Λίγοι. Λίγοι ως αρχηγοί, λίγοι ως άνθρωποι. Τρεις ψευτο-δον-κιχώτες, ρετάλια, σέρνει ο καθένας το δικό του άρμα, προσεκτικά διαλυμένο, η μαριονέτα που έχουν οι ίδιοι τοποθετήσει να μοιάζει πιο σοβαρή, κάθε τους εμφάνιση χειρότερη από την προηγούμενη.

«Είμαστε δυνατοί»

Λίγοι. Λίγοι ως άνθρωποι, λίγοι ως ηγέτες. Αδύναμοι, με τα μυστικά τους, ανίκανοι να αντέξουν το βάρος της ίδιας τους της συνείδησης. Μαγεμένοι από τα ίδια τους τα λόγια, τα λόγια που ονειρεύονται οι ίδιοι και τους τα γράφουν άλλοι, ή, ακόμα χειρότερα, τα ονειρεύονται οι ίδιοι και τα απαγγέλουν οι ίδιοι, λόγια που έχουν αξία μόνο για τα πέντε λεπτά που θα ειπωθούν, μόνο για τις στιγμές που θα αποτυπωθούν, σε μία μπέτα, σε ένα dvd, και θα μεταδοθούν σε πανεθνικό δίκτυο, στα αυτιά χιλιάδων, στα έκπληκτα μάτια χιλιάδων, και θα χαθούν μετά, ανύπαρκτα, ανούσια από την γέννηση μέχρι τον θάνατό τους.

«Θα τα καταφέρουμε»

Και τόσο λίγοι, τόσο φτωχοί. Καρυδότσουφλα, σε έναν ωκεανό από γεγονότα, με μόνο όπλο τους πέντε λέξεις χωρίς αντίκρισμα, μία ψευτο-συμμαχία, μία απειλή στα τσιράκια τους, που τα έχουν τόσο ανάγκη όσο και εκείνα αυτούς – ίσως καθόλου τώρα που τους γκρέμισαν κάθε ψευδαίσθηση εξουσίας, άλλος με τσιτάτα αρχαίων και τραγούδια, άλλος με απειλές, άλλος με επίκληση σε ένα φιλότιμο που, έτσι και αλλιώς, κανείς από τους τρεις δεν έχει πια.

«Οι Έλληνες δεν λυγίζουν»

Λίγοι άνθρωποι. Με την πίεση των τραπεζιτών,με την πίεση των ψηφοφόρων, την πίεση των βουλευτών, καταλήγουν σε έναν χυλό, προσπαθούν να τους ηρεμήσουν όλους μαζί, ξεχνάνε ποιοι είναι οι ίδιοι, αν ήξεραν ποτέ, χωρίς ρότα, γιατί πέρασαν όλη τους την ζωή αντί να οδηγούν να οδηγούνται με τον πιο αποτελεσματικό και ανώδυνο τρόπο στην εξουσία, σε μία ψευδαίσθηση εξουσίας, σε ένα μανδύα δύναμης και ευθύνης, σπρωγμένοι από άλλους, σκιερούς χαρακτήρες που δεν εκτίθονται, μόνο απολαμβάνουν πια το πουλέν τους να κάνει αυτά που πρέπει.

«Εμπιστευθείτε μας»

Σίγουρα όχι ηγέτες. Δεν είσαι ηγέτης έτσι. Μπορεί να μας αξίζουν, και εμείς φαύλοι, παιδιά του Nitro ή του Ciao Antenna, ή του Big Brother και του «με αυτό το τεύχος η ταινία δώρο», με τους «σας ευχαριστούμε που μας εμπιστευτήκατε για την ενημέρωσή σας», ηγέτες γεννημένοι και πλασμένοι από χέρια δήθεν δημοσιογράφων, οριστών της κοινής γνώμης, μανιπουλαριστών και γκεμπελιστών, να ορίσαμε ως ηγέτη κάποιον που δεν θα μπορούσε να είναι ούτε κατ’ ελάχιστο, ελάχιστο άνθρωπος, χωρίς βάση, αξίες ιδανικά, μπορεί να μην είχαμε ούτε και εμείς, εικόνα μας, ομοιωσή μας, τους κοιτάμε σαν σε καθρέπτη και ξαφνιαζόμαστε, χάθηκε η πάχνη των βεγγαλικών, κόπασε η ιαχή των προκαθορισμένων συνθημάτων, καθάρισε η εικόνα από τις μηχανικά κινούμενες σημαίες των κομμάτων, δεν κάνει πλέον ζουμ-ιν η εικόνα στην τιβι, και εμείς μείναμε να κοιτάμε τον άνθρωπο, και αυτός εμάς, και είμαστε απόλυτα τρομαγμένοι για το που έχουμε αφήσει την τύχη μας, και αυτός το ίδιο.

«Όλοι μαζί στην μάχη»

Λίγοι ως ηγέτες. Αν έχεις σκαρφαλώσει έτσι, αν έχεις αναλωθεί να καταστρέφεις το καλύτερό σου, αντί να μάθεις από αυτό, αν πέρασες όλη σου την ζωή να νομίζεις ότι μπορείς ενώ ήσουν μαριονέτα, κοιτάς τώρα, χωρίς καμία αίσθηση αυτοπεποίθησης, και ψελλίζεις λίγα λόγια αξιοσύνης, όπως έμαθες ότι έκαναν παλιά μεγάλοι ηγέτες, αληθινοί και ως άνθρωποι, ψελλίζεις..

…ψελλίζεις λόγια ισχυρά για να ξεχάσει ο ακροατής τους ότι μία ώρα πριν, μόλις μία ώρα πριν, τον ξεπούλαγες, και δεν λες «το έκανα γιατί το πιστεύω» πια, ούτε αυτό δεν μπορείς, λες «μην κοιτάτε τι έκανα, άλλα πιστεύω, είμαστε δυνατοί, θα τα καταφέρουμε» όταν μία ώρα πριν, μία ώρα πριν, έσκυβες το κεφάλι και έλεγες «παιδιά: δεν θα τα καταφέρουμε, ας δούμε τι μπορούμε να σώσουμε» – αλλά δεν μίλαγες για την χώρα, δεν μίλαγες για τον άνθρωπο, μίλαγες για ένα κόμμα, μία εξουσία, ένα σύμβολο, μία σημαία, ένα βεγγαλικό, ένα χειροκρότημα, να νιώσεις λίγο ηγέτης.

«Είμαστε μαζί»

Και κάτω τους άνθρωποι τρομαγμένοι, χωρίς εναλλακτικές, με τον μισθό τους ανύπαρκτο, με την ψυχή στο στόμα, όσοι έχουν δουλειά να φοβούνται ότι θα την χάσουν, όσοι δεν έχουν να φοβούνται ότι δεν θα βρουν, ένα κράτος να τους μισεί, οι ξένοι άνθρωποι να τους μισούν, οι δημοσιογράφοι να τους κάνουν να μισεί ο ένας τον άλλον, αυτές οι τρεις φιγούρες να τους κάνουν να μισούν τον διπλανό τους – και κάτω τους άνθρωποι που την μόνη ελπίδα, πια, μπορούν να την βρουν ο ένας από τον άλλο, να πιάσουν το χέρι του διπλανού, να πουν αν έχω φαΐ έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω ζεστασιά έχουμε όλοι από λίγο, αν έχω γνώσεις έχουμε όλοι, αν έχω ελπίδα έχουμε όλοι, να ανακαλύπτουν με ανακούφιση ότι δεν χρειάζονται ούτε φιγούρες, ούτε μαριονέτες, ούτε καρυδότσουφλα.

Και αυτοί οι τρεις άνθρωποι, υποχείρια της ίδιας τους της μεγαλομανίας, να ονειρεύονται ακόμα ότι θα δικαιωθούν, για το ίδιο τίποτα που ήταν ήδη τόσα χρόνια, να μη δίνουν μάχες παρά να σκύβουν, αυλοκόλακες μιας αυλής που δεν υπάρχει πια, προσπαθώντας να γεννήσουν από τα εν πλήρη συνείδησει ψεύτικα λόγια τους έναν μανδύα μιας ανθρωπιάς που δεν υπάρχει πια, μίας αξίας που δεν υπάρχει πια, αν, αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ποτέ, για να μην νιώθουν τόσο, μα τόσο γυμνοί.

Τρεις άνθρωποι, τρεις λίγοι ηγέτες, τρεις λίγοι άνθρωποι, τρεις θλιβερές, θλιβερές φιγούρες.

Φίλε βουλευτή.

Άκου. Δεν ξέρω τι σκέφτεσαι, δεν ξέρω πως το βλέπεις, πως το έχεις υπολογίσει. Αλλα αν έχεις σκοπό, αν το σκέφτεσαι καν, μήπως θα έπρεπε να ψηφίσεις ναι σ’ αυτό που έρχεται, καλό είναι να το ξανασκεφτείς.

Σε φωνάξανε κλέφτη. Αν έκλεψες, καλώς, σου ταιριάζει αυτή η κατηγορία. Το ξέρεις, και ας γκρινιάζεις στα φωναχτά, ότι δεν σε παίρνει, έτσι είναι, άρπαξες, πήρες δωράκια, διόρισες, μπορεί να νιώθεις αδικημένος, εσύ λιγότερα, οι άλλοι περισσότερα, καταλαβαίνω, ή μάλλον δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν είναι της παρούσης.

Κάτι αλλάζει.

Αν πριν σε φώναζαν κλέφτη, ή οτιδήποτε άλλο, αυτό ήταν πριν. Ήσουν, δεν ήσουν, θα κριθεί, μπορεί και να τσουβαλοποιήθηκες, να μην υπάρχουν στοιχεία, να ήταν όλοι οι άλλοι και όχι εσύ.

Μπορεί.

Όμως, τώρα θα σηκώσεις το χέρι σου.

Θα σου πουν η Ελλαδα αν δεν το κάνεις θα καταστραφεί, ή αν δεν το κάνεις το κόμμα δεν θα σε ξαναδεχθεί ΠΟΤΕ πίσω, ή θα σε πετάξουν στο χαντάκι.

Εγώ, δεν σου λέω τι να κάνεις. Ή μάλλον, σου λέω:

Σκέψου.

Σκέψου πολύ καλά τι πας να ψηφίσεις. Σκέψου πολύ καλά τι πας να δεχθείς. Άκου. Άκου όσους μιλάνε γι’ αυτό – όχι μόνο στα δελτία του Mega ή του Skai, αλλά άκου τον κόσμο, άκου αυτούς που έκλεισαν τα καταστήματά τους γιατί δεν έχουν πλέον πελάτες, άκου αυτούς που περιμένουν στην ουρά της ανεργίας, άκου αυτούς που πηγαίνουν ακόμα για δουλειά, άκου μία οικογένεια με παιδιά, άκου τους εφοριακούς να σου πουν πως βγαίνουν πλέον τα έσοδα, άκου τους αντιμνημονιακούς, όσους υποστηρίζουν ότι αυτή η ψήφος είναι ταφόπλακα, όσους υποστηρίζουν ότι ήδη αυτός ο δρόμος μας κατέστρεψε, όσους υποστηρίζουν ότι το μέλλον θα είναι ζοφερό ακόμα – και κυρίως περισσότερο- μετά την ψήφιση αυτής της συμφωνίας.

Σκέψου πολύ καλά.

Διάβασε καλά το κείμενο που υπογράφεις. Κλείσε τα τηλέφωνα, τις επιρροές, τους φίλους ή τους «φίλους» τους συνεργάτες που θα βολευτούν καλύτερα αν σε πείσουν, κλείσου σε ένα γραφείο, και φαντάσου την Ελλάδα μετά από αυτήν την υπογραφή.

Θα σου πουν να φανταστείς την Ελλάδα ΧΩΡΙΣ αυτήν την υπογραφή, και θα σου πω «έπιασαν αυτά που υπολόγιζαν οι ίδιοι άνθρωποι το 2010;»

Αυτή η ψηφοφορία δεν μοιάζει με καμία άλλη. Δεν υπάρχει πλέον καμία δικαιολογία. Αν το 2010, και μετά από αυτό, ψήφιζες με μία φρούδα ελπίδα ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχήν, έχεις ζήσει, και συ μαζί με όλους μας, ότι αυτή η ελπίδα δεν υπάρχει πια.

Δεν πιάσανε τόπο οι κόποι σου, οι ευχές τους, οι ελπίδες μας.

Θυμήσου το. Θυμήσου καλά πριν σηκώσεις το χέρι σου και πεις «Ναι». Δεν σου λέω μην το κάνεις. Σου λέω σκέψου που θα χρειαστεί να ζήσεις την επόμενη μέρα. Η άγνοια ΔΕΝ είναι πια δικαιολογία. Τα ευχολόγια ΔΕΝ είναι πια δικαιολογία. Αυτοί που σε πείσανε την πρώτη φορά, έχουν, οι ίδιοι, για να σωθούν, αποτάξει ΑΥΤΗΝ ΑΚΡΙΒΩΣ την διαδικασία που σε καλούν, πάλι να ψηφίσεις.

Πριν το μνημόνιο σε εβρίζαν. Μπορεί δίκαια, μπορεί άδικα.

