Τελικά, το παιχνίδι το παίξατε; Κερδίσατε; Χάσατε; Διασκεδάσατε; Πέρασε η ώρα σας; βαρεθήκατε; Πήγατε για καφέ; Σας κέρασε κανένας Νίκος; Του κάνατε κανένα δώρο; Οχι; Γιατί; Περάσατε καλά; Σας βγάλανε έξω; Ξενυχτίσατε; Σηκωθήκατε άνετα το πρωϊ; Αργήσατε να πάτε στην δουλειά; Ναι; Και, τι έγινε; Σας την είπανε; Σας αφήνουνε στην δουλειά να μπείτε στο internet; Όχι; Αλλά εσείς μπαίνετε έτσι και αλλιώς, ε; Το post του Varometrou το διαβάσατε; Ωραίο δεν ήτανε; Ε; Δεν ήτανε; Κάνατε κανένα σχόλιο να του το πείτε; Οχι; Γιατί όχι μωρε; Και μετά που πήγατε; Γυρίσατε απο δώθε να δείτε μην έγραψα τίποτα καινούργιο; Οχι;

..α, καλά.



 ? 

–>

Ο Σάντας (κλάους) είναι γυναίκα. Ή πάλι μπορεί και όχι. Οι δύο πλευρές διασταυρώνουν τα ξίφη τους, εδώ.



 ? 

–>

Πρώτον: να πείτε χρόνια πολλά, εδώ και εδώ.

Εγώ εκτός από αυτούς, θα πω και στον Νίκο, στον Νίκο, και στον Νίκο (χωρίς links)

Δεύτερον: Με έπιασε η περιέργεια. Πηγα στον Thas στον kukuzeli και κοίταξα τα πρώτα του post. Βρήκα αυτό το απίστευτο παιχνίδι. Το ανασύρω από την σκόνη, παίζει ακόμα.

Τρίτον: Το καλύτερο (απρόσμενο, ανθρώπινο, …) post του μήνα. Και βάλε.

Τέταρτον: Αγάπησα τους Offspring. Οταν παίζουν, δεν ακούω ΤΙΠΟΤΑ άλλο στο γραφείο. Όλα τα άλλα θάβονται στον θόρυβο που κάνουν. Δεν ακούω κινητά (ούτε το δικό μου), δεν ακούω σταθερά – δεν ακούω τους διπλανούς. Όταν παίζουν στα ακουστικά μου οι Offspring, ο κόσμος σωπαίνει.

Είναι οτι όταν είσαι άχρηστος, δεν είσαι δα και επικίνδυνος. Αντίθετα από τον άνθρωπο.

Εκτός από άρθρα, έχω και αστείες φωτογραφίες με σκύλους.



 ? 

–>

Είμαι αμερικανός. Ανοίγω ένα στρατόπεδο στην Κούβα όπου οι δικοί μου νόμοι δεν πιάνουν. Οι νόμοι για τα βασανιστήρια και τις επ’ αόριστο κρατήσεις – χωρίς λόγο λέω. Ναι, αυτοί. Ε, δεν πιάνουν εκεί.

Υστερα σε συλλαμβάνω. Δεν έχει γιατί, έτσι – ξέρω εγώ. Οποιος και όσο και να είσαι.

Σε φυλακίζω.

Μετά σε βαράω. Οπως θέλω, όπου θέλω, όποτε θέλω (δεν μας ακούει και κανείς γείτονας να γκρινιάξει – είπαμε, είσαι στην Κούβα τώρα). Σε αφήνω νηστικό άμα θέλω, σε αφήνω άϋπνο άμα θέλω. Σε ντρογκάρω κίολας άμα θέλω, γούστο μου.

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Υστερα μου λες. Τι; ότι θέλω. Αμα δεν μου πεις ότι θέλω, θα συνεχίσω. Είσαι υπο την απειλή μου – αμα θέλω σε σκοτώνω. Είσαι ΥΠΟ την ύπαρξή μου.

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Και ύστερα;

Τα στοιχεία που προκύπτουν από βασανισμό κρατουμένων στη ναυτική βάση του Γκουαντάναμο μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αμερικανικό στρατό για τη λήψη απόφασης σχετικά με την επ’ αόριστο κράτηση κατηγορούμενου ως μαχητή του εχθρού, παραδέχεται το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Ετσι παραδέχεται το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Το γραφα, και μου θύμισε το κυνήγι μαγισσών, παλιά. Σου λεγανε είσαι μάγισσα – όχι τους έλεγες, είμαι μαία.

Οχι, είσαι μάγισσα – παραδέξου το, και ο θεός θα σε γλυτώσει.

Άμα έλεγες «το παραδέχομαι» σε καίγανε, και άμα δεν άναβε, σε γλύτωσε ο θεος. Άμα έλεγες «δεν είμαι ρε» σε καίγανε, και δεν σε γλυτωνε κανείς.

Τα παλιά χρόνια λέμε. Καμία σύγκριση με σήμερα.

 ? 

