Έχω σβήσει αυτό το άρθρο πέντ’έξι φορές. Το έχω ξαναπάθει, το παθαίνω κάθε φορά που οι σκέψεις μέσα μου είναι τόσο κόκκινες, και μαύρες, που δεν γίνονται λέξεις.

Αλλά δεν έχει να κάνει με μένα.

Πριν κάτσεις, αν δεν βαριέσαι, να με ακούσεις, διάβασε πρώτα αυτό:

Το ένα χέρι νίβει τ’ άλλο

Το διάβασες; Το διάβασα το πρωί, ενώ το έζησα από εχθές, όταν ο @xasodikis διάβασε την εφημερίδα της Κυβερνήσεως και απόρησε για το περιεχόμενο του άρθρου 22. Ήταν πολύ μπερδεμένο, πολύ τεχνικό. Στους 100 που θα το διαβάσουν, όλοι θα απορήσουν – ένας θα κάτσει να ψάξει. Το έψαξε ο @xasodikis, με την βοήθεια των σχολιαστών του.

Γαμώτο, να το πάλι. Δεν έχω λόγια. Θέλω να βρίσω τα κανάλια και τις διαφημιστικές, που κατάφεραν από το 2010 να αποφύγουν (μία ίσως αδικία, δεν αντιλέγω) που όλοι οι υπόλοιποι υφιστάμεθα, άσκοπα διαμαρτυρόμενοι.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν μου αρκεί αυτό. Αυτά προσπαθούν να επιβιώσουν, ξεπουλάνε την είδηση, το λειτούργημα, για να αντέξουν σε ένα σιχαμένο κατασκεύασμά τους, ένα τέρας που έφτιαξαν οι ίδιοι, οι οποίοι, έστω και αν κάποιοι εξ αυτών το ξεκίνησαν ως λειτούργημα, μετουσιώθηκαν στα ίδια καθίκια που μεταδίδουν ψέματα, προπαγάνδες και δελτία τύπου, ζαλίζοντας τους ανθρώπους που τους εμπιστεύονται, ώστε να μην αντιδρούν.

Δεν έχει να κάνει με αυτούς *μόνο*.

Θέλω να ξεράσω ανόθευτο μίσος για τον κάθε πρωθυπουργό και υπουργό οικονομικών που εμπλέκεται στην υπόθεση, μία υπόθεση συγκάλυψης, αδιαφάνειας, μα πάνω απ’ όλα μία υπόθεση εκβιασμού, ωμού εκβιασμού, έναν νόμο που παίρνει παρατάσεις, που βγαίνει – αλλά από την πρώτη στιγμή δεν βγαίνει, μπαίνει στο συρτάρι, στο τραπέζι κάθε διαπραγμάτευσης, σώζει κατά βούληση εξαιρετικά επειγόντως και απρόβλεπτα, χέζει πάνω σε κάθε έννοια ισονομίας απολύτως νόμιμα, κραυγάζει θρασύτατα ή θα πείτε αυτά που θέλω, ή θα ξεχάσω να τον ακυρώσω αυτόν τον νόμο, σας κρατάω, μαζί με τα δάνεια, τις αναχρηματοδοτήσεις και τις άδειες, θα μιλήσετε για μένα, ότι πω εγώ, εγώ υπάρχω, εγώ σας κρατάω.

Αλλά δεν έχει να κάνει με αυτούς.

Δεν κοπιάζει ο θυμός μου. Δεν ξεσπάω εκεί. Είναι ένα γλοιώδες σύστημα εξουσίας, μία παρέα δειλών και σιχαμένων που ο ένας σώζει τον άλλον, ο ένας εκβιάζει τον άλλον, ο ένας επιβιώνει χάρη στον άλλον.

Προσπαθώ να βρίσω τον πολίτη που πληρώνει αυτά τα κανάλια, που τρώει αμάσητα αυτά που το σερβίρουν, που ακούει αυτούς τους πολιτικούς, που όλη τους η ενέργεια πάει στην αυτοσυντήρησή τους, στο κόλπο, στον κρυφό νόμο, τους ακούει, τους εμπιστεύεται, την ζωή του, την επιβίωσή του, λες και δεν ξέρει, λέμμινγκ ρε πούστη μου, εκεί, στον γκρεμό, με αυτοθυσία, θα την πατήσουν οι άλλοι πρώτα, όχι εγώ, εγώ θα τον πω «κύριο» τον υπουργό – ακόμα και αν για το ξεκάρφωμα με τους φίλους μου τους άνεργους θα πω τα λαμόγια, θα δω το δελτίο ειδήσεων, θα αγοράσω το χάρτινο ψέμα, λένε ψέματα, το ξέρω, με δουλεύουν, αλλά έτσι είναι η ζωή και δεν αλλάζει.

Αλλά δεν έχει να κάνει μ’ αυτούς.

Δεν μου φτάνει.

Να βρίσω εμένα, που δεν κάνω περισσότερα, που δεν φώναξα αρκετά, που δεν έχω πιάσει κανέναν από το λαιμό, να του πω ρε κερατά, ρε κερατά, ρε καθίκι, ρε σιχαμένε βρωμιάρη, πως είσαι τόσο αλήτης ρε, πως μπορείς να συναλλάσσεσαι τόσο αναίσθητα ρε, πως πουλάς την είδηση ρε, την αλήθεια, πως πουλάς την αλήθεια, πως την αγοράζεις, πως βγαίνεις στο γυαλί και λες ανάπτυξη ρε, πως λες ελπίδα ρε, τόσο αναίσθητα, ελπίδα, όταν αμέσως πριν, εξαγοράζεις τον τύπο, την δημοσιογραφία, την αλήθεια που δεν σε βολεύει, πως με κοιτάς στα μάτια ρε γουρούνι, πως με κοιτάς στα μάτια λέγοντάς μου εμπιστεύσου με, όταν λίγο πριν αγόρασες την αλήθεια, την έκανες προϊόν εκμετάλλευσης και εκβιασμού, αγόρασες την δημοκρατία, και έβαλες στην θέση της μία δημοκρατία που σου αρέσει εσένα, έφτιαξες ένα χάρτινο όπλο, δέκα λέξεις, για να ελέγξεις κάθε αντίδραση, κάθε άλλη άποψη, και το έκρυψες ανάμεσα σε αριθμούς, άρθρα και παραγράφους, το έκρυψες, ενοχικά, σε μπερδεμένες λέξεις, να το καταλάβουν μόνο αυτοί που πρέπει, συνθηματικά, και αμέσως μετά, αφού εκβίασες, αφού φίμωσες, με κοίταξες στα μάτια και μου είπες «κάνε θυσίες φίλε μου, όλοι κάνουμε, κάνε και εσύ, οι άλλοι θέλουν το κακό σου, εγώ θέλω το καλό σου, κάνε θυσίες, θυσίασε τις οικονομίες σου, την ασφάλειά σου, το ένα σου παιδί, ύστερα το δεύτερο, τον γάμο σου, την ειρήνη σου, την ζωή σου, για το κοινό καλό, για όλους μας» – όταν πέντε λεπτά πριν, είπες στον καναλάρχη, «μη σε νοιάζει, κάνε εσύ αυτό που πρέπει, και θα σε σώσω εγώ όπως τα έχουμε συμφωνήσει».

Δεν μου φτάνει όμως.

~

Άκου, πέρα από θυμούς.

Έχω πολλές φορές ξεφύγει με αυτό το θέμα, από την πρώτη στιγμή, από το 2010 που πρωτοακυρώθηκε, που πρωτοθαφτηκε, από το πρώτο πισωγύρισμα, από την πρώτη δειλία.

Πυγμή στους φόρους μας, αλλά δειλία στους συνεργάτες μας, στους συνεταίρους μας, στους συμμάχους μας. Πυγμή σ’ αυτούς που δεν μπορούν να αντιδράσουν, ανοχή και δειλία σ’ αυτούς που φοβάμαι.

Δεν είναι δικαιοσύνη αυτό, δεν μπορεί να είναι.

Είναι ένας άδικος φόρος. Δεν είμαι χαζός, το βλέπω. Ένας άδικος, καταστροφικός φόρος. Άδικος, γιατί δεν έχει κανένα νόημα να πληρώσουν και άλλη, επιπλέον φορολογία στην διαφήμιση. Καταστροφικός, γιατί θα γονατίσει και τα κανάλια, που ζουν εκτός ορίων, πια, και τις διαφημιστικές, και θα αφήσει πολύ κόσμο στην ανεργία. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις χαράτσι για το σπίτι που μένεις, και ήδη είναι κριτήριο φορολόγησης. Άδικος, όπως το να σου ζητούν να πληρώσεις περισσότερους φόρους, επειδή τα παιδιά σου είναι τεκμήριο διαβίωσης. Καταστροφικός, όπως το να ζητούν αυξημένα τέλη κυκλοφορίας, με αποτέλεσμα να επιστρέφονται πινακίδες, οι πολίτες να μην έχουν αυτοκίνητα που έχουν ήδη αγοράσει, το κράτος να χάνει φόρους. Καταστροφικός, όπως το να αυξάνεται η τιμή του πετρελαίου, με αποτέλεσμα οι πολίτες να μην έχουν να αγοράσουν, να απολύονται άνθρωποι που δούλευαν στα βυτιοφόρα, να κρυώνει ο κόσμος μες τον χειμώνα, να ανάβει δηλητηριώδη τζάκια και σόμπες, το κράτος να μην εισπράττει περισσότερα ως φόρους. Άδικος και καταστροφικός. Δεν κερδίζει κανείς από την εφαρμογή του – χάνουμε όλοι.

Είναι ένα θέατρο παραλόγου η επιμονή στην εφαρμογή του, καταλαβαίνω.

Ακριβώς αυτό δηλαδή που ζούμε όλοι οι υπόλοιποι τόσα χρόνια τώρα, ακριβώς γι’ αυτό που φωνάζουμε, ακριβώς γι’ αυτό που διαμαρτυρόμαστε, που ψεκαζόμαστε, που τρώμε (ατιμώρητο) ξύλο, που μας απολύουν από την δουλειά, που ζούμε με 360 ευρώ για οκτώ μήνες, και μετά; και μετά;! άδικος και καταστροφικός ακριβώς όπως ουρλιάζουμε τόσο καιρό τώρα…

…αλλά οι φωνές μας δεν ακούγονται, η αδικία και η καταστροφή μεγαλώνει εκθετικά, ο πόνος και η απελπισία το ίδιο, και αυτοί που μονολογούν χαρούμενοι για τις επιτυχίες τους απολαμβάνουν τα φώτα της δημοσιότητας την εξουσία, την εύνοιά της, και την ανοχή μας.

Άκου, πέρα από θυμούς και εντάσεις:

Αν κάτι λείπει για να δω έστω και ένα ψήγμα ελπίδας, είναι δικαιοσύνη, δημοσιογραφία, δημοκρατία. Δεν αρκεί πλέον καμία καλή πρόθεση, κανένας ενθαρρυντικός λόγος, ή αίτημα για λίγο ακόμα εμπιστοσύνη. Στην πράξη: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Το κάθε ένα από αυτά, μόνο του, δεν έχει νόημα. Δεν υπάρχει. Και τα τρία μαζί, ενισχύουν το ένα το άλλο.

Έχουμε σαράντα ημέρες από την δημοσίευση για να πάει αυτό το χαρτί στην Βουλή. Σαράντα ημέρες συγκαλυμμένης ανοχής. Οι πρώτοι σιχαμένοι εκτέθηκαν ήδη με την διάθεσή τους να μπει ως κατεπείγον και όσο πιο συγκαλυμμένα δυνατόν αυτό το αισχρό, τρισάθλιο άρθρο. Αποκαλύφθηκε. Δεν υπάρχουν δικαιολογίες.

Όσοι βουλευτές απομείνουν έως τότε από την Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, αυτοί που θα αποφασίσουν αν, και πόσο θα στηρίξουν αυτό το άρθρο, αυτό το συγκεκριμένο άρθρο, καλά θα κάνουν να σκεφτούν πολύ καλά το πολιτικό τους μέλλον. Το λιγότερο που έχουν να κάνουν, είναι να απαιτήσουν μία δικαιολογία, μία αιτιολογία, όπως αυτή που έλειψε, που θάφτηκε τόσες πριν έρθει αυτή η στιγμή.

Λίγο πριν την ψήφιση, μπορούν να ξεστομίσουν την λέξη θυσία -σχεδόν- άκοπα. Είναι, άλλωστε, η θυσία των άλλων. Την ημέρα της ψήφισης, το λέω από τώρα, ας ακούσουν τρεις λέξεις: Δικαιοσύνη, Δημοσιογραφία, Δημοκρατία.

Και ας σκεφτούν καλά αν η φωνή τους, όταν ερωτηθούν, η απόφασή τους, σώζει, ή θυσιάζει (και) αυτά τα ιδανικά, (και) το όποιο ψήγμα ελπίδας που μπορεί να έχει ο καθένας μας.

Στο μεταξύ, είναι δική μας δουλειά, αναγκαστικά, δεν το ζήτησε κανείς μας – αλλά πρέπει να γίνει, όπως το ξεκίνησε ο @xasodikis, να αναπληρώσουμε το προφανές και τρομαχτικό κενό της ενημέρωσης για τις επόμενες μέρες. Να κάνουμε αυτό που αλλιώς δεν πρόκειται να γίνει, να ενημερώσουμε τους πάντες, εντός και εκτός δικτύου, να τους εξηγήσουμε τι σημαίνουν τα αλαμπουρνέζικα γράμματα και οι αριθμοί, να καταστεί σαφές τι διακυβεύεται, να το βγάλουμε από το σκοτάδι που ελπίζουν να το χώσουν, ώστε οι δουλειές να συνεχιστούν απρόσκοπτα. Να απαιτήσουμε μία εξήγηση, ένα αιτιολογικό, και στην συνέχεια μία καταδικαστική απόφαση στο άρθρο, ή μία πρακτική αλλαγή στάσης ΣΕ ΟΛΑ τα άδικα άρθρα που μας δυναστεύουν.

Μα, πάνω απ’ όλα, να γίνει γνωστό.

Αν γίνει, όταν γίνει, να γίνει δυνατά, όπως του αρμόζει. Δυνατά, και ευκρινώς:

Ή να επιβιώσει, ή να θυσιαστεί.

Μέχρι τότε λοιπόν, #arthro22

UPDATE 10/4/2012: Για πρώτη φορά μετά την έναρξή του το 2010, υπάρχει αιτιολογική έκθεση για την αναβολή. Την παραθέτω αυτούσια:

Άρθρο 22: Με το άρθρο 22 της από 31.12.2012 Π.Ν.Π. μετατίθεται κατά ένα (1) έτος η έναρξη ισχύος της διάταξης της παραγράφου 12 τους άρθρου πέμπτου του ν. 3845/2010 (Α’ 65), ή οποία προβλέπει την επιβολή ειδικού φόρου ύψους 20% στις διαφημίσεις που προβάλλονται από την τηλεόραση. Δηλαδή τίθεται ως ημερομηνία έναρξης ισχύος της παραπάνω διάταξης η «1.1.2014» αντί της ισχύουσας «1.1.2013».

Η έναρξη ισχύος της εν λόγω διάταξης μετατέθηκε αρχικώς για την 1-1-2012 με την παράγραφο 6 του άρθρου 4 του ν. 3899/2012 (Α’ 212) και εν συνεχεία για την 1.1.2013 με την παράγραφο 9 του άρθρου 3 της από 31.12.2011 Π.Ν.Π (Α’ 268), όπως κυρώθηκε με τον άρθρο δεύτερο του ν. 4047/2012 (Α’ 31).

Η διαδοχική αυτή χρονική μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης οφείλεται στην δυσχερή οικονομική κατάσταση όλων των εμπλεκόμενων φορέων, και δη τόσο των επιχειρήσεων, που εκμεταλλεύονται τηλεοπτικούς σταθμούς, όσο και των διαφημιστών και των διαφημιζομένων.

Οι λόγοι που επέβαλλαν την μετάθεση της έναρξης ισχύος της εν λόγω διάταξης μέχρι σήμερα δεν έχουν εκλείψει, αντίθετα επιτείνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα τυχόν εφαρμογής της από την 1.1.2013 να δύναται να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην λειτουργία τηλεοπτικών σταθμών και των διαφημιστικών εταιριών, με κίνδυνο, σε περίπτωση οικονομικής τους κατάρρευσης, να χαθούν εκατοντάδες θέσεις εργασίας και σημαντικά έσοδα για το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Μπορείτε να την βρείτε εδώ: ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ (PDF)

Προσωπικό σχόλιο: Εξηγεί γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο φόρος, δεν εξηγεί γιατί δεν καταργείται αλλά μπαίνει σε καθεστώς αναβολής, ούτε (προφανώς) γιατί τέθηκε κατ’ αρχάς πρώτη φορά το 2010, ενώ, από την πρώτη στιγμή, δεν εφαρμόστηκε.