Μετά το μνημόνιο σε έβριζαν. Μπορεί να είχες πιεστεί πολύ, ή να ήλπιζες, ή να κατάλαβες λάθος τις προθέσεις του κόσμου, ή να πείστηκες.

Αυτό το μνημόνιο δεν έχει πια δικαιολογίες.

Και αυτή η ψήφος συνοδεύεται από ένα πολύ σκληρό, πολύ απάνθρωπο γνήσιο της υπογραφής.

Καλό θα είναι, ως άνθρωπος, ως πολίτης, ως νοήμον πλάσμα, να αντιληφθείς ότι έχεις ακαριαία την ευθύνη της υπογραφής σου.

Δεν υπάρχουν άλλες δικαιολογίες.

Ήθελα να κάνω ένα μάζεμα όσων έχουν γίνει τον τελευταίο χρόνο, ως κλείσιμο. Ίσως το κάνω, αλλά τούτο το ποστ το έχω μεγαλύτερη ανάγκη:

Κάτι αλλάζει.

Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να το δεις, αλλά κάτι αλλάζει. Αν γίνεται καλύτερο, ή χειρότερο θα το δούμε αργότερα, αν αξίζει ή αν θα χαλάσει θα το δούμε μεθαύριο – αλλά κάτι αλλάζει, και εμένα μου αρκεί αυτή η ελπίδα του.

Γινόμαστε «μαζί».

Να σου πω τι έγινε το 2011; Έγιναν διαδηλώσεις, έγιναν οι φόροι, έγινε το ξύλο, έγινε η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, έγινε η μείωση του αφορολόγητου στα 5.000 ευρώ (384 σου θυμίζω, μηνιαίως) έγινε το ρίξιμο των συντάξεων, έγινε το ανέβασμα της ακροδεξιάς σε θέσεις εξουσίας, έγινε η μείωση μισθών, έγινε η υπαγωγή εταιριών στο 99, το κλείσιμο καταστημάτων, επιχειρήσεων, οι απολύσεις, η άκρατη και αδιανόητη φορολογική επίθεση, το απίστευτο ρίξιμο χημικών, ξύλου, συλλήψεων σε κάθε αντίδραση.

Να σου πω τι έγινε για μένα το 2011; Έγινε το Σύνταγμα (σε όλη την Ελλάδα). Έγινε το Debtocracy. Αποφασίστηκε το Catastroika. Έγινε το Unfollow. Έγινε το Tarentola. Έγινε η αντίδραση για την Systemgraph. Έγινε η αντίδραση για τον Μόδεστο. Έγινε το Occuppy Wall Street. Οι atenistas. Η οικονομία αλληλεγγύης σε τόσες πολλές μορφές. Το κοινωνικό ωδείο. Το tutorpool. Το Μπορούμε. Και άλλα. Έγιναν τόσα πολλά. Τόσα υπέροχα πράγματα.

Το Σύνταγμα, το debtocracy, οι atenistas, το Unfollow και τα υπόλοιπα, δεν τα αντιμετωπίζω σαν να πρέπει να συμφωνώ ή πολύ περισσότερο να συμφωνείς εσύ μαζί τους. Είναι εντελώς διαφορετικές ενέργειες μεταξύ τους, που γίνονται από πολλούς, διαφορετικούς ανθρώπους μεταξύ τους, με διαφορετικούς προορισμούς, με διαφορετικές ελπίδες.

Έχουν ένα κοινό μεταξύ τους: Το «μαζί».

Όχι «με κάποιους από εμάς ανώτερους από κάποιους από εσάς»:

Μαζί.

Αυτό αλλάζει.

Φίλε, μαζί.

Αυτό το μαζί μου δίνει όλη την ελπίδα που χρειάζομαι για το 2012. Δεν θα θυμώσω λιγότερο με την αδικία, το υπόσχομαι. Αλλά θα κοιτάξω δίπλα μου, και θα βρω κάποιον μαζί μου. Κάποιον που, μέχρι πέρσι έλεγε «εγώ, και οι άλλοι να πα να γαμηθούνε», σήμερα τον βλέπω μαζί μου.

Μαζί χτίσαμε το Debtocracy. Κάποιοι διαφωνούν: θαυμάσια. Μαζί θα χτίσουν την διαφωνία τους. Μαζί χτίσαμε το Σύνταγμα. Μαζί χτίσαμε το Unfollow. Μαζί φτιάξαμε τα κοινωνικά σχολεία, μαζί φτιάξαμε τα κοινωνικά ωδεία, μαζί φτιάξαμε το Catastroika, μαζί κάναμε τα νοσοκομεία των γιατρών χωρίς σύνορα, μαζί τους atenistas, μαζί το Μπορούμε.

Όχι «μαζί» όπως εγώ και οι άλλοι, αλλά μαζί όπως «Εμείς Που Θέλαμε Να». Οι όποιοι εμείς.

Κάποιοι διαφωνούν; θαυμάσια. Μαζί, και αυτοί, θα χτίσουν την διαφωνία τους.

Αν καταφέρουμε να συνυπάρξουμε – και μέχρι τώρα το καταφέραμε!, παρά τις ελπίδες των καταστροφέων κάθε «μαζί»!, αν μπορέσουμε να ανεχθούμε αυτούς με τους οποίους διαφωνούμε (το debtocracy, τους atenistas, το unfollow, το Σύνταγμα) – όχι, όχι απλώς ανεχθούμε, τους ΒΟΗΘΗΣΟΥΜΕ να επικοινωνήσουν ΕΙΔΙΚΑ αν διαφωνούμε μαζί τους, αν οι χριστιανοί πιάσουμε τα χέρια για να προστατέψουμε τους μουσουλμάνους να προσευχηθούν (δες το site Το Κουτί της Πανδώρας), αν είμαστε μαζί, διαφωνώντας, αλλά όχι ακυρώνοντας, με κάθε ανάγκη του άλλου να εκφράσει αυτό το μαζί, αρκεί να είμαστε όλοι ίσοι, όλοι μαζί, θα έχουμε μία θαυμάσια χρονιά.

Θα έχουμε την επιτυχία όλοι μαζί, αλλιώς, ακόμα και αν αποτύχουμε, θα έχουμε προσπαθήσει όλοι μαζί. Θα έχουμε εκφραστεί όλοι μαζί, θα έχουμε πει δυνατά τι πιστεύουμε, όλοι μαζί. Δεν θα φοβόμαστε, γιατί δεν θα είμαστε μόνοι μας.

Θα είμαστε όλοι μαζί.

Χωρίς αφεντικά, ανώτερους, ισχυρότερους, καλύτερους, σπουδαιότερους, αξιότερους. Αλλά όλοι αφεντικά, όλοι ανώτεροι, όλοι καλύτεροι, όλοι σπουδαίοι, όλοι ικανοί, όλοι ισχυροί, γιατί όλοι μαζί.

Μαζί.

Πιάσε μου το χέρι, αν συμφωνείς, αν πάλι όχι, βρες κάποιον να συμφωνήσεις μαζί του, να δημιουργήσετε κάτι, να φτιάξετε κάτι, να κάνετε μία εταιρία, μία επιχείρηση, μία φιλανθρωπία, ένα μέλλον, μία ιδέα, να βοηθήσετε κάποιον, να γίνετε χρήσιμοι, να φτιάξετε κάτι, μαζί.

Ένα βιβλίο, ένα συσσίτιο, μία πορεία διαμαρτυρίας, ένα περιοδικό, ένα μαγαζί, έναν πολιτικό χώρο, έναν όμιλο, μια δουλειά, μαζί, ίσοι, με εμπιστοσύνη και δύναμη, με ειλικρίνεια και με πάθος γι’ αυτό που πιστεύετε, με βοήθεια προς τα άλλα μαζί, των άλλων, που είναι ίσοι με εσάς και έχουν τα ίδια όνειρα με εσάς, την ίδια ελπίδα με εσάς, την ίδια αξία με εσάς.

Όλοι μαζί.

Θα έχουμε την καλύτερη χρονιά που έχουμε δει εδώ και πολύ καιρό. Το βλέπω να έρχεται, και είμαι πολύ συγκινημένος με κάθε μικρό βήμα που το φέρνει πιο κοντά.

Δεν είναι πια όνειρο. Σιγά σιγά χτίζετεαι, γίνεται πράξη, μας περιβάλλει.

Μαζί φίλε. Μαζί.

Καλή χρονιά.

Money

Ξεχάστε υποβρύχια, φορτηγά, εξοπλισμούς, την Siemens, και όλα τα άλλα που έχετε ακούσει κατά καιρούς.

Για ένα λεπτό, μόνο, ξεχάστε τα.

Γιατί υπάρχει ένα σκάνδαλο που κατ’ εμέ τα υπερβαίνει, και το ζούμε τούτες τις ημέρες.

Αντιγράφω από την Καθημερινή:

Τον φάκελο της χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από το τραπεζικό σύστημα ανοίγει η εισαγγελική έρευνα που έχει διαταχθεί από τον οικονομικό εισαγγελέα κ. Γρ. Πεπόνη. Εμφαση δίνεται στους όρους που έχουν χορηγηθεί τα δάνεια σε ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. (σ.σ. με εγγύηση τις μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις) ώς το 2015. Ο οικονομικός εισαγγελέας ζήτησε να διερευνηθεί αν πληρούν τις προϋποθέσεις του τραπεζικού δανεισμού.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», έχει ήδη αποστείλει έγγραφo προς τις τράπεζες Αττικής (που πρόσφατα έδωσε δάνειο στη Ν.Δ.) Αγροτική, Πειραιώς και Marfin, που κατά καιρούς έχουν δανειοδοτήσει τα κόμματα, και ζητεί να του αποστείλουν όλα τα στοιχεία, καθώς και όλες τις δεσμεύσεις που τις εξασφαλίζουν. Συνολικά, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία, τα δύο μεγάλα κόμματα χρωστούν στις τράπεζες 253 εκατ. ευρώ που τα έχουν πάρει δίνοντας ως εγγύηση τις μελλοντικές κρατικές τους επιχορηγήσεις, που κατά την εισαγγελική αρχή δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της δανειοδότησης.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Πεπόνης, ήδη εξέτασε ως μάρτυρες εκείνους που δημόσια έθεσαν το θέμα, με πρώτο τον πανεπιστημιακό κ. Ν. Αλιβιζάτο. Ο τελευταίος υποστήριξε, σύμφωνα με πληροφορίες, πως οι μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις δεν μπορεί να πληρούν τους όρους του τραπεζικού δανεισμού, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποια θα είναι η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων για τα επόμενα χρόνια για να μπορεί κανείς να θεωρήσει ασφαλές στοιχείο εγγύησης ενός δανείου τη μελλοντική του επιχορήγηση. […]

[…] Σύμφωνα με όσα κατέθεσε, ΠAΣOK και Ν.Δ., οφείλουν περί τα 235 εκατ. σε τράπεζες, (115 εκατ. ευρώ το ΠΑΣΟΚ και 120 η Ν.Δ.), ενώ η κρατική επιχορήγηση που έλαβαν για το 2010 ανήλθε σε 19,8 και 15 εκατ. αντιστοίχως. Η επιχορήγηση των πολιτικών κομμάτων για τη φετινή χρονιά, όπως υποστήριξε ο κ. Αλιβιζάτος, θα δοθεί σε τέσσερις δόσεις και θα είναι κατά 10% αυξημένη παρά τη σκληρή δημοσιονομική συγκυρία.

Το πλήρες άρθρο εδώ.

Ας τα δούμε ένα ένα, γιατί έχει σκάσει το κεφάλι μου από τις πληροφορίες, και δεν το χωράει ο νους μου.

Τι έχει συμβεί;

Σύμφωνα με όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέχρι τώρα, το σενάριο είναι το εξής:

Τα κόμματα χρειάζονται ρευστό για να λειτουργήσουν και να επικοινωνήσουν τις θέσεις τους. Σύμφωνα με τον νόμο, με βάση το ποσοστό τους στις εκλογές (να υποθέσω όχι το πραγματικό, αλλά το συνολικό, δηλαδή όχι με βάση πόσους ψήφισαν, αλλά βάσει του ποσοστού, μετά την αφαίρεση όσων δεν ψήφισαν, έριξαν λευκό κλπ) τα κόμματα δικαιούνται μίας κρατικής επιχορήγησης.

Επειδή όμως αυτή δίνεται σταδιακά, και σε δόσεις, για να καλυφθεί η ανάγκη ρευστότητας, τα κόμματα έκαναν μία συμφωνία με τις τράπεζες, για να πάρουν δάνεια. Για κεφάλαιο που λειτουργεί όμως ως ενέχυρο για την αποπληρωμή του δανείου, ώστε οι τράπεζες να συμφωνήσουν να το καταβάλλουν, επειδή τα κόμματα δεν έχουν και σπουδαίο πραγματικό υλικό να χρησιμοποιήσουν (κτίρια, κλπ), το πήραν από τις μελλοντικές επιχορηγήσεις, με βάση τις προβλέψεις για το ποσοστό που ΘΑ αποκτήσουν.

Αυτά διαβάζω στο ρεπορτάζ. Αν προστεθούν άλλα, ή αν υπάρχουν άλλες διευκρινήσεις, θα ενημερώσω το κομμάτι.

