…και έτσι λοιπόν, Δευτέρα πρωϊ, όπως ακριβώς το είχε υπολογίσει/ζητήσει/προβλέψει η Ελεάνα, ανήμερα της γιορτής του γάμου και της γνωριμίας μας (+/- μερικούς μήνες), στις δύο η ώρα το πρωϊ, η εγκυμονούσα ξύπνησε…

…πονούσε λιγάκι.

«Βρε λες;» μου λέει. «Λέω» της λέω.

Είπαμε να περιμένουμε λίγο πριν αρχίσουμε να τηλεφωνούμε τα πεθερικά μου για να μας πάνε, καθότι ο αρκούδος δεν ξέρει οδήγηση, και μια χαρά νιώθει γι αυτό, ευχαριστεί. Περιμέναμε περίπου δύο ώρες, και αφού τηλεφωνούμε στον γυναικολόγο τρεις και κάτι η ώρα το πρωϊ, και λέμε στον εντελώς κοιμησμένο και κουρασμένο ακροατή «πουσαι; σου ‘χω νέα – γεννάμε», παίρνουμε την οδηγία:

«Όταν φτάσουν οι πόνοι ανα πεντάλεπτο, σιγά σιγά, ξεκινήστε».

Αλλά η Ελεάνα δεν τα πάει καλά με τις οδηγίες: πότε περνάνε επτά λεπτά απο τον τελευταίο πόνο, πότε περνάνε δύομισι! μια έτσι, μία γιουβέτσι. Και βέβαια, να αγχώνεται εσωτερικώς ο αρκούδος, αλλά εξωτερικώς να κάνει και το κορόϊδο διότι στις εγκυμονούσες δεν αρέσει να αγχώνονται άλλοι, το θέλουν μόνες τους το προνόμιο.

Οπερ, υπομονή. Παίρνω και τα πεθερικά, «για ελάτε απ’ εδώ, να μας κάνετε παρέα», έρχονται αυτοί, φτάνουν γύρω στις τέσσερις.

Τέσσερις με έξι, πότε πονάμε στα δύο λεπτά, πότε στα πέντε, πότε στα επτά. Η χαρά του χρονομέτρη ένα πράμα. Γύρω στις έξι, η εγκυμονούσα το παίρνει επάνω της (γιατί αν ήταν σε μένα θα είχαμε φύγει απο τις πέντε) και λέει «πάμε».

Πάμε; Πάμε.

Καβαλάμε την κούρσα, μπροστά πεθερά – πεθερός, πίσω εγώ, η σύζυγος και η φουσκωμένη κοιλιά. Λόγω του ότι κάποιος πρέπει να μείνει ψύχραιμος απο αυτήν την ιστορία, παίρνω εγώ τον ρόλο και κάνω και πλάκες. Το ΄χω να είμαι και ήρεμος στα δύσκολα.

Ελα όμως που η γέφυρα (μια γέφυρα, για το νοσοκομείο, μην ρωτάτε άλλα) είναι κλειστή. Πιάνουμε κάτι παραδρόμους, κάτι κόλπα, κάτι έτσι, κάτι αλλιώς, φτάνουμε.

Φτάνουμε, μπαίνουμε, μάγκες, ξέρουμε που να πάμε, ανεβαίνουμε όροφο, βρίσκουμε εκεί καποιον – κάποια (που να θυμάμαι, είπαμε, γεννάμε), τις λέμε «ψιτ, γεννάμε» μας λέει «α, ωραία», μας βάζει εμάς μέσα, και σας αφήνω εσάς απ’ έξω μέχρι να γεννηθεί, διότι είστε μικρά παιδιά και δεν κάνει να μπείτε στα δύσκολα.

Πες επτά μπήκαμε, εννιά η ώρα.

Όξω εγώ, καθώς δεν επιτρέπεται στα δημόσια να είναι ο πατήρ μέσα (μάλλον για να μην τον κουβαλάνε πριν το νεογέννητο λιπόθυμο στα πλακάκια), έχω μιλήσει με τον γιατρό, καλά πάμε λέει, καλά θα πάμε λέω και εγώ, και μου λέει «υπομονή». Υπομονή για τον αρκούδο σημαίνει μπήκες επτά; θα τελείωσεις μία και να χαίρεσαι. Αλλά η ώρα είναι εννιά, οπότε, υπομονή.

Εκεί που περπατάω τους διαδρόμους (αν)ήσυχος και ωραίος, ανοίγει μία πόρτα, και μια κοπέλα φωνάζει:

«Αρκούδου;»

Λέω σε μένα μιλάει; «Αρκούδου;» της λέω – «ναι μου λέει, αρκούδου»

«Ελάτε, ελάτε να δείτε το μωράκι σας»

Τα χασα. Μπαίνω σε ένα δωμάτιο μικρό, και έχει ένα μωρό μέσα. Μικρό, ροζ, και κλαίει.

«Αχ ψυχή μου», του κάνω εγώ, και με πιάνουν κάτι δάκρυα, να ρε παιδιά, βουρκώνω και που το γράφω. Μια ζωούλα.

Ρωτάω για την Ελεάνα, μια χαρά είναι μου λέει, θα βγει σε λίγο. Υγιέστατη.

Φυσικά, δεν έχω ιδέα τι μου γίνεται. «Περίμενε» της λέω, και στα «να σας ζήσει» τα δικά της έχω ήδη βγει έξω να φωνάξω γονείς και πεθερικά.

Περιμένουν στο χωλ, και τους κάνω «ελάτε», πολύ σιγά, γιατί δεν μπορώ να μιλήσω, εγκεφαλικό έχω πάθει.

Ερχονται, το βλέπουν. Εγώ δεν μπορώ να το δώ, γιατί τα μάτια μου είναι ποτάμια. Τρία δευτερόλεπτα το είδα όλα και όλα, μετά δεν έβλεπα τίποτα.

Άλλο τόσο έκλαψα όταν, κάποια ώρα μετά, έβγαλαν την -ταλαιπωρημένη- μάνα. Με είδε και αυτή, μπήγει και κάτι κλάματα χαράς, κλαίγαμε και γελάγαμε μαζί.

«δεν το ξανακάνω» μου έλεγε με παράπονο, αλλά το άλλαξε λίγες μέρες μετά με το «το ξανακάνω, αρκεί να μην τραβήξω αυτά που τραβάω τώρα». Που και αυτό, λίγο μετά θα αλλάξει, να μου το θυμηθείτε.

Η πρώτη μέρα του μωρού μου. Και η πρώτη μέρα του μπαμπά και της μαμάς της.