Και, ξαφνικά, μία ομάδα ανθρώπων, εισβάλλει στο γραφείο ενός γιατρού. Τον βρίζει, δείχνει το πρόσωπό του σε βίντεο, τον κατηγορεί για φακελάκι.

Είναι αθώος; Είναι ένοχος; Το ερώτημα είναι λάθος, γιατί δεν θα αποφασίσει ούτε μία ομάδα αυτόκλητων αν είναι, όντως ένοχος, ούτε η απέχθεια κάποιων για τους Ρουβίκωνες αν είναι, όντως αθώος. Η ενοχή και η αθωότητα δεν βασίζεται και δεν αποφασίζεται από κλιπάκια στο YouTube, και στο αν ο άλλος που σε βρίζει είναι, ή όχι, καλών προθέσεων.

Και φυσικά, όπως γίνεται πάντα, η επέμβαση του Ρουβίκωνα δημιούργησε έριδες, από συμψηφισμούς με ναζιστικές ομάδες, μέχρι πολιτική αντιπαράθεση, όλο το πακέτο μιας δυναμικής, μα εφήμερης και μάλλον ανούσιας αντίδρασης.

Και μετά;

Και μετά θα περιμένουμε την επόμενη πράξη των γνωστών-αγνώστων, για να καταδικάσουμε εξίσου, ή να αποδοκιμάσουμε εξίσου ανάλογα με τις προτιμήσεις μας.

Που είναι το δικό μου πρόβλημα; Γιατί μπαίνω στον κόπο να γράψω τούτο το ποστ;

Γιατί νομίζω ότι η θέση που έχουμε πάρει οι περισσότεροι από εμάς, είναι η θέση του θεατή. Είμαστε σε ένα παιχνίδι, σε ένα σαρβάηβορ, σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, σε ένα τηλεοπτικό κουίζ προκάτ γνώσεων ή καλλιφωνίας, που επιλέγουμε τον αγαπημένο μας κριτή, ή τον αγαπημένο μας συμμετέχοντα, και τον στηρίζουμε όσο περισσότερο μπορούμε, στα καλλίτερα ή στα χειρότερα, αν χάσει έχασε, αν κερδίσει πανηγυρίζουμε μαζί του.

Και μετά, διακοπή για διαφημίσεις, η εκπομπή μας τελείωσε, ακολουθεί μπλοκμπάστερ ταινία – πρώτη προβολή στην Ελλάδα. Και βέβαια, μην χάσετε το επόμενο επεισόδιό μας.

Κοίτα:

Είμαι εναντίον κάθε ενέργειας αυτοδικίας, κατ’ αρχάς. Πιστεύω βαθιά πως, ο,τι πρέπει να διορθωθεί, δεν πρέπει να γίνει με την ενέργεια των λίγων, ή του ενός, αλλά με την σύμφωνη γνώμη όλων – ή έστω, των περισσοτέρων από εμάς, με βάσει νόμους που θα ισχύουν για όλους, από όλους, και κυρίως τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.

Ως εκ τούτου, είμαι απέναντι σε κάθε παράνομη ενέργεια του Ρουβίκωνα. Χωρίς ναι, μεν, αλλά: αντίθετος.

Οφείλω όμως ταυτόχρονα να προσδιορίσω τις προτεραιότητές μου. Δεν θα αφεθώ να είμαι θεατής ενός σόου “Ρουβίκωνας εναντίον αστυνομίας”, ή “Ρουβίκωνας εναντίον κατεστημένου”. Η συμμετοχή μου δεν τελειώνει όταν κερδίσει ο ένας από τους δύο, ή στην επιλογή ήρωα και εχθρού σε μία θεατρική διαμάχη:

Εγώ θέτω τους κανόνες του παιχνιδιού – και εγώ φέρω, αποκλειστικά, την ευθύνη.

