Γράφοντας για τα Φαντάσματα ξεκίνησε μία κουβέντα με offline φίλους και ένας διάλογος μάλλον εποικοδομητικός σε μία συζήτηση που δεν έβγαζε νόημα, μία διαδικασία που με ταλαιπωρεί καιρό τώρα, αλλά δεν έχω καταφέρει να την βγάλω σε λέξεις να την μεταφέρω ως βαθιά απορία: Τι τρέχει μ’ αυτήν την σιωπή; Και κάπως έτσι, ξεκινά άλλη μία (μακροσκελής) σκέψη.
Βλέπω καθημερινά (καθημερινά!) τον Κουκάκη τον δημοσιογράφο, ή τον Βλάχο τον αδελφό, ή τον Αποστολόπουλο τον διασώστη, ή τον Βαξεβάνη τον δημοσιογράφο, ή τον Παπανικολάου τον γιατρό, τον Μάγγο τον πατέρα και την Φύσσα την μάνα – βλέπω δηλαδή καθημερινά ανθρώπους να πασχίζουν να μου εξηγήσουν ότι κάτι πάει στραβά, ότι κάτι είναι πολύ, πολύ λάθος.
Τους βλέπω, γράφουν, παλεύουν, μάχονται, αγωνιούν, καθημερινά λέμε τώρα, ε; ο καθένας στο πεδίο του, και μιλάνε με λογική, με επιχειρήματα, όχι αντικειμενικά, κανείς τους δεν είναι αντικειμενικός, γιατί όλοι, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο είναι θύματα, να γράφουν “κοίτα, μία αδικία γίνεται εδώ”, ή “κοίτα, πάνε να γλυτώσουν από αυτό”, ή “κοίτα, λένε ψέματα εδώ”, ή “κοίτα, σου λένε ψέματα όταν ξεφουρνίζουν πως τάχα δεν ήξεραν για τις παρακολουθήσεις του predator” ή “κοίτα, η αστυνομία βαράει και σκοτώνει ατιμώρητα στο όνομά σου” ή “κοίτα, άλλος ένας μετανάστης κακοποιήθηκε”, ή “κοίτα, ένας γιατρός, αυτός που περιμένεις να σε σώσει αύριο; ε, κλάταρε και δεν αντέχει άλλο”.
Πρόσεξε τι λέω, ε; είναι θύματα, είναι ΗΔΗ θύματα, με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο, είναι ΗΔΗ καταδικασμένοι, ΗΔΗ αδικημένοι, δεν προσπαθούν να γλιτώσουν τώρα οι ίδιοι από κάτι – το έχουν ΗΔΗ πάθει, ο αγώνας τους είναι ανιδιοτελής και τίμιος, κοιτάνε να σώσουν εμάς, τους βαράει μπουνιά το παράλογο, το αδιανόητο, να βλέπουν την αδικία τόσο ξεκάθαρα μπροστά τους, να παίρνει μορφή, σάρκα και οστά, να τους κοιτάει, να τους μάχεται, να τους διαβάλλει, να τους απομυζεί, να τους φέρεται με ασέβεια, με ειρωνεία, με θράσος, να τους φτύνει στα μούτρα, να τους προσβάλλει – και αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί και άλλοι τόσοι, και άλλοι τόσοι μαζί, να συνεχίζουν, κάθε πρωί, και να μας λένε “καλημέρα, κοίτα, άλλη μία αδικία, δες την – δες την να μην είμαι μόνος μου”.
Και εμείς να κοιτάμε σιωπηλοί.
Τώρα, μετά από τόσο καιρό με ξέρεις, δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι τα σόσιαλ είναι σιωπή, τουναντίον – θεωρώ πως είναι μία τεράστια έκθεση, ένα τεράστιο βήμα, πολύ σημαντικό, δεν θα ήμουν εδώ, άλλωστε, αν δεν το ήξερα. Δεν λέω αυτό.
