Χθες το βράδυ πήγα να πληρώσω την κάρτα (αυτής της τράπεζας που όλοι πλέον ξέρουμε καλά). Στο κατάστημα της Πανεπιστημίου.
Νεαρός είναι μέσα πριν απο μένα, κάνει δουλειά του. Να περιμένω όξω; Αγιάζι, κρύο, μπα, βάζω κάρτα, ανοίγω, μπαίνω, και ας κάνει ο άλλος δουλειά του. Περιμένω πίσω, μακρυά, κύριος.
Με κοιτάει μου λέει «συγνώμη, αλλά η προηγούμενη κυρία που ήταν εδώ ξέχασε την κάρτα της. Δεν την πρόλαβα. Τι κάνουμε τώρα;»
Τι κάνουμε;
Άντε, καλά.
Σηκώνω το τηλέφωνο που είναι δίπλα στο ΑΤΜ, περιμένω τηλεφωνήτρια. Περιμένω. Περιμένω. Με έχουν συνδέσει με εξωτερική γραμμή. Γαμωτοφελέκι σας, περιμένω. Τούρου-τούρου, που και που πετάγεται καμιά φωνή να μου λέει να αγοράσω κάτι – σπάσιμο, γιατι φωνή περιμενω και εγώ να ακούσω να μιλήσω, κάθε φορά πετάγομαι. Τέλος πάντων, παίρνω σειρά.
Στο μεταξύ ρωτάω τον νεαρό να μου πει το όνομα στην κάρτα.
«Τάδε Τάδε»
«Γυναίκα είναι, ε;» λέω. «Το περίμενα»
Δεν απαντάει ο νεαρός.
Έρχεται η σειρά μου. Συνεννοούμαι με την τηλεφωνήτρια, μου λέει πώς την λένε την κυρία, έτσι, πείτε μου αριθμό κάρτας της, δεν φαίνεται καλά, κουνήστε λίγο να γυαλίσει, κουνάω, γυαλίζει, βλέπω, στραβώνομαι, της λέω, πείτε μου κινητό σας και όνομα μου λέει, να την πάρω τηλέφωνο μπας και έρθει να την πάρει, δεν γαμιέται, τα δίνω, παίρνει τηλέφωνο, περιμένω εγώ στο ακουστικό μου στο μεταξύ, κοιτάω τον νεαρό, του λέω τι έχουμε πει με την τηλεφωνήτρια, μου λέει «να φύγω εγώ αν δεν χρειάζομαι», του λέω «όχι, αν δεν έχεις δουλειά και δεν βιάζεσαι, κάτσε, κάρτα είναι, λεφτά, δεν ξέρεις τι γίνεται», εντάξει μου λέει, περιμένει. Αμέτοχος αυτός, ότι του πω κάνει. Για να δούμε αν θα προκόψει έτσι. Στο μεταξύ η τηλεφωνήτρια βρήκε τον άντρα της (ή κάτι τέτοιο) δεν της δίνει τηλέφωνο της αυτός όμως, τζίφος, ακυρώνει η κυρία τηλεφωνήτρια την κάρτα, ψλιτσαντισμένη, σου λέει τι καλοί άνθρωποι (δεν με ξέρει καλά) μπήκανε σε τοσο κόπο και ο μαλάκας δεν μου δίνει τηλέφωνό της να την ενημερώσουμε, τέλος πάντων, μέσα της τα λέει, εγώ δεν τα ακούω, την ρωτάω τι να την κάνουμε αφτούνη φτου εδώ μανδάμ, μου λέει βάλτε την κάτω απο την πόρτα της τράπεζας, την βάζουμε να την βρούνε το πρωϊ με το πρωϊνό τους οι υπαλληλοι να διασκεδάσουνε. Εν-τάξει ο νεαρός, εν-τάξει και εγώ, φεύγει αυτός, κάνω δουλειά μου εγώ, πλερώνω και είμαι και μάγκας.
Και φεύγω, σκεφτομαι να το κάνω post, αλλά δεν βλέπω να έχει κανένα καλό νόημα. Βαρετή ιστορία.
Αλλά – σκέφτομαι τι είπα πριν. «Γυναίκα είναι, ε; Το περίμενα.»
Ωρες – ώρες, πετάω κάτι μαλακίες, που όταν τις σκέφτομαι μετά, με αποστομώνω.
![]()
?
![]()
–>