Πολύ δύσκολη η σημερινή καλημέρα.

Με πόνο, με σκέψη, και τρόμο.

Με πόνο, γιατί ένα 35χρονο παλικάρι δολοφονήθηκε από ομάδα ανθρώπων που πίστευαν διαφορετικά από αυτόν πράγματα. Με πόνο, γιατί άλλος ένας άνθρωπος – μετανάστης, διαφορετικών πολιτικών πεποιθήσεων, διαφορετικών σεξουαλικών πεποιθήσεων, διαφορετικών κοινωνικών οραμάτων – «συνετίζεται», όχι αυτός, αλλά οι συν αυτώ, με μία λεπίδα, για να μάθει να μην σηκώνει κεφάλι, από μία παραστρατιωτική ομάδα, που υπακούει πιστά σε αρχηγούς, και κανόνες, και διεστραμμένες λογικές και αλήθειες, και κυρίως σε διαστρεβλωμένες έννοιες όπως «αίμα», και «τιμή».

Με σκέψη, γιατί το νεαρό παιδί, δεν δολοφονήθηκε γιατί ενοχλεί μόνο αυτό, προφανώς: Δολοφονήθηκε για να μην ενοχλούν οι υπόλοιποι. Όσοι διαμαρτύρονται, όσοι αποτροπιάζουν, όσοι νιώθουν στο μεδούλι τους το κλαμα του αδύναμου και του «παρείσακτου», όσοι νιώθουν ότι έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα να ζήσουν, ανάγκη για τις ίδιες ευκαιρίες να ακουστούν, είτε είναι από άλλη χώρα, είτε είναι ομοφυλόφυλοι, είτε είναι αριστεροί, είτε είναι φτωχοί, όσοι έχουν την πεποίθηση ότι τα όνειρα είναι υπέροχα, όλων των ανθρώπων τα όνειρα, αρκεί να είναι όνειρα, όχι εφιάλτες.

Το παλικάρι δολοφονήθηκε γι’ αυτούς, για μας. Να ξέρουμε τι μας περιμένει. Τι μας περιμένει αν σκεφτόμαστε μόνοι μας, έξω από το κλουβί της σκέψης τους που μυρίζει ακόμα φούρνους και σαπούνια, έξω από την μιλιταριστική ορολογία και την αντικατάσταση κάθε ίχνους συναισθήματος με απόλυτη, πιστή και αδιαπραγμάτευτη υποταγή στον φύρερ («Führer», ο αρχηγός)

Έτυχε να είναι αυτός, ίσως γιατί μιλούσε πιο δυνατά – μα ο στόχος, είμαστε όλοι, χωρίς διακρίσεις.

Και με τρόμο όμως, γιατί κάθε μέρα που περνάει, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συγκρατήσεις την οργή για την ατιμωρησία τους. Εχθές το βράδυ, από την στιγμή που το έμαθα, παρακολούθησα σιωπηλός όλες τις κουβέντες που έγιναν πάνω στην είδηση, κουβέντες θυμού, οργής, σαν το θύμα που εγκλωβίζεται στην γωνιά, και είναι πολύ θυμωμένο για την αδικία που του συμβαίνει, πολύ θυμωμένο για την απάθεια των άλλων στο αίμα συνανθρώπου μας (πόση απάθεια πια, αλήθεια, τίποτα δεν ακουμπάει πια τις ψυχές μας;) πολύ θυμωμένο για την τιμή που έχει πάρει -και το γεγονός ότι έχει πάρει τιμή- η ζωή του.

Επέλεξα να μην μιλήσω, παρότι άλλοι, πιο σώφρονες από εμένα, εκτέθηκαν – και εν μέρει, σ’ αυτούς χρωστάω τούτο το άρθρο. Γιατί είμαι και εγώ ένας από τους γαμημένους τους «πασιφιστές», που ναι μεν επιλέγουν συνειδητά να μην σκορπίσουν «αίμα για το αίμα που χύθηκε», ούτε να παροτρύνουν και άλλους να το κάνουν, αλλά που μου τελειώνουν, μία-μία οι απαντήσεις στο «πως αλλιώς».

Στερεύει η λογική – έτσι θα γινόταν πάντα ιστορικά, υποθέτω.

Με τρόμο, γιατί φοβήθηκα εχθές, με όλη την ειλικρίνεια και τον αποτροπιασμό το λέω, ο φόβος έκανε στενή συντροφιά στην θλίψη μου, ότι θα ξέφευγε η κατάσταση, και θα γινόταν η έκρηξη που θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες.

Με τρόμο, γιατί δεν ξέρω πια τι θα σταματούσε αυτό το κύμα φασισμού, και πως θα σωθούμε όλοι, πια, όχι μόνο ο αδικοχαμένος νεαρός, από αυτό που μας σπρώχνουν οι ολοκληρωτισμοί να γίνουμε.

Με τρόμο, γιατί παρέμεινα σιωπηλός, γιατί μου τελειώνουν τα επιχειρήματα. Με τρόμο, γιατί δεν ξέρω πια αν έχω δίκιο.

Ένα αιματοβαμμένο παλικάρι σε ένα πεζοδρόμιο, να ελπίζει να ξημερώσει μία καινούργια ημέρα γι’ αυτόν, για να φωνάξει, πάλι, «όχι στον φασισμό» όπως έκανε κάθε μέρα μέχρι τώρα, εκτιθέμενος γι’ αυτό και μόνο όσο περισσότερο μπορούσε, χωρίς να φοβάται. Μια κοπέλα που είδε τον άνθρωπό της, τον έρωτά της, να αργοσβήνει. Ένας περαστικός, να κοιτά τριάντα τραμπούκους να κυνηγούν έναν μόνο του να γλυτώσει από τις λεπίδες τους. Ένα πεζοδρόμιο γεμάτο από σταγόνες με αίμα. Ένας να του κρατά το χέρι, και να του λέει «βάστα, Παύλο; βάστα ρε, βάστα ρε Παύλο, όλα θα πάνε καλά». Μια μάνα, που έμαθε στο τηλέφωνο «ο Παύλος δεν είναι καλά». Μισό εκατομμύριο ψηφοφόροι, να κοιτούν αυτούς που σφάζουν για λογαριασμό τους, και, ελπίζω ρε φίλε, αλήθεια ελπίζω, να απορούν έστω και για μία στιγμή, τι σκατά πήγαν και κάνανε. Εμείς, οι υπόλοιποι, να κοιτάμε τι θα πάθουμε, αν αντιδράσουμε, αν διαμαρτυρηθούμε αν πούμε μία κουβέντα παραπάνω, όταν κλωτσάνε ένα πεντάχρονο παιδάκι στην Ακρόπολη, όταν βρίζουν, ή μαχαιρώνουν έναν ξένο, όταν στήνουν ενέδρες σε αριστερούς. Εγώ, να κοιτάω την οργή, την απόλυτα δικαιολογημένη και τρομαχτική οργή, και να μην βρίσκω λόγια να την σταματήσω – να μην ξέρω καν, πια, πως και αν πρέπει.

Για το ΠΑΣΟΚ, το συνέδριο και τα γενέθλιά του, υπάρχει μία μικρή ..αναστάτωση σήμερα στα social media 🙂

Οι περισσότεροι που σχολιάζουν, θεωρώ, είναι θυμωμένοι – ακόμα και αν απλώς ειρωνεύονται, για πλάκα.

Εγώ έχω μόνο μία σκέψη για το θέμα:

Ας προσέξουμε τι πήγε στραβά, και ας μην το αφήσουμε να ξαναγίνει.

Πρόσεξε: Δεν ασχολούμαι αν όντως έχουν γίνει όσα προσάπτουν, σε κόμμα συλλογικά, ή σε πρόσωπα, ή σε ιδεολογίες. Όχι γιατί δεν έχει σημασία, αλλά γιατί δεν έχει σημασία για το μέλλον:

Για να μην ξαναθυμώσουμε με ένα κόμμα, αρκεί να κρατήσουμε ελάχιστους, -ίσως τώρα μοιάζουν δύσκολοι, ίσως όμως δεν είναι τελικά- κανόνες. Πχ:

Ζητάμε πριν τις εκλογές ξεκάθαρο πρόγραμμα από το κόμμα μας. Είτε είναι στην βουλή, είτε είναι κυβέρνηση μετά – είτε όχι. Όχι μόνο τις παροχές, αλλά και τον τρόπο που αυτές θα έρθουν. Απαιτούμε καθαρές θέσεις, για μία καθαρή ψήφο. Το «που θα βρεις τα χρήματα για να κάνεις όσα υπόσχεσαι» είναι πάντα, ανεξαρτήτως προγραμματικής δήλωσης, κόμματος, και αποτελέσματος, μία εξαιρετική ερώτηση – όχι η μόνη, βέβαια.

Ζητάμε διαφάνεια. Διαφάνεια σημαίνει να μην προσλαμβάνεις τους δικούς σου σε διαγωνισμούς (ακόμα, και κυρίως, αν οι δικοί σου είμαστε εμείς), να μην αναθέτεις απ’ ευθείας σε εταιρίες, να υπάρχουν και να λειτουργούν θεσμοί που προστατεύουν ώστε να μην παίρνεις χρήματα κάτω από το τραπέζι, να μην παρεμβαίνεις στον ρόλο της δικαιοσύνης, κάθε σου απόφαση να είναι δημόσια, και άμεσα διαθέσιμη από όσο το δυνατόν περισσότερους όλους.

Ζητάμε δικαιοσύνη. Αυτό σημαίνει ότι, κανένας λόγος δεν είναι πιο σημαντικός από την δικαιοσύνη την ίδια. Δικαιολογίες να μην εφαρμοστεί υπάρχουν πολλές, και όλες οδηγούν, τελικά, περίπου εδώ που έχουμε φτάσει τώρα. Αναδρομικές «δικαιοσύνες», και αναβολές που οδηγούν σε παραγραφές, θα πρέπει να εξαλειφθούν.

Ζητάμε συνέπεια. Ελέγχουμε τον λόγο των ανθρώπων που ψηφίσαμε με τις πράξεις τους. Όταν αποκλίνουν, απαιτούμε είτε μία καλή εξήγηση γι’ αυτό, είτε να επανέλθουν σε όσα υποσχέθηκαν να πράξουν.

Δεν τελειώνει εκεί, προφανώς. Ούτε είναι απαραιτήτως αυτοί οι κανόνες, φτιάξε άλλους, δικούς σου εσύ, που θεωρείς ότι δεν θα σε προδώσουν αύριο, όποιο κόμμα και αν ψηφίσεις, ούτε είναι μόνο για το μέλλον το βλέμμα μου, είμαι με όλους όσους θέλουν να ξεκαθαρίσουν το παρελθόν από τα βαρίδια του, να κάνουν Επιτροπές Λογιστικού Ελέγχου, να καθαρίσουμε τα οικονομικά μας, να ξεσκονίσουμε τις επίσημες δηλώσεις και τα πραγματικά έργα.

Αυτο που λέω, είναι: Για να μην ξαναθυμώσουμε που με την εξουσία που τους παραδώσαμε -και ελπίζω να είναι προφανές ότι μιλάω για όλα τα κόμματα, και αυτά που υπήρχαν, και αυτά που υπάρχουν, και αυτά που θα υπάρξουν- θεωρώ ότι με λίγους σχετικά, απλούς κανόνες, θα διατηρήσουμε μία γραμμή πολιτικής ποιότητας.

Για να μην ειρωνευόμαστε πληγωμένοι για αρπαγές ψήφου μετά, κάθε εκάστοτε τρίτη μέρα του Σεπτέμβρη.

– Λίγες χιλιάδες κόσμου έξω από την Βουλή. Να φωνάζουν, να διαμαρτύρονται, να αγωνιούν, με τα ΜΑΤ απέναντί τους. Είναι πολλοί – μα είναι λίγοι.

– Πλειοψηφία η κυβέρνηση χάρη στις ψήφους Νέας Δημοκρατίας, και ΠΑΣΟΚ. Διαθέτουν το 153 τουλάχιστον των βουλευτών, την απαιτούμενη πλειοψηφία να περάσουν οι νόμοι τους. Αυτήν την πλειοψηφία την δώσαμε εμείς, με την ψήφο μας.

– Καμία αγωνία από τους βουλευτές και τους αρχηγούς κομμάτων. Αρκούν δύο-τρία ψέμματα πριν τις εκλογές, (θα διαπραγματευτούμε, Ζάππειο, όχι άλλα μέτρα) – και ξαναβγαίνουν. Δεν αθωώνω τους ψεύτες, μα δεν αθωώνω και όσους τους πίστεψαν την δεύτερη φορά. Το δις εξαμαρτείν, που λένε.

-Καμία αγωνία και για τους βουλευτές τους ίδιους. Το «είναι η τελευταία φορά που ψηφίζω νέα μέτρα», ή το «δεν συμφωνώ (αν και κυβερνητικός) με τις διαδικασίες», γίνεται, άκοπα και ατιμώρητα, «ναι, σε όλα». Ατιμώρητα, από τους ψηφοφόρους τους. Δεν τους ελέγχει, πια, κανείς άλλος πλην του αρχηγού τους.

– Ο Πρόεδρος της Βουλής διεξάγει την ψηφοφορία με τρόπο φανερά εξοργιστικό, τους συγκυβερνώντες βουλευτές να κοιτάζουν, τους αντιπολιτευτικούς να φωνάζουν «όχι», και να νομοσχέδια να περνάνε δια βοής, και κατά πλειοψηφία. Ντροπή, αλλά, είναι «η διαδικασία».

– Τίποτα απολύτως δεν γίνεται για τα κανάλια. Κόσμος διαμαρτύρεται, η βουλή συνεδριάζει για πολύ σοβαρά και σημαντικά νομοσχέδια, το CSI Miami ή το Απαγορευμένοι Καρποί στην Άνω Μπραζίλια δεν σταματούν πάρα μόνο για διαφημίσεις. Μην ανησυχείς για τίποτα, ξέρουν αυτοί, δες την σειρά σου.

Συνεπώς: Εμείς, δεν φωνάζουμε αρκετά. Αυτοί, δεν μας ακούνε καν. Τα κανάλια δεν μας ενημέρωνουν για τίποτα που «δεν συμφέρει». Οι πολιτικοί, δεν πληρώνουν τα ψέματά τους.

Αν δεν φωνάξουμε δυνατά εμείς «όχι!», όταν υπάρχει σιωπή, τότε πολύ λογικά και «συνεπώς, τα άρθρα θα γίνονται δεκτά κατά πλειοψηφία».

Μόνο έτσι πάει, αδέλφια.

Έχεις λοιπόν μία εταιρία, κρατική – ας την πούμε ΕΡΤ. Για χρόνια τώρα, αυτή η εταιρία υπάρχει, δυναμώνει, περνάει δύσκολες και ευχάριστες στιγμές, επιβιώνει.

Τα έσοδά της, δεν είναι σαφή. Κάποια από αυτά, τα παράγει μόνη της, από διαφημίσεις. Τα περισσότερα, τα παίρνει από τον κόσμο, που ενοχλείται να πληρώνει, αλλά όταν βλέπει πχ Champions League (ή εκπομπές ποίησης) σταματά να γκρινιάζει, και απολαμβάνει το θέαμα.

Σίγουρα πάντως, δεν βγάζει όσα σπαταλά. Και αυτό, φαίνεται.

