Γίνονται τέτοια πράγματα;

Και εγώ ανησυχώ για την τιμή των μακαρονιών; Για τα γιαούρτια; Για το echelon; Για τον $^%$^%## τον Κωνσταντίνου; Για τον Πάπα;

By all means, είναι καιρός να ασχοληθώ με σοβαρά πράγματα πλέον. Άλλωστε, τα σημάδια υπάρχουν!

Σε τι κόσμο ρε father με έφερες να ζήσω;

(Και εν πάσει περιπτώσει, με έφερες που με έφερες. Ακόμα να μου δώσεις τις οδηγίες χρήσης;)

    .



 ? 

–>

Μια μέρα, έπεσε στα χέρια μου ένα πεντακοσάευρω. Μισο – τυπωμένο.

Στην πραγματικότητα, κάποιος, κάποτε, είχε κάνει δοκιμή έναν εκτυπωτή, και τυπώσανε ένα πεντακοσάευρω – μόνο απο την μία πλευρά όμως. Της αμαρτίας. Απο την άλλη, λευκό, σαν την ηθική.

Μου έμεινε, το κόλλησα στον τοίχο, γελάγαμε – αλλά δεν του έδινε κανένας σημασία. Υστερα μετακομίσαμε, που χώρος για κολλήματα σε τοίχους… Αδικία, όλες οι καλές γελοιογραφίες μου μουχλιάσανε στο συρτάρι.

Το πεντακοσάευρω όμως γλύτωσε την λήθη. Θες για πλάκα, θες για χαβαλέ – βγήκε απο το συρτάρι και έκοβε βόλτες στο γραφείο.

Κυριολεκτώ:

Κάθε πρωϊ που ερχόμουνα στο γραφείο, είχε αλλάξει θέση. Βρε εδώ το άφηνα, εκεί το έβρισκα – σαν τα σαλιγκάρια, δεν είχε πάει μακρυά, αλλά είχε μετακινηθεί. Εφτασα μέχρι και να το τσεκάρω πριν φύγω (πως κάνει ο κόσμος με το αμάξι του;) – το πάρκαρα ε-δώ, είμαι σίγουρος.

Ε, την επομένη, το έβρισκα ε-κεί.

Αναρωτιόμουνα γιατί, μέχρι που ανακάλυψα ότι ο κόσμος έβλεπε το πεντακοσάευρω, ερχόταν μέχρι το γραφείο μου, και το έπιανε για να δει αν είναι αληθινό.

Γι’ αυτό και άλλαζε συνέχεια θέσεις.

Εμένα όμως, δεν μου κάνει καμία εντύπωση. Έμαθα να το βλέπω. Δεν με προκαλεί, δεν με συγκινεί.

~

Καμία φορά, σκέφτομαι μήπως το πεντακοσαευράκι μου είναι σαν τα ελλατώματα και τις αρετές μου:

Εγώ, που τα βλέπω συνέχεια, δεν συγκινούμαι. Οταν οι άλλοι τα βρούν πάνω μου, ξαφνιάζονται, και με κουνάνε, να δουν αν είμαι αληθινός.

Προσοχή όμως: το κάνουν μόνο αυτοί που νοιάζονται να με αποκτήσουν. Οι πεινασμένοι. Αυτοί που έχουν φάει, αδιαφορούν εντελώς…

Κυριακή, εγώ και ο Γιώργος, σκοτώνουμε την ώρα μας.

Που νομίζετε;

Για σκεφθείτε. Σας δίνω 2 hints. Έχει ένα κάστρο και ένα μοναστήρι.

Ε, λοιπόν, δεν είναι άλλο από την μοναδική περιοχή των Κάτω Πατησίων.

Ο Γιώργος τα ήξερε και μου λέει πάμε να σου δείξω; Ε, για να είμαι ειλικρινής, αυτό δεν το περίμενα.

Το κάστρο είναι α-πι-στευ-το. Μικρό μεν, και κάπως ‘στριμωγμένο’ αλλά εντυπωσιακό. Αν δεν βρεθεί κάποιος με την ιστορία του, εγώ θα συνεχίζω να πιστεύω ότι κάποιος ήταν κολλημένος με τα κάστρα, και όταν του δώθηκε ευκαιρία να χτίσει, είπε ‘θέλω κάστρο’.

Μέχρι και οικόσημο έβαλε. Μέχρι πριν απο μερικές εβδομάδες ήταν στέκι ναρκομανών. Τώρα έχει μία κλειδαριά στην πόρτα. Είναι πάντως έτοιμο να διαλυθεί – και δεν βλέπω να την γλυτώνει.

Είπα να θυμηθώ που είναι, να σας το πω και σας -το ξέχασα. Τον ρώτησα, να μου θυμήσει, μου είπε – το ξέχασα πάλι. Πάντως είναι στον αριθμό 56! (το θυμάμαι γιατί αυτό το τράβηξα φωτό!)

Τώρα, Θηβών είναι; Θησέως είναι; Πάντως, 56!(καλά μην κάνετε έτσι ντε, θα το βρώ)

Ούτε το ‘να, ούτε τ’ άλλο. Θήρας 54. Ετοιμαστείτε, η Κουρούνα ετοιμάζει post για το θέμα..

Οσο αφορά το μοναστήρι, είναι ανοιχτό στο κοινό. Και φυσικά, είναι αδύνατο να θυμηθώ που βρίσκεται :Ρ

Στην βόλτα βρήκαμε και δύο-τρεις ευκαιρίες να αποθανατίσουμε αυτό που εγώ αποκαλώ ‘Τέλεια επικοινωνία’.

Δεν θα γέλαγα τόσο, αν δεν ήταν παραλίγο να την πατήσω και εγώ:

Φτιάχνω ένα poster στο γραφείο για να παραγγείλω μαζικά -για όποιον άλλον ενδιαφέρεται- τα γνωστά κίτρινα βραχιόλα του Lans Armstrong.

Φτιάχνω την αφίσα, τα βάζω όλα ωραία και σωστά, αλλά.. Ξεχνάω να γράψω οτι είναι δύο τα μεγέθη. Αντρικό και γυναικείο-παιδικό. Το προσθέτω αλλά.. Πως θα ξέρουν ποιο μέγεθος τους κάνει; εγώ στο γραφειο φοράω το λαστιχιένιο βραχιόλι, αντρικό μέγεθος, και μπορώ να τους δείξω, αν θέλουν.

Προσθέτω λοιπόν την παρακάτω κείμενο:

«Αν θέλετε να δείτε το τυπικό αντρικό μέγεθος, μπορείτε να το βρείτε στο γραφείο του Γιάννη.»

Αμέ.

Παραλίγο να το τυπώσω κιόλας.

Γελάτε μπαγάσηδες με τα κουλά που μου συμβαίνουν και αν και δεν έχω όρεξη τρελή, θα σας χαρίσω άλλο ένα, μια παλιά ιστορία, για να κάνετε γουικέντ με χιούμορ, αρκούδος μέηντ.

Αγοράζω κομπιούτερ, φρέσκο, μπράντ νιού θίνγκ. Του κουτιού.

Με τα εξ-πιά του, και τα σέα του, και τα μέα του. Οθόνη δεν είχε, αλλά κοτζαμάν γαϊδούρι να το κοιτάξω στα δόντια; Αλλωστε, με τόσα που έδωκα, σιιιιιγά μην μου βάζανε και οθόνη.

Τέλος πάντων, τoν πήρα. Με γειές. Φτου σου.

Μια Πέμπτη να ήτανε θαρρώ, το κουβαλάω το κουτί μέχρι το σπίτι, βαριά η ρουφιάνα η βιομηχανία – μου φεύγει η μέση. Εν ολίγοις, δεν είναι της επιστροφής. One way ticket – αμα μου βγάλει πρόβλημα προτιμώ να το φάω παρά να το επιστρέψω.

Παρένθεση με νόημα: για να ξυπνήσω το πρωϊ, βάζω τον ΟΤΕ και με ξυπνάει. Μια κυρία με την γλυκειά της την φωνή μου λέει οτι ξύπνα ρε παπάρα, όχι μόνο ξημέρωσε, αλλά μέχρι να σηκωθείς, ο ήλιος ψόφησε. Αλλά, πάντα γλυκά και χαριτωμένα.

Επιστρέφω στο θέμα. Το κομπιούτερ το εγκαθιστούμε, δουλεύει, κάνει και θόρυβο η σαχλαμάρα, γρου-γρου ο ανεμιστήρας, δεν βαριέσαι. Είναι και τα πρώτα μου εξ-πι, κάνω το κέφι μου, ώωω τι ωραία πράματα είναι τούτα, μεγαλεία.

Εν ολίγοις, νυχτώνει. Ωρα για ύπνο. Τονε κλείνουμε, με βαριά καρδιά, κανονίζουμε για μας ξυπνήσουνε οι ΟΤΕτζίδες, όνειρα γλυκά.

Ντριν-ντριν ο τηλέφωνος. Ωρα να ξυπνήσεις ρε μπαγάσα. Πάω να το σηκώσω – το ‘χω στο διπλανό δωμάτιο, δεν είχε βγάλει ακόμα την προσφορά ο Γερμανός με τα ασύρματα.

Βρίσκω το κομπιούτερ ανοικτό.

