Την πυρκαγιά στις Μυκήνες, την είδα πολύ πριν την μάθω από τα μέσα ενημέρωσης. Για να είμαι ακριβής, την έμαθα αρκετές ώρες αφότου ξεκίνησε, ίσως και όταν πια είχε τεθεί υπό έλεγχο. Ένας μεγάλος, δυσοίωνος καπνός φαινόταν ήδη κοιτώντας το Λουτράκι, και η ανησυχία μετά την πυρκαγιά στις Κεχριές από τις οποίες, τελικά, θα περνούσαμε, ήταν μεγάλη – και έκδηλη. Φτάνοντας στον προορισμό μας, μάθαμε, επιτέλους, που ήταν αυτός ο καπνός που φαινόταν στο βάθος. Είχαμε ανησυχήσει, γιατί κανείς δεν είχε ενημέρωση, και φοβόμουν μήπως, όπως και στο Μάτι, μας έβρισκε σε μία περιοχή που δεν ξέραμε, και δεν ήμασταν προετοιμασμένοι και εξοικιωμένοι για να αποφύγουμε.

Είμαι εκ φύσεως (θέλω να πιστεύω) άνθρωπος δίκαιος: Φωτιές, πιάνουν. Παντού. Σε όλες τις χώρες, σε όλα τα μέρη, με λιγότερη ή περισσότερη προφύλαξη, μια φωτιά κάπως μπορεί να ανάψει. Θέλω επίσης να πιστεύω ότι κανένας δεν λέει «στ’ αρχίδια μου, ας καεί» – ούτε προφανώς πυροσβέστης, ούτε φύλακας, ούτε υπεύθυνος, ούτε διευθυντής, ούτε Υπουργός. Μπορεί να παρθούν λάθος αποφάσεις, ή οι προτεραιότητες να είναι λάθος, ένας φύλακας λιγότερος ώστε να βαφτεί ο χώρος, ένα σύστημα συναγερμού λιγότερο ώστε να πάρουμε κάποιον δικό μας, ναι, αυτά συμβαίνουν, και η κριτική μας, αν είναι τίμια, μπορεί να τα εξαλείψει.

Για να γίνει βέβαια αυτό, πρέπει να υπάρχει κριτική. Για να είναι η κριτική τίμια, πρέπει να υπάρχει έρευνα, και γνώση.

Η αληθινή φωτιά που θα έπρεπε -κατά την γνώμη μου- να συζητάμε στις Μυκήνες, αυτή που θα έπρεπε να μας τρομοκρατεί και που θα έπρεπε, άμεσα, να αντιμετωπισουμε δεν είχε ούτε μία πραγματική φλογίτσα. Αλλού είναι το κακό.

Αρχικά, όταν έπιασε η φωτιά, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, επέλεξαν να την υποβαθμίσουν. Για την πυροσβεστική και το ΑΠΕ, ήταν μία φωτιά σε ξεροχώραφα, άνευ σημασίας. Για τα κανάλια, ανάξια αναφοράς. Όλα αυτά εντός ελλάδας, γιατί στο εξωτερικό, μόλις μαθεύτηκε η είδηση (κάποια) μέσα διέκοψαν το πρόγραμμά τους για το αναφέρουν στους θεατές τους.

Στην συνέχεια, όταν μαθεύτηκε πλέον ότι τα ξεροχώραφα ήταν στην πραγματικότητα ο αρχαιολογικός χώρος, το πράγμα έγινε ακόμα πιο γελοίο. Η δημοσιογραφική κάλυψη είχε να κάνει με την άρτια κρατική επέμβαση, τους τάφους που ήταν, στην πραγματικότητα για …φανταστικούς χαρακτήρες, την υποβάθμιση της όποιας ζημιάς, και την σύνδεση με το Μάτι, και τους 102 νεκρούς.

Η δε κρατική αντιμετώπιση έκανε την κατάσταση ακόμα χειρότερη, καθώς με μισές αλήθειες και προσεκτικά επιλεγμένες φωτογραφίες παρουσίαζε την κατάσταση σχεδόν ως μη γενόμενη στα social media (με αναρτήσεις που δεν επιτρεπόταν ο σχολιασμός, μία πρωτόγνωρη διαδικασία αν μη τι άλλο) ενώ η αρμόδια Υπουργός, υποβάθμιζε την κατάσταση με δηλώσεις όπως «θα δουν λίγο μαύρο οι επισκέπτες».

Ξανά, για να είμαστε σαφείς και να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις: την φωτιά, δεν την έβαλε προφανώς η κυβέρνηση. Ούτε και υπήρχε έστω και η απειροελάχιστη ένδειξη ότι δεν την αντιμετώπισε σωστά (αν και υπήρχαν κάποιοι ενδοιασμοί για την πυρόσβεση, θέλω να πιστεύω αβάσιμοι). Δεν λέω ότι τα έκανε όλα σωστά, αλλά πιστεύω ότι δεν υπήρξε κάποια εξόφθαλμη αβλεψία. Για την φυσική πυρκαγιά. Η άλλη, που άναψε μετά όμως, είναι άλλο θέμα.

Η απόκρυψη του γεγονότος, η υποβάθμισή του, οι δημόσιες και επίσημες μισές αλήθειες που κρύβουν ολόκληρα ψέματα, η δημοσιογραφία που αρνείται να ενημερώσει, αρνείται να ερευνήσει, αρνείται έστω να έχει καν αμφιβολίες για την κρατική διαδικασία, ανάβουν μία φωτιά πολύ πιο σημαντική, πολύ πιο επικίνδυνη, πολύ, πολύ πιο σοβαρή.

Όχι μόνο έτσι δεν θα διορθωθεί ακόμα και αν υπήρξε κάποιο λάθος ή εσφαλμένη ενέργεια, αλλά θα διασπείρει στον πολίτη μία τρομακτική αμφισβήτηση για την αξιοπιστία του κράτους και της δημοσιογραφίας, που θα απλωθεί πολύ πιο γρήγορα και πολύ πιο καταστροφικά από μία φωτιά σε ξερά χόρτα.

Κανείς δεν θα εμπιστεύεται πια την κυβέρνησή του. Κανείς δεν θα βασίζεται πια στην δημοσιογραφία για να ελέγξει και να διαλευκάνει. Ο πολίτης θα βλέπει πια (δικαίως!) μόνο εχθρούς δίπλα του, και αυτό θα είναι τρομαχτικό για την επόμενη μέρα, που θα αντικρίσουμε τα αποτελέσματα αυτής της απαξίωσης.

Στο τέλος-τέλος, το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει, η τελευταία γραμμή άμυνας που θα μπορούσαμε να έχουμε, είναι όπου και αν τάσσεται πολιτικά κανείς, ό,τι και αν πιστεύει κομματικά, να μην ανεχθεί την δήλωσης της υπεύθυνης υπουργού πολιτισμού «να μην μιλάνε στον Σύριζα για φωτιές» όταν της ασκείται κριτική από την αντιπολίτευση.

Γιατί τέτοιες εξυπνακίστικες και λαϊκίστικες αποφυγές της ευθύνης, η εκδικητική χολή πεντάχρονου που μόλις του επεσήμαναν ότι στην βάρδια του έγινε μία -αναμφισβήτητη- ζημιά, μας οδηγούν όχι μόνο σε μαύρους, σκοτεινούς και ανεξέλεγκτους καιρούς, σε μία καταστροφική ζημιά, που καμία αναδάσωση ελπίδας δεν θα αντέξει ποτέ να φυτρώσει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.