(Τούτο το κείμενο το γράφω παρέα με αυτό το τραγούδι. Αμα θες, βάλε να το ακούσουμε μαζί. Δεν πρόλαβα να το μοιραστώ μαζί της)

Έχουμε αποχαιρετίσει πολλούς εδώ μέσα. Περισσότερους από όσο αντέχουν τα στομάχια μου, άλλοτε γλυκά παιδιά, άλλοτε φιλαράκια, άλλοτε μαχητές – μου λείπουν ένας-ένας.

Συνήθως, όταν αφιερώνω ένα post σ’ αυτούς, το κάνω γιατί νιώθω ότι οφείλω να εξηγήσω πόσο τους σκεφτόμουν, τους σεβόμουν, τους αγαπούσα εγώ.

Για την @sesikar, περισσότερο θέλω να θυμάμαι πόσο με αγαπούσε εκείνη.

~

Στην ζωή – στην δική μου, δεν ξέρω για την δική σας – καμιά φορά, λυγίζεις. Άλλοτε για ανούσια πράγματα, άλλοτε για ουσιαστικά, άλλοτε απλώς κουράζεσαι, άλλοτε θυμώνεις – λυγίζεις. Εκείνη την ώρα, δεν είσαι ο καλύτερος σύμβουλος του εαυτού σου.

Καμιά φορά, αν είσαι τυχερός, θα βρεθεί δίπλα σου ένας άνθρωπος που σε αγαπάει. Που σε νοιάζεται. Που θα πετάξει μία κουβέντα σωστή, που θα κουμπώσει στην καρδιά σου, και θα σου δώσει μία επιπλέον ανάσα – εκείνη που χρειάζεσαι για να σηκωθείς.

Θα αφήσω τους υπόλοιπους γνωστούς της να πουν τι αποκόμισαν από την ζωή μαζί της, να πουν τι άνθρωπος ήταν, ανθρώπους που την νοιάστηκαν πολύ, που ήταν δίπλα της, ανθρώπους που είδαν τα καλά και τα άσχημά της, που μοιράστηκαν ένα τελευταίο ποτήρι μαζί της. Πολλοί ήταν περισσότερο τυχεροί από μένα, και την έζησαν από κοντά.

Αυτό είναι το μόνο που μπορώ να μοιραστώ εγώ, δεν είναι πόσο την σεβόμουν ή πόσο την θαύμαζα – τουλάχιστον, ένα λιγότερο κρίμα έχω στην καρδιά μου, τα ήξερε καλά όλα αυτά. Είμαι τυχερός, τα ήξερε.

~

Δεν ξέρω αν είναι καλός επικήδειος αυτός, δεν έχω μάθει ακόμα να γράφω τίποτα άλλο για αυτούς που φεύγουν παρά μόνο εκείνο που νιώθω περισσότερο να πονά κάθε φορά στην καρδιά μου την ώρα που τους αποχαιρετώ:

«Ξέρω πόσο με αγαπούσες. Το εισέπραξα. Σ’ ευχαριστώ

~

Καλή δύναμη στην οικογένειά της, καλή αντοχή στους φίλους της.

Τα σχόλια κλειστά, δείξτε κατανόηση.

Εχθές πήγα σε μία κηδεία.

Όλη την ημέρα μετά κουβαλούσα αυτές τις σκέψεις στο κεφάλι μου, απελευθερώθηκαν αργά το βράδυ.

Θα μπορούσα -το σκέφτηκα- να τις ξαναγράψω σε ποστ, με περισσότερες λέξεις και ίσως πιο ξεκάθαρη εικόνα, αλλά αυθόρμητες και τραχιές, νομίζω ότι με εκφράζουν περισσότερο.

Έχει τόσα πολλά ζιζάνια ο δρόμος, ώστε να είναι άδικο μην παραδεχθείς αυτούς που ξέρουν να εκτιμούν ένα λουλούδι.