Αλλά αν μαζέψεις τα “φωνάξτε!”, “διαμαρτυρηθείτε!”, “ουρλιάξτε!” που έχω γράψει τόσα χρόνια, προφανώς θα γίνει αντιληπτό πως δεν φτάνει μόνο να παίρνεις δημόσια θέση, δυστυχώς, απέναντι σ’ αυτό το χυδαίο κακό που μας πλαισιώνει – δεν φτάνει προφανώς ένα ποστ.
Γιατί ποστ έχουν κι αυτοί. Και φωνές έχουν κι αυτοί. Και καμιά φορά, πολύ δυνατές, πολύ σκαχτικές και τσιριχτές φωνές.
Έχει νόημα να κάνουμε περισσότερο θόρυβο από αυτούς; Πολλές φορές είχε! Πολλές φορές χρειάστηκε, πολλές φορές έφερε αποτέλεσμα, πολλές φορές άλλαξε όντως κάτι. Συχνά όμως, δεν άλλαξε τίποτα, όχι γιατί δεν φωνάξαμε αρκετά, αλλά γιατί δεν φωνάξαμε πολύ και για πολύ.
Γιατί όμως αυτή η σιωπή;
Αυτό δεν καταλαβαίνω: Όταν καταδικάζεται η τότε κυβέρνηση ότι διέβαλλε τόσους ανθρώπους δια στόματος Λοβέρδου και Χρυσοχοΐδη, είναι ΛΟΓΙΚΟ, είναι ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ, είναι ΠΡΟΦΑΝΕΣ ότι η δεσμευμένη δημοσιογραφία πχ δεν θα τους ρωτήσει για τις ευθύνες τους – αν μπορούν να το αποφύγουν βέβαια. Και, αν τυχόν αναγκαστούν να τους ρωτήσουν, θα τους δώσουν έτοιμη και την απάντηση, την προφύλαξη, την προστασία, όση χρειάζονται κι ακόμα λίγο παραπάνω για έξτρα υπηρεσίες – σαν να χορταίνεις με τέσσερα τόστ μία οικογένεια όπως λένε στο σινάφι τους.
Ναι, αλλά αυτοί πληρώνονται γι’ αυτό. Και όχι μόνο αυτοί, πληρώνονται και τα αφεντικά τους γι’ αυτό. Και αν δεν πληρώνονται άμεσα για τις υπηρεσίες τους, παίρνουν δουλειές, ή κάνουν τα κουμάντα τους, ή προστατεύουν τα καράβια τους, τέλος πάντων έχουν κέρδος από αυτό.
Είναι τίμιοι στην ατιμία τους, αυτό εννοώ. Δεν κρύβονται. Ο ένας έχει ενέργεια, ο άλλος κατασκευαστικές, ο τρίτος καράβια, τέλος πάντων δεν το κάνουν για την ψυχή της μάνας τους, έχουν ανταλλάγματα.
Κάτι κερδίζουν.
Εμείς, τι σκατά κερδίζουμε; Αυτό δεν καταλαβαίνω. Και χάνουμε, και βγαίνουμε σιωπηλοί. Γιατί;
~
Λοιπόν, στην συζήτηση που έκανα, βγήκε κάτι καινούργιο. Μπορεί να μην κερδίζουμε. Μπορεί απλώς να μην το πιστεύουμε όλο αυτό που συμβαίνει.
Να μην πιστεύουμε στα μάτια μας.