Με κοιτάει – το κοιτάω. Ρε εγώ δεν σε έκλεισα εχτές; Δεν μιλάει. Λέω, δεν μπορεί, θα το ξέχασα πάνω στην χαρά μου. Τον κλείνω, με το εξφάιλς στο μυαλό δεν με ξαναπαίρνει και ο ύπνος, γκαντεμιά, δεν βαριέσαι.

Πάω γραφείο, γυρίζω, παίζω με τον καινούργιο μου φίλο, τον κλείνω και μία δοκιμαστική μπας και ανοίγει μόνος του, όχι, φυσιολογικότατος.

Μάγκας.

Σαββάτο και Κυριακή, όλα καλώς.

Δευτέρα, ξυπνάω, η γνωστή διαδικασία..

..ο κομπιούτερ ανοικτός.

Οχι ρε φίλε. Πόλτεργκαϊστ. Ντεζαβου. Τέλος πάντων, λέω θα τον ξέχασα εψές, δεν βαριέσαι, καινούργιος είναι δεν παθαίνει και τίποτα να δουλέψει και καμία υπερωρία.

Το βράδυ τον αφήνω ανοιχτό, να κόψει καμιά ταινία να βγάλει τα λεφτά του. Ολοι δουλεύουνε σ΄αυτό το σπίτι. Αρα την Τρίτη, που τον βρίσκω ανοικτό, όλα καλώς.

Το βράδυ της Τρίτης, τον σβήνω. Ξεκουράσου.

Την Τετάρτη το πρωϊ τον βρίσκω ανοικτό.

Ρε λέω, μπας και μου τον δώσανε μεταχειρισμένο και ήταν σε κανένα γραφείο δημοσίου, και έμαθε να ξυπνάει κατά τις έξι;

Αλλά με τρώει και η αμφιβολία. Μήπως τον άφησα εγώ;

Το βράδυ τον κλείνω. Καλά. Σίγουρα. Το κοιτάω: εκλεισες ρε σκασμένο ή προσποιείσαι;

Το πρωϊ, ανοικτός. Ντούρος.

Οχι ρε παιδιά, με χάνετε. Αυτό ήτανε. Φωνάχτε γιατρούς, βάλτε μου ασπρόρουχα, με χάνετε, γεια σας. Σηκώνομαι τα βράδια, νυχτοπερπατάω, και αντί να τριγυρνάω με τα χέρια απλωμένα και να χαζεύω την ζωή απο τα μπαλκόνια, όπως κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, τσακίζω τα IRC και τα Evolution Soccer.

Και που να το πω; Στον γιατρό μου; Γιατρέ μου ο κομπιούτερ ανοίγει μόνος του για να με χαιρετίσει το πρωϊ; Στους φίλους μου;

Ξέρεις πόσο γρήγορα ψάχνεις παρέα αμα πεις τέτοιο πράγμα στους φίλους σου;

Λέω άμα και αύριο τον βρω να με περιμένει, θα ψάξω βοήθεια. Χελπ.

Πρωϊ – πρωϊ φοβάμαι να πάω στο δωμάτιο. Μπαίνω, γουρ-γουρ ο ανεμιστήρας. Ανοικτός φωτεινός, έτοιμος για χρήση.

Παίρνω τηλέφωνο το μαγαζί που το αγόρασα. Όταν το ‘χα πάρει ήταν μόνο ένας τύπος – τώρα το σηκώνει μία κοπέλα.

Ε, λέω, αμα είναι το ριζικό σου να ξεφτιλιστείς…

– «Ε, γεια σας, είχα πάρει ένα μηχάνημα απο εσάς, πριν λίγες μέρες»

– «Ναι». Α, ωραία, καταλαβαίνει. Μέχρι εδώ, καλά.

– «Ναι, και αντιμετωπίζω ένα μικρό πρόβλημα».

– «Πείτε μου». Η κοπέλα βαριέται – εμφανώς όμως.

Κάτσε να δεις τι σου χω μετά μικρή.

Πως το λένε τώρα αυτό;

– «Να… Ανοίγει μόνος του».

– «Ορίστε; τι εννοείτε;» Το κέρδισα το ενδιαφέρον σου ε; Kαλωσήρθες στον εφιάλτη μου.

– «Να το πρωϊ όταν ξυπνάω, τον βρίσκω ανοικτό».

– «Μήπως τον ανοίγετε εσείς; Μήπως τον ξεχνάτε ανοιχτό;»

Αν ισχύει ένα απο τα δύο, τότε καλύτερα να πάρω τον γιατρό μου.

– «Ε… όχι, απο όσο ξέρω κανείς δεν τον ανοίγει. Ανοίγει μόνος του».

Μπαγκράουντ μουσική: η ζώνη του λυκόφωτος. Νανανανα..

«Μισό λεπτό να σας δώσω…» τον γιατρό; «..τον τεχνικό».

Αντε, καλά – τι να τα πεις σε έναν, τι σε δύο.

– «Παρακαλώ;»

Ανενημέρωτος. Έπρεπε η μικρή να στα πει, σε άφησε να φας την κρυάδα και για κοίτα; σε καμιά γωνιά θα είναι και θα σε χαζεύει να ακούς τα μαντάτα. Αλλά τι να του πει; Οι πελάτες σου είναι κλινικές περιπτώσεις;

– «Να, το και το. Μόνος του.»

– «Αυτό, δεν το έχω ξανακούσει.»

Σώπα γιατρέ. Εμ, έτσι μαθαίνει ο κόσμος.

– «Ναι.» Σειρά μου τώρα.

– «Μήπως χτυπάει το τηλέφωνο;»

Ωπ! είσαι μάγκας! που το ξέρεις βρε κερατά;

– «Ναι, χτυπάει κάθε πρωϊ»

«Ε, αυτό είναι. Υπάρχει μία εντολή στο bios..» πως; «..που το ενεργοποιεί αν έχετε συνδέσει το μόντεμ και χτυπάει το τηλέφωνο. Το χρησιμοποιούν για να λαμβάνουν fax μέσω υπολογιστή.»

Μου λέει πως να το απενεργοποιήσω. Το κάνω. Τον κλείνω. Το δοκιμάζω – με παίρνω τηλέφωνο από το κινητό. Αδιάφορος, κοιμάται.

Ακόμα και τώρα δεν μου ‘χει περάσει: καμιά φορά τον κοιτάω στραβά:

Ζεις ρε;

Ρουφιάνα τεχνολογία όμως, έ; Γι’ αυτό στο Δαφνί δεν βάζουνε κομπιούτερς.

Αποτοξινωση.

Τρεις μέρες στο παράδεισο, τελευταίο μέρος της Οδύσσειας.
(Τα προηγούμενα κεφάλαια: Το Πρώτο | Το Δεύτερο | Το Τρίτο)

Εν τάχει, λέξεις κλειδιά (για να συννενοούμαστε):

Φαϊ:
Στον Χανιώτη, για να φας χαμπουργκεράκι νόστιμο, ζουμερό, και κυρίως, φτιαγμένο απο αγνά υλικά. Ολη η Παροικιά περνάει απο εκεί. Εκτός απο τα χάμπουργκερ, φτιάχνει και μαγευρευτά φαγητά, πίτσες, μακαρονάδες κ.λ.π.

Στην Denise, στο Gellati Sulla Luna, για παγωτό. Μαγεία. Η Denise, ιταλίδα στην καταγωγή, φτιάχνει από τα πιο νόστιμα παγωτά που έχω φάει ποτέ. Μυστήριες γεύσεις (π.χ. παστέλι), μεγάλες ποσότητες, αλλά και πολυ υγιεινά, γιατί τα φτιάχνει μόνη της. Πολύ καλή παρέα επίσης. Πολλές φορές, βλέπω στα μάτια της την σιγουριά της μάνας μου.

Λεφτά:
Δεν υπάρχει δεκάρα τσακιστή. Για όλα πληρώνει ο Νίκος (άγιο αυτό το παιδί, άγιο) ο οποίος με φιλοξενεί κιόλας. Και κερνάει και ποτάκια. Παραπάνω απο ότι πρέπει, όπως θα δείξει η ιστορία.

Χώροι:
Budha. Το club της Παροικιάς. Καλά, ε; Δεν το συζητάμε. Χωρίς τουρίστες η επαρχία σε χτυπάει κατακέφαλα. Τρεις φορές να πας, τους έχεις δεί όλους. Τα ποτά τα φοβάσαι (αλλά εγώ είχα βύσμα, οπότε δεν μπορώ να μιλήσω με γεγονότα), οι άντρες μαγκάκια, οι γυναίκες άψαχτες. Το παίρνω πίσω: Αγόρια και κορίτσια, όχι γυναίκες και άντρες.

Saloon. Το αντίθετο του Budha. Δεν είναι ακριβώς club, μπαράκι είναι, παίζει μόνο ροκάκια, όπως κάθε μαγαζί που σέβεται τον εαυτό του, τα ποτά είναι καθαρά (αν και αυτά τα πράγματα αλλάζουνε με τον καιρό, ποτέ δεν ξέρεις), έχει ξένους. Μοιάζει με το Budha μόνο στο ότι έχει αγοράκια και κοριτσάκια.

