παρακολουθείται. Είναι η ίδια ημερομηνία που, εκτάκτως, και μετά την παράταση που ζητήθηκε έναν μήνα πριν, η ΕΥΠ ξαφνικά ζητά την παύση της άρσης του απορρήτου.Θα μιλούσε κανείς για σύμπτωση – αν δεν παρακολουθούσαν το κινητό του, και, όχι μόνο ήξεραν πολύ καλά τις κινήσεις του, αλλά ΦΟΒΗΘΗΚΑΝ κιόλας από αυτές.

Φόβοι που είχαν νόημα – μέχρι που η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός δηλαδή που έχει την ευθύνη για τον έλεγχο της ΕΥΠ, κάλυψε τις ενέργειές της, ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΑ, με έναν νόμο που έκανε ακόμα και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ να εκφράσει την αντίθεσή του.

Ελπίζω να κάνατε κουράγιο μέχρι εδώ, και να τα εξήγησα απλά. Δυστυχώς, για όλους μας, για την κοινωνία μας, την δημοσιογραφία, τον ίδιο τον Θανάση Κουκάκη, οφείλω να συνεχίσω – δεν σταματά εδώ η υπόθεση.

Βλέπετε, λίγο μετά, το ίδιο καλοκαίρι του 2021 ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης ελέγχει έναν σύνδεσμο που του έστειλε ανώνυμα κάποιος. Αυτός ο σύνδεσμος όμως, δεν είναι αθώος: επισκεπτόμενος τον ψεύτικο δικτυακό τόπο (κατασκευάστηκαν περίπου 310 πλαστές ιστοσελίδες, εξ αυτών οι 42 φαίνεται να στήθηκαν αποκλειστικά για να παραπλανήσουν ενδεχόμενους στόχους εντός Ελλάδας), ο Κουκάκης “κολλάει” ένα πρόγραμμα στο κινητό του που ονομάζεται Predator – ένα πρόγραμμα που επιτρέπει την πλήρη παρακολούθησή του.

Tο Inside Story κάνει εκτενές ρεπορταζ στο πρόγραμμα αυτό (αναζητώ το ξεκλείδωτο αρχείο, αν δεν είστε ήδη συνδρομητές στο Inside Story – update, το Inside Story προσφέρει εδώ το ξεκλείδωτο άρθρο και τους ευχαριστώ) και ο Θανάσης Κουκάκης αναγνωρίζει πρόσωπα που τον είχαν απασχολήσει δημοσιογραφικά και στέλνει το κινητό του για έλεγχο.

Έτσι, μαθαίνει πως μόλις δύο μήνες μετά την παύση της παρακολούθησής του από την ΕΥΠ, ξαναγίνεται στόχος πλήρους παρακολούθησης

Το πιο σημαντικό στοιχείο, το αφήνω για το τέλος: Όπως γράφει το Inside story “σύμφωνα με πληροφορίες του inside story πάντως, η Intellexa, που έχει έδρα στην Ελλάδα, πρέπει να ενημερώνει την ελληνική κυβέρνηση για τα συμβόλαια που συνάπτει για την πώληση λογισμικού υποκλοπών στους πελάτες της, που βρίσκονται σε διάφορες χώρες του κόσμου. Άρα το ελληνικό κράτος γνωρίζει εκείνον που έδωσε την εντολή να παρακολουθείται το τηλέφωνο του Κουκάκη.”

Αυτά έχω αποκομίσει από το ρεπορτάζ. Τίποτα από αυτά δεν είναι δική μου πληροφορία, υπεύθυνες είναι οι πηγές που παραθέτω, όπως ακριβώς κάνω κάθε φορά που προσπαθώ να εξηγήσω μία κατάσταση – και την σκέψη που προκύπτει από αυτήν.

Πάμε τώρα στο δεύτερο κομμάτι: Τι οφείλουμε να σκεφτούμε για όλα αυτά.

~

Έναν χρόνο πριν, ο δημοσιογράφος και εκδότης Κώστας Βαξεβάνης, καταγγέλλει πως γνωρίζει, μέσα από πηγές που τον πλησίασαν, πως αποτελεί στόχο δολοφονίας. Η δικαιοσύνη κινήθηκε μάλλον αργά, χωρίς να συνδέσει τις τελείες που μοιάζουν ξεκάθαρα συνδεδεμένες (όπως η επίθεση σε αστυνομικούς δύο ατόμων που επέβαιναν σε μοτοσικλέτα κοντά στο σπίτι του δημοσιογράφου).

Αυτή, ήταν μία φυσική δολοφονία – άλλωστε, στην περίπτωση του Καραϊβάζ, για να μην αναφέρω πριν τους Μαυρίκο, που πέθανε γιατί κάηκε το αμάξι του, Χίου που πυροβολήθηκε στο πρόσωπο, και Σωκράτη Γκιόλια που δολοφονήθηκε μπροστά στο σπίτι του, είναι σαφές ότι η δολοφονία ενός δημοσιογράφου δεν είναι πια ανήκουστη ενέργεια.

Όμως, έχουμε και το παράδειγμα των οικονομικών δολοφονιών: Η λίστα Πέτσα, μία εξαιρετικά δύσοσμη διαδικασία δεν ήταν η μόνη που έδειξε ότι το χρήμα κατευθύνεται μόνο σε φίλια μέσα – αφήνοντας κάποιους, εκλεκτικά, να “πεινάσουν”: Μήνες πριν, πάλι ο Βαξεβάνης έκανε επώνυμη καταγγελία ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός επηρεάζει ιδιώτες επιχειρηματίες να μην διαφημιστούν στο Documento, ιδιοκτησίας του, προσπαθώντας να προκαλέσει οικονομική ασφυξία. Μια καταγγελία που δεν έχει καν ερευνηθεί, παρότι κατά την γνώμη μου παραμένει εξαιρετικά σοβαρή.

Φυσικές δολοφονίες δημοσιογράφων, και οικονομικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Η τρίτη κατηγορία αποκαλύπτεται σήμερα: είναι οι επαγγελματικές δολοφονίες δημοσιογράφων.