(Σε προετοιμάζω: είναι μεγάλο. Μου πήρε χρόνο να το γράψω, και χρόνο για να γεννηθεί και να το εκφράσω. Αν μπεις στο κόπο, καλό κουράγιο)

Untitled

Υπάρχουν στιγμές στον χρόνο, που η ιστορία αλλάζει. Ένα γεγονός αποκτά άλλη σημασια, μεγαλύτερη από το γεγονός το ίδιο. Γίνεται σύμβολο, γίνεται αφορμή, λόγος για να ειπωθούν πολλά, περισσότερα από όσα μπορούσαν να ξεστομίσουν τα χείλη δευτερόλεπτα πριν.

Βρίθει η ιστορία από τέτοια γεγονότα. Στιγμές που αξίζουν πολύ περισσότερο από το δευτερόλεπτο που τις αναλογούν. Όπως μία φωτογραφία αξίζει χίλιες λέξεις, αυτές οι στιγμές αξίζουν χίλιες στιγμές πριν από αυτήν, χίλιες στιγμές που μόνες τους δεν ήταν αρκετές να ξεχειλίσουν ένα ποτήρι – μα, αυτή η στιγμή, μικρή η μεγάλη, μπορεί.

Αυτές οι στιγμές δεν έχουν μόνο φίλους. Όχι, άσε με να το αναθεωρήσω αυτό, ήδη: Αυτές οι στιγμές δεν έχουν σχεδόν καθόλου φίλους.

Ούτε τα θύματά τους ήθελαν να τις ζήσουν, ούτε οι θεατές τους ήθελαν να τις κραυγάσουν. Κανείς δεν θέλει να τις ζήσει, αυτές τις στιγμές. Κανείς, εκτός από λίγους, πονηρούς, που θέλουν να πάρουν αυτές τις στιγμές, να τις κάνουν να πουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, να τις μανιπουλάρουν έτσι που να μιλήσουν το δικό τους νόημα.

Θέλω να πιστεύω, αφελέστατα, ότι ο χρόνος εξηγεί την αλήθεια της στιγμής.

Η αρχική εικόνα αλλάζει, από λεπτό σε λεπτό, από μέρα σε μέρα, από χρόνο σε χρόνο. Ηρεμούν τα συναισθήματα, μένουν τα γεγονότα, ξεκαθαρίζουν οι συνθήκες. Άλλοτε θυμόμαστε περισσότερα, άλλοτε ξεχνάμε βασικά στοιχεία.

Η ιστορία αλλάζει. Και αυτό, δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είναι στα χέρια μόνο του χρόνου, αλλά και διαφόρων επιτήδειων.

~

Όλοι έχουν δικαίωμα να διαφωνούν. Δεν είναι δικαίωμα που τους το δίνω εγώ, είναι δικαίωμα που αποκτούν από την πολυφωνία στην οποία κινούμαστε όλοι μας. Έτσι, και ερχόμαστε στο θέμα μας, δεν είναι ανάγκη να αντιλαμβάνονται όλοι τι ήταν η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου.

Οι φωνές πληθαίνουν – εξαιρετικά κοντά μάλιστα χρονικά στις φωνές που γκρινιάζουν για την επέτειο του Πολυτεχνείου.

Αφού καταδικαστικαν οι δολοφόνοι του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τι θέλετε τώρα; Για ποιο πράγμα διαμαρτύρεστε;

Για του λόγου το αληθές:

~

Όπως κάθε αντίθετη γνώμη, και αυτή έχει μία βάση. Πράγματι, ο δολοφόνος του Γρηγορόπουλου δεν αθωώθηκε. Πράγματι, υπήρξε κάποιας(*) μορφής δικαιοσύνη.

(*) Κάποιας μορφής, γιατί και στην δολοφονία Καλτεζά, ο θύτης αστυνομικός Μελίστας καταδικάστηκε, τιμωρήθηκε, φυλακίστηκε(;) – μόνο που ελάχιστο καιρό αργότερα κρίθηκε αθώος. *Δεν* συνδέω τα δύο γεγονότα, αναφέρομαι απλώς στο γεγονός ότι η τιμωρία θέλει βάθος χρόνου για να φανεί.

