Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη. Δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινήσει…
Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα βασίλειο, όπως τόσα βασίλεια, κι αυτό, καπου στον κόσμο.
Το βασίλειό μας δεν ήταν πλούσιο, ούτε πολύ-πολύ φτωχό. Είχε μεγάλη ιστορία, και οι πολίτες του είχαν προσφέρει στο παρελθόν γνώση, πολιτισμό και δημοκρατία, μα τώρα ήταν απλώς ένα βασίλειο σαν όλα τα άλλα, χαρούμενο για το παρελθόν του, τυχερό για την θέση του, είχε παραλίες πανέμορφες, ψηλά βουνά και πεδιάδες εύπορες, και ένα πολύ καλό κλίμα για να γεννά η γη όσα χρειάζονταν για να ζήσουν.
Τα τελευταία χρόνια ήταν άτυχο στην διακυβέρνησή του. Άλλοτε κακοί, άλλοτε απλώς ανίκανοι ή άτολμοι βασιλιάδες είχαν περάσει από τον θρόνο του, ξόδεψαν τους πόρους του αλόγιστα, άστοχα, και έτσι οι κάτοικοί του ζούσαν μάλλον δύσκολα. Στα διπλανά ή παραδιπλανά βασίλεια υπήρχε μεγαλύτερη πείνα, και όσο έφταναν φτωχικοί ταξιδώτες που περνούσαν από τα μέρη του, οι πολίτες γίνονταν άλλοτε φιλόξενοι και άλλοτε όχι, άλλοτε σκληροί και άλλοτε ανθρώπινοι, όπως εκείνη την εποχή, πάνω-κάτω, γινόταν σε όλα τα βασιλεια του κόσμου.
Τούτη την φορά, ο βασιλιάς που τους κυβερνούσε δεν ήταν καλός. Εγωπαθής και ανασφαλής, νωρίς-νωρίς είχε πληρώσει αδρά τους αυλοκόλακές του να κρύβουν από όλους ότι είναι τελείως γυμνός, λέγοντας ψέματα στους ταλαιπωρημένους υπηκόους του:
Να, κοιτάξτε τα ρούχα του βασιλιά! Κοιτάξτε τι όμορφα που είναι! Τι μετάξι, τι γούνα, τι κασμίρι!
Ούτε έξυπνος ιδιαίτερα ήταν – και έτσι, οι αυλοκόλακές του, άνθρωποι που τους εμπιστεύτηκαν οι πολίτες, πολλές φορές χρειαζόταν να τους πείσουν για το αντίθετο:
Κοιτάξτε τι έξυπνος που είναι ο μεγαλοδύναμος ηγέτης μας! Πόση σοφία, πόση εξυπνάδα, πόση λογική! Δεν αξίζουμε της χάρης του!
Ο καιρός περνούσε, κουτσά-στραβά. Τα λάθη του δεν τα μάθαινε κανείς, και έτσι λίγοι διαμαρτύρονταν. Επειδή όμως ούτε όμως και καλούς συμβούλους είχε, όταν ξαναρχόταν σιγά-σιγά ο χειμώνας, ούτε ο βασιλιάς, ούτε οι σύμβουλοί του ήταν ικανοί να τον αντιμετωπίσουν. Χρειάστηκε πάλι οι αυλοκόλακες να κάνουν την δουλειά τους:
Δεν θα είναι χειμώνας αυτός. Θα έχουμε ήλιο, τα σπαρτά σας θα πολλαπλασιαστούν, μην ανησυχείτε, και κάτι να πάει στραβά, έχει προβλέψει ο ηγέτης μας.
Ο χειμώνας όμως, έχει μία τάση να μην ακούει στα παραμύθια. Ο ήλιος θα απομακρυνθεί, καιρός θα κρυώσει, ότι και να λένε οι αυλοκόλακες, ότι και να ισχυρίζονται οι ψεύτες. Και έπιασε πρώτα τα βουνά, στην αρχή λίγο συννεφιά, λίγο βροχή, λίγο παγωνιά.
Κοιτάξτε τι όμορφη μέρα! έλεγαν οι αυλοκόλακες. Τι ζεστός ήλιος, τι γλυκός καιρός!
Οι κάτοικοι όμως, έτσι και σήκωναν το κεφάλι ψηλά, βλέπαν μόνο συννεφιά. Όσο και αν ήθελαν να πιστέψουν τα όμορφα λόγια, όταν έπεσαν οι πρώτες σταγόνες, παρέσυραν το ψέμα των αυλοκολάκων, καθάρισαν τα μάτια τους, και άρχισαν να διαμαρτύρονται που ο βασιλιάς δεν τους είχε προετοιμάσει για τον χειμώνα που ερχόταν.
Κατω, στα πεδινά, οι πολίτες έβλεπαν τους βουνίσιους που διαμαρτύρονταν, μα οι αυλοκόλακες είχαν έτοιμη την απάντηση:
Μην τους ακούτε αυτούς, είναι βουνίσοι, χαζοί και ανόητοι άνθρωποι. Θέλουν το κακό μας, το κακό του του βασιλιά μας, γιατί ζηλεύουν που ‘ναι έξυπνος και καλοντυμένος! Άλλωστε, ο βασιλιάς που σας αγαπάει τόσο θα σας άφηνε έτσι;
Μα το κρύο πλησίαζε και τις πεδιάδες, και τα ψέματα των αυλοκολάκων σαν να μην ήταν πια αρκετά. Ο κόσμος δυσανασχετούσε, δεν είχε ομπρέλες να προστατευτεί από την βροχή, γιατί του έλεγαν πως δεν χρειάζονταν, και δεν είχε προστατέψει τα σπαρτα του από το χαλάζι καθώς όλο για καλοκαιρία άκουγε από αυτούς που εμπιστευόνταν.
