Γιορτινές ημέρες γύρω μου. Φωτάκια, εορταστικά ωράρια καταστημάτων, καλεσμένοι, επισκέψεις, χάρτινα περιτυλίγματα, ευχές.
Όχι πολύ μακρυά από μένα, κάποιοι άνθρωποι, με ασθένειες σοβαρές, με κομμένα πόδια, πληγές παντού, καρκίνους, ανάμεσα σε ανθεκτικότερες από αυτούς κατσαρίδες, οροθετικοί, πίσω από κάγκελα – δεν άντεξαν άλλο. Οι δυνατότεροι εξ αυτών, που πάλεψαν με όπλο την αποχή από το συσσίτιο, την αποχή από τα φάρμακα που θα τους κάνουν καλύτερα, γονάτισαν, και ανέστειλαν την κινητοποίησή τους.
Το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκα πραγματικά ακούγοντας για το Κολαστήριο, το νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού, ήταν «γιατί;»
Οι άνθρωποι αυτοί ζητούν να μεταχειρίζονται σαν άνθρωποι: αν είναι ασθενείς, να έχουν γιατρούς, αν ο ίδιος ο νόμος που τους έκλεισε πίσω από τα κάγκελα είναι τώρα υπερ τους, να εφαρμόζεται σωστά. Γιατί είναι δύσκολο; Γιατί αυτά τα αιτήματα να αποτελούν μία μάχη ετών; Μπορεί να έχει κόστος, ναι – μα δεν θα έπρεπε να είναι αρκετός ως ανασταλτικός λόγος αυτό: μεγαλύτερο κόστος έχει, αν το θέλουμε έτσι, κάθε χαμένη μάχη στα δικαστήρια, κάθε πρόστιμο για κατάφωρη παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μπορεί να εχει δουλειά, ναι – μα περισσότερη δουλειά πρέπει να είναι να παλεύεις να κάνεις πως δεν ακούς τις κραυγές τους. Μπορεί, πιθανόν να είναι αντιδημοφιλές να βοηθάς σ’ αυτήν την εποχή κρατούμενους – μα δεν μπορεί να είναι πιο αντιδημοφιλές από το να πρέπει να ξεκρεμάσεις από το ταβάνι τον άνθρωπο που δεν άντεξε άλλο την κόλαση…
…Γιατί;
Από τότε που άρχισα να ασχολούμαι, έμεινα άμεσα ικανοποιημένος από την συμπαράσταση. Τότε, μπορεί να είχα απέναντί μου μία κυβέρνηση που δεν έδειχνε απολύτως κανένα ενδιαφέρον για το θέμα -θα μου επιτρέψετε να πω, ούτε καν ανθρώπινο- μα αντιθέτως, είχα δίπλα μου πολύ κόσμο, είτε αναγνωρισμένους δημοσιογράφους – άνθρωποι που βοήθησαν όσο το δυνατόν περισσότερο, κατ’ αρχάς, να γίνει γνωστό το αίσχος, μα είχα δίπλα μου και απίστευτα πολλούς φίλους, επώνυμους δικτυακά και μη, που ανακινούσαν το θέμα κάθε φορά που το έφερνα μπροστά τους, που το θυμόμασταν όλοι μαζί, αναγνώριζαν την συλλογική μας ευθύνη, πίεζαν ατομικά και πολιτικά, για να αλλάξει αυτό το βρωμερό σκηνικό.
Η δε τότε αντιπολίτευση -και νυν κυβέρνηση- έδειξε ενδιαφέρον, βουλευτές πήγαν εκεί να καταγράψουν τις συνθήκες, έμοιαζαν να ενδιαφέρονταν αληθινά για όλο αυτό.
Και όταν έγιναν πια κυβέρνηση, πράγματι, (όπως καταλαβαίνω, δεν έχω πλήρη εικόνα) κάποια πράγματα άλλαξαν, κάποιοι νόμοι τέθηκαν, κάποια πράγματα καλυτέρεψαν….
….μα νοσοκομείο το νοσοκομείο δεν έγινε ποτέ. Και βρεθήκαμε πάλι στα ίδια, να μιλάμε για σιωπές μηνών, για ανθρώπους που κρεμιούνται [1], να μιλάμε για ανθρώπους που σβήνουν από καρκίνο στην φυλακή, για οροθετικούς που δεν παίρνουν την σωστή αγωγή και η εύθραυστη υγεία τους δεν προστατεύεται ούτε στο ελάχιστο.
Και ξαναρχίσαμε να φωνάζουμε, οι λίγοι, οι πολλοί, για τα αυτονόητα, για ένα γαμημένο ασθενοφόρο, για μία μετάβαση ευθύνης στο Υπουργείο Υγείας, για χώρους, για γιατρούς.
Για τα αυτονόητα.
Τον τελευταίο καιρό, έχω μουδιάσει κάπως. Ποιος είναι φυλακή;
Ακούστε με, δεν το λέω τυχαία. Έχω, από την μία πλευρά, δεκάδες ανθρώπους που ουρλιάζουν «Σώστε το Κολαστήριο, οι άνθρωποι πεθαίνουν», μα δεν γίνεται τίποτα. Κανείς δεν παίρνει σοβαρά την ευθύνη, η διοίκηση του «νοσοκομείου» παραμένει η ίδια – καμία τιμωρία στους υπευθύνους, οι νόμοι παρακάμπτονται ατιμώρητα.