Επίσης, η επεξήγηση γιατί δεν πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος, θα ήταν πολύ ενδιαφέρουσα σχεδόν για κάθε έναν από τους φόρους που έχουν τεθεί σε εφαρμογή από το 2010 και μετά, για το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων που εφαρμόστηκαν. Πόσες έκλεισαν, πόσος κόσμος απολύθηκε, πόσα έσοδα έχασαν τα ασφαλιστικά ταμεία έκτοτε; Δεν ήταν ζημιογόνοι αυτοί οι φόροι;

Δεν εξηγεί τίποτα η επεξήγηση κατ’ εμέ, πέρα από αυτά που καταλαβαίνει κανείς έτσι και αλλιώς. Συνεπώς, αναπάντητα μένουν δύο ερωτήματα: α) Είναι ο μόνος επιζήμιος φόρος, και αν όχι, γιατί δεν εφαρμόστηκε και σ’ αυτούς η ίδια κρατική προστασία; Και β) αφού από την πρώτη στιγμή δεν εφαρμόστηκε ο φόρος, γιατί δεν καταργείται, αλλά παραμένει, αν όχι για να έχει σε καθεστώς ομηρίας και εκβιασμού τους τηλεοπτικούς σταθμούς;

(Σε προετοιμάζω: είναι μεγάλο. Μου πήρε χρόνο να το γράψω, και χρόνο για να γεννηθεί και να το εκφράσω. Αν μπεις στο κόπο, καλό κουράγιο)

Untitled

Υπάρχουν στιγμές στον χρόνο, που η ιστορία αλλάζει. Ένα γεγονός αποκτά άλλη σημασια, μεγαλύτερη από το γεγονός το ίδιο. Γίνεται σύμβολο, γίνεται αφορμή, λόγος για να ειπωθούν πολλά, περισσότερα από όσα μπορούσαν να ξεστομίσουν τα χείλη δευτερόλεπτα πριν.

Βρίθει η ιστορία από τέτοια γεγονότα. Στιγμές που αξίζουν πολύ περισσότερο από το δευτερόλεπτο που τις αναλογούν. Όπως μία φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις, αυτές οι στιγμές αξίζουν χίλιες στιγμές πριν από αυτήν, χίλιες στιγμές που μόνες τους δεν ήταν αρκετές να ξεχειλίσουν ένα ποτήρι – μα, αυτή η στιγμή, μικρή η μεγάλη, μπορεί.

Αυτές οι στιγμές δεν έχουν μόνο φίλους. Όχι, άσε με να το αναθεωρήσω αυτό, ήδη: Αυτές οι στιγμές δεν έχουν σχεδόν καθόλου φίλους.

Ούτε τα θύματά τους ήθελαν να τις ζήσουν, ούτε οι θεατές τους ήθελαν να τις κραυγάσουν. Κανείς δεν θέλει να τις ζήσει, αυτές τις στιγμές. Κανείς, εκτός από λίγους, πονηρούς, που θέλουν να πάρουν αυτές τις στιγμές, να τις κάνουν να πουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, να τις μανιπουλάρουν έτσι που να μιλήσουν το δικό τους νόημα.

Θέλω να πιστεύω, αφελέστατα, ότι ο χρόνος εξηγεί την αλήθεια της στιγμής.

Η αρχική εικόνα αλλάζει, από λεπτό σε λεπτό, από μέρα σε μέρα, από χρόνο σε χρόνο. Ηρεμούν τα συναισθήματα, μένουν τα γεγονότα, ξεκαθαρίζουν οι συνθήκες. Άλλοτε θυμόμαστε περισσότερα, άλλοτε ξεχνάμε βασικά στοιχεία.

Η ιστορία αλλάζει. Και αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι στα χέρια μόνο του χρόνου, αλλά και διαφόρων επιτήδειων.

~

Όλοι έχουν δικαίωμα να διαφωνούν. Δεν είναι δικαίωμα που τους το δίνω εγώ, είναι δικαίωμα που αποκτούν από την πολυφωνία στην οποία κινούμαστε όλοι μας. Έτσι, και ερχόμαστε στο θέμα μας, δεν είναι ανάγκη να αντιλαμβάνονται όλοι τι ήταν η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Οι φωνές πληθαίνουν – εξαιρετικά κοντά μάλιστα χρονικά στις φωνές που γκρινιάζουν για την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Αφού καταδικαστικαν οι δολοφόνοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τι θέλετε τώρα; Για ποιο πράγμα διαμαρτύρεστε;

Για του λόγου το αληθές:

~

Όπως κάθε αντίθετη γνώμη, και αυτή έχει μία βάση. Πράγματι, ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου δεν αθωώθηκε. Πράγματι, υπήρξε κάποιας(*) μορφής δικαιοσύνη.

(*) Κάποιας μορφής, γιατί και στην δολοφονία Καλτεζά, ο θύτης αστυνομικός Μελίστας καταδικάστηκε, τιμωρήθηκε, φυλακίστηκε(;) – μόνο που ελάχιστο καιρό αργότερα κρίθηκε αθώος. *Δεν* συνδέω τα δύο γεγονότα, αναφέρομαι απλώς στο γεγονός ότι η τιμωρία θέλει βάθος χρόνου για να φανεί.

Γιατί λοιπόν να διαμαρτυρηθούμε; Γιατί να κατέβουμε σε πορεία;

Η νουθεσία, προφανώς, δεν δίνεται σ’ αυτούς που θα τα κάψουν μετά – αυτοί, δεν θα διαβάσουν ούτε τον Πάσχο Μανδραβέλη, ούτε τον Άδωνη Γεωργιάδη. Και αν μπουν στον κόπο να διαβάζουν, μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν σίγουρο ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ακούσουν την …στοργική προτροπή.

Άρα, δεν μιλάει σ’ αυτούς. Ποιοι μένουν; Κυρίως εγώ και εσύ, εγώ πες που θα τουητάρω την ημέρα της επετείου της δολοφονίας, εσύ που θα κατέβεις και στον δρόμο. Εμείς, που θυμώσαμε. Μην κατέβεις, λένε όσοι διαφωνούν. Μην διαμαρτυρηθείς, μην φωνάξεις. Γιατί να κατέβεις; Ο κακός είναι φυλακή. Δεν υπάρχει πια λόγος.

Ο Αλέξανδρος είναι στο χώμα, από μία ανοησία, ο ανόητος μπήκε φυλακή. Case closed. Ποιο το νόημα;

Το πρόβλημα είναι ότι, για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις κάτσει στην λάθος πλευρά. Για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις αδικηθεί, να έχεις διαμαρτυρηθεί, να έχεις αγνοηθεί, να έχεις φωνάξει, να έχεις λοιδωρηθεί, να έχεις ουρλιάξει και να σε έχουν χτυπήσει γι’ αυτό αυτοί που κατ’ ευφημισμόν σε προστατεύουν.

Ή πρέπει να είσαι παιδί χωρίς μέλλον, που το παρασέρνουν σαν πιόνι ανάλογα με τις ανάγκες τους, αυτοί που κόπτονται, τάχα, για το δικό του συμφέρον. Να έχεις δει τον πατέρα σου άνεργο, με ένα χαρτί τράπεζας στο χέρι, να κλαίει, ή να ξεπουλιέται και να φιλάει κατουρημένες ποδιές για να πληρώσει το νοίκι του σπιτιού πασχίζοντας να επιβιώσετε, νόμιμα, κόντρα σε διαρκείς παρανομίες.

Είναι αδύνατο, πρακτικά, να αντιληφθείς τι ήταν ο Δεκέμβρης του 2008, αν όλα σου πάνε κατ’ ευχήν. Το καταλαβαίνω, δεν θυμώνω μ’ αυτούς που δεν το βλέπουν. Κάποιος που παρακολουθεί τις ειδήσεις χωρίς να σκέφτεται, είναι αδύνατον να αντιληφθεί τι δουλειά έχει ένα παιδί στα «Εξάρχεια». Τι ήθελε στα Εξάρχεια; Κάποιος που δεν πιστεύει τίποτα άλλο εκτός από την πιστή αντιγραφή του αστυνομικού δελτίου, όπως αυτή παπαγαλίζεται από τους δημοσιογράφους, είναι αδύνατο να σκεφτεί τι άλλο μπορεί να κάνει ο αστυνομικός – εκτός από το να πυροβολήσει αφού, προφανώς, κινδυνεύει η ζωή του. Κάποιος που δεν υποψιάζεται ούτε κατ ελάχιστο ότι θα βρεθεί στην θέση του Αυγουστίνου, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει κρατική βία, ή ανελέητο, ατιμώρητο ξύλο. Κάποιος που βλέπει παντού «Συριζαίους» ή που κινείται, σκέφτεται και ομιλεί μόνο μέσω κομματικών γραμμών δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει αυτούς που σκέφτονται μόνοι τους, που θυμώνουν μόνοι τους, που διαμαρτύρονται μόνοι τους, χωρίς κομματικές παραινέσεις ή προτροπές.

Είναι δύσκολο, και το καταλαβαίνω. Αυτοί πχ που μισούν μέσα από την καρδιά τους το Πολυτεχνείο, που κατέστρεψε ο,τι πιο «αγνό» είχαν ονειρευτεί ή ζήσει, και τόσο καιρό τους είναι αφόρητο να βλέπουν πανελλήνια να τιμάται σχεδόν ως ιερό, είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα πουν «κοίτα που μας οδήγησε η γενιά του Πολυτεχνείου», ή «δεν υπήρχαν νεκροί (μέσα) στο Πολυτεχνείο». Δεν μάχονται το ίδιο το Πολυτεχνείο, μάχονται όσα σημαίνει το Πολυτεχνείο:

Μία παρέα νέων παιδιών, που κόντρα στο ξύλο, τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις εξορίες, κόντρα στον φόβο, αποφασίζουν να μιλήσουν δυνατά γι’ αυτά που τους καταπιέζουν.

Κόντρα στον φόβο. Όχι που δεν φοβούνται: κόντρα στον φόβο τους.

Αυτό το κόντρα στο φόβο που τρομοκρατεί μερικούς, έχω την αίσθηση ότι είναι το κόντρα στον φόβο που τρομοκρατεί και τους σημερινούς διαφωνούντες.

Η δολοφονία του Αλέξη, πράγματι, ήταν, απλώς, άλλη μία δολοφονία.

Και πράγματι, ο κακός μπήκε, προς το παρόν έστω, φυλακή.

Μα σου έχω νέα: η στιγμή δεν ήταν η δολοφονία του. Η στιγμή, ήταν το μετά.

Η στιγμή ήταν όταν χιλιάδες κόσμου είπε «φτάνει πια», αρνήθηκε την κατ’ εξακολούθηση ψεύτικη επίσημη γραμμή, αντέδρασε στην κρατική βία, αντέδρασε στην κρατική ανομία, αντέδρασε στην ατιμωρησία. Αντέδρασε στο «είσαι το νούμερο ένα, και αυτός είναι το νούμερο δύο», αντέδρασε στην ζαρτινιέρα, αντέδρασε σε όσα τον καταπίεζαν τόσο καιρό πριν.

Κόντρα στον φόβο.

Προσωπικά, ποτέ δεν είδα τον Αλέξανδρο σαν ήρωα. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν για μένα ένας μάρτυρας, δεν είχε σκοπό, δεν θυσίασε τον εαυτό του. Ποτέ δεν τόλμησα να τον δω έτσι. Πάντα ήταν ένα άτυχο παιδί, που βρέθηκε άθελά του απέναντι στο εγώ ενός μαλάκα με πιστόλι, και με προαιώνια πεποίθηση για αθώωση για τα εγκλήματά του. Ένα αθώο παιδί, που πλήρωσε την υπεροψία ενός συστήματος που είχε, πια, συνηθίσει να συμπεριφέρεται στους πολίτες όπως γουστάρει. Ένας απρόσμενος παραστάτης μίας σκηνής που ζητούσε άλλο ένα ξεκάβλωμά της.

Δεν είναι αυτός το Πολυτεχνείο.

Το Πολυτεχνείο του οκτώ, για μένα, είναι τα χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν στον δρόμο. Που φοβήθηκαν αυτό το σύστημα, με τα χημικά, τα κράνη, τις ασπίδες, τα γκλομπ και την υπεροψία του, που φοβήθηκαν τα ασύστολα ψέματά του, που φοβήθηκαν τις άδικες συλλήψεις, το ξύλο στην ασφάλεια, το άδικο φόρτωμα κακουργηματικών πράξεων – αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε.

Που ο φόβος, δεν ήταν αρκετός.

Και, κοίτα, δεν μιλώ για τα επεισόδια. Τα επεισόδια δεν με εκφράζουν – αν και προσωπικά θεωρώ, ότι τουλάχιστον τις πρώτες, ανοργάνωτες μέρες, δεν είχαν ούτε κατεύθυνση, ούτε σκοπό. Αναφέρομαι στα παιδιά που κατέβηκαν για πρώτη φορά σε πορείες, που αντέδρασαν διαμαρτυρόμενα, που είπαν, ορθά – κοφτά, «όχι στο όνομά μου».

Αναφέρομαι σ’ αυτούς ακριβώς που προσπαθεί να πείσει η λογική «Ας σταματήσουμε πια. Ποιο το νόημα;»

Είναι αδύνατο να το αντιληφθούν αυτό οι διαφωνούντες. Δεν τους αδικώ. Όντας μέρη του συστήματος, γρανάζια του και όχι θύματά του, είναι αδύνατο να καταλάβουν τι έγινε τον Δεκέμβρη του οκτώ. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί, άνθρωποι και ρόλοι συχνά αναίσθητοι στην αδικία που οι ίδιοι προκαλούν με την εξουσία τους, μόνο και μόνο γιατί δεν τους αφορά, άνθρωποι και ρόλοι που έχουν όση δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο, όση και για να τον αφήσουν να συνεχίσει να πορεύεται έτσι, αδιαμαρτύρητα, όσο και αν οδεύει προς την αδικία, θα συνεχίσουν, εσαεί, να ρωτούν «και τι έγινε ρε παιδιά; αφού τιμωρήθηκε».

Έχουν δίκιο; Άλλαξε κάτι;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Οι αστυνομικοί ψεκάζουν με τα χημικά τους αυτοσχέδια νοσοκομεία στο Σύνταγμα, κάνουν απόπειρα δολοφονίας ψεκάζοντας και μέσα σε σταθμούς του μετρό, χτυπούν ατιμώρητα εμφανώς άοπλους πολίτες που δεν τους απειλούν, βασανίζουν στην ΓΑΔΑ όποιον γουστάρουν, βάζουν συλληφθέντες ως ανθρώπινες ασπίδες στις επιθέσεις που δέχονται, συνεχίζουν να ξεχωρίζουν ανθρώπους και συμπεριφορές με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Άλλαξε κάτι από το οκτώ;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Τίποτα καλύτερο δεν έγινε. Η Αστυνομία είναι συνεπέστατα ατιμώρητη, παίζει τον ρόλο ασπίδας και γκλομπ ενός κράτους που αδικεί και παραπαίει στην ίδια την αδυναμία του, φέρνει τους πολίτες συστηματικά και αδιάκοπα εναντίον του, αυτοπροστατεύεται με κάθε κόστος.

Και θα έρχομαι εγώ, όσο πιο προσεκτικά μπορώ, απέναντί τους να λέω: Δεν καταλάβατε τίποτα. Δεν έχει να κάνει με τον Αλέξανδρο.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι το μετά.

Αυτές οι μέρες είναι όσων αμφισβήτησαν τον φόβο τους.

Προσωπική μου άποψη, και κρίνομαι γι’ αυτό.

Υ.Γ.: Το γράφω τούτο αποκλειστικά με την ελπίδα ότι δεν κατάλαβαν, και όχι ότι κατάλαβαν πολύ καλά.

dromos

Υπάρχει ένα σχολείο στην Σπύρου Μερκούρη, στο Παγκράτι, που πρόσφατα ο εξωτερικός του τοίχος βάφτηκε, από ζωγράφους.

Τα έξοδα, ή την προσπάθεια, την συντόνισε η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, δεν έχω καταλάβει καλά, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι πως δεν πρόκειται για ένα απλό βάψιμο τοίχου: Είναι ένα έργο τέχνης, μία ζωγραφιά, ένα, αν το θες, politicaly correct graffiti.

Στην Ελεάνα δεν άρεσε, από την πρώτη στιγμή. Εγώ της έλεγα «περίμενε πρώτα να τελειώσει, να καταλάβουμε τι σκέφτονται να φτιάξουν, και το σχολιάζουμε μετά»

Όπως σχεδόν πάντα, είχε περισσότερο δίκιο από μένα.

Όταν τελείωσε, το κοιτάξαμε από απέναντι. Κάτω, στο ισόγειο, το θέμα είναι μία σειρά από οθόνες, μαύρες, μουντές, σκοτεινές – μα, μέχρι τον τρίτο όροφο, η φαντασία οδηγεί σε ένα πολύχρωμο πουλί, ένα σπίτι σε ένα δέντρο, χρώματα γεμάτα αισιοδοξία.

Το πνεύμα του ζωγράφου σαφές. Μα η εσφαλμένη του αντίληψη της πραγματικότητας αδικεί τραγικά τελικά και την προσπάθειά του, και το έργο του.

Γιατί; Θα σας εξηγήσω.

~

Μα πάμε πρώτα στο μνημόνιο.

Μία χώρα που ξοδεύει περισσότερα από όσα παράγει, οικονομολόγος δεν είμαι, μα θα βρεθεί σε δύσκολη θέση, κάποια στιγμή. Είτε γιατί κάποιος θα πει «δεν δίνω άλλα, μη τα χάσω», είτε γιατί κάποιος θα πει «τώρα σε κρατάω από εκεί που πονάει θα κάνεις ο,τι θέλω εγώ» – από όποια πλευρά και αν το δεις, είναι μία χώρα που έχει χάσει την αυτοδυναμία της.

