Η «υπόθεση ταράτσα» – εφάμιλλη της παλαιότερης υπόθεσης «ζαρντινιέρα»- έχει αναδείξει ως αφορμή ένα σωρό ζητήματα που κρατάγαμε κάτω από το χαλί με μία παράξενη, αλλά κατ’ εμέ ίσως δικαιολογημένη ηττοπάθεια.
Προσωπικά, έχω ξεκαθαρίσει υπερβολικά πολλές φορές πως έχω μόνο μία ψήφο, την δική μου, δεν ζήτησα ούτε ζητάω από κανέναν να την ακολουθήσει ή να την ενστερνιστεί και με διοικεί η ψήφος των υπολοίπων, ευχάριστη ή δυσάρεστη, όπως οφείλω σε μία δημοκρατία. Αλλά όποιος και να είναι επάνω, δεξιά ή αριστερά, Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ ή Σύριζα, η ευθύνη πέφτει στο να με διοικεί σωστά, δίκαια – όχι στο ποιος είναι επάνω.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μ’ αρέσει να υπουργοποιείται ο Βορίδης ή ο Γεωργιάδης, να αναλαμβάνουν ρόλο πανταχόθεν ακροδεξιοί, να νομιμοποιείται ο συντηρητικός λόγος – τουναντίον, όσο ήταν στο κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπεύθυνοι ήταν οι ψηφοφόροι τους και αν τους άρεσαν τους ψήφιζαν, αν όχι τους κατέκριναν. Αν κρίνω από το εκλογικό αποτέλεσμα ανά βουλευτή, στο μεγαλύτερο ποσοστό, η δεξιά επικρότησε τους ακραίους.
Τώρα όμως είναι κυβέρνηση, κυβέρνηση όλων μας. Τώρα, όταν ένας υπουργός λέει «προφανώς επικροτούσαν την παρανομία, γι’ αυτό δεν άφησαν να μπει η αστυνομία χωρίς ένταλμα» είναι ένας λόγος όχι μόνο δημόσιος, αλλά έχει και την βαρύτητα της εξουσίας. Έχει επαναληφθεί πολλές φορές – στο μυαλό μου έρχεται η δήλωση Καραμανλή «να υπάρξει μία διαφημιστική καμπάνια ώστε να νιώθει ως απόβρασμα της κοινωνίας όποιος δεν χρησιμοποιεί εισιτήριο» – όμως εδώ υπάρχει μία εξαιρετικά επικίνδυνη διαδικασία:
Τρεις άνθρωποι, ένας πατέρας και οι δυο γιοί του, έχουν συλληφθεί και, κατά δήλωσή τους, υποστεί βία από την αστυνομία. Η ΕΛ.ΑΣ, προσάπτει σ’ αυτούς όχι απλώς βαριές, αλλά βαρύτατες κατηγορίες – οι δύο γιοι τραυμάτισαν πετώντας πέτρες από την ταράτσα έναν αστυνομικό, έφτιαξαν δολοφονική παγίδα με καρφιά, ενώ ο πατέρας κατηγορείται ότι πήγε να αρπάξει το όπλο του αστυνομικού(!)
Έχουμε δύο εντελώς διαφορετικές οπτικές, που όμως δεν είναι ισοδύναμες. Για τους δημοσιογράφους Κανέλλη των Νέων και Θεοδωρόπουλο της Καθημερινής «ακριβώς έτσι έγιναν τα πράγματα» υιοθετώντας την θέση της αστυνομίας, ο Δημήτρης Οικονόμου ειρωνεύεται την οικογένεια με tweet το οποίο σβήνει μετά, το ίδιο κάνει ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος του ΠΑΣΟΚ (που όμως δεν το σβήνει μετά), η huffington post γράφει άρθρο-κόλαφο με τίτλο «Καταληψίες τα δύο αδέρφια που συνελήφθησαν – Ο πατέρας προσπάθησε να πάρει όπλο αστυνομικού» – και δεν μπαίνω καν σε iefimerida και λοιπά κατ’ ευφημισμόν «φιλελεύθερα» site για να δω την δική τους αντιμετώπιση.
Απέναντί τους, μόνο οι μαρτυρίες για το ποιόν της οικογένειας και του πατέρα από τους φίλους τους που έχουν δημόσια φωνή, γιατί ο άνθρωπος τύγχανε γνωστός σκηνοθέτης, τα τραύματα στο πρόσωπο του πατέρα, και οι κάμερες που κατέγραψαν μέρος από το γεγονός.
Μπορώ (με κάποια δυσκολία βέβαια) να κατανοήσω πως κάποιος μπορεί να επιλέξει «να πάρει ένα στρατόπεδο» – είναι βέβαια …ατυχές να είσαι δημοσιογράφος και να μην αναρωτιέσαι ΜΗΠΩΣ υπάρχει έστω και ένα λάθος στην στάση της αστυνομίας – αν δεν ελέγξει η δημοσιογραφία την εξουσία ποιος θα το κάνει; – ή να είσαι πολιτικός και να μην φροντίζεις να πάρεις μία θέση που σέβεται ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ τον πολίτη πριν καταδικαστεί ως ένοχος.