Στα σπλάχνα της, δουλεύουν όλοι οι πιθανοί συνδυασμοί που μπορεί να φανταστεί κανείς. Καταπληκτικοί επαγγελματίες που πασχίζουν να δείξουν την δουλειά τους, χαραμοφάηδες που ψάχνουν πως να λουφάρουν, ταλέντα που δεν θα τους δινόταν με άλλον τρόπο τέτοια ευκαιρία, ικανοί που χάλασαν, ανίκανοι που τελικά βρήκαν κάτι καλό στην ζωή τους να κάνουν αξιόλογα. Άλλοι μπήκαν μέσα με ιδρώτα, άλλοι έγλειψαν και καναδύο κώλους σιχαμένων για να μπουν, άλλοι, απλώς βρέθηκαν, κάποια στιγμή στην ζωή τους, να δουλεύουν για την μεγάλη εταιρία. Και φυσικά, παχυλοί μισθοί σε ανύπαρκτης ουσίας θέσεις δίνονταν, και ιστορικά αλλά εμφανώς και απ’ αυτήν την κυβέρνηση, σε ανθρώπους για πολιτικούς λόγους σκορπίζοντας αλόγιστα ζεστό, και ιδιαίτερα χρήσιμο αυτήν την εποχή, χρήμα.

Μαζί μ’ αυτούς, όλοι οι ιδιωτικοί. Άλλοι με βύσμα, άλλοι με ευκαιρία, προσκολήθηκαν έστω και μία στιγμή στο όχημα, παρήγαγαν αξιοπρεπές έργο – ή, απλώς, ξέπλυναν χρήματα με αηδίες. Κρατικό χρήμα πάντως, στην ιδιωτική αγορά, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, πήγε.

Κάποια στιγμή, όμως, στην μακρόχρονη ιστορία της, έπεσε το σύνθημα. Κάτι πρέπει να αλλάξει. Και αυτό που αποφασίσανε να αλλάξει, είναι η ΕΡΤ.

Μέχρι στιγμής, έχουν ακουστεί πάμπολλοι λόγοι για τους οποίους πάρθηκε αυτή η απόφαση. Σύμβουλοι παρά τω πρωθυπουργό, πολιτικά παιχνίδια, κυβερνητικοί συσχετισμοί, ειλικρινές ξεκαθάρισμα ενός απίστευτου εσωτερικού γραφειοκρατικού μπάχαλου που κόστιζε πολλά, ευκαιρία για αλλαγή πλεύσης καθώς δεν «έδειχνε» κατάλληλα την φωνή της κυβέρνησης, ακόμα μεγαλύτερη ευκαιρία πρόσληψης ημετέρων, για όποιον λόγο και αν αποφασίστηκε, αποφασίστηκε:

Αλλάζουμε.

Η απόφαση πάρθηκε άμεσα. Με τον φόβο των αντιδράσεων, επιχειρήθηκε μία κίνηση σοκ, σε λίγες ώρες έκλεισε, η εξήγηση ήταν αν όχι παράλογη, τουλάχιστον άδικη, όλοι στον ντορβά, καλοί, κακοί, το κουβάρι αφού δεν ξετυλίγεται κόβεται, και αν χαθούν και μερικοί, λίγοι ή πλειοψηφία, αξιόλογοι, το γενικότερο καλό θα το αξίζει.

Και πέφτει μαύρο.

Τα ΜΑΤ κατεβάζουν σταθμούς, οι υπάλληλοι συνεχίζουν να εκπέμπουν κάνοντας καταλήψεις και αντιδρώντας όπως μπορούν, αλληλέγγυοι που πριν τους έβριζαν στέκονται στον αγώνα τους είτε για ψηφοθηρικούς λόγους, είτε γιατί βλέπουν δίκαια τα αιτήματά τους, ή απλώς άδικη την στάση της κυβέρνησης, το internet αντικαθιστά την απόλυτη απουσία των άλλων μέσων ενημέρωσης που αγνοούν οτιδήποτε δεν πρέπει να ακουστεί, τα φύλλα των εφημερίδων είτε δείχνουν την κυβερνητική αδιαλλαξία, είτε υπερπαρουσιάζουν την διεφθαρμένη πλευρά της Μεσογείων.

Μαζί με το σκοτάδι όμως, ταυτόχρονα, φωτίζεται και όλη η ανυπαρξία σχεδίου.

Κανένα απολύτως σχέδιο για το μετά. Η «επόμενη μέρα» βασίζεται σε ένα παλαιότερο σχέδιο που οι ίδιοι που στελεχώνουν την κυβέρνηση έχουν καταδικάσει όταν εμφανίστηκε, λέξεις αλλάζουν σε ένα word αποτυχημένα για να δείξουν πρόγραμμα δράσης, οι εργαζόμενοι μαθαίνουν ότι αν δεν εγκαταλείψουν δεν θα αποζημιωθούν για την απόλυσή τους(!) από την αστυνομία(!!), το σήμα εκπέμπεται ψηφιακά, το 902 προσπαθεί να μεταφέρει το σήμα στους τηλεοπτικούς δέκτες – και η Digea των ιδιωτικών σταθμών εντελώς παράνομα την κόβει (με το έτσι θέλω κάνοντας κρίση του τι επιτρέπεται και τι όχι να παίζει ένα κανάλι) ξεκινώντας ένα απίστευτο γαϊτανάκι 20 δευτερολέπτων μετάδοσης, λογότυπα που δεν κατοχυρώνονται δικτυακά κλέβονται από αυτούς που έχουν την προνοητικότητα να τα κλείσουν, οι εργαζόμενοι παρουσιάζουν δεδομένα που μιλούν για απίστευτη οικονομική καταστροφή από αυτήν την απόφαση – και οι καταγγελίες τους παραμένουν αναπάντητες, η ανυπαρξία πλάνου περνά ξεκάθαρα και στην Ευρώπη, προγράμματα χαρίζονται σε ιδιωτικούς σταθμούς αδιαφανώς, και με πιθανότητα να αυξήσουν την οικονομική ζημιά για το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία μιλούν ξεκάθαρα για οικονομική καταστροφή που θα τα οδηγήσει σε κίνδυνο, και, σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, δύο χιλιάδες από τους δύο χιλιάδες εξακόσιους «τεμπλεχανάδες που απομυζούσαν το δημόσιο» θα μοριοδοτηθούν για να το …ξανακάνουν στην επόμενη ΕΡΤ.

Το απόλυτο μπάχαλο.

Η μία παρανομία διαδέχεται, για να καλύψει, την προηγούμενη. Ακόμα και το ΣτΕ θέτει σοβαρούς περιορισμούς στην απόφαση, που οδηγεί στην απόφαση να εκπέμψει παράνομα στην ουσία σήμα, από ιδιωτικούς χωρίς ούτε καν επίφαση νομιμότητας ή διαφάνειας στην επιλογή, με πρόγραμμα φτιαγμένο από καναδύο ανθρώπους, εθελοντές, για να καλυφθεί το κενό και ο αρμόδιος υπουργός τονίζει στους υπαλλήλους ότι πρέπει ταυτόχρονα, και να αδειάσουν άμεσα το κτίριο, και να εγγυηθούν πως, ότι έχουν χρεωμένο, θα παραδοθεί σωστά – ενώ δεν υπάρχει κανείς να παραλάβει.

Αυτά έγιναν, ή αυτά κατάλαβα εγώ τουλάχιστον ότι έγιναν.

Πανικόβλητες αποφάσεις, χωρίς σχέδιο, που στην συνέχεια η μία απόφαση που παίρνουμε, είναι κατά τι χειρότερη από την άλλη, για να διορθώσουμε κάτι που, όντως ήταν χαλασμένο, αλλά τώρα έγινε πολύ-πολύ χειρότερο, είτε γιατί αυτοί οι ίδιοι ανίκανοι άνθρωποι που το κατέστρεψαν κατ’ αρχάς, προσπαθούν να το διορθώσουν, είτε γιατί θέλουμε απλώς να μασκαρέψουμε και όχι να διορθώσουμε, είτε γιατί, βρε αδελφέ, (εμένα μου φαίνεται προφανές), όλο αυτό γίνεται για λάθος λόγους.

Και θες να μου πεις, σοβαρά μιλώντας, ότι δεν βλέπεις πω αυτή η ιστορία, είναι η απόλυτη απεικόνιση αυτού που γίνεται στην ίδια την Ελλάδα τουλάχιστον από το 2009 και μετά.

Ξαναδιάβασέ το. Και όπου ΕΡΤ, βάλε Ελλάδα.

Λοιπόν, άκου μία αστεία ιστορία, να γελάσεις – εμένα σήμερα με βαράνε στο μυαλό.

Είναι φορές που είσαι εγκλωβισμένος, που γύρω σου σφυρίζουν μπουνιές, όλες στοχεύουν στο μυαλό σου, να σε χτυπήσουν, να σε ζαλίσουν, να σε αποβλακώσουν – να πεις φτάνει ρε φίλε, φτάνει, ο,τι θες, θα υπογράψω ο,τι θες, θα παραδεχθώ ο,τι θες, δεν θα σκέφτομαι άλλο, θα ακούω, μόνο, και θα συμφωνώ, μόνο, χωρίς second guessing και πρωτοβουλίες, τέρμα οι πρωτοβουλίες, τέρμα η επανάσταση, θα συμμορφωθώ, μόνο σταμάτα λίγο να χτυπάς, γιατί θέλω λίγο να ονειρευτώ, ξέρω γω, το ξέρω βέβαια ότι απαγορεύεται, αλλά λιγουλάκι μόνο, ένα λεπτό, μην βαράς, γιατί θα χαλάσει το μυαλό μου, και δεν θα μπορεί να ονειρευτεί ξανά, δεν θα μπορώ να εκφράσω τι με ενοχλεί, τι σιχαίνομαι, και τι θέλω να πω εγώ, και όχι τι θέλεις να πεις εσύ τι θέλω να πω εγώ, λοιπόν, σήμερα είναι μία τέτοια ημέρα.

Δεν με βαράνε σήμερα, βέβαια, στο μυαλό.

Με βαράνε καιρό τώρα.

Αλλά σήμερα το ντάπα-ντούπα, οι επίμονες, σταθερές, χωρίς ίχνος φανερής οργής μπουνιές – να, έγιναν λίγο κατανοητές. Ή δεν απέφυγα καναδύο από αυτές, και ξέρεις πως πάει, αν φας την πρώτη και λυγίσεις, μετά ζαλίζεσαι, και οι άλλες πέφτουνε βροχή, είναι να μη σε δουν κάτω, να λυγίσεις.

Αποφασίσανε σήμερα να αφήσουν ελεύθερο τον Σακκά.

Έχω φαει ογδόνταχιλιάδεςμπουνιές που λέγανε μέχρι τώρα «να φάει σουβλάκια», «κάνει δίαιτα», «η νηστεία κάνει καλό». Είναι μία αναμενόμενη μάχη, που δεν με αφορά άμεσα, ψόφος δεν έχω πει πουθενά, και για κανέναν, ούτε για αστείο, ίσως θες γιατί θα πω μία φορά και θα το εννοώ, ή δεν θα ξεστομίσω ποτέ, που είναι και το πιο πιθανό, γιατί είμαι τέτοιος άνθρωπος και τον ντρέπομαι τον άλλον να του πω ψόφος, τεσπά, διακόσιεςπενήνταδύοχλιάδεςτετρακόσιεςείκοσιοκτώμπουνιές μέχρι τώρα, εγώ να φωνάζω «είναι παράνομο, και συναινούμε εμείς με την σιωπή μας» και ο διπλανός μου, που συναινεί και αυτός, με περισσότερο ίσως από την σιωπή του, με πράξεις, λόγια και επιδοκιμασίες, με μία αγοραστή και αρκετά εύπλαστη έννοια του κοινωνικού χούλιγκαν, που καμιά φορά το τσεκ του βγαίνει από αυτούς, τους ίδιους που παρανόμησαν, θα φωνάξει «Να φάει κάτι σουβλάκια που έχω και μπαγιατέψανε», μπαμ, μπουνιά, στην λογική μου και στο μυαλό μου, αλλά θα το προσπεράσω, είπαμε, δεν είναι δικός μου αγώνας, δεν μίλησα σε κανέναν έτσι, δεν μου μιλάει κανείς.

Και αποφασίζουν να τον αφήσουν ελεύθερο.

Εκεί το μυαλό σου σταματάει, γιατί, κοίτα, υπάρχει μία στιγμή στις ταινίες, που όλη την ώρα έλεγες «αυτός είναι ο δολοφόνος, να το δεις» και ωπ, αποκαλύπτεται ποιος είναι, και τα χάνεις λίγο, αδειάζει το μυαλό σου, ε, φαντάσου το προς επτάδισεκατομμύριαφορές τόταλ μπλανκ, να σου λένε έτσι είναι, βγαίνει.

Γιατί αρχίζεις να σκέφτεσαι, και να λες για κάτσε ρε φίλε, για κάτσε λίγο γιατί θα τρελαθώ:

Γιατί βγαίνει έξω;

Τι άλλαξε;

Είναι προφυλακισμένος από τον δεκέμβρη του ’10, ναι; Και έχουμε ιούλιο του ’13, ναι; Και παρήλθε το δεκαοκτάμηνο, και δίκη δεν είχε ακόμα ξεκινήσει, και του φορτώσανε και άλλο, να μείνει μέσα, να μείνει να σαπίσει – ναι;

ΝΑΙ;

Γιατί βγαίνει έξω τώρα;

Τι ήταν πριν, λάθος;

Μία ατυχής στιγμή; Μια παρανόηση; Τι άλλαξε και το άκαμπτο κράτος που τον κράτησε από τον δεκέμβρη του ’10 φυλακισμένο, τον αφήνει τώρα; Ήταν άποψη και άλλαξε; ήταν μία θέση και μετακινήθηκε; Γιατί είναι έξω; Γιατί εγώ ξέρω ότι τα δικαστήρια είναι σαφή. Βγάζουν μία σαφή απόφαση. Δίκαιη, και ξεκάθαρη. Έχουν ληφθεί όλες οι παράμετροι, και έχουν αξιολογηθεί όλες οι θέσεις. Εγώ ξέρω ότι ήταν μέσα ο άνθρωπος, γιατί υπήρχε κάποιος λόγος που ήταν μέσα. Ποιος λόγος ήταν αυτός; Πως γίνεται όταν ρωτάμε πολλοί ποιος λόγος ήταν αυτός, το σύστημα να λέει «έξω»; Επειδή ρωτήσαμε βγήκε έξω;

Δηλαδή, αν δεν ρωτήσουμε, δεν θα έβγαινε;

Έπρεπε να κάνει απεργία πείνας για να βγει; Αυτό είναι το σύστημα τώρα; Θα σε στριμώξουμε στο σκοτεινότερο κελί, και αν κάνεις απεργία πείνας, και συγκινήσεις κανέναν, σε βγάζουμε γιατί δεν ξέρουμε τι να απαντήσουμε όταν μας ρωτήσουν;

Γιατί εγώ ρωτάω. Και ξέρεις γιατί ρωτάω; Γιατι όταν βγει ο Σακκάς έξω, και με πετύχει στον δρόμο, θα μου πει «για έλα εδώ ρε φιλαράκι, που ψηφίζεις, και πληρώνεις τους φόρους σου, και καταδικάζεις και την βια, και είσαι και κύριος, και σου ανοίγουν και την πόρτα στην τράπεζα, και σε λένε Έλληνα πολίτη, και θες και δημοκρατία, για έλα να σε ρωτήσω κάτι:»

«Γιατί με προφυλάκισες τόσο;»

Τι θα του πω; Θα περιμένει κάτι να του πω. Εγώ τον προφυλάκισα. Εγώ. Εγώ ο ίδιος, είναι ξεκάθαρο. Τι θα του πω; Να του πω, «λοιπόν, άκου, έκανες και δεύτερο έγκλημα, και λυπάμαι γι’ αυτό, αλλά έτσι είναι ο νόμος, και γι’ αυτό. Λυπάμαι, αλλά έτσι είναι ο νόμος».

Εντάξει.

Και θα με ρωτήσει λοιπόν, ο αδύνατος, ο αδύναμος Σακκάς, ο μετά από 38 ημέρες απεργίας πείνας Κώστας Σακκάς, θα με ρωτήσει λοιπόν, σιγά, ψιθυριστά, κοιτώντας με στα μάτια, λέξη-λέξη –

«Και τότε γιατί με έβγαλες; Αφού ήσουν τόσο σίγουρος, γιατί με έβγαλες;»

Μπαμ.