Όσο και αν είναι παράλογο μία χώρα να χάνει την αυτοδυναμία της, αυτό συμβαίνει τώρα. Οι αποφάσεις παίρνονται σε γραφεία των Βρυξελλών, και επηρεάζουν τον μισθό μου, ή την σύνταξή σου, σχεδόν ανεξάρτητα από την όποια ψήφο μου. Ακόμα και αν πιστεύεις ότι όλα αυτά γίνονται για καλό, ότι εξορθολογικεύονται τα έξοδα, ότι κάποια στιγμή αυτή η ταλαιπωρία είναι ένα λογικό σκαλοπάτι για την ευημερία που μας αξίζει αύριο σε όρους εσόδων-εξόδων – εγώ δεν θα σου πάω κόντρα.

Δεν ξέρω. Αλλά, ακόμα και αν έχεις δίκιο, η εσφαλμένη αντίληψη της πραγματικότητας αδικεί και την προσπάθειά σου, και το έργο σου.

Γιατί; Θα εξηγήσω.

~

Πίσω στο κτίριό μας. Όλος ο πρώτος όροφος γεμάτος τηλεοράσεις και μουντάδα, δεύτερος-τρίτος χρώματα και ελπίδα. Μπορείς να το δεις, από απέναντι.

Μα όχι όταν περνάς δίπλα του.

Κάθε φορά που περνάει κάποιος δίπλα του, στον ίδιο δρόμο, το μάτι του βλέπει μόνο την μουντάδα. Στο ύψος του περαστικού, δεν έχει τίποτα άλλο – δεν θα έχει τίποτα άλλο ΠΟΤΕ. Μόνο μουντάδα. Μόνο οθόνες, μόνο μαυρίλα.

Μου ήρθε σαν σοκ όταν το συνειδητοποίησα. Ο ζωγράφος έφτιαξε κάτι, που στο χαρτί ήταν ολοκληρωμένο, και σαν ιδέα φανταστικό – και μετά, η πραγματικότητα χλεύασε το έργο του, και απέδωσε στην κοινωνία ένα έργο που καταστρέφει περισσότερα από όσα πάει να χτίσει.

Η χρήση του αποδεικνύεται αυστηρός καθηγητής. Ένα σκληρό μάθημα για το μέλλον.

~
Το ίδιο, θεωρώ συμβαίνει και στο μνημόνιο. Ακόμα και αν αυτοί που το σχεδίασαν ήθελαν το καλό της Ελλάδας(*), ήθελαν να παράξουν ελπίδα και ένα υγιές κράτος, η πραγματικότητα τους χλευάζει οικτρά.

Ο κόσμος εξαθλιώνεται, το κράτος αδικεί κατά κόρον και επισήμως, οι θεσμοί διαλύονται, ο φασισμός γεμίζει τα κενά της απόγνωσης.

Στο χαρτί μπορεί να έμοιαζε πλήρες, και ίσως όμορφο, και ίσως-ίσως ακόμα, λογικό – μα στην χρήση απέτυχε όσο δεν έχει αποτύχει τίποτα άλλο μέχρι τώρα. Και η ζημιά του θα αφήσει μόνιμα σημάδια στις ζωές των εμπλεκομένων. Ακόμα και αν οι πάνω έχουν, κάποια στιγμή, χρώμα, ή ελπίδα, οι κάτω θα μείνουν για πάντα σκοτεινοί, μουντοί και ανέλπιδοι. Για πάντα.

Πρέπει κάποιος να αλλάξει. Αυτός ο τοίχος πρέπει να γεμίσει άμεσα με χρώματα. Είναι επιτακτική ανάγκη να συμβεί αυτό. Κάθε μέρα που περνάει, είναι ένα σκαλοπάτι πιο κάτω – μέχρι που δεν θα έχει πιο κάτω. Ακόμα και αν έγινε με καλή πρόθεση, η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος σφαγιάζεται ψυχολογικά, και δοκιμάζεται σωματικά στον βωμό μίας πολιτικής, ή μίας ιδέας που δεν αποφέρει τα προσδοκώμενα.

Αυτός ο τοίχος, πρέπει να ξαναβαφτεί. Άμεσα.

(*) Αν ήθελαν εξ αρχής το κακό μας, αυτό το άρθρο δεν έχει κανένα νόημα.

Είναι προφανές ότι τουλάχιστον στην Ελλάδα η εμφάνιση της κρίσης, ή των συμπτωμάτων της αν προτιμάς, συνέπεσε με την άνοδο της νεοφασιστικής/νεοναζιστικής έκφρασης.

Φυσικά, αυτή η ιδεολογία ποτίστηκε κατ’ αρχάς από τους φόβους και την ανασφάλεια – δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Γνώμη μου όμως είναι, πως ταυτόχρονα, κάποιοι άνθρωποι, κυρίως συνειδητά, έκαναν ο,τι μπορούσαν για να αναδειχθεί αυτή η μισητή σκέψη, με σκοπό να προσθέσουν άλλο ένα μέτωπο απέναντι σε όσους διαφωνούσαν με την οικονομική διαχείριση της κρίσης, και κυρίως αυτήν την διαχείριση που προτιμήθηκε.

Αντί δηλαδή ο αριστερά σκεπτόμενος να έχει μόνο τα μνημόνια να αντιπαραταχθεί, προστέθηκε, εν μέρει τεχνητά και η -σε εντελώς παράλληλες γραμμές ενίοτε- ναζιστική απειλή, για να τον εξαντλήσει περισσότερο.

Υπόψιν, δεν σημαδεύω το μνημόνιο για τον ρατσισμό εδώ: Το μνημόνιο ήταν μία λύση, σωστή ή λάθος, και όσοι το στηρίζουν δεν είναι υποχρεωτικά ναζιστές. Δέχομαι απολύτως ότι υπάρχουν άνθρωποι, σε όλα τα επίπεδα, που στηρίζουν το μνημόνιο γιατί το θεωρούν την καλύτερη επιλογή – χωρίς να ξεπουλάνε τον ανθρωπισμό τους. Μπορεί να διαφωνώ με την επιλογή τους, ή και να πιστεύω πως η επιλογή της «λύσης» τελικά έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα, αλλά θεωρώ πως αυτό είναι δυσάρεστο τόσο για μένα, όσο και γι’ αυτούς – χωρίς εκπτώσεις.

Θεωρώ όμως, πως αυτοί που κερδίζουν από την έξωθεν οικονομική διαχείριση της χώρας, σε όποιο επίπεδο και να είναι αυτό, θεσμικό, οικονομικό, πολιτικό, είτε απλώς καλοδέχθηκαν, είτε επιπλέον στήριξαν όσο μπορούσαν την νεοφασιστική κουλτούρα για να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη από αυτό.

Και δεν το συζητώ καν πως οι τελικοί εκφραστές του νεοναζισμού είναι, κατά βάση και κατά θέση απολύτως δεκτικοί σ’ αυτήν την συνεργασία, καθώς τους ενισχύει σε πολλαπλά επίπεδα – τουλάχιστον μέχρι να γίνει η δουλειά τους, γιατί τον δοσίλογο ούτε ο Γερμανός δεν τον εμπιστευόταν.

(Ακόμα και αν διαφωνείς γι’ αυτήν μου την θέση, σχετικά με αυτούς που κερδίζουν από το μνημόνιο και την φασιστική ανοχή ή και στήριξή τους για να αποπροσανατολίσουν τον όποιο αντίπαλο των σχεδίων τους, μείνε μαζί μου, γιατί δεν έχει μεγάλη σημασία αν αυτό που πιστεύω συμβαίνει όντως, ή όχι.)

Το σίγουρο είναι ότι αν είσαι αριστερός, έχεις τουλάχιστον δύο εχθρούς να πολεμήσεις, και ο δεύτερος πολύ σύντομα, πολύ απότομα, πολύ επιθετικά έγινε αρκετά ισχυρός.

Και έτσι, αντί να πολεμά αυτό που (κατά την γνώμη του) είναι η ασθένεια που τον τρέφει, την οικονομική εξαθλίωση και τους λόγους που την προκαλούν, αναλώνεται πολεμώντας κάθε νεοναζιστική ή φασιστική έκφανση, με την στρατηγική ανοησία να εξαντλείται σε δύο, ταυτόχρονα μέτωπα.

Σαν ταύροι, που ακόμα και αν οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στο σπαθί του ταυρομάχου, δεν μπορούν να αντισταθούν στο κόκκινο πανί που ανεμίζει μπροστά τους.

Στο μυαλό μου τριγύριζε εδώ και καιρό η σκέψη ότι κάνουμε λάθος.

Σήμερα όμως, ξύπνησα με μία καινούργια αίσθηση.

Ακόμα και αν είναι στρατηγικό σφάλμα, ακόμα και αν τελικά πολεμάμε δύο εχθρούς, ακόμα και αν έτσι ίσως δεν καταφέρουμε να κερδίσουμε κανέναν, είναι το πιο υπέροχο λάθος που έχω δει ποτέ.

~

Κάθε άνθρωπος -και σκόπιμα πλέον δεν βάζω το αριστερός εδώ-, κάθε ένας από εμάς, που επιλέγει να πολεμήσει τον ρατσισμό ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος εξαθλιώνεται οικονομικά, είναι μία σπουδαία παρακαταθήκη για το μέλλον μας.

Κάθε ένας από εμάς, που ενώ άδικα, ακόμα και όσοι το θεσμοθετούν το παραδέχονται, βλέπει την ζωή του, όχι μόνο άκοπα τις ζωές των διπλανών του, αλλά και επώδυνα, την δική του ζωή, την ζωή των γονιών του, των παιδιών του, να διαλύεται, να σημαδεύεται ανεπανόρθωτα, να χάνει κάθε αίσθηση ασφάλειας και ελπίδας – και αντί να πει, ποιοι ξένοι τώρα, ποιοι ομοφυλόφιλοι, ποιοι σαλεμένοι σκηνοθέτες, εδώ διαλύεται το σύμπαν μου, τρέχει, αναλώνεται, διασκορπίζεται να υπερασπιστεί και την δική τους δικαιοσύνη, είναι η μεγαλύτερη ελπίδα που μπορώ να φανταστώ για το αύριο.

Αν είναι λάθος, θα το πληρώσουμε όλοι. Αν είναι λάθος το να μην απαντήσουμε με τον ίδιο τρόπο, επίσης, με ξύλο στους φασίστες, και αυτό θα το πληρώσουμε όλοι.

Και πιθανόν ακριβά.

Αλλά, για μένα, είναι ένα ελπιδοφόρο λάθος. Κάθε άνθρωπος που επιλέγει να μην στερήσει τίποτα από τις ιδέες του, την ανθρωπιά του, την άποψή του για το κοινό καλό και την δικαιοσύνη για όλους – απλώς για ένα έχει ένα πολύτιμο πιάτο φαΐ στο τραπέζι του, είναι ένας ειλικρινής άνθρωπος.

Και έχει τον απεριόριστο σεβασμό μου.

Γιατί αυτή η στάση, είναι οδηγός. Χτίζει ένα καλύτερο μέλλον. Χτίζει ένα μέλλον στο οποίο αξίζει να ζήσουν τα παιδιά μου, ένα μέλλον που αξίζει να ελπίζω, ένα ουσιαστικό, δομικό, καλύτερο αύριο.

Κάθε ένας σήμερα, που ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών, ενώ ο ίδιος πολεμιέται χωρίς αιδώ από το αφεντικό του στην δουλειά, κάθε ένας που υποστηρίζει το δικαίωμα των ανθρώπων να επιλέγουν τον σύντροφό τους ενώ ταυτόχρονα πασχίζει να βρει φάρμακα για την ασθένειά του, κάθε ένας που αντιτίθεται σε κάθε φασιστική ιδεολογία, ενώ ο ίδιος έχει χάσει την δουλειά του και παλεύει για το προς το ζην, είναι, από καρδιάς, φίλος μου.

Μπορεί να κάνει λάθος. Μπορεί να πολεμάει το σύμπτωμα και όχι την ασθένεια. Μπορεί, ακούγοντας την καρδιά του, να ξεχνά να χρησιμοποιήσει το μυαλό του και να επιλέξει τους εχθρούς του.

Μπορεί, δεν αντιλέγω.

Μα και αν είναι έτσι, κάνει το πιο υπέροχο, το πιο ανθρώπινο, το πιο ελπιδοφόρο λάθος που έχω δει ποτέ.

Ψήφισα; Ψήφισα.

Έβαλα σταυρό; Φυσικά και έβαλα σταυρό. Έμαθα τους υποψηφίους νωρίτερα από τις εκλογές, έψαξα για τον καθένα ξεχωριστά στο διαδίκτυο, ρώτησα γνωστούς, και αν είχα χρόνο θα τους συναντούσα από κοντά.

Έβγαλα δύο-τρεις που δεν με ικανοποιούσαν, επέλεξα τρεις που κάλυπταν τα κριτήριά μου. Διάβασα κείμενά τους, έλεγξα την όποια κοινοβουλευτική τους πορεία (δεν είχαν πρότερη εκλογή) και όλα αυτά μαζί, καθόρισαν την ψήφο μου.

(Ουδείς εξ αυτών βγήκε βουλευτής. Ήταν άγνωστοι όλοι, και, από ότι φαίνεται, ελάχιστοι προσπάθησαν να τους μάθουν.)

Απλό δεν είναι; Σίγουρα πάντως είναι πολύ ενδιαφέρον, σε διαβεβαιώ.

~

Ψήφισες; Ψήφισες.

Έβαλες σταυρό; Θα υποθέσουμε, χάρη της κουβέντας, ότι έβαλες σταυρό.

Βγήκε κάποιος; Θα υποθέσουμε, χάρη της κουβέντας, ότι βγήκε, έστω και ένας.

Με την δική σου ψήφο, με την δική σου συμμετοχή, με την δική σου απόφαση.

~

Είσαι ικανοποιημένος από τον βουλευτή σου;

Θα πάει να ψηφίσει στην Βουλή. Θα τον ρωτήσουν: θέλετε αυτά τα μέτρα; Δεν θα τον αφορούν ιδιαιτέρως, (καλώς ή κακώς, δεν έχει πρόβλημα επιβίωσης, ούτε θα χάσει τον 13ο-14ο μισθό του, ούτε την σύνταξή του θα μειωθεί δραματικά) αλλά θα αφορά, ΣΙΓΟΥΡΑ, εσένα.

Θα τον ρωτήσουν, και θα απαντήσει για λογαριασμό σου.

Σκέψου το λίγο.

~

Αν συμφωνείς με το Μνημόνιο, και αρνηθεί τα μέτρα, σκέψου καλά τι σου είπε πριν τον ψηφίσεις. Αν σου είπε «Εγώ συμφωνώ με το μνημόνιο», ή «δεν συμφωνώ – αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση», για παράδειγμα, καταστρατηγεί την εντολή που του έδωσες.

Είναι υπόλογος.

Το ίδιο και αν διαφωνείς με το Μνημόνιο, και το δεχθεί, ενώ σου είπε «Δεν πρέπει να κοπούν μισθοί και συντάξεις», «πρέπει να ενισχυθεί η οικονομία», «για τα εργασιακά, τραβάω κόκκινες γραμμές».

Σου είπε ψέματα.

Σκέψου το λίγο.

~

Κανείς, κανείς από αυτούς που ψήφισαν, ούτε εσύ, ούτε η γιαγιά απέναντι, ούτε ο ταξιτζής, ούτε ο εφοπλιστής – κανείς δεν έμεινε άφωνος.

Ψήφισαν ανθρώπους που μίλησαν για λογαριασμό τους.

Έδωσαν την εντολή, με βάση υποσχέσεις και θέσεις, και οι άνθρωποι που εκλέχθηκαν τους αντιπροσωπεύουν.

Κάθε «όχι, σε όλα» και κάθε «ναι, σε όλα» δεν λέγεται από έναν άνθρωπο. Λέγεται από όλους τους ψηφοφόρους του. Αν αυτοί οι ψηφοφόροι δεν του ζητήσουν τον λόγο, αν δεν πάρουν, ακόμα και για πρώτη φορά, τηλέφωνο στο γραφείο του, να διαμαρτυρηθούν αν θεωρούν ότι παραπλανήθηκαν, ότι τους είπε ψέματα, ότι υφάρπαξε την ψήφο τους, τότε θα αισθάνεται δικαιωμένος.

Σκέψου το.

~

Αν αυτός στην βουλή, μπήκε με δική σου ψήφο, εκλέχθηκε για λογαριασμό σου, αλλά δεν λέει αυτά που θέλεις να πεις, αντέδρασε.

Τηλεφώνησέ του, βρες τον από κοντά, εξήγησέ του ότι δεν είναι αυτό που θέλεις, δεν είναι η εντολή που του έδωσες, δεν κάνει αυτό που τον διόρισες να κάνει. Ρώτησέ τον ‘γιατί’, ‘τι άλλαξε’, μίλα μαζί του, άκου, μα πιο σημαντικό μίλα, ξεκαθάρισε την θέση σου.

Επικοινώνησε με όσους ξέρεις πως τον ψήφισαν και δες αν, μόνο εσύ δεν κατάλαβες καλά, ή ξεγελαστήκατε όλοι. Αν αυτός καλά τα είπε, ή σας κορόιδεψε. Αν εσείς ονειρευόσασταν άλλα, ή αυτός, θρασύτατα, σας έκλεψε την ψήφο και την έκανε εργαλείο για την προσωπική του ευμάρεια.