Αλλά όταν είσαι εξουσία, και η στάση σου είναι «αν δεν ανοίξεις την πόρτα χωρίς ένταλμα είσαι προφανώς παράνομος«, τότε το πράγμα, επιτρέψτε μου, αγριεύει. Αγριεύει πολύ. Και αγριεύει πολύ επιπλέον γιατί λίγους μήνες πριν, οριοθέτησες την άσκηση της εξουσίας με ένα «εγώ θέλω να σπάει την πόρτα και να μπαίνει» – και αυτό ακριβώς, λίγο μετά, κατηγορείται ότι ακολουθήθηκε κατά γράμμα.
Επιτρέψτε μου μία παρένθεση: αν δεν ελέγξει η δημοσιογραφία την εξουσία ποιος θα το κάνει; Λοιπόν η κυβέρνηση (αυτή, η ίδια, δεν είναι παρακαταθήκη της αμαρτωλής προηγούμενης) βρήκε κάποιον να το κάνει, τον όρισε υπεύθυνο, αυτός ο κάποιος αντέδρασε άμεσα και έντονα – και εισέπραξε την νουθεσία του ελεγχόμενου ουσιαστικά από τον ίδιο υπουργού ο οποίος παίρνει ξεκάθαρα θέση, και του υπουργού που θεωρεί εξαρχής παράνομους όσους δεν ασκούν τα δικαιώματα που τους δίνει ο νόμος.
Αυτά, δεν είναι απλώς παραλογισμοί. Αυτές είναι σοβαρότερες, εξόχως επικίνδυνες καταστάσεις.
Ξεκίνησα το άρθρο μου τονίζοντας πως αυτή η υπόθεση ξεσκέπασε όσα κρύβαμε κάτω από το χαλί – και θέλω να κλείσω μ’ αυτό. Η μάχη που βλέπουμε τώρα, δεν είναι του αν η ταράτσα είναι δημόσιος χώρος, δεν είναι αν ο σκηνοθέτης είναι είναι δεξιός ή αριστερός, δεν είναι αν η οικογένεια ήθελε οικειοποιηθεί το καταληφθέν οίκημα ή επιτέθηκε στους αστυνομικούς, δεν είναι αν οι σφαίρες που έριξαν αλλού (εξ επαφής!) σε κοπέλα είναι σφαίρες ή …μπάλες.
Η μάχη της ταράτσας, έχει να κάνει με το αν η πολυκατοικία στην οποία μένουμε όλοι είναι δεξιά, ή ακροδεξιά. Ο Χρυσοχοΐδης δεν μετρά – είναι αναλώσιμος, αυτό δεν είναι απλώς σαφές αλλά και εξαρχής αναμενόμενο. Επιπλέον, αυτή η μάχη δεν αφορά τους αριστερούς, και το λέω τελείως σοβαρά: σε όλο αυτό που συμβαίνει φρονώ ότι ίσως για μία και μοναδική φορά, η αριστερά πρέπει να μείνει σιωπηλή.
Η δεξιά, καθορίζει και καθορίζεται με την στάση της σ’ αυτήν την συγκεκριμένη υπόθεση με μία συγκεκριμένη γραμμή. Οι θέσεις είναι ξεκάθαρες. Νομίζω ότι φτάνει πια με τα μισόλογα, τα πότε έτσι και πότε αλλιώς. Τα γάντια έχουν βγει – δεν υπάρχουν πια κανόνες. Ας διώξει ο πιο ισχυρός τον πιο ανίσχυρο από την ταράτσα, για να ξέρουμε και εμείς με την σειρά μας, τι ακριβώς μας κυβερνά.
Αν μας κυβερνά το «προφανώς επικροτούσαν την παρανομία, γι’ αυτό δεν άφησαν να μπει η αστυνομία χωρίς ένταλμα» – ή όχι. Δεν υπάρχει εδώ «μέση λύση»: ή παίρνουμε αυτόν τον δρόμο, ή όχι. Ας το λύσουμε μία και καλή, ξεκάθαρα.
Αλλιώς, οι δύο πλευρές θα συνεχίσουν τσακώνονται αέναα μεταξύ φιλοφρονήσεων στην ταράτσα ανεχόμενη ουσιαστικά η μία την άλλη, και το ξύλο θα συνεχίσουμε να το τρώμε μάλλον εμείς οι υπόλοιποι.
Και δεν θα υπάρχουν πάντα κάμερες να μας δικαιώνουν, ούτε θα έχουμε διάσημους φίλους να ορκίζονται για μας.