Και παραδίπλα ακριβώς, ζαλισμένος και πεσμένος, με κενά μνήμης και συνείδησης και ευθιξίας και αξιοπρέπειας, διαβάζω:

«Οι αποφάσεις του Γενικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής, οι οποίες λαμβάνονται στο πλαίσιο του παρόντος νόμου και του εκάστοτε ισχύοντος Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και του εκάστοτε Μνημονίου Συνεννόησης, τεκμαίρονται σύμφωνες με τον σκοπό του Ταμείου και το δημόσιο συμφέρον και θεωρούνται επωφελείς και συμφέρουσες για το Ταμείο και το Ελληνικό Δημόσιο όσον αφορά την ευθύνη, αστική και ποινική, των μελών του Γενικού Συμβουλίου, της Εκτελεστικής Επιτροπής καθώς και του προσωπικού του Ταμείου»

Αυτό, θα ψηφιστεί σε λίγες ημέρες. Από μένα. Για να σωθεί η χώρα, αλλιώς θα γίνουμε Αίγυπτος. Πρόσεξε τι λέει, πρόσεξε:

«[…] τεκμαίρονται σύμφωνες με τον σκοπό του Ταμείου και το δημόσιο συμφέρον και θεωρούνται επωφελείς και συμφέρουσες για το Ταμείο και το Ελληνικό Δημόσιο όσον αφορά την ευθύνη, αστική και ποινική […]»

Ετοιμάζεται να ψηφιστεί ένας νόμος, που λέει ότι τα μέλη του Συμβουλίου του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, είναι εκ προοιμίου αθώα, ο,τι και να κάνουν, όποια απόφαση και να πάρουν, διότι θεωρούνται επωφελείς και συμφέρουσες για το ταμείο και το ελληνικό δημόσιο, και είναι σύμφωνες με το δημόσιο συμφέρον.

Αναδρομικά.

Από τώρα το λέει, για το μέλλον. Για αποφάσεις που δεν έχουν ληφθεί ακόμα. Εκ προοιμίου. Δεν θα γίνει ποτέ δικαστήριο, δεν θα κληθεί ποτέ κανείς να καταθέσει, γιατί τώρα αποφασίζουμε πως ο,τι κάνει το ταμείο στο μέλλον, είναι για το δημόσιο συμφέρον.

Καταλαβαίνεις τι σου λέω τώρα; Καταλαβαίνεις; Μόλις έφαγες μία μπουνιά, την κατάλαβες; ήρθε κατευθείαν στον δικό σου εγκέφαλο, μέσα στο μυαλό σου, πέρασε από το μάτι σου και έφτασε στο κέντρο σκέψης της λογικής σου.

Μπαμ.

Πως νιώθεις;

Ετσι νιώθω και γω.

Εκεί με βαρέσανε σήμερα.

Υ.Γ.: Με περιμένει στην γωνία και ο Θοδωρής Ηλιόπουλος. Να με ρωτήσει γιατί τον φυλάκισα κοντά έναν χρόνο, ενώ όλοι μου έλεγαν ότι είναι όχι μόνο αθώος, αλλά ούτε καν ύποπτος φυγής – και μετά, απλώς, τον αθώωσα. Για να τον αποφυλακίσω, δε, από την προφυλάκιση, έκανε και αυτός απεργία πείνας. Σαρανταεννιά μέρες.

Τρίτη ημέρα κλειστή – ανοικτή η ΕΡΤ, και όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας, ξεπερνούν τα κωμικοτραγικά. Εκτός από τα απλά, καθημερινά σαχλαμαρίζοντα γεγονότα, χτυπάει,ύπουλα, σχεδόν αθόρυβα και πονηρά, το θέμα της Digea που κατεβάζει κανάλια – επειδή δεν της αρέσει το πρόγραμμα.

Είναι πολύ σημαντικό, αλλά περιμένω α) να δω πως θα εξελιχθεί, β) μία απάντηση στο ερώτημα «ποιες οι νομικές ευθύνες».

Στο μεταξύ, επειδή όπως πάντα οι εξελίξεις βγάζουν τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό μας, παρακολουθώντας τις συζητήσεις για την ΕΡΤ, ανακάλυψα έναν τύπο ανθρώπου που δεν είχα κατηγοριοποιήσει ως τώρα.

(Θα τον περιγράψω, αλλά επειδή όλοι θα διαβάζουν κάποιον που νομίζουν ότι ήδη ξέρουν, σου ορκίζομαι, σε ότι έχω ιερό, δεν γράφω για αληθινούς ανθρώπους. Πρέπει να μοιάζουν με άνθρωποι, μόνο αυτό. Τίποτα αληθινό, καμιά ιστορικότητα, καμία βάση σε πρόσωπα, μόνο σε καταστάσεις.

Ναι; Ναι.)

Θέλω λοιπόν να σκεφτείς δύο ανθρώπους που ζουν, δίπλα δίπλα, ιστορικά γεγονότα. Τον έναν θα τον πούμε Βασίλη, τον άλλον θα τον πούμε Κώστα.

Και οι δυο, είναι κοινωνοί, όσο αυτό είναι δυνατόν καθώς έχουν επιλέξει διαφορετικό περίγυρο, περίπου των ίδιων ειδήσεων. Ας πούμε ότι είναι δημοσιογράφοι, ας πούμε ότι η σκέψη τους γίνεται τροφή για την σκέψη πολλών.

Μία είδηση, πχ, είναι ότι προσλαμβάνεται κάποιος στην ΕΡΤ, με μισθό 3.500 ευρώ μηνιαίως, για να κάνει, ας πούμε μία εκπομπή. Αυτός ο κάποιος είναι ατάλαντος, μα έχει γνωριμίες ή γνωστούς ή οικογένεια σε πολύ υψηλά ιστάμενες θέσεις.

Ο Βασίλης, σιωπά. Το βλέπει, μαθαίνει την είδηση, μα σιωπά. Δεν έχει σημασία αν αυτός που διορίζει τον ατάλαντο είναι τον ίδιων πολιτικών θέσεων με τον Βασίλη, αν κάνει το ίδιο επάγγελμα, αν απλώς τυγχάνει τώρα να συμπίπτουν, ή αν είναι υπάλληλος στην ίδια εταιρία. Σημασία έχει ότι σιωπά. Γράφει στην στήλη του για άλλα, άσχετα, κρίνει την απουσία εναλλακτικών λύσεων, το αφεντικό του του χτυπάει τον ώμο για τα στείρα, αμόλυντα άρθρα του.

Ο Κώστας, από την άλλη, γκρινιάζει. Ο Κώστας διαμαρτύρεται, αναρωτιέται, προκαλεί. Μπορεί στον εκνευρισμό του να γίνεται λαϊκιστής, και να αδικεί, μπορεί να αντιδρά υπερβολικά γρήγορα και να σκέφτεται λιγότερο – πάντως αντιδρά. Ο δικός του εργοδότης ίσως δεν τον αντέχει πια, η στήλη του μόνο γκρινιάζει και γαυγίζει. Είναι εκνευριστικός.

Αυτό, γίνεται διαρκώς. Ανα τακτά χρονικά διαστήματα, η ΕΡΤ προσλαμβάνει γραμματείς και φαρισαίους, ανθρώπους απολύτως ακατάλληλους είτε να διευθύνουν, είτε απλώς να εργάζονται, ανθρώπους που πληρώνονται από την ΕΡΤ για να δουλεύουν στο γραφείο του ανθρώπου που κάνει τις προσλήψεις, τυχαία στα λέω, πάντως πιάνεις το νόημα, δυσωδία.

Ο Βασίλης, σιωπά. Κάθεται στην γωνία του. Ο Κώστας, γκρινιάζει. Εκτίθεται.

Έρχεται η ώρα, που τα πράγματα ζορίζουν και ο αρχηγός του κράτους, αποφασίζει, για δικούς του λόγους να δείξει πυγμή. «Θα κλείσω την ΕΡΤ», κραυγάζει, και οι εντολές του γίνονται πράξη χωρίς σκέψη και λογική, καθώς το κίνητρο μοιάζει και αγνό, και η λαμογιά στο μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ασπίδα.

Κοίτα τώρα να δεις τι γίνεται:

Ο Κώστας, γκρινιάζει. Όπως γκρίνιαζε πριν για το άντρο ακολασίας, έτσι γκρινιάζει και τώρα για αυτό που θεωρεί αδικία, την σαλαμοποίηση, το γεγονός ότι πρόκειται για υποκρισία, κυρίως το γεγονός ότι, αν το μαγαζί είναι βρώμικο, όχι μόνο δεν βάζεις αυτόν που το λέρωνε τόσα χρόνια να απολύσει τους πάντες, μα τον απολύεις για παραδειγματισμό πρώτον-πρώτον, και δεν βάζεις την Digea να κάνει το άνομο λογοκριτή σου. Θα φύγει, θα πάει στο προαύλιο, θα γίνει ένα με τον κόσμο, θα μιλήσει για αλλαγή και για όνειρα, θα μαλώσει, θα λοιδορήσει ίσως, μπορεί να αδικήσει, να λαϊκίσει, θα εκτεθεί.

Και ο Βασίλης μιλάει. Αυτή την φορά όμως, ο Βασίλης παίρνει την πένα του, πάει στην στήλη του, την όποια στήλη, την προσωπική, την επαγγελματική – και γράφει:

«Μα είναι δυνατόν να υπερασπίζεστε τα λαμόγια; Να μην θέλετε κάθαρση; Είναι δυνατόν στην μάχη ανάμεσα στο απαραίτητο ξεβρώμισμα του οχετού, να επιλέγετε τους χείριστους συνδικαλιστές;»

Αύριο, όταν τελειώσουν όλα, ο Βασίλης που έχει επιλέξει «την σωστή πλευρά», θα λάβει μάλλον και την αντίστοιχη εύνοια. Η σιωπή του, τις σωστές στιγμές, ακόμα και αν ο ίδιος δεν την έκανε συνειδητά, θα εκτιμηθεί. Αύριο, όταν ανοίξουν οι νέες θέσεις στην γυαλισμένη ΕΡΤ, ο Βασίλης θα είναι εκεί, ως νικητής και υπερασπιστής του λογικού, της απολύτως κατανοητής θυσίας, και της αποστειρωμένης από αισθήματα κρίσης – ο,τι χρειάζεται δηλαδή για να επιλεχθεί ένας ηγέτης.

Αύριο, όταν τελειώσουν όλα, ο Κώστας θα είναι δαρμένος και ψεκασμένος, πιθανόν άνεργος να ψάχνει για μεροκάματο, ο γκρινιάρης που δεν έχει να προτείνει τίποτα για τα στραβά, και ο άπλυτος συνδικαλιστόφιλος, που, βρε αδελφέ, ας το παραδεχθούμε, του αξίζει αυτή η μοίρα – την επέλεξε.

Κάνουν όλοι τις επιλογές τους, δεν λέω. Άλλοτε γκρινιάρηδες, άλλοτε σιωπηλοί, όλοι ήμασταν και είμαστε πότε Βασίληδες, σε κάποια, πότε Κώστηδες, σε άλλα.

Απλώς, βρε Βασίλη, κάθε Βασίλη: Αν σου περισσεύει ένα δράμι ενδιαφέροντος και αντίληψης, πιάσε τον Κωστή, όχι φωναχτά, αν δεν θες, μες τον κόσμο, όχι δημόσια αν προτιμάς, μόνοι σας, σε μια γωνιά, κέρασέ τον κάτι, και πες του,

«Ρε Κωστή, ρε συ Κώστα, είχες δίκιο ρε που φώναζες. Συγνώμη»

Αυτό ζω γύρω μου, τόσες μέρες, αυτό περιγράφω. Και γω μπορεί να είμαι Βασίλης πότε πότε – προσπαθώ να μην είμαι, μα αν είναι έτσι, και σιωπώ και γω, χρωστάω σε Κωστήδες κάτι συγνώμες αντρίκιες.

Για την Digea θα τα πούμε άλλη φορά, είναι σοβαρό, το σοβαρότερο που έχω συναντήσει τόσα χρόνια, θα κάνω τον θυμό μου λέξεις, μα σας ικετεύω, μέχρι τότε, μην το προσπεράσετε έτσι.

Prima di sparare, pensa (Think before you shoot) [34/52]

Υπάρχει μία δύσκολη, σημαντική στιγμή, που τα σκατά χτυπάνε τον ανεμιστήρα όπως λένε οι αμερικανοί, και γεμίζουν τον τόπο, και κάνουμε όοοολοι πως δεν τα βλέπουμε, βέβαια βρωμάνε παντού, και έχουν λερώσει τα πάντα αλλά να, ο πρώτος που θα πει «ρε παιδιά, γέμισε σκατά όλη η πλάση» – μάλλον θα τον βάλουν και να τα καθαρίσει.

Κάπως έτσι νιώθω με την ΠΟΛΙΤΙΚΗ (επαναλαμβάνω, πολιτική) αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής: Σα να τους κοιτούν όλοι, να βλέπουν το πρόβλημα, αλλά προσέχουν μη λερωθούν πάνω του. Κάποιος άλλος, τελικά, θα καθαρίσει. Αν μείνω αρκετά σιωπηλός και δεν λερωθώ, την γλύτωσα σχετικά ανώδυνα, σου λέει.

Τελευταίο δείγμα (σου θυμίζω και τις «Λερωμένες με αίμα μπότες στο κατώφλι«) είναι η οπλοφορία στην Βουλή.

Όποιος νομίζει ότι το να πάρεις όπλο είναι απλό, (νόμιμα τουλάχιστον), γελιέται. Υπάρχει μία διαδικασία που περιλαμβάνει και γιατρούς, γνωματεύσεις, μία δικλείδα ασφαλείας βρε αδελφέ, για να φυλαχθούν οι υπόλοιποι. Γιατρό λοιπόν. Που να μπορεί να βεβαιώσει ότι αυτός που το κρατάει το ρημάδι, δεν θα το κουνάει πέρα δώθε επειδή του την έδωσε, ούτε θα ξεχνάει πως δουλεύει το γαμημένο, ούτε επειδή θα θυμώσει θα του ‘ρθει να το βγάλει να χηρέψει καμία μάνα τσάμπα.

Όμως, η ζωή τα φέρνει βόλτα έτσι, τα σκατά βρίσκουν τον ανεμιστήρα, απλώνονται, και ξαφνικά, εκεί που τέλος πάντων υπήρχε μία συμφωνία κυρίων «πάρτο, αλλά μη μας κάνεις ρεζίλι», τώρα κουμάντο για να πάρει όπλο έχει και ο τελευταίος σαλεμένος – επειδή είναι στην βουλή.

Δεν το ‘χανε προβλέψει αυτό.

Και ξαφνικά, να σου κάτι φωτογραφίες με τον πρωθυπουργό μας με αλεξίσφαιρο, να σου κάτι πάνω-να-πιάσω-το-όπλο-γιατί-τσαντίστηκα-με-τον-δήμαρχο, να σου κάτι καταγγελίες για πυροβολισμούς, να σου και ένας που δεν ξέρει πως δουλεύει ούτε από τις ταινίες ρε φίλε, και πυροβολάει στα αεροδρόμια, σκιάχτηκαν εκεί μέσα, είναι βλαμμένοι αυτοί, πάει η συμφωνία κυρίων, δεν περνάει τίποτα σου λέει. Κομμένη.

Μαλακίες δεν περνάει, αλλά άλλη συζήτηση αυτή.

Την υποκρισία πιάνω εγώ:

Δεν μου λες: Ο σαλεμένος, πριν φορέσει κοστούμι, φορούσε μαύρο μπλουζάκι με δάφνες, σήκωνε το χεράκι του, και κουβαλούσε φαλσέτα. Ή τσεκούρια, για να μη ξεχνιόμαστε. Ή κανα αυτόματο για το μεροκάματο ρε αδελφέ. Ή μπαζούκας ξέρω γω τι θα βρούνε εκει μέσα που πάνε και μαζεύονται. Ή βόμβες, που ακόμα δεν μάθαμε τι έγινε με αυτήν την ιστορία.