Είναι δηλαδή περίοδος ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και σου λέει ο άλλος, “θα καταργήσω το άρθρο 16 του Συντάγματος”. Αυτό. Τέλος. Λέει άλλες πεντακόσιες μπαρούφες από πίσω, αλλά αυτό είναι το νόημα, “το Σύνταγμα με ενοχλεί, δεν μπορώ να κάνω μπίζνες, δεν μπορώ να το αλλάξω – το καταργώ τόσο όσο”. Και εσύ κοιτάς σα χάνος, δεν μπορεί να το είπε αυτό, έτσι δεν είναι; Αποκλείεται. Δεν θα είχε το θράσος να κάνει κάτι τέτοιο, σωστά; Ή σου λέει “θα βάλω την εφορία να χτυπήσει αυτόν τον δημοσιογράφο. Μόνο.” Ή λέει “Θα δώσω ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους άλλους λεφτά, εκτός από εκείνες τις ΤΡΕΙΣ εφημερίδες γιατί δεν τις χωνεύω” Και συ λες μαλάκα μου δεν γίνεται, δεν μπορεί να το κάνει αυτό, σωστά; Δηλαδή αποκλείεται, δεν γίνεται. Ή ξέρωγω έχει πανδημία, και λέει “Λοιπόν, στις ΜΕΘ πεθαίνουν, ΑΡΑ λιγότερες ΜΕΘ για να σωθείτε”. Όχι ρε φίλε, πλάκα μου κάνεις, δεν μπορεί να το είπες αυτό, δεν γίνεται να το ξεστόμισες αυτό. Και σου κάνει ρελάνς, και σου λέει “Όχι μόνο το εννοώ, αλλά θα βάλω και περισσότερους μαθητές ενώ έχουμε κορονοΐο στην τάξη ΓΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ”. Ή έρχεται και λέει “Λοιπόν, παίρνω όλη την ευθύνη επάνω μου, διαλέγω έναν διοικητή, αλλάζω τον νόμο μετά γιατί δεν ήταν νόμιμος, και μετά με αυτόν τον διοικητή που ήταν παράνομος αλλά τον έκανα αναδρομικά νόμιμο κρυφακούω δημοσιογράφους που γράφουν ότι άλλαξα τον νόμο και είπα ότι οι τραπεζίτες μπορούν μόνο να καταδίδονται μόνοι τους άμα θέλουν”. Είναι δυνατόν να μην τα χάσεις; Είναι δυνατόν να ακους όντως τέτοια πράγματα; Πετάει μετά και πενήντα μπαρούφες όταν τον πιάνουν να παρακολουθεί τον πολιτικό που κερδίζει το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα ότι “τον πλησίασαν κάτι Ζουαζινδαλοί και άστα μη τα ψάχνεις βρωμάει η υπόθεση και που να στα λέω” και μένεις μαλάκας. Είναι δυνατόν να κάνει κανείς τέτοιο πράγμα; Να λέει τόσο βλακώδη δικαιολογία; Πως σκατά αντιδράς σ’ αυτό; Πως σκατά μπορείς να αντιδράσεις λογικά μετρημένα, όταν δέκα αστυνομικοί βαράνε έναν αθώο άνθρωπο, ή όταν το αυτοκίνητο που πυροβόλησε η αστυνομία καμια τριανταριά φορές τον συνοδηγό γίνεται απλώς παλιοσίδερα πριν την έρευνα και κάθε κριτική παίρνει την απάντηση “έκανε όπλο το αμάξι”, ή όταν λίγες μέρες πριν ένα πολύνεκρο δυστύχημα ο υπουργός που του έχουν κοινοποιήσει με εξώδικα ότι θα γίνει μακελειό κουνάει το δάχτυλο στην Βουλή – και τον ξαναβάζεις στα ψηφοδέλτια! ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ ΣΕ ΟΛΟ ΑΥΤΟ;
Να το δούμε ψύχραιμα δηλαδή:
ΠΩΣ ΣΚΑΤΑ ΑΝΤΙΔΡΑΣ;