Η δημοκρατία μας επιτρέπει την αντίδραση στους δρόμους, αλλά επιβάλλει την προσωπική μας ενασχόληση. Δεν σταματά σε 4″ κάθε 4 χρόνια. Διαρκώς πρέπει να σιγουρευόμαστε ότι, η λαϊκή εντολή που δίνουμε, είναι μία λαϊκή εντολή που μας εκφράζει.

Μία πορεία είναι δυναμική, μα ανώνυμη. Μία άμεση διαμαρτυρία όμως στον εκπρόσωπό μας, αν αυτός δεν κάνει καλά την δουλειά του, είναι ΑΠΕΙΡΩΣ ισχυρότερη.

Σκέψου το.

Οι εργαζόμενοι της ΕΤ3 βγάζουν μία ανακοίνωση. Λέει (θα την διαβάσετε όλη εδώ) πως είναι πασιφανές ότι σημαντικά στοιχεία της δημοσιότητας σχετικά με το δάσος στις Σκουριές αποκρύφτηκαν ηθελημένα από την κρατική συχνότητα της ΕΤ3, σε τρία, τουλάχιστον, δελτία ειδήσεων.

Δημοσιογράφος της ΕΤ3 καταγγέλλεται (διάβασε εδώ) ότι απομακρύνθηκε, επειδή μίλησε για ισχυρή αστυνομική παρουσία στην Θεσσαλονίκη. Τίποτα άλλο, κανένα άλλο σχόλιο, απλώς «ισχυρή αστυνομική παρουσία».

Ο Κώστας Βαξεβάνης δημοσιοποιεί την περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, που κανείς δεν ξέρει ούτε που βρίσκεται, ούτε ποιος την έχει. Αμέσως μετά, εισαγγελέας, αυτεπάγγελτα, ζητά την αυτόφωρη δίωξή του για δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων. Δικαίως, ή αδίκως. (Η θέση μου είναι ότι ιστορικά κακώς δημοσιοποιήθηκαν – αλλά α) δεν ξέρω πόσο ευαίσθητα δεδομένα είναι β) το απίστευτο κυβερνητικό μπάχαλο που έκανε μία απλή διαδικασία που στις υπόλοιπες χώρες τακτοποιήθηκε ενδοκυβερνητικά (ΣΔΟΕ, κλπ) σε πανηγύρι που έγειρε βάσιμες υποψίες). Φυσικά, στον ίδιο εισαγγελέα διέφυγε το αυτεπάγγελτο ενδιαφέρον στην αντίστοιχη δημοσίευση των Νέων (που είχε και ποσά, προφανώς πιο στοχοποιημένα θύματα, και ανακρίβειες)

Τέλος(;), η εκπομπή «Πρωινή Ενημέρωση» της κρατικής ΝΕΤ παύει να μεταδίδεται, καθώς οι Αρβανίτης – Κατσίμη έκαναν σχόλια για την ιατροδικαστική έκθεση που φέρνει σε δύσκολη θέση τον υπουργό δημοσίας τάξης, Δένδια. (είχα ασχοληθεί και εγώ, διάβασε εδώ).

Κάντα μία σούμα στο μυαλό σου. Δεν είναι προφανώς όλα, πολλά άλλα θα έχουν συμβεί στο παρασκήνιο, ούτε είναι όλες οι υποθέσεις ίδιες, αν και έχουν κοινές παραμέτρους, αλλά κάντα μία σούμα να μου πεις τι σκέφτεσαι.

Να σου πω και γω.

~

Έχω διαμαρτυρηθεί για την δημοσιογραφία στην Ελλάδα και στο παρελθόν. Κανένα από τα τέσσερα περιστατικά δεν είναι καν δημοσιογραφικά, κατ’ εμέ: Οι σχολιαστές των ειδήσεων έκαναν καλά, ή άσχημα την δουλειά τους, οι παρουσιαστές της πρωινής εκπομπής έκαναν απλώς ένα σχόλιο, ο Κώστας Βαξεβάνης, κατά την ταπεινή μου άποψη, μετέφερε μία λίστα με κάποιες περικοπές, όπως πάντως του την έδωσαν, με ελάχιστο (αν έγινε) ρεπορτάζ.

Άρα, δεν υπερασπίζομαι σώνει και ντε *αυτούς* τους δημοσιογράφους.

Αλλά όλα ξεκινάνε από κάπου, σωστά; Η αντίδρασή μας για τις Σκουριές θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται εκεί κάτω, έτσι δεν είναι; Η αντίδρασή μας για την παρέλαση της Θεσσαλονίκης θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται στην Θεσσαλονίκη, σωστά; Η αντίδρασή μας για τις πρακτικές της αστυνομίας, και την κυβερνητική αδιαφορία θα ξεκινήσει όταν μάθουμε τι σκατά γίνεται μέσα στα κρατητήρια των κελιών, δεν είναι έτσι; Και η αντίδρασή μας για τις λίστες που βρομίζουν την ζωή μας, θα ξεκινήσει όταν κάποιος πάρει, επιτέλους, έστω αυτό το υλικό, και αρχίσει να ψάχνει ουσιαστικά, ναι;

Ναι;

Οι εντολείς της απόλυσης ή σύλληψης όλων αυτών, δεν στοχεύουν τους ίδιους. Δεν τους νοιάζει η δημοσιογράφος της ΕΤ3, ή αν έκαναν καλά την παρουσίαση του αστυνομικού δελτίου τύπου οι παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων, ή αν ο Βαξεβάνης δημοσίευσε μία λίστα που, στο κάτω κάτω ηρεμεί κατά πολύ το επίμονο σφυροκόπημα της αντιπολίτευσης για τα «τι», και «που» και κυρίως «σε ποιόν» της, ούτε νοιάζεται ιδιαιτέρως για τον Αρβανίτη και τα σχόλιά του.

Αλλού στοχεύουν.

Ο στόχος είναι η μηδενική αντίδραση. Εμείς να μην μάθουμε. Εμείς να μην ξέρουμε. Οι άλλοι δημοσιογράφοι να φοβηθούν. Για κάθε έναν δημοσιογράφο που απολύουν, δέκα άλλοι πιάνουν το νόημα και λουφάζουν. Για κάθε έναν που συλλαμβάνουν, ένας άλλος φοβάται να δημοσιεύσει.

Ξαναλέω, δεν λειτουργώ συμψηφιστικά. Ήταν λάθος η δημοσίευση, αλλά δεν το χρεώνεται ο Βαξεβάνης – ή, αν πρέπει να το χρεωθεί, και άλλοι πρέπει να το χρεωθούν πριν από αυτόν μαζί του. Δεν είδα τα ρεπορτάζ της ΕΤ3, ούτε για τις Σκουριές, ούτε για την Θεσσαλονίκη (αν και, πραγματικά, αντιλαμβανόμαστε πόσο αμερόληπτη είναι η κρατική τηλεόραση) και την «ισχυρή αστυνομική δύναμη». Και όσο για το σχόλιο για τον Δένδια… εκεί σηκώνω τα χέρια ψηλά.

(Δεν συμβαίνουν τώρα, αυτά βέβαια. Η ΝΕΤ, το βράδυ της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μετέδωσε πως «έγινε ανταλλαγή αντικειμένων και μολότοφ μεταξύ αναρχικών και αστυνομικών» – κάτι που, ούτε ένας περίοικος δεν αποδέχθηκε ποτέ, πλην της αστυνομίας που επέμενε σ’ αυτό για αρκετές ώρες.)

Κάποτε έγραφα, αν είσαι δημοσιογράφος και βλέπεις ότι ο διπλανός σου λέει ψέματα, κάνε το σωστό – κατάγγειλέ το. Οι δημοσιογράφοι δεν θα έπρεπε να έχουν ούτε έναν φίλο – όλοι, παντού, ακόμα και διπλανοί, πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή κρίση για την αλήθεια τους. Όποιοι και να είναι.

Το πογκρόμ απολύσεων, διώξεων, εκφοβισμού όμως στην δημοσιογραφική οικογένεια θα έπρεπε να την ενώσει.

Και, αν νομίζεις πως απευθύνομαι σε αριστερούς, κάνεις μεγάλο λάθος.

Ας ξεχάσουμε, προς στιγμήν αν υπάρχει ή όχι κοινός εχθρός για να αντιταχθούμε, τηλεθεατές, αναγνώστες και δημοσιογράφοι – όπως πχ μνημόνιο, αριστερά, φασισμός, ή «σοβιετικό μοντέλο». Ας δεχθούμε πως, οτιδήποτε και αν υπερασπίζεται κανείς, αριστερός ή δεξιός, σοσιαλιστής ή φιλελεύθερος, κυβερνητικός ή αντιπολιτευτικός, μνημονιακός ή αντιμνημονιακός, οπαδός της παγκοσμιοποίησης ή οπαδός του αυστηρού έθνους, όποιος και να είναι ο προσανατολισμός μας, πιστεύουμε ότι έχουμε δίκιο.

Αυτό το δίκιο λέγεται Αλήθεια.

Αυτή η αλήθεια δέχεται σήμερα ξεκάθαρα, ξεδιάντροπα, κυβερνητικά χτυπήματα.

Άρα δεν υπερασπίζομαι αποκλειστικά τους «αριστερούς» πολίτες που θίγονται.

Αν χαίρεσαι σήμερα γιατί είσαι από την ..»καλή» πλευρά, πρόσεξε, γιατί η δική σου αλήθεια θα δεχθεί χτυπήματα αύριο αν οι εξουσίες αλλάξουν πλευρές – αν δεν βοηθήσεις, όπου και αν ανήκεις, να παλεύουν κάποιοι για την αλήθεια, όποια και αν είναι αυτή.

Ας την ακούσουμε βρε παιδί μου δημοσιογραφικά την αλήθεια, και βλέπουμε μετά τι κάνουμε μ’ αυτήν.

Αν μας αφήσουν.

Η Λιάνα Κανέλλη δέχεται ένα πείραγμα/σάτιρα/αστείο στην εκπομπή της Πόπης Τσαπανίδου από την χιουμοριστική εκπομπή «Συντέλεια» του ίδιου καναλιού.

Κατ’ αρχάς, η αντίδρασή της:

Ανεξαρτήτως αν εγώ νομίζω ότι είναι ότι πιο αντιφασιστικό [προσθήκη: «τηλεοπτικά»] έχει γίνει τα τελευταία χρόνια, από την άνοδο της Χρυσής Αυγής και μετά, περισσότερο από τα βίντεο που δείχνουν ξυλοδαρμούς, περισσότερο από ναζιστικούς χαιρετισμούς, περισσότερο από τα χτυπήματα, ζωντανά, στην Κανέλλη (που, προφανώς, το πιστεύω), μπορώ να δεχθώ κάθε αντίληψη για το γεγονός.

Σχεδόν.

Γιατί δυσκολεύομαι να δεχθώ αντιλήψεις όπως «ήταν αντιαισθητική η εικόνα» ή «ήταν υπερβολική η αντίδραση». Όχι γιατί διαφωνώ, είναι πραγματικά αδιάφορο αν διαφωνώ, η αισθητική του καθενός, ή η υπερβολή του καθενός δεν μπαίνουν σε ζύγι, και αν δεν μ΄ αρέσει εμένα τα πετάμε.

Γιατί, πέρα από τα κλάματα, ή τις υπερβολές μίας Κανέλλης, ή τέλος πάντων τα δάκρυα, και τις μύτες που τρέχουν, ή οτιδήποτε μπορεί να σου αποσπά την προσοχή – αυτό που λέγεται, είναι, νομίζω, σπουδαίο. Αν βγάλεις τα δάκρυα, οι λέξεις που ακούγονται, είναι σημαντικές. Αν απομονώσεις την ένταση μίας γυναίκας που είναι (ή δεν είναι, για κάποιους) σοκαρισμένη, μίας γυναίκας που δέχθηκε σωματική βία (έστω και πριν τέσσερις μήνες, για κάποιους), το νόημα αυτών που λέγονται είναι πολύ σημαντικό.

Μπήκα λοιπόν σε έναν κόπο.

Έβγαλα τα δάκρυα.

Αφού τα δάκρυα ενοχλούν, και αποσπούν την προσοχή, ας δοκιμάσουμε να διαβάσουμε, χωρίς συγκινήσεις και την ένταση της στιγμής, ας αποροφήσουμε τις λέξεις στεγνές, ας κάνουμε το κλάμα βουβό, μήπως, μήπως καταφέρουμε να μείνουμε στην ουσία.

Αυτά ελέχθησαν:

Πόπη Τσαπανίδου: Είμαστε στο στούντιο με την Λιάνα Κανέλλη, από την οποία θα ζητήσω και από κοντά πια, συγνώμη που ήρθε σε τόσο δύσκολη θέση – και επειδή δε βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη ειλικρινά σου μιλάω, μέσα από την ψυχή μου συγνώμη-

Λιάνα Κανέλλη: ..αποφάσισα να βγω στον αέρα, και σας ευχαριστώ πάρα πολύ που μου δίνετε αυτά τα τρία λεπτά, παρότι η ψυχική μου κατάσταση είναι εξαιρετικά βεβαρημένη αυτήν την στιγμή, για να εξηγήσω εγώ, διότι έγινα θύμα μέσα σε λιγότερο από τριάντα δευτερόλεπτα μίας σπέκουλας από συναδέλφους, από μπλόγκς, από χίλια δυο, τα οποία παίρνουν και ρωτάνε τι συνέβη. Και επειδή σε τέτοια ζητήματα, που παίρνουν αυτήν την μορφή, δεν έχω καμία διάθεση να βγάλω ανακοινώσεις, όπως είθισται να κάνουν άλλοι βουλευτές ή άλλα κόμματα – το δικό μου δεν κάνει τέτοια πράγματα- επί προσωπικού, θέλω να εξηγήσω *εγώ*, σ’ αυτόν τον αέρα τι ακριβώς συνέβη – να εξηγήσω και γιατί είμαι έτσι, και γιατί είμαι υποχρεωμένη να απαντήσω σε ερωτήσεις που δεν μου τέθηκαν.

ΠΤ: Έχεις όσο χρόνο θέλεις.

ΛΚ: Βγαίνοντας στο διάλειμμα το διαφημιστικό από την εκπομπή σου, σε έναν πολύ μικρό και στενό χώρο που είναι έξω, γιατί το διάλειμμα θα ήταν περίπου έξι ως επτά λεπτά, μαζί με τον συνάδελφο που καθόνταν εδώ, σε έναν πάρα πολύ στενό χώρο, ανοίγοντας την πόρτα που σπρώχνεται έτσι (δείχνει) βρέθηκα, μπροστά σε.. [παύση] …και ας καταλάβει ο κόσμος τι εννοώ: ένα ζευγάρι μαύρα γάντια του μποξ, σε απόσταση πέντε πόντων από το πρόσωπό μου, από έναν, ε, σωματώδη κύριο που κάνει τα αστεία στην Συντέλεια, ο οποίος έχει περασμένη και ριγμένη την Ελληνική σημαία στους ώμους του, και έναν νεαρό, να τραβάει από την κάμερα, την έκπληξη ενός ανθρώπου. Το μόνο πράγμα που ζητάω είναι «σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν θέλω κάτι τέτοιο» -γιατί έπαθα σοκ- και λέω σας παρακαλώ πάρα πολύ, να μου πει κάποιος, όταν έχει υποστεί κτηνωδία δημόσια, εάν μπορεί να αντιμετωπίσει, ένα ζευγάρι γάντια βγαίνοντας από την εκπομπή, για τρία δεύτερα, σε ένα σαλόνι. Βρέθηκα με δύο γάντια, μπουνιάς, εδώ [δείχνει τα μάτια της] της πυγμαχίας. Αυτό υποτίθεται ότι θα ήταν ένα αυθόρμητο αστείο για την εκπομπή Συντέλεια. Σε ‘μένα συνετέλεσε στην ηθική, και ψυχολογική καταρράκωση να θεωρείται αστεία η διαπόμπευση και η βία. Εαν αυτό είναι αστείο -γι’ αυτό βγαίνω στον αέρα- δεν είναι αστείο! Μπορώ να φυλαχθώ από οποιονδήποτε χρυσαυγίτη, μπορώ να το αντιμετωπίσω πολιτικά, το αστείο αυτού του επιπέδου, αυτή την βία, και τον φασισμό του δήθεν αυθόρμητου, του δήθεν χιουμοριστικού, του δήθεν αστείου, χωρίς να ρωτήσουμε τον άλλον, σε τι κατάσταση βρίσκεται, αν μπορεί μετά από ένα τέτοιο αστείο σε ένα διάλειμμα να γυρίσει να συνεχίσει την πολιτική συζήτηση, και με σάτυρα, πάνω σε μία βίαιη πράξη, που ηθικά όφειλε να είναι είναι καταδικαστέα *από όλους*, ακόμα και από τους ανθρώπους που, θέλουν να ψηφίσουνε Χρυσή Αυγή – δεν είναι αστείο. Κατέρρευσα από την αντίληψη ότι συνάδελφοί μου, νέα παιδιά, πολλά από αυτά τα έχω διδάξει, μπορεί να θεώρησαν αστείο *κάτι τέτοιο*. Βγαίνω και το λέω *εγώ*, εγώ είμαι υπόλογη απέναντι στο κοινό όπως είναι οι δημοσιογράφοι. Είμαι υπόλογη απέναντι στους ψηφοφόρους και στον λαό και στους πολίτες, είμαι δημόσιο πρόσωπο που δεν έχει δύο χαρακτήρες -έναν πίσω από τις κάμερες, και έναν μπροστά από τις κάμερες. Η στοιχειώδης ευπρέπεια, επαγγελματισμός και γενναιότης μου, με υποχρεώνουν να απαντάω εγώ, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, χωρίς μεηκ-απ, χωρίς ωραιοποίηση, και χωρίς την αντίληψη, ότι επειδή είμαι στα μίντια, είμαι θεός. Δεν είμαι θεός! και δεν επιτρέπω σε κανένανε, μα σε κανένανε να αστειευτεί για την βία. Δεν επιτρέπω σε κανένανε να του κάνουνε πλάκα επειδή του βαρέσανε την μάνα, ή επειδή του βιάσανε την μάνα. Για οποιονδήποτε λόγο, ο εξωραϊσμός αυτών των πράξεων, είναι η αιτία της παγκόσμιας ανόδου του φασισμού…

ΠΤ: Θα συμφωνήσω Λιάνα απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …ευχαριστώ πάρα πολύ…

ΠΤ: …απόλυτα μαζί σου…

ΛΚ: …για την δημοκρατία να μου δώσετε αυτόν τον μικρό χώρο να το πω,

ΠΤ: …αυτο είναι το ελάχιστο…

ΛΚ: ..να μην παίξουνε, δημοσιογραφικά, να σου πω, να μην παίξουνε τα μπλογκς, να μην παίξουνε τις γνώμες τους, να μην φαντάζονται τι έγινε. Είκοσι δεύτερα έχουνε, αν θελήσουνε ας το δώσουνε, είμαι ένας άνθρωπος που *αρνήθηκε να κάνει σάτιρα την βία σε βάρος του*!

