Διαβάζω από την Αυγή:

* Στον ΣΚΑΪ επεβλήθησαν τρεις κυρώσεις, συνολικού ύψους 50.000 ευρώ για ισάριθμες παραβιάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας:

– κύρωση ύψους 15.000 ευρώ για τη μετάδοση πολιτικών εκπομπών στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου πριν το δημοψήφισμα, πρακτική που απαγορεύεται από τον νόμο, για το δημοψήφισμα και για τις εκλογικές διαδικασίες. Ο νόμος επιτρέπει τη μετάδοση πολιτικών εκπομπών μέχρι ώρα 24.00 τα μεσάνυκτα της Παρασκευής, πριν την εκλογική διαδικασία της Κυριακής. Ο αντιπρόεδρος Ρ. Μορώνης μειοψήφισε, ζητώντας υψηλότερο πρόστιμο, ύψους 50.000 ευρώ.

– κύρωση ύψους 15.000 ευρώ για ανισομέρεια των δύο πλευρών στις συζητήσεις και τα «στρογγυλά τραπέζια» που διοργάνωσε ο σταθμός. Το ΕΣΡ διαπίστωσε πολλαπλάσια παρουσία των υποστηρικτών του ΝΑΙ έναντι του ΟΧΙ.

– κύρωση ύψους 20.000 ευρώ για ανισομέρεια στην παρουσίαση των προεκλογικών συγκεντρώσεων του ΟΧΙ και του ΝΑΙ. Διαπιστώθηκε εκτενής κάλυψη της συγκέντρωσης του ΝΑΙ και μηδαμινή παρουσίαση του ΟΧΙ.

* Στο MEGA επεβλήθη κύρωση ύψους 20.000 ευρώ για επαναλαμβανόμενη προβολή δήλωσης -υπό μορφή “τρέιλερ”- του οικονομολόγου καθηγητή Ι. Τσαμουργκέλη, ο οποίος περιέγραφε τα δεινά που θα υποστεί η χώρα εάν πλειοψηφήσει το ΟΧΙ. Ο σταθμός ελέγχθηκε για παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά την πρόκληση πανικού και προσπάθεια χειραγώγησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.

Εκκρεμεί ο έλεγχος του σταθμού για προσβολή προσωπικότητας ή άλλες παραβάσεις, κατά τη διάρκεια ζωντανής μετάδοσης «γκάλπ» στο δρόμο, όπου δημοσιογράφος εμφανίζεται να απωθεί ηλικιωμένο από την κάμερα, όταν αντιλαμβάνεται ότι η γνώμη του- εννοείται υπερ του ΟΧΙ- δεν είναι της προτίμησης του σταθμού.

* Στον ΑΝΤ-1 κύρωση ύψους 15.000 ευρώ για μετάδοση πολιτικής εκπομπής στο απαγορευμένο διάστημα του Σαββατοκύριακου πριν το δημοψήφισμα.

* Στο Εψιλον επεβλήθη κύρωση ύψους 15.000 ευρώ για μετάδοση πολιτικής εκπομπής στο απαγορευμένο διάστημα του Σαββατοκύριακου πριν το δημοψήφισμα.

Την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται η απόφαση για το STAR, καθώς όπως διαπιστώθηκε, μετέδωσε τη συγκέντρωση του ΝΑΙ 112 λεπτά και τη συγκέντρωση του ΟΧΙ μόλις 2 λεπτά.

Η απόφαση πάρθηκε με πλειοψηφία – ήτοι, 5 ψήφους υπέρ, 3 κατά (που ζητούσαν ως τιμωρία την απλή σύσταση)

Τα κανάλια κρίθηκαν ένοχα από το ΕΣΡ, που είναι ο αρμόδιος φορέας για να τα ελέγχει. Ένοχα για ποιον λόγο;

Μετάδοση πολιτικών εκπομπών στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου πριν το δημοψήφισμα (κάτι που απαγορεύεται από τον νόμο) – ανισομέρεια των δύο πλευρών στις συζητήσεις – ανισομέρεια στην παρουσίαση των προεκλογικών συγκεντρώσεων – παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά την πρόκληση πανικού και προσπάθεια χειραγώγησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.

ξανά: παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά την πρόκληση πανικού και προσπάθεια χειραγώγησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος

Μην σταθείτε στο ΤΙ προώθησαν με αυτούς τους τρόπους τα κανάλια. Είναι εντελώς αδιάφορο (και το λέω όσο πιο εμφατικά μπορώ) προς ποια πλευρά κράτησαν αυτήν την στάση. Σημασία έχει ότι το έκαναν, και μάλιστα

ξανα: παραβίαση της νομοθεσίας που αφορά την πρόκληση πανικού και προσπάθεια χειραγώγησης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος

παραβιάζοντας νόμους, με σκοπό να αλλάξουν την γνώμη των ψηφοφόρων, με κάθε τρόπο.