Όταν κάποιος μου δείχνει “αυτός ο άνθρωπος χρηματίζεται για να σώσει έναν ασθενή”, η πρώτη μου αντίδραση θα έπρεπε να είναι “μισό λεπτό, γίνεται όντως κάτι τέτοιο; πως το επέτρεψα εγώ να γίνει αυτό;”

Δεν λέω η μοναδική αντίδραση, δεν λέω να αφήσουμε τον Ρουβίκωνα να παρανομεί, λέω πρώτα να ζυγίσουμε την δική μας ευθύνη:

Αυτός ο γιατρός, παρανομεί; Χρηματίζεται; Και αν όχι αυτός, το κάνει κάποιος άλλος; Και αν το κάνει, κάποιοι τον πληρώνουν; Και αυτοί που τον πληρώνουν εκβιαζόμενοι, μπορούν να τον καταγγείλουν; Και αν το κάνουν θα έχουν μετά την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη όχι μόνο της κοινωνίας μα και της ιατρικής επιστήμης όταν αναπόφευκτα την χρειαστούν;

Και, αν απλώς έχουμε κάνει λάθος σε οποιαδήποτε από αυτές τις μεταβλητές, αν δεν ξέραμε, μπορούμε να τις διορθώσουμε έστω και εκ των υστέρων. Αν όμως όλοι ξέρουμε ότι οι μεταβλητές αυτές ισχύουν, καθημερινά, σε εμάς και στους δίπλα μας, αν ξέρουμε ότι συμβαίνουν όλα αυτά τα αίσχη – και συνεχίζουμε την επόμενη ημέρα ατάραχοι;

Μία φορά και έναν καιρό, μία νέα κοπέλα, η Αμαλία Καλυβίνου, τόλμησε να καταγγείλει, εν πλήρη ειρήνη, με τον πιο ήπιο και ταυτόχρονα θαρραλέο τρόπο αντίστοιχα φαινόμενα.

Η στάση της, οδήγησε τον κόσμο σε μία άνευ προηγουμένου συγκέντρωση στο Σύνταγμα, χωρίς καμία κομματική ή άλλη κατεύθυνση τις ημέρες του θανάτου της.

Ήταν 2007. Δέκα χρόνια μετά, ακόμα αναρωτιόμαστε αν μία ομάδα έπραξε σωστά καταγγέλλοντας φακελάκια, ή όχι.

Όχι, λοιπόν, αν αυτή είναι η απορία σας: Κατ’ εμέ, δεν έπραξε σωστά.

Μα αν είναι να μοιράσουμε ευθύνες, ας ξεκινήσουμε από εμένα. Από εμένα που στραβοκοιτάω ή δεν ασχολούμαι όταν εκατοντάδες γιατρών, εκβιάζουν απελπισμένους ασθενείς, με αντάλλαγμα την ζωή τους, από εμένα αν ξέχασα την Αμαλία και όσα ορκιζόμουν τότε ότι θα απαιτήσω όχι μόνο για λογαριασμό της, μα κυρίως για λογαριασμό όσων δεν μπορούν να μιλήσουν. Από μένα, που δεν κάνω ο,τι μπορώ, καθημερινά, για να αλλάξει αυτή η βία.

Από εμένα.

Γιατί εγώ ξέχασα την Αμαλία, γιατί εγώ ξέχασα αυτούς τους ανθρώπους που βιάζονται καθημερινά, γιατί εγώ έχω μεγαλύτερη ευθύνη, την πιο σημαντική και την πιο βαριά γι’ αυτό το έγκλημα.

Και αν είναι, από μία τέτοια ενέργεια, να ξυπνήσουμε ένας-ένας “εγώ”, μαζί, και αντιδράσουμε ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ, αν είναι να απαιτήσουμε από κάθε εξουσία, χωρίς εκπτώσεις, να καθαρίσει πλήρως, μία και καλή και για πάντα αυτό το σιχαμένο και αισχρό εμπόριο πόνου και ελπίδας, ας εξαντλήσουμε μετά, και εγώ μαζί σας θα είμαι, όλη την υπόλοιπη αυστηρότητα που θα μας έχει απομείνει στους Ρουβίκωνες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.