–>

Βασικά, όλα ξεκινάνε από την δουλειά του Νίκου. Είναι ασφαλιστής. Όχι real time που λέμε, αλλά ως middle job τους χειμώνες, γιατί τα καλοκαίρια τρέχει με ξενοδοχοϋπαλλικά και τέτοια. Άσχετο, αλλά ο τύπος νοιάζεται – και αν πρέπει ρε αδελφέ να κάνεις μία ασφάλεια, εκεί να κάνεις, θα σου τρέξει.

Είναι όμως και ασφαλιστής. Που σημαίνει, θα το πει. Εκεί που δεν το περιμένεις, στην παρέα, θα στο σκάσει το επάγγελμα. Τι να πεις, έτσι τους εκπαιδεύουν εκεί στο κέντρο εκπαίδευσης ασφαλιστών στην Αυλώνα.

Στο ψητό. Επιστρέφει από Σαλλονίκη, με το τραίνο. Κάπου στην Λάρισα(;) σκάει κύριος παρέα. Κυριλλάτος. Κουστουμάτος. Κυράτος. Με τα πολλά, πιάνουν κουβέντα.

Φτάνουν στα επαγγελματικά. «Εμείς ασφαλιστές», «Εμείς ασδξησακδη Manager.»

Μπαρδόν;

«Θέλεις» του λέει το κουστούμι «να βγάλεις λεφτά με ελάχιστη εργασία;» Θέλεις ή δεν θέλεις; Ε, είσαι και λίγο περίεργος, και του δίνεις και την κάρτα σου.

Πλακώνουν κάτι τηλέφωνα, στο άσχετο. Σκάει και το παραμύθι: «Έχουμε μία μαζωξις, τι θα λέγατε να παρεβρεθείτε;»

Κάπου εκεί, εμπλέκεται και ο γράφων. Μου το λέει, ανοίγω τα χέρια απ’ άκρη σ’ άκρη και του κάνω ότι πετάω στα σύννεφα. Αεροπλανάκι, και πάρτε σακούλες για τον εμετό (Sorry, Sorry, Nice Flight).

Αλλά το σκεφτόμαστε. Βρε δεν πάμε; Για τον χαβαλέ, όχι σοβαρά.

Και τον κόβω. Μαχαίρι. «Μαλάκα μου,» του λέω (τα σηκώνει κάτι τέτοια άμα έχει ‘μου’ μέσα, ειναι καλό παιδί), «τον έξυπνο πιάνουνε κότσο, ο χαζός γλυτώνει». Κουβέντα του πατέρα μου, και πολύ μετρημένη.

Ετσι είναι. Ο έξυπνος την πατάει – πάντα. Και όταν λέμε πάντα, δεν σηκώνει ποσοστό λάθους εδώ, ακρίβεια χιλιοστού.

Μία ιστορία θα σας πώ, την άλλη θα την φυλάξω, μπορεί να πεινάσω και να σας την κάνω να κονομήσω:

Ομόνοια. Άγνωστος τύπος σε πλησιάζει ψιλοαλλόφρων:

– Οχι ρε γαμώτ’ την ατυχία μου

– Τι είναι ρε φίλε;

– Είναι ένας εδώ στην γωνία που πουλάει ρολόγια, αυθεντικά – όχι μούφες. Ζητάει 30.000 εκεί που κανονικά έχει 150 χιλιάρικα και βάλε. Αλλά είμαι άτυχος, δεν έχω πάνω μου.. Ρε φιλαράκι, δε μου δίνεις εσύ – και σου δίνω την ταυτότητά μου, ενέχυρο! Πάω μετά σπίτι και στα δίνω, τα ‘χω!

Ωπ, εσύ πονηρός. Χα, θα σε πιάσει κότσο αυτός. Ασε ρε φίλε… Αλλά το ρολόι μοιάζει καλό, και ο τύπος κοιτάει να ΜΗΝ το πάρεις, άρα δεν έχει κέρδος, άρα η δουλειά έχει ψωμί…

Αξίζει, λες, το ρολόϊ.

«Και γιατί να σου δώσω εσένα τα λεφτά, και αφού είναι καλό, δεν πάω να το πάρω μόνος μου;»

Πας, κάνει και παζάρια από 50.000 – του λες άσε, ξέρω, 30 το έδινες στον άλλο, τον πιάνεις κότσο και αυτόν, το παίρνεις.

Με γεια το ρολόϊ του χιλιάρικου…



 ? 

–>

Πηγαίνω -όποτε μπορώ- στο γήπεδο, σαν μικρό παιδί, που πάει στο Λούνα Πάρκ. Βλέπω στο μπάσκετ Περιστέρι ή Σπόρτινγκ, αλλά στο ποδόσφαιρο κυρίως Ολυμπιακό.

Εχθές, έψησα τον Νίκο, και πήγαμε στην Ριζούπολη (πρώην έδρα του Ολυμπιακού, και πολύ κοντά στο σπίτι μου) να δούμε Αιγάλεω – Λάτσιο.

Για πλάκα.