Και η τιμωρία τους;

10.000 ευρώ στο ένα κανάλι, 15.000 στο άλλο, 20.000 στο άλλο. Παραλίγο, αν περνούσε η απόφαση των τριών μελών, να τιμωρούνταν με …«απλή σύσταση»

Άγιο είχαμε δηλαδή.

~

Η δημοσιογραφία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον, έχει μερικούς κανόνες – κυρίως επειδή έχει μία σημαντική δύναμη, μία σημαντική εξουσία πάνω στο κοινό της. Μπορεί να αλλάξει θέσεις, συνειδήσεις, μπορεί να επηρεάσει κρύβοντας ή παραποιώντας την ειδησεογραφία τις αποφάσεις του κόσμου ή να εξηγήσει στον κόσμο τι πραγματικά συμβαίνει – είναι, εν πολλοίς, σημαντικό το έργο της – ίσως το πιο σημαντικό, κυρίως σε καιρούς σαν αυτούς που ζούμε τώρα.

Ειδικά όμως σε περίοδο εκλογών ή δημοψηφισμάτων, όπου ο επηρεασμός είναι άμεσος, οι κανόνες έχουν μπει για να προστατεύεται η ίδια η υφή της δημοκρατίας, από όποιον θέλει, για τον δικό του λόγο, να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα.

Δεν μπορώ λοιπόν να κατανοήσω πως, η καταδίκη για αυτές τις παραβάσεις, ανέρχεται σε τόσο ευτελές ποσό για τιμωρία. Μου φαίνεται εξοργιστικά αταίριαστη η σχέση ζημίας, και προστίμου.

Το τρομαχτικό, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, δεν είναι το αστείο ποσό – όσο είναι το μήνυμα που παρέχει στους παραβάτες:

«Είκοσι χιλιάδες ευρώ. Μπορείτε να επηρεάσετε εκλογές, μπορείτε να παραβείτε τους νόμους για την προστασία της δημοκρατίας μας, μπορείτε να εκμεταλλευτείτε την εμπιστοσύνη των πολιτών, αρκεί, στο τέλος, να πληρώσετε το πρόστιμο: Είκοσι χιλιάδες ευρώ»

Αν μία ενέργεια, όπως αυτή των καναλιών στο δημοψήφισμα (ξανά: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΣ της θέσης που πήραν) ήταν επικίνδυνη για την δημοκρατία, το να τους τιμωρείς τόσο ελαφρά, τι είναι;

Γιατί να μην το ξανακάνουν, ακόμα και με άλλον ευνοούμενο, την επόμενη φορά;

Τι θα τους σταματήσει; Το …πρόστιμο των είκοσι χιλιάδων ευρώ;

Και πως θα προστατευτεί ο πολίτης από αυτούς που θέλουν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη; Τι ασφάλεια έχει, όταν οι έξι, επτά μεγαλύτερη σε ακροαματικότητα τηλεοπτικοί σταθμοί παραβιάζουν τον νόμο, και η τιμωρία είναι … ένα μηνιάτικο μεγαλοστελέχους;

Υπόψιν: Μπορώ να δεχθώ κάθε συζήτηση περί «αντικειμενικότητας» ή μη των μέσων. Μπορώ να κατανοήσω κάθε θέση που έστω με έναν κυνισμό τάσσεται κατά κάθε τέτοιας προσπάθειας να «οριοθετηθούν» τα μέσα.

Μα η βάση του προβλήματος, δεν είναι εδώ. Δεν συζητάμε για την ενοχή, ή μη. Δεν συζητάμε αν εγώ είμαι ρομαντικός, ή όχι με αυτά που αιτούμαι από τον Τύπο σήμερα. Τα μέσα κρίθηκαν ένοχα. Κρίθηκε ότι παραβίασαν, όντως, τον νόμο – και μάλιστα στην χειρότερη δυνατόν στιγμή, στην κορυφαία συγκυρία που θα έπρεπε να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.

Και μετά, τους εξήγησαν με αυτήν την «τιμωρία», με τον απλούστερο δυνατόν τρόπο, ότι «Δεν πειράζει. Δεν είναι αρκετά σημαντικό. Η τιμωρία σας, θα είναι ένα χάδι».