ΠΤ: Λιάνα, καλά κάνεις και τονίζεις…

ΛΚ: Και επιμένω και τώρα να σας λέω *δεν είναι προσωπικό* – αν αρχίσετε να αστειεύεστε για το δράμα δίπλα σας θα εξοικειωθείτε με το τέρας. Μην μ’ ακούσετε εμένα, εγώ μπορεί να είμαι ένα τίποτα, ακούστε έναν Μάνο Χατζηδάκη (σ: αναφέρεται σ’ αυτό) ακούστε ανθρώπους πολύ σοβαρότερους, πολύ μεγαλύτερους από ‘μένανε – που πρόσφεραν πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο, μην-εξοικειώνεστε-με το τέρας γελώντας με τα καμώματά του, είναι ο καλύτερος τρόπος να του μοιάσετε. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, δεν…

ΠΤ: …

ΛΚ: …δεν είναι μανιφέστο, δεν είναι πολιτική θέση – δεν είναι κρίση υστερίας…

ΠΤ: …θέλω σε παρακαλώ…

ΛΚ: …και δεν είναι παρά, συγκίνηση, εσωτερική, για να κρατηθώ όρθια και με αξιοπρέπεια, τίποτε παραπάνω – και για να μην κρύψω από το κοινό, γιατί έφυγα από την εκπομπή..

ΠΤ: …θέλω τρία δευτερόλεπτα…

ΛΚ: …και δεν κατάφερα να μην αισθάνομαι *βαθύτατα* πληγωμένη, βαθύτατα προσβεβλημένη, και κυρίως βαθύτατα απορριμένη. Όταν ο φασισμός γίνει ανέκδοτο αγάπη μου, γίνεται μετά και εκπομπή, και μετά γίνεται και άποψη πολιτική και κυρίαρχη

ΠΤ: Θέλω τρία δευτερόλεπτα μόνο από την δικιά μου την πλευρά – κατ’ αρχάς να, ε, να σου ζητήσω συγνώμη ξανά…

ΛΚ: … μα δεν ήξερες τίποτα….

ΠΤ: …κατά την διάρκεια της δικιάς μου εκπομπής έγινε αυτό…

ΛΚ: …εγώ συγνώμη που μπορεί να έφυγα από την εκπομπή…

ΠΤ: …όχι, καθόλου

ΛΚ: …χωρίς να πρέπει.

ΠΤ: Δεύτερον, θέλω να σου πω ότι είμαι *εκατό τοις εκατό* σίγουρη ότι δεν υπήρχε καμία τέτοια πρόθεση, ούτε στην άκρη του μυαλού κάποιου, αυτή η σκέψη, η ανέχεια ή, ή, ότι περιγράφεις ως επικίνδυνο – και συμφωνώ μαζί σου ότι είναι ο μεγάλος κίνδυνος…

ΛΚ: ..επιτρεψέ μου, η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …μπορώ να σου πω…

ΛΚ: ..η ανοχή, όχι η ανέχεια….

ΠΤ: …έχεις απόλυτο δίκιο. Μπορώ να σου πω όμως κάτι; Α.. ήταν άντρες, θα τους συγχωρέσεις το γεγονός ότι ήταν άντρες – με ποια έννοια στο λέω, το χαστούκι σε γυναίκα…

ΛΚ: Όχι, δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …το χαστούκι σε γυναίκα….

ΛΚ: …δεν θα το πάρω σεξιστικά…

ΠΤ: …Περίμενε!

ΛΚ: ..σου ζητώ συγνώμη-

ΠΤ: δεν το κάνω σεξιστικό!

ΛΚ: …για μία γυναίκα που δέρνει μία γυναίκα…

ΠΤ: …άσε με να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …έγινε αστείο

ΠΤ: …άσε με λίγο να ολοκληρώσω…

ΛΚ: …δεν θέλω να ακούσω τίποτε άλλο…

ΠΤ: …το χαστούκι σε μία γυναίκα είναι βία, είναι κακοποίηση, είναι κακοποίηση και οι γυναίκες έχουμε ίσως μία μεγαλύτερη ευαισθησία….

ΛΚ: ….συγνώμη που θα στο πω….

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα…

ΛΚ: Κάνεις ένα λάθος,

ΠΤ: ….να βάλουμε όρια στην σάτιρα.

ΛΚ: …αν εγώ χαστούκιζα τον Κασιδιάρη, διαρκούσης μίας προεκλογικής πολιτικής εκπομπής, θα ήμουνα, το ίδιο κτήνος, το ίδιο χυδαία, άλλου φύλου, τίποτε πέραν αυτού…

ΠΤ: …προσπαθώ να σου πω ότι δεν είχανε καμία πρόθεση…

ΛΚ: ..να με συγχωρεί η χάρη σου…

ΠΤ: …στο ελάχιστο. Και αισθάνονται τα παιδιά ακόμη χειρότερα από ότι εσύ τώρα, στο λέω…

ΛΚ: …κορίτσι μου, δεν υπάρχει κλοπή καλή, των πέντε δραχμών, και κλοπή κακή, των πέντε εκατομμυρίων, χάσαμε-κλίμακα-αξιών. Μην της βάζετε…

ΠΤ: …Λυπάμαι ειλικρινά, λυπάμαι ειλικρινά που σε φέραμε σε δύσκολη θέση….

ΛΚ: …μην της βάζετε φύλο, η, η κλοπή, είναι κλοπή όταν γίνεται, είτε είναι μία δραχμή, είτε είναι εκατό εκατομμύρια. Τα κίνητρα της κλοπής δεν καθαγιάζουν την πράξη. Ο πεινασμένος που θα κλέψει ένα-καρβέλι-ψωμί, στον Γιάννη Αγιάννη, είναι μυθιστόρημα, που εξηγεί την εποχή των αθλίων, ποιοι έκλεβαν το ψωμί, μην μπερδεύουμε τα πράγματα, σας παρακαλώ πάρα πολύ, δεν είναι ζήτημα ενός άνδρα και μίας γυναίκας,

ΠΤ: …δεν είναι, δεν το βάζω έτσι βρε αγάπη μου….

ΛΚ: …πολιτισμένων ανθρώπων….

ΠΤ: μην το τοποθετείς, μην το τοποθετείς σε λάθος βάση τώρα εσύ…

ΛΚ: …άνθρωποι…

ΠΤ: …μην το τοποθετείς σε λάθος βάση εσύ….

ΛΚ: …Εγώ απαντώ, αυτό που μου είπες δεν θέλω να κάνω συζήτηση,…

ΠΤ: …κατ’ αρχάς…

ΛΚ: …δεν θέλω να κάνω συνέντευξη επί του εαυτού μου αυτήν την στιγμή,

ΠΤ:… όχι, όχι καθόλου…

ΛΚ: …και επι του γεγονότος….

ΠΤ: …μπορώ αν σου πω όμως κάτι; δεν ξέρανε καν….

ΛΚ: Ζήτησα πέντε λεπτά για να βγω

ΠΤ: …δεν ξέρανε καν οτι είσαι εδώ! Δεν ξέρανε, δεν υπάρχει προγραμματισμός, δεν υπάρχει, άνοιξαν την τηλεόραση, είδαν ότι είσαι εδώ και σκέφτηκαν αυτό! Λάθος τους, κακή προσέγγιση, λάθος τους, επιπόλαιος χειρισμός, λάθος τους, είναι, εεεε, τις στιγμής απόφαση, χωρίς…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι

ΠΤ: …χωρίς πρόθεση…

ΛΚ: …Ελπίζω και εύχομαι. Να μην τους απολύσετε…

ΠΤ: …χωρίς καμία πρόθεση…

ΛΚ: …και έχω πλήρη συναίσθηση ότι τους έκανα και περισσότερο διάσημους από ότι είναι. Σας ευχαριστώ

ΠΤ: Ελα μωρε Λιάνα, αυτό είναι τώρα…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ.

ΠΤ: Λυπάμαι πολύ που, σε φέραμε…

ΛΚ: Σας ευχαριστώ πολύ.

ΠΤ: …σε δύσκολη θέση, πραγματικά λυπάμαι πολύ..

ΛΚ: Ευχαριστώ πάρα πολύ.

ΠΤ: Δεν θα θελα καθόλου να είμαι στην θέση σου, ειλικρινά.

Αυτές είναι οι λέξεις, πίσω από τα αισθήματα. Χωρίς δικές μου παρεμβάσεις, για το τι είναι σημαντικό, και τι όχι.

~

Αν δεν μπόρεσαν λοιπόν να φτάσουν στο μυαλό σου, επειδή πέρασαν από την καρδιά σου πρώτα, σου προσφέρω και την άλλη εκδοχή. Την στεγνή από δάκρυα.

Να φτάσει κατ’ ευθείαν στο μυαλό σου, και να μου πεις που, που υπάρχει λάθος σ’ αυτό το σκεπτικό. Να κρίνουμε τα λόγια, όχι τα αισθήματα.

Και αν πρέπει, κυρίως, και εμάς, να μας διδάξει κάτι όλο αυτό.

~

Να δούμε αν το βουβό κλάμα, έχει κάποιο νόημα πίσω του.

Υ.Γ: Έκανα ότι μπορούσα να έχω πιστή απομαγνητοφώνηση, ελπίζω να μην μου ξέφυγε κάτι, δεν είμαι επαγγελματίας, δημοσιογραφία των πολιτών ασκώ 🙂

Bloody Hand

«Μας είπανε ναζί, μία, δύο, δέκα. Δεν μας είπανε όμως ποτέ κλέφτες. Αυτά τα χέρια μπορεί καμιά φορά να χαιρετάνε έτσι χαιρετάει ναζιστικά, αλλά είναι καθαρά χέρια […]»

Είναι καθαρά αυτά τα χέρια.

Συμφωνώ. Είναι φανερό. Κοιτάω την οθόνη: Αυτά τα χέρια είναι καθαρά.

Γιατί ένα όπλο δεν έχει χέρια. Μία σφαίρα, δεν έχει χέρια. Μία λεπίδα, δεν έχει χέρια.

Η Χρυσή Αυγή, είναι όργανο. Είναι ένα αντικείμενο. Ένα βρωμερό, σιχαμένο αντικείμενο μίσους. Το χρησιμοποιούν όσοι είναι δειλοί να αντέξουν κάθε τι διαφορετικό, όσοι έχουν λόγο τους την γροθιά, όσοι έχουν ηδονή τους τον πόνο, όσοι θέλουν κάποιον να πατήσουν, επιτέλους, κάτω από το σκοτάδι της ύπαρξής τους.

Κάποιος άλλος, όμως, θα σφάξει γι’ αυτούς. Ένας χρυσαυγίτης θα τους γλυτώσει από το διαφορετικό. Ένας χρυσαυγίτης θα τους γλυτώσει από την δύσκολη στιγμή. Ένας χρυσαυγίτης θα σφάξει για λογαριασμό τους.

Θα σφάξει έναν μετανάστη. Θα σφάξει έναν φτωχό. Θα σφάξει έναν αριστερό. Θα σφάξει έναν ομοφυλόφιλο. Θα σφάξει έναν συμπαθούντα. Θα σφάξει έναν διαφωνούντα. Θα σφάξει, τελικά, όποιον σκέφτεται.

Αν τα χέρια του Μιχαλολιάκου είναι καθαρά, είναι γιατί τα χέρια του Πειραιώς Σεραφείμ είναι γεμάτα αίμα. Γιατί τα χέρια του Νότη Σφακιανάκη είναι γεμάτα αίμα. Γιατί τα χέρια της Χριστίνα Σάμη είναι γεμάτα αίμα. Τα χέρια του Γαϊτάνου είναι γεμάτα αίμα. Τα χέρια της Ελένης Λιάσκα είναι γεμάτα αίμα. Τα χέρια της Βούλας Παπαχρήστου είναι γεμάτα αίμα. Τα χέρια του ψηφοφόρου, του ανώνυμου, που κάνει τον σταυρό του και λέει «καλά τους κάνανε» είναι γεμάτα αίμα.

Ένας ματωμένος σταυρός ελπίδας.

Πριν εξαφανίσουμε το όπλο που λέγεται Χρυσή Αυγή, πρέπει πρώτα να δούμε ποιος το κρατάει. Τα δικά του χέρια είναι ματωμένα. Για λογαριασμό του Νότη, του Πέτρου, της Ελένης, της Χριστίνας, της Βούλας, γι’ αυτούς πράττει, με την έγκρισή τους πράττει, με την ανοχή τους πράττει, με την οδηγία τους πράττει, με την υποστήριξή τους πράττει, με την ελπίδα τους τρέφεται το μίσος του, με τις εντολές του σπέρνει τον Θάνατο.

Αυτά είναι τα ματωμένα χέρια, τα χέρια αυτών που την στηρίζουν είναι γεμάτα αίμα.

Είτε δεν τους νοιάζουν τα εγκλήματά του, είτε τα αγνοούν παρότι όλοι οι υπόλοιποι ουρλιάζουν γι’ αυτά, είτε ηδονίζονται, με την εικόνα του εξευτελισμένου ομοφυλόφιλου, του σφαγμένου μετανάστη, του τρομαγμένου βλέμματος, της απόγνωσης, της απόγνωσης ενός ανθρώπου που έφυγε από έναν πόλεμο, από έναν βιασμό, από μία λιμοκτονία, από ένα δράμα, είτε δεν ακούν την φωνή του να ουρλιάζει, είτε την ακούν και δεν τους νοιάζει, είτε την ακούν και νανουρίζονται με τις κραυγές του, σε ένα αστυνομικό τμήμα, σε ένα σοκάκι, σε ένα δωμάτιο με άλλους δέκα, με παιδιά, τα παιδιά του, την γυναίκα του, να ξυλοκοπούνται, οι δράστες είναι όργανά του. Αυτοί, που τους στηρίζουν, όπου και όπως μπορούν, είναι οι θύτες.

ο Μιχαλολιάκος σηκώνει τα χέρια του. Τα κοιτάω στον φακό. Είναι καθαρά. Είναι απλώς ένα βρωμερό στιλέτο μίσους, λάμπει στο σκοτάδι, είναι ένα καθαρό, κρύο, παγωμένο μέταλλο.

Που το σηκώνουν, ψηλά, τα όσο πιο αποστειρωμένα γίνεται, ματωμένα τους χέρια.

Διάβασε επίσης: Το τέρας στον καθρέφτη

Democracy in slow motion

Σκέφτομαι, εκείνο το παλιό άρθρο που είχα γράψει, ότι η Δημοκρατία δεν είναι δωρεάν, κοστίζει (να το διαβάσεις, ωραίο άρθρο, χαίρομαι που το ‘γραψα). Διαβάζω και την σημερινή είδηση, ότι σκέφτονται (πολύ σοβαρά) να επιτρέψουν την πώληση ληγμένων τροφίμων και προϊόντων, σε χαμηλότερη τιμή.

Έχουν πρόσβαση οι φτωχοί στην Δημοκρατία;

Αμφιβάλλω. Αν όλη την ημέρα πασχίζεις να βγάλεις τα προς το ζειν ζην, είναι δυνατόν, ταυτόχρονα, να είσαι πλήρως ενημερωμένος, να ανταλλάξεις απόψεις, να αποκτήσεις γνώμη – για να μην μανιπουλαριστείς από γνώμες άλλων, και να γίνει η απαραίτητη ζύμωση για να μπορέσεις, όταν ερωτηθείς, να καταθέσεις μία σοβαρή και εμπεριστατωμένη θέση για το μέλλον, το δικό σου και τις χώρας σου;

Αμφιβάλλω.