Τώρα σε πείραξε; Γιατί; Μπήκε στο σαλόνι σου;

Δηλαδή, ο σαλεμένος είναι καλά να το φοράει το κουμπούρι ΕΞΩ, αλλά ΜΕΣΑ κινδυνεύει η δημοκρατία; Έξω δεν κινδυνεύει η δημοκρατία; Η ο συνάνθρωπός μου, που βάζει τον κεφάλι του στον ντορβά, και χαλάει την μέρα του την βολή του και την ηρεμία του, και θα πάει να φωνάξει «γαμιέται ο ρατσισμός», για να ξεπλύνει λίγο απ’ τα σκατά που κάνεις ότι δεν βλέπεις, δεν κινδυνεύει; Ο μετανάστης, που θέλει απλώς να πάει σπίτι του να περάσει άλλη μία μέρα, να δει την οικογένειά του, να της πει ξέρω γω δεν έχει ψωμί απόψε γιατί δεν έκλεψα (άλλη ιστορία, θα στην πω κάποια στιγμή) δεν κινδυνεύει;

Δεν θέλει πόρτα με ανιχνευτή εκεί; Είναι επικίνδυνος μόνο μέσα στην βουλή; Έξω είναι ακίνδυνος; Είναι δυνατόν, – ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ – να ανέχεσαι τον ίδιο άνθρωπο με όπλο έξω – αλλά όχι μέσα γιατί γυαλίζει το μάτι του;

Γεμίσαμε σκατά, γεμίσαμε και ανθρώπους που θέλουν απλώς να μη λερωθούν, μη φάνε καμία ξανάστροφη, και να χαζεύουν σιωπηροί το σκατό να κυλάει, μη τυχόν και τους ζητήσει κανείς να το καθαρίσουν και μπλέξουν. Και όταν τους πλησιάζει πολύ, έναν ανιχνευτή όπλων, ένα αλεξίσφαιρο και πεντέξι νοματαίους για φρουρά, και καθαρίσαμε.

Θα βγάλουν οι άλλοι το σκατό από τον τοίχο.

Ανιχνευτή υποκρισίας μόνο μη βάλουμε καμία μέρα, γιατί με τόσο data entry, το βλέπω να ζορίζεται.

Loudest silence........

Διάβασε. Έχει και άλλα. Διάβασε. [προσθήκη: διάβασε και αυτό]

Θα βρεις και άλλα. Διάβασέ τα. Μετά, έλα.

Λοιπόν, άκου:

Να μην παίξει κανείς με τα παιδιά. Κανείς. Συμφωνώ. Ούτε του Στουρνάρα νεκροί, ούτε του Σαμαρά, ούτε του Σημίτη, ούτε των τραπεζών, ούτε των επιχειρήσεων, ούτε του μνημονίου, ούτε του Σύριζα. Κανενός. Κανείς. Να αφήσουμε τις οικογένειες να κλάψουν ήσυχες, να μην ακούσουμε κανέναν αυτόκλητο σωτήρα τους, ούτε της αριστεράς, και κανέναν αυτόκλητο τιμητή τους, ούτε του μνημονίου.

Κανείς με τα παιδιά, κανείς.

Μαζί σου.

Για τον παππού, όμως, μπορεί να μιλήσει; Για τους άλλους φοιτητές, που σωθήκανε, μπορεί να μιλήσει; Για τις οικογένειες, μπορεί να μιλήσει;

Για τους ζωντανούς, που δεν έχουν, που δεν αντέχουν το κρύο, μπορεί να μιλήσει;

Δεν έχουν θέρμανση, μπορεί να μιλήσει; Δεν έχουν λεφτά, μπορεί; Ζεσταίνονται με ότι βρουν, μπορεί να το πει;

Όχι;

Εντάξει, να μην μιλήσει ούτε γι’ αυτούς. Κανείς. Κανείς να μην εκμεταλλευτεί το δράμα τους για να δικαιολογήσει τις ψήφους του, κανείς.

Ούτε ο Σημίτης, ούτε ο Τσίπρας, ούτε η Παπαρήγα, ούτε ο Βενιζέλος.

Κανείς να μη μιλήσει για τους ζωντανούς, κανείς για τους πεθαμένους. Κανείς να μη μιλήσει για κανέναν.

Σιωπή.

Συμφωνώ. Εντάξει. Σιωπή για όλους.

Αύριο, αύριο το πρωί όμως, μπορεί να κάνει;

Μην μιλήσει κανείς. Ούτε ο Σύριζα, ούτε η Νέα Δημοκρατία, ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο Τζήμερος, κανείς, για κανέναν.

Αύριο το πρωί, μπορεί να κάνει;

Να μειώσει τον φόρο. Να δώσει την βοήθεια. Να ζεσταθεί ο κόσμος. Να μη κρυώνει κανείς. Να μην πεθάνουν άλλοι.

Φτάνουν τα λόγια, φτάνουν πια. Συμφωνώ.

Αυτοί που έχουν το μαχαίρι, αύριο το πρωί, συγκλονισμένοι, όπως νιώθουν πως είναι, όπως κραυγάζουν ότι είναι, όπως νουθετούν να είμαστε και εμείς, να αποκαταστήσουν αυτήν την αδικία.

Όχι να περιμένουμε μέχρι το καλοκαίρι – αύριο. Θα κάνει και άλλα κρύα αύριο.

Να σκάσουμε όλοι. Συμφωνώ. Να κάνουμε. Γίνεται;

Αλλιώς, είμαστε όλοι υποκριτές, και περισσότερο αυτοί που ψηφίστηκαν να κάνουν.

Εγώ αυτά καταλαβαίνω.

Λοιπόν, άκου να δεις πως πάει.

Χθες, καταδικάστηκε σε ισόβια ο Παπαγεωργόπουλος, πρώην δήμαρχος Θεσσαλονίκης. Η ενοχή έγινε με βάση την κατηγορία » για την πράξη της άμεσης συνεργείας στην υπεξαίρεση στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, δια παραλείψεως». Η δίκη ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2012 – η εισαγγελική παραγγελία το 2008.

Το ποσό που υπεξαιρέθηκε φτάνει (αν δεν απατώμαι) τα 21 εκατομμύρια ευρώ.

Αυτά, είναι γεγονότα. Ο ίδιος δήλωσε πως ήταν μία πολιτική δίκη, και μία άδικη απόφαση, το δικαστήριο απεφάνθη. Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάνε, δεν έχω διαβάσει ούτε ρεπορτάζ του τότε, ούτε του τώρα – παρότι, υπήρχαν, αρκετά.

Πάμε λίγο πιο πίσω. Σε δύο συγκεκριμένες χρονικές στιγμές, ενώσω η εισαγγελία ερευνούσε (και πάντως πριν την δίκη), το 2011, ο τότε μέρος της κυβέρνησης Σαμαράς, απαντούσε σε ερώτηση δημοσιογράφου:

Το ίδιο σκηνικό, είχε επαναληφθεί και έναν χρόνο περίπου πριν.

(και τα δύο τα βρήκα από το επίσημο κανάλι του Παπαγεωργόπουλου, που φυσικά, τα διατυμπάνισε όσο πιο ξεκάθαρα μπορούσε)

Θυμίζω: σε εξέλιξη ήταν η εισαγγελική έρευνα τότε.

Και αυτά, γεγονότα είναι. Η στήριξη Σαμαρά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μία «αθέμιτη παρέμβαση» στην δικαιοσύνη, λόγω της ισχυρής του θέσης – αλλά από μόνο του, δεν είναι έγκλημα. Είναι πολιτικό λάθος, θεωρώ, ή καλύτερα ένα πολιτικό παιχνίδι (στήριξη στον δήμαρχο συνεπάγεται πολύ χρήσιμη πολιτική στήριξη από τους ψηφοφόρους του) αλλά ο άνθρωπος δεν ήταν καταδικασμένος, υπήρχαν μόνο βάσιμες υποψίες.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ο Σαμαράς στηρίζει καταδικασθέντες: Νωπή είναι η θετική άποψη που έχει για τον «φίλο του» Παναγιώτη Ψωμιάδη, παρότι έχει κηρυχθεί έκπτωτος από το αξίωμά του ο πρώην Νομάρχης της ίδιας περιφέρειας.

Υποθέτω οι ίδιοι ψηφοφόροι έβγαλαν και τους δύο, συνεπώς με τα ίδια κριτήρια έγινε η στήριξη.

Τι έχουμε μέχρι τώρα; Τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, και σημερινό πρωθυπουργό, να στηρίζει τουλάχιστον δύο ανθρώπους με υπόνοιες, και καταδίκες στην πλάτη τους.

(το τουλάχιστον δύο, πάει στην παραμονή του Στυλιανίδη σε υπουργική θέση, παρά τα όσα έγιναν πρόσφατα στο μετρό, και τις έρευνες – μην πω ήδη για τις δηλώσεις δηλαδή)

~

Πάμε ξανά στο σήμερα.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, βγάζει μία ανακοίνωση. Προσωπική εκτίμηση, είναι ότι λέει πέντε πολιτικές αρλούμπες, για μήτρα διαφθοράς – γενικόλογες παπαρολογίες.

Όπως και να έχει, επιτίθεται στην κυβέρνηση και τον Σαμαρά, για εκείνες τις δηλώσεις.

Πάμε να δούμε δύο Ελλάδες τώρα.

Στην μία, η απάντηση της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας θα ήταν

«Δεν γνωρίζαμε τότε, καθώς δεν υπήρχε απόφαση, ότι ο κατηγορούμενος θα κρινόταν ένοχος. Ο προεδρος εξέφρασε μία προσωπική γνώμη, η οποία όμως καταρρίφθηκε πλήρως από την απόφαση του δικαστηρίου.

Ως εκ τούτου, και με βαθιά εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, παραδεχόμαστε ότι ήταν λάθος η δήλωση, και καταδικάζουμε την διαφθορά από όπου και αν προέρχεται – πιο έντονα, γιατί έρχεται από τα σπλάχνα μας, και πληγώνει την εμπιστοσύνη που ζητήσαμε από τους συμπολίτες μας.

Θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν, για να εξαλειφθούν τέτοια φαινόμενα, ξεκινώντας από του οίκου μας»

Στην άλλη, θα ήταν αυτή:

«Ποιοι μιλάνε; Εκείνοι που υπερασπίζονται δημοσίως ληστές, βιαστές, τρομοκράτες και βαρυποινίτες;

Η Νέα Δημοκρατία και ο Πρόεδρός της σέβονται όλες τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης.

Και είναι αυτονόητο, ότι μετά την σημερινή καταδίκη του κ. Παπαγεωργόπουλου, αναστέλλεται σύμφωνα με το καταστατικό και κατά πάγια τακτική, η κομματική του ιδιότητα μέχρι την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης.

Ωστόσο, υποδείξεις σε θέματα πολυετών καθείρξεων ή ισοβίων δεν δέχεται η Νέα Δημοκρατία από τον Σύριζα. Ποιοι μιλάνε;

Εκείνοι που υπερασπίζονται δημοσίως ληστές, βιαστές, τρομοκράτες και βαρυποινίτες;

Είναι εξοργιστικό και προκλητικό να προσάπτει σήμερα μομφές ο ΣΥΡΙΖΑ για δηλώσεις που έγιναν πολύ καιρό πριν εκδικαστεί η υπόθεση στο δικαστήριο.

Άλλωστε, μήπως πριν από ενάμιση χρόνο, είχαν σχηματίσει γνώμη περί της ενοχής ή όχι, οι ίδιοι οι Δικαστές που αποφάνθηκαν σήμερα; Ή μήπως γνώριζε από τότε, μόνον ο ΣΥΡΙΖΑ, την σημερινή απόφαση;

Μακάρι, τον ίδιο σεβασμό που δείχνει η Νέα Δημοκρατία απέναντι στη Δικαιοσύνη να μάθει να δείχνει ο ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του».

Μάντεψε σε ποια Ελλάδα ζεις.

~

Δυστυχώς, για όλους μας, έχει και συνέχεια.

Η προσωπική, ανώνυμη μομφή για τους βιαστές, δεν έμεινε αναπάντητη.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου (που την αφορά άμεσα η μομφή) σήκωσε το γάντι, και επανήλθε με μία νέα ανακοίνωση.

Πρόκειται για μία θυμωμένη ερώτηση, που συμπεριέχει και πολιτικές θέσεις, και πιο σαφή ερωτήματα, και αερολογίες. (πχ το 6 είναι αερολογία, το 7 το ίδιο, το 4 όμως θα μπορούσε να απαντηθεί πολιτικά θεωρώ, έστω και με ανοχή της γλώσσας της ερώτησης, το ίδιο και το 1)

Πάμε να δούμε δύο Ελλάδες τώρα.

Στην μία, η απάντηση της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας θα είχε απαντήσεις για τις κατηγορίες θεωρούσε ότι την αφορούν, και πάντως θα ονομάτιζε σαφώς ποιους εννοεί με την πρώτη απάντησή της.

Στην άλλη, θα ήταν αυτή:

Από το Γραφείο Τύπου της Νέας Δημοκρατίας, σχετικά με την πρωτοφανή στα χρονικά πολιτική δήλωση της βουλευτού του ΣΥΡΙΖΑ κας Ζωής Κωνσταντοπούλου, εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:

«Ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια πρωτοφανή κίνηση για τα πολιτικά χρονικά, απειλεί με μηνύσεις και αγωγές, μέσω της κας Κωνσταντοπούλου, ένα κόμμα, επειδή έβγαλε ανακοίνωση που δεν τους άρεσε.

Και επειδή προσπαθεί να φιμώσει την αλήθεια, ας απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στα εξής:

1) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιοι ήταν μάρτυρες υπεράσπισης των μελών της δολοφονικής τρομοκρατικής οργάνωσης “17 Νοέμβρη”;
2) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιος ή ποια ήταν συνήγορος υπεράσπισης κατηγορουμένων μελών της “17 Νοέμβρη”;
3) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιος ή ποια είναι συνήγορος υπεράσπισης κατηγορούμενου για βιασμούς γυναικών επιδιώκοντας συνεχείς αναβολές επί 7 χρόνια;
4) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιοι είναι οι γονείς καταζητούμενου ληστή-τρομοκράτη μέλους των “Πυρήνων της Φωτιάς”;
5) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιος είναι ο πατέρας καταδικασμένου για ένοπλη ληστεία σε τράπεζα, ο οποίος μάλιστα κυκλοφορεί ελεύθερος;
6) Γνωρίζει ναι ή όχι ποιος κατηγορείται ως ηθικός αυτουργός για την τρομοκρατική επίθεση στις Σκουριές Χαλκιδικής;

Για να τους βοηθήσουμε, η κοινή συνισταμένη όλων είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ας είναι, λοιπόν, πιο προσεκτική η κα Κωνσταντοπούλου όταν κουνά το δάχτυλο και ας βρει άλλους τρόπους να καταφέρει να γίνει “Τσίπρας στη θέση του κ. Τσίπρα”».

Μάντεψε σε ποια Ελλάδα ζεις.

~

Τώρα, για να σε προλάβω, θα μου πεις ρε συ Γιάννη, στις Ελλάδες που ζω ή που θα ήθελα να ζήσω, γιατί δεν βάζεις τις αερολογίες του Σύριζα;

Το σκέφτηκα, για να είμαι ειλικρινής. Μα υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό: ο Σύριζα δεν είναι κυβέρνηση.

Πρόσεξε την σκέψη μου: Έστω ένα κόμμα που λέγεται Κίτρινη Λαίλαπα. Το κόμμα αυτό αποτελείται από ηλίθιους ψυχασθενείς, ανθρώπους που δεν μπορούν να συντάξουν λόγο, και ξεστομίζουν ο,τι μπαρούφα φανταστείς.

Κάθονται λοιπόν, και γράφουν μία επιστολή καταγγελία στο κυβερνών κόμμα, ότι αποτελείται από εξωγήινους.