Ο βασιλιάς, είχε αρχίσει να θυμώνει από την αμφισβήτηση. Είχε πιστέψει και αυτός τους αυλοκόλακές του, ότι ήταν σοφός, ότι ο καιρός ήταν καλός, και ότι τα ρούχα του ήταν τα πιο όμορφα του κόσμου. Το ‘χε πιστέψει τόσο πολύ, που και οι αυλοκόλακές του δεν τολμούσαν πια να του πουν την αλήθεια, κι όλοι πια ήταν τόσο τυλιγμένοι στο ψέμα που δεν μπορούσε κανείς να βγει έξω απ’ αυτό.
Θύμωσε λοιπόν ο βασιλιάς, και, πιστεύοντας ότι πράγματι οι βουνίσιοι θέλουν το δικό του το κακό, έστειλε στρατό να τους νουθετήσει. Τα αντίθετα βέβαια πέτυχε, καθώς οι ανήσυχοι και προβληματισμένοι πολίτες, ένιωσαν και αδικημένοι από τον βασιλιά τους, και θύμωσαν κι αυτοί, και καυγάδες μεγάλοι έγιναν. Και όσο θυμώνανε κι αυτοί, και όσο οι αυλοκόλακες -και για την δική τους προστασία πια, γιατί τους είχαν πάρει χαμπάρι και θυμώνανε και μ’ αυτούς- τους βρίζανε ακόμα πιο πολύ, το πράγμα γινόταν όλο και χειρότερο, μέχρι που όλοι στον θυμό τους έβγαλαν τα μαχαίρια και τα σύννεφα δεν ήταν πια μόνο στον ουρανό, ήταν και στην καρδιά τους.
~
Όπως υπήρχε και άλλο ένα πρόβλημα, πιο σοβαρό. Ο γυμνός βασιλιάς, κρύωνε. Όσο κι αν οι πολιτες του του ζητούσαν να βγει στο μπαλκόνι και να τους καθησυχάσει για το κρύο που ήταν πια παντού, η ζέστα του παλατιού του τον είχε ξεγελάσει, και η ιδέα να βγει γυμνός πια έξω ήταν ανήκουστη.
Αλλά τι να κάνει; Αν ζητούσε ένα πανωφόρι θα καταλάβαιναν την γύμνια του. Αν όμως έβγαινε γυμνός, θα πάγωνε.
Και όλο τον πίεζαν οι πολίτες να βγει, και όσο τον πίεζαν, τόσο πιο μπλεγμένος στο ψέμα του αισθανόταν. Μήπως οι αυλοκόλακές του τον είχαν ξεγελάσει κι αυτόν; Μήπως δεν ήταν όντως έξυπνος; Μήπως δεν ήταν όντως σοφός; Μα τώρα ήταν βασιλιάς, δεν μπορούσε να κάνει πίσω! Όλοι περίμεναν από αυτόν, μια κουβέντα, μία σωτηρία, να βγει στο μπαλκόνι!
– Και τι θα κάνει ο βασιλιάς μπαμπά;
Δεν ξέρω αγάπη μου. Άλλες φορές οι άνθρωποι καταλαβαίνουν το λάθος τους, και κοιτάνε να το διορθώσουν. Ζητούν ένα ρούχο, παραδέχονται την γύμνια τους, ότι δεν τα ξέρουν όλα και, κυρίως, ακούν – όλους, όχι μόνο αυτούς που τους πληρώνουν οι ίδιοι για να μιλήσουν. Σταματούν να κρύβονται πίσω από τα όπλα, τον θυμό και την βία. Άλλες φορές πάλι, ο εγωισμός τους είναι το τελευταίο τους καταφύγιο. Τα ρίχνουν όλα σε άλλους, βάζουν τους πολίτες τους να μαλώσουν μεταξύ τους, κρύβονται πίσω από το αίμα και την έχθρα.
Έλα, πέσε να κοιμηθείς. Ο,τι και αν αποφασίσει ο βασιλιάς, το βασίλειό του θα υπάρχει και αύριο, και οι πολίτες του θα υπάρχουν και αύριο, και αυλοκόλακες θα υπάρχουν, και βασιλιάδες θα υπάρχουν. Άλλοτε θα κάνει λίγο για να γιάνει η πληγή, άλλοτε θα κάνει πολύ. Κράτα ο,τι κατάλαβες από το παραμύθι, κλείσε τα ματάκια σου και ονειρέψου έναν καλύτερο κόσμο, γιατί το μόνο που έχουμε καμιά φορά είναι η ελπίδα να μάθουμε κάτι, έστω και από τα παραμύθια.
Το μόνο που έχουμε είναι η ελπίδα να μάθουμε κάτι απ’ όλα αυτά.