Γιατί λοιπόν να διαμαρτυρηθούμε; Γιατί να κατέβουμε σε πορεία;

Η νουθεσία, προφανώς, δεν δίνεται σ’ αυτούς που θα τα κάψουν μετά – αυτοί, δεν θα διαβάσουν ούτε τον Πάσχο Μανδραβέλη, ούτε τον Άδωνη Γεωργιάδη. Και αν μπουν στον κόπο να διαβάζουν, μπορούμε να θεωρήσουμε σχεδόν σίγουρο ότι σε καμία περίπτωση δεν θα ακούσουν την …στοργική προτροπή.

Άρα, δεν μιλάει σ’ αυτούς. Ποιοι μένουν; Κυρίως εγώ και εσύ, εγώ πες που θα τουητάρω την ημέρα της επετείου της δολοφονίας, εσύ που θα κατέβεις και στον δρόμο. Εμείς, που θυμώσαμε. Μην κατέβεις, λένε όσοι διαφωνούν. Μην διαμαρτυρηθείς, μην φωνάξεις. Γιατί να κατέβεις; Ο κακός είναι φυλακή. Δεν υπάρχει πια λόγος.

Ο Αλέξανδρος είναι στο χώμα, από μία ανοησία, ο ανόητος μπήκε φυλακή. Case closed. Ποιο το νόημα;

Το πρόβλημα είναι ότι, για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις κάτσει στην λάθος πλευρά. Για να καταλάβεις «ποιο το νόημα», πρέπει να έχεις αδικηθεί, να έχεις διαμαρτυρηθεί, να έχεις αγνοηθεί, να έχεις φωνάξει, να έχεις λοιδωρηθεί, να έχεις ουρλιάξει και να σε έχουν χτυπήσει γι’ αυτό αυτοί που κατ’ ευφημισμόν σε προστατεύουν.

Ή πρέπει να είσαι παιδί χωρίς μέλλον, που το παρασέρνουν σαν πιόνι ανάλογα με τις ανάγκες τους, αυτοί που κόπτονται, τάχα, για το δικό του συμφέρον. Να έχεις δει τον πατέρα σου άνεργο, με ένα χαρτί τράπεζας στο χέρι, να κλαίει, ή να ξεπουλιέται και να φιλάει κατουρημένες ποδιές για να πληρώσει το νοίκι του σπιτιού πασχίζοντας να επιβιώσετε, νόμιμα, κόντρα σε διαρκείς παρανομίες.

Είναι αδύνατο, πρακτικά, να αντιληφθείς τι ήταν ο Δεκέμβρης του 2008, αν όλα σου πάνε κατ’ ευχήν. Το καταλαβαίνω, δεν θυμώνω μ’ αυτούς που δεν το βλέπουν. Κάποιος που παρακολουθεί τις ειδήσεις χωρίς να σκέφτεται, είναι αδύνατον να αντιληφθεί τι δουλειά έχει ένα παιδί στα «Εξάρχεια». Τι ήθελε στα Εξάρχεια; Κάποιος που δεν πιστεύει τίποτα άλλο εκτός από την πιστή αντιγραφή του αστυνομικού δελτίου, όπως αυτή παπαγαλίζεται από τους δημοσιογράφους, είναι αδύνατο να σκεφτεί τι άλλο μπορεί να κάνει ο αστυνομικός – εκτός από το να πυροβολήσει αφού, προφανώς, κινδυνεύει η ζωή του. Κάποιος που δεν υποψιάζεται ούτε κατ ελάχιστο ότι θα βρεθεί στην θέση του Αυγουστίνου, δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει κρατική βία, ή ανελέητο, ατιμώρητο ξύλο. Κάποιος που βλέπει παντού «Συριζαίους» ή που κινείται, σκέφτεται και ομιλεί μόνο μέσω κομματικών γραμμών δεν μπορεί με τίποτα να καταλάβει αυτούς που σκέφτονται μόνοι τους, που θυμώνουν μόνοι τους, που διαμαρτύρονται μόνοι τους, χωρίς κομματικές παραινέσεις ή προτροπές.

