Τι υπέροχη μελαγχολία η σημερινή… Μοιάζει η μέρα με φθινόπωρο, δροσιά σχεδόν κρύα, συννεφιά και αέρας..

Μπορεί να φταίει που εχθές μελαγχόλησα λιγάκι με τα παιχνίδια, και θυμήθηκα Πάρο, παιδί..

…αλλά πάλι, μπορεί να είναι μόνο ο καιρός.

Αυτές οι μέρες μ’ αρέσουνε. Νιώθω μόνος μου. Μην με παρεξηγείτε, δεν θέλω να είμαι μόνος μου, αλλά είναι εικόνα Πάρου, πιτσιρικάς.

Εκεί, το φθινόπωρο φεύγαν όλοι. Έμενα μόνος μου θαρρείς στο νησί, εγώ, το κύμα και οι γλάροι.

Για να δεις τους γλάρους, πρέπει να δεις τον ουρανό.

Σκοτεινός, όχι τόσο απειλητικός, θαρρείς θυμωμένος ή παρεξηγημένος, μου έκρυβε το ήλιο που τόσο λαχταρούσα.

Δεν το ήξερε ο ουρανός, αλλά τον λαχταρούσα και αυτόν. Το νησί είχε εικόνα μαγική, γιατί είχε όλο ουρανό. Ζώντας αρκετά χρόνια στην Αθήνα, στο κέντρο, η μόνη διαδρομή που μου έδινε ουρανό ήταν η Βαλτετσίου (αν δεν κάνω λάθος). Αυτον τον δρόμο ανέβαινα, κάθε πρωϊ, για να πάω σχολείο. Οταν έφυγα απο την Αθήνα κατάλαβα οτι ήταν και ο μόνος ουρανός της ημέρας.

Και στην Πάρο – όλο ουρανός. Συχνά, σήκωνα το κεφάλι μου για να τον αγναντέψω, το ίδιο απρόσιτος και μακρυνός όσο η θάλασσα, με τον το γκρίζο, φουρτουνιασμένο της θυμό, που δεν με ξεγελούσε.

Δεν είσαι θυμωμένη – ούτε και εσύ ουρανέ.

Δεν θυμώνανε μαζί μου – ήταν φίλοι, και ξεγελούσαν τους άλλους. Αυτούς που τρομάζανε με τον -δήθεν- θυμό τους, και τους αποφεύγανε, και με αφήνανε μόνο μου στο νησί.

Χα, τρομαγμένα πουλιά. Εγώ ήξερα θαρρείς να κοιτάω πιο πέρα απο τον θυμό τους, να κοροιδεύω τα κύμματά τους – το κάνω ακόμα, στον Παρασπόρο, που κάνω βουτιές στα μποφόρια, και μιλάω στα κύμματα, ακόμα, τριαντατόσο χρονώ άνθρωπος.

«μόνο αυτό έχεις;» φώναζα στα κύμματα, που καλοκαιριάτικα φτάνανε τα ενάμιση-δύο μέτρα ύψος.

Μα το φθινόπωρο ήταν αλλιώς. Το κύμα δεν ήταν δυνατό, ήταν σκούρο και απειλητικό, και ταρακουνούσε όποιον τολμούσε να πατήσει το πόδι του στο νησί.

Και εγώ ήξερα οτι έτσι το έκανε, του έβγαινε η πίκρα για όλους αυτούς που το τσαλαβουτούσαν στις καλές του, λίγες μέρες πριν, στο ηλιόλουστο πύρινο καλοκαίρι, και αμφισβητούσαν την οργή του. Ήξερα οτι έτσι το έκανε, και δεν θα θύμωνε για πολύ, ούτε θα πικραινότανε πολύ – καταλαβαινόμαστε καλά με το κύμα και τον ουρανό.

Το κοιτούσα και με κοιτούσε και αυτό.

Απο ψηλά, μοναχό σε ενα τεράστιο νησί, όλο κρυψώνες και φωλιές, σπηλιές και σκιές δέντρων, ένα παιδί το κοιτούσε με θάρρος και κατανόηση.

Καταλαβαινόμασταν καλά τότε.

Που και που, σαν σήμερα, κάνει πάλι την εμφάνισή του αυτός ο ουρανός, (και είμαι σίγουρος, κάπου μακρυά και αυτό το κύμα) και μου χαρίζει το βλέμμα του.

Σταματώ. Παρατάω την δουλειά και πάω μιά βόλτα.

Θαυμάσια, μελαγχολική ημέρα.

2 thoughts on “Ουρανός και κύμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.