Δηλαδή, η βία – όχι η βία που έγινε, Η ΒΙΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ, ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΈΓΙΝΕ, αυτό λέω τώρα, όχι το δυστύχημα, ή οι παρακολουθήσεις, ή η κρατική δολοφονία, σου λέω το ΜΕΤΑ, η διαχείριση, ΤΟ ΜΕΤΑ – καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; μπορείς να το χωνέψεις αυτό που σου λέω; όχι η στραβή, το λάθος, η μαλακία, η αστοχία, η ατυχία, η κακία στιγμή, ΤΟ ΜΕΤΑ ΣΟΥ ΛΕΩ, το συνεχόμενο μετά, τα ψέματα ΜΕΤΑ, οι δικαιολογίες ΜΕΤΑ, η βρωμιά ΜΕΤΑ, οι μπουνιές ΜΕΤΑ, η δειλία ΜΕΤΑ, το ξύλο ΜΕΤΑ, το θράσος ΜΕΤΑ, αυτό που δεν είναι πια ατυχία, αυτό που είναι σχέδιο, που είναι πρόγραμμα, που είναι άσκηση επί χάρτου, που ξημεροβραδιάζονται καλοπληρωμένοι άνθρωποι να το σκεφτούν, να το σερβίρουν, μιλάμε για non-paper και σχέδια, για νίκες και πλάνο, για την καλύτερη διαχείριση με το μικρότερο κόστος, καταλαβαίνεις τι logistics θέλει όλο αυτό, είναι νομίζεις ΤΥΧΑΙΟ που κάποιος βλαμμένος θα πει “ναι, κοιτάξτε, ελπίζω η μάνα που έχασε την κόρη της να μη γίνει πολιτικός”, είναι βλακεία της στιγμής που θα φωνάξουν ανθέλληνα τον Αποστολόπουλο, ναρκομανή τον Μάγγο, λαμόγιο τον Βαξεβάνη, που θα αφήσουν υπονοούμενα απο τις φυλλάδες τους για τον Κουκάκη, που θα πουν βλαμμένη την Φύσσα και τεμπέλη τον Παπανικολάου – νομίζετε ότι είναι ΤΥΧΑΙΑ όλα αυτά;
Όλα αυτά θέλουν κόπο, προσπάθεια, πολύ χρήμα και πολύ κούραση. Δηλαδη, σε ανθρώπινο επίπεδο, πρέπει να είναι ράκος από την εξάντληση οι λασπολόγοι τους.
Οπότε, εν πολλοίς, το καταλαβαίνω. Είναι μία εγγενής αδυναμία μας, που ειλικρινά, δεν μπορώ να την ψέξω κιόλας. Είμαστε άφωνοι στο θράσος.
Έρχεται ο άλλος που θέλει να καταπατήσει το Σύνταγμα, και λέει αυτούς που αντιδρούν ότι κάνουν σαν… ληστές που ψήφισαν να κλέψουν μια τράπεζα.
Και λες “όχι ρε φίλε, αυτό που λες ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΓΙΚΟ”. Ναι, μα απλώς δεν εννοούμε να καταλάβουμε πως δεν είναι τυχαίο που δεν είναι λογικό. Γιατί αν συζητήσουμε με την λογική δεν έχουν κανένα απολύτως κράτημα. Καμία βάση. Τίποτα. Νάδα.
Λέει “Αν το ήξερα δεν θα το επέτρεπα να παρακολουθούν τον Ανδρουλάκη, αλλά έχει αναλάβει την πολιτική ευθύνη ένας που δεν είναι πολιτικός, οπότε είμαστε εντάξει, έκανα και την αυτοκριτική μου, προχωράμε”.
Ε;
Τι;
Πώς πολεμάς απέναντι σ’ αυτό;
Δηλαδή σοβαρά, τι επιχείρημα να παραθέσεις;
Οπότε μένεις εκεί, κοιτώντας, με ανοιχτό το στόμα, με δέος απέναντι στην γκεμπελική τακτική, περιμένοντας κάποιος άλλος να πεταχτεί και να σε σώσει.
Θες να τον λένε Βαγγέλη, να τον λένε Γιάννη, να τον λένε Γιώργο, να την λένε Μάγδα, τέλος πάντων κάποιος από αυτούς θα επιβεβαιώσει ότι δεν είσαι τρελός, ο βασιλιάς όντως είναι τσίτσιδος, εσύ καλά τα σκέφτεσαι, οι άλλοι σε κοροϊδεύουν.
Και βέβαια, για αυτό θα βαρέσουν τον Κώστα, θα χτυπήσουν τον Θανάση, θα λοιδωρήσουν τον Ιάσονα, – όχι γιατί μισούν μόνο αυτούς, αλλά κυρίως για να τα βλέπεις εσύ, και να ξέρεις ότι “καλή η πλάκα που σου κάνουμε, αλλά μη παραμιλάς, γιατί πέφτουν και φάπες”.
