Πήρα (τώρα, με τις τελευταίες μου τσαντίλες) αρκετά mail που έλεγαν «είσαι μοναδικός, εξαιρετική περίπτωση» – με τον καλό τρόπο.

Τρείς σκέψεις πάνω σ’ αυτό.

Πρώτη σκέψη.
Γι’αυτό τα τραβάω όλα αυτά. Δεν ξέρω αν είναι κατάρα ή ευχή να «διαφέρεις», αλλά εγώ, τώρα τελευταία, ως κατάρα το βιώνω. Μεταγενέστερη σκέψη μου με κάνει να πιστεύω οτι αν είμαι διαφορετικός είναι μόνο σε σχέση με τους Τσαρούχες, τους Γκλέτσους, και τα άλλα ανδροείδωλα που πλασάρονται ως χρυσή ευκαιρία σχέσης.

Δεύτερη σκέψη.
Αν είμαι πράγματι, σε ένα επίπεδο που δεν το κατανοώ, δεν έχω διάθεση να αλλάξω. Μ’ αρέσει όπως είμαι. Μ’ αρέσει που έχω πλεόνασμα έρωτα και θέλω να το δώσω με αυστηρή επιλογή. Μ’ αρέσει που πιστεύω στην χημεία – και υπολογίζω σ’αυτήν. Και αν την πατάω γι’ αυτό, όχι, δεν έχω διάθεση να αλλάξω. Δεν είπα «να πάνε να γαμηθούν οι γυναίκες, θα αλλάξω, και θα γίνω αυτό που χρειάζονται» – είπα «να ξεκαθαρίσω κάτι; ΑΥΤΟΣ ΕΙΜΑΙ.» Ούτε παιχνίδια, ούτε μαλακίες.

Τρίτη σκέψη.
Δεν είμαι ‘ιδιαίτερη περίπτωση’. Αντιθέτως, οι περισσότεροι φίλοι μου είναι έτσι. Σκέφτονται έτσι. Αντιδρούν έτσι. Και αρκετοί γνωστοί μου επίσης. Με όλους αυτούς συμφωνούμε. Συνεπώς, σε σας κυρίες αναφέρομαι, εκεί έξω υπάρχουν πολλά αρσενικά που σκέφτονται με αυτόν τον τρόπο.

Τρεις σκέψεις για ένα σχόλιο.

Εχθές, τα είχα πάρει. Ήμουν πολυ θυμωμένος. Ανέβασα ένα post που τα έλεγε ακριβώς όπως τα ένιωθα – αλλά όσο πιο πολύ το έβλεπα, τόσο πιο πολύ θύμωνα που κατέληξα τόσο θυμωμένος.

Και τροφοδοτούνταν τόσο αυτή η διαδικασία, που τα παράτησα και το κατέβασα.

Να πα’ να γαμηθεί.

Αλλά το παράπονο μένει. Η αδικία είναι εδώ, στο πετσί μου. Ρε γαμώτο, δεν αισθάνομαι οτι έχω δώσει σε κανέναν το δικαίωμα με την συμπεριφορά μου να μου συμπεριφέρεται έτσι.

Για να δούμε πως μεταφράζεται αυτό το ‘έτσι’.

Υπάρχουν μερικοί αντρες που γαμούν, και φεύγουν. Δεν επενδύουν συναίσθημα, αισθήματα, τίποτα. Ως εδώ, καλά. Μαγκιά τους.

Για να το κάνουν, ψήνουν ‘αθώες’ κορασίδες. Παραμύθι, «σ’ αγαπάω», ή κάτι παρόμοιο για τις ρομαντικές, εξήγηση του τύπου «τέτοιος είμαι και σε όποιον αρέσω» στις πιο ‘ψαγμένες’.

Θες έτσι, θες αλλιώς, πέφτουν.

Εν γνώση τους, και ως εδώ καλά επίσης.

Στη πραγματικότητα όμως, ζητάνε κάτι παραπάνω – οι κορασίδες. Πιστεύουν ειλικρινώς και βαθιά μέσα στην καρδιά τους ότι για αυτήν θα γυρίσει αυτός ο σκληρός άντρας, το αντράκι, και θα τις αγαπήσει. Οτι πίσω απο την δική τους φούστα θα τρέξει. Οτι αυτές αξίζουν παραπάνω απο τις άλλες, οτι θα τον πείσουν για αυτό.

Αυθυποβολή, μοιρολατρεία, ανάγκη για επιβεβαίωση, όπως και να το πεις, είναι αυθόρμητο, βγαίνει και βαράει – κάποια στιγμή πάνω στην πραγματικότητα:

Το μόνο που ήθελε ήταν να γαμήσει και να φύγει.

Στους έρωτες την κοπανάει ά-με-σα.

Πιο σκληρή η πραγματικότητα απο το όνειρο, η κοπέλα πληγώνεται.

Οκ. So far η ιστορία δεν με αφορά.

Τα τελευταία χρόνια συναντώ διαρκώς τέτοιες κοπέλες. Κοπέλες όπου το όνειρο του να ρίξω το αντράκι «που γαμεί και φεύγει» έχει γίνει αυτοσκοπός. Δεν τους τυχαίνει, τον αναζητούν. Τον έχουν ανάγκη.

Για να τον βρουν απλώνουν τα δίχτυα τους. Λένε σε όλους τους πιθανούς υπόπτους «σ’ αγαπώ» και «σε έχω ανάγκη» και «μου λείπεις» και «σε σκέφτομαι».

Αν τις αγαπήσει τελικά, δεν είναι το αντράκι. Οπότε δεν κάνει. Οπότε, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο την κοπανάνε.

Δεν μου λέτε ρε μαλακισμένες, γράφει πουθενά πάνω μου οτι είμαι το αντράκι; Γράφει πουθενά πάνω μου οτι είμαι ο γαμώ και φεύγω; Οτι δεν επενδύω συναισθήματα; Οτι δεν μοιράζομαι;

Αμα παίξεις με την καρδιά μου μωρη αρχίδω, επειδή δεν είναι από σίδερο, όπως την έχουν τα αντράκια, αλλά είναι ευαίσθητη όπως την έχουμε εμείς οι υπόλοιποι, άμα την πιάσεις άγαρμπα, θα τσαλακωσει. Θα σκιστεί.