Πάμε να δούμε το πρόβλημα;

Γιατί είναι σκάνδαλο;

Μπορώ να σκεφτώ τρεις τουλάχιστον λόγους για τους οποίους αυτή η διαδικασία είναι η κορυφαία στις λίστες των σκανδάλων των τελευταίων χρόνων.

Ένα, ο παραλογισμός. Κάπως έγινε, και οι τράπεζες δέχθηκαν να δώσουν πολλά εκατομμύρια ευρώ στα κόμματα, με μοναδικό ενέχυρο, το επιχορηγούμενο μέλλον τους. Προσέξτε: οι τράπεζες δέχθηκαν ότι τα εν λόγω κόμματα, όχι μόνο θα συνεχίσουν να υφίστανται, αλλά και θα έχουν ποσοστά (και άρα αντίστοιχες επιχορηγήσεις) για να αποπληρώσουν τα δάνειά τους. Κάθε λογικός άνθρωπος θα αντιληφθεί πως τόσο αίολο ενέχυρο, μόνο ενέχυρο δεν είναι.

Θα δίνατε εσείς ακόμα και εκατό ευρώ δάνειο σε έναν βουλευτή που θα σας έλεγε «θα με ψηφίσουν αύριο, και θα ξαναβγώ βουλευτής – και μάλιστα με τέτοιο ποσοστό»; Είναι τόσο βλακώδες που δεν θέλει απάντηση.

Ε, πόσο πιο βλακώδες γίνεται όταν μιλάμε όχι για εκατό, αλλά για εκατομμύρια ευρώ;

Οι τράπεζες δεν είναι βλάκες όμως. Γνωρίζουν τα ρίσκα περισσότερο από κάθε άλλον, αυτή είναι η δουλειά τους. Άρα, η επένδυσή τους δεν έχει ρίσκο.

Δύο, η ασφάλεια. Οι τράπεζες είναι καλυμμένες. Είτε γνωρίζουν (όχι υποθέτουν, αλλά ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ) ότι τα κόμματα θα βγουν, με συγκεκριμένα ποσοστά ώστε να εκπληρώσουν την δανειακή τους υποχρέωση το έπακρο, είτε δεν έχουν κανένα ρίσκο. Γιατί; Γιατί δεν βάζουν δικά τους λεφτά.

Και εδώ έρχεται το δεύτερο σκάνδαλο.

Αν ο υπογράφων από την πλευρά του δανειστή είναι ένας δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή αν η τράπεζα είναι κρατική, τότε η χασούρα δεν πάει σε κανέναν άλλον παρά μόνο στον μεγαλοεπενδυτή. Δηλαδή το κράτος. Δηλαδή, εμάς. Αδιάφορο λοιπόν αν θα λείψουν μερικά εκατομμύρια αύριο, κυρίως επειδή α) ο επενδυτής είναι (υπο συνθήκες) ο ίδιος ο δανειζόμενος, β) επειδή δεν έχει υπάρξει λογοδοσία στο παρελθόν για καμία απολύτως περίπτωση.

Αν ο υπογράφων είναι όμως μία ιδιωτική επιχείρηση, τότε αυτή η χασούρα υπάρχει, και είναι πραγματική. Πλην όμως, ο δανειζόμενος είναι ταυτόχρονα και δανειστής, καθώς, η παρούσα οικονομική κρίση, «επιβάλλει» την στήριξη των τραπεζών με διάφορους τρόπους, με πολλά δισεκατομμύρια ευρώ.

Όπερ, υπάρχει σαφέστατη εμπλοκή καθώς η τράπεζα, χρηματοδοτεί το κόμμα, με στόχο (κερδοφορίας) να γίνει κυβέρνηση, ώστε, με πολλούς τρόπους (οικονομική στήριξη, κανόνες αγοράς) να επηρεάσει το μέλλον της. Αν πάλι είναι δημόσια, το χρηματοδοτεί για να αποκτήσει την ισχύ να προστατέψει τυχόν παρανομίες στην διαδικασία.

Και δεν τελειώνει εδώ. Προσέξτε, γιατί το πράγμα χοντραίνει επικίνδυνα.

Είδαμε για τον δανειστή. Ας δούμε και τον δανειζόμενο.

Έχω μία τρομερή απορία: τι γίνονται τόσα λεφτά;

Τρία, ο πελάτης. Συμφωνήσαμε ότι το εκάστοτε κόμμα χρειάζεται ρευστότητα για να καλύψει τις ανάγκες του. Συμφωνήσαμε ότι γι’ αυτόν τον λόγο παίρνει επιχορήγηση (κάποια εκατομμύρια ευρώ την περίοδο) και, αν δεν τα παίρνει, πηγαίνει στην τράπεζα και δανείζεται.

Δεν είναι θεωρίες αυτά, συμβαίνουν, είναι ξεκάθαρα.

Ξεκάθαρο επίσης, είναι και ότι τα κόμματα χρωστάνε στις τράπεζες, και μάλιστα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ.

Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο όμως, είναι γιατί.

Τι τα κάνουν τόσα λεφτά;

Τα κόμματα (εξουσίας, και όχι μόνο) έχουν ανάγκη κυρίως να επικοινωνούν τις θέσεις τους. Νόμιμα, αυτό μπορεί να γίνει με διαφημίσεις. Παράνομα όμως, μπορεί να γίνει με ένα εκατομμύριο τρόπους. Μπορεί να πληρώσουν έναν δημοσιογράφο για να λέει καθημερινά ότι έχουν δίκιο. Μπορεί να πληρώσει ένα κανάλι για να φωνάζει καθημερινά τους βουλευτές του για να προβάλλονται. Μπορεί να πληρώσουν έναν δικαστή για να μην κριθεί παράνομη μία ενέργειά τους, ή να κριθεί παράνομη μία ενέργεια ανταγωνιστή τους. Δεν λέω αν συμβαίνει ή όχι, λέω ότι ένα κόμμα με χρήματα είτε θα επηρεάσει νόμιμα τους ψηφοφόρους του, είτε θα το κάνει παράνομα, με υπόγειες οδούς.

Αν δεν υπήρχε έλλειμμα, αν δηλαδή τα κόμματα όσα χρήματα έπαιρναν από τον κρατικό προϋπολογισμό τα είχαν δώσει για την λειτουργία τους και για την αποπληρωμή των δανείων τους, τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Τώρα όμως, τα κόμματα βρίσκονται να μην πληρώνουν τους δανειστές τους, και να χρωστάνε πολλά (ΠΟΛΛΑ) χρήματα.

Που πάνε αυτά;

Σαν να μην φτάνει αυτό, αυτοί που επικοινωνούν τα γεγονότα, τα ΜΜΕ, βρίσκονται, είτε να στηρίζονται και αυτοί με δάνεια, από τις ίδιες τράπεζες, να στηρίζονται και από τα κόμματα, μέσω αναθέσεων έργων αλλά και κρατικής διαφήμισης, ή να μην στηρίζονται, με αποτέλεσμα να καταρρέουν (όπως είδαμε πρόσφατα από την Ελευθεροτυπία).

Και σαν να μην φτάνουν όλα αυτά, όταν τα κόμματα γίνονται κυβερνήσεις, στηρίζονται (ως κράτος πια) από τα δάνεια τρίτων, και τα χρησιμοποιούν για να παραμείνουν ως φιλόπτωχες κυβερνήσεις, ενώ αυτοί οι δανειστές, όποτε θέλουν τα καθιστούν «επικίνδυνα», καταστρέφοντας κράτη και διαλύοντας κάθε έννοια κοινωνικού ιστού.

~

Δεν έχω άλλες σκέψεις, πλην τούτη: ο πολίτης, διαβάζοντας τα γεγονότα, πως οι τράπεζες (οι διαχειριστές του χρήματος) και τα κόμματα (εξουσίας, γιατί αυτά ορίζουν τους νόμους και πλειοψηφικά τους στηρίζουν), καθώς και τα Μέσα (η οπτική αυτών που ψηφίζουν τα κόμματα) που χρωστάνε και πληρώνονται και από τους δύο άλλους φορείς, βρίσκονται σε ένα γαϊτανάκι που έχει ως ζητούμενο την επιβίωση όλων (των μέσων, των τραπεζών και των κομμάτων) καθώς, αν πέσει ο ένας, καταρρέουν αυτόματα όλοι οι άλλοι, θα σκεφτεί πολύ άσχημα πράγματα για την Δημοκρατία μας.

Και η γυναίκα του Καίσαρα δεν έχει πρόσωπο πια για να τον πείσει πως η «Δανειακή Δημοκρατία» που ζούμε παραμένει Δημοκρατία.

Διαβάζω για τους 117 βουλευτές που ζητούν τα αναδρομικά τους. Έχει πλάκα, γιατί σχεδόν ταυτόχρονα μου ήρθε ένα email που μου ζητά να υπογράψω ένα εξώδικο που προσβάλλει την διαδικασία είσπραξης εισφορών από τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Μου αρέσουν και οι δυο κινήσεις, εκατέρωθεν. Και των βουλευτών, και των πολιτών.

Μου φαίνεται εξαιρετικά πολιτισμένο(*):

Οι άνθρωποι κάνουν προσφυγή στα δικαστήρια. Θεωρούν ότι έχουν νόμιμο δικαίωμα, το αίτημά τους είναι δίκαιο, και αυτό έχει καταπατηθεί.

Αν δεν μας αρέσουν οι νόμοι, να τους αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι διαδικασίες, να τις αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι βουλευτές, να τους αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσει να μας παίρνουν χαράτσι από την ΔΕΗ, να το αλλάξουμε. Αν δεν μας αρέσουν οι νομοθέτες, ή οι δικαστικοί, ας τους αλλάξουμε.

Ως τότε, το μόνο που μπορούν να κάνουν, οι μεν και οι δε, είναι να διεκδικήσουν το δίκαιό τους. Και, όσο με ενοχλεί το «μα θέλουν και σύνταξη οι συνταξιούχοι» ή «θέλουν και δουλειά οι δημόσιοι υπάλληλοι» μαζί με το «στις μέρες που ζούμε» θα με ενοχλεί όσο και το «μα θέλουν και τα αναδρομικά οι βουλευτές».

Η δικαιοσύνη (θα έπρεπε να) έχει ένα περίεργο κουσούρι: Δεν λέει «στις μέρες που ζούμε» θα έχεις λιγότερη δικαιοσύνη. Οφείλει να την παρέχει, ανεξαρτήτως ημερών.

Είτε βουλευτής είσαι, είτε συνταξιούχος, είτε χαρατσωμένος από την ΔΕΗ.

Αν ισχύσει για όλους όσους διεκδικούν τα δικαιώματά τους, εγώ είμαι ok (**).

(* Μια χαρά το ξέρω ότι οι καιροί δεν είναι ιδιαιτέρως πολιτισμένοι.)

(** Update: αν όχι όμως;

Without money

Λέω να γράψω κάτι στον εαυτό μου. Αν σε αφορά και σένα, ρίξε του μία ματιά.

Μαλάκα μου, δεν ήθελα να στο πω εγώ.

Αλήθεια.

Ήθελα να στο πει κάποιος άλλος, να το ακούσεις από αλλού, να μην με συνδέσεις μ’ αυτήν την αλήθεια, να μη χρειαστεί να σου απαντήσω σε καμία ερώτηση.

Αλλά δεν ακούω να το λέει κανείς.

Οπότε, μάλλον, θα στο πω εγώ.

Δεν – είσαι – πλούσιος.

Μαλάκα μου, κρατήσου. Κάτσε σε μία καρέκλα, πάρε βαθιές ανάσες, προσπάθησε να χαλαρώσεις. Είχες καταλάβει λάθος, ok, ανθρώπινο ήταν, να μην το βλέπεις μπροστά σου, να μην θέλεις να το δεις βρε αδελφέ, επιλεκτική αντίληψη, υπάρχουν και ιατρικοί όροι γι’ αυτά τα πράγματα.

Δεν είσαι πλούσιος.

Υπάρχουν οι πλούσιοι, και υπάρχεις και εσύ. Κάπου ανάμεσα, υπήρξε μία ομίχλη, μία βαβούρα, και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, βρέθηκες να ζεις σαν πλούσιος. Εκεί που οι πλούσιοι είχαν αμάξι, είχες και εσύ. Εκεί που είχαν στέγη, είχες και εσύ. Σούπερμαρκετ αυτοί; και εσύ. Σαλέ και παραλίες; και εσύ. iphone αυτοί;, και εσύ. Nike και Dolce Cabana; Και εσύ.

Αυτοί, βέβαια, τα αγόραζαν. Εσύ, τα νοίκιαζες. Νοίκιαζες το αμάξι σου από την τράπεζα, και όταν πάλιωνε, στο έδινε. Νοίκιαζες το σπίτι που έμενες, και όσο και να πάλιωνε, δεν στο έδινε ποτέ. Έπαιρνες δάνεια για το ταξίδι με την παρέα στο hype μέρος, με επιδότηση το iphone, στην κάρτα το σουπερμάρκετ με την σαμπάνια, στην κάρτα και η Cabana.

Σ’ αυτό το θολό τοπίο, αφεντικά και δούλοι, πλούσιοι γινίκαμε ούλοι.