Και άλλοι από εμάς θα δειλιάσουν, άλλοι όχι, αλλά οι περισσότεροι μόλις κάποιος τους πει, “καταργείται το Σύνταγμα”, όσες άλλες λέξεις και να πουν δεν θα βγάζουν νόημα, γιατί η συζήτηση θα έπρεπε να σταματήσει εκεί.
Αλλά δεν σταματάει.
Και σου λένε “μα, γιατί, δεν θέλεις το Χάρβαρντ στην Ελλάδα;” και αντί να τους πεις “καταργείται το Σύνταγμα, συζήτηση κομμένη”, λες “ποιο Χάρβαρντ βρε καραγκιόζη που ούτε την Φάγε δεν κρατήσαμε εδώ”. Και, βέβαια, έχεις ήδη χάσει. Γιατί δεν τους νοιάζει το Χάρβαρντ, τους νοιάζει να απολογηθείς. Σου λέει ο άλλος “ας πιάσουν και δεύτερη δουλειά οι γιατροί το απόγευμα και έτσι θα γυρίσουν στην Ελλάδα” και αντί να του πεις «πού είναι ρε κάθαρμα η δημόσια δωρεάν και αξιοπρεπής υγεία για όλους;» συζητάς αν θα πάρουν δέκα ή είκοσι χιλιάρια και που θα τα βρει ο κόσμος. Έ, πάει, μπήκες στην λούπα, παίζεις με τους όρους τους. Λέει ο άλλος “γιατί έρχονται άντρες από την Αφρική, τι έχουν εκεί, πόλεμο;” αντί να τους πεις “πυροβόλησαν στο κεφάλι μετανάστες, τέλος της κουβέντας” κάθεσαι και κανεις ποσόστωση πόσοι άντρες, πόσες γυναίκες και πόσα παιδιά – και φυσικά, έχεις ήδη χάσει. Σου λέει ο άλλος “ναι, αλλά πέθανε έναν μήνα μετά το πρεζόνι”, και αντί να του πεις “τον βαράγανε οκτώ, τέλος κάθε κουβέντα” ψάχνεις να εξηγήσεις τώρα στον άλλον, αν φέρνει ή όχι ψυχολογικό σοκ ο βασανισμός. Ε, στ’ αρχίδια του με το συμπάθειο κιόλας αν και τι κανει ο βασανισμός, αυτός πέτυχε να σε αποπροσανατολίσει, περνάς όλη σου την μέρα απολογούμενος, και σου απομυζεί και την λίγη δύναμη που σου έχει μείνει από το σοκ όχι μόνο της είδησης που καλείσαι να διαχειριστείς, αλλά και των τρολ (με την ουσιαστική σημασία της λέξης) που θα πρέπει να καταπολεμήσεις.
Και αφού κουράζεσαι να πολεμάς σκιές, αυτοί βλέπουν πότε θα εξαντληθείς, και μόλις σε πιάσουν κατάκοπο, πάνε και τον ψηφίζουν τον νόμο, δικάζουνε το μετανάστη, σκοτώνουν τον διαμαρτυρόμενο, πυροβολάνε την εφημερίδα, παρακολουθούν τον δημοσιογράφο, και ξαναβγάζουν τον βουλευτή.
Και εσύ χαμένος, με μόνη παρέα το δίκιο σου, πέντε ακόμα τρελούς διπλα σου και κάτι φαντάσματα να σε κρατάνε λογικό, κάθεσαι και τους χαζεύεις.
Και κάπως έτσι περνάει ο καιρός μας. Εμείς κουρασμένοι, και αποκαμωμένοι και αυτοί να κάνουν την δουλίτσα τους.