Θα με γαμήσεις.

Και ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα; ΤΟ ΦΩΝΑΖΩ ο καριόλης οτι δεν είμαι αντράκι. Οτι δεν ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία αντρών. Οτι είμαι άλλο πράγμα, θέλει άλλη αντιμετώπιση.

Η δικιά μου η καρδιά, θέλει άλλη προσοχή. Αν επενδύσω σε σένα, θα με γαμήσεις άμα μου πεις «ας το αφήσουμε καλύτερα».

Γιαυτό και επενδύω αργά. Σπάνια. Σχεδόν ποτέ. Οι φίλες είναι φίλες – αλλά το παραπάνω είναι ιδαίτερα δύσκολο για μένα.

Οποτε; Δεν καταλαβαίνετε οτι δεν είμαι για δοκιμές; Δεν υπάρχει μυστήριο εδώ, σας το έχω ξεκαθαρίσει και παλιότερα:

Και ξεκαθαρίζω: Δεν αγαπάω αν δεν με αγαπούν. Δεν αγαπάω επειδή με αγαπούν. Δεν τάζω λαγούς με πετραχείλια. ΔΕΝ ΛΕΩ ΨΕΜΜΑΤΑ. Δεν λέω σ’ αγαπώ για πλάκα. Ξέρω τι θέλω – γι αυτό δεν κάνω πίσω. Αν δεν ξέρω τι θέλω, το λέω: δεν ξέρω τι θέλω. Κα-θα-ρά, με λόγια ΚΑΙ με πράξεις. Δεν πηδιέμαι με την μία και λέω σ’ αγαπώ στην άλλη. Δεν σκέφτομαι ΚΑΝ την πρώην όταν είμαι με την νυν. Αν μου συμβεί, σπάνιο αυτό, είμαι ειλικρινής. Και ή φεύγω και απο τις δύο, ή απο την μία. Αφιέρωνομαι, γαμώ το κερατό μου, πλήρως, σε αυτό που νιώθω για σενα. Δεν ακούω τους άλλους, τους αρέσεις ή όχι. Ακούω ΜΟΝΟ εμένα και σένα. Δεν παίζω παιχνίδια. Δεν δοκιμάζω τον έρωτα καμιάς – δεν το έκανα ΠΟΤΕ.

Αυτό κάνω εγώ, αυτό περιμένω και απο αυτήν. Αυτό, και τίποτα άλλο.

Δεν είναι ξε-κα-θα-ρο; Πως αλλιώς να το πω;

Πουτανιές, παιχνίδια, γαμιέμαι με άλλον και ‘αγαπάω’ εσένα και τέτοια, δεν προβλέπονται.

Σας είναι πολύ; Σας είναι δύσκολο; Δεν είναι στο κέφι σας;

Μην σώσετε και ‘ρθείτε.

Αρκετά βάσανα πέρασα.

Υ.Γ. Ισχύουν τα ίδια με το χθεσινό. Όποιος θέλει να κάνει σχόλιο, με mail. Δεν απαντάω σώνει και καλά αν δεν έχω όρεξη – και τις τελευταίες μέρες δεν έχω. Οποτε μου την δώσει, θα έχει την ίδια τύχη με το προηγούμενο, θα κατέβει.

Δεν ειμαι μόνο καλός άνθρωπος, αν ξαφνιαστήκατε. Τα παίρνω και εγώ κάπου-κάπου.

Σκατά. Ούτε τόσο θυμωμένος δεν αντέχω να είμαι.

Δεν θέλω καν να με βλέπω έτσι. Και δεν θέλω καν να το βλέπω.



 ? 

–>

Πλησίον της οργάνωσης.

Μέρος πρώτον.

Ημουν -και γώ- όταν ήμουν μικρός πρόσκοπος. Ουτε καν. Μέχρι λυκόπουλο έφτασα.

Δεν έχω ιδέα τι πέρασε απο το μυαλό των δικών μου να με κάνουν λυκόπουλο. Για μένα που ήμουν πιτσιρικάς, πλάκα είχε. Πράσινο καπελάκι, στολή, γίνε καλό παιδί, να βοηθάς τους άλλους, τουτέστιν ενδιαφέροντα πράγματα.

Και φυσικά το βιβλίο – και ο όρκος. Και το χέρι κάπως μυστήρια, για να μοιάζει με τα αυτιά του λύκου. Αλλά η χριστιανοσύνη, χριστιανοσύνη.

Μετά πάει. Το παράτησα, με παράτησε, μετακομίσαμε, κάτι έγινε και τα λυκόπουλα πήραν τον δρόμο για τον μύθο. Η στολή χάθηκε, το καπέλο και το σήμα κρατήσανε λίγο παραπάνω, το ίδιο και το βιβλίο, αλλά δεν απέφυγαν το μοιραίο της λήθης.

Να κάνω μία παρένθεση εδώ; Μεγάλωσα χωρίς αρχές τύπου «στρατός, οικογένεια, εκκλησία» ή κατά το κοινώς γνωστό «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Και μεγαλώνοντας χάλαγα, δεν έφτιαχνα. Συνεχίζω.

Κάποια στιγμή πήρα χαμπάρι/μου είπανε ότι τα λυκόπουλα – πρόσκοποι ήταν εξαιρετική προετοιμασία για τους μασόνους. Ενδιαφέρον, αλλά τίποτα περισσότερο.

Να το θυμηθώ μόνο, πριν πάω τα παιδιά μου εκεί.

Μέρος δεύτερον.

Στην Πατησίων, δεν θυμάμαι καλά σε ποιο ύψος, υπάρχει η εκκλησία της Σαϊεντολογίας. Καθώς περπατάω αρκετά, δεν είναι λίγες οι φορές που έχω περάσει απο κεί. Στην αρχή ήταν μόνο στον πρώτο όροφο πολυκατοικίας, αλλά αργότερα, ενα δύο τετράγωνα πιο πέρα, νοικιάσανε και ένα ισόγειο, αρκετά μεγάλο κατάστημα. Πωλούσαν βιβλία και άλλα τέτοια κόλπα.