Τώρα, για μας, είχε πλάκα όλο αυτό. Χαβαλέ. Με πενηντάρικο είσοδο έμπαινες στο κλαμπ που ο άλλος έμπαινε τσάμπα επειδή ήταν διάσημος, μπορεί να του έτρωγες ξέρω γω την γκόμενα, ή το αγόρι, να μην ξεχώριζες από τον δίπλα αν ήταν λεφτάς, έμαθες τα παιδιά σου να ονειρεύονται λούσα. Πλήρωνες για να σου ανοίξουνε δρόμο, για να χτίσεις στο δάσος, για να πας στο καλύτερο ιδιωτικό νοσοκομείο, για να κερδίσεις στην δίκη.

Ξεχώριζες όμως από το χαμίνι.

Α, μάλακα μου, το χαμίνι ήταν χαμίνι. Ο πατέρας σου που ήταν οικοδόμος ξέρωγω, ή συνταξιούχος, ή η μάνα σου, ή ο άγνωστος, στον δρόμο, που ‘μπαινε ολόκληρος στον κάδο, ο μετανάστης, ο άστεγος, αυτοί ήταν οι φτωχοί.

Άλλη κάστα.

Εσύ, ήσουν ο νεόπλουτος.

Άλλη κάστα.

Μάλιστα.

Ε, λοιπόν, λυπάμαι που θα στα γαμήσω όλα αυτά, αλλά ήσουν τόσο πλούσιος, όσο σου επέτρεπαν άλλοι να είσαι.

Γιατί, κάποια στιγμή, ο βεριτάμπλ πλούσιος, τα πήρε. Λέει, ρε φίλε, εγώ αφεντικό, εσύ γραφιάς, και ‘χουμε και οι δύο αμάξι; Έχουμε και οι δύο Cartie; Έχουμε και οι δύο iphone; Γαμάμε τις ίδιες γκόμενες; Φοράμε το ίδιο κόσμημα;

Και που θα ξέρει ο δίπλα ρε καραγκιόζη ότι εγώ αφεντικό και εσύ γραφιάς;

Πως θα ξεχωρίζουμε;

Στο μεταξύ όμως, εσύ ξέχασες.

Ξέχασες ότι το σούπερμαρκετ είναι δανεικό. Ότι το iphone είναι δανεικό. Ότι το ρολόι είναι δανεικό, ότι το κουστούμι είναι δανεικό, το αμάξι δανεικό, το ταξίδι δανεικό, το laptop δανεικό, το σπίτι δανεικό.

Ξέχασες ότι το σπίτι είναι δανεικό, και νόμιζες πως είναι δικό σου. Ξέχασες πως η δουλειά είναι δανεική, και το αμάξι δανεικό, και η χώρα δανεική, και όλα δανεικά, και τα νόμιζες δικά σου.

Άρχισες να λες για το ελληνικό ιδεώδες, και άφησες να γαμάνε τους μετανάστες στα χωράφια, λες και δεν ήσουν ποτέ μετανάστης. Ξέχασες. Έλεγες πόσο άδικο είναι να καίνε την Πόρσε του άλλου, νομίζοντας ότι έκαιγαν την δική σου, λες και δεν το έκαιγαν άνθρωποι σαν και σένα. Ξέχασες. Πόσο άδικο είναι να σταματάνε την παρέλαση και να αμαυρώνουν την ιστορία, λες και δεν την αμαυρώνουν ότι υπάρχουν άστεγοι στους δρόμους. Ξέχασες. Πόσο σε ενοχλούν οι πορείες που κλείνουν τους δρόμους, λες και δεν είσαι εργαζόμενος. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του πεινασμένου, λες και θα έχεις φαΐ για πάντα. Ξέχασες. Πόσο ενοχλεί η εικόνα του άστεγου στο (ιστορικό) κέντρο της Αθήνας, λες και έχεις δικό σου σπίτι. Ξέχασες.

Ξεχάστηκες. Νόμιζες πως είσαι αφεντικό.

Και ξέχασες που ανήκεις.

Ντάξει, ρε φίλε, κάλλιο αργά.

Δεν ήθελα να στο πω εγώ, καταλαβαίνεις.

begging

Σε πλησιάζω. Δεν υπάρχουν υγρά σοκάκια και μαλακίες, αυτά είναι στα έργα, εδώ ο δρόμος είναι φωτεινός, τα πλακάκια καθαρά, κάπου ένα κόκκινο χαλί, κάμερες, μάρμαρο στους τοίχους, ξύλο αληθινό για την καρέκλα σου. Σε ρωτάω: Πόσο πάει; Θέλω να αγοράσω ευημερία. Θέλω να πληρώνω με ευρώ. Μου λες, ο παππούς, της γειτονιάς. Δεν θα του φτάνει η σύνταξη, για το νοίκι. Αν μένει σε δικό του, θα του έρθει με την ΔΕΗ. Θα δώσει άλλο νόημα στην λέξη χαράτσι. Σκοτάδι. Δεν έχει άλλους πόρους, μπορεί να ζει και τα παιδιά του. Δούλευε τόσα χρόνια, και έτσι και αλλιως, δεν μπορεί να αντιδράσει πια. Χρειάζεται τα φάρμακα, πλησιάζει στον θάνατο. Με φοβάται. Θα τον λιώσω. Ντάξει, αλλά θέλω ευρώ. Να είμαι στις αγορές. Πόσο πάει; Για να έχω, πρέπει ο προμηθευτής μου να είναι χαρούμενος, μου λες. Θα σου μεταφέρω τις εντολές του. Εκλογές, όποτε θέλει αυτός. Δημοψηφίσματα, αν θέλει αυτός. Πρωθυπουργούς, όποιος θέλει αυτός. Αντιπολίτευση, όπως και όποιον θέλει αυτός. Δημοσιογράφους, όποιους θέλει αυτός, να λένε ότι θέλει αυτός. Βάζει τα λεφτά, καταλαβαίνεις. Θέλει να αισθάνεται ασφαλής. Πόσο πάει; Να, οι φίλοι σου δεν θα πληρώνονται. Η εταιρία θα κρατά τους μισθούς τους από τον Αύγουστο, για να πληρώσει τους ξένους προμηθευτές της, για να φέρει εμπόρευμα. Δεν παίρνουν πια επιταγές, καταλαβαίνεις. Πόσο πάει; Ξέρεις, θα χρειαστεί να σου βάλω και φασίστες. Στην κυβέρνηση. Κανα-δύο γελοίους, για να γελάμε, και καναδύο σοβαρούς. Θα έχουν υμνήσει ο,τι χειρότερο έχεις σκεφτεί, και εγώ θα τους τιμήσω με τρόπους που δεν φαντάζεσαι. Δεν τους χρειάζομαι, αλλά για αύριο, μου λες. Μη δουν χαρά στα σκέλια τους, καταλαβαίνεις. Πολιτική. Πόσο πάει; Θα νομιμοποιήσω τα λεφτά στο εξωτερικό. Βγήκαν με όποιον τρόπο μπορείς να φανταστείς, δουλεμπόριο με μετανάστες, τράφικινγκ, ναρκωτικά, μίζες, θα μπορούν να αγοράσουν ότι θέλεις εδώ στην Ελλαδα – δεν θα ρωτήσω που τα βρήκαν. Πόσο πάει; Θα σε βρίζουν οι ξένοι. Μάγκα μου, θα σε ξεφτιλίσουν, και εγώ από πάνω θα σου φωνάζω μαζί τα φάγαμε, σκάσε. Και θα σκας.Πόσο πάει; Άκου, θα βάλω τραπεζίτη πρωθυπουργό. Δεν έχεις πρόβλημα, ε; Δεν είναι ανάγκη να τον ψηφίζεις. Φροντίζω εγώ. Είσαι πειραματόζωο. Θέλω να δω πως αντιδράς για να το κάνω και στους γείτονές σου. Πόσο πάει; Δεν θα δεις πολιτικό στην φυλακή. Αμνηστία, γενική. Καταλαβαίνεις, τα μυρίζονται τις έχθρες οι αγορές, αγριεύουν. Πόσο πάει; Θα χρειαστεί να σου πω ότι είμαι ήρωας. Κάνεις θυσίες – αλλά και εγώ θυσιάζω καρέκλες. Μην το ξεχάσεις: ήρωας. Για το καλό της πατρίδας. Πόσο πάει; Θα αλλάξω και τις λέξεις. Θα κλείνουν τα μαγαζιά και γω θα σου λέω ευημερία. Θα σου κατεβάζω την ΔΕΗ και θα το λέω θυσία. Θα γίνω λίγο νονός. Τα ξανάπαμε. Πόσο πάει; Θα σου πω κατάφωρα ψέματα. Όσο πιο στα μούτρα σου μπορώ, και, αμέσως μετά, θα σου ξαναπώ. Το αντέχεις; Πόσο πάει; Θα πληρώσω τα κανάλια – όχι για την σιωπή τους, αλλά για την συνενοχή τους. Οι δημοσιογράφοι θα με υμνούν, εμένα, και τις χειρότερές μου αποφάσεις ως απολύτως αναγκαίες. Θα τους βάλω να σου λένε κάθε μέρα πως θα πεθάνεις, και εσύ, και θα παιδιά, και η γυναίκα σου, εκτός και αν υποταχθείς. Πόσο πάει; Θα σου λέω καθημερινά ότι φταις. Ό,τι και να είσαι, φταις. Θα σου λέω «κάναμε λάθη, και εμείς» αλλά μετά θα λέω στους συμπολίτες σου ότι φταις, μέχρι να σε μισήσουν με όποιον τρόπο μπορούν, και μετά θα σε στρέψω εναντίον τους, γιατί θα σου πω ότι φταίει κάποιος από αυτούς. Πόσο πάει; Αν μου αντιδράσεις, θα σε βαρέσω. Έχεις – δεν έχεις κάνει κάτι θα σε ψεκάσω. Θα προσπαθήσω να σε σκοτώσω. Σοβαρά στο λέω, κοίτα να είσαι σίγουρος. Χρειάζομαι τα ευρώ. Την ασφάλεια. Πόσο πάει; Θα πεινάσει κόσμος. Πόσο πάει; Το πετρέλαιο – Πόσο πάει; Τα νοσοκο – Πόσο πάει; Η παιδει- Πόσο πάει;

Τι πόσο πάει ρε φίλε; Όσα είσαι διατεθειμένος να δώσεις. Τόσα θέλω.

Η οθόνη, και ένα πληκτρολόγιο.

Όλοι στο σπίτι, κοιμούνται. Εγώ, γράφω. Ξημερώνει Σάββατο, 12 Νοεμβρίου του 2011, μία μέρα μετά. Όχι, δεν ξημερώνει τίποτα. Θα αργήσει να ξημερώσει.

Μέχρι τώρα, η τηλεόραση έπαιζε. Κοιμήθηκα λίγο, όσο χρειαζόταν για να ξυπνήσω να ταΐσουμε την μικρή. Άλλες φορές τρώει εύκολα, άλλες δύσκολα. Βγάζει και γουλίτσες, παίρνει και σιρόπι, σαν την μεγάλη της αδελφή.

Φοβάσαι μην χάσεις όσα αγαπάς μόνο όταν γίνει κάτι που σου στερεί την ασφάλεια ότι θα τα έχεις για πάντα. Όπως την ανθρωπιά σου, ξερώ γω. Ή την τιμή σου.

Δάκρυσα σήμερα.

Ήμουν στο γραφείο, και, κάποιοι άνθρωποι χαμογελούσαν. Νικητές. Όχι γύρω μου: στο γυαλί, στις δηλώσεις. Με νίκησαν. Μου είπαν «κοίτα, η απόλαυση να χτυπήσεις έναν άνθρωπο, η απόλαυση να τον πονέσεις, να τον διώξεις, να τον ξεριζώσεις, να τον κοιτάξεις σαν κατώτερο ον, σήμερα, μόλις τώρα, σε εξουσιάζει. Θα αναφέρεσαι σε αυτήν ως Κύριε Υπουργέ μου. Θα την πληρώνεις, θα την τιμάς, θα την σέβεσαι.»

Αλλιώς; Αλλιώς θα χάσω κάτι από μένα.

Την αξιοπρέπειά μου, την ελευθερία μου, τα παιδιά μου το φαγητό τους, η γυναίκα μου τον άντρα της, ο πατέρας μου τον γιο του.

Νίκησαν.

Πονάει λίγο το συκώτι μου. Δεν είναι η πρώτη φορά, με πονάει μέρες τώρα, μάλλον, μήνες τώρα. Πρέπει να πάω να το κοιτάξω, το αμελώ. Να το σημειώσω στο κινητό μου, απέκτησε ημερολόγιο, καλεντάρι. Όμορφο. Τίποτα πια όμως δεν είναι τόσο αθώα όμορφο.

Πονάει το χαμόγελό τους.

Γιατί μου είπαν, κοίτα, μικρέ μου. Δεν χρειαζόμαστε τανκς. Διάολε, δεν χρειάζεται ΚΑΝ να είμαστε ψεύτες! Μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ακροδεξιοί, ότι μισούμε όποιον δεν είναι έλληνας, ότι θεωρούμε έναν συνάνθρωπό μας κατώτερο – και πάλι να μπούμε στην κυβέρνηση! Τα κανάλια που μας φώναζαν τόσο καιρό σε όλα τα παράθυρά τους δικαιώνονται, και δεν θα τα ξεχάσουμε. Σήμερα, η ανάγκη της πατρίδας απαιτεί να μας πουν ήρωες – και εσύ, μικρέ μου, μπορείς μόνο να κοιτάς.