Βλέπετε, κάθε φορά που η κυβέρνηση παρακολουθεί έναν δημοσιογράφο, δεν παρακολουθεί μόνον αυτόν: παρακολουθεί και όποιον μιλάει μαζί του. Με τον τρόπο αυτόν, ηθελημένα ή μη, διαλύει πλήρως το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο ενός δημοσιογράφου, την εχεμύθεια και την ασφάλεια της πηγής του. Όταν και αν χρειαστεί να το κάνει, οφείλει να αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε λόγους, ότι οι λόγοι αυτοί ήταν βάσιμοι, και ότι η παρακολούθηση αυτή έφερε απτά, παρουσιάσιμα αποτελέσματα. Αλλιώς, η ζημιά που προκαλείται σε έναν (έντιμο) δημοσιογράφο είναι μη αναστρέψιμη, καθώς η δημοσιογραφική του ηθική, είναι, στην ουσία, το βασικότερο εργαλείο της δουλειάς του.

Σημαντικό παράδειγμα, (για άλλη μία φορά) ο Κώστας Βαξεβάνης που προστάτεψε την πηγή του για χρόνια (με εξαιρετικά σημαντικό προσωπικό κόστος) – μέχρι που η ίδια η πηγή του δημιούργησε τις συνθήκες για να οδηγηθεί ο ίδιος κατηγορούμενος, και στην ουσία απέσυρε το δημοσιογραφικο του απόρρητο.

Θυμίζω τις έντονες, εντονότατες προσπάθειες (που δεν έχουν σταματήσει ακόμα) αυτής της κυβέρνησης σε κάθε επίπεδο, ακόμα και κατηγορουμένων(!) κυβερνητικών στελεχών της υπόθεσης Novartis να απειλεί πως θα “βγάλει τις μάσκες από τους προστατευόμενους μάρτυρες” συνθλίβοντας ένα πολυτιμότατο μέσο που έχουμε για να ανακαλύπτουμε την αλήθεια όταν αυτή κρύβεται πίσω από τον φόβο και τον κίνδυνο που προκαλούν οι ένοχοι.

Μετά την οικονομική και την φυσική δολοφονία συναδέλφων τους, ο Θανάσης Κουκάκης και ο Σταύρος Μαλιχούδης δολοφονήθηκαν επαγγελματικά.

Εφόσον το κράτος όχι μόνο δεν μπορεί να τους προστατέψει (όπως οφείλει να κάνει για κάθε πολίτη) το απόρρητο των επικοινωνιών του, αλλά επιπλέον το ίδιο, χωρίς καμία απολύτως λογικοφανή δικαιολογία, το καταστρατηγεί, οι δύο δημοσιογράφοι είναι απολύτως έκθετοι – χωρίς να έχουν καμία ευθύνη γι’ αυτό, χωρίς να έχουν κάνει κανένα λάθος (εκτός από το να αναζητούν την αλήθεια) – απέναντι στις προηγούμενες αλλά και στις μελλοντικές πηγές τους.

Αντιλαμβάνεστε πόσο σκληρό είναι αυτό για την δημοσιογραφία; Αν επιτεθείς σε έναν δημοσιογράφο οικονομικά, το μήνυμα είναι πως “αν πας κόντρα στα σχέδιά μας, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, θα σε καταστρέψουμε”. Είναι ένα μήνυμα προς τον ίδιο, να φοβηθεί εκείνος. Αν δεν υποκύψει, και τον σκοτώσεις το μήνυμα είναι στους υπόλοιπους δημοσιογράφους που θα σκεφτούν την ενημέρωση του κοινού τους: “Αν δεν κάνετε πίσω, θα έχετε την τύχη του”. Είναι ένα μήνυμα όχι πια προς τον ίδιο, έχει πεθάνει, μα προς τους συναδέλφους του.

Αν όμως παρακολουθείς έναν δημοσιογράφο, αν λυσσάς να βγάλεις “τις κουκούλες” από προστατευόμενους μάρτυρες, τότε το μήνυμα δεν είναι πια προς τους δημοσιογράφους, αλλά προς όλους εμάς:

“Αν μιλήσεις, ακόμα και στον πιο έντιμο δημοσιογράφο, αν αποκαλύψεις την αλήθεια, εμείς θα το μάθουμε. Θα αλλαξουμε νόμους, για να προστατευτούμε. Θα προστατέψουμε τους φίλους μας. Δεν σε σώζει τίποτα.”

Αυτή η πράξη, σκοτώνει πλέον την δημοσιογραφία, όχι πια μόνο τους δημοσιογράφους. Η επίθεση αυτή τους εξισώνει ως επικίνδυνους, κάνοντας την προσωπική τους ηθική (πλασμένη με ασύλληπτο προσωπικό κόστος, κάθε φορά) απολύτως άνευ σημασίας.

Όχι μόνο αυτό, αλλά, όπως και στις άλλες περιπτώσεις, ο δημοσιογραφικός κλάδος παρακολουθεί κατά γενική ομολογία σιωπηρά τις εξελίξεις. Η ησυχία τους είναι ενοχλητικά εκωφαντική, για όποιον έχει τα αυτιά να ακούσει.

Η παρακολούθηση των δημοσιογράφων, όπως και η επίθεση στους μάρτυρες, δημιουργεί ένα καθεστώς φόβου στους πολίτες πλέον.

Η τρίτη δολοφονία, είναι ένα μήνυμα για εμάς. Ο εχθρός είμαστε εμείς.

Το θύμα της τρίτης μορφής δημοσιογραφικής δολοφονίας, είμαστε εμείς.

Λίγες ημέρες πριν, η εφημερίδα Εφημερίδα των Συντακτών έβγαλε ένα άρθρο. Σ’ αυτό, με στοιχεία, αποκαλύπτεται ο ρόλος της ΕΥΠ η οποία παρακολουθεί ακόμα και (και όχι μόνο) δημοσιογράφους – ένας εξ αυτών, ο Σταύρος Μαλιχούδης, που κάνει (προσωπικά, θεωρώ) αξιόλογα και τεκμηριωμένα ρεπορτάζ – τις περισσότερες φορές, κριτικάροντας τον ρόλο της κυβέρνησης.

