Να ξεκινήσω αυτήν την σκέψη με τούτο, που μοιάζει άσχετο, αλλά δεν νιώθω να είναι:

Είμαι πολύ προσεκτικός όταν μιλάω για το «κίνημα των αγανακτισμένων», κυρίως γιατί δεν θέλω να καπελώσω την προσπάθειά τους: Πήγαμε οικογενειακώς μόνο μία φορά, απόγευμα, καθήσαμε λίγες ώρες, και μέχρι στιγμής δεν έχω συμμετάσχει σε καμία συζήτηση.

Συνεπώς, δεν δικαιούμαι να ομιλώ αντ’ αυτών.

«Αυτοί» όμως, δεν υπάρχουν πραγματικά – είναι ένα συνονθύλευμα ατόμων, απόψεων, θέσεων, που έχουν θυσιάσει τον προσωπικό τους χρόνο για κάτι που ονειρεύονται – θα μπορούσα να είμαι και εγώ, αν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Άρα, χωρίς να παίρνω δάφνες, δικαιούμαι να ομιλώ και εγώ για το θέμα, να καταθέτω και τις δικές μου απόψεις.

Αυτά, για να μην τολμήσω να πω αύριο «ήμουν και εγώ ένας από αυτούς» – σαν τους κλειδωμένους στο Πολυτεχνείο.

Αυτά, και συνεχίζουμε.

~

Terror

Προχθές, Δευτέρα, οι βουλευτές έμειναν μέσα στην Βουλή. Οι αγανακτισμένοι τους μούντζωναν απ’ έξω. Οι βουλευτές, μαζί με τους υπαλλήλους της βουλής, περίμεναν μέσα. Κάποια στιγμή όμως, θέλησαν να πάνε σπίτι τους – οι μέσα, γιατί οι έξω έχουν κάνει σπίτι τους την πλατεία.

Και φοβήθηκαν.

Είναι μυστήριος αυτός ο φόβος, είναι σπάνιος για τους βουλευτές, δεν έχουν μάθει να ζουν μες τον φόβο, μες τον πανικό.

Αυτόν, που δεν ξέρεις τι να κάνεις.

Να μιλήσουμε λίγο γι’ αυτόν τον φόβο;

Πριν από μερικούς μήνες, τότε με τον Η1Ν1, έπρεπε να πάω στο νοσοκομείο. Δεν θυμάμαι γιατί, ίσως πονούσαν τα νεφρά μου, φοβόμουν για πέτρα, ίσως για πρόβλημα στην χολή. Πάντως πήγα σε κεντρικό νοσοκομείο, μέρα εφημερίας, ανήσυχος γι αυτό που είχα.

Εκεί, πήρα αριθμό, αφού πρώτα πέρασα από τις πέντε, δέκα διαδικασίες που χρειάζονται, και ύστερα μου έδειξαν μία σαραβαλιασμένη πόρτα, σε έναν σκοτεινό διάδρομο, και μου είπαν: εκεί.

Εκεί, μαζί με περίπου τριάντα άτομα, οι μισοί με μάσκες, οι άλλοι όχι, να πονάνε, να βήχουν, να έχουν (ή να φοβούνται ότι οι διπλανοί τους έχουν) Η1Ν1, άνθρωποι με λερωμένα ρούχα, μετανάστες που δεν γνωρίζουν ελληνικά να προσπαθούν να συννενοηθούν με τους άλλους, εγώ να πονάω, ένας σεκιουριτάς να νιώθει χαμένος στο όλο σκηνικό, συγγενείς να νοιάζονται για τους δικούς τους, να περνάνε ουρές, να τσακώνονται, οι δίπλα μου να βήχουν, εγώ να έχω ένα μωρό στο σπίτι, να σκέφτομαι ότι θα γυρίσω εκεί με δώρο ένα Η1Ν1 που προσπαθήσαμε τόσο προσεκτικά να αποφύγουμε, που μπορεί να μας στερήσει την μικρή άδικα.

Και εκει μέσα, πέρασαν, με το ρολόι, ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ.

Επι τρεις ώρες φοβόμουν. Επι τρεις ώρες ένιωθα πανικό. Αναρωτιόμουν αν έκανα λάθος, αν θα το μετάνιωνα μετά, που πήγα εκεί, αν δεν υπήρχε λόγος βρε αδελφέ, σιγά τον πόνο, σιγά το επείγον, αν είναι με την κίνησή μου αυτή να σκοτώσω το παιδί μου.

Και έφυγα.

Σχεδόν πανικόβλητος, γνωρίζοντας ότι, όχι μόνο ότι ήταν να γίνει, ότι ήταν να κολλήσω το έχω ήδη κολλήσει, αλλά και ότι το πρόβλημα, αν δεν ήταν νεφρά, μπορεί να ήταν σημαντικό, πονούσα, δεν ήξερα γιατί, δεν πρόλαβα να μάθω γιατί.

Νίκησε ο πανικός.

