Είναι οτι όταν είσαι άχρηστος, δεν είσαι δα και επικίνδυνος. Αντίθετα από τον άνθρωπο.

Εκτός από άρθρα, έχω και αστείες φωτογραφίες με σκύλους.



 ? 

–>

Είμαι αμερικανός. Ανοίγω ένα στρατόπεδο στην Κούβα όπου οι δικοί μου νόμοι δεν πιάνουν. Οι νόμοι για τα βασανιστήρια και τις επ’ αόριστο κρατήσεις – χωρίς λόγο λέω. Ναι, αυτοί. Ε, δεν πιάνουν εκεί.

Υστερα σε συλλαμβάνω. Δεν έχει γιατί, έτσι – ξέρω εγώ. Οποιος και όσο και να είσαι.

Σε φυλακίζω.

Μετά σε βαράω. Οπως θέλω, όπου θέλω, όποτε θέλω (δεν μας ακούει και κανείς γείτονας να γκρινιάξει – είπαμε, είσαι στην Κούβα τώρα). Σε αφήνω νηστικό άμα θέλω, σε αφήνω άϋπνο άμα θέλω. Σε ντρογκάρω κίολας άμα θέλω, γούστο μου.

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Υστερα μου λες. Τι; ότι θέλω. Αμα δεν μου πεις ότι θέλω, θα συνεχίσω. Είσαι υπο την απειλή μου – αμα θέλω σε σκοτώνω. Είσαι ΥΠΟ την ύπαρξή μου.

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ.

Και ύστερα;

Τα στοιχεία που προκύπτουν από βασανισμό κρατουμένων στη ναυτική βάση του Γκουαντάναμο μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον αμερικανικό στρατό για τη λήψη απόφασης σχετικά με την επ’ αόριστο κράτηση κατηγορούμενου ως μαχητή του εχθρού, παραδέχεται το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Ετσι παραδέχεται το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ.

Το γραφα, και μου θύμισε το κυνήγι μαγισσών, παλιά. Σου λεγανε είσαι μάγισσα – όχι τους έλεγες, είμαι μαία.

Οχι, είσαι μάγισσα – παραδέξου το, και ο θεός θα σε γλυτώσει.

Άμα έλεγες «το παραδέχομαι» σε καίγανε, και άμα δεν άναβε, σε γλύτωσε ο θεος. Άμα έλεγες «δεν είμαι ρε» σε καίγανε, και δεν σε γλυτωνε κανείς.

Τα παλιά χρόνια λέμε. Καμία σύγκριση με σήμερα.

 ? 

–>

Βασικά, όλα ξεκινάνε από την δουλειά του Νίκου. Είναι ασφαλιστής. Όχι real time που λέμε, αλλά ως middle job τους χειμώνες, γιατί τα καλοκαίρια τρέχει με ξενοδοχοϋπαλλικά και τέτοια. Άσχετο, αλλά ο τύπος νοιάζεται – και αν πρέπει ρε αδελφέ να κάνεις μία ασφάλεια, εκεί να κάνεις, θα σου τρέξει.

Είναι όμως και ασφαλιστής. Που σημαίνει, θα το πει. Εκεί που δεν το περιμένεις, στην παρέα, θα στο σκάσει το επάγγελμα. Τι να πεις, έτσι τους εκπαιδεύουν εκεί στο κέντρο εκπαίδευσης ασφαλιστών στην Αυλώνα.

Στο ψητό. Επιστρέφει από Σαλλονίκη, με το τραίνο. Κάπου στην Λάρισα(;) σκάει κύριος παρέα. Κυριλλάτος. Κουστουμάτος. Κυράτος. Με τα πολλά, πιάνουν κουβέντα.

Φτάνουν στα επαγγελματικά. «Εμείς ασφαλιστές», «Εμείς ασδξησακδη Manager.»

Μπαρδόν;

«Θέλεις» του λέει το κουστούμι «να βγάλεις λεφτά με ελάχιστη εργασία;» Θέλεις ή δεν θέλεις; Ε, είσαι και λίγο περίεργος, και του δίνεις και την κάρτα σου.

Πλακώνουν κάτι τηλέφωνα, στο άσχετο. Σκάει και το παραμύθι: «Έχουμε μία μαζωξις, τι θα λέγατε να παρεβρεθείτε;»

Κάπου εκεί, εμπλέκεται και ο γράφων. Μου το λέει, ανοίγω τα χέρια απ’ άκρη σ’ άκρη και του κάνω ότι πετάω στα σύννεφα. Αεροπλανάκι, και πάρτε σακούλες για τον εμετό (Sorry, Sorry, Nice Flight).