Γραφείο:
Ο Νίκος είναι και ασφαλιστής. Στην Πάρο δύσκολα είσαι μόνο αυτό. Ως ασφαλιστής (τα ‘χουμε ξαναπει, είναι καλός ο κερατάς, δεν το περίμενα) προσπαθεί να φτιάξει βάση δεδομένων με τους πελάτες του. Τι δουλειά έχει ένας web designer να φτιάχνει βάσεις; Ε, τόσα έκανε για μένα. Μην βαράς Βασίλη, καλή δουλειά του έκανα (νομίζω). Αυτός θα την χαλάσει μετά. Επανέρχομαι. Γραφείο: Ως ασφαλιστής, έχει και ένα γραφείο στην Παροικιά. Χώρος γραφείου και με κρεβάτι, κουζίνα, μπάνιο. Κάθε φορά που ανάβεις το φως στο μπάνιο μπιζζάρει ένας ανεμιστήρας – και επειδή δεν είχαν ντροπές οι παριανοί όταν τα χτίζανε, ο ανεμιστήρας κοιτάει στον δρόμο, μπροστά απο το σπίτι. Κάθε τουρίστας που περνάει απο ‘κει, ξέρει με ακρίβεια τι ώρα πας για κατούρημα. Αν δε, σου έρθει έμπνευση για κάτι άλλο, ξέρει και τι έφαγες χθες.

Πρώτη μέρα, Παρασκευή. Μεσημέρι, φαϊ στου Χανιώτη. Ο Νίκος θέλει να με ψήσει να κοιτάξουμε την βάση – εγώ πάλι θέλω ουρανό και θάλασσα. Καθόμαστε σε ένα απο τα καινούργια μαγαζιά που είναι στην παραλία, αλλά σε όροφο.

Με σερβίρει η Ελένη. Αχχχχ… Δεν είναι θεά, αλλά πολύ ζεστή, φιλική, και γήινα όμορφη. Μετά μαθαίνω (όλο μετά τα μαθαίνω ρε πούστη μου) οτι είναι και η γκόμενα/γυναίκα του αφεντικού του μαγαζιού, που ειρήσθω εν παρόδω με ξέρει – αλλά δεν τον θυμάμαι. Κάνουμε πλάκα (με την Ελένη, όχι με τον μυστήριο) και νιώθω τρελά άνετα. Φοράει και πουκάμισο… Αχχχ. Που είναι η δική μου; Η ολοδική μου; Τέλος πάντων.

Θέλω ήλιο, σχεδόν απεγνωσμένα. Καμιά φορά, νιώθω σαν φυτό, που έχει ανάγκη τον ήλιο. Ο Νίκος τον έχει δει υπερβολικά εκεί στο νησί – εμένα μου λείπει. Αυτός κάθετε στην σκιά, εγώ στον ήλιο. Θα το πληρώσω μετά αυτό – αλλά χαλάλι.

Το πιαμε και το αναψυκτικό μας; Πάει. Πάμε για παγωτό; Πάμε.

H Denise παθαίνει πλάκα που με βλέπει. Οι δουλειές της ξεκίνησαν καλά, το μαγαζί δουλεύει απο τώρα. Άλλαξε και τις καρέκλες έξω, και μοιάζει να μεγάλωσε – τις το λέω, μου λέει οτι όλοι το έχουν προσέξει, αλλά το μόνο που έχει αλλάξει, είναι η σειρά των τραπεζιών. Για δες, μια μικρή αλλαγή, πως μεταμορφώνει…

Μέχρι το απόγευμα, περπατάμε. Έχουμε πολλά να πούμε, γεγονότα και αναμνήσεις. Αν μου αρέσει μία φορά το περπάτημα στην Αθήνα, φαντάζεστε στην Πάρο. Ο Νίκος παραδόξως αντέχει – τώρα τελευταία, όλο και περισσότερο περπατάει. Πρέπει να γκρινιάξω βέβαια λίγο – αλλά μόνο λίγο.

Το βράδυ, οταν το νησί έχει κόσμο, ο Νίκος δουλεύει και στο Budha «τσεκαδόρος». Δεν είμαι σίγουρος τι είναι αυτό – θα μάθω το επόμενο βράδυ. Σήμερα δεν προβλέπεται να έχει δουλειά το μαγαζί, συνεπως δεν δουλεύει.

Παλεύω για το φαϊ μου. Πηγαίνουμε στο γραφείο, κάθομαι στην Access και φτιάχνουμε μαζί μια βάση δεδομένων για τους πελάτες του Νίκου – μέχρι τις δυόμισι-τρεις. Υστερα δεν θα πάμε Budha – αντιθέτως, ροκάκια στο Saloon.

O dj είναι ο πιο μουρλός άνθρωπος που θα συναντήσω στο νησί. Καλοπροέραιτα το λέω – αλλά είναι. Το μαγαζί έχει έξι – επτά άτομα, και χωράει δεκαπλάσιους. Μπορεί να μοιάζει άδειο – αλλά μου είναι τόσο απαραίτητο εκείνη την στιγμή, που μοιάζει με μήτρα.

Γήινο μέρος. Τα χρώματα σιγανά, η μουσική τέλεια (ο dj μας ρωτάει τι θέλουμε να ακούσουμε, εγώ προτείνω Rolling Stones, θέλω το Out Of Control – μου βάζει το Angie), κάποια στιγμή έρχονται και άλλοι πελάτες, μια τουρίστρια μοιάζει χαριτωμένη (κάθε άλλο) αλλά guess what ο μυστήριος που με κοιτάει άγρια έχει άλλα σχέδια για αυτήν απόψε.

Κατά τις 4.30-5 την πουλεύουμε. Time for ypnos.

Εχω βάλει ξυπνητήρι στις 10 – παπάρια. Στις μία ανοίγει το ένα μάτι, στις μιάμισι το άλλο. Βασικά, την πάτησα και με τον Νίκο: θα ξυπνήσουμε ρε; του λέω. Θα ξυπνήσω εγώ – μην ανησυχείς. Πέφτει το φώς την μέρας στα μάτια μου.

Ναι αμέ; Οταν ξυπνάω ανακαλύπτω οτι έχει κλείσει τα πάντα στο δωμάτιό του – το απόλυτο σκότος. Σαν το πείραμα με την γάτα, δεν ξέρω καν αν είναι εκεί.

Ο άρχοντας του σκότους.

Επίσης, ο ήλιος δεν ξηγήθηκε καλά. Ξεφλουδίζω. Λίγο. Στο καραφλό της κεφαλής. Δεν σκέφτηκα να βάλω αντιηλιακό, εμείς οι καραφλοί έχουμε όλον τον χρόνο ανάγκες τέτοιες, μυστήριες.

Anyway, πάμε για φαϊ, παρότι έχει πάει σχεδόν απόγευμα. Μην ρωτήσετε που – στο σωστό μέρος. Μετά παγωτό, φυσικά, και μετά προετοιμασία για την εθνική το βράδυ. Εγώ γυρίζω τους δρόμους, έχει άπλετο φως, ουρανό, και χώρο για φωτογραφίες στο κινητό μου. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Χάνομαι και βρίσκομαι στα στενά. Κόσμος μηδεν. Άδεια την λάτρεψα την Πάρο – όχι γεμάτη.

Ο Νίκος έχει πάει να παίξει με τον Γιώργο ένα παιχνίδι που πολεμάει ο ένας τον άλλο στον υπολογιστή, στρατηγικής. Οταν γυρίζω αντέχω να παρακολουθήσω για 10-15′, μετά βαριέμαι.

Αρχίζει η εθνική. Με πιάνει ένα κλειστοφοβικό (εδω μέσα θα περάσω τις διακοπές μου;) και βαστάω μέχρι το πρώτο, βαρετό ημίχρονο. Φεύγουμε με τον Νίκο, ακούμε τα πανηγύρια στον δρόμο.

Ο Νίκος πηγαίνει στο Budha, για δουλειά. Κατά τις δύο, πάω και εγώ.

Τσεκαδόρος: αυτός που κοιτάει πόσα ποτά βάζουν οι μπάρμεν, ωστε να κάνουν μετά σύγκριση με τις εισπράξεις τους.

Ο Νίκος είναι γάτος. Βλέπει τα ποτά, ταυτόχρονα μιλάει μαζί μου και με μία δίμετρη, στο ύψος του. Πιασμένη, αλλιώς δεν θα μίλαγε μαζί μου καθόλου. Ενας πιτσιρικάς που τον γνωρίζει πιάνει κουβέντα μαζί μου – ε, λοιπόν απογοητεύομαι για την πνευματική κατάσταση της νέας γενιάς.

Οι κοπέλες δεν είναι για δεύτερη ματιά. Ούτε καν οι μπαργούμεν. Δίπλα μου μόνο μία αξιόλογη δεσποινίς, με μεγάλη παρέα αντρών – νιώθω πολύ γέρος για να χωθώ, όπως θα έκανα παλιά. Μου θυμίζει την ανιψιά του Τάσου – τώρα το πήρα χαμπάρι αυτό. Ο Νίκος φροντίζει να με σερβίρουν συνέχεια – και αμέσως. Πιάνω τον εαυτό μου να πίνει γρήγορα – δεν ξέρω να πίνω ο πούστης. Και τα ποτά έρχονται ανάμεσα στα υποβρύχια που κερνάει ο Νίκος, και στα σφηνάκια τεκίλας που κερνάνε οι αλλοί. Μέχρι τις 5, έχω γίνει χά-λια.

Φεύγω. Με οχτάρια και αδειασμένο στομάχι, γυρίζω σπίτι χωρίς να βρω ούτε ένα μαγαζί να φάω κάτι. Στον άλλο δρόμο έχει, αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια.

