Πριν από μερικές ημέρες, ο βαρυποινίτης Ίλι Καρέλι στις φυλακές Μαλανδρίνου έμαθε ότι, παρότι τυπικά μπορούσε να αιτηθεί άδεια, δεν θα την έπαιρνε καθώς η απόφαση ήταν αρνητική. Ήθελε να επισκεφτεί την μητέρα του στο εξωτερικό, που ήταν ετοιμοθάνατη.
Εκτός εαυτού, λίγο μετά, αφαίρεσε την ζωή ενός φύλακα, οικογενειάρχη, του Γιώργου Τσιρώνη, πατέρα δύο παιδιών, καρφώνοντας τον στο λαιμό. Ο συνάδελφός του δεν πρόλαβε ούτε καν να αντιδράσει.
Μερικές ημέρες μετά, στον βαρυποινίτη γίνεται μεταγωγή στις φυλακές Νιγρίτας. Μόλις τον βλέπουν, σπεύδουν να καταγράψουν σωρεία χτυπημάτων, υποθέτω για να μην χρεωθούν σ’ αυτούς, και τον βάζουν για ύπνο. Το ίδιο βράδυ, ως απόρροια των χτυπημάτων αυτών, ο Καρέλι αφήνει την τελευταία του πνοή.
Έχει δύο φόνους αυτή η ιστορία. Και έχει πολύ διαφορετικούς δολοφόνους.
Τον ένα φόνο, ξέρουμε ποιος τον έκανε. Ήταν ένας φόνος σκληρός, και πέρα ως πέρα άδικος -ο Τσιρώνης αμφιβάλλω αν είχε παίξει οποιονδήποτε ρόλο στην απόφαση να μην χορηγηθεί άδεια. Ήταν στο λάθος μέρος, στην λάθος στιγμή, στο απονενοημένο διάβημα ενός ανθρώπου που ήθελε μόνο να εκδικηθεί αυτό που ένιωσε ως αδικία.
Τον δεύτερο φόνο, δεν ξέρουμε ακόμα ποιος τον έκανε. Οι ιστορίες ποικίλλουν: τα ΕΚΑΜ εκείνη την ημέρα μεταδίδεται ότι χτύπησαν κόσμο, ίσως και βασάνισαν. Τα τραύματα πάλι, όταν έφτασε στην έμοιαζαν φρέσκα, ίσως έγιναν στην μεταγωγή. Οι δολοφόνοι έδρασαν με αίσθημα εκδίκησης, είτε άμεσα, είτε έμμεσα.
Έχουμε δύο φόνους, παρόμοιους. Για εκδίκηση.
Προσπερνάω τα προφανή: όταν κάποιος είναι φυλακισμένος, το κράτος έχει την απόλυτη ευθύνη για την κατάστασή του. Κανείς δεν μπορεί να κάνει κακό σε έναν άνθρωπο που είναι στο απόλυτο έλεγχο του κράτους. Προσπερνάω τα προφανή: ούτε ένας υπουργός Δημοσίας Τάξης ή Δικαιοσύνης δεν έχει αισθανθεί την ανάγκη να κάνει δήλωση ευθύνης με μία παραίτησή του – παρά τους τόσους νεκρούς των φυλακών. Ούτε ένας. Ποτέ. Προσπερνάω τα προφανή: ποτέ και εμείς σαν κοινωνία δεν επιρρίψαμε ευθύνες για έναν θάνατο στις φυλακές – το θεωρούμε σχεδόν “θεία δίκη”, μία τιμωρία που αξίζει σ’ αυτόν που την παθαίνει.Δεν τιμωρήσαμε ποτέ, κανέναν πολιτικό προϊστάμενο γι’ αυτήν την σαπισμένη κοινωνία των φυλακών που ανέχθηκε.
Σε μία πρόταση, προσπερνάω τα προφανή.
Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο φονιάς. Ποιος έδωσε το σημαντικότερο χτύπημα. Ποιος χρέωσε το τέλος στον Ιλι. Δεν ξέρουμε. Ένας. Πολλοί. Ούτε πότε. Ούτε που. Ούτε με τι. Με τα χέρια του. Με το γκλομπ του. Βρίζοντας την μάνα του. Κλωτσόντας. Μπορεί να ήταν ο ίδιος, ο θυμωμένος, αυτός που ήξερε την γυναίκα του Τσιρώνη ή είχε γνωρίσει τα παιδιά του, ή ο συγκρατούμενός του, ή ένας άλλος, που αδιαφορεί για την ανθρώπινη ζωή και πριν μπει, και στα αρχίδια του ένας φόνος ακόμα, αρκεί να έχω την εύνοια, ή το χρήμα. Μπορεί να τον χτύπησαν πολλοί, με μίσος, ή ένας, που ήξερε καλά την δουλειά του, πως να σκοτώσει, ακόμα και σε υπηρεσία. Μπορεί να λερώθηκαν οι στολές τους με αίμα, οι μπότες τους να είχαν σημάδια από τα δόντια του, τα χέρια τους να έχουν ακόμα μόλωπες και σκισίματα.
Και όλοι αυτοί, το μόνο που έχουν να ακούσουν, είναι “καλά να πάθει. Του άξιζε. Ήταν θέμα τιμής η τιμωρία του”
Ξέρεις τι λείπει όμως; Το θάρρος. Αυτό λείπει. Αν είναι θέμα τιμής, λείπει το θάρρος. Λείπει αυτός που θα πει, σταράτα, τίμια, “ναι ρε, εγώ το έκανα, έτσι έπρεπε να γίνει, αίμα για το αίμα του φίλου μου. Αίμα για το δάκρυ των παιδιών και της γυναίκας του”.
Δεν είναι θέμα τιμής, γιατί δεν υπάρχει θάρρος. Γιατί στα μουλωχτά, πολλοί μαζί, ή ένας στα σκοτεινά, άτιμα, κρυμμένα, ύπουλα, πολλοί μαζί σε έναν, ίσως δεμένο, βασανισμένο, δεν έχει θάρρος αυτό. Δεν θα το επικροτούσα ούτε έτσι, μην με παρεξηγήσεις, αλλά θα είχε τουλάχιστον μια ψευτοαξιοπρέπεια, θα είχε τουλάχιστον μια δήθεν ντομπροσύνη, θα εξηγούσε το “καλά να πάθει”, θα δικαίωνε το “ήταν θέμα τιμής”.
Μην γελιέσαι: δεν έχει τιμή η δειλία. Δεν είναι δίκαιος ο δειλός. Δεν έχει τιμή η πράξη του, και το ξέρει- γι’ αυτό κρύβεται. Ξέρει ότι αυτό ήταν άτιμο, ξέρει ότι ήταν ύπουλο, όταν τον πιάσουν, αν τον πιάσουν, θα κρυφτεί όσο μπορεί, και μετά θα σταθεί υποκριτικά στωικός για μια ψεύτικη αξιοπρέπεια να μιλά για τιμές και αξιοσύνη.
Μην γελιέσαι. Δεν είναι ένας. Είναι όσοι τον κρύβουν, είναι όσοι ξέρουν, είναι η ηδονή ότι μπορούν να αφαιρέσουν ατιμώρητα μία ανθρώπινη ζωή κάτω από την καπα του ήρωα που σώζει εμάς, από τους αληθινούς κακούς.
Μην γελιέσαι. Να φοβάσαι περισσότερο αυτόν που στερεί μια ζωή επειδή μπορεί να το κάνει ατιμώρητος, ατιμώρητος από μία κοινωνία που το μόνο που καταλαβαίνει να πει είναι “να αγιάσει το χέρι σου”, και να κρύβεται ακόμα και από αυτό, γιατί είναι δειλός, γιατί μόνο με ένα γκλομπ και ένα όπλο, και έναν δεμένο Ίλι, και άλλους μαζί του γίνεται ήρωας, στα σκοτεινά, ατιμώρητος.
Για σένα λοιπόν που θα πεις «ήταν έγκλημα τιμής» – μην γελιέσαι.
Δεν είναι έγκλημα τιμής.
Είναι έγκλημα δειλίας.
Υ.Γ.1: Αν άντεξες μέχρι εδώ, διάβασε και για τον Νίκο Σακελλίωνα. Κατά διαβολική σύμπτωση, αυτές τις ημέρες κρίνεται η τύχη της δίκης του. Θα χορτάσεις και εδώ μπόλικη δειλία και “προστασία του κοινού συμφέροντος”, σε διαβεβαιώ.
Υ.Γ.2: Αν αναρωτιέσαι γιατί ασχολούμαι με τον Αλβανό βαρυποινίτη, και όχι τον Έλληνα φύλακα, τα εξηγώ καλύτερα εδώ, ρίξε μία ματιά: Εγώ το αφεντικό.