Αλλά το σκεφτόμαστε. Βρε δεν πάμε; Για τον χαβαλέ, όχι σοβαρά.

Και τον κόβω. Μαχαίρι. «Μαλάκα μου,» του λέω (τα σηκώνει κάτι τέτοια άμα έχει ‘μου’ μέσα, ειναι καλό παιδί), «τον έξυπνο πιάνουνε κότσο, ο χαζός γλυτώνει». Κουβέντα του πατέρα μου, και πολύ μετρημένη.

Ετσι είναι. Ο έξυπνος την πατάει – πάντα. Και όταν λέμε πάντα, δεν σηκώνει ποσοστό λάθους εδώ, ακρίβεια χιλιοστού.

Μία ιστορία θα σας πώ, την άλλη θα την φυλάξω, μπορεί να πεινάσω και να σας την κάνω να κονομήσω:

Ομόνοια. Άγνωστος τύπος σε πλησιάζει ψιλοαλλόφρων:

– Οχι ρε γαμώτ’ την ατυχία μου

– Τι είναι ρε φίλε;

– Είναι ένας εδώ στην γωνία που πουλάει ρολόγια, αυθεντικά – όχι μούφες. Ζητάει 30.000 εκεί που κανονικά έχει 150 χιλιάρικα και βάλε. Αλλά είμαι άτυχος, δεν έχω πάνω μου.. Ρε φιλαράκι, δε μου δίνεις εσύ – και σου δίνω την ταυτότητά μου, ενέχυρο! Πάω μετά σπίτι και στα δίνω, τα ‘χω!

Ωπ, εσύ πονηρός. Χα, θα σε πιάσει κότσο αυτός. Ασε ρε φίλε… Αλλά το ρολόι μοιάζει καλό, και ο τύπος κοιτάει να ΜΗΝ το πάρεις, άρα δεν έχει κέρδος, άρα η δουλειά έχει ψωμί…

Αξίζει, λες, το ρολόϊ.

«Και γιατί να σου δώσω εσένα τα λεφτά, και αφού είναι καλό, δεν πάω να το πάρω μόνος μου;»

Πας, κάνει και παζάρια από 50.000 – του λες άσε, ξέρω, 30 το έδινες στον άλλο, τον πιάνεις κότσο και αυτόν, το παίρνεις.

Με γεια το ρολόϊ του χιλιάρικου…



 ? 

–>

Πηγαίνω -όποτε μπορώ- στο γήπεδο, σαν μικρό παιδί, που πάει στο Λούνα Πάρκ. Βλέπω στο μπάσκετ Περιστέρι ή Σπόρτινγκ, αλλά στο ποδόσφαιρο κυρίως Ολυμπιακό.

Εχθές, έψησα τον Νίκο, και πήγαμε στην Ριζούπολη (πρώην έδρα του Ολυμπιακού, και πολύ κοντά στο σπίτι μου) να δούμε Αιγάλεω – Λάτσιο.

Για πλάκα.

Και περάσαμε πολύ ωραία. Είμασταν διαφορες ηλικίες, αρκετοί άσχετοι με το Αιγάλεω (δύο τρείς Ιταλοί), βαβούρα, χαβαλέ. Και στα γκολ, πανηγυρίσαμε όλοι σαν μικρά παιδιά. Και ήταν και το πρώτο γήπεδο του Νίκου.

Και περάσαμε όμορφα, όμορφα – όμορφα…



 ? 

–>

Όλα ξεκινάνε με ένα mail που μου έστειλε ο Βασίλης.

«Ειναι η 2η Δευτερα, που «παραπονιέσαι» για το «ησυχο» Σου-Κου σου…

Κάποτε ζουσες για τα ήσυχα Σου-κου σου…
Κάποτε ήταν η καλύτερή σου…

Εγω αυτό το ονομάζω πρόοδο, Johnny…»

Είναι -εν μέρει- αλήθεια (γιατί να το κρύψωμε άλλωστε). Τα σαββατοκύριακά μου, ήταν πολύ πιο ήσυχα παλιά, από ότι τώρα. Και τώρα, αν δεν είμαι με παρέα, (όχι με οποιαδήποτε παρέα, αν με εννοάτε τι εννοώ) μου ψιλοκακοφαίνεται.

Αλλά τον τελευταίο καιρό είχε αλλάξει και κάτι άλλο – που μόνο με προσοχή το παρατήρησα: Δεν είχα οθόνη.

