Όσοι με ξέρουν λίγο καλύτερα, ξέρουν πως τα αθλητικά για μένα είναι απλώς ένα σκαλοπάτι για να σχολιάσω την κοινωνία. Δεν με νοιάζει ποια ομάδα κερδίζει αγώνες, πρωταθλήματα, ή θέσεις στην ιστορία και την μνήμη – περισσότερο με νοιάζει πως αντιδρούμε εμείς, ως κοινωνία, στον μικρόκοσμο του αθλητισμού. Και αυτή η σύνδεση πιο συχνά από ότι θα ήθελα αποδεικνύεται σοφή.
Αυτήν την φορά, δεν έχουμε τα μαχαίρια του τελικού κυπέλλου, αλλά -απλώς- μία απόφαση μίας επιτροπής. Η επιτροπή αυτή εξέτασε την κατηγορία ότι ο ΠΑΟΚ και η Ξάνθη έχουν κατά κάποιο τρόπο συμπλεκόμενη ιδιοκτησία, και γνωμοδότησε πως ευσταθεί ως κατηγορία, και θα έπρεπε να υποβιβαστούν οι δύο ομάδες.
Φυσικά, υπήρξαν αντιδράσεις. Εν μέρη η ευθύνη για την απόφαση αποδόθηκε στον Λ.Αυγενάκη, υφυπουργό Αθλητισμού ο οποίος είχε αλλάξει την σύνθεση της επιτροπής, εν μέρη γιατί η απόφαση θεωρήθηκε πως βγήκε πολύ γρήγορα, εν μέρη γιατί θεώρησαν ότι έκανε τα χατήρια του προέδρου του Ολυμπιακού Β.Μαρινάκη, εν μέρη γιατί το σωματείο κυρίως του ΠΑΟΚ είναι μεγάλο, και θα δημιουργούντω εντάσεις.
Και αυτό που ακολούθησε, νομίζω ότι χαρακτηρίστηκε από το σύνολο των ελλήνων που ασχολούνται με τον αθλητισμό ως «Φυσικά.»:
Αντιγράφω την ανακοίνωση της κυβέρνησης για το θέμα:
Την ώρα που η χώρα κάνει το άλμα προς τα εμπρός ξεπερνώντας διχαστικά διλήμματα του παρελθόντος, δεν έχει την πολυτέλεια να διχάζεται με αφορμή το ποδόσφαιρο. Ιδίως σε τόσο κρίσιμες στιγμές για τα εθνικά μας θέματα. Η Κυβέρνηση σέβεται το αυτοδιοίκητο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Δεν θα επιτρέψει, όμως, ένα θέμα του ποδοσφαίρου να θέσει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή που τόσο δοκιμάστηκε στα χρόνια της κρίσης. Ούτε θα μείνει θεατής στο θέατρο του παραλόγου που εξελίσσεται με φόντο διαχρονικές παθογένειες που προσβάλλουν κάθε Έλληνα πολίτη. Με απόφαση του Πρωθυπουργού, αναλαμβάνεται άμεσα νομοθετική πρωτοβουλία προκειμένου να μην επιβάλλονται εξοντωτικές κυρώσεις, για θέματα όπως αυτά για τα οποία γνωμοδότησε η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού.
Η απόφαση έχει βγει. Η κυβέρνηση όμως «για να μην τεθεί σε κίνδυνο η κοινωνική συνοχή» αποφασίζει -αν και σέβεται το αυτοδιοίκητο- να αλλάξει την μέγιστη ποινή απο υποβιβασμό σε κάτι άλλο, όχι τόσο …εξοντωτικό.
Πλέον, δεν μιλάμε για μπάλα. Ειλικρινά, αδιαφορώ ποια ομάδα παίρνει πρωτάθλημα, υποβιβάζεται, κάνει καλή μεταγραφή ή κέρδισε πέναλτι – δεν μιλάμε πια γι’ αυτό. Έχουμε μία απόφαση επιτροπής, και την κυβέρνηση να παρεμβαίνει ΜΕΤΑ την ανακοίνωσή της, ΜΕΤΑ την διάπραξη της -όποιας, δεν έχει καν πάει στο εφετείο όλο αυτό- παρανομίας, και ΑΛΛΑΖΕΙ την μέγιστη ποινή.
Για όποιον μου πει «καλά, μην κάνεις έτσι, για μπάλα μιλάμε, σιγά» θα του πω πως ΑΚΡΙΒΩΣ, για ΜΠΑΛΑ μιλάμε, κανέναν λόγο δεν θα είχε να ξεφτιλιστεί έτσι κοτζαμάν κυβέρνηση(*). Θα υποβιβάζονταν οι ομάδες αν έχαναν και την έφεση, θα ανέβαιναν σε 3-4-5 χρόνια όπως έγινε και με την ΑΕΚ, και θα είχε λήξει όλο εκεί.
Θα υπήρχαν αντιδράσεις; Έντονες; Ασφαλώς. Θα υπήρχε θυμός; Βεβαίως. Θα ήταν δικαιολογημένος; Μπορεί – μπορεί και όχι, αυτό είναι θέμα ελέγχου της επιτροπής, η οποία μπορεί να αποφάσισε δίκαια ή άδικα.
Αμ δε.
Από την στιγμή που η κυβέρνηση, «με εντολή του πρωθυπουργού» μάλιστα, ΑΛΛΑΞΕ τον νόμο ΚΑΤΟΠΙΝ της απόφασης, η ξεφτίλα δεν σταματά στις τέσσερις γραμμές ενός γηπέδου, στις κερκίδες του, ή στις μπουτίκ και στους συλλόγους των οπαδών. Η ξεφτίλα προχώρησε σε καθε γωνιά της κοινωνίας, που βλέπει ότι ακόμα και στα αθλητικά, με την απόφαση αυτή, δεν θα υπάρχει κανένας κερδισμένος – όλοι θα είναι χαμένοι.
Και προπαντός η δικαιοσύνη, σε κάθε μορφή της. Με ο,τι αυτό συνεπάγεται.
(*) Αφού είναι νομοσχέδιο, θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε και τις αντιδράσεις από τα άλλα κόμματα. Ποιοι θα συνεναίσουν σ’ αυτόν τον βιασμό της λογικής και της δικαιοσύνης;