~

Είναι μυστήριος αυτός ο φόβος, είναι σπάνιος για τους βουλευτές, δεν έχουν μάθει να ζουν μες τον φόβο, μες τον πανικό.

Εμείς πάλι, ζούμε μ’ αυτόν. Πάμε στην εφορία και αφηνόμαστε στα χέρια ενός παράλογου, αδύνατο να καμφθεί συστήματος. Πάμε στον γιατρό και ξέρουμε πως αν δεν δοθεί φακελάκι, μπορεί ο άνθρωπος μας να παραμεληθεί στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του. Περπατάμε στον δρόμο, και φοβόμαστε να κοιτάξουμε τον άλλο, απειλούμαστε. Ξέρουμε πως, αυτός που περπατάει δίπλα μας, μπορεί να μην έχει καν να φάει, αυτός, η οικογένειά του, το παιδί του – δεν έχει τίποτα να χάσει αν αποφασίσει να πατήσει την ηθική του για να ταϊσει την οικογένειά του. Πηγαίνουμε για δουλειά -όσοι έχουμε ακόμα- και είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε οτιδήποτε, οτιδήποτε αρκεί να μπει ο μισθός μας, να μην πεινάσει η οικογένειά μας. Ας χάσουμε την αξιοπρέπειά μας, αρκεί να μην χάσουμε το φαΐ της οικογένειας. Ανοίγουμε τις εφημερίδες μας και τα κανάλια μας και το μέλλον είναι μαύρο, πιο μαύρο από ποτέ, τόσο μαύρο που παραδίνεσαι, και λες «ότι θες, κάνε ότι θέλεις – αρκεί να φύγει το μαύρο μέλλον.»

Κάποιοι απο εμάς, αντιδρούν σε αυτόν τον εκβιασμό, για να βρεθούν σε έναν χειρότερο – να τους βάλουν μολότωφ στις τσάντες για να τους ενοχοποιήσουν, να τους κρατήσουν μήνες, ΜΗΝΕΣ φυλακή χωρίς κανένα στοιχείο, να τους χτυπήσουν με πυροσβεστήρες, να τους ψεκάσουν αδιαφορώντας για τα παιδιά τους, να τους βιάσουν κάθε σκέψη αν τολμήσουν να αντιδράσουν στην εξουσία.

Δες το αυτό το τελευταίο, μπορεί να μην το γνωρίζεις. Είναι το χειρότερο από δολοφονίες, από εκβιασμούς, από τραμπουκισμούς. Διάβασέ το σταγόνα, σταγόνα, να ποτίσεις από τον φόβο που σου χαρίζουν.
~

Είναι μυστήριος αυτός ο φόβος, είναι σπάνιος για τους βουλευτές, δεν έχουν μάθει να ζουν μες τον φόβο, μες τον πανικό.

Ο πανικός δεν είναι καλός. Ο φόβος, δεν είναι καλός. Είμαι ο πρώτος, ο πρώτος που θα αντιδράσω στο να καεί, να καεί το μπουρδέλο η βουλή – δεν θα το ξεστομίσω ποτέ, το σιχαίνομαι αυτό το σύνθημα, το σιχαίνομαι γιατί νομοτελειακά θα μου φέρει χειρότερους από αυτούς – όταν αυτοί θα πάνε στα Παρίσια και στα Λόνδρα, στας Βρυξέλλας και στας Μονάχους, και θα επιστρέψουν νικητές, ήρωες της επανάστασης – όταν εγώ θα έχω φάει και άλλο ξύλο, και άλλη τιμωρία για να διώξω τις στολές που τόσο δύσκολα και απρόσμενα ξεφορτωθήκαμε, κάπου εκεί το ’73

~

Είναι μυστήριος αυτός ο φόβος, είναι σπάνιος για τους βουλευτές, δεν έχουν μάθει να ζουν μες τον φόβο, μες τον πανικό.

Μόνο που ο πανικός είναι κολλητικός. Αν το έχει ο γείτονάς σου, θα κολλήσεις και εσύ. Αν φοβούνται οι εκατό, οι χίλιοι, οι δέκα χιλιάδες, οι εκατό χιλιάδες που είναι έξω από την πόρτα σου, όσα αλεξίσφαιρα αυτοκίνητα και αν έχεις, όσα σπίτια στην Διονυσίου Αεροπαγίτου, όσα κότερα, εξοχικά, όσους μπράβους, όση Δημοκρατία και αν σε περικλείει σε ένα κτίριο επιβλητικό, κρεμ σομόν, στο κέντρο της Αθήνας, με νυχτερινά φώτα το βράδυ, με δερμάτινα καθίσματα, με πούρα και δικό σου γυμναστήριο, με την γυναίκα σου να συμμετέχει σε γκαλά και να χορεύει για φιλανθρωπικούς σκοπούς, με στούντιο, παράθυρα και αντιπαραθέσεις με συναδέλφους –

– ο πανικός δεν έχει χρώμα, δεν έχει οσμή, περνάει από κλειστές πόρτες, από την υπουργική σου λιμουζίνα, από την μυρωδιά του πούρου σου, από τα αρμάνι και τα ξύλινα πατώματα, ποτίζει ο πανικός.