Ακόμα και αν προσπαθήσεις, ειλικρινά, με όποιον τρόπο μπορείς, να το κάνεις, ακόμα και αν κλέβεις ματιές στο τουήτερ, ή αγοράζεις ριζοσπάστη ξέρω γω για να πας στην δουλειά σου, η ενημέρωση θέλει χρόνο, καθαρό μυαλό και συγκέντρωση, που δεν χωράνε σε ένα διάλειμμα. Πόσο δε μάλλον, αν είσαι άνεργος, και το καθαρό μυαλό το έχει καταβάλλει ο φόβος.

Οπότε; Έχουν οι φτωχοί δημοκρατία;

Στην πραγματικότητα, το ερώτημα είναι λάθος. Αντίθετα με το φαγητό, που ο γείτονάς σου (ή εσύ αύριο, μην απατάσαι) θα αγοράζει 60% φθηνότερα φαγητό γιατί θα είναι -επισήμως- ληγμένο, η δημοκρατία δεν είναι ατομική υπόθεση.

Δεν νοείται να έχει δημοκρατία μόνο ένας, και όχι όλοι οι υπόλοιποι. Ούτε να έχουν όλοι οι άλλοι, και να μην έχει μόνο ένας.

Είναι τόσο μυστήριο πράγμα η Δημοκρατία.

Αν δεν διασφαλίσουμε, με οποιονδήποτε τρόπο, το ελάχιστο διαβίωσης σε όλους τους πολίτες αυτής της χώρας, (πράγμα που, σε κάθε ευνομούμενη χώρα, και επιπλέον δημοκρατική, θα έπρεπε να είναι ήδη αυτονόητο) δεν θα έχει δημοκρατία κανείς.

Αντίθετα με το φαγητό των φτωχών, που πλασάρεται με εύπεπτη ονομασία και που υποθέτεις ότι δεν σε αφορά, δημοκρατία (ή μη) των φτωχών, δεν υπάρχει.

‘Η όλοι θα έχουμε, ή κανείς.

Σκέψου το.

Ο Biafra και ο Φασιστόμουτρο τονίζουν στα σχόλια ότι δεν είναι η επίσημη απάντηση του Υπουργού στην Βουλή, αλλά απλώς Δελτίο Τύπου, το οποίο μπορεί και να διαφέρει από την επίσημη απάντηση που θα ακολουθήσει. Τους απαντώ, στα σχόλια αλλά χρήσιμο είναι να το λάβεις υπόψιν σου, διαβάζοντας το ποστ.

Έλα να δούμε κάτι μαζί, σε παρακαλώ. Θέλω λίγο την παρέα σου, να μου πεις τι δεν καταλαβαίνω σωστά.

~

Το βράδυ της Παρασκευής Κυριακής 30 Σεπτέμβρη, στην Αθήνα, μία ομάδα ατόμων, σε μηχανές, πραγματοποιεί αντιφασιστική, για άλλους πορεία, για άλλους περιπολία. Η μία πλευρά λέει πως βρίσκουν δύο έλληνες, κατοίκους περιοχής, και αναίτια τους χτυπάνε, η άλλη πλευρά λέει πως οι δύο ήταν ακροδεξιοί, που έσπαγαν κατάστημα μετανάστη και τους πέτυχαν στο έργο.

Όπως και να έχει, ξεκινάνε επεισόδια μεταξύ τους.

Έχουν προφανώς την σημασία τους όλα αυτά, αλλά περίμενε, γιατί δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Προσπέρασέ το, λοιπόν.

Μια ομάδα της ΔΙΑΣ, επεμβαίνει, και επιτίθεται στην μηχανοκίνητη. Οι περιγραφές είναι πολλές, αντικρουόμενες, αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι 15 συλληφθέντες.

Είναι αρκετά αποστειρωμένα όλα αυτά όπως στα λέω; Πάμε παραπέρα.

Οι συλληφθέντες καταγγέλλουν ότι στα κρατητήρια της ΓΑΔΑ, υπόκεινται σε, ξυλοδαρμούς, λεκτική βία, εξευτελισμό, ακόμα και βασανισμούς με taser (είναι εκείνα τα ηλεκτροφόρα καλώδια, που έχουν καμιά φορά οι αστυνομικοί των άλλων, κυρίως, χωρών. Καρφώνονται με αγκίστρια στο κορμί, και διαχέουν μέσα του ισχυρή δόση ηλεκτρισμού, για την ακινητοποίηση του θύματος. Είναι, σε περιπτώσεις, ακόμα και θανατηφόρα)

Οι συλληφθέντες, περνούν από εισαγγελέα. Κατά την παραμονή τους εκεί, γίνονται επεισόδια στα οποία συμμετέχουν συγγενείς, φίλοι τους, και αστυνομικές δυνάμεις. Οι πολίτες καταγγέλλουν σωρεία νομικών και αστυνομικών παραβάσεων, ενώ ούτε η ΕΛΑΣ, ούτε η εισαγγελία έχουν εκδώσει Δελτία Τύπου. Γίνονται και εκεί, κάποιες συλλήψεις.

Σε κούρασα. Το φαντάζομαι. Και γω κουράστηκα λίγο, στην προσπάθειά μου να μείνω όσο το δυνατόν αποστασιοποιημένος, γιατί, σου ξαναλέω, η ουσία δεν έχει έρθει ακόμα (φαντάσου).

Συνεχίζω.

Μέσα από όλες αυτές τις καταγγελίες, μία ομάδα βουλευτών του Σύριζα, κάνει στην βουλή την εξής ερώτηση:

Προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
Θέμα: Κακοποίηση και βασανισμός των συλληφθέντων αντιφασιστών στη ΓΑΔΑ

Το βράδυ της 30ης Σεπτεμβρίου σε αντιφασιστική μοτοπορία έγιναν συλλήψεις 15 πολιτών οι οποίοι μεταφέρθηκαν με εμφανή τα σημάδια του ξυλοδαρμού στην ΓΑΔΑ. Σύμφωνα με καταγγελίες η σύλληψή τους έγινε υπό συνθήκες απίστευτης βίας και τρομοκρατίας, καθώς οι άνδρες της ομάδας Δέλτα διεμβόλισαν με τις μηχανές τους την πορεία, έριξαν κάτω τους αναβάτες και συνέχισαν να τους ξυλοκοπούν ακόμα και αφού τους είχαν περάσει χειροπέδες. Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες οι αστυνομικοί έκαναν χρήση και ηλεκτρονικού όπλου (taser).

Στην ΓΑΔΑ , σύμφωνα και με καταγγελίες των συνηγόρων τους, οι συλληφθέντες ξυλοκοπήθηκαν εκ νέου και μαζί με αισχρά σεξιστικά σχόλια υπέστησαν καταναγκασμούς που παραπέμπουν σε τόπο βασανιστηρίου και όχι στην Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής.

Το τελευταίο διάστημα έχουν συμβεί πολλά περιστατικά από τα «τάγματα εφόδου» της Χρυσής Αυγής στα οποία η αστυνομία δείχνει ανοχή ή σε ορισμένες περιπτώσεις και συνεργασία. Αντιθέτως δείχνει αξιοσημείωτη σπουδή στην προσαγωγή και σύλληψη αντιφασιστών συνοδευόμενη από την κακοποίησή τους.
Επειδή θεωρούμε ότι η αστυνομία δρα κατόπιν συγκεκριμένων εντολών και δεν μπορεί να είναι ανεξέλεγκτος μηχανισμός καταστολής και βίας, σας θέτουμε προ των ευθυνών σας, γιατί τέτοια φαινόμενα αποτελούν εκτροπή από τη νομιμότητα και τη δημοκρατική λειτουργία της αστυνομίας.
Ως εκ τούτου ερωτάται ο κ. Υπουργός

1. Θα διεξαχθεί έρευνα για την κακοποίηση που υπέστησαν οι συλληφθέντες μέσα στη ΓΑΔΑ;

2. Θα πάρει μέτρα ώστε να ελεγχθούν άμεσα όσοι προέβησαν στις παραπάνω ενέργειες;

3. Είναι σε γνώση ή υπό τον έλεγχο του υπουργού η απαράδεκτη για το δημοκρατικό μας πολίτευμα κατάσταση που καταγγέλλεται για την ΓΑΔΑ;

4. Γιατί την 1η Οκτωβρίου ,στα δικαστήρια της Ευελπίδων, η αστυνομία επιτέθηκε απρόκλητα και με εξαιρετική αγριότητα στους συγκεντρωμένους συγγενείς και φίλους των κακοποιημένων συλληφθέντων;

Οι ερωτώντες βουλευτές:
Τσουκαλάς Δημήτρης
Κουράκης Τάσος
Κανελλοπούλου Μαρία
Kατριβάνου Βασιλική
Σταμπουλή Αφροδίτη

[από εδώ]

Λοιπόν: Έχουν γίνει αυτά που σου περιγράφω, και πέντε βουλευτές του Σύριζα (μόνο του Σύριζα, κανένα άλλο κόμμα δεν συμμετείχε), απορούν.

Βασικά, και εγώ απορώ. Έγιναν αυτά τα πράγματα; Πράγματι, βασανίζονται συλληφθέντες στην ΓΑΔΑ; Είναι δυνατόν; Τους ασκείται βία; Δεν εξετάζω αν είναι αθώοι, ή ένοχοι, σου θυμίζω. Σύμφωνα με κάθε αξιοπρεπή συνθήκη για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συλληφθείς, δεν βασανίζεται. Ούτε αν είναι ο Άκης, ούτε αν είναι ο Ψωμιάδης, ούτε αν είναι ο Δουρής, ούτε αν είναι δεκαεπτάχρονος πιτσιρικάς.

Όπότε, τα ερωτήματα είναι εύλογα: Υπάρχουν καταγγελίες, και μάλιστα επώνυμες και νομικά κατοχυρωμένες. Θα γίνει ΕΔΕ; Θα υπάρξουν κυρώσεις; Το ξέρει ο Υπουργός; Γιατί έγιναν τα δεύτερα επεισόδια την 1/10;

Εγώ καλύπτομαι απόλυτα από την ερώτηση των βουλευτών του Σύριζα. Ξέχνα ότι είναι του Σύριζα: Πες ότι την έκανα εγώ. Και αν απορείς και εσύ, πες ότι την έκανες και εσύ.

~

Σήμερα, εκδόθηκε το ακόλουθο Δελτίο Τύπου, από το γραφείο του κ. Δένδια:

Για τον ΣΥΡΙΖΑ προφανώς η έννοια «νομιμότητα» δεν υφίσταται, την οποία επιμελώς αποφεύγει σε κάθε ανακοίνωσή του, όπου μονότονα επαναλαμβάνει τα ίδια αβάσιμα επιχειρήματα. Αλλά αν μη τι άλλο αποτελεί μνημείο θρασύτητας να εξαπολύει κατηγορίες το συγκεκριμένο κόμμα για… ανοχή στις «μαφίες» που δρουν στον Άγιο Παντελεήμονα, αφού προηγουμένως αντιδρούσε και εξακολουθεί να αντιδρά στην επιχείρηση «Ξένιος Ζευς» στη συγκεκριμένη περιοχή, όπως ακριβώς αντιδρά η Χρυσή Αυγή, σε μία παράδοξη σύμπλευση.

Για τον ίδιο λόγο – και αφού πρόσφατα τάχθηκε επισήμως με ανακοίνωση της «Επιτροπής Δικαιωμάτων του κατά της αποκάλυψης των ονομάτων ταραχοποιών και κουκουλοφόρων – ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διστάζει να τάσσεται ανερυθρίαστα με όσους συμπλέκονται στους δρόμους, από το ένα άκρο του πολιτικού συστήματος εναντίον του άλλου. Να υπενθυμίσουμε στους ανιστόρητους ότι αυτό ακριβώς συνιστά τον κίνδυνο για επανάληψη των φαινομένων τύπου Βαϊμάρης, από τους εξτρεμιστές του πολιτικού συστήματος.

Αλλά τον συγκεκριμένο κίνδυνο για το δημοκρατικό μας πολίτευμα, το υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη είναι αποφασισμένο να τον αποτρέψει, με την στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών.

Ο ελληνικός λαός, με την ωριμότητα που επιδεικνύει, απαιτεί την επιβολή της νομιμότητας προς πάσα κατεύθυνση. Και αυτό θα πράξουμε, αδιαφορώντας για τους αμετανόητους νοσταλγούς ολοκληρωτικών καθεστώτων που αιματοκύλισαν την ανθρωπότητα ή για τους πολιτικούς μέντορες των πάσης φύσεως «μπαχαλάκηδων»

Αυτό. Τελείωσε. Καμία άλλη γραμμή, παράγραφος, δεύτερη σελίδα, τίποτα.

Αυτό είναι όλο. Αυτή είναι η απάντηση.

Κάνε μου την χάρη, σε βάζω σε κόπο, το ξέρω – ξαναδιάβασέ την. Διάβασε πρώτα την ερώτηση, που κάνουν (κοινοβουλευτικά, σου θυμίζω, απόλυτα θεσμικά) οι βουλευτές, και διάβασε πάλι την απάντηση.

Κατάλαβες; Ωραία. Γιατί ετοιμάζομαι να πάω στο ζουμί, και να σου πω τι κατάλαβα εγώ.

~

Ο αγαπητός Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας, απάντησε.

Σου φαίνεται πως περί άλλων τυρβάζει, αλλά θεωρώ ότι απάντησε.

Ναι, έγιναν οι καταγγελθέντες βασανισμοί. Έγιναν. Όλοι τους, όπως περιγράφονται. Όλοι. Ναι, ο Υπουργός έχει λάβει γνώση. Γνωρίζει. Όχι, δεν προτίθεται να διεξαγάγει έρευνα. Δεν προτίθεται να τιμωρήσει κανέναν, οι αστυνομικοί δεν θα έχουν ούτε επίπληξη. Ναι, επιτέθηκε απρόκλητα και με εξαιρετική αγριότητα στους συγκεντρωμένους συγγενείς και φίλους των κακοποιημένων συλληφθέντων η αστυνομία, και όχι, δεν προτίθεται ούτε εκεί, ούτε έρευνα να διατάξει, ούτε να τιμωρήσει τους υπευθύνους. Αλλά ας τα αφήσουμε όλα αυτά. Εσείς δεν δικαιούστε να ρωτάτε.

Όχι; νομίζεις ότι δεν είπε αυτά; Δεν καταλαβαίνω γιατί πιστεύεις κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι είναι σαφές:

– Θα διεξαχθεί έρευνα για την κακοποίηση που υπέστησαν οι συλληφθέντες μέσα στη ΓΑΔΑ;
– Δεν υφίσταται η έννοια νομιμότητα για τον Σύριζα, είναι μνημείο θρασύτητας να αντιδρά, ενώ παραδόξως συμπλέκει με την Χρυσή Αυγή κατά του Ξένιος Ζεύς.

– Θα πάρετε μέτρα ώστε να ελεγχθούν άμεσα όσοι προέβησαν στις παραπάνω ενέργειες;
– Ο Σύριζα δεν διστάζει να τάσσεται ανερυθρίαστα με όσους συμπλέκονται στους δρόμους.

-Είναι σε γνώση ή υπό τον έλεγχο του υπουργού η απαράδεκτη για το δημοκρατικό μας πολίτευμα κατάσταση που καταγγέλλεται για την ΓΑΔΑ;
– Είστε ανιστόρητοι, εξτρεμιστές, και υπεύθυνοι για φαινόμενα τύπου Βαϊμάρης.

– Γιατί την 1η Οκτωβρίου ,στα δικαστήρια της Ευελπίδων, η αστυνομία επιτέθηκε απρόκλητα και με εξαιρετική αγριότητα στους συγκεντρωμένους συγγενείς και φίλους των κακοποιημένων συλληφθέντων;
– Είστε πολιτικοί μέντορες των πάσης φύσεως «μπαχαλάκηδων»

Κατ’ αρχάς μοιάζει ωσαν ο Υπουργός να κινείται απλώς πολιτικά απέναντι σε ένα πολιτικό χώρο που, να το θέσω κόσμια, δεν συμπαθεί. Θα αδιαφορούσα παντελώς, ή ακόμα-ακόμα θα δεχόμουν να μελετήσω την ορθότητα κάποιων εκ των παρατηρήσεών του, αν δεν υπήρχε μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια:

Δεν ζητήθηκε η γνώμη του για τον Σύριζα.

Είναι αρκετά προβεβλημένος πολιτικός, και είχε στο παρελθόν, θα έχει και στο μέλλον, δυστυχώς ή ευτυχώς, όπως το δει κανείς, άφθονες ευκαιρίες να μας πει για ποιους λόγους δεν θα δεχόταν ποτέ να γίνει μέλος του πολιτικού αυτού χώρου. Σεβαστοί, αυτοί οι λόγοι, αν και κατά βάση, αδιάφοροι.

Αλλά δεν ρωτήθηκε γι’ αυτό ο κ. Δένδιας.

Δεν ρωτήθηκε ΚΑΝ ο κύριος Δένδιας.

Η ερώτηση ήταν ξεκάθαρα προς τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη. Ξεκάθαρα.

Αφορά μέρος των αρμοδιοτήτων του, η ερώτηση έρχεται (ξανατονίζω: θεσμικά) από κόμμα στην βουλή, και οφείλει να απαντήσει ξεκάθαρα, με ένα, δύο, τρία, τέσσερα.

– Ναι, θα διεξαχθεί έρευνα. Φυσικά, θα παρθούν μέτρα. Όχι, εξ’ου και η έρευνα που έχω ζητήσει. Έχει, επίσης, διεξαχθεί έρευνα.