Η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου ξεκάθαρα όχι μόνο δεν διαψεύδει παρακολουθήσεις πολιτών και δημοσιογράφων, αλλά ζητά και «να μείνουν έξω από την δημόσια σφαίρα της συζήτησης», να μην ελέγξει κανείς ούτε το πως, ούτε το σε ποιούς, ούτε -κυρίως- το «γιατί». 

~

Λίγες μέρες αργότερα, ένας άνθρωπος συναντά την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ στον δρόμο, αργά το βράδυ. Κατά δήλωσή της, την αναγνωρίζει, σκύβει, πιάνει μία πέτρα, της την πετάει και την πετυχαίνει στο κεφάλι, και της φωνάζει «Τουρκόφιλη, να πας στην τουρκία να σε γαμάνε οι Τούρκοι» (ή κάτι αντίστοιχο), και φεύγει στο σκοτάδι – ενώ και η δημοσιογράφος τρέχει σπίτι της.

Έχει προηγηθεί αυστηρότατη κριτική από έλληνες δημοσιογράφους για την συνέντευξή της, κριτική  όπου πολλές φορές ξεπερνά τα εσκαμμένα όταν την ονομάζουν «φιλότουρκη» και εκφράζουν την ντροπή τους για κάθε στήριξη που μπορεί να δέχεται στις επιθέσεις της, αφήνουν υπονοούμενα για την στήριξή της σε Αφγανό πρόσφυγα, ότι έχει «πακιστανούς υπηρέτες» ή την παρουσιάζουν ως «γεροντοκόρη»

Αμέσως, κάνει τις ετοιμασίες της για να φύγει από την Ελλάδα -όπου αισθάνεται πλέον απειλούμενη- και μάλιστα σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδας, την Πρεσβεία της Ολλανδίας και το Ολλανδικό Κέντρο Δημοσιογράφων οι οποίοι ανησυχούν για την σωματική της ακαιρεότητα.

Στην συζήτηση, θα μπορούσαμε να εμπλέξουμε τον Ιάσωνα Αποστολόπουλο, ο οποίος δέχεται καθημερινά επίθεση στα social σε κάθε postάρισμά του για το μεταναστευτικό – από τότε που έγινε γνωστή η ματαίωσή της βράβευσής του από την Προεδρία της Δημοκρατίας. Θα μπορούσαμε να εμπλέξουμε επίσης την Ναταλία Γερμανού που τον φιλοξένησε στην εκπομπή της, και δέχθηκε και αυτή το ίδιο μερίδιο επίθεσης – κυρίως στα social.

Θα πρότεινα όμως να μην ασχοληθούμε μ’ αυτούς, ούτε καν με τον Μαλιχούδη, την Μπέγκελ και το έργο τους: Αν αφήσουμε την συζήτηση να συνεχιστεί στο τι γράφει ο ένας ή στο πως έκανε την ερώτηση η άλλη θα χάσουμε θεωρώ την μπάλα. Όχι γιατί κάνουν καλά την δουλειά τους, ούτε γιατί δεν την κάνουν καλά: κυρίως γιατί δεν θέλω να κρίνω τους ίδιους, ή το έργο τους, αλλά αποκλειστικά και μόνο (ναι, για άλλη μία φορά) το επίπεδου του δημοσιογραφικού λειτουργήματος στην Ελλάδα. Ας μείνουμε στα γεγονότα:

Μία δημοσιογράφος πετροβολείται – αποκλειστικά για το έργο της, ένας δημοσιογράφος παρακολουθείται – αποκλειστικά για το έργο του.

Και μετά;

Και μετά τίποτα.

~

Έλεγα -όχι πολύ καιρό πριν- με αφορμή την αδιανόητη ιστορία του Κ. Βαξεβάνη πως, όταν η πένες κατεβαίνουν, κάποιος θα πεθάνει.  

Είναι τρομερά εύκολο, ίσως πολύ πιο εύκολο παραδόξως από ότι παλαιότερα, ένας δημοσιογράφος να κατεβάσει για λίγο την πένα του, και αυτοί που θέλουν να δολοφονήσουν θα το κάνουν προστατευμένοι από την σιωπή. Και, δεν κινδυνεύει μόνο δημοσιογράφος – η σιωπή μπορεί να είναι για ένα αυτοκίνητο που παρασέρνει μία μηχανή στην Αμαλίας μπροστά στην Βουλή, ή καμιά δεκαριά μάρτυρες του καραβιού Noor 1, που ο θάνατός τους έχει καταντήσει πια ένα βασανιστικό σκληρό ανέκδοτο, ή μπορεί να μην είναι καν θανατηφόρο – όταν ένας εισαγγελέας φεύγει όχι μόνο από μία υπόθεση αλλά και από την χώρα, ή όταν πολιτικοί κάνουν εμβόλια πριν από όλους τους άλλους, ή όταν μία ελεγχόμενη κυβέρνηση από μία εισαγγελέα την αποκαθηλώνει τερματίζοντας την θέση της, ή όταν ένας διαιτητής δέχεται επίθεση στην μέση του δρόμου, ή, ή.