Έχω από την άλλη πλευρά μερικές δεκάδες ανθρώπων, που έχουν στερηθεί τα πάντα, την ελευθερία τους, δικαίως – αυτό είπε ο νόμος, μα και την δική μας (ως κοινωνία) αξιοπρεπή μεταχείριση που αξίζουν, που δεν την στερήθηκαν από μία απόφαση δικαστηρίου – πως θα ήταν άλλωστε δυνατόν αυτό.
Και αυτοί οι άνθρωποι, επιλέγουν να πολεμήσουν ακόμα και γνωρίζοντας ότι αν τους πιάσουν να επικοινωνούν την κόλασή τους, θα τους χώσουν πιο βαθιά ακόμα στα κελιά τους – γνωρίζοντας ότι αν σταματήσουν τα φάρμακά τους, θα γίνουν ακόμα πιο άρρωστοι, αν σταματήσουν το φαγητό τους θα είναι ακόμα πιο αδύναμοι.
Οι απ’ εξω φωνάζουμε, μα δεν ακουγόμαστε. Σαν να μην φτάνουν πουθενά τα δίκαια ερωτήματά μας, σαν η φωνή μας δεν μην έχει καμία αξία, σαν το αίτημά μας να μην ακουμπάει κανέναν. Γύρω μας ένα τοίχος αδιαφορίας – δεν νομίζω ότι είμαστε πιο ελεύθεροι από τους φυλακισμένους.
Οι από μέσα, θυσιάζουν ο,τι πολυτιμότερο έχει ο καθένας, την υγεία του, την ζωή του, τις αντοχές του, την ίδια του την ελευθερία – γιατί πιστεύουν ότι αυτό είναι το σωστό να γίνει – δεν νομίζω ότι γίνεται να είσαι πιο ελεύθερος απο αυτό.
Δεν γίνεται να είσαι πιο ελεύθερος όταν το αναγνωρίζεις ως υπέρτατο αγαθό, άξιο κάθε θυσίας, όταν καταλαβαίνεις την ουσία της δικαιοσύνης, όταν θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο για να σωθείς – όχι απαραίτητα καν εσύ: ο διπλανός σου που βλέπεις να αδικείται και να υποφέρει.
Μας δίνουν ένα μάθημα ελευθερίας, αυτοί οι μέσα, εμάς των έξω. Μας εξηγούν, όχι σε εμάς που φωνάζουμε τόσο, όσο σε αυτούς που κάνουν ότι δεν ακούν, πόσο πολύτιμο είναι η ανθρωπιά, η δικαιοσύνη – και πόσα αξίζει να βάλεις σε κίνδυνο για να τα διεκδικήσεις.
Υπάρχει τίποτα πιο βαθιά ελεύθερο από αυτό;
~
Ήλπιζα μέχρι τις γιορτές, μία αλλαγή. Ήλπιζα ότι κάποιος θα έλεγε «ας δούμε τι ποινικές(; ) ευθύνες έχει μία διοίκηση που επιτρέπει αυτήν την κατάσταση, που έχει αυτό το τρομαχτικό ιστορικό», ήλπιζα ότι κάποιος θα έλεγε «να, τουλάχιστον διαθέτουμε αυτό το ασθενοφόρο για επείγουσες περιπτώσεις», ήλπιζα έστω ότι κάποιος θα έλεγε, «την τάδε του μηνός θα σας πούμε τι θα αλλάξει».
Είμαι ανόητος. Οι φωνές μου δεν φαίνεται ότι μπορούν να πιέσουν να γίνει αυτό. Δείτε τα αιτήματα των κρατουμένων [2] – στα περισσότερα, όσα μπορώ να κατανοήσω καθώς δεν έχω τις απαιτούμενες νομικές γνώσεις για όλα τους τα αιτήματα – δεν μπορώ παρά να αναφωνήσω «αυτονόητο»
Αυτονόητο, αλλά είμαι ανίκανος, φυλακισμένος σε τείχη σιωπής. Και εγώ, και όσοι φωνάζουμε, θα συνεχίσουμε να …παίρνουμε εμείς κουράγιο από τους ελεύθερους του «νοσοκομείου» των φυλακών Κορυδαλλού, που πολεμάνε κόντρα στην δική μας, συνολική αδιαφορία της κοινωνίας, κοιτώντας ο ένας τον άλλον σε κάθε χαμένη μέρα, και λέγοντας, «δεν πειράζει, όχι σήμερα, αύριο».
Γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι για κάποιους εξ’ αυτών, δεν θα υπάρχει το αύριο γιατρειάς ή της ελευθερίας που δικαιούνται – θα λυγίζουν, στο τελικό στάδιο καρκίνου [3] πχ, στα εις θάνατον δεσμά που τους επέβαλε, παράνομα, καταχρηστικά, η δική μας «νόμιμη» κοινωνία.
Κοιτάξτε γύρω μας. Κοιτάξτε αυτήν την τρομαχτική ιστορία. Ποιος είναι στα αλήθεια ο φυλακισμένος; Και ποιοι είναι στα αλήθεια οι ελεύθεροι;
~
[1] 5/2/2015: https://twitter.com/kolastirio/status/563287489188995072
[2] 20/12/2015: https://twitter.com/kolastirio/status/678650972130906112
[3] 4/12/2015: https://twitter.com/kolastirio/status/672820968738418688