Και περάσαμε πολύ ωραία. Είμασταν διαφορες ηλικίες, αρκετοί άσχετοι με το Αιγάλεω (δύο τρείς Ιταλοί), βαβούρα, χαβαλέ. Και στα γκολ, πανηγυρίσαμε όλοι σαν μικρά παιδιά. Και ήταν και το πρώτο γήπεδο του Νίκου.

Και περάσαμε όμορφα, όμορφα – όμορφα…



 ? 

–>

Όλα ξεκινάνε με ένα mail που μου έστειλε ο Βασίλης.

«Ειναι η 2η Δευτερα, που «παραπονιέσαι» για το «ησυχο» Σου-Κου σου…

Κάποτε ζουσες για τα ήσυχα Σου-κου σου…
Κάποτε ήταν η καλύτερή σου…

Εγω αυτό το ονομάζω πρόοδο, Johnny…»

Είναι -εν μέρει- αλήθεια (γιατί να το κρύψωμε άλλωστε). Τα σαββατοκύριακά μου, ήταν πολύ πιο ήσυχα παλιά, από ότι τώρα. Και τώρα, αν δεν είμαι με παρέα, (όχι με οποιαδήποτε παρέα, αν με εννοάτε τι εννοώ) μου ψιλοκακοφαίνεται.

Αλλά τον τελευταίο καιρό είχε αλλάξει και κάτι άλλο – που μόνο με προσοχή το παρατήρησα: Δεν είχα οθόνη.

Χα. Η οθόνη μου κάηκε, και ξαφνικά απέκτησα ζωή. Αφού ξεπέρασα το σοκ και τον εθισμό, καθάρισα το σπίτι (καλά, μην φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, τα απλά πράγματα – να μπορεί να περπατήσει κανείς), διάβασα 4-5 βιβλία (όχι τίποτα σπουδαίο, μερικά εξαιρετικά βίπερ με τον Εξολοθρευτή) και είδα αρκετά DVD – μερικά, δε, με παρέα (καθάρισα το σπίτι είπαμε).

Μέχρι που μαγείρεψα και κανά-δύο φορές.

Και μετά, απέκτησα καινούργια (δανεική) οθόνη.

Πάει η ζωή μου, πάει – χαμένος στο δίκτυο και στα Evolution Pro Soccer (και στο Fifa που προσφάτως απέκτησα) και πάνε οι ταινίες, και πάνε τα βιβλία (το «Κώδικας Da Vinci» το παλεύω και ούτε μέχρι την μέση δεν είμαι – και δεν έπιασα ακόμα το δικό σου Ευάκι, φαντάσου), και πάει η καθαριότητα (που, πλάκα είχε εδώ που τα λέμε).

Δεν μιλάω για άσκοπα χαμένες ζωές. Αλλα βρε αδελφέ, αν είμαι πρεζόνι,
να το ξέρω τουλάχιστον.


 ? 

–>

..για μεγάλα παιδιά.

Oχλαγωγία και ορυμαγδός στις μισοσκότεινες αίθουσες του κοινοβουλίου. Aπό τα συρτάρια και τα ράφια στα γραφεία των βουλευτών, από τα δωμάτια όπου είναι στοιβαγμένα δεκάδες αντίτυπα των παχυλών τόμων του προϋπολογισμού, δραπέτευσαν νύκτωρ οι χιλιάδες αριθμοί που περιμένουν μέχρι τη μελαγχολική τους έγκριση, νύχτα παραμονών των Xριστουγέννων. Oι αριθμοί, τα μεγέθη και τα ποσοστά, ερήμην των ανυποψίαστων εθνοπατέρων και των νωχελικών φρουρών, απέκτησαν υπόσταση, προσωπικότητα και φωνή, κι έστησαν γερό καβγά για τη σημαντικότητά τους. Σωστός εμφύλιος στο βασίλειο των αριθμών.

Διαβάστε περισσότερα εδώ, από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, και τον Ελεύθερο Σκοπευτή.

Και, last but not least, τον φίλο μου τον Μανώλη.

…αλλά τον σέβομαι.

Ο Χαριτόπουλος εξηγεί γιατί, καλύτερα από μένα.



 ? 

–>

Δεν σε πρότεινα; Γιατί δεν έστειλα όλους αυτούς τους μουρλούς (αυτούς που έχουν κουράγιο και με διαβάζουνε – ο θεός να τους δίνει μήνες και να μου παίρνει hits) στο ποιό ημερολόγιο των ημερολογίων;

Γιατί ρε;

Σε διάβασα και χάθηκα. Μου θύμησες τι ξεκίνησα να γράφω.



 ? 

–>

…να πάω στον pathfinder. Να δω τι γράφει. Να δω αν μπήκε. Και μετά, και μετά λέω «όχι».

Ότι έχω γράψει το πιστεύω, τώρα και πάντα. Με το ζόρι κρατιέμαι και δεν μπαίνω πάντως.

Μέχρι να λυγίσω.

Πέρσοναλ είναι. Δεν πειράζει αν δεν καταλάβατε.



 ? 

–>