Απο τότε που είχαν μονο τον όροφο της πολυκατοικίας, πάντα μία κοπέλα μίλαγε στον δρόμο στους περαστικούς, με σκοπό να τους ανεβάσει επάνω και να τους κάνει μέλη.

Μία φορά, ρώτησε και μένα. Το όνομά της ήταν Ζωή, καμία 35-40 χρονών, ευγενικότατη κυρία.

«Μπορώ να σας ρωτήσω κάτι;»

«Βεβαίως»

«Θα θέλατε να συμπληρώσουμε μαζί αυτό το ερωτηματολόγιο;»

«Γιατί όχι;»

Ε, λοιπόν αυτό το γιατί όχι, κράτησε περιπου μισή ώρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι η ερώτηση «τι θέλεις περισσότερο τώρα στην ζωή σου» και οτι απάντησα «την Μαρία», γιατί τότε, ε, αυτό ήθελα περισσότερο.

Τελοσπάντων, χαιρετιστήκαμε, οι μέρες περάσανε, η Μαρία δεν ήρθε, όλα πήγαιναν όπως έπρεπε να πάνε δηλαδή.

Εντωμεταξύ, κάθε φορά που ξαναπερνάω απ΄εκεί, χαιρετάω την Ζωή. Μία μέρα με ρωτάει αν θέλω να μάθω περισσότερα για την Σαϊενετολογία.

Μπα. Δεν τσιμπάω.

Μα ανέβα μου λέει, για λίγο είναι μόνο.

Θυμάστε για το κορόιδο και το έξυπνο πουλί; έ, με έπιασε περιέργεια, και ανέβηκα στον πρώτο όροφο.

Δύο λαχταριστές -να με συμπαθάτε- κοπέλες ήταν εκεί ως πελάτισσες. Διαβάζανε βιβλία, κοιτάγανε δεξιά και αριστερά, ρωτάγανε για σεμινάρια. Αφου, σκέφτηκα να γραφτώ και εγώ – λέω, δεν μπορεί, τόσο ωραίες κοπέλες (δεν έπαιζε και Μαρία πλέον) μπορεί να έχω καμία ευκαιρία…

Και μου κόβει. Ρε, λέω, μπας και είναι φόλι; Μπας και οι μικρές είναι διαφημιστικό;

Δεν γράφομαι πουθενά, κάτι φυλλάδια παίρνω, ευχαριστώ Ζωή μου, γειά σου, γειά.

Γειά.

Όταν αργότερα έπιασαν το ισόγειο – βιτρίνα, όλο κόσμο είχανε μέσα. Ωραιότατες κοπέλες.

Τώρα είναι βίντεο κλάμπ. Βρε, λες να είναι δικό τους;

Και, μέρος τρίτον.

Μου θυμησε και κάτι άλλο αυτή η ιστορία. Κάτι μυστήριους τύπους, με άσπρο πουκάμισο – μαύρο παντελόνι, καρτελάκι χριστιανοκάτι, γραβάτα, πιθανώς σακάκι, ψηλούς, ευγενικούς, ξανθούς, ωραία παιδιά, που πάνε δυο-δυο και κάτι πάνε να ψήσουνε τον κόσμο.

Μια φορά με σταματήσανε κει-δά στην Πανεπιστημίου. Δεν ήταν δύο, ήταν πολύ περισσότεροι. Δέκα, δώδεκα ίσως. Όλοι ωραίοι και ωραίες. Μοντέλα. Δε κλίν κατ τύποι, που τους έχεις εμπιστοσύνη ότι άμα τους δώσεις την φωτογραφική να σε τραβήξουν, δεν θα την κοπανήσουν. Που τους δίνεις και την κόρη σου, που λέει ο λόγος, για βόλτα. Δεν τους φοβάσαι οτι θα προκύψει τίποτα.

Με σταματάει λοιπόν ένας τέτοιος. Ελληνοαμερικάνικα πάει να μου σκάσει το παραμύθι. Τον ρωτάω, συγνώμη, τόσοι είσαστε, κανέναν άσχημο, χοντρό και φαλακρό δεν έχετε; Δεν καταλαβαίνει, τα χάνει. Του λέω κοιτα τους: σαν κλωνοποιημένα είσαστε. Βρείτε μου έναν άσχημο ανάμεσά σας και αυτόν θα ακούσω τι έχει να μου πει. Και φεύγω.

Δεν πειράζει. Θα βρει άλλον να πει το παραμύθι του.

 ? 

–>

Το Σάββατο πήγαμε, όπως κάθε Σάββατο σχεδόν, για μπάλα.

Κοντά στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου, σε φάση ανύποπτη στραβοπατάω, ρίχνω το βάρος στο δεξί μου πόδι και νιώθω ένα ‘κλακ‘ στον αστράγαλο. Δυνατό. Ώπα, λέω, μαλακία έγινε εδώ.

Είμαι γονατισμένος και πιάνω το πόδι μου. Δεν πονάω, είμαι μόνο λίγο μουδιασμένος.

Το παιδί της αντίπαλης ομάδας, που είναι δίπλα μου και με βλέπει να γονατίζω -μπορείι να πέταξα κανένα αχ, δεν θυμάμαι- σκύβει δίπλα μου και με ρωτάει: Είσαι καλά ρε φίλε; τι είναι αυτό το κράκ που ακούστηκε;

Ω-πα λέω, τα πράγματα δυσκολεύουν. Το ‘κλακ’ έγινε ‘κρακ’.