Στέλνω μήνυμα στον Νίκο: Εφυγα, είμαι χάλια, αμα βρεις φαϊ φέρε.

Με το ζόρι φτάνω. Γδύνομαι, αφήνω την πόρτα ξεκλείδωτη, για να μην με ξυπνήσει ο άλλος προσπαθώντας να μπει, ξαπλώνω. Κοιμάμαι πιο γρήγορα και απο αστραπή.

Με ξυπναει ο Νίκος κατά τις έξι, με φαϊ στα χέρια. Τυροπιττούλα. Να αγιάσεις άνθρωπέ μου.

Να αγιάσεις με όλα αυτά που σου έκανα – χωρίς να τα θυμάμαι καθόλου την επόμενη μέρα.

Διότι, η ιστορία λέει, αλλά εγώ δεν παραδέχομαι καθώς δεν ενθυμούμαι, οτι με πήρε τηλέφωνο εκειδα που κοιμόμουνα, με ξύπνησε (ο μπαγάσας, πως τα κατάφερε;) και ενώ αυτός είχε φτάσει μέχρι την πόρτα του σπιτού, του είπα πως ήμουν στο γραφείο. Επιστρέφει στο γραφείο, κάπου ένα δεκάλεπτο δρόμο με το αμάξι, όπου και βρίσκει κλειστά. Με ξαναπαίρνει, με ξυπνάει (ο μπαγάσας, πως τα κατάφερε;) και επιβεβαιώνει οτι είμαι σπίτι και κοιμάμαι του καλού καιρού. Ερχεται – και φέρνει και φαϊ.

Anyway, εγώ δεν θυμάμαι τίποτα.

Την επόμενη μέρα, ξυπνάω καλά. Λίγο χάλια στομαχικώς, αδειάζω ένα μπουκάλι νερό με την μία. Στο μαγαζί του άλλου Νίκου, που παντρεύεται, ο μπαγάσας, το Πάσχα, πίνω έναν χυμό μπανάνα. Απο τον Βασίλη τα έμαθα αυτά, το λέω.

Πάμε για φαϊ. Που; Τι που; Τα ίδια θα λέμε; Παγωτό. Μετά κουτσομπολιό. Apparently, η μαυρομάλλα γκαρσόνα στο Budha, εχθές το βράδυ πλακώθηκε με μία πρώη γκαρσόνα και νυν πελάτισσα. Μπουκάλια φύγανε, μπουνιές – κλωτσιές πέσανε, μεγάλα γλέντια. Επιβεβαιώνω οτι είχα φύγει όταν έγινε ο σαματάς και τον δεν ξέχασα οινοπευματωδώς.

Η κουβέντα γίνεται με την πρώην. «Τα ‘θελε και τα ‘παθε, η παλιοαθηναία» και τέτοια.Εγώ το παίζω σοφός – και μιλάω σπάνια, ενώ ακούω τα πάντα. Φτιάχνω σενάρια, που και που τα πετάω, πέφτω μέσα.

Μιλάει το Southern μάλλον, ακόμα.

Το βράδυ ετοιμάζω τα πράγματά μου. Φαϊ. Μην λέμε πάλι τα ίδια. Παίρνω και ένα έξτρα, για την Αθήνα, όταν φτάσω θα είναι πρωϊ και θα πεινάω. Χάλια θα είναι αλλά για την ανάμνηση βρε αδελφέ.

Το καράβι έρχεται στην ώρα του. Θα ταξιδέψω βράδυ. Ολα μου πάνε (για άλλη μία φορά) δεξιά: Το καράβι δεν έχει κόσμο, εκεί που είμαι δεν κάνει κρύο. Κοιμάμαι πάντως λίγο – μάλλον η υπερένταση. Ξημέρωμα. Αθήνα.

Αθήνα.



 ? 

–>

Απο την μία, χρωστάμε. Ως κράτος. Ως πολίτες. Έχουμε έλλειμα, που πρέπει να καλυφθεί.

Καμία αντίρρηση.

Απο την άλλη όμως…

Φάπα – πρόστιμο 40.000 ευρώ ημερησίως, μεγαλύτερο εκείνου της χωματερής Κουρουπητού, θα κληθούμε να πληρώσουμε λίαν συντόμως, μετά τη γνωστοποίηση «εις τας Ευρώπας» της καταστροφής του Εθνικού Πάρκου Θαλάσσιας Χελώνας στη Ζάκυνθο (ΕΘΠΖ).[…]

Πιο κάτω, το άρθρο της Ελευθεροτυπίας τονίζει:

Από τις 13 Οκτωβρίου η Κομισιόν έχει στείλει αιτιολογημένη γνώμη για όλα αυτά. Στις 13 Μαΐου αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα συναντηθεί με την ηγεσία του ΥΠΕΧΩΔΕ με πρώτο θέμα το ζήτημα αυτό.

Ακόμα και αν γλυτώσουμε το πρόστιμο, δεν είναι τουλάχιστον βλακεία (για να μην πω εγκληματική αμέλεια) να περνάει τόσος καιρός, και να μην προστατεύουμε, μόνοι μας, τον εθνικό μας πλούτο;

Και λέω: χρωστάμε κύριοι; Καμία αντίρρηση. Και εγώ έλληνας είμαι, να πληρώσω, ότι μου αναλογεί.

Αλλά, εσείς, των υπουργείων, έχετε καθαρά τα ταμεία σας; Ξέρετε ΠΟΥ πληρώνετε κάθε μήνα, και ποιούς; Ξέρετε ΠΟΣΟΥΣ υπαλλήλους έχει η ΕΡΤ (ένα παράδειγμα φέρνω) και πόσα παίρνουν – και ΓΙΑΤΙ; Ξέρετε πόσους κρατικούς υπαλλήλους έχετε, τι κάνει ο καθένας απο αυτούς – και πόσα παίρνει;

Συγχίζομαι, γιατί υποπτεύομαι οτι το να κάνεις χαράτσι είναι η εύκολη λύση – και όταν είναι πιο εύκολο να σε βρίζουν δεκα εκατομμύρια έλληνες, απο το να ψάξεις τα συρτάρια σου – φαντάσου ΤΙ βρίσκεται εκει μέσα…

Δεν μιλάω πολιτικά συνήθως, αλλά εμένα, αυτός ο συνειρμός μου ήρθε. Μου την δίνει, βρε αδελφέ, να πληρώνω για να σακατεύουνε τις φωλιές των αγέννητων χελωνων, και να πληρώνονται οι τεμπέληδες που διορίστηκαν μόνο και μόνο γιατί τρέχουν στις πορείες…

Αδικο έχω;

Υ.Γ. Για την ιστορία με τα γιαούρτια, τι να πω… Ντροπή τους.



 ? 

–>

Κάποιες φορές, πρέπει να παίρνεις την τύχη στα χέρια σου.

Απο το καράβι ήδη, σκεφτόμουν την επιστροφή. Εδώ δεν βρήκα εισιτήριο για να πάω, θα βρώ για να γυρίσω; Έχω και δουλειά, δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα.

Αν και σκεφτόμουν σοβαρά να πάρω τηλέφωνο απο το καράβι σε ταξιδιωτικό γραφείο της Πάρου, (http://www.polostours.gr/, κάνει και παραδόσεις εισιτηρίων στην Αθήνα – το ρεπορτάζ δεν είναι διαφημιστικό) και να κλείσω εισιτήριο επιστροφής τηλεφωνικά, είπα οτι είναι πια εξωφρενικό, σχεδόν παράνοια – θα κλείσω όταν κατέβω απο το βαπόρι.

Ποιο μάγκας απο όλους αυτούς.

Πρώτη μου στάση λοιπόν, με το που κατέβηκα στο νησί, με 40€ όλα κι όλα στην τσέπη, να κλείσω εισιτήριο.

Πάω στο πρακτορείο. Βρίσκω ήδη κόσμο, αλλά δεν είναι αυτοί που κατέβηκαν τώρα, μικρή η σειρά, περιμένω. Φεύγει ο μπροστινός, σειρά μου, Καλημέρα σας.

Για την Κυριακή, προς Πειραιά, τι υπαρχει;

«Το τάδε φεύγει τάδε ώρα, το τάδε τάδε ώρα, το τάδε τάδε….»

Ολα αφιξη πριν τις 12 το βράδυ. Ωραία, θα κοιμηθώ σπίτι μου.

«…αλλά δεν υπάρχουν εισιτήρια.»

Ντουπ.

Μην μου το κάνεις αυτό! Εχω δουλειά την Δευτέρα είπαμε!

«Μηπως κάτι μετά τα μεσάνυχτα;»

«Στις δωδεκάμιση το Ρομίλντα.»

«Μπορώ», (όπως λέει και η διαφήμιση) «να κλείσω με το Ρομίλτα μία κράτηση, αλλά αν κάτι αδειάσει στα προηγούμενα, να την ακυρώσω»;

«Οχι δυστυχώς, είναι του Αγούδημου αυτά ξέρετε.»

Φαίνεται πως άλλους, η φράση «είναι του Αγούδημου», πρέπει να αποτελεί εξήγηση για όλων των ειδών τις κακοτοπιές. Για μένα δεν πιάνει, δεν πα νά ‘ναι και του Λάτση – αλλά δεν θέλω να το διακινδυνεύσω:

Κλείνω με τον Αγούδημο στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.