Ωραία; ωραία.

Υπάρχουν δύο Ελλάδες.

Αυτή που το κυβερνών κόμμα απαντά «Λυπούμαστε που θα σας απογοητεύσουμε, δεν είμαστε από τον Άρη, μπορείτε να κάνετε ο,τι έλεγχους χρειάζεστε για να σας το αποδείξουμε»,

Και αυτή που το κυβερνών κόμμα απαντά «Δεν θα ασχοληθούμε με τρελούς, που δεν έχουν καν πάει στρατό, και δεν έχουν πρόβλημα να συμφωνούν με φασίστες. Μην μας κουνάτε λοιπόν το δάκτυλο, τρομοκράτες»

Μάντεψε σε ποια Ελλάδα ζεις.

~

Όταν η απάντηση είναι «κοίτα ποιος μιλάει», δεν είναι απάντηση, είναι επίθεση. Όσο είσαι μέχρι δώδεκα ετών, μπορείς να συμπεριφέρεσαι έτσι – μη σου πω ότι είναι μάλλον αναμενόμενο. Μετά, κάποια στιγμή, ξεθυμώνεις, αντιλαμβάνεσαι τις ευθύνες σου, και, ακόμα και αν σου μιλάνε θυμωμένα δωδεκάχρονα παιδιά, φροντίζεις να απαντάς με επιχειρήματα, ή έστω, τουλάχιστον με κάποια αξιοπρέπεια.

Μάντεψε σε ποια Ελλάδα ζεις.

Έχω ξαναμιλήσει γι’ αυτούς που θεωρώ ότι εκφράζουν μέρος της Νέας Δημοκρατίας σήμερα. Ήμουν σαφής, θεωρώ: υπάρχουν στελέχη που, αυτόνομα, μολύνουν την επιλογή κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, που σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συμφωνούν με την κυβερνητική λύση που προτείνει ως κόμμα.

Αυτά τα στελέχη, οι ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας πρέπει να τα απομονώσουν, τους προσβάλλουν όλους.

Εκείνο, όμως, είναι το αυτόνομο μέρος. Οι μεμονωμένοι ακραίοι, που μαγνητίζουν τα άκρα.

Τώρα, μιλάμε για το επίσημο κομμάτι. Επίσημες δηλώσεις. Επίσημη θέση.

Τι κερδίζουμε ως κοινωνία; Τι κερδίζουμε όταν η απάντηση (όπως και αν έχει τεθεί η ερώτηση) είναι «ποια ήταν συνήγορος υπεράσπισης κατηγορουμένων μελών της “17 Νοέμβρη”, » ποιοι είναι οι γονείς καταζητούμενου ληστή-τρομοκράτη μέλους των “Πυρήνων της Φωτιάς”, «ποιοι οι συνήγοροι των βιαστών»;

Θα μπορούσε να είναι απάντηση σε κάθε κυβερνητικό έλεγχο: Μην μιλάτε εσείς, είστε συνήγοροι της 17 Νοέμβρη. Μην μιλάτε εσείς, είστε συνήγοροι βιαστών. Μην μιλάτε εσείς, είστε γονείς τρομοκράτη. Μην μιλάτε εσείς, είστε ηθικοί αυτουργοί.

Είναι απάντηση το «κοίτα ποιος μιλάει»; Εμπεριέχει καμία τιμή στην δημοκρατία, στους θεσμούς, στις δομές του συστήματός μας το «κοινή συνισταμένη όλων είναι ο ΣΥΡΙΖΑ»;

Εμπεριέχει καμία τιμή στην δικαιοσύνη η κατηγορία ότι κάποιος είναι συνήγορος, ή γονιός, ή δικηγόρος;

Έχει καμία λογική αυτό που παρακολουθούμε; Στέκει πουθενά;

Υπάρχει πιο κάτω από αυτό;

~

Για άλλη μία φορά, ο λόγος μου είναι προς τους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας. Ειλικρινά, εμπιστεύομαι βαθιά ότι έχετε κρίση, ότι η επιλογή σας έγινε με σοβαρά κριτήρια, και ότι δεν είμαστε εχθροί, ακόμα και αν πιστεύουμε ότι θα σώσουμε τον τόπο με εντελώς διαφορετικούς τρόπους.

Η ψήφος σας όμως, είχε ευθύνη, γιατί κέρδισε την ψήφο των υπολοίπων από εμάς. Αν η ΝΔ δεν ήταν κόμμα εξουσίας, δεν θα σας εφιστούσα εγώ την προσοχή, γιατί δεν θα εξέφραζε και εμένα – μόνο εσάς.

Τώρα όμως, εκφράζει όλη την Ελλάδα. Δυστυχώς.

Αν σας εκφράζει και εσάς αυτό που γίνεται, καλώς. Αν κρίνετε ότι είναι μία απάντηση που δεν στερείται ηθικής και αξιοπρέπειας, δεν μπορώ να σας πω τίποτα παραπάνω.

Αν όμως, όπως και εγώ, ενοχλείστε από την έλλειψη ήθους και την παντελή έλλειψη σεβασμού σε κάθε θεσμό, αντιδράστε.

Η ψήφος σας είναι το ισχυρότερο, το μοναδικό χαρτί για να αλλάξουν τα πράγματα. Χωρίς την δική σας παρέμβαση, δεν θα αλλάξει τίποτα, τίποτα απολύτως – αυτό σας το υπόσχομαι. Εγώ δεν μπορώ να τους στερήσω την ψήφο, δεν την πήραν ποτέ. Μόνο εσείς μπορείτε να επαναφέρετε την λογική σ’ αυτόν τον ρημαγμένο τόπο.

Αντιδράστε, διαμαρτυρηθείτε, αξιοποιήστε την ευθύνη και την ψήφο σας.

Αυτή είναι η γνώμη μου και την λέω σε όλους, και την λέω και σε σένα:

Μάντεψε σε ποια Ελλάδα ζεις. Και αν δεν σ’ αρέσει, κάνε κάτι, αντέδρασε, και άλλαξέ την.

Μόνο εσύ μπορείς.

Update: Τα ίδια ισχύουν με κάθε κυβέρνηση. Είτε ΝΔ, είτε Σύριζα, είτε ΠΑΣΟΚ. Μην αλλάξουμε την γνώμη μας ανάλογα με την κυβέρνηση και τις συμπάθειες/αντιπάθειές μας: Οι κυβερνήσεις, οφείλουν να είναι κυβερνήσεις όλων των Ελλήνων, και να συμπεριφέρονται αναλόγως.

via SPY member of Jungle Report

Ο γραφίστας -κλικ- σώζει την εικόνα. Θα την ανεβάσει στο facebook, θα γίνει χαμός. Λίγο πριν -κλικ, κλικ- έχει πάρει την εικόνα ενός επαίτη, από έναν δρόμο, ίσως της Αθήνας, ίσως μερικών στενών μακριά, και -κλικ- την έχει βάλει στην φωτογραφία των δύο ηγετών. Μοιάζουν άνετοι, περπατούν σοβαροί αλλά -κλικ- αν θολώσουμε λίγο τον επαίτη, μία σκιά, μια πραγματικότητα δημιουργείται.

~

Λίγο πριν, -κλικ- ο φωτογράφος τραβά φωτογραφία. Κουστούμια ατσαλάκωτα, γραβάτες προσεκτικά επιλεγμένες, ακριβά παπούτσια, ξυρισμένα μάγουλα, ο δρόμος, ως φόντο, καθαρός και αμόλυντος. Ίσως πρέπει να γονατίσει, ελάχιστα, για να νιώσει ο θεατής λίγο δέος, λίγο πιο υποτακτικός – είναι άλλωστε δύο ηγέτες, ο ένας συμπληρώνει τον άλλον, τον απενοχοποιεί, τον αθωώνει, τον ενισχύει. Η εικόνα θα παίξει ρόλο. Δεν ακούγεται τίποτα άλλο -κλικ- εκτός από τα βήματά τους στην άσφαλτο, ο θόρυβος που κάνουν ακριβά παπούτσια, κατά παραγγελία φτιαγμένα. Λίγο ακόμα -κλικ- Να! μία τέλεια φωτό. Μια πραγματικότητα δημιουργείται.

~

Λίγο πριν -κλικ- ο δρόμος κλείνει. Οι αστυνόμοι είναι απολύτως σοβαροί, αυστηροί, κανείς δεν θα περάσει. Πέντε στενά πιο πάνω κάποιος επαιτεί – ξέρει πολύ καλά την μοίρα του αν τολμήσει να έρθει απ’ αυτήν την γειτονιά. Ο νοικοκύρης περνά πάνω από τον δρόμο αλλά ο θόρυβος -κλικ, κλικ- που κάνει τυχαία το γκλομπ πάνω στην ασπίδα τον φρονιμεύει. Θα σκεφτεί ο,τι σκεφτεί, αλλά θα προχωρήσει τον δρόμο του. Πάει, ίσως, σε ένα κρύο σπίτι. Οι περαστικοί, κάποιοι άνεργοι, κάποιοι θυμωμένοι, θα κοιταχτούν φευγαλέα στα μάτια, αλλά -κλικ,κλικ- μοιάζει μια μάχη χαμένη, δεν θα επιχειρήσουν να πουν την δική τους αλήθεια. Ο μόνος που μπορεί να περάσει είναι η καθαρίστρια που το καρότσι -κλικ, κλικ- της αναλαμβάνει να καθαρίσει έναν έτσι και αλλιώς με ελάχιστα φύλλα κάτω δρόμο. Το προτιμά να δουλεύει εδώ – εχθές, προσπαθούσε να αποφύγει σύριγγες από πάρκα, εδώ είναι όλα ήδη καθαρά. Μια πραγματικότητα δημιουργείται.

Κλικς που φτιάχνουν πραγματικότητες.

Ή, όπως κάποιος εύστοχα σχολιάζει, «Η φωτογραφία σίγουρα δεν είναι αληθινή, αλλά ίσως λέει μια αλήθεια».

Φωτό via SPY member of Jungle Report

Silence is golden.

Ξέρεις τι;

Δεν είναι αρκετά μακριά η Χαλκιδική. Δεν είναι αρκετά μακριά τα μεταλλεία για να αδιαφορήσεις. Δεν είναι αρκετά μακριά τα 27 χρόνια «ανάπτυξης» στην περιοχή, που θα εξορυχθεί ο χρυσός με την χρήση αρσενικού, όπως διατείνεται η εταιρία.

Δεν είναι αρκετά μακριά, για να αδιαφορήσεις.

Γιατί τα κανάλια και οι εφημερίδες που «ξεχνούν» να βάλουν τις διαμαρτυρίες, είναι ακριβώς μπροστά σου. Το κράτος που αδιαφορεί στην παρανομία, είναι δίπλα σου. Η σιωπή, όταν ακούνε την φωνή του κάθε αντιδρώντα, και η διαπόμπευση του στην πρώτη ευκαιρία, είναι εδώ.

Μπορεί να σου μοιάζει μακριά. Δεν είναι. Να νομίζεις πως δεν σε αφορά. Δεν είναι έτσι.

Πότε στα χρονικά δεν άκουσα ξανά τόση ησυχία από τα μέσα στις κραυγές διαμαρτυρίας όσων ανησυχούν. Ποτέ! Με εξαίρεση ίσως το The Mall, (για φαντάσου) τίποτα άλλο δεν θάφτηκε τόσο έντεχνα – και, στην περίπτωση του δεύτερου, σου θυμίζω, δεν θα χυθεί ούτε μία σταγόνα δηλητηριώδους αρσενικού.

Έγιναν πορείες, με χιλιάδες κόσμο πορείες, σπασμένα χέρια, διαμαρτυρίες, επιτόπιες έρευνες με απειλές, έγγραφες διαμαρτυρίες, υπήρξαν αποφάσεις, υπάρχει η ιστορία, υπάρχουν άλλα παραδείγματα – άκουσες κάτι στο δελτίο των οκτώ γι’ αυτά; όχι.

Όχι.

Δεν θέλουν να ξέρεις τίποτα απολύτως.

Και αν τυχόν ακούσεις κάτι, θα σου μιλήσουν για «ενοχλημένους από την πιθανότητα επένδυσης στην Ελλάδα», και όχι για βαθύτατα ανήσυχους για την περιβαλλοντική καταστροφή που καταγγέλουν. Και ακόμα και για την επένδυση… ε, δεν θα στα πουν ακριβώς όπως είναι τα πράγματα.

Το πιο τρανταχτό σκάνδαλο της δεκαετίας (και βάλε) δεν έγινε όταν πουλήθηκε έναντι πινακίου φακής το μέλλον (οικολογικό, υγείας, ανθρώπινο) μέλλον μίας ολόκληρης περιοχής. Γίνεται αυτήν την στιγμή που μιλάμε.

Αυτή η στιγμή που μιλάμε, δεν είναι αρκετά μακριά για να αδιαφορήσεις.

~

Links που τα δελτία των οκτώ δεν έχουν παρουσιάσει:

Πολίτες που πηγαίνουν στις σκουριές διαμαρτυρόμενοι (αυτοί με σκούφο, που απαιτούν στο τέλος την κάμερα για να την σβήσουν, ΔΕΝ είναι αστυνομία, είναι σεκιουριτάδες!)
Έγγραφη, επώνυμη καταγγελία ότι η εταιρία χρησιμοποιεί ψευδώς στοιχεία για την ασφάλεια της περιοχής
Η τελευταία -ειρηνική- πορεία χιλιάδων κατοίκων που αντιδρούν, και αποσιωπήθηκε πλήρως από τα μέσα
Άρθρο του Αυγερόπουλου για τις Σκουριές, την αστεία (εως εξωφρενική) επένδυση, και την αντίστοιχη δράση στην Ρουμανία.
Βίντεο-Ντοκυμαντέρ από τον Αυγερόπουλο (προβλήθηκε από την ΝΕΤ)
Βίντεο-Ντοκυμαντέρ από την γαλλική τηλεόραση. Καμία αναφορά στην Ελλαδα.
Χαλκιδική: Το ελληνικό Ελντοράντο από το περιοδικό Unfollow
Τα (τοξικά) Τσερνόμπιλ της εξόρυξης χρυσού!

Και για το κερασάκι στην τούρτα τέλος, συνελήφθη (και αφέθηκε ελεύθερος) 54χρονος γιατί τον κατανόμασαν ονομαστικά ως …»ηθικό αυτουργό» οι φύλακες στην τελευταία (απαράδεκτη και για τον… επενδυτοφάγο Σύριζα ) επίθεση στις σκουριές. Γιατί; Γιατί συμμετέχει σε πορείες, αφισοκολλήσεις, και πληροφορίες σαν και αυτές που σε παραπέμπω.

Είμεθα τέντυ μπόιδες

Πήξαμε στις φωτογραφίες. Σε άλλες στέκεσαι στητός, μοιάζεις αδιάφορος. Σε άλλες είναι άλλο ένα γαμίσι, άλλο ένα ξεγύμνωμα, άλλος ένας βιασμός. Σε άλλες σε τραβάνε από τα μαλλιά, για να σηκώσεις κεφάλι.

Κάτι κακό έχεις κάνει, δεν μπορεί. Είναι σαφές και εύπεπτο, και αν δεν είναι, θα στο περάσουμε με λίγο φώτοσοπ, μη σε νοιάζει – έμαθε και ο Μπαλούρδος φώτοσοπ και ζωγράφισε τον κόσμο όλο, μη χέσω. Πάντως μη σε νοιάζει – η νοικοκυρά θα φάει, ο νοικοκυραίος θα αναρωτηθεί αν σε γάμησε τότε που ήτανε πιωμένος στο κωλόμπαρο, φόβος θα πιάσει την ψυχή της μάνας, μη δει το παιδί της έτσι.