~

Δεν θα έπρεπε να φοβούνται οι βουλευτές. Δεν θα έπρεπε να φοβάται η δημοκρατία. Μα έκανε λάθος πράγματα, διαρκώς, δεν σταματάς να φοβάσαι με τα ΜΑΤ, δεν σταματάς να φοβάσαι με τους σωματοφύλακες, όταν κρύβεσαι στο σπίτι σου, όταν φυλακίζεσαι για να μην σε δουν στον δρόμο.

Ενισχύουν τον φόβο αυτά, δεν τον καταλαγιάζουν.

Δεν θα σου πω κύριε βουλευτά πως θα σταματήσεις να φοβάσαι. Αν δεν ξέρεις, αν δεν έχεις καταλάβει, τελικά, ίσως σου αξίζει.

~

Update – υστερόγραφο: επειδή το ‘χω και ένα άγχος, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν βγήκαν μόνοι τους, κάποιος τους ψήφισε, και όχι μία φορά, περισσότερες από μία – αν διαβάζοντας αυτό το άρθρο, το μόνο που συγκράτησες, είναι «πάμε να τους βαρέσουμε, ού! ού!» είσαι χειρότερος από αυτούς. Και μιλάω πολύ, πολύ σοβαρά.

7 thoughts on “Αν δεν ξέρεις, μπορεί τελικά να σου αξίζει

  1. Αυτές τις μέρες ανακαλύπτεις τόσο καταπληκτικά κείμενα και τόσο καταπληκτικούς ανθρώπους. Μπράβο και σε ευχαριστώ Γιάννη.

  2. Είναι σίγουρο ότι,όταν τόσος κόσμος συναθροίζεται, δεν μπορεί όλοι να είναι πλήρως συνειδητοποιημένοι…ωστόσο ας σκεφτούμε ότι για να το κάνουν,έχουν ένα πολύ σημαντικο, κοινό κίνητρο:βαρέθηκαν να κάθονται στον καναπέ τους και να παρακολουθούν από μακριά, χωρίς να συμμετέχουν, άλλους να έχουν τις δικές τους τύχες στα χέρια τους και να τζογάρουν…

    Αυτό από μόνο του λέει πολλά.

    Δεν έχω κατέβει στο Σύνταγμα και δεν το μετανιώνω. Δεν σημαίνει ότι δεν συμφωνώ. Ίσως αύριο το θεωρήσω αναγκαίο. Δεν θέλω όμως να πηγαίνω επειδή είναι trendy…Το «Πάμε Σύνταγμα;» ακούγεται λίγο σαν το παλιό ¨Πάμε πλατεία;».

    Κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του τρόπο να αντιδρά (δεν λέω να αντιστέκεται…).

    Εγώ θεωρώ πρωταρχικής σημασίας, σε όλη αυτή την κατάσταση που βιώνουμε, την ατομική ευθύνη.

    Αν εγώ δεν πετάξω την τσίχλα μου στο δρόμο, και ο καθένας δεν πετάξει την τσίχλα του στο δρόμο, πολύ απλά δεν θα υπάρχουν σκουπίδια στους δρόμους.

    Αν εγώ δεν ζητήσω χάρη στον βουλευτή, γιατι ξέρω ότι δεν βρίσκεται στην θέση που βρισκεται, μόνο για τη δική μου εξυπηρέτηση αλλά και για να μην «θρέψω» την αυταρέσκεια ή τον εγωισμό του, λόγω θέσης, τότε δεν θα έχω διεφθαρμένους πολιτικούς.

    Αν δεν βρίσω τον διπλανό μου το πρωί, μέσα από το αυτοκίνητό μου, επειδή έκανε λάθος, ίσως δεν θα με βρίσει αύριο, όταν κάνω λάθος εγώ.

    Και παέι λέγοντας.

    Πέρα όμως από την ατομική ευθύνη, υπάρχει η συλλογικότητα, που, ανάλογα με τις περιστάσεις αποδεικνύεται θαυματουργή!

    Δεν ξέρουμε τι θα βγει από τους «αγανακτισμένους Έλληνες» αλλά οι παραιτημένοι, δεν είναι σίγουρα καλύτεροι…

  3. Είναι πολύ σημαντικό να βλέπεις ότι πλέον οι Έλληνες αντιδρούν σε αυτό που τους συμβαίνει. Εκεί που όλοι είχαν αράξει στον καναπέ και απλά σχολίαζαν ή στις καφετέριες και έπιναν το καφεδάκι τους. Τώρα αντιδρούν, λένε την άποψη τους και πάνω απ’ όλα χωρίς να υποκινούνται! Ελπίζοντας να μην διαβάλλει κανείς αυτό το κίνημα και να ακουστεί η άποψη τους χωρίς να διαστρεβλωθεί από τα ΜΜΕ.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.