Σηκώνομαι να περπατήσω. Σιγά – σιγά, κάτω απο τον αστράγαλο, ένας γνώριμος πόνος κάνει την εμφάνισή του. Ο Βασίλης, συμπαίκτης στην ομάδα, σκέφτεται «περπάτα ρε μαλάκα, μην κολλήσεις τώρα» – (μου το ΄πε μετά), μου λέει «ή βγες, ή τρέχα, χαλάς το οφσάιντ». Δίκιο έχει ο άνθρωπος. Πιάνει πιο δυνατά ο πόνος, βγαίνω, πάω στον γιατρό.

Ω-ω-πα λέω, νάτο το τρίτο, είναι άντρας. Δύο φορές έχω φύγει από το γήπεδο τραυματίας, στα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια, και τις δύο φορές άντρας γιατρός, παρότι τρεις στις πέντε έχουμε γυναίκα γιατρό.

Και τις δύο, έχω χτυπήσει στο ίδιο σημείο – κοινώς, διάστρεμμα.

Βασικά, το δεξί μου πόδι ξέρει καλά από διαστρέμματα. Τι μπάσκετ, τι ποδόσφαιρο, μέχρι και περπάτημα στον δρόμο με έχει στείλει κουτσό σπίτι. Μόνο απο το ποδόσφαιρο έχω τραυματιστεί, στο ίδιο σημείο (και περίπου με τον ίδιο τρόπο) τρεις -μαζί με αυτή- φορές.

Ο Βασίλης, ο εν λόγω συμπαίκτης και απο τους καλύτερους φίλους μου, έχει άλλη διαδικασία με τους τραυματισμούς – έχει πάθει πολλές φορές χειρότερα από μένα, αλλά μερικές φορες, δάγκωνε τα δόντια και συνέχιζε να παίζει.

Ε, εγώ δεν είμαι έτσι. Άλλο πράμα ο αρκούδος. Ο αρκούδος, πείτε τον όπως θέλετε, άμα πονάει, πονάει. Το ακούει το πόδι του – ειδικά όταν του έχει δώσει τα σημάδια τόσες φορες με τραυματισμό στο ίδιο σημείο.

Ε, ο αρκούδος πονάει.

**[

Οχι τόσο ωστε να μην πάει στο Όνομα Του Ρόδου βέβαια.

Με τον καινούργιο θείο (είδες πόσα θα μάθεις δίπλα μου; σου χρωστάω την μπύρα, την ξέχασα τελείως), την Αγγελική, και τον Αντώνη, Σάββατο βράδυ, κουτσαίνοντας και πρησμένος, αλλά πήγα. Εξαιρετικοι οι 15-50 που επιτέλους βρήκανε μία γυναίκα να τραγουδά σαν τους άνδρες – αλλά το πρόγραμμα, όσες φορές έχω πάει, είναι το ίδιο…

Και όχι τόσο, ωστε να μην πάει στο Applebees την Κυριακή βέβαια.

Ρε Νικόλα, είναι δυνατόν, κοτζαμάν καφε, (εσπρέσσο δεν ητανε;) πως τον γλύτωσες; Πάντως το τσιζκέηκ που πήρα, ήταν νοστιμότατο.

]**

Τέλοσπαντων. Στο γραφείο σήμερα είχε πλάκα. Καραφλός, κουτσαίνοντας, μορφάζοντας, να κουβαλάω το πορτοκαλί κουτί με το φαγητό μου. Μια απορία για τον καθένα που κοίταγε.:)

Aφού οι γυναίκες bloggerισες είναι τόσες πολλές, και ανατρέπουν το σκηνικό που τις θέλει να χρησιμοποιούν το internet λιγότερο από τους άνδρες,είπα να χρησιμοποιήσω αυτή την δυναμική, αυτή την πηγή γνώσεων μπας και καταλάβω κάτι λίγο παραπάνω για τις γυναίκες.

Ιδού λοιπόν η ερώτηση:

Κάνετε ποτέ εσείς οι γυναίκες το πρώτο βήμα; Και πως ακριβώς;

Η απάντηση στα comments, βεβαίως-βεβαίως.

Αλλά αφού αυτό είναι μπλογκ, κοινώς ανοιχτό ημερολόγιο (πως λέμε ανοιχτό πανεπιστήμιο; έτσι) σας λέω και τον λόγο που με οδηγεί στο να αναρωτηθώ.

Εχω βρεθεί, αρκετές πλέον φορές να αναρωτιέμαι «προς τι το ενδιαφέρον». Επικοινωνεί μαζί μου, και αναρωτιέμαι αν μου λέει «θέλω να σου πω οτι με ενδιαφέρεις» ή αν μου λέει ακριβώς αυτό που ακούγεται από το τηλέφωνο/mail/γράμμα/ταχυδρομικό περιστέρι.

Ας ξεχάσουμε για λίγο τι θέλω εγώ. Τι θέλει αυτή με απασχολεί. Θα έπρεπε να μην ασχολούμαι καθόλου με το τι θέλει αυτή, αλλά με το τι θέλω εγώ – ok, έτσι θα έπρεπε να γίνεται, αλλά δεν το κάνω.

Είναι hit-on κίνηση; είναι άτολμη προσπάθεια να μου πει «θέλω να καταλάβεις οτι προσπαθώ – αλλά δεν μπορώ να στο πω στα ίσια»; Οταν κλείνουμε το τηλέφωνο, τι κάνει; Αναρωτιέται αν κατάλαβα; Αναρωτιέται γιατί δεν κατάλαβα; Αν είμαι τόσο χαζός; Ή μήπως παίρνει τηλέφωνο κάποιον άλλο με την ίδια φιλική διάθεση που πήρε και μένα; Ή κλείνει το τηλέφωνο και παίρνει τον γκόμενο;

Διαβάζει – δεν διαβάζει τούτο το μπλόγκ, εγώ πρέπει να το πω ξεκάθαρα: είμαι παντελώς ηλίθιος. Κάθε φορά που προσπάθησα να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται απο τα συμφραζόμενα, απέτυχα πα-τα-γω-δώς. Άλλες φορές νόμιζα οτι υπήρχε κάτι (πρόσφατο αυτό, μεγάλα γέλια πρέπει να έγιναν εκεί) και άλλες οτι δεν υπήρχε τίποτα, και στεναχώρησα αδίκως κάποιες.