Δικαιοσύνη εν τάχει. Για να σε έπιασαν, είσαι σίγουρα ένοχος. Δεν χρειάζεται μελέτη, ποιος είσαι, τι είσαι, βρίζεις κι όλας, καλά κάνανε και σε βαρέσανε, μαλακισμένο, καλά κάνανε και σε βιάσανε μωρή, τα ήθελε ο κώλος σου. Υπάρχει, πλέον, ασφάλεια. Δικαιοσύνη. Όλα βαίνουν καλώς. Και τον καμμένο, απ τις γραμμές νέγρο έπρεπε να βάλουνε, κι αυτόν από κάπου κάποιος τον ξέρει, να μην τηλεφωνήσει; Αφού είναι καταφανώς ένοχος, δεν είχε χαρτιά, δούλευε διαλύοντας τον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της χώρας, το καθίκι. Έπρεπε να ανοίξουν το κουφάρι του και να του τραβήξουν μία φωτό.

Δεν θα έπαιζε στις οκτώ, θα μου πεις. Υπάρχουν και ευαισθησίες.

Δεκτόν.

Κάθεσαι και κοιτάς. Θα βγει το πουλάκι. Σκέφτονται να σου κολλήσουν και μία ταμπέλα «είμαι τεντυ μπόις», είχε πέραση αυτό, αλλά αντί να σου ξυρίσουν το κεφάλι, θα σου ρίξουν και μία μπουνιά στο μάτι, έτσι, «για να με θυμάσαι». Κοιτάνε τα φασιστοειδή την μουτσούνα σου την επόμενη μέρα γελώντας, αγνοώντας ότι και την δική τους μουτσούνα θα την δει μεθαύριο κάποιος άλλος.

Ληστής τραπέζης. Οροθετική. Βιαστής. Αναρχικός. Φασίστας. Αντιεξουσιαστής. Διαδηλωτής. Δεν αρκεί να είναι ένοχοι, πρέπει να φαίνονται και ένοχοι. Το πρόσωπό τους πρέπει να δηλώνει τρόμο, συμμετοχή, κατάθεση των όπλων. Το μήνυμα να περάσει κυρ εισαγγελέα μου – τι και αν την αφήσουμε αύριο να φύγει; Το μήνυμα.

Το μήνυμα.

Ο, του και της, γεννηθείς. -Ρε μαλάκα, ο Νίκος. Ο Γιώργος ρε, ο Αντώνης. Ρε, Σβετλάνα την λέγανε;

Και μου λεγε ότι την λέγανε Μαρία, το μουνί.

Εδώ που ήρθες, θα σε λένε και Μαρία. Μην ξεχνιέσαι.

Φαστ-φουντ δικαιοσύνη. Τα δικαστήρια αργούν, είναι δύσκολα, τα πρακτικά δεν διαβάζονται, τα γράμματα στις στήλες μικρά, ο χρόνος μετάδοσης ακριβός. Ότι γίνει τώρα, ο πελάτης βιάζεται. Να φάει γρήγορα, να σκεφτεί γρήγορα, να αποφασίσει γρήγορα. Θα έχει ξεχάσει ρε μέχρι την δίκη, θα έχει ξεχαστεί η φωτό σου σε μία ώρα.

Μπορεί βέβαια να θυμάται για λίγο τα μάτια σου, δεν ξεχνιούνται εύκολα τα μάτια μίας φωτογραφίας.

Αλλά θα του περάσει.

Επείγον, σημαντικό ανακοινωθέν: Ο κυρ Εισαγγελέας είπε να δείτε οπωσδήποτε αυτόν τον δημόσιο εξευτελισμό, υπάρχει λόγος. Έχετε δει ξανά τόσο γυμνό αυτόν τον καταφανώς ένοχο άνθρωπο;

Στείλτε ένα μήνυμα. Είναι χωρίς χρέωση. Είναι ανώνυμο.

Ή μάλλον, κοστίζει κάτι. Αλλά μην σκεφτείς τι και γιατί, να, να μαλάκα μου, κοίτα ένα γαμάτο κινητό:

Αυτό θα είναι σίγουρα δωρεάν.

Κλίκ.

Είναι βράδυ, περασμένη η ώρα. Ο Τσίπρας προσπαθεί να πει τον λόγο του στο Κολούμπια, αλλά τον δουλεύουν για τα άθλια αγγλικά του και την ατυχία να μην έχει μεταφραστές, μόλις πριν λίγες ώρες έχει διαταχθεί επίταξη και επιστράτευση στους εργαζόμενους του μετρό – αλλά ο υπουργός που τους διπλασίασε με διορισμούς πριν τέσσερα χρόνια παραμένει στην θέση του, στην Λάρισα μπουκάρανε σε μαγαζί μεταναστών, στην Κρήτη έχουν ένορκη κατάθεση ότι αστυνομικός κλώτσησε μηχανάκι που κατεδίωκε (με αποτέλεσμα οι δύο επιβάτες να πέσουν από γκρεμό, και να είναι εντατική) αλλά η αστυνομία υπογράφει ότι «έπεσαν».

Ναι, Πάλι.

Μία συνηθισμένη μέρα στην Ελλάδα δηλαδή.

Τα κορίτσια κοιμούνται, η μεγάλη έχει πρησμένες αμυγδαλές και ροχαλίζει. Επέμβαση μας είπε ο γιατρός, θα πάρει όμως τρεις μήνες αναβολή. Τρεις μήνες. Τόσο θα έπαιρνε σειρά και κόρη υπουργού; Μάλλον όχι. Δεν με τρώει το παράπονο, και οι γείτονες μου στο νοσοκομείο, τρεις μήνες θα περιμένουν. Δεν είμαι υπουργός, είμαι μαζί τους.

Τρεις μήνες.

Νομίζω ότι αυτό φταίει. Βλέπω τον κόσμο οργισμένο, ακούνε «3500 μικτά μέσο όρο» στο μετρό, και διαολοστέλνουν. Σταματήσαμε να σκεφτόμαστε, παίρνει χρόνο. Τσάμπα, μου μεταφέρουν ότι, έδειχναν 1200 μικτά οι χαμηλόμισθοι εργαζόμενοι. Έφαγαν και βροχή, πολύ, και χαλάζι οι επιβάτες. Τσαντίστηκαν. Δεν ξέρω και ποιος έχει δίκιο, δεν καταλαβαίνω. Να θέλω μία χώρα που γαμιούνται όλοι, ή μερικοί γλυτώνουν; Αν ήταν υπάλληλοι της βουλής, ξέρωγω, θα είχα άλλη στάση;

Δεν ξέρω, είμαι κουρασμένος και είναι αργά.

Δεν μπορώ να θυμώσω όμως με τον απεργό. Με τον Στυλιανίδη, ναι, μπορώ. Αλλά ξέρω ότι οι απεργοί τον ψήφισαν, τον ξαναέβαλαν στην βουλή, τον έκαναν υπουργό. Με την αγορασμένη ψήφο τους υπάρχει αυτή η κυβέρνηση.

Απογοήτευση.

Ενα κοριτσάκι που καθάριζε τα τζάμια των αυτοκινήτων, και μοιραζόταν ένα ποδήλατο με τα άλλα χαμίνια πέθανε προχθές. Τίποτα δεν υπάρχει να θυμώσω μαζί του εκεί. Πονάει, χωρίς εχθρό. Σκέφτομαι τις μικρές μου. Δεν το ξέρουν ακόμα, αλλά χαμογελάω λίγο μέσα μου όταν μου εναντιώνονται. Αγρίμια, ειδικά η μεγάλη, βλέπει η μικρή και τα κάνει και αυτή. «Όχι!» αυτό ξέρει να λέει. Όχι τώρα, μικρή μου, δεν υπάρχει λόγος. Αργότερα, όταν μεγαλώσεις.

Πόνος.

Ο Σιατίστης έδωσε έναν λόγο ποίημα έμαθα σήμερα. Δεν τον έχω δει εξ ολοκλήρου, τον φυλάω στο κινητό μου, να τον διαβάσω όταν θα νιώθω τελείως χάλια, όταν θα είμαι διαλυμένος. Οι μετανάστες είναι άνθρωποι, λέει. Άλλο το πρόβλημα, άλλο η ανθρωπιά, λέει. Το αυτονόητο δεν είναι πια. Όσο οργίζομαι με τον Άνθιμο, τόσο ελαφραίνει η καρδιά μου με τον Σιατίστης. Έχουν τον άμβωνα, ποιος τον χρησιμοποιεί ανθρώπινα είναι το θέμα.

Ελπίδα, η κάθε ομιλία του.

Στο site της ΝΔ σβήνουν, λέει, τους παλαιότερους λόγους τους. Το google τους θυμίζει. Με οργίζει αυτό, με οργίζουν πολλά σ’ αυτήν την κυβέρνηση. Πολλά. Πάρα πολλά. Ο Γερογκρινιάρης γράφει για τους Ηλίθιους, και γω, που δεν είμαι έτσι, θυμώνω που σκέφτομαι ότι θα μπορούσα να το έχω γράψει και εγώ. Δεν ήμουν έτσι εγώ, γέλαγα κάποτε.

Και ο Γερογκρινιάρης, είμαι σίγουρος, γέλαγε κάποτε. Τώρα, μόνο πικρά γέλια διαβάζω από τις λέξεις του.

Θέλω μία εβδομάδα τώρα, να γράψω για την απόφαση Βενιζέλου να ψηφίσουν όλοι μόνο σε μία κάλπη. Από τότε που έγινε. Γι’ αυτόν που το διέταξε, γι’ αυτούς που υπάκουσαν. Από τότε που το είδα. Σου ορκίζομαι, στην ψυχή της μάνας μου, δεν έχω βρει ακόμα λέξεις. Ακόμα! Ξαφνιάζομαι, και γω. Παραμένω, ακόμα και τώρα, το ίδιο έξαλλος. Με όλους τους. Δεν έχω λέξεις. Το σκέφτομαι και θολώνει το μυαλό μου.

Σχεδόν κανείς δεν ασχολείται με το άρθρο 22. Το ξαναλέω, και το ξαναλέω, και το ξαναλέω. Κανείς. Σε όλους φαίνεται απόλυτα φυσιολογικό να συντηρείται η αναβολή ενός δύσκολου φόρου που, όσο δεν έχω άλλη ικανοποιητική εξήγηση, θεωρώ ότι έγινε αποκλειστικά για να εκβιάζει τα κανάλια.

Ξεδιάντροπα. Τίποτα λιγότερο από ξεδιάντροπα.

Σχεδόν κανείς. Μόνος μου μιλαω, μόνος μου θυμώνω.

Ενας μετανάστης σήμερα, θα φοβηθεί να βγει έξω. Το σκέφτομαι κάθε βράδυ: Κάπου, μετά την δολοφονία Σαχτζάτ Λουκμάν, ένας άλλος μετανάστης, ακόμα ζωντανός, φοβάται να βγει έξω να πάει για δουλειά. Η οικογένειά του τον μαλώνει, αν είναι αρκετά τολμηρός. Που πας, δεν θα γυρίσεις. Όλα αυτά, μια γειτονιά, μια πόρτα μακρυά μου.

Οι δολοφόνοι, έχουν τίμιο πρόσωπο. Είναι πυροσβέστης, μας το είπαν ξεκάθαρα. Ο άλλος άνεργος, καταλαβαίνεις. Ένας από μας. Ένα στιλέτο βέβαια ο καθένας, στην τσέπη. Φυλλάδια της χρυσής αυγής. Αν τα βάλεις σούμα, δεν σου βγαίνει δολοφόνος όμως, σου βγαίνει πυροσβέστης, σωτήρας, ή άνεργος, ταλαιπωρημένος. Άκου αυτούς που (σ)το λένε. Αθώοι, δεν το θέλανε. Δεν κυνηγούσαν μετανάστες, τους έκλεισε τον δρόμο. Σε όλους μας δεν έχει συμβεί;

Για τ’ όνομα του θεού.

Ο μέσος όρος των μισθών τους, είναι μεγάλος. Ο μέσος όρος ρε φίλε! Πως το είπε ο Σαμαράς να δεις, «Ο Ελληνικός Λαός Έχει Κάνει Θυσίες». Και παίρνει αυτές τις θυσίες, -που δεν έγιναν και οικειοθελώς εδώ που τα λέμε-, και τις βάζει μαχαίρι στον λαιμό του άλλου.

«Να πεινάσεις και εσύ ρε. Μόνο αυτοί θα πεινάνε; Να πεινάσεις και εσύ.»

Το ακούω και στο τουήτερ, πιο συχνά από ότι αντέχω: «Εμεις οι ιδιωτικοί απολυόμαστε, και αυτοί οι δημόσιοι όχι. Να αρχίσουμε να απολύουμε και απο αυτούς!»

Αίμα και δόντια παντού. Αίμα και δόντια.

Το μόνο θετικό που σκέφτομαι, είναι πως χάνει έτσι καμιά διακοσαριά τουλάχιστον αγορασμένους ψήφους από την Αττικό Μετρό η κυβέρνηση. Κάτι είναι και αυτό, όσο να πεις.

Ξημερώνει αύριο.

Έχω σβήσει αυτό το άρθρο πέντ’έξι φορές. Το έχω ξαναπάθει, το παθαίνω κάθε φορά που οι σκέψεις μέσα μου είναι τόσο κόκκινες, και μαύρες, που δεν γίνονται λέξεις.

Αλλά δεν έχει να κάνει με μένα.

Πριν κάτσεις, αν δεν βαριέσαι, να με ακούσεις, διάβασε πρώτα αυτό:

Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο

Το διάβασες; Το διάβασα το πρωί, ενώ το έζησα από εχθές, όταν ο @xasodikis διάβασε την εφημερίδα της Κυβερνήσεως και απόρησε για το περιεχόμενο του άρθρου 22. Ήταν πολύ μπερδεμένο, πολύ τεχνικό. Στους 100 που θα το διαβάσουν, όλοι θα απορήσουν – ένας θα κάτσει να ψάξει. Το έψαξε ο @xasodikis, με την βοήθεια των σχολιαστών του.

Γαμώτο, να το πάλι. Δεν έχω λόγια. Θέλω να βρίσω τα κανάλια και τις διαφημιστικές, που κατάφεραν από το 2010 να αποφύγουν (μία ίσως αδικία, δεν αντιλέγω) που όλοι οι υπόλοιποι υφιστάμεθα, άσκοπα διαμαρτυρόμενοι.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν μου αρκεί αυτό. Αυτά προσπαθούν να επιβιώσουν, ξεπουλάνε την είδηση, το λειτούργημα, για να αντέξουν σε ένα σιχαμένο κατασκεύασμά τους, ένα τέρας που έφτιαξαν οι ίδιοι, οι οποίοι, έστω και αν κάποιοι εξ αυτών το ξεκίνησαν ως λειτούργημα, μετουσιώθηκαν στα ίδια καθίκια που μεταδίδουν ψέματα, προπαγάνδες και δελτία τύπου, ζαλίζοντας τους ανθρώπους που τους εμπιστεύονται, ώστε να μην αντιδρούν.

Δεν έχει να κάνει με αυτούς *μόνο*.

Θέλω να ξεράσω ανόθευτο μίσος για τον κάθε πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών που εμπλέκεται στην υπόθεση, μία υπόθεση συγκάλυψης, αδιαφάνειας, μα πάνω απ’ όλα μία υπόθεση εκβιασμού, ωμού εκβιασμού, έναν νόμο που παίρνει παρατάσεις, που βγαίνει – αλλά από την πρώτη στιγμή δεν βγαίνει, μπαίνει στο συρτάρι, στο τραπέζι κάθε διαπραγμάτευσης, σώζει κατά βούληση εξαιρετικά επειγόντως και απρόβλεπτα, χέζει πάνω σε κάθε έννοια ισονομίας απολύτως νόμιμα, κραυγάζει θρασύτατα ή θα πείτε αυτά που θέλω, ή θα ξεχάσω να τον ακυρώσω αυτόν τον νόμο, σας κρατάω, μαζί με τα δάνεια, τις αναχρηματοδοτήσεις και τις άδειες, θα μιλήσετε για μένα, ότι πω εγώ, εγώ υπάρχω, εγώ σας κρατάω.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν κοπιάζει ο θυμός μου. Δεν ξεσπάω εκεί. Είναι ένα γλοιώδες σύστημα εξουσίας, μία παρέα δειλών και σιχαμένων που ο ένας σώζει τον άλλον, ο ένας εκβιάζει τον άλλον, ο ένας επιβιώνει χάρη στον άλλον.