Νομίζετε ότι είναι οι μόνες υποθέσεις όπου δημοσιογράφοι βλέπουν τον εαυτό τους να εξαφανίζεται από την είδηση; Καλό θα είναι να ρωτήσουμε τον Πάρη Κουρτζίδη που, ενώ η υπόθεσή του θα καταλήξει τελικά στα δικαστήρια, αφού η εισαγγελία άσκησε διώξεις σε έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους στην ελλάδα (και κάτοχο ΜΜΕ) τον Βαγγέλη Μαρινάκη, δεν έχει φιλοξενηθεί σε (σχεδόν) κανένα μέσο να πει καν την ιστορία του. Ή, η αγωγή στελεχών «Ελληνικός Χρυσός» κατά της ιστοσελίδας alterthess.gr, που ζητά 100.000 ευρώ ως αποζημίωση, είχε ελάχιστη ή μηδαμινή δημοσιογραφική κάλυψη. Ίσως και όταν η «δημοσιογραφικά» αποκαλούμενη «επίθεση με τρικάκια» δικαιώνεται στα δικαστήρια θα μπορούσε να αποκαλέσει είδηση ή αφορμή τουλάχιστον για αλλαγή προσέγγισης – αλλά φευ. Ή, ακόμα πιο εντυπωσιακό, η αλλαγή του άρθρου 191 στον ποινικό κώδικα, που βρήκε όχι μόνο δημοσιογραφικές, μα ακόμα και δικαστικές ενώσεις απέναντί της, δημοσιογραφικά δεν δέχθηκε σχεδόν καμία κριτική. Στην Ελλάδα, γιατί στο εξωτερικό, ακόμα και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα έδειξαν την εντονότατη ανησυχία τους για την ελευθερία της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα. Ακόμα και η δίωξη από τον Ερντογάν στην εφημερίδα Δημοκρατία (μια καθόλα εθνική υπόθεση, ιδανική για όσους χωρίζουν τους πολίτες σε τουρκόφιλους και μη) δεν είχε καμία ιδιαίτερη δημοσιογραφική αναφορά – η εφημερίδα βλέπετε (για δικούς της λόγους) έχει υιοθετήσει μία μάλλον έντονη αντιπολιτευτική γραμμή.

Την σιωπή του δημοσιογραφικού κόσμου στην στιγμή που το ΑΠΕ στην ουσία ψεύδεται (αναφερόμενο σε κυβερνητικές πηγές που, στην ουσία, είναι τα αφεντικά του) ότι ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησε τον έλεγχο των πιστών μετά από συνέντευξή του δεν θα την αναφέρω, κυρίως επειδή το ΑΠΕ απολαμβάνει πλήρως αυτήν την απουσία ελέγχου….

Οταν τόσο θορυβωδώς οι πένες έχουν κατέβει, είναι τόσο πιο εύκολο οι νόμοι να αλλάζουν προς το χειρότερο, μέσα και ειδήσεις να φιμώνονται, άνθρωποι να πεθαίνουν – επαγγελματικά, οικονομικά, φυσικά. Όταν οι δημοσιογράφοι στοχοποιούν, και ειδικά δημοσιογράφους, κάποιος ενημερώθηκε πως πρεπει να αρπάξει μία πέτρα. Μίλαμε για μια μαφία, με μία δημοσιογραφική όχι-και-τόσο κρυμμένη ομερτά, όπου (όταν δεν επιτίθενται με τις πένες τους) απλώς κανείς δεν βλέπει, κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν μιλάει μέχρι να γίνει το έργο που έχει προγραμματιστεί. Μετά, όπως πχ με τον Καραϊβάζ, τα πράγματα παίρνουν τον δρόμο τους, είναι όλοι συντετριμμένοι, ο κλάδος θα επιβιώσει από τις επιθέσεις, και συνεχίζουμε τις ζωές μας.

…Αυτά δεν θα ακούγαμε αν η πέτρα σκότωνε τελικά την Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ;

~

Στο προηγούμενό μου άρθρο «Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας», προσπάθησα να εξηγήσω πόσο παράλογο είναι να πιστεύει κανείς, ότι ένα κράτος που συμπεριφέρεται απάνθρωπα στους συνανθρώπους μας, θα επιλέξει να φερθεί ανθρώπινα και με αξιοπρέπεια σε εμάς. Ισχύει το ίδιο -αν όχι περισσότερο- και για συγκεκριμένους κλάδους: όπως όταν η δικαιοσύνη σιωπά, θα σιωπά για όλους όσους την χρειαστούν στο μέλλον, έτσι και όταν η δημοσιογραφία επιλέγει να σιωπά, είναι ευνόητο ότι θα σιωπήσει απέναντι σε όλους, όχι μόνο στους τωρινούς εχθρούς «μας» υπηρετώντας τους ισχυρότερους, όχι την αλήθεια.

Το ερώτημα θα έλεγα εγώ που πρέπει να μας απασχολήσει, δεν είναι πού θα οδηγήσει αυτή η Ομερτά. Ξέρουμε πολύ καλά πού θα οδηγήσει, κάθε φορά που κάποιος ξεστομίζει το «Αλήτες-Ρουφιάνοι-Δημοσιογράφοι». Ούτε πώς αλλάζει – ξέρουμε πώς αλλάζει, όταν την χρηματοδότηση της ενημέρωσής μας την αναλάβουμε αποκλειστικά εμείς, και κατανοήσουμε πως αν πληρώνει άλλος για να διαβάζουμε, θα επιλέγει και τι θα διαβάζουμε. Δεν είναι καν ποιος κερδίζει γι’ αυτήν την ομερτά – ξέρουμε ποιος κερδίζει, όχι μόνο αυτός που την παραγγέλνει, αλλά (κυρίως) όσοι συμμετέχουν σ’ αυτήν.

Αυτά, είναι γνωστά – και από το μετερίζι μου τα έχω περιγράψει πολλές φορές ως τώρα.

Μόνο ένα ερώτημα έχει απομείνει να κάνει κανείς: Μπορεί να το λέει πια κανείς αυτό «δημοσιογραφία»;

Πριν από καιρό, στην Κρήτη αν δεν απατώμαι, στους σεισμούς, τηλεοπτικό κανάλι έπαιρνε συνέντευξη από μία κυρία που εξέφραζε την αγωνία και την αγανάκτησή της γιατί το κράτος δεν είχε φροντίσει να τους περιθάλψει ως όφειλε. «Τι είμαστε εμείς» έλεγε η συνεντευξιαζόμενη, «λαθρομετανάστες είμαστε;»

Ομολογώ ότι μου άφησε ένα σημάδι όλο αυτό. Μία σκέψη, που λίγο-λίγο μεγάλωνε, έπιανε έναν χώρο υπαρκτό, ήταν κάτι ανάμεσα σε μία θλίψη και μία αποκάλυψη, μία σύνδεση που έπρεπε να γίνει, και, κυρίως, έπρεπε να ειπωθεί.