Χα. Η οθόνη μου κάηκε, και ξαφνικά απέκτησα ζωή. Αφού ξεπέρασα το σοκ και τον εθισμό, καθάρισα το σπίτι (καλά, μην φανταστείτε τίποτα σπουδαίο, τα απλά πράγματα – να μπορεί να περπατήσει κανείς), διάβασα 4-5 βιβλία (όχι τίποτα σπουδαίο, μερικά εξαιρετικά βίπερ με τον Εξολοθρευτή) και είδα αρκετά DVD – μερικά, δε, με παρέα (καθάρισα το σπίτι είπαμε).

Μέχρι που μαγείρεψα και κανά-δύο φορές.

Και μετά, απέκτησα καινούργια (δανεική) οθόνη.

Πάει η ζωή μου, πάει – χαμένος στο δίκτυο και στα Evolution Pro Soccer (και στο Fifa που προσφάτως απέκτησα) και πάνε οι ταινίες, και πάνε τα βιβλία (το «Κώδικας Da Vinci» το παλεύω και ούτε μέχρι την μέση δεν είμαι – και δεν έπιασα ακόμα το δικό σου Ευάκι, φαντάσου), και πάει η καθαριότητα (που, πλάκα είχε εδώ που τα λέμε).

Δεν μιλάω για άσκοπα χαμένες ζωές. Αλλα βρε αδελφέ, αν είμαι πρεζόνι,
να το ξέρω τουλάχιστον.


 ? 

–>

..για μεγάλα παιδιά.

Oχλαγωγία και ορυμαγδός στις μισοσκότεινες αίθουσες του κοινοβουλίου. Aπό τα συρτάρια και τα ράφια στα γραφεία των βουλευτών, από τα δωμάτια όπου είναι στοιβαγμένα δεκάδες αντίτυπα των παχυλών τόμων του προϋπολογισμού, δραπέτευσαν νύκτωρ οι χιλιάδες αριθμοί που περιμένουν μέχρι τη μελαγχολική τους έγκριση, νύχτα παραμονών των Xριστουγέννων. Oι αριθμοί, τα μεγέθη και τα ποσοστά, ερήμην των ανυποψίαστων εθνοπατέρων και των νωχελικών φρουρών, απέκτησαν υπόσταση, προσωπικότητα και φωνή, κι έστησαν γερό καβγά για τη σημαντικότητά τους. Σωστός εμφύλιος στο βασίλειο των αριθμών.

Διαβάστε περισσότερα εδώ, από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, και τον Ελεύθερο Σκοπευτή.

Και, last but not least, τον φίλο μου τον Μανώλη.

…αλλά τον σέβομαι.

Ο Χαριτόπουλος εξηγεί γιατί, καλύτερα από μένα.



 ? 

–>

Δεν σε πρότεινα; Γιατί δεν έστειλα όλους αυτούς τους μουρλούς (αυτούς που έχουν κουράγιο και με διαβάζουνε – ο θεός να τους δίνει μήνες και να μου παίρνει hits) στο ποιό ημερολόγιο των ημερολογίων;

Γιατί ρε;

Σε διάβασα και χάθηκα. Μου θύμησες τι ξεκίνησα να γράφω.



 ? 

–>

…να πάω στον pathfinder. Να δω τι γράφει. Να δω αν μπήκε. Και μετά, και μετά λέω «όχι».

Ότι έχω γράψει το πιστεύω, τώρα και πάντα. Με το ζόρι κρατιέμαι και δεν μπαίνω πάντως.

Μέχρι να λυγίσω.

Πέρσοναλ είναι. Δεν πειράζει αν δεν καταλάβατε.



 ? 

–>

Δεν θα αφήσω την Δευτέρα να περάσει χωρίς post. θα μαζέψω τα μικρά του Σ/Κ/Δ και θα τα βάλω: και σ’ όποιον αρέσει :).

*

Στην ζωή μου την ρουφιάνα, είχα πάντα ένα καλό: γλύτωνα τις Τατιάνες. Δούλευα βλέπεις, γι’αυτό. Ούτε Τατιάνες, ούτε Χριστίνες, ούτε τίποτα: βρε δε πα να τσακωνόντουσαν όλοι, χαμπάρι ο arkoudos.

Φέτος όμως ξεκίνησε κάτι καινούργιο, διαφορετικό. Έφυγε η «Τατιάνα» από το μεσημεριανό, και έγινε πρωϊνάδικο, breakfast time. Και που και που, (και που) ανοίγω την tv το πρωϊ, και την χαίρομαι: «Κους Κους» στον Alpha (πρώην Σκαϊ)

Φτου. Ρουφιάνα ζωή, τα καλά που μου δωκες, μου τα παίρνεις πίσω.