Προσπαθώ να βρίσω τον πολίτη που πληρώνει αυτά τα κανάλια, που τρώει αμάσητα αυτά που το σερβίρουν, που ακούει αυτούς τους πολιτικούς, που όλη τους η ενέργεια πάει στην αυτοσυντήρησή τους, στο κόλπο, στον κρυφό νόμο, τους ακούει, τους εμπιστεύεται, την ζωή του, την επιβίωσή του, λες και δεν ξέρει, λέμμινγκ ρε πούστη μου, εκεί, στον γκρεμό, με αυτοθυσία, θα την πατήσουν οι άλλοι πρώτα, όχι εγώ, εγώ θα τον πω «κύριο» τον υπουργό – ακόμα και αν για το ξεκάρφωμα με τους φίλους μου τους άνεργους θα πω τα λαμόγια, θα δω το δελτίο ειδήσεων, θα αγοράσω το χάρτινο ψέμα, λένε ψέματα, το ξέρω, με δουλεύουν, αλλά έτσι είναι η ζωή και δεν αλλάζει.

Αλλά δεν έχει να κάνει μ’ αυτούς.

Δεν μου φτάνει.

Να βρίσω εμένα, που δεν κάνω περισσότερα, που δεν φώναξα αρκετά, που δεν έχω πιάσει κανέναν από το λαιμό, να του πω ρε κερατά, ρε κερατά, ρε καθίκι, ρε σιχαμένε βρωμιάρη, πως είσαι τόσο αλήτης ρε, πως μπορείς να συναλλάσσεσαι τόσο αναίσθητα ρε, πως πουλάς την είδηση ρε, την αλήθεια, πως πουλάς την αλήθεια, πως την αγοράζεις, πως βγαίνεις στο γυαλί και λες ανάπτυξη ρε, πως λες ελπίδα ρε, τόσο αναίσθητα, ελπίδα, όταν αμέσως πριν, εξαγοράζεις τον τύπο, την δημοσιογραφία, την αλήθεια που δεν σε βολεύει, πως με κοιτάς στα μάτια ρε γουρούνι, πως με κοιτάς στα μάτια λέγοντάς μου εμπιστεύσου με, όταν λίγο πριν αγόρασες την αλήθεια, την έκανες προϊόν εκμετάλλευσης και εκβιασμού, αγόρασες την δημοκρατία, και έβαλες στην θέση της μία δημοκρατία που σου αρέσει εσένα, έφτιαξες ένα χάρτινο όπλο, δέκα λέξεις, για να ελέγξεις κάθε αντίδραση, κάθε άλλη άποψη, και το έκρυψες ανάμεσα σε αριθμούς, άρθρα και παραγράφους, το έκρυψες, ενοχικά, σε μπερδεμένες λέξεις, να το καταλάβουν μόνο αυτοί που πρέπει, συνθηματικά, και αμέσως μετά, αφού εκβίασες, αφού φίμωσες, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες «κάνε θυσίες φίλε μου, όλοι κάνουμε, κάνε και εσύ, οι άλλοι θέλουν το κακό σου, εγώ θέλω το καλό σου, κάνε θυσίες, θυσίασε τις οικονομίες σου, την ασφάλειά σου, το ένα σου παιδί, ύστερα το δεύτερο, τον γάμο σου, την ειρήνη σου, την ζωή σου, για το κοινό καλό, για όλους μας» – όταν πέντε λεπτά πριν, είπες στον καναλάρχη, «μη σε νοιάζει, κάνε εσύ αυτό που πρέπει, και θα σε σώσω εγώ όπως τα έχουμε συμφωνήσει».

Δεν μου φτάνει όμως.

~

Άκου, πέρα από θυμούς.

Έχω πολλές φορές ξεφύγει με αυτό το θέμα, από την πρώτη στιγμή, από το 2010 που πρωτοακυρώθηκε, που πρωτοθαφτηκε, από το πρώτο πισωγύρισμα, από την πρώτη δειλία.

Πυγμή στους φόρους μας, αλλά δειλία στους συνεργάτες μας, στους συνεταίρους μας, στους συμμάχους μας. Πυγμή σ’ αυτούς που δεν μπορούν να αντιδράσουν, ανοχή και δειλία σ’ αυτούς που φοβάμαι.

Δεν είναι δικαιοσύνη αυτό, δεν μπορεί να είναι.

Είναι ένας άδικος φόρος. Δεν είμαι χαζός, το βλέπω. Ένας άδικος, καταστροφικός φόρος. Άδικος, γιατί δεν έχει κανένα νόημα να πληρώσουν και άλλη, επιπλέον φορολογία στην διαφήμιση. Καταστροφικός, γιατί θα γονατίσει και τα κανάλια, που ζουν εκτός ορίων, πια, και τις διαφημιστικές, και θα αφήσει πολύ κόσμο στην ανεργία. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις χαράτσι για το σπίτι που μένεις, και ήδη είναι κριτήριο φορολόγησης. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις περισσότερους φόρους, επειδή τα παιδιά σου είναι τεκμήριο διαβίωσης. Καταστροφικός, όπως το να ζητούν αυξημένα τέλη κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να επιστρέφονται πινακίδες, οι πολίτες να μην έχουν αυτοκίνητα που έχουν ήδη αγοράσει, το κράτος να χάνει φόρους. Καταστροφικός, όπως το να αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην έχουν να αγοράσουν, να απολύονται άνθρωποι που δούλευαν στα βυτιοφόρα, να κρυώνει ο κόσμος μες τον χειμώνα, να ανάβει δηλητηριώδη τζάκια και σόμπες, το κράτος να μην εισπράττει περισσότερα ως φόρους. Άδικος και καταστροφικός. Δεν κερδίζει κανείς από την εφαρμογή του – χάνουμε όλοι.

Είναι ένα θέατρο παραλόγου η επιμονή στην εφαρμογή του, καταλαβαίνω.

Ακριβώς αυτό δηλαδή που ζούμε όλοι οι υπόλοιποι τόσα χρόνια τώρα, ακριβώς γι’ αυτό που φωνάζουμε, ακριβώς γι’ αυτό που διαμαρτυρόμαστε, που ψεκαζόμαστε, που τρώμε (ατιμώρητο) ξύλο, που μας απολύουν από την δουλειά, που ζούμε με 360 ευρώ για οκτώ μήνες, και μετά; και μετά;! άδικος και καταστροφικός ακριβώς όπως ουρλιάζουμε τόσο καιρό τώρα…

…αλλά οι φωνές μας δεν ακούγονται, η αδικία και η καταστροφή μεγαλώνει εκθετικά, ο πόνος και η απελπισία το ίδιο, και αυτοί που μονολογούν χαρούμενοι για τις επιτυχίες τους απολαμβάνουν τα φώτα της δημοσιότητας την εξουσία, την εύνοιά της, και την ανοχή μας.

Άκου, πέρα από θυμούς και εντάσεις:

Αν κάτι λείπει για να δω έστω και ένα ψήγμα ελπίδας, είναι δικαιοσύνη, δημοσιογραφία, δημοκρατία. Δεν αρκεί πλέον καμία καλή πρόθεση, κανένας ενθαρρυντικός λόγος, ή αίτημα για λίγο ακόμα εμπιστοσύνη. Στην πράξη: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Το κάθε ένα από αυτά, μόνο του, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει. Και τα τρία μαζί, ενισχύουν το ένα το άλλο.

Έχουμε σαράντα ημέρες από την δημοσίευση για να πάει αυτό το χαρτί στην Βουλή. Σαράντα ημέρες συγκαλυμμένης ανοχής. Οι πρώτοι σιχαμένοι εκτέθηκαν ήδη με την διάθεσή τους να μπει ως κατεπείγον και όσο πιο συγκαλυμμένα δυνατόν αυτό το αισχρό, τρισάθλιο άρθρο. Αποκαλύφθηκε. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

Όσοι βουλευτές απομείνουν έως τότε από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, αυτοί που θα αποφασίσουν αν, και πόσο θα στηρίξουν αυτό το άρθρο, αυτό το συγκεκριμένο άρθρο, καλά θα κάνουν να σκεφτούν πολύ καλά το πολιτικό τους μέλλον. Το λιγότερο που έχουν να κάνουν, είναι να απαιτήσουν μία δικαιολογία, μία αιτιολογία, όπως αυτή που έλειψε, που θάφτηκε τόσες πριν έρθει αυτή η στιγμή.

Λίγο πριν την ψήφιση, μπορούν να ξεστομίσουν την λέξη θυσία -σχεδόν- άκοπα. Είναι, άλλωστε, η θυσία των άλλων. Την ημέρα της ψήφισης, το λέω από τώρα, ας ακούσουν τρεις λέξεις: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Και ας σκεφτούν καλά αν η φωνή τους, όταν ερωτηθούν, η απόφασή τους, σώζει, ή θυσιάζει (και) αυτά τα ιδανικά, (και) το όποιο ψήγμα ελπίδας που μπορεί να έχει ο καθένας μας.

Στο μεταξύ, είναι δική μας δουλειά, αναγκαστικά, δεν το ζήτησε κανείς μας – αλλά πρέπει να γίνει, όπως το ξεκίνησε ο @xasodikis, να αναπληρώσουμε το προφανές και τρομαχτικό κενό της ενημέρωσης για τις επόμενες μέρες. Να κάνουμε αυτό που αλλιώς δεν πρόκειται να γίνει, να ενημερώσουμε τους πάντες, εντός και εκτός δικτύου, να τους εξηγήσουμε τι σημαίνουν τα αλαμπουρνέζικα γράμματα και οι αριθμοί, να καταστεί σαφές τι διακυβεύεται, να το βγάλουμε από το σκοτάδι που ελπίζουν να το χώσουν, ώστε οι δουλειές να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Να απαιτήσουμε μία εξήγηση, ένα αιτιολογικό, και στην συνέχεια μία καταδικαστική απόφαση στο άρθρο, ή μία πρακτική αλλαγή στάσης ΣΕ ΟΛΑ τα άδικα άρθρα που μας δυναστεύουν.

Μα, πάνω απ’ όλα, να γίνει γνωστό.

Αν γίνει, όταν γίνει, να γίνει δυνατά, όπως του αρμόζει. Δυνατά, και ευκρινώς:

Ή να επιβιώσει, ή να θυσιαστεί.

Μέχρι τότε λοιπόν, #arthro22

UPDATE 10/4/2012: Για πρώτη φορά μετά την έναρξή του το 2010, υπάρχει αιτιολογική έκθεση για την αναβολή. Την παραθέτω αυτούσια:

Άρθρο 22: Με το άρθρο 22 της από 31.12.2012 Π.Ν.Π. μετατίθεται κατά ένα (1) έτος η έναρξη ισχύος της διάταξης της παραγράφου 12 τους άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (Α’ 65), ή οποία προβλέπει την επιβολή ειδικού φόρου ύψους 20% στις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση. Δηλαδή τίθεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραπάνω διάταξης η «1.1.2014» αντί της ισχύουσας «1.1.2013».

Η έναρξη ισχύος της εν λόγω διάταξης μετατέθηκε αρχικώς για την 1-1-2012 με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του ν. 3899/2012 (Α’ 212) και εν συνεχεία για την 1.1.2013 με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 της από 31.12.2011 Π.Ν.Π (Α’ 268), όπως κυρώθηκε με τον άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α’ 31).

Η διαδοχική αυτή χρονική μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης οφείλεται στην δυσχερή οικονομική κατάσταση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, και δη τόσο των επιχειρήσεων, που εκμεταλλεύονται τηλεοπτικούς σταθμούς, όσο και των διαφημιστών και των διαφημιζομένων.

Οι λόγοι που επέβαλλαν την μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης μέχρι σήμερα δεν έχουν εκλείψει, αντίθετα επιτείνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα τυχόν εφαρμογής της από την 1.1.2013 να δύναται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών και των διαφημιστικών εταιριών, με κίνδυνο, σε περίπτωση οικονομικής τους κατάρρευσης, να χαθούν εκατοντάδες θέσεις εργασίας και σημαντικά έσοδα για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Μπορείτε να την βρείτε εδώ: ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ (PDF)

Προσωπικό σχόλιο: Εξηγεί γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο φόρος, δεν εξηγεί γιατί δεν καταργείται αλλά μπαίνει σε καθεστώς αναβολής, ούτε (προφανώς) γιατί τέθηκε κατ’ αρχάς πρώτη φορά το 2010, ενώ, από την πρώτη στιγμή, δεν εφαρμόστηκε.

Επίσης, η επεξήγηση γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα σχεδόν για κάθε έναν από τους φόρους που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από το 2010 και μετά, για το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων που εφαρμόστηκαν. Πόσες έκλεισαν, πόσος κόσμος απολύθηκε, πόσα έσοδα έχασαν τα ασφαλιστικά ταμεία έκτοτε; Δεν ήταν ζημιογόνοι αυτοί οι φόροι;

Δεν εξηγεί τίποτα η επεξήγηση κατ’ εμέ, πέρα από αυτά που καταλαβαίνει κανείς έτσι και αλλιώς. Συνεπώς, αναπάντητα μένουν δύο ερωτήματα: α) Είναι ο μόνος επιζήμιος φόρος, και αν όχι, γιατί δεν εφαρμόστηκε και σ’ αυτούς η ίδια κρατική προστασία; Και β) αφού από την πρώτη στιγμή δεν εφαρμόστηκε ο φόρος, γιατί δεν καταργείται, αλλά παραμένει, αν όχι για να έχει σε καθεστώς ομηρίας και εκβιασμού τους τηλεοπτικούς σταθμούς;

Η Λιάνα Κανέλλη δέχεται ένα πείραγμα/σάτιρα/αστείο στην εκπομπή της Πόπης Τσαπανίδου από την χιουμοριστική εκπομπή «Συντέλεια» του ίδιου καναλιού.

Κατ’ αρχάς, η αντίδρασή της:

Ανεξαρτήτως αν εγώ νομίζω ότι είναι ότι πιο αντιφασιστικό [προσθήκη: «τηλεοπτικά»] έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, από την άνοδο της Χρυσής Αυγής και μετά, περισσότερο από τα βίντεο που δείχνουν ξυλοδαρμούς, περισσότερο από ναζιστικούς χαιρετισμούς, περισσότερο από τα χτυπήματα, ζωντανά, στην Κανέλλη (που, προφανώς, το πιστεύω), μπορώ να δεχθώ κάθε αντίληψη για το γεγονός.

Σχεδόν.

Γιατί δυσκολεύομαι να δεχθώ αντιλήψεις όπως «ήταν αντιαισθητική η εικόνα» ή «ήταν υπερβολική η αντίδραση». Όχι γιατί διαφωνώ, είναι πραγματικά αδιάφορο αν διαφωνώ, η αισθητική του καθενός, ή η υπερβολή του καθενός δεν μπαίνουν σε ζύγι, και αν δεν μ΄ αρέσει εμένα τα πετάμε.

Γιατί, πέρα από τα κλάματα, ή τις υπερβολές μίας Κανέλλης, ή τέλος πάντων τα δάκρυα, και τις μύτες που τρέχουν, ή οτιδήποτε μπορεί να σου αποσπά την προσοχή – αυτό που λέγεται, είναι, νομίζω, σπουδαίο. Αν βγάλεις τα δάκρυα, οι λέξεις που ακούγονται, είναι σημαντικές. Αν απομονώσεις την ένταση μίας γυναίκας που είναι (ή δεν είναι, για κάποιους) σοκαρισμένη, μίας γυναίκας που δέχθηκε σωματική βία (έστω και πριν τέσσερις μήνες, για κάποιους), το νόημα αυτών που λέγονται είναι πολύ σημαντικό.