Αμα δεν μου το πεις στα μούτρα, απλά και ξεκάθαρα, τσάμπα παιδεύεσαι.

Και έτσι οδηγήθηκα στο στο αρχικό ερώτημα: Υπάρχει περίπτωση να εννοεί κάτι; Υπάρχει περίπτωση να προσπαθεί, αποτυχημένα αλλά γλυκύτατα, να μου πει κάτι; ‘Η μήπως δεν κάνουν τέτοια οι γυναίκες και σκέφτομαι απλώς σαν άντρας;

E;

Αγοράζω την εφημερίδα «Το ποντίκι» απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να αγοράζει εφημερίδα.

Στην αρχή, μ’ αρέσανε πολύ οι φωτογραφίες και τα σχόλια. Έκανα απίστευτο γέλιο, με πράγματα που -απο τότε- ήταν πολύ πολιτικά, αλλά απόλυτα κατανοητά. Για χρόνια κοίτούσα πρώτα τις φωτογραφίες, και μετά διάβαζα.

Υστερα ωρίμασα ελαφρώς, και έριχνα μιά ματιά στα άρθρα. Όλο και περισσότερο διάβαζα, ανέλυα, καταλάβαινα.

Στο ποντίκι γίνεται αληθινή δημοσιογραφική δουλειά. Πως το καταλαβαίνεις; όταν ένας δημοσιογράφος κάνει έρευνα και ρεπορτάζ για έναν άλλο δημοσιογράφο.

Οχι κάθε Πέμπτη, αλλά αρκετά συχνά, πηγαίνω στο περίπτερο του Αρτέμη και του λέω: «Πιάσε ένα ποντίκι» – και αυτός συνήθως απάντάει κάτι σε στυλ «και τι είμαι εγώ, γάτα;» και γελάμε, και χάνω το τραίνο – αλλά δεν πειράζει, μεγάλη εφημερίδα είναι, θα διαβάσω κανένα άρθρο μέχρι να έρθει το επόμενο.

Αυτή η πλάκα πρέπει να γίνεται σε όλα τα περίπτερα, με όλα τα ποντίκια.

Δεν θα ξεχάσω την απογοήτευσή μου την ημέρα που ανακάλυψα ότι τυπώνεται στα πιεστήρια του Λαμπράκη. Τότε είχα παει και εγώ εκεί, για να τυπωσω ένα διαφημιστικό φυλλάδιο, τύπου Telemarketing το οποίο – αφού πρέπει να τα ξέρετε όλα- το κατέστρεψα ολοσχερώς. ‘Η εν πάσει περιπτώσει, τουλάχιστον το μισό. Αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο post.

Εχω ήδη λοιπόν πάει στα πιεστήρια του Λαμπράκη, και ήξερα οτι εκεί τυπώνουν ένα σωρό έντυπα, και όχι μόνο τις εφημερίδες του. Αλλά και πάλι, το ανεξάρτητο ποντίκι να τυπώνεται στον Λαμπράκη, ε, κάτι έκανε στην αθώα συνείδησή μου.

Τεσπα. Το πέρασε το τεστ, με τα χρόνια, τα έβαλε με όλους, και συνεχίζει – όχι τόσο δυναμικό όπως πριν, αλλά ούτε και εγώ είμαι ίδιος.

Περίεργο πράγμα πάντως: Οτι εφημερίδα, έντυπο, ακόμα και διαφημιστικό να αφήσω στο γραφείο, κάποιος θα ζητήσει να του ρίξει μια ματιά. Κα-νέ-νας δεν έχει ζητήσει ποτε να ρίξει μία ματιά στο ποντίκι, όσες φορές και να το έχω αφήσει στο γραφείο.

Σκουικ.


 ? 

–>

Για όποιον ενδιαφέρεται, εχθές, δεν γιόρταζα.

Επειδή εχθές μου ήρθαν μερικά μηνύματα, «Χρόνια πολλά» και «να περάσεις καλά απόψε», και άλλα τέτοια, το ξεκαθαρίζω:

Καθώς, για να γιορτάσεις τα του Αγίου Βαλεντίνου, χρειάζονται δύο, ε, δεύτερη δεν υπάρχει.

Και να γιορτάσω μόνος μου δεν λέει 🙂

Αλλά, δεν τσαντίζομαι με αυτή την γιορτή. Καλώς υπάρχει. Οτι γίνεται εμπορική εκμετάλευση, γίνεται. Οτι μερικοί άνθρωποι πονούν πολύ -επειδή τους θυμίζει οτι δεν έχουν βρει ακόμα το ταίρι τους-, πονούν. Αλλά την βρίσκω καλοπροαίρετη γιορτή, και σαν τέτοια την αντιμετωπίζω.

Αν με διαβάζει η επόμενη σύντροφός μου, της το λέω: Την μέρα του Αγίου Βαλεντίνου, εγώ λέω να κάτσουμε σπίτι.

Χωρίς τηλεόραση – μόνο μουσική, χωρίς φως – μόνο κεριά, μόνο εγώ και εσύ.

Και, επειδή αν περάσει απο το χέρι μου μάλλον θα πεινάσουμε, θα μαγειρέψεις εσύ – και θα βάλω εγώ το κρασί.

Και δεν θα σου αγοράσω δώρο – ούτε και σύ να μου πάρεις. Για να την σπάσουμε σ’ αυτούς που την θεωρούν εμπορική, και πάνε να βγάλουνε λεφτα τέτοια μέρα. Ε; τι λές;

Θα βρω άλλο δώρο να σου κάνω 🙂

 ? 

–>

Είχα, τότε που άνοιξα το blog, μία αμφιβολία.

Δεν ήμουν σίγουρος αν θα γίνει κατανοητό πως επιδιώκω την επικοινωνία μαζί σας. Με το πέρασμα του χρόνου, αυτό έγινε σαφές – γέμισε το mail μου μηνύματα.

Οι περισσότεροι απο εσάς, έχετε επικοινωνήσει μαζί μου. Μερικοί εξ αυτών, χωρίς να έχετε κάνει ποτέ comment – συνεπώς, τελείως άγνωστοι σε μένα.