Τι είμαστε εμείς, λαθρομετανάστες είμαστε

Είχα δουλειές, τρεξίματα, έμεινε πίσω όλο αυτό. Γράφω σαφώς σπανιότερα πια, άλλη φορά θα αναλύσουμε γιατί, και έτσι δεν μου τριβέλιζε το μυαλό τόσο, όσο να γραφτεί κείμενο αποκλειστικά γι’ αυτό. Πριν λίγο καιρό όμως όμως, μία άλλη τηλεοπτική παρουσία, ξύπνησε αυτήν την ξεχασμένη διαδικασία και την ταξίδεψε τα τέσσερα-πέντε μέτρα που χρειαζόταν για να γίνει από σκέψη, γραπτό κείμενο:

Η Ολλανδή δημοσιογράφος Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ, πήρε τον λόγο στην κοινή συνέντευξη τύπου για την επίσκεψη του Ολλανδού πρωθυπουργού και ρώτησε (και τους δύο, αλλα κυρίως) τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για τα pushbacks, τις επαναπροωθήσεις που κάνει η Ελλάδα των μεταναστών στην Τουρκία. Το ύφος της ήταν δεικτικό, το «γιατί ψεύδεστε» προς τον πρωθυπουργό άναψε τα αίματα, και, ο,τι ακολούθησε μετά από αυτό, είναι καταγεγραμμένο.

Καταγεγραμμένη όμως, είναι και η αντίδραση μετά το συμβάν. Όσοι θεωρούν πως η Ελλάδα συμμετέχει σ’ αυτήν την (εξόχως παράνομη) διαδικασία και το αποκρύπτει, όσοι θεωρούν πως η δημοσιογραφία σκεπάζει με προσοχή κάθε αντίστοιχη αναφορά – βρήκαν την ηρωίδα τους. Όσοι, από την άλλη πλευρά, υπερασπίζονται την κυβέρνηση, θεώρησαν την ενέργεια της δημοσιογράφου από άστοχη έως επιθετική, και εστίασαν εκεί.

Ταυτόχρονα όμως σχεδόν, η ειδησεογραφία ασχολήθηκε και με μία ακόμα είδηση – την πολύ προβληματική, εξόχως επικίνδυνη έλλειψη φροντίδας στα νοσοκομεία, είτε Covid είτε απλών περιστατικών που, παρά την σοβαρή υγειονομικά κατάσταση της χώρας, από ότι φαίνεται, αφήνει τον κόσμο να αναρρώνει(;) σε ράντζα.

Pushbacks, εμείς που δεν είμαστε λαθρομετανάστες, και ράντζα. 

Υπάρχει μία ιστορία πίσω από αυτήν την σύνδεση – μία προτροπή. Πρόθεσή μου δεν είναι να μαλώσω κανέναν (όχι, ούτε την κυρία που διαμαρτύρεται) αλλά περισσότερο να εξηγήσω ένα γεγονός, να φωτίσω κάτι που σε μένα φαίνεται απολύτως λογικό, σχεδόν αδιανόητα ξεκάθαρο:

Το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Είναι, -αναρωτιέμαι φωναχτά τώρα- είναι ποτέ δυνατόν μία κυβέρνηση που κάνει pushbacks, ή που φυλακίζει ανθρώπους για χρόνια που δεν έκαναν τίποτα κακό σε άθλιες, απαράδεκτες συνθήκες, είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να έχει ανθρώπινο πρόσωπο αλλού;

Είναι ποτέ δυνατόν, όταν η δημοσιογραφία και οι πολίτες, είτε αποδέχονται, είτε επιδοκιμάζουν, είτε απλώς αδιαφορούν σε όλα αυτά, είναι ποτέ δυνατόν να περιμένουν όντως διαφορετική αντιμετώπιση στην δική τους ανάγκη;

Αλήθεια;

Όταν φέρεσαι ρατσιστικά ως κυβέρνηση, όταν ξεχωρίζεις τους ανθρώπους σε «αδιάφορο αν θα πεθάνουν» και «πολύ σημαντικούς», το κάνεις κόβοντας ένα νήμα, αυτό που σε συνδέει με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, με την ανθρωπιά – και το κόβεις δια παντός. Είναι αδύνατον να το ξαναβρείς. Δεν γίνεται. Σαν το κορδόνι του παραμυθιού, αν κοπεί, δεν θα βρεις ποτέ ξανά το σπίτι σου. Οι άνθρωποι μπήκαν στο ζύγι. Όποιο κι αν είναι αυτό το ζύγι, «Ξένοι» versus «Ελλήνων», «Μουσουλμάνοι» versus «Χριστιανών», «Μαύροι» versus «Λευκών», «Παράνομοι» versus «Νόμιμων» – από την στιγμή που βάζεις σε μία ζυγαριά την αξιοπρέπεια, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, από την στιγμή που την συγκρίνεις, παύει να έχει σταθερή, παγκόσμια αξία, έχει μόνο βάρος.

Και, το κακό με το βάρος, είναι πως είναι μία μονάδα μετρήσιμη. Πάντα, πάντα, ΠΑΝΤΑ θα υπάρχει κάτι πιο βαρύ. Πάντα. Δεν μετράς πια ανθρώπους, μετράς βάρη. Σήμερα, είσαι τυχερός, είναι οι ξένοι. Αύριο όμως; Όταν τελειώσουν οι ξένοι; Κάποια στιγμή θα έρθει και η δική σου σειρά. Αύριο θα είσαι εσύ.

Και, το ακόμα μεγαλύτερο κακό με αυτήν την διαδικασία, είναι πως επιτρέπεις σε κάποιον να ζυγίζει τι είναι πιο σημαντικό. Του δίνεις εξουσία πάνω στην ζωή και στον θάνατο, στην επιβίωση και την φρίκη, του δίνεις το δικαίωμα να επιλέξει. Και, αυτός που επιλέγει, ως άνθρωπος κι αυτός, για ένα πράγμα μπορείς να είσαι σίγουρος: δεν θα επιλέξει τον εαυτό του.

Ποτέ.