Μου πήρε 5» να την γράψω – εγώ, που ούτε βουλευτής είμαι, ούτε υπουργός, ούτε λόγους γράφω, ούτε υπεύθυνος είμαι απέναντί σε κανέναν. Απλό, κατανοητό, σαφές. Δεν είναι ανάγκη καν να είναι ειλικρινές.

Αλλά ο κύριος Δένδιας, ο Υπουργός, δεν έχει διάθεση να το παίξει ειλικρινής.

Για να δούμε σε ποιους δεν απαντάει.

Κατ’ αρχάς, σε βουλευτές, εκπροσώπους του ελληνικού λαού. Επίσης, δεν απαντά στους συνηγόρους των κατηγορουμένων. Δεν απαντά στα θύματα, ή, έστω, στα «θύματα». Τελος, δεν απαντά σε μένα. Και σε σένα.

Ψάχνω για ένα ευγενικό κλείσιμο. Στο μυαλό μου έρχονται διαρκώς οι λέξεις «αν δεν απαντηθεί θεσμικά, θα απαντηθεί στους δρόμους το ερώτημα, πάντως θα απαντηθεί – και υποπτεύομαι ότι αυτό, ακριβώς, επιθυμεί -ενδόμυχα ή μη- ο Υπουργός«, αλλά δεν θέλω να είμαι δυσοίωνος. Οι εναλλακτικές μου είναι πως ο Υπουργός είναι απόλυτα ικανοποιημένος με την έκβαση, πως, απλώς, δεν είδε τι του έγραψαν και το υπέγραψε, πως αδιαφορεί για τις πράξεις του, και/ή πως δεν αντιλαμβάνεται την βαρύτητά τους.

Σε κάθε περίπτωση δεν ξέρω τι είναι καλύτερο.

Σε κάθε περίπτωση, επίσης, ο Υπουργός ξέρει ότι γίνονται βασανιστήρια στην ΓΑΔΑ, δεν ενοχλείται απ’ αυτό, και δεν προτίθεται να δώσει λογαριασμό σε κανέναν.

~

Σου χρωστάω και κάτι ακόμα. Σου είπα πως δεν θα ασχοληθώ με το αν είναι αθώοι, ή ένοχοι των κατηγοριών. Φυσικά, εσύ είσαι σίγουρος πως είναι ένοχοι – γιατί, τους συνέλαβε το κράτος, ή γιατί ήταν εκεί. Δεν θα είναι ο αδελφός σου, ο φίλος σου, ο πατέρας σου – ή εσύ, γιατί αυτοί δεν κάνουν τέτοια πράγματα. Δεν έχεις να ανησυχείς ότι δικός σου άνθρωπος θα ανέβει τους ορόφους της ΓΑΔΑ για να κλειστεί σε ένα κελί παρέα με ανισόρροπους, ατιμώρητους ανθρώπους που κρατάνε στα χέρια τους, ξέρω γω, taser και έχουν την κυβερνητική άδεια να το χρησιμοποιήσουν.

Εσύ, είσαι αθώος. Οι αθώοι δεν έχουν να φοβούνται τίποτα.

Είσαι σίγουρος;

Είσαι σίγουρος;

Είσαι σίγουρος;

Είσαι σίγουρος;

Είσαι σίγουρος;

Υστερόγραφο: Αυτό είναι ένα teaser:

Υστερόγραφο δύο:

Υστερόγραφο τρία: Για να καταλάβεις πως σκέφτομαι, πάντα είναι χρήσιμο να διαβάσεις αυτό: «Εγώ, το αφεντικό«

Clown

Κοίτα, δεν γνωριζόμαστε. Θα ήθελα, θα ήθελες, αλλά δεν γνωριζόμαστε.

Δεν ξέρω πως σκέφτεσαι, δεν ξέρω γιατί σκέφτεσαι αυτά που σκέφτεσαι, δεν ξέρω αν φοβάσαι, αν λυπάσαι, αν ονειρεύεσαι ένα καλύτερο αύριο, ή απεύχεσαι ένα χειρότερο.

Δεν ξέρω πως είναι το αύριο που ονειρεύεσαι. Ούτε καν, το σήμερα που ζεις.

Μπορείς να ξεφύγεις από μένα. Να με δουλέψεις, με λόγια εύκολα, με ευχολόγια και διαστρεβλωμένες πραγματικότητες, να με πείσεις, ότι είσαι καλός άνθρωπος, αν το θες, τίμιος, εργατικός – ή, έστω, ειλικρινής.

Μπορείς, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν έχει καμία σημασία αν τα καταφέρεις.

Λυπάμαι που στο λέω, αλλά δεν έχει σημασία – όχι για μένα.

Καμία.

~

Εξηντατεσσάρων ετών ο παππούς που βίαζε, από τα έξι της, επί τρία ολόκληρα χρόνια ένα τώρα εννιάχρονο, τότε εξάχρονο κοριτσάκι από την Βουλγαρία.

Επί τρία χρόνια. Βίαζε. Ο παππούς. Το εξάχρονο παιδάκι.

Φρόντισε να μη σε πονέσει καμία από αυτές τις λέξεις. Καμία. Γιατί έκανες μία επιλογή. Αυτό προσπαθώ να σου πω. Εμένα μπορείς να με ξεγελάσεις ότι νοιάζεσαι, και θύμωσες, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις τον εαυτό σου.

Λυπάμαι. Δεν μπορείς.

Αν πιστεύεις ότι οι άνθρωποι έχουν διαφορετική αξία αν έχουν γεννηθεί Έλληνες, με το αν έχουν γεννηθεί στην αλλοδαπή, αν πιστεύεις ότι αυτό τους ξεχωρίζει σε κάτι, όσο και αν με κοροϊδεύεις ότι κλαις γι’ αυτό το πλάσμα, το εξάχρονο κοριτσάκι – δεν ισχύει.

Δεν γίνεται.

Δεν μπορείς να πιστεύεις ότι, αν γεννηθώ στην Ελλάδα, αξίζω περισσότερα από έναν άνθρωπο, σαν και μένα, που γεννήθηκε στην Αλβανία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Πακιστάν, στην Μαλαισία, στην Τουρκία, στην Κίνα ή στο Μπαγκλαντές, χωρίς να νιώσεις οίκτο για τον άνθρωπο ανεξαρτήτως καταγωγής. Αν πιστεύεις ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μας, αν πιστεύεις έστω ότι είμαι διαφορετικός, ότι είμαι ανώτερος – αν πιστεύεις ότι ΕΣΥ είσαι ανώτερος, τότε ο παρθενικός υμένας αυτού του κοριτσιού, σε αφήνει παγερά αδιάφορο.

Η ψυχή του σε αφήνει παγερά αδιάφορο.

Όσο και αν είσαι σίγουρος, ΣΙΓΟΥΡΟΣ πως νιώθεις κάτι, είναι παράλογο, δεν στέκει. Οι δύο άνθρωποι για σένα έχουν ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΞΙΑ μεταξύ τους. Το παιδάκι δεν θα γίνει Ελληνίδα ποτέ, ο παππούς δεν θα γίνει Βούλγαρος ποτέ, τα δύο πλάσματα δεν θα συναντηθούν πουθενά στο αξιακό σου σύστημα, όσο και αν νομίζεις πως το πιστεύεις. Δεν είναι εφικτό. Για την δομή της σκέψης σου, ο Πακιστανός δεν είναι κακός επειδή χτύπησε, για παράδειγμα – χτύπησε την κοπέλα ακριβώς γιατί είναι Πακιστανός. Οι άνθρωποι για σένα κάνουν ότι κάνουν, είναι ότι είναι, με βάση και οδηγούμενοι αποκλειστικά από την χώρα καταγωγής, τις αξίες της, την ποιότητά της.

Κάθε Έλληνας, ακόμα και 64χρονος βιαστής, ή δεκαπεντάχρονη κοπέλα είναι για σένα ανώτερος, αξιακά σπουδαιότερος από κάθε ξένο, είτε είναι εξάχρονη Βουλγάρα, είτε 21χρονος Πακιστανός.

Μπορείς να ξεγελάσεις εμένα, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάσεις το τέρας στον καθρέφτη. Δεν γίνεται.

Αυτό πιστεύεις.

Αυτό είσαι.

~

Άκου όμως.

Άκου, όμως, υπάρχει μία ελπίδα. Στο είπα και στην αρχή, δεν σε ξέρω. Μπορεί να μη με ξεγελάς. Μπορεί η εικόνα του βιασμένου παιδιού να σε ΕΝΟΧΛΕΙ, βαθιά, να σε ανακατεύει και να σε σφίγγει. Μπορεί να νιώθεις, βαθιά στην ψυχή, στην ελληνική ψυχή και την καρδιά σου ότι είναι αρρωστημένο, άδικο και φριχτό να συμβεί αυτό σε ένα εξάχρονο παιδί – από όπου και αν είναι.

Μπορεί να ξεχάσεις την Ελληνική ανωτερότητα και την βουλγαρική κατωτερότητα – την διαφορετικότητα μεταξύ τους, και να δεις δύο ανθρώπους, που ο ένας καταπιέζει και βασανίζει τον άλλο. Να ξεχάσεις εθνικότητες, και να λυπηθείς για ανθρώπους.

Για τις πράξεις τους, και μόνο.

Μπορεί.

Μα τότε δεν είσαι ρατσιστής. Τότε απλώς εναποθέτεις τον θυμό σου εκεί, τον παραλογισμό γύρω μας σε ένα ακόμα πιο παράλογο επιχείρημα, ψάχνεις κάπου να πιαστείς -μα παραμένεις άνθρωπος. Τότε μπορείς να αντιληφθείς ότι οι άνθρωποι πρέπει να κριθούν για τις πράξεις τους, για αυτά που τους οδήγησαν σ’ αυτές, πρέπει να κριθούν αποκλειστικά για αυτό που είναι, και όχι αυτό που φαίνονται, ή που νομίζεις πως είναι.

Κοίτα στον καθρέφτη. Αν δεις ένα τέρας, ή αν δεις έναν άνθρωπο, μην μου το πεις. Δεν σε ξέρω.

Να είσαι όμως ειλικρινής.

Να είσαι ειλικρινής σε σένα.

Τι βλέπεις στον καθρέφτη;

Μια φορά και έναν καιρό, όχι πολύ παλιά, δημιουργήθηκε με συνασπισμό μία κυβέρνηση. Αυτή η κυβέρνηση είχε σαν αποκλειστικό στόχο να «μας κρατήσει στο ευρώ», ψηφίστηκε, εν μέρει, με εκβιαστικά και τρομοκρατικά τηλεοπτικά σποτ τύπου «Γιατί κύριε» και «η σημαία μας να κυμματίζει ψηλά», την αδιάλειπτη στήριξη των μέσων μαζικής «ενημέρωσης» και την ελπίδα, του κάθε φτωχού και κακομοίρη, ότι δεν θα πληρωνώταν σε δραχμές τον επόμενο μήνα, και ότι η κρατική σπατάλη, επιτέλους, θα σταματούσε.

Έτσι λέει το παραμύθι, έτσι σας λέω και γω.

Λίγο πριν την στήριξή της, ένα από τα πιο κρίσιμα στελέχη της, ο υφυπουργός εργασίας, ξάφνου, παραιτήθηκε. Η επιστολή παραίτησής του που μιλούσε για αθέτηση πολιτικών συμφωνιών σχετικά με την αναδιαπραγμάτευση (άλλο παραμύθι αυτό) και το μνημόνιο έγινε γνωστή, και, ταυτόχρονα, ξεκίνησε ένας πόλεμος εναντίον του, είτε από δικαίους, που ήλπιζαν ότι θα γινόταν επιτέλους ένα συμμάζεμα στο κωλοκράτος, είτε από αδίκους που ήθελαν να προστατέψουν σαν σκυλιά το αφεντικό τους, no matter what.

Έτσι λέει το παραμύθι, έτσι σας λέω και γω.

Πριν αλέκτωρ λαλλήσει τρίς, τα τζιμάνια οι δημοσιογράφοι είχαν κάνει μία ενδιαφέρουσα σύνδεση: Ο εν λόγω Υφυπουργός, Νικολόπουλος το όνομά του, δεν έφυγε γιατί ξύπνησαν οι τύψεις για το πολιτικό ψέμα μέσα του. Έφυγε γιατί α) δεν έγινε Υπουργός, ενώ το ζητούσε διακαώς, και β) και πιο σημαντικό, διότι συνεργάτης του – μισό, να αντιγράψω και εγώ ακριβώς τα λόγια των εφημερίδων, αφού κόπυ-πέιστ έτσι το είχαν όλες, τυχαίο πράγμα, :

Πάντως, η πληροφορία που ήθελε στενό του συνεργάτη, να έχει επικοινωνήσει με τον ΣΔΟΕ, προκειμένου να διευθετήσει εκκρεμή υπόθεση επιχειρηματία, με τον οποίο είχε φιλικές σχέσεις ο πρώην υφυπουργός Νίκος Νικολόπουλος, ήταν ο πρώτος (ίσως και βασικός λόγος) για να διαταραχθούν οι σχέσεις του Αχαιού πολιτικού με τον Αντώνη Σαμαρά.

Από το …έγκριτο Πρώτο Θέμα. Αλλά αν θέλετε, δείτε και την …ανταγωνιστική Δημοκρατία Δημοκρατική, το ίδιο ακριβώς γράφει, λέξη-λέξη.

Διαταράχθηκαν δηλαδή οι σχέσεις, και ο υφυπουργός την έκανε πριν τον κάνουν.

Έτσι λέει το παραμύθι, έτσι σας λέω και γω.

Όλα αυτά καλά, θα μου πεις – αν είχαν γίνει εχθές. Εγιναν όμως, μισό να δω την ημερομηνία του άρθρου, εννέα Ιουλίου του δύο χιλιάδες δώδεκα.

Πάει καιρός, ναι;

Έκτοτε, ο υφυπουργός ελαφρώς σιώπησε, τα κανάλια σταμάτησαν να ασχολούνται, και πήγαμε όλοι ήρεμα-ήρεμα για ύπνο…

..γιατί πως αλλιώς να περιγράψεις, ότι εμφανίζεται μυρωδιά σκανδάλου πρώτου μεγέθους, και, ούτε οι δημοσιογράφοι το ελέγχουν περισσότερο, να πουν «έγινε, μ’ αυτούς», ή «δεν έγινε, αθώος, μάλλον παραιτήθηκε γιατί έγινε πράγματι αντιμνημονιακός», ούτε κανείς εισαγγελέας δεν αναρωτήθηκε «για κάτσε ρε πούστη μου, τι ιστορίες είναι αυτές με συνεργάτη υφυπουργού που σώζει επιχειρηματία από τον ΣΔΟΕ; Ποιος, που πότε πως και γιατί!»

Και καλά να κοιμηθούν τα κανάλια και οι εφημερίδες – την δουλειά τους την έκαναν. Πλήγωσαν το γόητρο του υφυπουργού, πιθανόν τον εκβίασαν κιόλας («αν δεν σκάσεις θα πούμε ονόματα») και έκλεισε ο φάκελος. Και καλά να κοιμηθούν και οι εισαγγελείς που, παρότι έχουν καναδύο ενδιαφέρουσες κινήσεις, γενικά, κινούνται πιο αργά από την καθυστέρηση μη τυχόν μπλέξουν. Τρελοί είναι;

Εγώ όμως ρε φίλε, γιατί να κοιμηθώ; Καλούμαι να συμπιέσω το οικογενειακό μου εισόδημα στο μισό ενώ απέκτησα δύο παιδιά, να βγαίνω πως και πως, να με εκβιάζουν δύο τρία χρόνια τώρα τα δελτία της Digea, να χάνουν την δουλειά τους οι φίλοι μου και την σύνταξη ο πατέρας μου, να με βαράνε και να με ψεκάζουν οι ΜΑΤατζήδες κάθε που διαμαρτύρομαι, να τσακώνομαι με τους φίλους μου που απλώς υποστηρίζουν μια φιλελεύθερη πολιτική, όλα αυτά να γίνονται γιατί κάποιοι πονηροί έφαγαν, δεν έδωσαν φόρους, δεν δήλωσαν εισοδήματα, έδωσαν μίζες, πήρανε μίζες, πετάξανε λεφτά, χαρίσανε θέσεις εργασίας που μετά τις συκοφαντήσανε κιόλας, κρύφτηκε ένα ολόκληρο πολιτικό σκηνικό πίσω από μαζί τα φάγαμε, και βγήκε αλώβητο –

– εγώ γιατί να το ξεχάσω;

Πιάνουν κάποιον κυβερνητικό να σώζει επιχειρηματία και θα το ξεχάσω; Θα πω «έτσι γίνεται» και «έλα μωρέ»;

Σοβαρά ρωτάω: Μαλάκας είμαι;

Εγώ δεν ξέρω αν ο υφυπουργός είναι καλός χρυσός και άγιος, ή ένα λαμόγιο του κερατά. Δεν ξέρω αν ξύπνησε το αντιμνημόνιο μέσα του, ή φοβήθηκε ότι θα τον διώξουν και πήγε να γλυτώσει καμία ψήφο. Δεν ξέρω αν είναι τίμιος, ή αν απλώς φαίνεται τίμιος.

