Εχθές ήταν μία απαράδεκτη μέρα περίεργη μέρα δύσκολη μέρα όχι μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Κοιμήθηκα ελάχιστα, και ξύπνησα (με ξύπνησε ο Νίκος που ήρθε σπίτι, και για πρώτη φορά ίσως στην ζωή μου μου πήρε μισή ώρα να καταλάβω που βρισκόμουνα) το βραδάκι, για να δούμε μαζί Ολυμπιακό.
Την προηγούμενη, είχε έρθει μαζί με τον Δημήτρη, ( τον οποίο ευχαριστώ και δημοσίως για το ρόπαλο του μπειζμπολ που μου έφερε από το Αμέρικα) για να δούμε Παναθηναϊκό -για χάρη του Δημήτρη, προφανώς- και είχα κεράσει εγώ, πίτσες κοκακόλες και πάστες (τ’ ακους DiS; έτσι κάνουν οι άνθρωποι :Ρ) – και εχθές είπε να κεράσει αυτός, σουβλάκια και σοκοφρέτες.
Κάτσαμε να δούμε το παιχνίδι, εγώ με ελάχιστες ελπίδες, ο δε Νίκος με περισσότερες (αλλά δεν είναι γαύρος, μΠΑΟΚι είναι – δικαιολογείται). Αρχή του παιχνιδιού, πέντε-έξι συνεχόμενα κόρνερ, λέω «την βλέπω την δουλειά». Οταν είδα τον Ριβάλντο να επελαύνει, φώναζα «αντε γαμήσου ρε πούστη» τελείως κολακευτικά, το εννοώ. Στο φάουλ, φωνάζω «βάλτο ρε, και θα αγοράσω την φανέλα σου » – σαν το τάμα στην εκκλησία με το κερί. Παράνοια. Στο γκολ πανηγυρίσαμε έξαλλα και εγώ και ο Νίκος. Στην γειτονιά, κανείς άλλος.
Η γειτονιά μου έχει βάζελους. Προφανώς έχει και Ολυμπιακούς, αλλά δεν ακούγεται άλλος απο μένα όταν βάζουμε γκολ. Αντίθετα, όταν ο Παναθηναϊκός σκοράρει, ακούγονται τρείς-τέσσερις. Ενίοτε, και όταν τρώει ο Ολυμπιακός.
Δεύτερο ημίχρονο, με το που βάζει το γκολ ο αλήτης ο Γάλλος, ακούστηκαν οι φίλοι μου οι βάζελοι. Μπαίνει το γκολ, περνάνε 10» και βγαίνουν στο μπαλκόνι. Δύο. Μαζί, απαγγέλουν ένα σύνθημα που περιέχει το γνωστό ψάρι, συγκεκριμένο σημείο της γυναικείας ανατομίας, την γεννετήσια πράξη, και τον Πειραιά. Δις. Μετά, σταματάνε.
Το ίδιο έγινε στο 2-1. Μαζί, δύο, απαγγέλουν δις.
Στο 3-1, στην ταφόπλακα του παιχνιδιού, περιέργως σιγή. Λέω «θα περιμένουν την λήξη, για να μην τους γυρίσει». Το παιχνίδι λήγει, όλα τελειώνουν. Δείχνω στον Νίκο το μπαλκόνι, να περιμένει τις φωνές.
Σιγή.
Προσωπικά νομίζω ότι δεν πανηγύρισαν καν αθόρυβα το γκολ. Πιο πολύ από όλα, σαν μελαγχολία, μου έμεινε αυτό απο χθες.

Ο Σάντας (κλάους) είναι γυναίκα. Ή πάλι μπορεί και όχι. Οι δύο πλευρές διασταυρώνουν τα ξίφη τους,
Να μην προμηθευτούμε και μία 
Είμαι αμερικανός. Ανοίγω ένα στρατόπεδο στην Κούβα όπου οι δικοί μου νόμοι δεν πιάνουν. Οι νόμοι για τα βασανιστήρια και τις επ’ αόριστο κρατήσεις – χωρίς λόγο λέω. Ναι, αυτοί. Ε, δεν πιάνουν εκεί.

Είναι -εν μέρει- αλήθεια (γιατί να το κρύψωμε άλλωστε). Τα σαββατοκύριακά μου, ήταν πολύ πιο ήσυχα παλιά, από ότι τώρα. Και τώρα, αν δεν είμαι με παρέα, (όχι με οποιαδήποτε παρέα, αν με εννοάτε τι εννοώ) μου ψιλοκακοφαίνεται.