Αλλιώς θα γίνεις σαν και μας. Θα λύνεις τις διαφορές σου με γροθιές.

Κάνει λίγο κρύο. Τα κοινόχρηστα ήταν πολύ ακριβά ήδη, φέτος θα μας γονατίσουν. Χοντρότερα ρούχα, και κάλτσες. Θα μπορούσαμε να μετακομίσουμε, και ίσως χρειαστεί να το κάνουμε – αλλά το σπίτι μας αρέσει, έχει χώρο για τα παιδιά, τώρα που είναι μικρά. Ίσως μετά.

Ότι τους έβαλε το ΠΑΣΟΚ, με γονατίζει. Δεν ξαφνιάζομαι για την σύμφωνη γνώμη της Νέας Δημοκρατίας, ξέρω τι θα πεις, αυτοί είναι οι βασικοί εχθροί τους – ποτέ δεν το χώνεψα πλήρως αυτό, αλλά το ΠΑΣΟΚ με γονάτισε. Δεν ήμουν ποτέ ΠΑΣΟΚ, δεν το ψήφισα ποτέ, δεν ήμουν ποτέ κανένα κόμμα άλλωστε, είχα πάντα πολιτική ιδεολογία που δεν καλουπώνεται σε κόμματα, δεν χωράει σε στεγανά. Το είπε το κόμμα και παπαριές – στα αρχίδια μου. Αλλά βλέπεις τους ανθρώπους. Σου πουλάνε έναν σοσιαλισμό. Δεν τους εμπιστεύεσαι αρκετά για να τους ψηφίσεις – αλλά τους εμπιστεύεσαι αρκετά για να τους ακούσεις. Να ψάξεις, ανάμεσά τους, έναν καλό, ίσως τίμιο. Που πάει να αλλάξει κάτι. Εκατον πενήντα τρεις από αυτούς λοιπόν, όσοι παρέμειναν σταθεροί στο «ψηφίζω για τελευταία φορά», δικαίωσαν το σίχαμα της ακροδεξιάς, του παρέδωσαν, ανίκανοι, ανήμποροι να κάνουν αλλιώς, την εξουσία, όσο μικρή και να είναι, ή όσο μεγάλη, την τιμή, την αξιοπρέπειά τους. Εκατόν πενήντα τρεις μικροί άνθρωποι, που θέλουν να λέγονται αριστεροί.

Πες ότι θέλεις, έχε ότι γνώμη θέλεις. Τίποτα αξιοπρεπέστερο για μένα στην βουλή, τίποτα πιο ελπιδοφόρο, από την απόλυτη άρνηση της αριστεράς να συμμετέχει σ’ αυτήν την κυβέρνηση. Τίποτα πιο ελπιδοφόρο.

Δάκρυσα σήμερα.

Μία φίλη, ας την πούμε Δανάη, μου είπε μία ιστορία. Η γιαγιά της, αυτόν τον μήνα, παρέλαβε δύο φακέλους. Στην μία επιστολή, γράφει την σύνταξή της: Τετρακόσια ευρώ. Στην άλλη, έχει την ΔΕΗ. Τριακόσια ενενήντα. «Τι να της πω;» μου λέει.

Τι να της πει;

Στο twitter, πασχίζω να γράψω.

Συνήθως όταν θυμώνω, ξεκινάω και ξεχνάω να σταματήσω. Δέκα, είκοσι, τριάντα tweets συνεχόμενα. Λέω, λέω λέω – μέχρι να νιώσω ότι είπα αυτό που ήθελα, όπως ήθελα να ακουστεί.

Σήμερα, πασχίζω να γράψω. Πασχίζω να ψελλίσω. Πασχίζω να εξωτερικεύσω.

Σε ένα από αυτά, γράφω: «Ευτυχώς μαλάκα μου να λες που το παιδί μου δεν καταλαβαίνει. Ευτυχώς μαλάκα μου να λες που δεν έχω να γυρίσω σπίτι να του εξηγήσω.» Μια κοπέλα μου απαντά: «Εγώ τι εξήγηση και τι διαβεβαίωση για το μέλλον να δώσω στο παιδί μου, που είναι και παιδί μεταναστών;»

Της απαντώ «δύναμη και κουράγιο. Δεν είναι η εικόνα μας αυτή. Συγνώμη.»

Μετά, αφαιρώ ότι δεν είναι απαραίτητο, μένω στην ουσία. Απαντώ: «Συγνώμη.»

Αυτό λέω στην φίλη μου την Δανάη να πει στην γιαγιά της. Συγνώμη.

Έχουμε δακρύσει και οι δύο, και εγώ και η Δανάη – από απόγνωση. Αυτό να της πεις, της λέω. Συγνώμη.

Αυτή η συγνώμη, έχει πατέρα. Έναν φίλο, που ξέρω ότι ψήφισε ΠΑΣΟΚ, που ξέρω ότι είναι τίμιος, που ξέρω ότι τα όχι που έχει πει έκτοτε του έχουν κοστίσει πάρα πολλά, που στις 16:06 μου έστειλε ένα μήνυμα στο κινητό.

«Τι να πω… Συγνώμη»

Σκέφτομαι τον Γλέζο, συχνά. Έχω μεγάλη εκτίμηση, μπορεί να μην συμφωνώ πάντα μαζί του, αλλά είναι άνθρωπος αξιοπρεπής, σπάνια εικόνα. Δίπλα δε στους άλλους, ακτινοβολεί.

Θυμάμαι ότι τον ψέκασαν, ανθρωπάκια, σε μία πορεία που εγώ δεν ήμουν εκεί, και ήταν εκείνος.

Θυμάμαι πόσες ιστορίες έχω ακούσει για όλα εκείνα που εκείνος θυσίασε, και εγώ όχι.

Θα δει τον Βορίδη υπουργό. Αυτός ο άνθρωπος, που του χρωστάω πολλά για την ελπίδα, θα δει τον Βορίδη υπουργό.

Πως να τον κοιτάξω στα μάτια;

Με τι μούτρα να του ζητήσω συγνώμη;

Τηλεοπτικό παράθυρο. Ο Αθανάσιος Πλεύρης γειτονιάζει τον Σπηλιωτόπουλο. Στην μέση, η Στάη. μοιάζει θυμωμένος – δεν πήρε, φαίνεται τίποτα. Αδικήθηκε. Δεν ακούω τι λέει, είμαι πολύ θυμωμένος. Μοιάζει με παιδάκι, σκέφτομαι τον πατέρα του, σκέφτομαι τον Γλέζο.

Είμαι πολύ θυμωμένος, ναι. Αλλά είμαι απόλυτα απογοητευμένος.

Ο βουλευτής, ο πράσινος, ο μπλε, στις 19 Φεβρουαρίου, αν έχουμε Ελλάδα μέχρι τότε, αν έχουμε Ευρώπη, αν έχουμε Σύνταγμα, αν έχουμε βουλή, αν έχουμε δουλειά, αν έχουμε ευρώ ή αν έχουμε δραχμή, στις 19 Φεβρουαρίου ο βουλευτής θα απλώσει το υπέροχο προσωπάκι του, φωτοσοπιασμένος, τριάντα χρόνια νεότερος, με άψογο σακάκι και χτένισμα, και θα γράψει από κάτω κάτι σαν «για να ξαναβρούμε την ελπίδα», ή «για την Ελλάδα», και θα εμφανιστεί, χάρτινος, μονοδιάστατος, στο γυαλί, στην αφίσα,

…και γω θα θυμάμαι την έκφραση του Βέγγου, όταν βλέπει ότι το παιδί του είναι ναζί.

Την πλήρη, απόλυτη, αδιαπραγμάτευτη απογοήτευσή του.

Θα αργήσει να ξημερώσει.

Συμπάθα με, όχι σχόλια σήμερα.

Με τον φόβο (ή «φόβο») να μην γίνει ποτέ το δημοψήφισμα, να προλάβει να πέσει η κυβέρνηση, ή το κράτος, ή να εκπληρωθεί η προφητεία των Μάγια ξερωγω, ας δούμε τι είναι αυτή η παπαριά, και γιατί είμαι αναφανδόν υπέρ της.

Τι σημαίνει ένα δημοψήφισμα:

Για την δημοκρατία. Η κυβέρνηση, πλην ορισμένων διαδικασιών, δεν έχει την λαϊκή εντολή παρά μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Τέσσερα-χρόνια. Αυτά είναι πολλά, σε κάθε περίπτωση, και, σήμερα μιλώντας, πολλές είναι και τέσσερις ώρες. Την ψηφίζουμε τώρα, και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, λειτουργεί όπως νομίζει.

Συμφωνείς; διαφωνείς; μπορείς πχ να διαδηλώσεις, να κάψεις τράπεζες ή να μπεις στο μπουρδέλο την βουλή, να μιλήσεις στους βουλευτές σου ή να τους πετάξεις γιαούρτια, αλλά δημοκρατικά υποχρεωμένοι να σε ακούσουν είναι μετά από τέσσερα χρόνια.

Πολύ. Υπερβολικά πολύ. Γι’ αυτόν τον λόγο, η διενέργεια δημοψηφίσματος είναι μία θαυμάσια ευκαιρία για να μιλήσει, δημοκρατικά και -κυρίως- θεσμικά, ο λαός. Η δημοκρατία έχει μόνο να κερδίσει από αυτήν την διαδικασία της.

Γι’ αυτό είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Για τον πολίτη. Κάθε δυνατότητα που έχει ο πολίτης να συμμετέχει στα κοινά είναι μία δυνατότητα αξιοπρεπής παρουσίας. Ο Α ή ο Β μπορεί να τον θέλει στον δρόμο – δεν θα διαφωνήσουμε. Μπορεί να τον θέλει στο Σύνταγμα, δεν θα διαφωνήσουμε. Στον αγώνα, ούτε εκεί θα διαφωνήσουμε. Αλλά το σημαντικό, κατ’ εμέ, είναι να τον θέλει ενεργό. Κάθε φορά που καλείται να απαντήσει ο πολίτης σε ένα ερώτημα, καλείται να συμμετάσχει στην λύση του. Μέχρι τώρα, η συμμετοχή του ήταν να επιλέξει την Καϊλή γιατί έγραφε ωραία στο γυαλί, τον Ρομπόπουλο γιατί είχε ωραιο λόγο, ή τον Τσοχατζόπουλο για το παράστημά του. Μπορούσε – αλλά εδώ και δύο τουλάχιστον χρόνια αντιλαμβάνεται πόσο πονάει αυτή η ελαφρότητα της επιλογής, πόσο επηρεάζει την καθημερινότητά του. Ή, εν πάσει περιπτώσει, θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί.

Γι΄αυτόν τον λόγο, η η διενέργεια δημοψηφίσματος είναι μία θαυμάσια ευκαιρία να συμμετάσχει(*), να έχει το βάρος της απόφασής του, να αξιοποιήσει την δύναμή του.

Γι’ αυτό είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Για το κράτος. Εδώ και χρόνια γράφω, με απόλυτη συνέπεια ελπίζω, πως η εικόνα μου είναι ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις ΔΕΝ αξιοποιούν την εξουσία του λαού με λύσεις, αλλά με πρόγραμμα. Ότι τους είναι απείρως πιο εύκολο να πουν «ας φορολογήσουμε αυτό», από το να πουν «ας δημιουργήσουμε εκείνο». Πιο εύκολο, πιο βατό, πιο ασφαλές. Ε, προφανώς, δεν είναι. Ειδικά η τελευταία κυβέρνηση έχει βαλθεί να πείσει ότι αυτό που κάνει είναι σωστό, καταναλώνοντας απείρως περισσότερες δυνάμεις για να το τεκμηριώσει, από ότι για να εξετάσει την πιθανότητα να υπάρχουν και άλλες λύσεις, άλλες επιλογές, άλλες προτάσεις. Δεν ξέρω αν δεν την νοιάζει, που είναι το βλακώδες, είτε δεν είναι μέρος της ατζέντας της, που είναι το προδοτικό, δεν έχει δείξει ούτε ένα λεπτό μάχης για την λύση, παρά δύο χρόνια μάχης για την λύση έτσι.

Αυτή η κυβέρνηση μπορεί να τα αλλάξει όλα. Με ένα δημοψήφισμα να βγει ένα ερώτημα που περιέχει δύο λύσεις. Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι δεν θα γίνει, αλλά αφήστε με να είμαι ρομαντικός: έχει την ευκαιρία να δείξει ότι, έχει την σκέψη δύο λύσεων, την δυνατότητα διαχείρισής τους, μέχρι τώρα ακολουθούσε το ένα, είναι ικανή για το δεύτερο.

Γι’ αυτό, είναι μία θαυμάσια ευκαιρία, να δούμε ποιος είναι τι, ποιος αξίζει τι, και ποιος μπορεί τι.

Και γι’ αυτό, είμαι υπέρ του δημοψηφίσματος.

