And while you’re on this, πες μας και για το «ξύλο της αρκούδας».
Καιρός ήταν, μου έλειψαν τα νέα της ιστο-φαμίλιας.
ΥΓ: Άσχετο με το θέμα, αλλά σχετικό με τον γράφοντα: Από που βγαίνει η έκφραση το «γέλιο της αρκούδας»; Με ρώτησαν, κι είπα να ρωτήσω έναν Αρκούδο.. (from the bear’s mouth, so to speak).
Χμμ, μάλλον οι παραπάνω φράσεις δεν βγαίνουν από κάτι συγκεκριμένο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες φράσεις που αναφέρονται σε ζώα όπως π.χ. ‘τα φόρτωσε στον κόκκορα’ (και τι μπορεί να φορτώσει κανείς σ’ένα κόκκορα;) κτλ.
Πάντως στο online λεξικό Τριανταφυλλίδη ιδού:
αρκούδα η [arkúδa]: 1.μεγαλόσωμο θηλαστικό με πλούσιο τρίχωμα, συνήθ. καστανού χρώματος, που ζει στα δάση: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της αρκούδας. Eξημερωμένη / εκπαιδευμένη ~. O γύφτος χτυπούσε το ντέφι κι η ~ χόρευε ρυθμικά. Δέρμα / τομάρι αρκούδας. ΦP το ξύλο της αρκούδας, για άγριο ξυλοδαρμό. το γέλιο της αρκούδας, πολύ γέλιο. …. 2. (μτφ.) α. για μεγαλόσωμο ή πολύ τριχωτό άντρα. β. για ογκώδη και άχαρη γυναίκα. 3. (λογοτ.) Aρκούδα, ο αστερισμός της Mικρής ή της Mεγάλης Άρκτου. αρκουδάκι το YΠOKOP …
Α. Μάρκος
Btw, βρήκα πρόσφατα ένα πολύ ενδιαφέρον ετυμολογικό λεξικό αγγλικών φράσεων, κι αναρωτιόμουν αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά.
ΥΓ: Διαβάζουμε, διαβάζουμε.. και μυθιστορήματα από το κινητό, στα λεωφορεία (πως να προλάβεις, αλλιώς;)
τα φορτωσε στον κοκορα δεν αφορα τον πουλι κοκορας αλλα τον κοκορα της πιστολας. Το σωστο θα ηταν φορτωσε «τον κοκκορα» δηλαδη προετοιμαστηκε να κανει κατι σπουδαίο ή και ενδχομένως να φύγει η να αλλαξει τροπο ζωης
And while you’re on this, πες μας και για το «ξύλο της αρκούδας».
Καιρός ήταν, μου έλειψαν τα νέα της ιστο-φαμίλιας.
ΥΓ: Άσχετο με το θέμα, αλλά σχετικό με τον γράφοντα: Από που βγαίνει η έκφραση το «γέλιο της αρκούδας»; Με ρώτησαν, κι είπα να ρωτήσω έναν Αρκούδο.. (from the bear’s mouth, so to speak).
Χμμ, μάλλον οι παραπάνω φράσεις δεν βγαίνουν από κάτι συγκεκριμένο. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες φράσεις που αναφέρονται σε ζώα όπως π.χ. ‘τα φόρτωσε στον κόκκορα’ (και τι μπορεί να φορτώσει κανείς σ’ένα κόκκορα;) κτλ.
Πάντως στο online λεξικό Τριανταφυλλίδη ιδού:
αρκούδα η [arkúδa]: 1.μεγαλόσωμο θηλαστικό με πλούσιο τρίχωμα, συνήθ. καστανού χρώματος, που ζει στα δάση: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της αρκούδας. Eξημερωμένη / εκπαιδευμένη ~. O γύφτος χτυπούσε το ντέφι κι η ~ χόρευε ρυθμικά. Δέρμα / τομάρι αρκούδας. ΦP το ξύλο της αρκούδας, για άγριο ξυλοδαρμό. το γέλιο της αρκούδας, πολύ γέλιο. …. 2. (μτφ.) α. για μεγαλόσωμο ή πολύ τριχωτό άντρα. β. για ογκώδη και άχαρη γυναίκα. 3. (λογοτ.) Aρκούδα, ο αστερισμός της Mικρής ή της Mεγάλης Άρκτου. αρκουδάκι το YΠOKOP …
Α. Μάρκος
Btw, βρήκα πρόσφατα ένα πολύ ενδιαφέρον ετυμολογικό λεξικό αγγλικών φράσεων, κι αναρωτιόμουν αν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στα ελληνικά.
ΥΓ: Διαβάζουμε, διαβάζουμε.. και μυθιστορήματα από το κινητό, στα λεωφορεία (πως να προλάβεις, αλλιώς;)
τα φορτωσε στον κοκορα δεν αφορα τον πουλι κοκορας αλλα τον κοκορα της πιστολας. Το σωστο θα ηταν φορτωσε «τον κοκκορα» δηλαδη προετοιμαστηκε να κανει κατι σπουδαίο ή και ενδχομένως να φύγει η να αλλαξει τροπο ζωης