Παίρνω τηλέφωνο τον Νίκο, που ενώ εγώ μάχομαι με τα θηρία της ναυσιπλοοίας, αυτός κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. «Ερχομαι» μου λέει, οπότε δίνουμε ραντεβού στο χαμπουργκεράδικο του Χανιώτη.

Χώρος ιερός. Ο τύπος έχει τα πιο καθαρά χάμπουργκερ που έχω φάει ποτέ. Μιλάμε για ποιότητα φαγητού. Η ψυχωση έχει ξεκινήσει πριν απο χρόνια, σε σημείο που του ζήταγα ένα τσιζμπεργκερ με μπέϊκον τόσες φορές, που αναγκάστηκε να το βάλει στο μενού του. Και έκτοτε, όποτε βρίσκομαι Πάρο, θα φάω απο εκεί.

Τρώμε (τι άλλο; τσιζμπεϊκον). Ποίημα, όπως πάντα. Ο κυρ-Βαγγέλης, για άλλη μία φορά, ζωγράφισε.

Το ίδιο και η Παρασκευούλα, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Δουλειά σας.

Κλείσαμε και με την επιστροφή, καιρός να περάσουμε καλά. Στο επόμενο επεισόδιο: Τρεις μέρες στο παράδεισο.



 ? 

–>

Ο Σάββας επέστρεψε απο την Πορτογαλία.

Είναι όμως στεναχωρημένος. Τόσες μέρες εκεί, του συμπεριφέρθηκαν άψογα. Έπαιξε με την εθνική τους, στην έναρξη, και τους κέρδισε, και του έδωσαν συγχαρητήρια. Έπαιξε και στον τελικό, τους κέρδισε, στην μοναδική ευκαιρία που είχαν ποτέ και αυτοί (όπως και εμείς) στην νεότερη ιστορία τους να κερδίσουν έναν τίτλο, και παρότι πικραθήκανε, δεν τον μαλώσανε.

Οταν τον έλεγαν έλληνα, τον Σάββα, δεν τον υποτιμούσαν. Χαμογελάγανε, γιατί τους έμοιαζε λιγάκι τρελός βέβαια, αλλά του το είχαν επιτρέψει:

Τον αφήσανε να κυκλοφορεί στους δρόμους τους με την σημαία του, και την φανέλα της εθνικής του ομάδας, να τραγουδάει τον ύμνο του, να πανηγυρίζει όταν κερδίζει.

Ο Σάββας έλειπε απο την Ελλάδα, ήταν σε πολιτισμένη χώρα. Που δεν τον φοβόταν, που δεν τον μισούσε, που δεν του χρέωνε όλα τα κακά της χώρας της πάνω του. Που δεν του έλεγε «Ελληνα πεινάει, κατσαρίδες να φάει», ούτε «Δεν θα γίνεις Πορτογάλος ποτέ, Έλληνα, Έλληνα».

Ο Σάββας στα παιχνίδια της εθνικής του, μπορούσε να ακούσει τον ύμνο της χώρας του κάθε φορά που έπαιζε. Γιατί οι άλλοι έδειχναν σεβασμό. Δεν γιουχάρανε. Ηταν επισκέπτης, και το τιμούσαν αυτό.

Οταν πανηγύριζε ο Σάββας, για τις νίκες της ομάδας του, οι Πορτογάλοι, ακόμα και αν ήταν αυτοί οι χαμένοι, δεν μπορούσαν παρά να χαρούν και αυτοί. Να χαμογελάσουν, να ζηλέψουν ίσως λίγο, αλλά να μην μισήσουν.

Ο Σάββας γύρισε. Και αν κατάλαβε έστω και λίγα απο αυτά που είδε, λίγα μόνο, ένα κομματάκι, σήμερα το βράδυ ο Σάββας θα θελήσει να ακούσει τον ύμνο των φιλοξενούμενών μας, των Αλβανών.

Σήμερα το βράδυ, ο Σάββας θα δακρύσει.



 ? 
–>

Δεν άντεξα.

Είχα σκοπό να μην διακόψω τούτον τον ειρμό των αναμνήσεών μου, διατηρώντας ένα (κάποιας μορφής) μυστήριο, αλλά τούτο δω είναι μεγαλύτερο απο μένα, και είπα να διακόψω κυριολεκτικά για διαφημήσεις.

Μου ήρθε στο email μου ξεπερνώντας τους τοίχους αντισπαμ που έχω υψώσει, και εφτασε μέχρι την πόρτα μου, αφήνοντας με να αναρωτιέμαι:

Τι λέει;

Hello,

plantation slaves might be in revolt and prove as great a danger
the end of Mallard’s resistance in the fort. Ho there, Jeremy!
deep but very narrow channel, a veritable gateway, into the secur
Let be, said Blood. You provoked the boy by your insult to hi
you and your surviving men upon arrival there.

certainly a deal too peppery. I have said, speaking on behalf of
speaking – he delivered sentence of death in the prescribed form,
Wine and food had been placed upon the table by Benjamin, Captain
In those days I esteemed him for an unfortunate gentleman.
of furniture smashed and overthrown, the shouts and laughter of
As long as full sensibility remained, Jeremy Pitt had made no sou
there was a valiant effort by some of Don Miguel’s officers to ra
Spain as Captain Blood now hoped to humble it again. Hagthorpe,

Have a nice day.

Ετσι. Σαφέστατο. Πλήρες.

Με κάνει να αναρωτιέμαι αν επίτηδες το έστειλε κάποιος μαζικά για να με κάνει, για ένα λεπτό, να σταματήσω την δουλειά μου και να προσπαθήσω να βάλω την λογική μου να δουλέψει.

Και αφού απέτυχα, παταγωδώς, να καταλάβω επιτέλους οτι δεν είναι υποχρεωτικό να είναι όλα λογικά γύρω μας.

Μικρή διακοπή για διαφημίσεις.

Have a nice day.

Το καράβι είναι -φυσικά- γεμάτο. Ο νεαρός με το μπλε κουστούμι που κοιτάει τα εισιτήρια κοιτάει το δικό μου. Ετοιμάζομαι να πάω κατάστρωμα, με τελευταίας στιγμής εισιτήριο, στα εικοσικάτι ευρώ, δεν μπορείς να έχεις απαιτήσεις.

«Απο δω είστε εσείς κύριε», μου λέει και δείχνει τις αεροπορικές.

Αεροπορικές; Εχει γούστο…

Πηγαίνω προς τις αεροπορικές, άλλα δύο μπλε στρουμφάκια οδηγούν τον κόσμο προς τις θέσεις. Γιατί; δεν μπορεί να κάτσει ο κόσμος μόνος του;

Ωπ. βρε λες;

«Συγνώμη, είναι αριθμημένες;»

Φυσικά και είναι αριθμημένες. Ο νεαρός μου δείχνει μπροστά μπροστά στηντηλεόραση, πρωτη σειρά. Η μόνη θέση απο όλες που μπορείς να απλώσεις τα πόδια σου.

Πράγματα στην θέση μου. Ρούχα, και μία τσάντα. Ρωτάω την διπλανή, μία κυρία τύπου πεθερά, μου λέει οτι κάθεται μία δεσποινίς. Αφήνω κάτω τα πράγματά μου, σιγουρεύομαι οτι αυτή είναι η θέση μου, και πηγαίνω να τσιμπήσω κάτι.

Περιμένω πάνω απο μισάωρο στην ουρά, είναι πρωϊ και όλοι θέλουν καφέ. Σας το ‘πα; ούτε καφέ δεν πίνω – αλλά ένα σαντουιτσάκι, θα το τρωγα ευχαρίστως.

Χαζεύω τον κόσμο, περιμένοντας να φτάσει η σειρά μου. Δώδεκα άτομα περιμένουν – εγώ είμαι ο δέκατος τρίτος. Μια εκπληκτική κοπέλα, στο βάθος, με αφήνει άφωνο με την ομορφιά της, δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάζω. Τα καταφέρνω όταν ο σύντροφός της έρχεται, κάθεται δίπλα της, φιλιούνται – και επειδή δεν έχω σταματήσει να κοιτάω το ζώον την κοπέλα και την ομορφιά της, ο τύπος μου ρίχνει βλέμματα του τύπου «καλύτερα – να – ξέρεις – κολύμπι – αν – θες – να – συνεχίσεις». Ξέρω κολυμπι, αλλά λέω να μην το διακινδυνεύσω. Αν, και, τώρα που το σκέφτομαι, άξιζε τον κόπο.

Γύρω μου απίστευτες μορφές. Κάθε φορά που πηγαίνω Πάρο κοιτάω τον κόσμο που συνταξιδεύει μαζί μου: έχει κάτι ξεχωριστό.

Με όλους αυτούς ξεκινήσαμε μαζί. Απο την ίδια πόλη. Με το ίδιο τραίνο ήρθαμε στο λιμάνι, στους ίδιους δρόμους μου κορνάρανε, τους αγριοκοίταξα γιατί στρίψανε χωρίς να βγάλουν φλας.

Ε, δεν τους αναγνωρίζω. Απο το καράβι έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Ηρεμουν, αστράφτουν, δεν τους νοιάζει πια. Χαλαρώνουν.