Άκουσες ποτέ σκούρο ρατσιστή να λέει «εμείς οι μαύροι πρέπει να πεθάνουμε»; Όχι, και ούτε θα το ακούσεις ποτέ. Ο ρατσιστής ποτέ δεν θα αντιληφθεί τον εαυτό του ως τον πιο αδύναμο κρίκο. Πάντα, πάντα πάντα θα θεωρεί πως έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από κάποιον με τον οποίο θα συγκριθεί.

Χμμμναι, αυτό βγάζει νόημα – αν την σύγκριση την κάνεις εσύ. Αν όμως επιτρέψεις σε κάποιον άλλον να κάνει την σύγκριση, μπορεί σήμερα να σε βρει πιο σημαντικό, μα δεν είναι δεδομένο πως θα το κάνει και αύριο. Του έδωσες την εξουσία να ζυγίζει, άρα ο ίδιος θα είναι πάντα πιο σημαντικός από οτιδήποτε. Και από σένα.

«Δεν είμαστε λαθρομετανάστες, για να μας συμπεριφέρονται έτσι». Μία δήλωση από έναν άνθρωπο που ανακάλυψε πως το ζύγι το έχει άλλος, πως δεν είναι πια ο πιο σημαντικός, πως πάντα θα υπάρχει κάποιος πιο βαρύς, πιο σπουδαίος. Το σχοινί κόπηκε, η ελπίδα να ξαναβρεις το σπίτι της ανθρώπινης αξιοπρέπειας εξανεμίστηκε, τώρα είσαι ανυπεράσπιστος στο δάσος με λύκους που τους ακόνισες εσύ τα δόντια τους. Και κάπως έτσι, δεν υπάρχουν λεφτά για καταλύματα και παροχή βοήθειας γιατί πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, δεν περισσεύουν για σένα πια ΜΕΘ, αλλά για κάποιον πιο σημαντικό, δεν αγοράζονται πια ΜΕΘ και προσωπικό, αλλά τα χρήματα πάνε σε κάτι άλλο πιο σημαντικό, κάπως έτσι πεθαίνεις σε ένα ράντζο γιατί κάποιος άλλος σε ζυγισε σκάρτο. Κάπως έτσι είσαι ο Ινδαρές και σε βρίζουν και σένα και τα παιδιά σου οταν σε βαρέσουν, κάπως έτσι είσαι ένας περαστικός στην Νέα Σμύρνη και σου φυτεύουν διαθέσεις προθέσεις και δολοφονικές απόπειρες, κάπως έτσι αναρωτιέσαι γιατί ως πυροσβέστης να σε ψεκάζουν με αύρες και να σου κόβουν δάχτυλα.

Και κάπως έτσι θα ακούσεις ότι είσαι «ρεμάλι», «άχρηστος», «επικίνδυνος», «αδιάφορος», «αχάριστος». Όπως ακριβώς περιέγραψαν την δικαιολογία τους σε σένα όταν σκότωναν άλλους, έτσι ακριβώς θα περιγράψουν τον λόγο που θα δολοφονούν την δική σου ελπίδα, στους υπόλοιπους. Και όσο εσύ τους δικαιολόγησες τότε, ή αδιαφορούσες για την αδικία, τόσο θα τρελαίνεσαι που οι άλλοι θα αποδέχονται την αδικία εις βάρος σου με αντίστοιχες, ψευδέστατες δικαιολογίες. Θα ακούγονται όλα αυτά τόσο γνώριμα, πράγματι. Και θα είναι.

Αυτό το παιχνίδι είναι σκληρό – αλλά οι κανόνες του είναι ξεκάθαροι. Αν όταν κοπεί το νήμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας το επιτρέψεις, αν δεν φωνάξεις, αν δεν ουρλιάξεις όταν συμβεί στον πιο ασήμαντο από σένα, το suid game ξεκίνησε. Στο τέλος θα μείνει ένας, και, σου το υπογράφω, δεν θα είσαι εσύ. 

Τι αξία έχει ένας λαθρομετανάστης; Τι αξία έχει ένας ανώνυμος φυλακισμένος; Τι αξία έχει ένας βρώμικος ζητιάνος; Τι αξία έχει ένας εξορισμένος και βασανισμένος κομμουνιστής, ένας χτυπημένος από την αστυνομία αναρχικός, ένας λοιδωρημένος γκέι, ένα παρατημένο στον δρόμο πρεζόνι, ένας ταλαιπωρημένος φτωχός;

Αυτοί είναι το νήμα της αξιοπρέπειας. Αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι, μπορούν να σε οδηγήσουν στο σπίτι της ανθρωπιάς σου.

Ένας να φύγει, σε έναν να επιτρέψεις να αποφασίσει ποιος αξίζει και ποιος όχι, το νήμα κόπηκε

Τουλάχιστον μην ξαφνιαστείς μετά.

Όπως πάντα, κατ’ αρχάς η είδηση:

Στο Ηράκλειο Κρήτης ξαφνικά χτυπά ένα κύμα σεισμών – δεκάδες κάθε μέρα, με μέγιστο έναν σεισμό 5,8 με 20 περίπου χιλιόμετρα εστιακό βάθος. Η ένταση αλλά και το βάθος καταστρέφουν σπίτια που είναι χτισμένα πολλά χρόνια πριν, ερημώνονται χωριά, τραυματίζονται άνθρωποι, ένας άτυχος άνθρωπος καταπλακώνεται και πεθαίνει. Ο αριθμός των μη κατοικήσιμων σπιτιών πλησιάζει σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις τα χιλία.

Ήδη από τα πρώτα βράδια, οργανώνεται μία προσπάθεια να φιλοξενηθούν οι άνθρωποι χωρίς σπίτια σε σκηνές, που φέρνει (αν δεν κάνω λάθος) ο στρατός. Σκηνές χωρίς πάτωμα, πολύ ευάλωτες στον αέρα και στο κρύο (ευτυχώς ο καιρός ήταν αρχικά καλός) και χωρίς τα απαραίτητα εφόδια (ζητούσαν, λένε οι καταγγελίες από τους άστεγους να φέρουν δικά τους στρώματα και σεντόνια-κουβέρτες) σύντομα γίνεται σαφές ότι δεν μπορεί να είναι μόνιμη λύση, ειδικά αν χαλάσει ο καιρός.