Υ.Γ.: (*) στο twitter διάβασα πως, η μη συμμετοχή ποσοστού μεγαλύτερου από το 50,1% την καθιστά άκυρη. Δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω, αλλά, αν ισχύει, σημαίνει ότι έχουμε περισσότερες επιλογές από τις δύο, ειδικά σε ένα ερώτημα που δεν μας καλύπτει. Update (11/1/2012): το κείμενο στο twitter, αν και αναφερόταν στο δημοψήφισμα, ίσως εμπνεύστηκε από ένα email που κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή για τις κανονικές εκλογές, το οποίο δεν ισχύει.

Άλλες θέσεις για το δημοψήφισμα: «Εκβιασμός» αλλά και «ευκαιρία» το δημοψήφισμα για την αριστερά (Το ποντίκι)

Είναι απλό: οι πολιτικοί του σήμερα έχουν την αποκλειστικότητα στην ανάγνωση και την μετάφραση του έργου των αγωνιστών του ’40. Γι’ αυτό κάθονται στην εξέδρα των επισήμων – έτσι νιώθουν. Σαν παπάδες της ιστορίας, κάθε ένας πολίτης που προσβάλλει την εξουσία αυτή, κάθε ένας που κατακρίνει το έργο τους, δεν χτυπά τους αντιπροσώπους των ηρώων, τους ερμηνευτές τους, χτυπά τους αγωνιστές του ’40: Στρέφεται κατά του ιστορικού παρελθόντος.

Οι πολιτικοί μας νιώθουν ως τα θύματα – αλλά αντέχουν, στωικά, την επίθεση: Αυτό που δεν αντέχουν είναι το πλήγμα στο αληθινό θύμα κάθε διαμαρτυρίας, και κάθε μορφής της, που είναι ο φαντάρος στα χιόνια, ο πολίτης της πείνας του έπους. Ως εκπρόσωποί τους, οι πολιτικοί μας, οι αιρετοί επίσημοι, μπορούν να αντέξουν τα πάντα – αλλά ντρέπονται, βαθύτατα, για έναν λαό που χτυπά, μέσω αυτών, το βαθύτερο νόημα του «όχι» και της επανάστασης, καθώς εμείς, οι πολίτες, εκλέξαμε τους συγκεκριμένους πολιτικούς για να έχουν την αποκλειστικότητα στην διδαχή του.

Αυτό είναι το νόημα όσων θα ακούσεις σήμερα:

Δεν μπορεί ο καθένας να ερμηνεύσει κατά το δοκούν το ‘όχι’ του ’40: Υπάρχει μία συντεταγμένη πολιτεία που έχει αναλάβει, με προσωπικές θυσίες, την διαδικασία της διδαχής του.

Τι θα γίνει δηλαδή, θα τα ισοπεδώσουμε όλα τέλος πάντων;

Έχουν πέσει όλοι επάνω μου και με βαράνε.

Με βαράνε τα ΜΑΤ. Με βαράνε οι μπαχαλάκιδες, με βαράνε οι ασφαλήτες, με βαράνε οι αναρχικοί, με βαράει το ΠΑΜΕ, με βαράει ο συνδικαλισμένος, με βαράει ο καναπεδάκιας, με βαράει αυτός που με εκμεταλεύεται, με βαράει το τάδε μπλοκ, με βαράει ο καταστηματάρχης που του έκαψαν το μαγαζί, με βαράνε στην ασφάλεια, με βαράνε και οι δικοί μου μετά.

Με βαράει το κράτος. Με βαράει η εφορία, με βαράει το χαράτσι της ΔΕΗ, με βαράνε τα διόδια, με βαράνε οι εξοπλισμοί, με βαράει η Siemens, με βαράει ο Παπανδρέου, με βαράει ο Ρομπόπουλος, με βαράει ο Βενιζέλος, με βαράει ο Πάγκαλος, με βαράει ο Παπουτσής, με βαράει ο Χρυσοχοϊδης, με βαράει ο Λοβέρδος, με βαράει ο Κακλαμάνης, με βαράνε και οι υπόλοιποι, με βαράει ο Τσουκάτος, με βαράει ο Μαντέλης, με βαράει ο Τσοχατζόπουλος, με βαράνε οι απειλές, με βαράνε οι εκβιασμοί, με βαράει το αν δεν κάνεις ότι σου πούμε.

Με βαράνε στην βουλή. με βαράει ο Βορίδης, με βαράει ο Καρατζαφέρης, με βαράει ο Πλεύρης, με βαράει ο Γεωργιάδης, με βαράει ο Σαμαράς, με βαράει ο Καραμανλής, με βαράει ο Βουλγαράκης, με βαράει ο Σιούφας, με βαράει ο Καμμένος, με βαράει ο Λιάπης, με βαράνε και οι υπόλοιποι, με βαράει ο Μιχαλολιάκος, με βαράει ο Μητσοτάκης, ώρες-ώρες με βαράει και το ΚΚΕ, σπανίως αλλά με έχει βαρέσει και ο Σύριζα, με βαράει η Μπακογιάννη. Με βαράει ακόμα και ο υπάλληλος που φέρνει νερό.

Με βαράει ο αστυνόμος, που μου ζητάει στοιχεία με το ρε. Με βαράει ο σκουπιδιάρης που ανακατεύει σκουπίδια με την ανακύκλωση, με βαράει ο υπάλληλος στο ΙΚΑ που βαριέται και μου μιλάει και άσχημα, με βαράει ο γιατρός που περιμένει φακελάκι, με βαράει ο δάσκαλος που σταρχίδια του το παιδί μου, με βαράει ο βιομήχανος που μου δίνει νερό για γάλα, με βαράει ο εστιάτορας που μου πλασάρει σάπια, με βαράει ο σουβλατζής που είναι μες τις κατσαρίδες, με βαράνε οι της κινητής που χρεώνουν όλοι τα ίδια, με βαράνε οι της λαχαναγοράς που πουλάνε όλοι τα ίδια, με βαράει η κλίκα που πουλάει τα γιαούρτια όλα μία τιμή, με βαράει ο συνεργειάκιας.

Με βαράει ο Ψωμιάδης ο Νομάρχης, με βαράει ο Ψωμιάδης με το πούρο του, με βαράει ο Κουρής της Αυριανής, με βαράει ο Κούγιας, με βαράει ο Τριανταφυλλόπουλος, με βαράνε όλοι οι μπράβοι των προέδρων, με βαράει ο Τσουκαλάς, με βαράει ο αντίπαλος, με βαράει ο διαιτητής που τα παίρνει, με βαράει ο δημοσιογράφος που τα γράφει γιατί τα παίρνει.

Με βαράνε οι τράπεζες. Με βαράνε τα δάνεια, με βαράει η Μέρκελ, με βαράει ο Σόιμπλε, με βαράνε οι χρηματιστές, με βαράνε οι αγορές, με βαράνε οι Γερμανοί, με βαράνε οι Αμερικάνοι, με βαράνε οι Ρώσοι, με βαράνε από το Ισραήλ, με βαράνε και από την Τουρκία, με βαράνε οι Κινέζοι, με βαράνε οι Σαουδάραβες, με βαράνε οι ειδήσεις, με βαράνε οι παραθυράκιδες, με βαράνε οι αρθρογράφοι των εφημερίδων, με βαράνε τα ενημερωτικά blog, με βαράνε οι ακροδεξιοί στα φόρουμ, με βαράνε και στον δρόμο, με βαράνε οι ακροαριστεροί στα φόρουμ, με βαράνε και στον δρόμο. Με βαράνε οι μετανάστες που βαρέθηκαν να τους βαράνε, με βαράει και ο τύπος που ψάχνει στα σκουπίδια, χωρίς να το θέλει ο άνθρωπος, αλλά εγώ πονάω, με βαράει το αφεντικό μου, με βαράει ο προϊστάμενός μου, με βαράει στο εργοστάσιο που δουλεύω, με βαράει στο ντελιβεράδικο που δουλεύω, με βαράει όταν με εκχωρεί σε άλλη εταιρία που παίρνουν 700 και γω παίρνω 300, με βαράει αυτός που του μοιράζω φυλλάδια, με βαράει αυτός που δεν μου απαντά την καλημέρα μου, με βαράει αυτός που παρκάρει στην διάβαση, με βαράει ο καλλιτέχνης που βγάζει δέκα χιλιάδες, με βαράει που μιλάει για την κρίση, με βαράει το κάθε ξέκωλο που κάνει καριέρα με το βυζί του, με βαράει που το παιδί μου θέλει να του μοιάσει, με βαράει ο πλούσιος με την πισίνα και την δική του εκπομπή, με βαράει που το παιδί μου θέλει να του μοιάσω.

Με βαράνε όλοι αυτοί, και πονάει. Κάθε μέρα με βαράνε.

Μόνιμο αγκάθι μου οι κρεμάλες.

Αν κάτι με στοιχειώνει, κάθε φορά, είναι οι κρεμάλες, τα ντου στην βουλή, το σύνθημα «να καεί το μπουρδέλο η βουλή».

Με τρομάζει αυτό το σύνθημα, βαθιά, με τρομοκρατεί.

«Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Προσπαθώ, κάθε φορά, να εξηγήσω γιατί. Φυσικά, όπως σε όλα, η βάση της διαφωνίας μου είναι κυρίως το «όχι στο όνομά μου», μία θεωρία ύπαρξης που με καλύπτει, σχεδόν πάντα, απόλυτα.

Όχι στο όνομά μου.

Όσο δεν θέλω να λέει ο πρωθυπουργός πως οι θυσίες που κάνει ο Ελληνικός λαός τον αναγκάζουν να πλήξει τον τάδε, ή τον τάδε κλάδο (όχι στο όνομά μου, μάγκα μου) άλλο τόσο δεν θέλω ένα κομμάτι όχλου, είτε για χαβαλέ, είτε, πολύ περισσότερο, για τον βασανισμένο λαό (όχι στο όνομά μου, φίλε) να ορμήξει και να κάνει ντου στην Βουλή.

Όχι στο όνομά μου.

Αλλά αυτός είναι ο εύκολος λόγος. Ο άλλος χέστηκε – θα μου πει, «στα παπάρια μου, δεν το κάνω στο όνομά σου, στο δικό μου το κάνω. Εσύ κάτσε στον καναπέ σου να διαμαρτύρεσαι».

Σωστός, βέβαια. Όμως.

Ο δεύτερος λόγος ήταν πάντα το «και μετά;»

Η αμεσοδημοκρατία, που είναι ένα ευγενές, τολμώ να πω, όνειρο πολλών, δεν είναι άμεσα εφαρμόσιμο. Θα μπορούσαμε να γίνουμε εκείνο το χωριό που αυτοδιοικείται – αλλά δεν πρόκειται, όχι διότι ο γείτονας μου που κατεβάζει τα σκουπίδια του ενώ έχει απεργία, ή που δεν κόβει απόδειξη ενώ κατηγορεί αυτούς που φοροδιαφεύγουν, ή που βρίζει τον μετανάστη που «του έχει φάει τις δουλειές», ή, ή, ή – (καταλαβαινόμαστε, αυτός) όχι λοιπόν γιατί αυτός δεν πρόκειται ποτέ, δεν έχει ούτε την παιδεία, ούτε την διάθεση να εφαρμόσει αμεσοδημοκρατία.

Όχι γι’ αυτό.

Αλλά γιατί τα κενά εξουσίας, ειδικά τα τόσο μεγάλα κενά εξουσίας, θα καλυφθούν, άμεσα, από τους ισχυρούς. Και, πιο ισχυρός από τους εκατό, διακόσιους, χίλιους που θα μπουν με λοστάρια μέσα στην βουλή και θα ανοίξουν όποιο κεφάλι βρουν, είναι ο τύπος που έχει όπλο, πιο ισχυρός από αυτόν είναι ο τύπος που έχει πολυβόλο, πιο ισχυρός από αυτόν ο τύπος που έχει τανκς, πιο ισχυρός ακόμα ο τύπος που έχει ξερωγω πενήντα αστέρια ή ένα σφυροδρέπανο στην σημαία του.

Αν με εννοείς.

Το «και μετά;» λοιπόν, μοιάζει ένας αξιοπρεπής λόγος να φοβάμαι.

Αλλά, παραδόξως, δεν είναι ούτε αυτό.

(αντέχεις; τελειώνω)

Ο λόγος που φοβάμαι, λοιπόν, παραδόξως, είναι η εμπιστοσύνη.

Καμιά δεκαριά νοματαίοι αποφάσισαν πως δεν είμαστε αρκετά ικανοί να αντέξουμε την αλήθεια. Στην αρχή, έταζαν θέσεις στο δημόσιο πχ με λεφτά που δεν είχαν, και τα δανειζόντουσαν. Μικρό το επιτόκιο, μπορούσαν. Κρατούσαν επιχειρήσεις ανοιχτές με λεφτά που δεν είχαν, και τα δανειζόντουσαν. Μικρό το επιτόκιο, μπορούσαν. Δεν σου έλεγαν όμως «ψιτ, που ‘σαι, δεν παράγουμε. Αν συνεχιστεί αυτό, θα βουλιάξουμε». Αντιθέτως, έταζαν περισσότερες θέσεις, περισσότερο δημόσιο, περισσότερα επιδόματα. Το βασικό πρόβλημα ήταν πως δεν είχαν εμπιστοσύνη στον κόσμο. Του έλεγαν ψέματα. Ήξεραν, πίστευαν πως αν του έλεγαν την αλήθεια, θα λειτουργούσε λάθος. Και συνέχισαν να μην τον εμπιστεύονται. Σήμερα, καμιά δεκαριά νοματαίοι αποφάσισαν να μας ρίξουν στο ΔΝΤ. Χωρις να ρωτήσουν κανέναν. Μαζεύτηκαν σε ένα δωμάτιο, είπαν «μαλάκα βουλιάζουμε» (το καλό σενάριο σου λέω τώρα) και φτιάξανε πλάνο σωτηρίας. Χωρίς να ρωτήσουν κανέναν. Το πλάνο ήταν μαλακία – πήγαν να το φτιάξουν με ένα που αποδείχθηκε χειρότερο. Δεν ρώτησαν κανέναν. Γιατί δεν είχαν εμπιστοσύνη σε κανέναν.