Ξέρω ότι πρόκειται για σκάνδαλο, και όπως γαμιέμαι εγώ να πληρώσω τους φόρους ΤΟΥΣ, θα φροντίσω τουλάχιστον να γκρινιάξω αν κάποιος κυβερνητικός είτε εκβιάζεται για να μην μιλήσει, είτε κάνει πλάτες σε επιχειρηματίες που έχουν βύσμα.

Γιατί δεν ξέρω αν η γυναίκα του Καίσαρα είναι ή όχι τίμια, αλλά την ακούω να καλοπερνά στο διπλανό δωμάτιο. Και ούτε μαλάκας είμαι, ούτε κουφός.

Υ.Γ.: Δες και το προηγούμενο ποστ μου για την Άκρη του νήματος και το βάρος και την ευθύνη της δημοσιογραφίας.

Yellow Journalism

Κακοδιαχείριση, «μαζί τα φάγαμε», άχρηστοι υπάλληλοι δημοσίου, φοροφυγάδες έλληνες, τεμπέληδες. Η πολιτική εκτίμηση για την κατάσταση-κρίση στην οποία βρισκόμαστε (η οποία ειρήσθω εν παρόδω είναι τόσο πανευρωπαϊκή-παγκόσμια που δεν αξίζει καν μία Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου απο ότι φαίνεται) από τους επαγγελματίες πολιτικούς είναι, σε γενικές, και πολλές φορές ειδικές γραμμές, προκαθορισμένη.

«Φταίμε (ίσως), αλλά (σίγουρα) ξέρουμε την λύση» – ή κάπως έτσι. Αρκεί να μην βγούμε από το κάδρο της εξουσίας.

Αυτή είναι η κατάσταση, την έχω αντιληφθεί (μα, όχι ακόμα, αποδεχθεί).

Έτσι είναι.

Το πρόβλημα όμως, δεν έχει έναν πατέρα. Σε όλα τα επαγγέλματα, αυτών που ορκίζονται ότι θα πράξουν τίμια, ο πολιτικός, ο πολίτης-ψηφοφόρος, ο εφοριακός,ο γιατρός, ο δικαστής, ο σκουπιδιάρης, ο διανομέας πίτσας, υπάρχει και ένα επάγγελμα που ξεχωρίζει.

Και με την άδειά σας, θα το θέσω προ των ευθυνών του, για όλα τα δεινά που ζούμε σήμερα.

Του δημοσιογράφου.

Από τον πολιτικό, δεν περιμένω πολλά. Υπάρχουν ικανοί, και μέσα στην βουλή, και ξεχωρίζουν. Υπάρχουν και οι βρομιάρηδες, άλλοι ξεχωρίζουν, άλλοι όχι, κάποιους τους ξέρουμε, κάποιους όχι, κάποιοι φέρουν ευθύνες, κάποιοι άλλοι είναι, τελικά, αθώοι και θύματα πλεκτάνης. Το ίδιο και στην αστυνομία, το δικαστικό σώμα, τους νομοθέτες, τους γιατρούς, τους τυπογράφους, τους καταστηματάρχες, τους ντελιβεράδες.

Τι κοινό έχουν όλοι αυτοί; Η εργασία τους, πλην των εισαγγελέων, δεν είναι ούτε να ερευνούν, ούτε να καταγγέλλουν ομοίους τους που παραστρατούν. Μπορούν να το κάνουν, και είναι αξιέπαινοι (και εξαιρετικά μόνοι τους συνήθως) όταν το κάνουν, αλλά, δεν είναι βασική τους υποχρέωση.

Μόνο ένα επάγγελμα έχει ως υποχρέωση να ρωτά, να ερευνά, να αποκαλύπτει, να ελέγχει, να εμφανίζει την αλήθεια από όπου και αν προέρχεται:

Του δημοσιογράφου.

Είτε ο επίορκος είναι πολιτικός, είτε είναι κατασκευαστής, είτε είναι δημοσιογράφος, είτε είναι τυροπιτάς στην ομόνοια, ο μόνος που περιμένω, που απαιτώ να κάνει ο,τι μπορεί για να εμφανίσει την αλήθεια, είναι ο δημοσιογράφος.

Γιατί; Που; Πότε; Ποιος; Τι;

Σε κάθε περίοδο που, ας το θέσω ευγενικά, κέντρα εξουσίας χρειάστηκε να έχουν πλήρη έλεγχο στον κόσμο, το πρώτο θύμα ήταν η δημοσιογραφία.

Πρώτα η λογοκρισία, και μετά όλα τα άλλα. Πρώτα ο έλεγχος της αλήθειας, και μετά, όλα τα άλλα. Πρώτα η σπίλωση της πληροφορίας, και μετά, ΜΕΤΑ, όλα τα άλλα.

Όσοι δεν ξέρουν ποιος ή τι ήταν ο Γκέμπελς, πολύ καλά θα κάνουν να ερευνήσουν και να μάθουν μερικά πολύ χρήσιμα πράγματα γι’ αυτόν.

Είχαμε κακούς πολιτικούς; Είχαμε. Ακόμα και ο πιο αθώος ή κομφορμιστής θα το παραδεχθεί ελπίζω. Είχαμε κακούς πολίτες; Ναι, είχαμε. Είχαμε τους πολιτικούς που μας άξιζαν, το κράτος που μας άξιζε, την ποιότητα δημοκρατίας που άξιζε στις απαιτήσεις μας;

Ναι, ας απαντήσω.

Όλα αυτά όμως, κατά την ταπεινότατη γνώμη μου, είναι απόλυτα λογικό, είναι σίγουρο κι’όλας πως αλληλοστηρίζονται. Κακοί πολιτικοί που δημιουργούν κακούς πολίτες, ή κακοί πολίτες που εκλέγουν, και ενίοτε δημιουργούν κακούς πολιτικούς. Και όλοι αυτοί μαζί, να δημιουργούν κακή δημοκρατία, κακό κράτος, κακό παρόν και κακό μέλλον.

Μα όση δύναμη και να έχουν όλοι αυτοί, το μόνο, αυτό που βρίσκω απεχθέστερο όλων των άλλων, είναι να δημιουργείται κακή δημοσιογραφία.

Δημοσιογραφία που ανέχεται, που υποκρύπτει, που πληρώνεται, που εκβιάζει ή εκβιάζεται, που μετατρέπει, που αλλοιώνει, που ψεύδεται, που ξεπουλιέται.

Ψάχνω, διαρκώς ομολογώ, να βρω πως κόβουμε τον ατέρμονο κύκλο κακού που έχει δημιουργηθεί και εξαπλώνεται. Για να εξαλείψουμε τους κακούς πολιτικούς, πρέπει να έχουμε καλούς πολίτες. Για να το πετύχουμε, πρέπει να τους μορφώσουμε, να τους εξυψώσουμε την αξιοπρέπεια, να ξαναορίσουμε το δίκαιο και το δημοκρατικό. Για να το πετύχουμε, ο μόνος τρόπος που μπορώ να βρω, είναι να εισχωρήσει σ’ αυτόν τον φαύλο, σιχαμένο κύκλο της ενημέρωσής τους η σωστή, τίμια, αξιοπρεπής δημοσιογραφία.

Ειλικρινά, αυτήν την στιγμή, δεν βλέπω άλλη λύση. Πρέπει να ξεκινήσουμε από την Αλήθεια.

Τα μέσα, καθημερινά, εξατομικεύονται. Δημοσιογράφοι εκδίδουν δικά τους κείμενα, είτε έντυπα, είτε ηλεκτρονικά. Η γνώμη, ή η πληροφορία, δεν περνάει πια από ενδιάμεσους νταβατζίδες. Είναι στο χέρι μας, αποκλειστικά, η στήριξή τους. Θα έχουμε και απογοητεύσεις, θα έχουμε και επιτυχίες. Άλλωστε, η επόμενη μάχη, κυρίως από αυτούς που, θυμηθείτε την αρχή του ποστ μου, θέλουν τον έλεγχο της εξουσίας, θα γίνει για να σταματήσει η φωνή τους. Και η φωνή όλων μας.

Ο θυμός είναι μεγάλος. Ο λογαριασμός της ασυδοσίας μας, της ανοχής ή της αδιαφορίας μας για ένα σιχαμερό σύστημα που έχει πλοκάμια παντού και συντηρείται με κάθε κόστος μας έχει φανεί -δικαίως ή αδίκως- πικρός, και ιδιαιτέρως σκληρός. Ως κακοί ως τώρα πολίτες, με κακές (πλειοψηφικά το κρίνω) ως τώρα, επιλογές, το βλέπω δύσκολο να μην τιμωρήσουμε αδιάκριτα, δίκαιους και αδίκους, πιο σκληρά από ότι πρέπει, και με καμία αίσθηση λογικής αυτούς που μας πλήγωσαν.

Δεν θα είναι ένα όμορφο τέλος.

Η ελπίδα μου, ίσως η μοναδική που μου έχει απομείνει, είναι η καλή, δίκαιη, ερευνητική δημοσιογραφία. Ή θα ανθίσει αυτή, κατακεραυνώνοντας πρώτα απ’ όλους το ίδιο το σινάφι της, για να αποδεσμευτεί από τα δεινά που την καθιστούν καθηλωμένη, ή, και το πιστεύω χωρίς να το ελπίζω, θα είναι η πρώτη που θα δεχθεί την οργή των απατημένων.

Αν η δημοσιογραφία τώρα της αντιγραφής και του κάθε ΑΠΕ γίνει η δημοσιογραφία της έρευνας, αν η κάθε είδηση που κάνει έναν πολίτη να αναρωτιέται τι κρύβεται πίσω της, έχει και έναν δημοσιογράφο να το αποκαλύψει, θα οδηγηθούμε, πιστεύω ή ελπίζω, σε μία ειλικρίνεια που θα μας λυτρώσει. Αλλιώς, έχει μόνο κάτω από εδώ και μπρος

Ας ελπίσουμε όλοι μαζί να συμβεί το πρώτο. Εγώ τουλάχιστον το ελπίζω.

Επανήλθε το θέμα του δημοσίου. Μία εντελώς δεξιά κυβέρνηση με ένα ελάχιστο ποσοστό απόχρωσης υποτίθεται αριστερής, σε συνδυασμό με την οργή του Έλληνα πολίτη που κουράστηκε να ταλαιπωρείται από την αναποτελεσματικότητά του, και συνεπικουρούμενο από πάσης φύσεως οικονομικά φιλελεύθερους που δικαιώνεται η προφητεία τους για κόλαση με περισσότερο κράτος, άρα μάλλον παράδεισο με λιγότερο, ήρθε η ώρα να πάρουν τον λόγο και να ξεπουλήσουν – ξεφορτωθούν ότι περισσότερο μπορούν.

Το κεφάλι μου πάει να σκάσει προσπαθώντας να εξηγήσω το παράλογο του πράγματος.

Έχουμε ένα αναποτελεσματικό δημόσιο. Αν και η συνολική περιγραφή αδικεί, ως συνήθως, τα επιμέρους στοιχεία που πιθανόν να δουλεύουν όχι μόνο σωστά, αλλά και με μεγάλες δυσκολίες, θα το δεχθώ χάρη της κουβέντας.

Το δίλημμα είναι: θέλεις αυτό το δημόσιο, που απομυζεί τους φόρους σου, που σε ταλαιπωρεί, που προμοδοτεί τους άχρηστους-γλύφτες-ανίκανους-λαμόγια Ή να το πουλήσουμε να πάει στο διάολο;

Δύσκολη επιλογή, ε; Χμ.

Γιατί κανένας δεν λέει «να το καθαρίσουμε το γαμίδι;»

Ωπ! να μια ιδέα. Να το καθαρίσουμε το γαμίδι. Αυτό, βέβαια, σημαίνει να κουραστούμε λίγο, να δούμε τι δουλειά κάνει ο καθένας, να απαιτήσουμε όλοι να πηγαίνουν στο γραφείο το πρωί, να έχουν κάτι να κάνουν, να αποδίδουν. Να γίνει ένας έλεγχος πχ πως μπήκε ο καθένας μέσα, κάποιοι με εξετάσεις και κάποιοι με υπουργικά σημειώματα, ενδεχομένως, να δούμε και ποιοι τα στείλανε, ενδεχομένως, να τους τιμωρήσουμε ενδεχομένως, να δούμε πόσοι είναι υπεράριθμοι να μεταφερθούν -όσοι μπορούν να μεταφερθούν- σε περιοχές που δεν έχουν αρκετό δημόσιο, να αποδώσουν εκεί, να παράγουν έργο.

Αυτό σημαίνει να βρούμε ανθρώπους που θα κάνουν αυτό που πληρώθηκαν να κάνουν, αυτό που ψηφίστηκαν να διοικήσουν, να βρουν τα σφάλματα, να τα διορθώσουν, να χαράξουν πορεία, να πράξουν έργο, για να έχουμε ΟΣΕ όπως χρειάζεται και όπου χρειάζεται, να έχουμε ΔΕΗ όπου, και όπως χρειάζεται, να έχουμε ΕΥΔΑΠ όπου και όπως χρειάζεται, να ΒΟΗΘΗΘΕΙ ο ανταγωνισμός, όχι να πολεμηθεί με πλαγιους τρόπους, να ανοίξει η οικονομία, να ενισχυθεί η ιδιωτική πρωτοβουλία, να ανθίσει η αγορά.

Και, όταν εξορθολογίσουμε, όταν αποκτήσει αξία, μετά, αν κριθεί σκόπιμο και τότε, να πουλήσουμε κάτι που θα μας δίνει χρήμα, το ξανασυζητάμε.

Γιατί το δημόσιο δεν είναι μόνο βάρος. Είναι και περιουσία.

Όταν πουληθεί, η περιουσία μας, δεν θα έχουμε τίποτα άλλο να σταθούμε. Κανένα χρυσαφικό να πουλήσουμε. Δεν θα έχουμε τράπεζες να δώσουμε, ηλεκτρική ενέργεια να δώσουμε, εταιρίες ύδρευσης να δώσουμε κοκ. Τίποτα. Και, επειδή το μάθημα της χώρας θα είναι, για άλλη μία φορά, «πουλάμε ότι μας βαραίνει» και όχι «φτιάχνουμε ότι είναι χαλασμένο», όταν τελειώσουμε με τα πουλήματα, θα πτωχεύσουμε πανηγυρικά ως άχρηστοι.

Γιατί, και μόνο η σκέψη ότι το δημόσιο θα δουλέψει αν πάει στα χέρια ιδιωτών, αλλά αποκλείεται να δουλέψει στα χέρια του δημοσίου είναι ενοχλητικά παράλογη για δύο πολύ συγκεκριμένους λόγους:

Ένα, η μοίρα του δημοσίου είναι στα χέρια των δημόσιων που παροτρύνουν να πουληθεί. Όπερ, οι άχρηστοι -δεν το λέω εγώ, οι ίδιοι το αποδέχονται- ζητούν να πουλήσουν κάτι που οι ίδιοι έχουν καταστήσει άχρηστο, ως άχρηστο.

Δύο, εκτός από την υλικοτεχνική υποδομή, που είναι περιουσία του δημοσίου, οι άνθρωποι (που είναι «άχρηστοι» ή άχρηστοι) θα είναι οι ίδιοι που θα το κάνουν να δουλέψει, μαγικά, μετά – απλώς θα έχει γίνει ένα λειτουργικό ξεκαθάρισμα εργασίας. Δεν θα καθαρίσει στην κολυμπηθρα σιλωαμ, προφανώς, ούτε θα έρθουν εξωγήινοι να την κάνουν να δουλέψει. Οι ίδιοι άνθρωποι θα είναι.

~

Ο Υπουργός μας έχει δύο επιλογές να κάνει μέσα στην μέρα του. Ή να βάλει μία υπογραφή, και να πουλήσει κάτι που πιθανώς είναι χαλασμένο και δεν δουλεύει, ή να κουραστεί για να κάτσει να το διορθώσει.

Εδώ και χρόνια, (πες) δεν κάνει τίποτα (ή το κάνει στραβά, τα αποτελέσματα το δείχνουν), και αυτό το τίποτα μειώνει κάθε μέρα την αξία της πώλησης, για κάποιους που τρίβουν τα χέρια τους. Τώρα, έχει φτάσει η ώρα να κάνει το πρώτο, με τις ευλογίες των αγοραστών.

Αξιος θα κριθεί μόνο αν κάνει το δεύτερο. Άξιοι, θα κριθούμε αν, κόντρα στις παρορμήσεις μας, το απαιτήσουμε.

Αλλιώς, η αχρηστία τους θα πνιγεί σε ανοιγμένες σαμπάνιες επιτυχίας, και το δικό μας μέλλον, υπολογίζω, θα πνιγεί από ασφυξία κάτω από το χαλί, που θα το κρύψουμε.

Υ.Γ: Αυτό, που οι ίδιοι οι εδώ και χρόνια υπεύθυνοι για το δημόσιο, το καταγγέλλουν ως αναποτελεσματικό, πάντως, με ξεπερνάει κάθε φορά.

Υ.Γ.: Σας προλαβαίνω: Αν αρχίσετε τα «η «αριστερά» δεν μας άφηνε να το φτιάξουμε» συνυπολογίστε ότι παραδόξως δεν είναι πρόβλημα αν θέλουμε να πουληθεί. Αν είναι τελικά πρόβλημα, τότε η συνισταμένη είναι ίδια, αφαιρείται και από τα δύο μέρη ως κοινή, και μένουμε πάλι με το «φτιάξουμε» – «πουλήσουμε». Αυτό, για να σας προλάβω.