Και τι έκανε ο ένας, και τι έκανε ο άλλος, και γιατι δεν τσακώθηκαν οι άλλοι… Και μετά, κάνω βόλτα εκεί και εκεί, και σκέφτομαι μήπως (μήπως βρε αδελφέ) συζητάμε όλοι το ίδιο πράγμα…

*

Γαμώ το Ariel μου γαμώ: έχω την αίσθηση οτι όλοι, όλοι όλοι (όλοι) κοιτάνε τον λεκέ που ξέμεινε από τους μπλέ και τους πράσινους κόκκους και το διπλάσιο αμωνιαζολ στην μπλούζα μου. (γράφοντας, έκανα έτσι να κοιτάξω: δεν ήταν… φτού. Ακόμα εδώ είναι). Φύγε λεκκέ, φύγε (ούτε πως έγινε, δεν ξέρω…)

*

Επίσης: ξέρει κανείς να μου εξηγήσει το φαινόμενο γιατί τα χέρια μου πηγαίνουν πιο γρήγορα από τα πόδια μου στις κυλιόμενες σκάλες; και γιατί το έχω παρατηρήσει μόνο στο μετρό; και γιατί το έχω παρατηρήσει σε όλα τα μετρό; (και γιατί του έχω δώσει τόση σημασία;)

*

Δεν υπάρχει λεκκές σου λέω!

*

Η Μάγια ήρθε να μας κάνει παρέα. Να πάτε να την καλωσορίσετε (γιατί με όλα αυτά που έχει δει, θα τρομάξει και σηκωθεί και θα φύγει).

*

Ψηφίζω (δεν ξέρω που, γι αυτό ψηφίζω εδώ) η Ιφιμέδεια να φτιάξει blog. Ακόμα και αν είναι μόνο για να απανταεί εκεί στους άλλους. (Και είναι απλό, καλέ. Απλούστατο.)

*

Σήμερα, στο μπροστινό βαγόνι (που ήμουν εγώ και αγνάντευα ώξω), δεν έμπαινε κανείς. Αλήθεια λέω: Καθόντουσαν όλοι, κοιτάγανε και δεν μπαίνανε. Γιατί δεν μπαίνανε; μπας και ‘βλέπαν τον λεκκέ μου;

*

Και μιά παιδική:
Παίζω το καινούργιο Evolution (το 4). Ηιντ, τιπ, και ότι γουστάρετε: Αν είστε γαύρος ξεχάστε τις ρίγες στην φανέλα σας. Η Konami αποφάσισε ότι οι ομάδες που είναι έτοιμες (δεν συμπεριλαμβάνεται ο γαύρος, προφανώς) απο την εταιρεία, έχουν φωτογραφία της εμφάνισης, και όλα καλά. Οι άλλες, ρίγα γιοκ. Ρουφιάνα ζωή, τα καλά που μου δωκες, μου τα παίρνεις πίσω (δις).

Πως λέμε ήσυχο Σαββατοκύριακο; Πως λέμε «δεν έκανα τίποτα σπουδαίο»; Πως λέμε «ψιλοβαρέθηκα»;

Πως λέμε «Καλή εβομάδα»;

(Αυτά τα γράφω ακούγοντας Good Vibrations, από τους Beach Boys, αλλιώς θα σας έλεγα εγώ…)



 ? 

–>

Συχνά, κάνω βόλτες στα blog των άλλων, και όταν βρίσκω κάτι ενδιαφέρον, σας στέλνω εκεί. Δεν είναι γιατί δεν έχω δικές μου ιστορίες να πω – από αυτές, δεν γλυτώνετε τόσο εύκολα. Είναι γιατί κάτι μου τράβηξε την προσοχή, κάτι που θέλω να το δείξω, να το τονίσω, να το φωνάξω. Δεν είναι ανάγκη να είναι πράγματα που έχω ζήσει ή πει εγώ: αν θέλετε, αφού τα διάβασα, και αυτά ζωή μου είναι.

Σήμερα, είναι αυτό.

Την πιο σπουδαία εντύπωση μου έκανε ότι ο κόσμος γράφει «το έχω ζήσει και εγώ» – όχι ατομικά, αλλά ως ιστορία. Πόσοι/ες το έχουν ζήσει;

Η ψυχολογία της ανοχής της βίας, στηρίζεται σε κανόνες που επαναλαμβάνονται εκνευριστικά πίσω από κάθε τέτοια ιστορία. Μείωση της προσωπικότητας, αδυναμία αυτοδιαχείρισης, δημιουργία αισθήματος ντροπής. Κατά την δική μου, ταπεινή, προσωπική γνώμη, αν εξαλείψουμε τα αποτελέσματα, θα εξαφανίσουμε και το πρόβλημα που τα προκαλεί.

Η κουβέντα σας εκεί, όχι εδώ.



 ? 

–>