Δεν είχαν εμπιστοσύνη σε μένα, σε σένα.

Ο κόσμος επαναστάτησε, πήρε κατ’ αρχάς τα πλακάτ, μετά μαζεύτηκαν πολλοί, μετά πέσανε τα δακρυγόνα και οι φόροι. Θόλωσε πες. Βρέθηκε, στους καπνούς, μία λύση.

«Να καεί, να καεί, το μπουρδέλο η Βουλή».

Γιατί να είναι αυτή η λύση; Γιατί να μην «καθαρίσει, καθαρίσει το μπουρδέλο η βουλή»; Ή να «πλυθεί, να πλυθεί, το μπουρδέλο η βουλή»;

Γιατί φοβούνται ότι, αν πέσει η κυβέρνηση, το μπουρδέλο θα αλλάξει πουτάνες – μπουρδέλο όμως, θα παραμείνει.

Γιατί δεν έχουν καμία, απολύτως εμπιστοσύνη. Σε σένα, σε μένα.

Δεν λέω ότι την αξίζουμε, ούτε εσύ, ούτε και γω. Μπορεί να μην είμαστε άξιοι εμπιστοσύνης. Μπορεί, πράγματι, να βάλουμε άλλες πουτάνες στο μπουρδέλο, όχι καλύτερες από αυτές που είναι τώρα εκεί. Δεν λέω.

Λέω όμως δύο πράγματα: ότι δεν θέλω κανένας με λοστάρι να αποφασίσει, εν μέσω χημικών και αστυνομικής βίας, στο όνομά μου, πως ήρθε η ώρα να καθαρίσει έτσι η βουλή,

και πως ο μόνος, ο μόνος τρόπος να γίνουμε άξιοι εμπιστοσύνης, είναι κάποιος να αρχίσει να μας εμπιστεύεται.

Και όσες φορές και να τα κάνουμε σκατά, ποτέ να μην πει «αφού τα κάνεις σκατά, σου αφαιρώ τον λόγο, παίρνω την κρεμάλα μου, και καίω την βουλή». Να διδάσκει, να επιμένει, να δείχνει, κάθε φορά, τα ίδια και τα ίδια λάθη, να νουθετεί, να προτείνει, να ελπίζει.

Αλλιώς, είτε οι μεν, είτε οι δε, θα δουλεύουν για το καλό μας. Και να θυμάσαι: είναι αποκλειστικά και μόνο γιατί δεν μας εμπιστεύονται.

Υ.Γ.: Μια σκέψη είναι, την δουλεύω ακόμα, συμπεριφερθείτε αναλόγως στα σχόλιά σας.

Ο @NChatzinikolaou ζητά ερωτήσεις για τον Θ. Πάγκαλο απόψε, για την εκπομπή του.

Σκέφτομαι, είναι ευκαιρία να περάσει η γνώμη μου. Σκέφτομαι, μπορώ να εξηγήσω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, αν θέλει να ακούσει, (πάντα με έλεγαν υπερβολικά αισιόδοξο και καλοπροαίρετο με τους ανθρώπους) πόσο κακό παθαίνει η ελληνική κοινωνία ως αποτέλεσμα των πράξεών του. Να τον καταστήσω υπεύθυνο, να του πω «ξέρεις, η τιμή του πετρελαίου», ή «ποιοι είναι οι φοροφυγάδες που χρωστάνε» και τέτοια.

Δεν μου έρχεται στο μυαλό τίποτα.

Τίποτα άλλο μετά από αυτήν την εικόνα:

Το πρόβλημά μου είναι σαφές: Δεν μπορώ να μιλήσω σοβαρά, με κανέναν αν δεν λυθεί αυτό.
Οποιαδήποτε κουβέντα κάνω, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, υπό οποιαδήποτε διαδικασία, κάτω από οποιοδήποτε καθεστώς –

– όσο αυτός ο άνθρωπος φωνάζει «έξω από την πλατεία» και ο ΜΑΤατζής τον πλησιάζει –

– και ο άνθρωπος αμύνεται-παρακαλά-τονίζει-σημειώνει-φοβάται-δεν το πιστεύει-

«μην με βαρέσεις»

– άνθρωπος χωρίς μάσκα, χωρίς πέτρες στα χέρια, χωρίς απειλή, χωρίς άλλη απειλή από την φωνή του, χωρίς άλλα όπλα από τις λέξεις του, χωρίς άλλη ευθύνη από την ύπαρξή του, εκεί, μόνος του –

«μην με βαρέσεις»

– και ακούγεται ο χτύπος, ο πόνος, και σωριάζεται, και ο ΜΑΤατζής αποχωρεί, ανώνυμος, λειτουργός ενός κράτους που δεν νιώθει, που δεν έχει ούτε οίκτο ούτε αιδώ ούτε νόημα ούτε λογική ούτε συναίσθημα –

– και σωριάζεται μόνος του κάτω, κρατώντας το κεφάλι του, που τρέχει αίμα, που στάζει στο Σύνταγμα, μπροστά από την βουλή, ανάμεσα από δακρυγόνα, κρότου λάμψης, πνιγμένους στο σύνταγμα –

– Δεν υπάρχει κάποιος για να μιλήσω μαζί του.

Αν μιλήσω μαζί του, αν του πω «οι συντάξεις», «η Τρόικα», «το άρθρο στο ΒΗΜΑ», «οι δικοί σας συνδικαλιστές», είναι σαν να του λέω «καλά αυτός, εντάξει, αλλα και οι συντάξεις, το βήμα, οι συνδικαλιστές, η τρόικα».

Δεν θέλω να το κάνω αυτό.

Τραβάω γραμμή. Η αξιοπρέπειά μου το απαιτεί. Τραβάω γραμμή. Η συνείδησή μου το προστάζει. Όχι «καλά αυτός αλλά…»

Αυτός.

Μετά όλα τα άλλα. Μετά οι πολιτικές αποφάσεις, μετά οι συνομιλίες με την τρόικα ή τους διαπραγματευτές ή τους συνδικαλιστές, ή τους δημοσιογράφους, ή τον κυρίαρχο λαό, ή τα τιμημένα γηρατειά, ή τον ψηφοφόρο στην εξουσία.

Πρώτα αυτός.

Η αντοχή μου, και κατά συνέπεια η αναγνώριση του κράτους που εκπροσωπεί ο συνομιλητής μου εξαρτάται απόλυτα από το κατέβασμα ενός γκλόμπ στο κεφάλι ενός αθώου.

Είναι η γραμμή της αξιοπρέπειάς μου, και δεν προτίθεμαι να την περάσω.

~

Διάβασε επίσης: «Εγώ, το αφεντικό«, «Να πούμε ότι άργησαν να κερδίσουν, μόνο αυτό«, «#GreekPmLive, απαντήστε κύριε Πρωθυπουργέ«, «Τι ήταν πραγματικά το #askND«

(μόλις το έγραψα, το ξαναδιάβασα αυτό το ποστ. μια συμβουλή: μην το διαβάσεις.)

Sad clown

Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ. Κοιτάω που φτάσαμε, κοιτάω πως να διαφύγουμε, αλλά, πραγματικά, είμαι πολύ, πολυ απογοητευμένος.

Όλα είναι σκατά.

Η κυβέρνηση έχει χάσει κάθε πιθανή λαϊκή εντολή. Το κράτος υπολειτουργεί, σε όλους τους τομείς. Χρήματα λείπουν από παντού, οι πολίτες έχουν σταματήσει να το εμπιστεύονται, βγαίνουν νόμοι αναδρομικοί, σκαρφίζονται κάθε τρόπο, νόμιμο ή ακόμα και παράνομο, με τους πιο γελοίους όρους, για να κλέψουν, στην ουσία, χρήματα από τον πολίτη. Ζητούν να ξανακάνεις περαίωση, ακόμα και αν έχεις ήδη κάνει στο παρελθόν, ακόμα και αν έκανες κάθε-προηγούμενη-χρονιά, ακόμα και αν δεν έχεις τίποτα να κρύψεις. Κρύβουν χαράτσια στους λογαριασμούς της ΔΕΗ για να τα δώσεις, ακόμα και εκβιαστικά. Ταυτόχρονα, κάθε αγορά είδους πολυτελείας γίνεται χωρίς ποθεν έσχες, αποκλειστικά για να ξαναέρθει το χρήμα που την κοπάνησε στο εξωτερικό.

Ταυτόχρονα, κάθε ποσό άνω των πέντε χιλιάδων ευρώ φορολογείται, κάτι που σημαίνει ότι όποιος παίρνει περισσότερα από 380+ ευρώ τον μήνα, καλείται να πληρώσει στο τέλος του χρόνου. Όποιος το σχολιάζει γίνεται λαϊκιστής και λοιδορείται. Οι πολίτες αρνούνται να πληρώσουν. Γκρεμίζοντας κάθε αίσθηση νομιμότητας ή δικαιοσύνης, αρνούνται τις επιταγές του κράτους. Δεν πληρώνω, από δικαίους και αδίκους, ξεσφραγίζουν κουτιά της ΔΕΗ, όποιος θέλει, όπου θέλει, όπως θέλει αρνείται να πληρώσει, αρνείται να υπακούσει. Βγαίνει νόμος για το κάπνισμα στα μαγαζιά, κάποιοι βαράνε πέντε-δέκα ελεγκτές, αρνούνται να ελέγξουν, ο νόμος ισχύει, αλλά δια της ράβδου δεν εφαρμόζεται. Ο κόσμος στέλνει ο,τι να ναι στις εφορίες που δεν έχουν ελεγκτές να δουν τι από αυτά ισχύει και τι όχι. Από την άλλη, το κράτος αλλάζει κάθε-γαμημένη-μέρα τους κανόνες, σήμερα αποδείξεις, αύριο κάρτες, μεθάυριο πάλι αποδείξεις γιατί δεν υπάρχουν μηχανήματα παντού, παραμεθαύριο πάλι κάρτες. Μαζέψτε, μην μαζεύετε, μαζέψτε πάλι. Παράνοια.

Οι μαθητές χωρίς βιβλία ξεκινάνε τις τάξεις, άλλοι κάνουν κατάληψη, άλλοι σπάνε τα σχολεία, καταστρέφουν τα πάντα. Οι εργαζόμενοι στον δήμο απεργούν, δεν απεργούν, κάνουν κατάληψη στις χωματερές, δεν μπορούν να απεργήσουν, παίρνουν λιγότερα πια, είναι πιο ακριβή η απεργία, δεν αντέχουν οικονομικά να διεκδικήσουν, οδηγούνται σε παρανομίες. Παράνοια. Τα σκουπίδια μαζεύονται στους δρόμους, παιδιά σε σχολεία λιποθυμούν από ασιτία, ναι ρε φίλε, από ασιτία, (διαψεύστηκε) γίνονται καταγγελίες, δεν οδηγούν πουθενά. Γονείς χωρίς δουλειά, άνθρωποι χωρίς μέλλον. Κρατήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους για την ενίσχυση των ανέργων, μειώνονται διαρκώς οι μισθοί, ανακοινώνεται αύξηση μισθών με το ενιαίο μισθολόγιο, ισχύει – αλλά έχουν ήδη κοπεί όλα τα επιδόματα, δίκαια και άδικα, τελικά είναι μειωμένος ο μισθός.

Οι πολίτες βγάζουν κρεμάλες στους δρόμους, κρε-μά-λες, οι πολιτικοί είναι αδύνατο να περπατήσουν. Γίνονται δηλώσεις ανυπακοής ως επανάσταση από βουλευτές, πνίγονται μετά στην αίθουσα ψηφοφορίας πίσω, όχι μόνο από μισόλογα, αλλά και από ξεκάθαρες δηλώσεις εκβιασμού. Ουδείς ασχολείται. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις έχουν πάρει μία ιδιότυπη ασυλία, ακόμα και αν υπάρχει ξεκάθαρη ευθύνη, καλύπτεται από παραγραφή. Άνθρωποι που από κατηγορητήρια, με στοιχεία, έχουν φάει ότι τρώγεται, που εμπλέξανε γυναίκες, παιδιά, off shore, εκκλησίες, τον θεό τον ίδιο, είτε δεν αγγίζονται, είτε τα ονόματά τους γίνονται γνωστά μόνο κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ των εμπλεκομένων κομμάτων. Επιχειρηματίες πηδάνε από το παράθυρο, αυτοπυρπολούνται, δεν μαθαίνει κανείς τίποτα.