Οχι τελείως – αλλά αλλάζουν. Η μάνα μαλώνει το παιδί της με τον ίδιο τρόπο που θα τον μαλώσει, μετά, στην παραλία, αλλά όχι με τον ίδιο τρόπο που τον μάλωνε πριν, στην μεση της Πανεπιστημίου – ή τουλάχιστον, έτσι μου φαίνεται εμένα.

Μπορεί να είμαι ρομαντικός, δεν ξέρω.

Τέλος πάντων, τρώω το σάντουιτς των 2 και κάτι ευρώ, ενώ ο αέρας μου χτυπάει το πρόσωπο, φυλακισμένα σκυλιά δίπλα μου ζηλεύουν, τα ζευγάρια περπατάνε χεράκι-χεράκι χαζεύοντας το Αιγαίο και ο ήλιος με ζεσταίνει. Καίρος να παω μέσα.

Η κοπέλα που έκανε κατάληψη στην θέση μου, έχει φύγει. Δεν θα την ξαναδώ ποτέ. Η τηλεόραση μπροστά μου παίζει βλάχικα (καθότι 25η, θυμάστε;) και αγναντεύει το παρελθόν της. Βαριέμαι. Η πεθερά δίπλα μου σχολιάζει τι καλά που ήταν τότε, και τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αυριο, που θα σφάζουμε τους Αλβανούς, νικητές ή χαμένους, θα δούμε τι αξιόλογος λαός είμαστε.

Αλλά, τότε ούτε το παιχνίδι με την Γεωργία δεν είχε γίνει. Μην προτρέχω.

Ανοίγω το ραδιόφωνο στο κινητό μου – πότε πιάνει, πότε όχι. Τουλάχιστον, όταν πιάνει, βάζω ροκάκια, έτσι, για το σπάσιμο της μέρας. Το αφήνω στα αυτιά μου για να γλυτώσω απο τον περιβάλλοντα θόρυβο, αλλά δεν χρειάζεται τελικά: Η τηλεόραση μένει «out of signal» και με απαλλάσει απο την παρουσία της.

Κλείνω τα μάτια μου – έχει πάει γύρω στις δέκα. Στις έντεκα, μια φωνή ανακοινώνει την άφιξη.

Περίμενα να φτάσουμε μιάμιση ώρα μετά, αλλά η θάλασσα ήταν λάδι – και το καράβι πέταγε.

Η πεθερά θα κατέβει μετά, Νάξο νομίζω. Χαιρετώ, και κατεβαίνω.

Πατάω στο λιμάνι της Πάρου.

Κάθε φορά, νομίζω οτι είναι το πιο σταθερό έδαφος του κόσμου.

Το ρολόϊ χτύπησε πεντέμιση. Ε, και; αυτή ηταν η δουλειά του. Η δική μου ήταν να ξυπνήσω, και δεν το ‘κανα.

Στις έξι και δέκα, παραδόξως, αποφάσισα να ενεργοποιηθώ. Λήθαργος. Βασικά, τα πράγματα δεν τα είχα ετοιμάσει απο το βράδυ, καθόντουσαν σε μία καρέκλα και με χαζεύανε. Δύο παντελόνια, δύο πουκάμισα, δύο μπλούζες και σωβρακωκάλτσες. Σιγά την μετακόμηση για τρεις μέρες ταξίδι. Αλλά παρόλα αυτά, έτσι ξεχνάς τα πιο σημαντικά, και την πατάς μετά.

Μέχρι τις εξίμηση, άγνωστο πως, έχω πλυθεί, έχω ετοιμάσει την βαλίτσα, έχω μαζέψει την σακούλα με τα σκουπίδια. Και πάλι όμως, μισή ώρα αργότερα απο ότι έπρεπε – και το καράβι, αδελφέ, δεν περιμένει.

Να κάνω την προσπάθεια; Θα σπαστώ αν φτάσω μέχρι τον Πειραιά μόνο και μόνο για να δώ το καράβι να φεύγει. Δεν βαριέσαι, τουλάχιστον δεν έχω βγάλει εισιτήριο.

Φεύγω απο το σπίτι. Παρασκεύη πρωϊ, με μιά τσάντα και μία σακούλα σκουπιδιών στα χέρια (μην ανησυχείτε, δεν θα την έπαιρνα μέχρι τον Πειραιά – θα την πέταξω στα σκουπίδια), χαράζει, είναι όλα ήσυχα.

Πετάω την σακούλα, η τσάντα είναι βαριά, δεν έχει λουρί, μου κόβει τα χέρια. Αν το τραίνο δεν έρθει α-μέ-σως, το καράβι θα φύγει χωρίς τον Γιάννη μέσα.

Σκασίλα του.

Το τραίνο έρχεται ποιο γρήγορα από αμέσως. Τόσο που δεν προλαβαίνω να βγάλω ticketάκι. Ε, αν με πιάσουν χαλάλι, εγώ μπαίνω μέσα. Τέτοια τύχη, να έρθει τόσο γρήγορα, δεν την αφήνεις – ακόμα και αν σε πιάσουνε μετά για λαθρεπιβάτη.

Ορθιος, όπως πάντα. Μπροστά μου, επτά σχεδόν η ώρα το πρωϊ Παρασκευής, οι ποιο απίστευτες φιγούρες. Μεροκαματιάριδες, φαντάροι, Ευέλπιδες, μετανάστες. Και άλλοι ταξιδιώτες. Με τις τσάντες τους, άλλοι κατεβαίνουν Μοναστηράκι, θα πάρουν το τραίνο για το αεροδρόμιο, άλλοι θα συνεχίσουν μαζί μου, μέχρι τον Πειραιά. Αν το προλάβω το καράβι, μπορεί να ταξιδέψουμε και μαζί.

Αγέλαστες, κουρασμένες φάτσες. Δυό τρεις ξένοι, κοιτάνε χάρτες μικρούς, που όταν ξεδιπλώνουν πιάνουν θαρρείς όλον το κόσμο, προσπαθώντας να καταλάβουν που σκατά είναι τώρα. You are here, magka.

Το τραίνο περνάει το Μοναστηράκι. Συνήθως κατεβαίνω εδώ, για να πάω για δουλειά. Σήμερα τα όρια ξεπεράστηκαν. Συνεχίζουμε, με βάρκα την ελπίδα.

Φτάνω. Το ρολόϊ γράφει επτά και κάτι, λίγο πριν φύγει το καράβι. Οι πόρτες ανοίγουν απο την δική μου μεριά, άλλο ένα δώρο της τύχης. Τα λεφτά είναι στην τσέπη, το εισιτήριο περιμένει να αποκτηθεί – μάλλον δεν έφτασα μέχρι εδώ τσάμπα.

Μια οικογένεια (μπαμπάς και μαμά στα σαρανταφεύγα τους, τα παιδιά ακόμα στα δεκαπεντε έλα τους) έρχεται καταπάνω μου. Κυριολεκτικά. Είναι αποροφημένοι, η μαμά με το να γκρινιάζει στον μπαμπά για το ταξίδι που δεν έγινε, για την δική τους ατυχία, τα παιδιά, συνηθισμένα να ακούν. Το ταξίδι που ακυρώθηκε, που ματαιώθηκε, που δεν θα κάνουν.

Εγώ όμως θα προλάβω.

Μπαίνω στο πρωτο πρακτορείο που βρίσκω. Για Πάρο, πλίζ, πότε έχει; Σε δέκα λεπτά, αλλά δεν υπάρχουν εισιτήρια. Μετά, στις τέσσερις.

Μπαμ.

Εφτασα μέχρι εδώ, πρόλαβα τον απόπλου αλλά εισιτήρια γιόκ; Ξαναρωτάω στον διπλανό, λες και θα έχει αυτός. Γιοκ. Στον παραδίπλα. Εσείς μήπως; Γιόκ.

Πτου.

Επιστρέφω ψιλοαπογοητευμένος στον σταθμό, κάνοντας πλάνα για ύπνο μέχρι τις τρεις το μεσημέρι, και επιστροφή. Ή μήπως όχι; Μηπως να κάτσω Αθήνα; Δεν έχω και λεφτά μωρέ, που να τρέχω Κυκλάδες τριήμερα, αυτά είναι για πλούσιους. Ολη η κούραση του τρεξίματος, μου βγαίνει θαρρείς τώρα – σέρνω τα ποδάρια μου.

Αλλα μου την έχει δώσει, θέλω να παω. Θα δούμε.

Κάτσε όμως λέω, να ρωτήσω για εισιτήρια στο καράβι των τέσσερις, αν υπάρχουν – μην την ξαναπάθω. Προσπερνάω τα τρία πρακτορεία που ρώτησα, και πάω σε ένα ακόμα παραπέρα.

Μπαίνω μέσα. «Σκιουζ-μη, εισιτήρια για Πάρο, υπάρχουν;»

«Πόσα άτομα;» ρωτάει ο εργαζόμενος.

«Ένα».

Γυρίζει σε έναν άλλο που περιμένει εκεί και του λέει

«Είδες; πριν 2 λεπτά ακυρώθηκε, αμέσως το πουλησα. Εικοσικάτι και κάτι ευρώ» μου λέει.

Αντιλαμβάνομαι ότι δεν μιλάει για το καράβι στις τέσσερις, αλλά τούτο εδώ, που περιμένει στο λιμάνι, που για χάρη του ξύπνησα νωρίς, που θα με πάει στην Πάρο, για αυτό το καράβι, εδώ, τώρα.

Πλερώνω, ρωτάω που έχει αράξει.