Και σε ρωτάω εγώ τώρα φίλε/η αναγνώστη/τρια:
Πως προστατευόμαστε από όλο αυτό; Ποιο, τελικά, επιχείρημα να φωνάξεις απέναντι στο παράλογο; Τι αλήθεια έχουμε καλύτερο να δώσουμε σ’ αυτήν την κουβέντα εκτός από μία -απολύτως λογική- σιωπή;
Έφεραν λοιπόν δηλαδή την μάχη στο επίπεδό τους. Στον γκεμπελισμό. Στις λάσπες. Ok. Μάλιστα. Τι κάνουμε λοιπόν όταν ξέρουμε ήδη καλά πως δεν κερδίζεται η λάσπη ούτε με λάσπες, μα ούτε με επιχειρήματα;
Γιατί εκεί είμαστε. Τι κάνουμε λοιπόν;
Υ.Γ.: Καμιά φορά έχω την αίσθηση πως επαναλαμβάνομαι, λέγοντας τελικά τα ίδια πράγματα – απλώς ίσως με διαφορετικό τρόπο και σε άλλο τέμπο.
今天是個風大且涼的日子,剛好最近買的Aesop 香水到貨了,迫不及待拆來使用。
Aesop Rozu 馥香水
香調:玫瑰、紫蘇、癒創木
在微涼的日子裡,配著些許的陽光灑落,身穿喜歡的白色連衣裙,慵懶躺在院子的躺椅上,白色圍裙沾染了一些枝葉的碎屑。在木造房裡準備著一束束的乾燥花,挑選剛曬好,微微暗粉色的玫瑰,用緞帶紮好,一絡一絡的倒掛在牆上。拼織成一幅絢彩繽紛的畫,房中的火爐劈啪響 ,細微的 似乎有人在細語,那是靈魂深處的聲音,不時提醒自己祂的存在。
這是一款玫瑰味道並不明顯的Aesop香水,「馥」 是香氣濃郁的意思,濃郁並且芬芳,走動時若有似無的在身邊飄動,與其說是鮮嫩的玫瑰露水,倒像是乾燥過後的玫瑰,是一種熟成且溫暖的味道。可能有人覺得過於老成,但我覺得更多的是安心與寧靜。
坐下來時,身旁似乎圍繞一股焚香,這時候木質味明顯了起來。就如版友說的,彷彿身在日本佛堂,是那種在家裡祭拜的小佛堂。有著白色的菊花以及一兩支香,一縷青煙繾綣繚繞,一點點冷卻又點溫暖。
不是那種衝擊畫面的濃烈,是淡淡的、緩慢、恆久的,不像馥的形容那般濃郁,卻像馥的形容那般有深度,會使人不自覺深吸一口的,令人著迷的味道,非常適合冬天,享受一個人的時光。
如果你跟我一樣,喜歡自己獨處時的安靜,喜歡感受自己,喜歡在冬天窩在溫暖乾燥的房間披著毯子看書,喜歡一個人獨處,那你會喜歡這個香水。
Aesop有很多热卖单品,Aesop护手霜、身体乳,精华,牙膏都是很优秀的,喜欢一定不要错过,點擊購買:Aesop台灣。香評只是個人觀點,只做參考,千人千香,具體味道建議自己試香後再做判斷。
延伸閱讀
Aesop明星产品
Aesop護手霜推薦
Aesop eidesis測評
Aesop 推薦
Aesop香水推薦
Aesop品牌介紹
https://www.aesopperfume.com.tw/
「格歐暮旨在作為一種探索自我意識的水平通道。Aesop 香水這款的背後靈感源自「躺下」這一動作:在這個狀態中,身體可以感受到重力的作用,同時也有一種難以解釋、 精神_上的輕盈感;而我們在此時便能自由地觀察自我。」一巴納貝 .菲永( Barnabe Fillion )