Είναι δύσκολο, και το καταλαβαίνω. Αυτοί πχ που μισούν μέσα από την καρδιά τους το Πολυτεχνείο, που κατέστρεψε ο,τι πιο «αγνό» είχαν ονειρευτεί ή ζήσει, και τόσο καιρό τους είναι αφόρητο να βλέπουν πανελλήνια να τιμάται σχεδόν ως ιερό, είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή θα πουν «κοίτα που μας οδήγησε η γενιά του Πολυτεχνείου», ή «δεν υπήρχαν νεκροί (μέσα) στο Πολυτεχνείο». Δεν μάχονται το ίδιο το Πολυτεχνείο, μάχονται όσα σημαίνει το Πολυτεχνείο:

Μία παρέα νέων παιδιών, που κόντρα στο ξύλο, τις δολοφονίες, τους βασανισμούς και τις εξορίες, κόντρα στον φόβο, αποφασίζουν να μιλήσουν δυνατά γι’ αυτά που τους καταπιέζουν.

Κόντρα στον φόβο. Όχι που δεν φοβούνται: κόντρα στον φόβο τους.

Αυτό το κόντρα στο φόβο που τρομοκρατεί μερικούς, έχω την αίσθηση ότι είναι το κόντρα στον φόβο που τρομοκρατεί και τους σημερινούς διαφωνούντες.

Η δολοφονία του Αλέξη, πράγματι, ήταν, απλώς, άλλη μία δολοφονία.

Και πράγματι, ο κακός μπήκε, προς το παρόν έστω, φυλακή.

Μα σου έχω νέα: η στιγμή δεν ήταν η δολοφονία του. Η στιγμή, ήταν το μετά.

Η στιγμή ήταν όταν χιλιάδες κόσμου είπε «φτάνει πια», αρνήθηκε την κατ’ εξακολούθηση ψεύτικη επίσημη γραμμή, αντέδρασε στην κρατική βία, αντέδρασε στην κρατική ανομία, αντέδρασε στην ατιμωρησία. Αντέδρασε στο «είσαι το νούμερο ένα, και αυτός είναι το νούμερο δύο», αντέδρασε στην ζαρτινιέρα, αντέδρασε σε όσα τον καταπίεζαν τόσο καιρό πριν.

Κόντρα στον φόβο.

Προσωπικά, ποτέ δεν είδα τον Αλέξανδρο σαν ήρωα. Ο Αλέξανδρος δεν ήταν για μένα ένας μάρτυρας, δεν είχε σκοπό, δεν θυσίασε τον εαυτό του. Ποτέ δεν τόλμησα να τον δω έτσι. Πάντα ήταν ένα άτυχο παιδί, που βρέθηκε άθελά του απέναντι στο εγώ ενός μαλάκα με πιστόλι, και με προαιώνια πεποίθηση για αθώωση για τα εγκλήματά του. Ένα αθώο παιδί, που πλήρωσε την υπεροψία ενός συστήματος που είχε, πια, συνηθίσει να συμπεριφέρεται στους πολίτες όπως γουστάρει. Ένας απρόσμενος παραστάτης μίας σκηνής που ζητούσε άλλο ένα ξεκάβλωμά της.

Δεν είναι αυτός το Πολυτεχνείο.

Το Πολυτεχνείο του οκτώ, για μένα, είναι τα χιλιάδες κόσμου που βρέθηκαν στον δρόμο. Που φοβήθηκαν αυτό το σύστημα, με τα χημικά, τα κράνη, τις ασπίδες, τα γκλομπ και την υπεροψία του, που φοβήθηκαν τα ασύστολα ψέματά του, που φοβήθηκαν τις άδικες συλλήψεις, το ξύλο στην ασφάλεια, το άδικο φόρτωμα κακουργηματικών πράξεων – αλλά αυτό δεν τους εμπόδισε.