Μπήκα λοιπόν σε έναν κόπο.

Έβγαλα τα δάκρυα.

Αφού τα δάκρυα ενοχλούν, και αποσπούν την προσοχή, ας δοκιμάσουμε να διαβάσουμε, χωρίς συγκινήσεις και την ένταση της στιγμής, ας αποροφήσουμε τις λέξεις στεγνές, ας κάνουμε το κλάμα βουβό, μήπως, μήπως καταφέρουμε να μείνουμε στην ουσία.

Αυτά ελέχθησαν:

Πόπη Τσαπανίδου: Είμαστε στο στούντιο με την Λιάνα Κανέλλη, από την οποία θα ζητήσω και από κοντά πια, συγνώμη που ήρθε σε τόσο δύσκολη θέση – και επειδή δε βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη ειλικρινά σου μιλάω, μέσα από την ψυχή μου συγνώμη-

Λιάνα Κανέλλη: ..αποφάσισα να βγω στον αέρα, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δίνετε αυτά τα τρία λεπτά, παρότι η ψυχική μου κατάσταση είναι εξαιρετικά βεβαρημένη αυτήν την στιγμή, για να εξηγήσω εγώ, διότι έγινα θύμα μέσα σε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα μίας σπέκουλας από συναδέλφους, από μπλόγκς, από χίλια δυο, τα οποία παίρνουν και ρωτάνε τι συνέβη. Και επειδή σε τέτοια ζητήματα, που παίρνουν αυτήν την μορφή, δεν έχω καμία διάθεση να βγάλω ανακοινώσεις, όπως είθισται να κάνουν άλλοι βουλευτές ή άλλα κόμματα – το δικό μου δεν κάνει τέτοια πράγματα- επί προσωπικού, θέλω να εξηγήσω *εγώ*, σ’ αυτόν τον αέρα τι ακριβώς συνέβη – να εξηγήσω και γιατί είμαι έτσι, και γιατί είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω σε ερωτήσεις που δεν μου τέθηκαν.

ΠΤ: Έχεις όσο χρόνο θέλεις.

ΛΚ: Βγαίνοντας στο διάλειμμα το διαφημιστικό από την εκπομπή σου, σε έναν πολύ μικρό και στενό χώρο που είναι έξω, γιατί το διάλειμμα θα ήταν περίπου έξι ως επτά λεπτά, μαζί με τον συνάδελφο που καθόνταν εδώ, σε έναν πάρα πολύ στενό χώρο, ανοίγοντας την πόρτα που σπρώχνεται έτσι (δείχνει) βρέθηκα, μπροστά σε.. [παύση] …και ας καταλάβει ο κόσμος τι εννοώ: ένα ζευγάρι μαύρα γάντια του μποξ, σε απόσταση πέντε πόντων από το πρόσωπό μου, από έναν, ε, σωματώδη κύριο που κάνει τα αστεία στην Συντέλεια, ο οποίος έχει περασμένη και ριγμένη την Ελληνική σημαία στους ώμους του, και έναν νεαρό, να τραβάει από την κάμερα, την έκπληξη ενός ανθρώπου. Το μόνο πράγμα που ζητάω είναι «σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν θέλω κάτι τέτοιο» -γιατί έπαθα σοκ- και λέω σας παρακαλώ πάρα πολύ, να μου πει κάποιος, όταν έχει υποστεί κτηνωδία δημόσια, εάν μπορεί να αντιμετωπίσει, ένα ζευγάρι γάντια βγαίνοντας από την εκπομπή, για τρία δεύτερα, σε ένα σαλόνι. Βρέθηκα με δύο γάντια, μπουνιάς, εδώ [δείχνει τα μάτια της] της πυγμαχίας. Αυτό υποτίθεται ότι θα ήταν ένα αυθόρμητο αστείο για την εκπομπή Συντέλεια. Σε ‘μένα συνετέλεσε στην ηθική, και ψυχολογική καταρράκωση να θεωρείται αστεία η διαπόμπευση και η βία. Εαν αυτό είναι αστείο -γι’ αυτό βγαίνω στον αέρα- δεν είναι αστείο! Μπορώ να φυλαχθώ από οποιονδήποτε χρυσαυγίτη, μπορώ να το αντιμετωπίσω πολιτικά, το αστείο αυτού του επιπέδου, αυτή την βία, και τον φασισμό του δήθεν αυθόρμητου, του δήθεν χιουμοριστικού, του δήθεν αστείου, χωρίς να ρωτήσουμε τον άλλον, σε τι κατάσταση βρίσκεται, αν μπορεί μετά από ένα τέτοιο αστείο σε ένα διάλειμμα να γυρίσει να συνεχίσει την πολιτική συζήτηση, και με σάτυρα, πάνω σε μία βίαιη πράξη, που ηθικά όφειλε να είναι είναι καταδικαστέα *από όλους*, ακόμα και από τους ανθρώπους που, θέλουν να ψηφίσουνε Χρυσή Αυγή – δεν είναι αστείο. Κατέρρευσα από την αντίληψη ότι συνάδελφοί μου, νέα παιδιά, πολλά από αυτά τα έχω διδάξει, μπορεί να θεώρησαν αστείο *κάτι τέτοιο*. Βγαίνω και το λέω *εγώ*, εγώ είμαι υπόλογη απέναντι στο κοινό όπως είναι οι δημοσιογράφοι. Είμαι υπόλογη απέναντι στους ψηφοφόρους και στον λαό και στους πολίτες, είμαι δημόσιο πρόσωπο που δεν έχει δύο χαρακτήρες -έναν πίσω από τις κάμερες, και έναν μπροστά από τις κάμερες. Η στοιχειώδης ευπρέπεια, επαγγελματισμός και γενναιότης μου, με υποχρεώνουν να απαντάω εγώ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, χωρίς μεηκ-απ, χωρίς ωραιοποίηση, και χωρίς την αντίληψη, ότι επειδή είμαι στα μίντια, είμαι θεός. Δεν είμαι θεός! και δεν επιτρέπω σε κανένανε, μα σε κανένανε να αστειευτεί για την βία. Δεν επιτρέπω σε κανένανε να του κάνουνε πλάκα επειδή του βαρέσανε την μάνα, ή επειδή του βιάσανε την μάνα. Για οποιονδήποτε λόγο, ο εξωραϊσμός αυτών των πράξεων, είναι η αιτία της παγκόσμιας ανόδου του φασισμού…

ΠΤ: Θα συμφωνήσω Λιάνα απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …ευχαριστώ πάρα πολύ…

ΠΤ: …απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …για την δημοκρατία να μου δώσετε αυτόν τον μικρό χώρο να το πω,

ΠΤ: …αυτο είναι το ελάχιστο…

ΛΚ: ..να μην παίξουνε, δημοσιογραφικά, να σου πω, να μην παίξουνε τα μπλογκς, να μην παίξουνε τις γνώμες τους, να μην φαντάζονται τι έγινε. Είκοσι δεύτερα έχουνε, αν θελήσουνε ας το δώσουνε, είμαι ένας άνθρωπος που *αρνήθηκε να κάνει σάτιρα την βία σε βάρος του*!

ΠΤ: Λιάνα, καλά κάνεις και τονίζεις…

ΛΚ: Και επιμένω και τώρα να σας λέω *δεν είναι προσωπικό* – αν αρχίσετε να αστειεύεστε για το δράμα δίπλα σας θα εξοικειωθείτε με το τέρας. Μην μ’ ακούσετε εμένα, εγώ μπορεί να είμαι ένα τίποτα, ακούστε έναν Μάνο Χατζηδάκη (σ: αναφέρεται σ’ αυτό) ακούστε ανθρώπους πολύ σοβαρότερους, πολύ μεγαλύτερους από ‘μένανε – που πρόσφεραν πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο, μην-εξοικειώνεστε-με το τέρας γελώντας με τα καμώματά του, είναι ο καλύτερος τρόπος να του μοιάσετε. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, δεν…

ΠΤ: …

ΛΚ: …δεν είναι μανιφέστο, δεν είναι πολιτική θέση – δεν είναι κρίση υστερίας…

ΠΤ: …θέλω σε παρακαλώ…

ΛΚ: …και δεν είναι παρά, συγκίνηση, εσωτερική, για να κρατηθώ όρθια και με αξιοπρέπεια, τίποτε παραπάνω – και για να μην κρύψω από το κοινό, γιατί έφυγα από την εκπομπή..

ΠΤ: …θέλω τρία δευτερόλεπτα…

ΛΚ: …και δεν κατάφερα να μην αισθάνομαι *βαθύτατα* πληγωμένη, βαθύτατα προσβεβλημένη, και κυρίως βαθύτατα απορριμένη. Όταν ο φασισμός γίνει ανέκδοτο αγάπη μου, γίνεται μετά και εκπομπή, και μετά γίνεται και άποψη πολιτική και κυρίαρχη

ΠΤ: Θέλω τρία δευτερόλεπτα μόνο από την δικιά μου την πλευρά – κατ’ αρχάς να, ε, να σου ζητήσω συγνώμη ξανά…

ΛΚ: … μα δεν ήξερες τίποτα….

ΠΤ: …κατά την διάρκεια της δικιάς μου εκπομπής έγινε αυτό…

ΛΚ: …εγώ συγνώμη που μπορεί να έφυγα από την εκπομπή…

ΠΤ: …όχι, καθόλου

ΛΚ: …χωρίς να πρέπει.

ΠΤ: Δεύτερον, θέλω να σου πω ότι είμαι *εκατό τοις εκατό* σίγουρη ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση, ούτε στην άκρη του μυαλού κάποιου, αυτή η σκέψη, η ανέχεια ή, ή, ότι περιγράφεις ως επικίνδυνο – και συμφωνώ μαζί σου ότι είναι ο μεγάλος κίνδυνος…

ΛΚ: ..επιτρεψέ μου, η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …μπορώ να σου πω…

ΛΚ: ..η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …έχεις απόλυτο δίκιο. Μπορώ να σου πω όμως κάτι; Α.. ήταν άντρες, θα τους συγχωρέσεις το γεγονός ότι ήταν άντρες – με ποια έννοια στο λέω, το χαστούκι σε γυναίκα…

ΛΚ: Όχι, δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …το χαστούκι σε γυναίκα….

ΛΚ: …δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …Περίμενε!

ΛΚ: ..σου ζητώ συγνώμη-

ΠΤ: δεν το κάνω σεξιστικό!

ΛΚ: …για μία γυναίκα που δέρνει μία γυναίκα…

ΠΤ: …άσε με να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …έγινε αστείο

ΠΤ: …άσε με λίγο να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο…

ΠΤ: …το χαστούκι σε μία γυναίκα είναι βία, είναι κακοποίηση, είναι κακοποίηση και οι γυναίκες έχουμε ίσως μία μεγαλύτερη ευαισθησία….

ΛΚ: ….συγνώμη που θα στο πω….

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα…

ΛΚ: Κάνεις ένα λάθος,

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα.

ΛΚ: …αν εγώ χαστούκιζα τον Κασιδιάρη, διαρκούσης μίας προεκλογικής πολιτικής εκπομπής, θα ήμουνα, το ίδιο κτήνος, το ίδιο χυδαία, άλλου φύλου, τίποτε πέραν αυτού…

ΠΤ: …προσπαθώ να σου πω ότι δεν είχανε καμία πρόθεση…

ΛΚ: ..να με συγχωρεί η χάρη σου…

ΠΤ: …στο ελάχιστο. Και αισθάνονται τα παιδιά ακόμη χειρότερα από ότι εσύ τώρα, στο λέω…

ΛΚ: …κορίτσι μου, δεν υπάρχει κλοπή καλή, των πέντε δραχμών, και κλοπή κακή, των πέντε εκατομμυρίων, χάσαμε-κλίμακα-αξιών. Μην της βάζετε…

ΠΤ: …Λυπάμαι ειλικρινά, λυπάμαι ειλικρινά που σε φέραμε σε δύσκολη θέση….

ΛΚ: …μην της βάζετε φύλο, η, η κλοπή, είναι κλοπή όταν γίνεται, είτε είναι μία δραχμή, είτε είναι εκατό εκατομμύρια. Τα κίνητρα της κλοπής δεν καθαγιάζουν την πράξη. Ο πεινασμένος που θα κλέψει ένα-καρβέλι-ψωμί, στον Γιάννη Αγιάννη, είναι μυθιστόρημα, που εξηγεί την εποχή των αθλίων, ποιοι έκλεβαν το ψωμί, μην μπερδεύουμε τα πράγματα, σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν είναι ζήτημα ενός άνδρα και μίας γυναίκας,

ΠΤ: …δεν είναι, δεν το βάζω έτσι βρε αγάπη μου….

ΛΚ: …πολιτισμένων ανθρώπων….

ΠΤ: μην το τοποθετείς, μην το τοποθετείς σε λάθος βάση τώρα εσύ…

ΛΚ: …άνθρωποι…

ΠΤ: …μην το τοποθετείς σε λάθος βάση εσύ….

ΛΚ: …Εγώ απαντώ, αυτό που μου είπες δεν θέλω να κάνω συζήτηση,…

ΠΤ: …κατ’ αρχάς…

ΛΚ: …δεν θέλω να κάνω συνέντευξη επί του εαυτού μου αυτήν την στιγμή,

ΠΤ:… όχι, όχι καθόλου…

ΛΚ: …και επι του γεγονότος….

ΠΤ: …μπορώ αν σου πω όμως κάτι; δεν ξέρανε καν….

ΛΚ: Ζήτησα πέντε λεπτά για να βγω

ΠΤ: …δεν ξέρανε καν οτι είσαι εδώ! Δεν ξέρανε, δεν υπάρχει προγραμματισμός, δεν υπάρχει, άνοιξαν την τηλεόραση, είδαν ότι είσαι εδώ και σκέφτηκαν αυτό! Λάθος τους, κακή προσέγγιση, λάθος τους, επιπόλαιος χειρισμός, λάθος τους, είναι, εεεε, τις στιγμής απόφαση, χωρίς…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι

ΠΤ: …χωρίς πρόθεση…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι. Να μην τους απολύσετε…

ΠΤ: …χωρίς καμία πρόθεση…

ΛΚ: …και έχω πλήρη συναίσθηση ότι τους έκανα και περισσότερο διάσημους από ότι είναι. Σας ευχαριστώ

ΠΤ: Ελα μωρε Λιάνα, αυτό είναι τώρα…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ.

ΠΤ: Λυπάμαι πολύ που, σε φέραμε…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ πολύ.

ΠΤ: …σε δύσκολη θέση, πραγματικά λυπάμαι πολύ..

ΛΚ: Ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΠΤ: Δεν θα θελα καθόλου να είμαι στην θέση σου, ειλικρινά.

Αυτές είναι οι λέξεις, πίσω από τα αισθήματα. Χωρίς δικές μου παρεμβάσεις, για το τι είναι σημαντικό, και τι όχι.

~

Αν δεν μπόρεσαν λοιπόν να φτάσουν στο μυαλό σου, επειδή πέρασαν από την καρδιά σου πρώτα, σου προσφέρω και την άλλη εκδοχή. Την στεγνή από δάκρυα.

Να φτάσει κατ’ ευθείαν στο μυαλό σου, και να μου πεις που, που υπάρχει λάθος σ’ αυτό το σκεπτικό. Να κρίνουμε τα λόγια, όχι τα αισθήματα.

Και αν πρέπει, κυρίως, και εμάς, να μας διδάξει κάτι όλο αυτό.

~

Να δούμε αν το βουβό κλάμα, έχει κάποιο νόημα πίσω του.

Υ.Γ: Έκανα ότι μπορούσα να έχω πιστή απομαγνητοφώνηση, ελπίζω να μην μου ξέφυγε κάτι, δεν είμαι επαγγελματίας, δημοσιογραφία των πολιτών ασκώ 🙂