Φοβάμαι λοιπόν ότι, το μεγαλύτερο έγκλημα εδώ, είναι η ίδια η τιμωρία.

Πριν δύο ημέρες, το αρμόδιο όργανο των δημοσιογράφων, η Ένωση Συντακτών, αποφάσισε κατά πλειοψηφία ποινές σε τρεις δημοσιογράφους-μέλη της, τους Άρη Πορτοσάλτε (Σκάι, 12 μήνες διαγραφής, Σταμάτη Μαλέλη (Σκάι, 18 μήνες διαγραφής), και Νίκο Κονιτόπουλο (Σκάι, 6 μήνες διαγραφής), ποινές επίπληξης σε τέσσερα μέλη της (Όλγα Τρέμη, Μαρία Σαράφογλου, Μαρία Χούκλη και Μανώλη Καψή) και αθώωσε άλλον έναν (Πρετεντέρης).

Από την ημέρα της ανακοίνωσης, διαβάζω tweets/άρθρα κυρίως (αλλά όχι μόνο) από δημοσιογράφους που σχεδόν αποκλειστικά ψέγουν την ΕΣΗΕΑ για την απόφασή της. Ξεκινούν από την απλή κριτική, και φτάνουν σε εκφράσεις και θέσεις που αγγίζουν τα όρια του παραλογισμού, ότι Χούντα έχει πλέον απλώσει τα χέρια της στην δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Στο παρόν άρθρο δεν αναφέρομαι στις θέσεις των κομμάτων, ή τις αντιδράσεις του υπόλοιπου κόσμου – η σκέψη μου έχει να κάνει με τους δημοσιογράφους, και την αντίδρασή τους.

Κατ’ αρχάς δεν θέλω να κρίνω την απόφαση του οργάνου των δημοσιογράφων. Πρώτον γιατί η ΕΣΗΕΑ ψηφίζεται από δημοσιογράφους, οπότε μπορούν να την ελέγξουν αυτοί, να την κρίνουν και να την τιμωρήσουν αν έσφαλε και δεν τήρησε το καταστατικό της. Δεύτερον, και πιο σημαντικό, η ΕΣΗΕΑ δεν έχει (ακόμα, δύο ημέρες μετά) όχι μόνο δικαιολογήσει – μα ούτε καν αναρτήσει στον δικτυακό της τόπο την απόφασή της. Όταν το κάνει, παρότι δεν είμαι δημοσιογράφος, αν χρειαστεί θα πάρω θέση – προς το παρόν, προσωπικά δεν θα κρίνω.

Αυτό που έχω όμως χειροπιαστό, είναι οι αντιδράσεις. Και αυτό είναι που με προβλημάτισε περισσότερο.

Όπως είπα και πριν, δεν μπορώ να κρίνω την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αλλά, για χάρη της κουβέντας και μόνο, θα δεχθώ ότι οποιαδήποτε τιμωρία, είναι ένας περιορισμός, και η δημοσιογραφία θα έπρεπε να έχει ελάχιστους περιορισμούς – δίκαιους, και σαφέστατα τεκμηριωμένους.

Το πρόβλημά μου όμως, είναι ότι πέρασαν κοντά δέκα μήνες, από τότε που (θεωρώ, εγώ, να το συζητήσουμε αν χρειαστεί) ότι η δημοσιογραφία πέρασε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα στην ιστορία της.

Δέκα μήνες.

Όλο αυτό το διάστημα, τι;

Είναι (συμφωνήσαμε, για την κουβέντα) και θεμιτό και δίκαιο να διαμαρτύρονται όσοι διαμαρτύρονται για την απόφαση της ΕΣΗΕΑ. Αντιλαμβάνονται όμως ότι έμειναν (όσοι έμειναν) σιωπηλοί δέκα μήνες τώρα; Χρόνια τώρα; Όχι μόνο με το δημοψήφισμα, ούτε μόνο πριν ή μετά από αυτό;