Που ο φόβος, δεν ήταν αρκετός.

Και, κοίτα, δεν μιλώ για τα επεισόδια. Τα επεισόδια δεν με εκφράζουν – αν και προσωπικά θεωρώ, ότι τουλάχιστον τις πρώτες, ανοργάνωτες μέρες, δεν είχαν ούτε κατεύθυνση, ούτε σκοπό. Αναφέρομαι στα παιδιά που κατέβηκαν για πρώτη φορά σε πορείες, που αντέδρασαν διαμαρτυρόμενα, που είπαν, ορθά – κοφτά, «όχι στο όνομά μου».

Αναφέρομαι σ’ αυτούς ακριβώς που προσπαθεί να πείσει η λογική «Ας σταματήσουμε πια. Ποιο το νόημα;»

Είναι αδύνατο να το αντιληφθούν αυτό οι διαφωνούντες. Δεν τους αδικώ. Όντας μέρη του συστήματος, γρανάζια του και όχι θύματά του, είναι αδύνατο να καταλάβουν τι έγινε τον Δεκέμβρη του οκτώ. Δημοσιογράφοι και πολιτικοί, άνθρωποι και ρόλοι συχνά αναίσθητοι στην αδικία που οι ίδιοι προκαλούν με την εξουσία τους, μόνο και μόνο γιατί δεν τους αφορά, άνθρωποι και ρόλοι που έχουν όση δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο, όση και για να τον αφήσουν να συνεχίσει να πορεύεται έτσι, αδιαμαρτύρητα, όσο και αν οδεύει προς την αδικία, θα συνεχίσουν, εσαεί, να ρωτούν «και τι έγινε ρε παιδιά; αφού τιμωρήθηκε».

Έχουν δίκιο; Άλλαξε κάτι;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Οι αστυνομικοί ψεκάζουν με τα χημικά τους αυτοσχέδια νοσοκομεία στο Σύνταγμα, κάνουν απόπειρα δολοφονίας ψεκάζοντας και μέσα σε σταθμούς του μετρό, χτυπούν ατιμώρητα εμφανώς άοπλους πολίτες που δεν τους απειλούν, βασανίζουν στην ΓΑΔΑ όποιον γουστάρουν, βάζουν συλληφθέντες ως ανθρώπινες ασπίδες στις επιθέσεις που δέχονται, συνεχίζουν να ξεχωρίζουν ανθρώπους και συμπεριφορές με βάση τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Άλλαξε κάτι από το οκτώ;

Όχι. Όχι προς το καλύτερο τουλάχιστον.

Τίποτα καλύτερο δεν έγινε. Η Αστυνομία είναι συνεπέστατα ατιμώρητη, παίζει τον ρόλο ασπίδας και γκλομπ ενός κράτους που αδικεί και παραπαίει στην ίδια την αδυναμία του, φέρνει τους πολίτες συστηματικά και αδιάκοπα εναντίον του, αυτοπροστατεύεται με κάθε κόστος.

Και θα έρχομαι εγώ, όσο πιο προσεκτικά μπορώ, απέναντί τους να λέω: Δεν καταλάβατε τίποτα. Δεν έχει να κάνει με τον Αλέξανδρο.

Αυτές οι μέρες δεν είναι του Αλέξη.

Αυτές οι μέρες είναι το μετά.

Αυτές οι μέρες είναι όσων αμφισβήτησαν τον φόβο τους.

Προσωπική μου άποψη, και κρίνομαι γι’ αυτό.

Υ.Γ.: Το γράφω τούτο αποκλειστικά με την ελπίδα ότι δεν κατάλαβαν, και όχι ότι κατάλαβαν πολύ καλά.