Μην σας παραπλανεί ο τίτλος. Είναι λίγο άγριο το σημερινό post, και αν δεν έχετε κέφια, προσπεράστε το.
Σήμερα, στο ποδόσφαιρο, τραυματίστηκε (ένα διάστρεμα ήταν μόνο, ευτυχώς) ο Γιώργος, ένας συμπαίκτης. Στο τέλος, πήγαμε με τον αρχηγό, τον Πέρη, στο ΚΑΤ για ακτινογραφίες.
Περιμένοντας, είχα στο μυαλό μου τι τυχερός που ήμουν που δεν βρισκόμουν στην θέση του, και πόσο θα με επηρέαζε και μένα ένας ενδεχόμενος τραυματισμός, στην ζωή μου. Εγωϊστικές σκέψεις δηλαδή, ξέρετε εσείς.
Στο διάστημα όμως της παραμονής και των εξετάσεων, πέρασαν από μπροστά μου τρία φορεία, με εντελώς σκεπασμένους ανθρώπους.
Τρεις νεκροί, σε λιγότερο από 2 ώρες.
Την πρώτη φορά, δεν είχα καταλάβει καν γιατί τους είχαν τόσο σκεπασμένους. Είναι εύκολο να αποδιοργανωθείς όταν γύρω σου το μεγαλύτερο τραύμα είναι στραμπούληγμα, και να ξεχάσεις ότι ένα νοσοκομείο ενδέχεται να δεχθεί όλα τα περιστατικά.
Είδα όμως ότι τους έβαζαν σε μία αίθουσα – και η ταμπέλα «Αίθουσα Ανανήψεως» με βοήθησε να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μου.
«Ε, και;» θα μου πείτε. Ο θάνατος είναι μέρος της ζωής μας.
Ε, ρε παιδιά, εγώ σοκαρίστηκα. Τα έχασα. Δίπλα μου περνούσε ένας άνθρωπος που τριάντα λεπτά πριν το μεγαλύτερο πρόβλημά του ήταν αν θα κερδίσει η ομάδα του, αν θα προλάβει το φανάρι, αν η γυναίκα του θα μαγειρέψει φακές για βραδυνό.
Και τώρα, στέκεται ακίνητος, κάτω από ένα λευκό σεντόνι, και δεν τον ταράζει τίποτα πια.
Δεν ξέρω, μπορεί να μην έχω καλή σχέση με τον θάνατο. Οσες φορές γνωριστήκαμε, απέφυγα να του σφίξω το χέρι.
Χωρίς ιδιαίτερο νόημα αυτό το post, το ξέρω. Στην αρχή σκέφτηκα να το σπρώξω στην λογική «κάντε τώρα που προλαβαίνετε». Μετά, δεν ήθελα τίποτα άλλο, απο το να το πω απλώς, χωρίς να πρέπει να εννοώ κάτι.
Κάθε comment, δεκτό.