以休息中的寧靜為創作主軸一當 外部的清醒世界退去、思想漸漸轉向內心深處的時刻:這就是格歐暮香水所體現的想像景觀。以多種香辛料交織而成,揉合不同的花香調氣息,呈現出馥郁溫暖、細微低調的豐富層次,令人聯想到古老迷人的自我內心世界,徜徉在浮想聯翩的無限維度之中。
如同一股拂過窗簾的微風:橙花油的清新花香、橙花的甜美氣息、金合歡的乾淨粉香,與馥郁而溫潤的玫瑰、水仙、茉莉花融合於一,再添上一筆瑪黛茶的草本綠意。這片柔軟、青翠盎然的牧地,完美襯托著由粉紅胡椒、小萱蔻所帶來更強烈的辛辣中調一不禁讓 人想像早期歷史的香料之路,是如何串連起世界各地的角落與故事。
香水的後調馥郁而奢華,由廣藿香、 古巴香脂、檀香交織而成,創造出一種乾淨粉感的底蘊質地。正是這種近乎棉花般的香調,使「格歐暮香水」成為令人難忘、與眾不同的存在;其極具辨識度的個性,點綴著不同的香氣層次,成就出這款突破傳統框架的獨特香水。
在所有 Aesop香水之中,也顯得別出心裁。格歐暮香水為〈虛實之境〉中的成員,該系列旨在挑戰感官與自我的創作界線一其他香水包括:米拉塞蒂、喀斯特、埃雷米亞、艾底希思。這五款香水的靈感源自邊沿地帶以及介於兩者之間的不同狀態。
無論是 物理或心靈上的;該香水系列是Aesop與長期合作調香師巴納貝.菲永( Barnabe Fllion )共同研發的演繹創作;菲永擅長以印象派式、敏銳而細繳的方法,來思考氣味表現與身體化學反應的關條,創造出對每個佩戴者皆是獨一無二的香水。
格歐暮是Aesop香水家族的第九款香水,其他香水包括一馥香水 ,以及Aesop經典香水系列:馬拉喀什馥郁、悟香水、熾香水。格歐暮香水以50mL琥珀玻璃瓶裝優雅呈現,其外紙盒內層印有北愛爾蘭藝術家傑克庫爾特(JackCoulter)的設計作品。
格歐暮香水-〈虛實之境〉第五款作品,此香水系列的靈感來自真實與想像之間的空間。「 格歐暮」(長椅)為前往自我觀察意識的水平通道一 喚起夢境,進入想像,清醒的世界漸漸退去。在這裡,那些熟悉的與不可思議的事物相互碰撞,融合 了有形與虛幻的香氣:馥郁花香、溫暖香料、深沉木質調合而為一,引起無限遐想,喚醒感官,陶醉心靈。
格歐暮以令人著迷的辛香調作為開場,散發粉紅胡椒、小苴蔻香調,而橙花油的清新花香、橙花的甜美氣息則柔和了整體前調。接下來,番紅花、丁香逐漸展開,喚起芳香調的香辛料個性,搭配上草本瑪黛茶、深沉水仙花,以及帶有乾淨花粉感的金合歡。而玫瑰、茉莉的溫暖氣息,則為辛辣的花香中調增添一股圓潤感。格歐暮馥郁而奢華的後調底蘊,由鳶尾花、廣蕾香、古巴香脂、檀香交織而成,帶來意想不到的感受質地,撫慰人心。
格歐暮是Aesop與長期合作調香師巴納貝.菲永( Barnabe Fillion )開發的香水。每一款香水皆會因不同人而產生不一樣的化學變化,創造出獨特且個人化的的香氛表現。
調香師菲永表示:「 氣味透過空氣、肌膚、衣料織品傳遞,在我們身處的世界中創造出既是真實,亦是虛構的世界一模糊了過去及現在、真實及想像、此處及彼方之界限。氣味彷佛是通往大自然的一扇窗,邀請我們與所居住但經常被忽視的周圍環境進行對話。」
Aesop有很多热卖单品,Aesop护手霜、身体乳,精华,牙膏都是很优秀的,喜欢一定不要错过,點擊購買:Aesop台灣。香評只是個人觀點,只做參考,千人千香,具體味道建議自己試香後再做判斷。
延伸閱讀
Aesop明星产品
Aesop護手霜推薦
Aesop eidesis測評
Aesop 推薦
Aesop香水推薦
Aesop品牌介紹