Εμφανιστήκατε κάποια στιγμή, και είπατε ένα γεια, αθόρυβα μέσω mail.

Πολύ μου αρεσε αυτό. Για να είμαι ειλικρινής, περισσότερο μου άρεσε που άγνωστοι σε μένα άνθρωποι, πεταγόντουσαν ‘για ένα γειά’.

Σήμερα έγινε κάτι όμως, που με έκανε να σκεφτώ. Ηρθε ένα mail που πάνω κάτω έλεγε: καλά τα γράφεις ρε παιδάκι μου, αλλά πολύ βρίζεις, και χαλάς την ωραία εικόνα σου.

– Ωπ.

Να ξεκαθαρίσω κάτι; ευχαριστώ (και δημόσια) τον αποστολέα. Είτε έχει δίκιο, είτε έχει άδικο, έχει άποψη και την λέει. Και είναι σαφώς πιο δύσκολο να πεις στον άλλον «δεν μ’αρέσει αυτό» παρά να πεις «πολύ σε γουστάρω». Τον ευχαριστώ λοιπόν -και χαίρομαι που έχω δώσει την εικόνα οτι ο άλλος μπορεί να μου γράψει «ξέρεις, δεν μ’ αρέσει αυτό»- αλλά εδώ τέθηκε ένα θέμα.

Και μάλλον έχει δίκιο ο άνθρωπος. Με μία γρήγορη πρόχειρη ματία μου, μόνο εγώ και η DiS «βωμολοχούμε» (αντε και κανα δύο άλλοι περιστασιακά) κατά κύριο λόγο, και η DiS έχει προσφάτως ηρεμήσει (καλύτερα να σου βγει το μάτι λένε, ε;).

Ωπ – καλά τα λέει λοιπόν. Βρίζω λιγουλάκι.

Και αν δεν αρέσει αυτό στους αναγνώστες μου; Και αν τους δίωχνω γιατί λένε «καλά τα λέει, αλλά ήταν ανάγκη να πει εδω ‘ρε γαμώτο’;»;

Εν ολίγοις: είναι blog αυτό, ή είναι άρθρο; Paper;

Θα μου πεις, όταν γράφεις όλο για τους αμερικανούς, τους παλαιστίνιους και τους παπάδες δεν κάνεις μόνο blog.

Θα μου πεις, όταν γράφεις όλο για τις αγάπες σου που δεν έπιασαν και αυτές που έπιασαν και το πόσο χάλια είναι πολλές φορές το σπίτι σου, δεν γράφεις μόνο άρθρα.

ΟΚ. Ας πιάσουμε την ερώτηση αλλιώς. Γράφω για σας, ή για μένα;

Γιατί αν γράφω για σας, γράφω άρθρα. Που μπορεί να περιέχουν καμιά φορά την ζωή μου, αλλά – είναι πάντα για την δική σας ικανοποίηση.

Αν γράφω για μένα, γράφω ημερολόγιο. Που μπορεί να βάζω που και πού (ή συχνότερα) και κανένα «κοσμικό γεγονός» αλλά είναι μόνο και μονο γιατί άξιζε να μπει στο ημερολόγιό μου.

Μμμμ.. Λυπάμαι που θα το πω αυτό, αλλά είναι το αναμενόμενο. Ίσως μια μέρα να αρθρογραφώ για λογαριασμό σας.

Μέχρι τότε, είσαστε ευπρόσδεκτοι στο ημερολόγιό μου.

*

(*) Εμείς.

Εγωϊσμός. Τι υπέροχο πράγμα.

Πριν λίγο καιρό, μίλαγα με μία φίλη. Δυσκολευόμουν να την πείσω ότι ο πιο σημαντικός άνθρωπος που έχει να σκεφτεί είναι ο εαυτός της.

Μα, γιατί να είναι τόσο δύσκολο;

Μας έμαθαν βλέπεις, να μην είμαστε εγωϊστές. Να τα μοιραζόμαστε όλα. Να μην σκεφτόμαστε μόνο τον ευατό μας. Δεν είναι «καθώς πρέπει» να κάνουμε ότι γουστάρουμε – υπάρχουν και άλλοι.

Αλλά, όταν μένει μόνο ένα κομμάτι τούρτα, και είσαστε πολλοί, δεν το τρώει κανείς. Μένει και χαλάει, ή πρέπει να σβήσει το φως.

Ή δεν κυνηγάς τα θέλω σου δηλαδή, ή πρέπει να το κάνεις με καθεστώς τύψεων.

Αμ δε.

Κυρίες, κύριοι και μικρά παιδιά, μία αποκάλυψη: είναι υπέροχο πράγμα ο εγωϊσμός.

Βασικά, με βοήθησε ο Βασίλης αρκετά σε αυτό το subject. Πριν ήμουνα και εγώ αλτρουιστής μέχρι βλακείας. Αυτός μου έδειξε πρώτη φορά οτι its all right να είσαι για πάρτη σου – αρκεί να είσαι τίμιος, και ειλικρινής με όλους.

Το καλοκαίρι, βρέθηκα να το δοκιμάζω αυτό, στην πράξη.

Ενιωσα θαυμάσια με τον εαυτό μου. Ζητούσα αυτό που ήθελα, έπαιρνα ότι ήταν διατεθημένοι να μου δώσουν. Αν ήμουν εντάξει με αυτό, ok. Αλλιώς, το άφηνα.

Εγώ ήμουν η μονάδα μέτρησης.

Δεν είναι πάντα συμπαθες αυτό. Μερικοί θα σας αντιπαθήσουν. Είναι όμως το τιμιότερο πράγμα που μπορείτε να δώσετε – και πιθανώς, το τιμιότερο πράγμα που μπορείτε να ζητήσετε.

Χωρίς τύψεις. Αν θέλω το τελευταίο κομμάτι, θα το πω. Αν το θέλει και άλλος, θα το μοιραστούμε.