«Εδώ, ακριβώς απέναντι»

Καμιά φορά αράζουν στου διαόλου την μάνα, δέκα λεπτά περπάτημα, με την τσάντα που σου σφάζει τα χέρια, αλλά όχι, τούτο εδώ είναι το δικό μου καράβι, το δικό μου ταξίδι, και αν μπορούσε να παρκάρει πιο μέσα, στην άσφαλτο, θα το ‘κανε.

Περνάω τον δρόμο, πηγαίνω απέναντι ακόμα βάζει αμάξια. Χα! Μπαίνω στην πόρτα των πεζών, καλημερίζω τον υπάλληλο, αυτός δουλεύει, εγώ περνάω την ποιό εξάρα μέρα του τελευταίου μήνα – και βάλε.

Μπαίνω στο καράβι.

Η συνέχεια στο επόμενο επεισόδιο, με τίτλο «Μιά αρκούδα στην Πάρο το Τριήμερο» – σινεμασκόπ.

-no honey no bear darling
-moufa arkouda
-sike
-dropi
-aisxos
-ferte thn pissa kai ta poupoula

Αντίδραση αναγνώστριας, όταν εξομολογήθηκα ότι δεν τρώω μέλι.

Ε, ναι. Σοκ. Ο Αρκούδος δεν τρώει μέλι.

Βασικά, ούτε να το μυρίσω δεν μπορώ. Καμιά φορά, το βάζω στο γιαούρτι, που σπάει λίγο η γεύση, αλλά μέχρι εκεί. Και ούτε καν.

Ο Αρκούδος δεν κάνει κολεγιά με το μέλι.

Εκτός όμως από αυτό το αταίριαστο διαζύγιο(!), ο αρκούδος δεν καταναλώνει επίσης:

– Μύδια, γαρίδες, σαλιγκάρια. Όλα σε μία κατηγορία τα βάζουμε, την κατηγορία «μπλιάχ«. Στην οποία αδίκως μπήκε και το μανιτάρι μια μέρα που νόμιζα πως ήταν μύδι(!), και δεν ξαναβγήκε ποτές.

– Αρακάδες και καλαμπόκι, που ανήκουν στην κατηγορία «πτου«. Η αδικία είναι που πολλές φορές βάζουν στο ρύζι αρακά, καρότο και καλαμπόκι, με αποτέλεσμα να μην το τρώω, παρότι μ’ αρέσει το ρύζι. Τι να πεις, παράπλευρες απώλειες.

– Τέλος, Μαγειρίτσα, Πατσαδες, Κοκορέτσια, που ανήκουν στην κατηγορία «πιφ«. Κάθε Πάσχα τα ίδια και τα ίδια.

Γούστα είναι αυτά θα μου πεις. Αλλά το μόνο που σοκάρει γενικώς είναι το μέλι.

Pissa kai ta poupoula.

Ε, λοιπόν, δεν το περιμενα.

Πιο πολλοί μου μιλάνε ατομικά, μέσω mail, παρα στο blog. Δεν με χαλάει, μ’ αρέσει – αλλά μου φαίνεται λιγουλάκι περίεργο..

Και καμιά φορά, κει δα που τα λέμε, ανασύρεται θέμα. Ωωωωπ. Βαρβάτο. Όχι για πολλά λόγια, αλλά να, έχει το ενδιαφέρον του.

Για να τα κάνω λιανά, η (ας την πούμε) Demi, κάνει χρήση του email, και πετάγεται να πει ένα γεια. Το mail της τιτλοφορείται «Περι καθήκοντος».

Διαβάζω το mail, χαίρομαι σαν το γύφτικο σκερπάνι, αλλά να.. κάτι μου κολλάει. «Περι καθήκοντος». Ωραίος τίτλος. Που τον έχω ματα-ξαναδεί;

Βρε μπας και τον έχω γράψει εγώ;

Κοιτάω στο αρχείο μου (χο-χο-χο, εγώ και ο Δήμου μπορούμε να πούμε τέτοια ατάκα) και ξάφνου, απρόσμενα, τσουπ: «Περι καθήκοντος«.

Για κάτσε ρε φίλε. Ωπα δηλαδή. Εγώ το ‘χω γράψει τούτο; Και δεν το θυμάμαι; Το ανοίγω να το διαβάσω σούμπητος.

Λοιπόν, μάγκες, μικρά κορίτσια, αμετανόητε μετανάστη, τυφλέ παρουσιαστή, και λοιποί αναγνώστες μου, στον σταυρό που σας κάνω: έπρεπε να το διαβάσω δυό φορές, για να καταλάβω οτι ήτανε δικό μου.

Δεν-το-θυμόμουνα.

Ρε, το ‘χα θάψει τελείως. Βαθιά, κει που δεν πιάνει το φως της μέρας. Το ξέγραψα.

Απίστευτο.

Με την (ας την πούμε) Demi, το συζητήσαμε, το κουβεντιάσαμε, το ξορκίσαμε. Αλλά εγώ, άλλη μία φορά, μένω άναυδος με το πως αυτοπροστατεύομαι απο τα πράγματα που με ενοχλούν ψυχολογικά. Δεν ντρέπομαι, ο καθείς όπως μπορεί κάνει για να τα βγάλει πέρα σε τούτον τον ντουνιά τον άπονο. Αλλά ώρες-ώρες, με ξαφνιάζω.

Οχι τίποτις άλλο δηλαδή, αλλά άμα ξαναβγούν στην φόρα, μαύρο φίδι που μ΄έφαγε.

Αφησα την ύπνωση στην μέση, πάω να συνεχίσω.

Υστερόγραφο: Το προηγούμενο ποστ, το είδε ο ενδιαφερόμενος, μαζί με τα σχόλια σας. Δεν το πε, αλλά εγώ το κατάλαβα: σας ευχαριστεί που το κάνατε δικό σας.

Ανοιχτό γράμμα σε φίλο(*).

Είσαι άτυχος.

Η ζωή σου φέρθηκε σκάρτα. Σε έκανε μαλάκα, σου έδωσε μεγάλη μύτη, μεγάλο κώλο, δεν ξέρω τι, δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη μπροστά σε γυναίκα, είσαι πάντα τριάντα λεπτά αργοπορημένος στην μεγάλη ατάκα.

Μαλακία.

Έρχεσαι και μου λες, «Σιγά μην κοιτάξει εμένα αυτή», ή «Δεν θα βρω γκόμενα ποτέ». Φροντίζεις να μου τονίζεις τα χειρότερα των δυνατοτήτων σου, τις αποτυχίες σου, όσες και να ‘ναι, περισσότερες – καλύτερα.

Δεν είχες μιά καλή σχέση ποτέ. Ή μπορεί και να είχες, αλλά όχι καλή. Όχι την σχέση. Αν μια κοπέλα σου έπαιρνε τα μυαλά, η αποτυχία ήταν το επόμενο βήμα σου.

Και, κρίνοντας εξ αυτών, σκέφτεσαι να γίνεις μοναχός. Να αποσυρθείς. Που να τρέχεις να ξαναπροσπαθήσεις πάλι, γάμησέ τα λες, σίγουρη η αποτυχία, γιατί να ξαναφάς χαστούκι.

Αφου άλλωστε η ζωή σου έχει αποδείξει οτι είσαι μια κινούμενη καταστροφή. Μια αποτυχία με πόδια.

*

Ρε μαλάκα, νομίζεις οτι τσιμπάω;

Ακου να σου πω, πρόσεξε τα λόγια μου, ακουσέ τα λίγο πιο δυνατά απο το κλάμα σου:

Ολοι οι άνθρωποι αξίζουν το ίδιο.

Το ίδιο αξίζεις και εσύ με τον Γκάλη, τον Γκάντι, τον Οσάμα, τον Μπους, τον Κλούνεϊ, τον Κρούζ, και τους αδελφούς Ντάλτον.

Δεν λέω είσαι το ίδιο καλός (οι γκόμενες προτιμάνε τον Κλούνεϊ απο σένα, το παραδέχομαι). Λέω αξίζεις το ίδιο.

Ολοι οι άνθρωποι (έκατσα και το μελέτησα για πάρτη σου) έχουν 4 κιούπια. Το κάθε ένα απο αυτά συμβολίζει και ένα αγαθό. Ολα μαζί, συνολικά, χωράνε 400 κιλά.

Τα κιούπια αυτά λέγονται αγάπη, στόχος, δυνατότητες, τύχη.

Ο συνδιασμός τους μας κάνει ίδιους. Η διαφορετικότητά τους, μας κάνει διαφορετικούς.

Άλλος έχει 3 κιλα αγάπη, αλλά 397 κιλά τύχη (τον μπαγάσα). Αλλος έχει 100 κιλά αγάπη, 100 κιλά τύχη, 100 κιλά στόχο, 100 κιλά δυνατότητες.

Κανείς δεν έχει ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο απο 400 κιλά συνολικά. Κα-νεις.

Ούτε και εγώ. Οπότε, όσο και να θες να γλυτώσεις, ούτε και εσύ.

Αλλά μου φαίνεται, σου είναι εύκολο να κλαις. Να κερδίζεις την προσοχή με το κλάμα και την στεναχώρια σου. Αφου δεν σε αγαπάνε, να σε λυπούνται.

Την γάμησες. Βρέθηκε ένας άνθρωπος που ξέρει ακριβώς πως αισθάνεσαι, γιατί it takes one to know one, και δεν τσιμπησε στο παραμύθι σου.