Κάθε φορά που ένας ιδιοκτήτης μέσου ενημέρωσης, ή φίλος του καλείτο στην δικαιοσύνη, και δεν ήταν είδηση για κανέναν. Κάθε φορά που μία εκπομπή παρανομούσε(!) με την προβολή της σε μέρα που ο νόμος απαγόρευε. Για κάθε δάνειο που πήγε στην μία εφημερίδα, την δική μας – μα όχι στην άλλη, που δεν μας βόλευε. Για κάθε κρατική διαφήμιση σε ανύπαρκτα έντυπα. Για κάθε μία εκπομπή που φώναζε μόνο τους ανθρώπους με τους οποίους συμφωνούσε η γραμμή της. Για κάθε έναν παππού που σπρωχνόταν(!) σε ζωντανό ρεπορτάζ αν η θέση του δεν ταίριαζε με αυτήν του σταθμού. Για κάθε ατιμώρητο ψέμα που ειπώθηκε από μέσο ενημέρωσης. Για κάθε έναν δημοσιογράφο που απολυόταν αν δεν ταίριαζε η γνώμη του με αυτήν του διευθυντή του. Για κάθε «παράληψη» είδησης – ακόμα και αν αφορούσε χιλιάδες ανθρώπους. Για κάθε ένα «τι να κάνουμε που όλοι είναι μαζί μας». Για κάθε ένα «θα γίνουμε Γκάμπια» αν δεν ψηφίσουμε αυτό που θέλει ο σταθμός. Για κάθε ένα επιπλέον δάνειο από χρεοκοπημένη τράπεζα, σε χρεοκοπημένη επιχείρηση τύπου. Για κάθε ένα «Ξέραμε ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο, μα δεν το λέγαμε».

Που ήταν οι διαμαρτυρίες τότε;

Ο δημοσιογράφος δεν είναι μάγειρας. Είναι ερευνητής της αλήθειας. Αν ένας μάγειρας είναι σκάρτος, δεν είναι δουλειά των συναδέλφων του να ερευνήσουν τα λάθη του. Αν όμως κάποιος είναι δημοσιογράφος είναι μέρος της δημοσιογραφίας και καθήκον του να ερευνήσει την αλήθεια – ακόμα και αν πληγώνει φίλους, πεποιθήσεις ή αφεντικά. Κυρίως τότε! Είναι μέρος του λειτουργήματος που οφείλει να τιμά, μέρος της αλήθειας που οφείλει να υπηρετεί.

Που ήταν οι έρευνες τότε;

Τα δημοσιογραφικά μέσα επιβιώνουν παρά φύσιν με δυσθεώρητα δάνεια, χωρίς πωλήσεις, με πλήρη απαξίωση του αγοραστικού κοινού για την αξία τους. Έχουν πιαστεί να λένε ψέμματα, να επιβάλλουν την άποψή τους ως μοναδική, να κρύβουν κάθε τι που δεν εξυπηρετεί την εκάστοτε ατζέντα τους. Έχουν διαπλεκόμενα συμφέροντα με επιχειρήσεις, με κόμματα, με κυβερνήσεις και με τράπεζες – με ο,τι δηλαδή θα έπρεπε, κανονικά, να ελέγχουν αυστηρά και δίκαια. Οι πράξεις αυτών που δεν ελέγχονται από την δημοσιογραφία, ή που προωθούνται σε βάση μίας ατζέντας που εξυπηρετεί όλους, έχουν αντίκτυπο εδώ και χρόνια σε όλη την κοινωνία.

Που είναι ο έλεγχος για όλα αυτά;

Όταν η ΕΣΗΕΑ δεήσει να εξηγήσει την απόφασή της, θα κρίνουμε και την διαδικασία του σκεπτικού της. Μέχρι τότε, (ως πολίτης-δημοσιογράφος δεν είμαι) να σταθώ απέναντί της, αλληλέγγυός σας, αλληλλέγγυος του Πορτοσάλτε, του Μαλέλη, της Χούκλη, του Μπογδάνου, του Πρετεντέρη και του Παπαδημητρίου, αν το θέλετε τόσο πολύ, για την φίμωση που τους επέβαλλε. Εντάξει.

Όμως κάποιος, κάπως, πρέπει να καθαρίσει. Το επάγγελμα της δημοσιογραφίας έχει λερωθεί πολύ. Τα σημάδια της απαξίωσης φαίνονται καθαρά.

Ο βασιλιάς είναι γυμνός καιρό τώρα, και βρώμικος – και η σιωπή όλων μας για την κατάντια του δεν τον ντύνει. Οι φωνές για φίμωση, δεν τον ντύνουν. Οι φωνές για αδικίες, δεν τον ντύνουν. Αν δεν το αναγνωρίσουμε, σαφώς και ειλικρινώς, δεν θα γίνει ποτέ το πρώτο βήμα για να σταθεί ξανά αξιοπρεπής.

Αν υπάρχει όντως δημοσιογραφική φίμωση όπως διαμαρτύρονται κάποιοι σήμερα στην Ελλάδα, δεν επεβλήθηκε από την ΕΣΗΕΑ μόλις τώρα. Επεβλήθηκε τόσο καιρό με την σιωπή μας.