Αλλιώς, θα το φάω, είτε κλείσουν τα φώτα, είτε όχι.



 ? 

–>

Κάτι μυστήριο τρέχει στο βασίλειο της βουρζουαζίας, και δεν είναι το καζανάκι.

Κατσέτες δεξιά, κατσέτες αριστερά, του Blue Video γίνεται. Σταματημό δεν έχουνε.

Και εγώ, ο αρκούδος, που ήρθε από τα βουνά και δεν ξέρει, ρωτάει: Ποιός τις γράφει;

Ποιός επωφελείται;

Γιατί, οτιδήποτε και να γίνεται, κάποιος, κάπου επωφελείται.

Αναρωτιέμαι λοιπόν, ποιος γράφει αυτές τις κασσέτες… Νά ‘ναι ο Παπάς; Μαλακία του. Σχεδόν σίγουρα υπογράφει την «επαγγελματική» του καταδίκη. Νά ‘ναι ο ..νεαρός; πιο πιθανό. Αλλά γιατί; Να τα κρατάει σε αρχείο; Εχετε δει παπά; όσο σεβάσμιος είναι, άλλο τόσο ερωτικά χάλιας είναι. Είναι αυτές στιγμές για αναμνήσεις;

Συνεπως, αν ο νεαρός καταγράφει τις προσωπικές στιγμές του …ζευγαριού, δεν τις κρατάει για …αισθηματικούς λόγους. Και αν όχι γι αυτό, τότε οι λόγοι είναι επαγγελματικοί. Μπίζνες που λέμε, και συνεχίζω.

Συχνά οι κασσέτες περιέχουν συνομιλίες μεταξύ δικαστικών. Ε, πως; δεν έχουν και αυτοί οι άνθρωποι δικαίωμα στην επικοινωνία; Εχουν. δεν θα κάνουν και καμία δουλειά από το τηλέφωνο; Θα κάνουν. Δεν θα πουν και καμιά κουβέντα παραπάνω; Θα πουν.

Ποιός την γράφει;

Γιατί την γράφει;

Θα μου πείτε, καλά. Να εκβιάσουν δικαστικό το καταλαβαίνω. Παπά όμως γιατί;

Κατ’ αρχάς, για να πάνε στον παράδεισο. Ξέρεις τι δόντι έχεις άμα πεθάνεις, και έχεις σχωροχάρτι από παπά; Ούτε απο το τελωνείο του άγιου Πέτρου δεν περνάς. Ντιούτι φρή λέμε.

Για ρίξτε μία ματιά και πείτε μου τι λείπει από την εκκλησία σήμερα. Ρευστό; Περιουσιακά στοιχεία; Ανωνυμία; Ευκολίες; Φήμη; Υπάρχει «εκεί έξω» κάτι που να μην έχει το παπαδαριό;

Ξέρετε τι σημαίνει να έχεις δόντι Αρχιεπίσκοπο; Να σας πω; Μήτε φυλακή πας, μήτε φαντάρος, ταξιδεύεις-ζεις-καλοπερνάς με ξένα έξοδα (και κόλλυβα, επίσης), αγοράζεις σπίτια κοψοχρονιά, σε βοηθάνε όλοι οι «τριγύρω» της εκκλησίας (και ξέρουμε καλά τι θέσεις έχουν οι τριγύρω της εκκλησίας, έτσι😉 και πάει λέγοντας…

Καλύτερα να έχεις πιάσει Αρχιεπίσκοπο απο τα αρχίδια, παρά τον Παπούλια, που λέει ο λόγος.

Οπότε, τον γράφεις σε μία κασσέτα με τον νεαρό, και καθάρισες.

Τα χειρότερα πράγματα έγιναν από τις καλύτερες προθέσεις, λένε.

Και το αντίθετο, συμπληρώνω εγώ.



 ? 

–>

Στο παρελθόν, ήταν ξεκάθαρο: Δεν είχε εισιτήρια.

Αλλά, όλα τριγύρω αλλάζουνε, κι όλα τα ίδια μένουν.

Όπως πάντα, δημοσιεύω την φωτό με την άδειά του. Ή καλύτερα της. Της πιο όμορφης περιπτερούς που έχω δει ποτε στην ζωή μου. Αχχχχχχ…. 🙂

Βγαίνω το βράδυ του Σαββάτου. Εγώ, ο Αντώνης, η Ινό (εκ ρωσίας), η Βερόνικα (φίλη Ινούς εκ ρωσίας) η Αγγελική, ο Κώστας (φρέσκος θείος), ο Στέφανος.

Είμαστε στο Mikes Irish Bar, που να πάτε δηλαδής, διότι εξαιρετικό το μέρος.

Ακούμε λάιβ συγκρότημα που λέγεται «Fanky» (η Ινό νομίζει οτι λέγεται «Fucky» που σηκώνει μεγάλα γέλια) και παίζει καλή μουσική με αρκετή δόση πλάκας.

Παιρνάμε καλά. Κάνουμε την πλάκα μας, γνωριζόμαστε, όξω βρέχει, μέσα φουζίτσου.

Ε, τα μέσα γίνονται όξω και κατά τις τρεις την κοπανάμε. Να βρει ο Στέφανος ταξί, βρίσκει. Κάνω και εγώ την βόλτα μου με τον Αντώνη, πάμε μέχρι το σπίτι του με τα πόδια, ανακαλύπτω για άλλη μία φορά την χρησιμότητα της καράφλας – στην βροχή είναι πολύ εύκολο να την στεγνώσεις.

Σπίτι του αυτός, πάω για ταξί.

Περιμενω αρκετή ώρα, κανα πεντάλεπτο (ναι, εσύ που κοροϊδεύεις στο βάθος, κάτσε ένα πεντάλεπτο στο κρύο, με βρεγμένη καράφλα να δεις την σχετικότητα του χρόνου και πως ένα πεντάλεπτο που με την κοπέλα σου γίνεται μηδεν χρόνος, στην βροχή γίνεται μήνας και βάλε).

Τεσπά, περιμένω.