Εχεις 400 κιλά. Βρες τα. Υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι – και σίγουρα μέσα σ’ αυτούς, κάποιοι που θα εκτιμήσουν τον συνδυασμό σου. Και σίγουρα μέσα σ’ αυτούς, μία γυναίκα που θα σου πάρει τα μυαλά.

(και τότε θα δεις τι καλά ήσουνα μόνος σου)

Αν δεν σου αρέσει εσένα ο συνδυασμός σου, άλλαξέ τον. Έχεις 400 κιλά – αν είναι πολύ αγάπη αλλά λίγο δυνατότητες, πάρε απο το ένα και βάλε στο άλλο. Αλλά μόνο αν δεν σ’ αρέσει σε εσένα. Αν δεν αρέσει στην άλλη, μαλακία ζωή. Ας βρει άλλον.

Μαλάκα μου, δεν τσιμπάω, καθόλου μάλιστα. Την πάτησες. Το κλάμα σου δεν με συγκινεί – με αφήνει αδιάφορο. Ξέρω οτι αξίζεις, σ’ αυτόν τον πούστη τον ντουνιά, όσο ακριβώς αξίζω και εγώ. Διαφορετικός, αλλά ίσος. Σ’ αγαπάω, αλλά εμένα δεν με ρίχνεις – να πα να γαμηθείς.

Αξίζεις όσο όλοι μας.

Οπότε ή θα στεναχωριέσαι για τις ατυχίες σου, ή θα σηκώσεις τα μανίκια, θα πεισμώσεις, θα τα πάρεις και θα πεις «δεν ξέρω που σκατά κρύβεσαι μωρή, αλλά εγώ θα σε βρώ και θα σε αγαπήσω» – και θα το κάνεις.

Το κρίμα δεν είναι να πεθάνεις μόνος σου. Το κρίμα είναι για την κοπέλα που σε περιμένει. Αυτήν λυπάμαι, όχι εσένα.

Αυτή θέλει έναν άνθρωπο ακριβώς (α-κρι-βώς!) σαν και σένα, που είτε είναι ευχαριστημένος με τον συνδιασμό του, είτε τον αλλάζει μέχρι να γίνει. Αλλά πάντως, εσένα θέλει.

Βαρέθηκα μαλάκα μου να σου λέω πόσο καλός είσαι. Καιρός να το ανακαλύψεις απο μόνος σου.

Αν παρεξηγήθηκες με τα ανωτέρω, να πας να γαμηθείς.

Μετα τιμής,
ο φίλος σου ο Γιάννης.

(*) και στην φίλη που έδιωξα – αν διαβάζει ακόμα.



 ? 

–>

Κάναμε δυο γενέθλια, μαζεμένα στο γραφείο. Ενα χθες, ένα σήμερα.

Σε μία εταιρεία χιλίων και κάτι ατόμων, είμαστε οι μόνοι δέκα-δώδεκα που κάνουμε ακόμα πάρτυ εκπλήξεις στους άλλους.

Βασικά, τότε που το ξεκινήσαμε, ήμασταν περισσότεροι. Οταν κάποιος είχε γενέθλια, την ίδια μέρα, μαζεύαμε λεφτά, αγοράζαμε τούρτα, παίρναμε δώρο, και κατά το απογευματάκι, τσουπ, «να ζήσεις μυστήριε, και χρόνια πολλά, μεγάλος να γίνεις – φάε μια τούρτα», χαρές, γλέντια, απο όλα που κάνουμε εκεί στο χωριό.

Αμα δε γινόταν και Παρασκευή, έμπαινε και όλως τυχαίως ένα μπουκάλι. Ολως τυχαίως, μπαίνανε και δύο, και τρία που λέει ο λόγος – εμείς να ‘μαστε καλά.

Κοινώς, γινόμασταν ελαφρώς, και όλως τυχαίως) λιάρδα.

Δύο καταστάσεις αλλάξανε(;) τις συνιστώσες:

Πρώτον, μετακομίσαμε. Χάσαμε την αυτονομία μας, όλες οι εταιρείες σε ένα κτήριο. Το οποίον σημαίνει ότι κλάνεις εδώ (μετα συγχωρήσεως) και το μυρίζονται τρεις-τέσσερις διευθυντάδες δίπλα.

Και επειδή χαρές και γλέντια δεν πάνε με κουστούμια και γραβάτες, σφιχτήκαμε. Που ‘ναι τα γλέντια τα καλά, οι μεγάλες ξεφτίλες, οι χαμένοι έρωτες, οι ανομολόγητες καταστάσεις, και όλα αυτά τα συστατικά που αποτελούν ένα καλό πάρτυ. Πάνε, και μπορεί ο μεγαλέξανδρος να ζει, αλλά τούτα ψοφήσανε.

(Αμ δε.)

Δευτερον, το πήραμε χαμπάρι. Οπερ, έχεις γενέθλια, και την περιμένεις την φάση. Λες όπου να ‘ναι σκάει μύτη τούρτα, και προετοιμάζεσαι να κάνεις τον έκπληκτο «Ωπ! παιδιά!» λες και ο διπλανός που λείπει τέσσερις ώρες απο το γραφείο δεν σου έδωσε το hint-άκι να πάρεις κάτι -βρε αδελφέ- χαμπάρι.

Το δώρο έπαιρνε, γκαραντί.

Οπότε, το ξεφτιλήσαμε. Στην αρχή, το κάναμε την επόμενη μέρα, μετά μέσα στην εβδομάδα. Καταλήξαμε να το κάνουμε το παρτάκι δύο μήνους μετά, και βάλε.

Οσο και να είσαι ρε φίλε προετοιμασμένος, θα περάσει μιά μέρα, μιά βδομάδα, έναν μήνα μετά το ξέχασες. Εκεί που δε το περιμένεις, τσουπ, τούρτα, κεράκι, και αντε γειά μας, να ζήσουμε να σε χαιρόμαστε.

Και επειδή τούτο δω το μπλόγκ είναι -όσο να πεις- τόταλυ αυτοκαταστροφικά ειρωνικό, πάρτε μάτι την δική μου ξεφτίλα σε παρένθεση:

Είναι τα δικά μου γενέθλια. Και ό,τι έχει ξεκινήσει το πρότζεκτ «ασε τον πούστη να περιμένει». Περιμένω μέσα στην ημέρα, τίποτα. Περνάει η μέρα, η επόμενη, κλείνει η εβδομάδα, νάδα.

Ρε συ;

Μπαίνουμε στην καινούργια, στην μέση, η ουρά έμεινε, πάει και εβδομάδα νάμπερ του. Εμενα εντωμεταξύ, με έχουνε ζώσει τα φίδια. Λέω «αχάριστοι, όλο γι αυτούς τρέχω, για τα γενέθλια τους, να πάρω δώρα και τουρτες» – σαν παιδάκι. Κλαίγομαι.
Πιάνω μιά συνάδελφο, την Ελένη – λέω ρε Λενιώ, με ξεχάσατε; Και μου σκάει το παραμύθι: «σου ‘ρχονται βλάκα».

Εμ. Βλάκας όντως. Πήρα γαμάτο δώρο, και το φχαριστήθηκα τριδιπλα που με θυμηθήκανε, γιατί είμαι και μοναχοπαίδι, και θέλω προσοχή, αγάπη και προδέρμ.

Και για να κλείσει ωραία η παρένθεση, όταν ήρθε η σειρά της Ελένης, περίμενε κανά δίμηνο και βάλε. Δεν εφταιγα εγώ, άλλοι το κανονίσανε.

Ακου το ζώον παρεξηγήθηκα κιόλας οτι με ξεχάσανε.

Τέλος πάντων, περασμένα και άγραφα.

Το θέμα είναι οτι το μαθημένο το σκυλί, όσο και να το πείσεις να κατουρήσει όξω, μέσα έμαθε (δικό μου αυτο, δημώδες). Που σημαίνει οτι το πάρτυ θα το κάνουμε, τα χρόνια πολλά θα τα πούμε, δε πα νά ‘ναι και είκοσι διευθυντάδες δίπλα. Αδιάφοροι. «Να ζήσεις παπάρα και χρόνια πολλά, φάε μια τούρτα, και βγάλε μαλλιά». Ατάραχοι. Και χειροκρότημα, και πάρε το δώρο σου μεσιέ, και πάρε και την κάρτα, και χο-χο-χο τι ωραία που τα λέει ο μπαγάσας εδω.

Εν ολίγοις, μουρλοκομείο.

Και μου κάνει εντύπωση: Είμαστε καμιά δωδεκαριά και χαλάμε τον κόσμο. Σε έναν όροφο εκατό νοματαίων. Τα άλλα τμήματα, στα δικά τους, δεν ζηλέψανε μιά φορά; Να πούνε ρε παιδιά, να μαζέψουμε – όχι για δώρο, μια τούρτα και ένα κεράκι. Τρία ευρώ ο καθένας. Οι δικοί τους οι απέναντι δεν έχουνε γενέθλια;

Φυτρωμένοι είναι;


Προς αποφυγή παρεξηγήσεων: Και τα δύο γενέλια ήταν συναδέλφων: Τα δικά μου αργούν ακόμη – 11 Απριλίου είναι αν νιώθετε την αυθόρμητη ανάγκη να μου κάνετε δωράκι…