Σήμερα η Φρίντα ήταν γκρινιάρα. Δεν ήθελε να σηκωθεί, γιατί κοιμήθηκε αργά, γιατί προτιμούσε να παίζει και να τραγουδάει στο κρεβάτι της αντί να πάρει αγκαλιά τον καγκού, τον κούκλο της, να κλείσει τα ματάκια της, και να κοιμηθεί ήσυχα-ήσυχα (δηλαδή να ροχαλίσει σα τραίνο, γιατί είναι κομματάκι αρρωστούλα)

Δεν ήθελε λοιπόν να σηκωθεί.

Και όταν το κατάφερα, ήταν μέσα στην γκρίνια.

Βέβαια, έπρεπε να σηκωθεί, γιατί ο παιδικός την δέχεται μέχρι κάποια ώρα, μετά οι πόρτες κλείνουν, σφραγίζουν, αμπαρώνουν, διπλοκλειδώνουν, και θα μας μείνει αμανάτι το παιδί, να ψάχνουμε ποιος θα το φορτωθεί το πλασματάκι μου για κανα οχτάωρο, να κάνουμε καμια δουλειά.

Άρα, έπρεπε να σηκωθεί. Εγώ το ξέρω, γιατί ξέρω τις συνέπειες, αυτή είναι μωρό, δεν τις καταλαβαίνει.

Όταν την ξέντυνα από το φορμάκι της, η πιπίλα που πια έχει μόνο βραδινό ρόλο πια, πιάστηκε στα μαλλιά της. Θα μπορούσα να την βγάλω πριν κάνω την κίνηση, αλλά δεν την έβγαλα. Το ξέχασα, και, πιασμένη στο μπλουζάκι της, μπερδεύτηκε λιγάκι στα μαλλιά της.

ΑΟΥ! ΕΛΑ ΒΡΕ ΜΠΑΜΠΑ!

…κάνει το γλυκούλι μου.

Τώρα, επειδή το έχω ξαναδεί το έργο, αν θυμώσει μαζί μου, συγνώμες δεν πιάνουνε. Αν θυμώσει, δεν θα κάτσει να της βγάλω και το παντελονάκι, θα γκρινιάξει, θα στυλώσει, θα έχουμε κόντρες, θα αργήσουμε, και πάπαλα ο σταθμός.

Οπότε, τελείως αυθόρμητα, της λέω

«…Δεν φταίω εγώ, καρδιά μου. Δεν σε πόνεσα εγώ – η πιπίλα σε πόνεσε»

Αυτό, την κόμπλαρε λιγάκι. Βραχυκύκλωσε. Το έπιασα ότι η κατάσταση μπορούσε να γυρίσει ξάφνου υπέρ μου, και το συνέχισα:

«Θα σε πονούσα εγώ; Όχι-βέβαια! Η πιπίλα πιάστηκε στα μαλλιά σου, αυτή φταίει. Εγώ σε βοήθησα.»

Και το αθώο πλασματάκι μου, με πίστεψε, κοίταξε θυμωμένη την πιπίλα της, με ευγνωμοσύνη εμένα, και αδιαμαρτύρητα ετοιμάστηκε για να πάμε στον σταθμό.

Και σκέφτομαι: Τον «Κυνόδοντα«, έχω καιρό να τον δω. Άρα, φταίει η μεγάλη δόση μου από πολιτικούς, σε κανάλια και Βουλή – δεν έχω άλλη εξήγηση.

Πιο αληθινή ιστορία δεν πρέπει να έχω ξαναπεί στο blog μου.

Κάνω πολιτική στο παιδί μου. Έχω ξεπέσει τελείως.