Τσουπ – ταρίφας. Ταψί, όπως λέμε για πλάκα οι γνωρίζοντες.

Τον κόβω απ΄έξω. Τσιγαράκι, κινητό ανοιχτό σε λάθος χέρι. γμ την ατυχία μου, αλλά δεν γαμιέται, θα το πάρω. Υψώνω το κουλό μου. Σταματάει πλήρως. Ανοίγω την πόρτα.

Τεκές. Το χασίσι που πιάσανε στην Κορινθία; απο το βαπόρι απ΄την περσία; ε, εδώ καταναλώθηκε. Εν ολίγοις το τσιγάρο δεν ήτονε αθώο, ήτονε απο τα καλά, εκ περσίας, εκ πελλοπονήσου, θα σας γελάσω κύριε πρόεδρε, διότι αδαής, αλλά όσο να πεις, πως μυρίζει το δίφυλλο γνωρίζουμε.

Ασταδιάλο λέω. Αλλά, κάθομαι. Και ούτε του λέω τίποτις του ανθρώπου.

Μια χαρά διαδρομή κάναμε. Με ρωτησε κάποια στιγμή, καπνίζεις; τσου του λέω, και αυτό ήταν όλο. Και στην κουβέντα όλους Σουμάχερ τους έλεγε – δεν είπα τίποτα, και ας είμαι Μοντόγιας του λόγου μου.

Ούτε τον πονηρό έκανα. Να του πω δηλαδή σκιουζ-μη, εκ τριπόλεως το χαρμάνι, ή κάτι παρόμοιο. Τον χαζό και μήτε γνωρίζω άλλα απο τα Καρέλια.

Ουτε καν αριθμό του δεν κράτησα. Τι είμαι εγώ δηλαδής, ασφάλεια;



 ? 

–>

Σάββατο. Το πρωϊ (βάλε μεσημέρι) πηγαίνω στο πλανητάριο. Πρώτη φορά, δεν ξέρω τους δρόμους, είμαι μισή ώρα νωρίτερα. Πάλι καλά. Μισή ώρα αργότερα να μην είμαι, που το συνηθίζω κιόλα το σκαζμένο.

Μισή ώρα νωρίτερα λοιπόν, και επειδή την βλέπω λίγο village την δουλειά, με ουρά στο γκισέ, λεω ‘δεν παίρνω 2 τίκετς να τα ‘χω γιατί διόμιση αρχινάει, μην γίνει καμιά έκπληξη;’. Έτσι λέω, πάω στην δεσποινις. Πριν ρωτήσω, ενημερώνει: Για των 2.30, νο τίκετς και γουι αρε μπουκτ. Πτου, τηλέφωνο στην παρέα, ‘να γίνει 3.30, να γίνει’ αγοράζω μεταπωλημένο 3.30.

Μάθημα πρώτον: Το Σάββατο, το πλανητάριο έχει κόσμο. Ειδικά στις 2.30.

Βλέπουμε το θέαμα, φανταστικό, ωραία δουλειά, να το χαίρεσαι τον θείο σου Ελίνα μου, υπερπαραγωγή. Δύο μικρά πόιντς έχω μόνο, αλλά είναι γιατί είμαι μικρόψυχος: Λίγο θολά τα γραφικά, λίγο ζαλιστήκαμεν. Είπαμε, μικρόψυχος.

Μάθημα δεύτερον: Να πάτε όμως, και ας ζαλιστείτε λιγουλάκι, αξίζει αγρίως.

Εντέλει; Το καλόν.

Γυρίζω σπίτι. Έχω ραντεβού με παρέα που ακυρώνεται, συνεπώς ξεκινάω να φτιάξω μία μακαροναδούλα. Απλή, τυράκι και τόνο, όπως την τρώνε στο χωριό μου.

Πως την φτιάχνουν την μακαροναδούλα; Πρώτα ανάβουν το μάτι. Ύστερα, βάνουν νερό στην κατσαρόλα, και περιμένουν να βράσει.

Αυτό κάνω και εγώ. Αλλά. Α-λλά. Σε άλλο μάτι βάλαμεν την κατσαρόλα, άλλο ανάψαμεν. Και αφήκαμε και μία σακούλα, προχείρως, στο μάτι που τελικώς ανάψαμεν.

Είναι να μην σε βρεί το κακό το μάτι που λέμε.

Ξαναπάω στην κουζίνα να δώ τι έκαμε, έβρασε η σαχλαμάρα; Αμ δε. Η σαχλαμάρα κάθεται εκεί, κρύα οσάν μοντέλο τηλεόρασης. Αντιθέτως, το άλλο μάτι φροντίζει να κάψει μία σακούλα πλαστική, αφήνοντας στον αέρα άνετα έναν χημικό πόλεμο που όμοιό του ούτε οι Κούρδοι δεν έχουν γνωρίσει (επί Σαντάμ), αλλά και ένα καλώδιο βραστήρα που τυχαίως εβρίσκετω παραπλησίως της εστίας. Όχι της εφημερίδας, της άλλης. Καλά δηλαδή που ο βραστήρας δεν ήτο στο ρεύμα, διότι άλλως, όταν πήραν τηλέφωνο στον άλλο κόσμο, εγώ θα έκανα σέρβις.

Και ανοίξαμε τα παράθυρα να αντικαταστήσουμε τον εσωτερικό χημικό πόλεμο με καυσαέριο και κρύο, και παγώσαμε.

Εντέλει: Το κακόν.

Αμπιγιέζ δεν υπάρχει, μην το ψάχνετε.

Πι Ες: μία μικρή καθαρεύουσα στον λόγο μου, ασύντακτη και κακοειπωμένη, είναι διότι παρακολουθούσα διαρκώς παπάδες το Σ/Κ. Που μπορεί ο κώλος και οι τσέπες μερικών να είναι γεμάτες – αλλά ο σοβαρός και μεστός λόγος της καθαρεύουσας, όσο ζώον και μικρόνους να είσαι, σε γεμίζει σεβασμό και εμπίστοσύνη για την θρησκευτική πορεία της χώρας τούτης.



 ? 

–>