Έτσι, γίνονται ενέργειες να κοιμηθούν οι άνθρωποι σε κλειστούς χώρους, όπως το κλειστό του μπάσκετ της περιοχής.
Όμως, ζούμε σε περίοδο πανδημίας. Έτσι, αποφασίζεται πως δεν μπορούν να μπουν όλοι οι άνθρωποι στον κλειστό αυτόν χώρο: Η πρόσβαση περιορίζεται μόνο στους εμβολιασμένους που θα κάνουν rapid τεστ. 

«Οι οδηγίες που υπάρχουν αναφέρουν ότι σε ένα κοινό χώρο δεν μπορεί να μπει μεικτός πληθυσμός ακόμα και σε αυτές τις ειδικές συνθήκες. Αυτή τη στιγμή αυτό που έχει ειπωθεί είναι πως στο κλειστό θα είναι αρχικά εμβολιασμένοι με rapid test», αναφέρει μιλώντας στο cretapost ο αντιπεριφερειάρχης δημόσιας υγείας και κοινωνικής πολιτικής, Λάμπρος Βαμβακάς.

Ο μόνος τρόπος για να μπει ένας ενήλικας σε κλειστό, προστατευμένο χώρο, θα είναι να κάνει το μονοδοσιακό εμβόλιο. Αλλιώς, θα πρέπει να περιμένει, μέχρι να οργανωθεί η φιλοξενία σε ξενοδοχεία κλπ, όπου δεν θα υπάρχει πια αυτός ο περιορισμός.

Αυτή είναι η είδηση, αν έχω λάθος, το διορθώνω.

Πάμε τώρα και στην σκέψη μου.

~

Η διαχείριση της πανδημίας, κατ’ εμέ (όπως έχω επαναλάβει και στο παρελθόν) ειδικά από ένα σημείο και μετά, έγινε εγκληματική. Θεωρώ πως, λόγω ακριβώς της αδυναμίας να λύσουμε το πρόβλημα που έχει προκύψει, από το κράτος γίνονται διαρκώς κινήσεις που θα τις έλεγε κανείς υποκριτικές, καθώς, όταν οι βάσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα είναι επί τούτου λάθος λόγω συγκεκριμένων επιλογών, προφανώς και οι λύσεις που θα προταθούν θα έχουν σοβαρά προβλήματα.

Τι έχουμε εδώ;

Μία επείγουσα κατάσταση, στην οποία το πρωταρχικό μέλημά μας είναι να προστατέψουμε τους πολίτες, καταλήγει σε μία ανεκδιήγητη παρωδία:

Οι άνθρωποι θέλουν στέγη, για να προστατευτούν. Οι εμβολιασμένοι εξ αυτών, μπορούν να καλυφθούν από την βροχή. Οι ανεμβολίαστοι, όχι, θα μείνουν σε απαράδεκτες σκηνές χωρίς πάτωμα. Οι ανεμβολίαστοι που θα κάνουν το εμβόλιο, ναι. Βέβαια, το εμβόλιο χρειάζεται λίγο χρόνο μέχρι να δράσει, πιθανόν περισσότερο από την επείγουσα κάλυψη από την βροχή ή το κρύο, αλλά ας το προσπεράσουμε. Και βέβαια, ένας άνθρωπος για να κάνει ένα εμβόλιο είναι φρόνιμο να έχει συνεννοηθεί με τον γιατρό του, ειδικά αν έχει άλλα προβλήματα – όχι να το κάνει εκβιαστικά για να βρει στέγη αλλά – ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως επίσης ας προσπεράσουμε ότι στους εμβολιασμένους γίνεται rapid test, ένα τεστ που δεν προκρίνεται για τους ανεμβολίαστους συνανθρώπους μας, ίσως γιατί δεν είναι απολύτως ακριβές – αλλά ας το προσπεράσουμε κι αυτό. Όπως, πχ, είναι καλύτερα να προσπεράσουμε ότι για να ταξιδέψει κανείς με ένα λεωφορείο από και προς τα εκεί, κλεισμένος σε ένα κουτί με άλλους ανθρώπους, μπορεί να το κάνει ακόμα και αν είναι ανεμβολίαστος – αρκεί να έχει κάνει το rapid τεστ – εκείνο που δεν ήταν απολύτως ακριβές, ή ακόμα και ένα self test, που αυτό κι αν δεν είναι ακριβές, αλλά μ’ αυτό αρκεί για να στείλουμε παιδιά στο σχολείο μας. 

Βλέπετε τον παραλογισμό; 

Κάπου εδώ, καλό είναι να μην παρεξηγηθώ: προσωπικά είμαι εμβολιασμένος, είμαι υπέρ του εμβολιασμού, πιστεύω στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα, και ακολουθώ όχι μόνο τις επιταγές της, αλλά και την κοινή λογική: παρότι εμβολιασμένος, συνεχίζω να κάνω τεστ, καθώς είναι σαφές ότι μπορώ και να νοσήσω, και να μεταδώσω τον ιό.

Αυτή όμως η διαχείριση, με βοηθά να εντοπίζω και τους παραλογισμούς όπου τους συναντώ. Πχ, τα προληπτικά τεστ που κάνω για να προστατέψω όχι μόνο εμένα, αλλά και τους γύρω μου τα κάνω με δικά μου έξοδα πια αφού το κράτος αρνείται να με προστατέψει δωρεάν. Πχ μπορώ να μπω σε ένα λεωφορείο για να πάω στην δουλειά μου, μαζί με άλλους ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν όμως δικαίωμα σε δωρεάν τεστ, ειδικά αν είναι ανεμβολίαστοι – οι οποίοι -σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία-  και νοσούν περισσότερο, αλλά, κυρίως, και κουβαλούν μεγαλύτερο ιικό φορτίο!

Τι νόημα έχει να αφαιρέσω ειδικά από αυτούς τους ανθρώπους που είναι ανεμβολίαστοι την δωρεάν προληπτική εξέταση; Είναι παρανοϊκό, ειδικά αυτοί οι άνθρωποι που είμαστε βέβαιοι πως έχουν μεγαλύτερο ιικο φορτίο και ασθενούν πιο βαριά, εφόσον είναι δικαίωμά τους να μην εμβολιαστούν, πρέπει να έχουν περισσότερα διαθέσιμα εύκολα και δωρεάν τεστ!

«ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΜΗΝ ΕΜΒΟΛΙΑΣΤΟΥΝ;!» …Πριν θυμώσετε μαζί μου για αυτήν την έκφραση, σκεφτείτε το εξής: υπάρχουν αυτήν την στιγμή, ορισμένες ομάδες υποχρεωτικού εμβολιασμού. Είναι οι ομάδες που το κράτος θεωρεί πως είναι υποχρεωμένοι να εμβολιαστούν, για όποιους λόγους, δεν έχει σημασία αυτήν την στιγμή στην ανάλυση της σκέψης μου. 

Οι υπόλοιποι, έχουμε την ελευθερία να εμβολιαστούμε. Παρέχεται δωρεάν από τον κράτος, γίνεται αυστηρή σύσταση, ναι, με επιχειρήματα (συνήθως, όχι μόνο), ναι αλλά (εκτός από αυτές τις ομάδες) κανείς δεν υποχρεούται να εμβολιαστεί

Αυτή η ελευθερία, είναι, ή θα έπρεπε να είναι, δεδομένη. Όταν δεν είναι, δεν είναι ελευθερία.

Και πάμε στο επόμενο παράδειγμα που θα χρησιμοποιήσω, που μοιάζει κατ’ αρχάς άσχετο – αλλά θα αντιληφθείτε τον συλλογισμό μου:

Η Μπρίτνευ Σπίαρς μόλις κέρδισε μία δίκη. Η δίκη αυτή αφαιρεί από τον πατέρα της τον αποκλειστικό έλεγχο που είχε επάνω της – επειδή (και το εκλαϊκεύω, χάρην της συζήτησης, είναι ασφαλώς πιο περίπλοκο) «δεν είχε σώας τας φρένας». 

Το δικαστήριο δεχόταν ότι η τραγουδίστρια μπορούσε να τραγουδήσει, να βγάλει χρήματα από αυτό – αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί μόνη της τα κέρδη της δουλειάς της, που θα έμενε και τι θα έκανε. Για όλα αυτά, έπρεπε να πάρει την άδεια του πατέρα της.

Όταν κέρδισε την δίκη, και την ελευθερία της (όχι ακριβώς, είναι πιο περίπλοκο είπαμε, το εκλαϊκεύω) από τα πρώτα πράγματα που έκανε, ήταν να εμφανιστεί «γυμνή» στο instagram…

…Και ακολούθησε ένας χαμός: ο κόσμος αντέδρασε, κυρίως λέγοντάς της «αν θέλεις να κερδίσεις και τις επόμενες δίκες, καλό θα ήταν να μην συμπεριφέρεσαι έτσι». 

«Είσαι ελεύθερη», δηλαδή «αλλά όχι να κάνεις ο,τι θέλεις».

Προφανώς, υπάρχουν νόμοι και κανόνες – δεν μιλάω γι’ αυτούς. Δεν είναι ελεύθερη να σκοτώσει πχ έναν άνθρωπο, θα απολογηθεί, και αν δεν ήταν αποδεδειγμένα δικαιολογημένη, πχ εν αμύνη, θα πάει φυλακή – δεν συζητάμε αυτό.

Δεν είναι όμως παράνομο να εμφανιστεί καποιος γυμνός στο instagram. Είναι μία ελευθερία που την έχουμε όλοι – όλοι, εκτός πχ από την Μπρίτνευ, η οποία αν το κάνει, αποδεικνύει έτσι ότι μάλλον δεν ήταν καλό που της δώσαμε την ελευθερία της.

Και τώρα προφανώς, δεν μιλάμε για την Μπρίτνευ και το αν θα δείξει το κορμί της στα social, και αν κάποιοι θα συμφωνήσουν ή θα διαφωνήσουν μ’ αυτό. Τώρα μιλάμε για ανθρώπους που πρέπει να προστατευτούν, στην σημερινή, ή στην αυριανή μεγάλη καταστροφή, για ανθρώπους που βλέπουν να έχουν άλλα δικαιώματα από τον διπλανό τους, και άλλες υποχρεώσεις.

Όπως πχ μιλάμε για ανθρώπους που βρίσκονται στις φυλακές (είτε των δομών, είτε τις δικές μας) και δεν πάει κανείς να τους εμβολιάσει, ή να τους δώσει αρκετό χώρο να έχουν τις αποστάσεις ασφαλείας μεταξύ τους.

Όσο δεν είναι υποχρεωτικός ο εμβολιασμός, κάθε άνθρωπος που είναι στην ευθύνη αυτής της χώρας, είτε φυλακισμένος, είτε ελεύθερος, είτε εμβολιασμένος, είτε όχι, πρέπει να έχει -αφού έχει την ελευθερία να επιλέξει- τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με τον διπλανό του. 

Ελευθερία σημαίνει ελευθερία. Είναι παράλογο πχ να επιλέγουμε τους αποδεδειγμένα πιο ευάλωτους από εμάς και να τους τιμωρούμε στερώντας τους με οικονομικά κριτήρια τον έλεγχο της υγείας τους γιατί έκαναν χρήση της ελευθερίας που οι ίδιοι τους δώσαμε. Αν όλοι οι άνθρωποι (και δεν λέω σωστά ή όχι, είναι τελείως άλλη κουβέντα) έχουν δικαίωμα να είναι ανεμβολίαστοι, τότε έχουν δικαίωμα όλοι να προστατευτούν από την βροχή. Αν τους στερούμε αυτό το δικαίωμα, αν πιστεύουμε ότι δικαιωματικά κάποιοι πρέπει να βραχούν, απολύτως εκδικητικά, τότε αποδεικνύουμε ότι οι σκέψεις ήταν λάθος, οι προτεραιότητές μας επίσης, και πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή να σκεφτόμαστε διαφορετικά.

Άποψή μου, και κρίνομαι γι’ αυτήν.