Τα δελτία ειδήσεων και οι στήλες των εφημερίδων έχουν γεμίζει από αυτόκλητους σωτήρες, κουστουμάτους των δεκάδων χιλιάδων ευρώ που μιλάνε με άνεση για τον κατώτατο μισθό, στρατευμένους δημοσιογράφους που λειτουργούν με εκβιασμούς, απειλές και σκορπίζουν κατηγορίες, και αυθεντικούς γνώστες (και «γνώστες») που αυτοδιαψεύδονται προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν ένα σύστημα χωρίς καμία απολύτως σταθερά. Δημοσιογράφοι και «δημοσιογράφοι» που κάνουν τα δελτία τύπου είδηση, και τα ευχολόγια σίγουρο μέλλον. Και ποιοι παρακολουθούν; Επιχειρηματίες που καταρρέουν, μαγαζιά που κλείνουν διαρκώς, άνθρωποι που χάνουν την δουλειά τους, και δεν βρίσκουν ούτε έναν-χρόνο-μετά, μετά από άπειρες αποστολές βιογραφικών, παρακάλια, βύσματα και μέσα.

Άνθρωποι χωρίς μέλλον, που φωνάζουν «να καεί το μπουρδέλο η βουλή», και η φωνή τους ενώνεται με ακροδεξιούς που νομιμοποιούνται σε βουλή και δήμους, που κυκλοφορούν άνετα πλέον με μαχαίρια και λοστάρια, που η φωνή τους ενώνεται με ανθρώπους που δεν έχουν πατήσει στο δημόσιο ούτε μία μέρα, ή στην μονάδα τους ούτε μία μέρα, και όλοι αυτοί βρίσκονται αντιμέτωποι με την πιο ανερχόμενη εργασία αυτήν την στιγμή, τις δυνάμεις ασφαλείας, τα ΜΑΤ, που χτυπούν ακαριαία, δεν λογοδοτούν πουθενά, δημοσιογράφους, πολίτες, παιδιά, χωρίς οίκτο, χωρίς αιδώ. Και έτσι, έχεις άλλον έναν λόγο να μην κατέβεις σε πορείες έτσι και αλλιώς χωριστές, άλλοι εδώ, άλλοι εκεί, και αν είσαι με τους από εκεί να μην μπορείς να τραγουδήσεις τα συνθήματα των από εδώ, συνθήματα έτσι και αλλιώς παρωχημένα, φτιαγμένα από ξύλινους ανθρώπους, αχυρανθρώπους, συνδικαλιστές που δεν μπορούν να απολυθούν, που δεν δούλεψαν ποτέ, που δεν νοιάζονται, μερικοί εκ των οποίων θα γίνουν γενικοί γραμματείς και υπουργοί αύριο, μίας Ελλάδας διαλυμένης.

Μιας Ελλάδας που το μέλλον της εγκλωβισμένο σε σχολές και παρατάξεις, σε μαφία των τάξεων και των εξωθεσμικών, πασχίζει να βρει μία ακτίνα φωτός έξω, έξω όπου και να είναι αυτό. Σκλαβοπάζαρα στην Αυστραλία ή μία τυχερή θέση στην Αγγλία. Μα και έξω να πεινάνε, να μαθαίνουμε τα κόλπα τους, να βαπτίζουμε την απόλυση εφεδρεία, μισούς μισθούς για μισή δουλειά, απλήρωτοι για μήνες, να δουλεύεις και να μην πληρώνεσαι. Να μην πληρώνεσαι αλλα να μην είσαι απολυμένος να πάρεις τουλάχιστον επίδομα. Παράνοια.

Τα κανάλια να παίζουν τις ίδιες αηδίες κάθε μέρα, τα εξώφυλλα των εφημερίδων να εκβιάζουν, πότε για δικό τους όφελος, πότε για μία πατρίδα που έχουν να της εξοφλήσουν το ΙΚΑ πέντε χρόνια τώρα. Ο διπλανός μου να μην κόβει αποδείξεις, ο άλλος να ακριβαίνει ως καρτέλ το ήδη ακριβότερο πετρέλαιο, το γάλα, την τιμή της μονάδας στο κινητό, όλοι μαζί συννενοημένοι να σε χρεώνουν στα 45» πλέον, όχι στα 30», συννενοημένοι, στα μουγγά, και εσύ να μην έχεις ούτε αυτά να δώσεις.

Εταιρίες να μπλέκονται σε σκάνδαλα, εκατομμύρια ανασφάλιστα αυτοκίνητα, να παρακαλάς να μη σε βαρέσει κανένα, κλοπές, πρεζόνια, ημεδαποί και μη με στιλέτα στην τσέπη τα βράδια, ο κάθε Ψωμιάδης να κατουρά σε ένα σάπιο δικαστικό σύστημα, και να βγαίνει γελώντας ενώ μόλις τον πιάσανε γιατί τον κυνηγούσε ιντερπολ και ως φυγά, δίπλα ο άλλος να παθαίνει καρδιακό γιατί χρώσταγε τρία χιλιάρικα. Παράνοια. Σε κάθε προσπάθεια σωτηρίας θα χωθεί και κάποιος τραμπούκος, θα κάνει την ελπίδα στρατευμένη, τελικά θα φύγεις αηδιασμένος, το όνειρο να γίνεται σαπίλα.

Και στις ειδήσεις, να σε απειλούν με όρους ακαταλαβίστικους, σπρεντ, κούρεμα, αγορές, να μην καταλαβαίνεις, να θες πέντε μάστερ να δεις ειδήσεις, ο Πάγκαλος να σου λέει μαζί τα φάγαμε, ο Χρυσοχοϊδης να μιλά για επενδύσεις δισεκατομμυρίων, ο Παπουτσής να δικαιολογεί τον ματατζή που κοπανάει τον άνθρωπο που λέει μη με βαρέσεις, και εμείς να κοιτάμε όταν ατιμώρητα χημικά με σκοπό να δολοφονήσουν ρίχνονται στους αποπνικτικούς χώρους του μετρό, χτυπώνται γιατροί που παρέχουν πρώτες βοήθειες, απλοί άνθρωποι με παιδιά.

Κόμματα υπερχρεωμένα σε τράπεζες, αληθινά χρεωμένα, με δάνεια, πολιτικές χρεωμένες σε επιχειρηματίες που τις κράτησαν ζωντανές, σε Ευρωπαίους, σε Αμερικανούς, σε ισραηλινούς, σε Κύπριους και Τούρκους, σε μπίζνεσμαν, από την Σαουδική Αραβία, στο κεφάλαιο, τους Κινέζους, που μοιράζονται ορυχεία χρυσού, άφαντες μελλοντικές πετρελαιοπηγές, αοζ, που στέλνουν καράβια με γιατρούς στο έλεος των οποίων θέλουν να τα βυθίσουν, απόπειρες δολοφονίας Ελλήνων πρωθυπουργών, φυσικά αέρια, ψυχρός πόλεμος στα πόδια μας, κοιτάμε, χαζεύουμε αμίλητοι.

Και σε όλα αυτά, κανένα μέλλον, καμία διέξοδος, μπροστά μας χρεωκοπία, οι ίδιοι πολιτικοί, οι ίδιες ιδέες, καμία ελπίδα, τίποτα ορατό.

Χρεωκοπία ρε φίλε. Χρεωκοπία.

Υ.Γ.: Video που κοινοποίησε η @Cyberela

Πολλές φορές, προσπαθώ να θυμάμαι ότι δεν είμαι καλύτερος από κανέναν, και κανείς καλύτερός μου.

Μπορώ να κάνω τα ίδια λάθη με όλους. Με τον γιατρό, που ξεχνάει ένα σφουγγάρι στην εγχείρηση, με τον επιστήμονα, που δίνει σε στρατιωτικό την φόρμουλα για τον πυρηνικό όλεθρο, με το πρεζόνι στην γωνία, που του έδωσαν και δοκίμασε, με τον τσαντάκια, που θα τα φάει στις γκόμενες, με τον μπάτσο, που θυμωμένος, χτυπάει ένα άοπλο παιδί.

Τα ίδια λάθη με όλους.

Όταν σκέφτομαι έτσι, όταν δεν νιώθω θεός, αλάνθαστος, μπορώ και να καταλάβω τους άλλους. Όχι να τους δικαιολογήσω, ή να τους αποδεσμεύσω από τις ευθύνες τους, αλλά, τουλάχιστον να τους καταλάβω, να μην πω «αυτοί – και εμείς», αλλά εμείς, σκέτο.

~

Γιατί ο πρόλογος; Γιατί προσπάθησα, με τα ίδια κριτήρια, χωρίς καμία σταθερή, μόνο με υποψίες, να καταλάβω και την πρωθυπουργική ομάδα που προσπαθεί να μας «σώσει».

Σκέφτομαι, δηλαδή, για μία στιγμή, ότι πιστεύουν αυτό που κάνουν. Οτι ρε παιδί μου δεν είναι προδότες, δεν είναι δοσίλογοι, δεν θέλουν το κακό μας, δεν θέλουν να πεινάσουμε, ότι έχουν ένα ιδεώδες, ότι έχουν μία δουλειά να κάνουν, όχι να μας εξοντώσουν, ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, οτι θέλουν να μας βοηθήσουν – ότι θέλουν στ’ αλήθεια να μας βοηθήσουν.

(είναι δύσκολο, το ξέρω, αλλά μείνε μαζί μου λίγο εδώ)

Αν ισχύει, δεν λέω ισχύει, λέω αν, αν ισχύει, τότε το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο από όσο νομίζαμε.

Αν πράγματι πιστεύουν ότι κάνουν το σωστό, είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα από όσο είχαμε υπολογίσει με την λογική ότι κάνουν λάθος – και το ξέρουν. Γιατί αν νομίζουν ότι πραγματικά προσπαθούν να μας σώσουν, τότε υπάρχει βασικότερο λάθος, πιο τρομαχτικό από μία απλή χρεωκοπία.

Ο πρωθυπουργός έφερε την αποδοχή του Μνημονίου στην βουλή, ζητώντας μόνο 151+ ψήφους, πράγμα που το καθιστά αυτόματα αντισυνταγματικό (εδώ η αντίθετη άποψη του ΣτΕ με βάση αυτήν την εισήγηση).

Για το καλό μας.

Προσέξτε το λίγο αυτό: Για το καλό μας. Δεν ερωτηθήκαμε, δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να διαφωνήσουμε, δεν μας δόθηκαν όλα τα στοιχεία, δεν είχαμε λόγο στα κέντρα αποφάσεων.

Πέντε-δέκα τύποι αποφάσισαν ότι η Ελλάδα πρέπει να σωθεί, και θα σωθεί, αδιαφορώντας τι θα πουν οι κάτοικοί της.

Ότι το τίμημα ήταν αδιαπραγμάτευτο, πρέπει να σωθεί, ανεξαρτήτως τι επίπτωση θα έχει αυτό ατομικά στους πολίτες.

Αν θέλεις, πιο νωρίς είχε ξεκινήσει το κακό: Η υπόθεση που κάνω, είναι πως ο τωρινός πρωθυπουργός ήξερε πολύ πριν την ανάληψη της εξουσίας ότι τα δημοσιονομικά μας ήταν σε άθλια κατάσταση, η υπόθεση που κάνω είναι ότι ο προηγούμενος πρωθυπουργός παρέδωσε στην ουσία την εξουσία σ΄αυτόν που ήταν διατεθημένος να αναλάβει το πολιτικό κόστος να σώσει την χώρα (βάλτε εισαγωγικά αν θέλετε, ή βάλτε να ξεπουλήσει την χώρα, ή να κερδοσκοπήσει από την κατάσταση, ότι θέλετε εσείς, το νόημα θέλω να πιάσετε) με αντάλαγμα την πλήρη αμνηστία που αυτό συνεπάγεται. Το λιγότερο όμως που δεν χρειάζεται υπόθεση, είναι πως, σύμφωνα με τον Στρος Καν, η εξωτερική «βοήθεια» ήταν γνωστή στην πρωθυπουργική ομάδα (και πιθανότατα στους κερδοσκόπους) πολύ πριν γίνει γνωστή σε εμάς.

Ξαναλέω: αυθαίρετα συμπεράσματα, ελάχιστα γνωστά στοιχεία. Υποθέσεις κάνω.

Το πρόβλημα λοιπόν σύμφωνα με αυτές τις υποθέσεις, είναι πως δεν μας έδωσε, με κανέναν τρόπο την δυνατότητα να αποφασίσουμε εμείς τι θέλουμε.

Και, το πρόβλημα που προκύπτει, είναι πως η εξουσία βρίσκεται στα χέρια κάποιου που την ασκεί χωρίς, ούτε την λαϊκή, ούτε καν την βουλευτική εντολή.

Για το καλό μας.

Αν δεχθούμε ότι αυτό το παράλογο, αστήρικτο σενάριο υφίσταται, πρέπει, θεωρώ, να αναρωτηθούμε γιατί.

Γιατί δεν μας δόθηκαν επιλογές;

Γιατί δεν μας δόθηκαν πλήρη στοιχεία;

Γιατί δεν ήμασταν συμμέτοχοι (και συνένοχοι αν θέλεις) στις αποφάσεις;

Η τρομακτική απάντηση λοιπόν που μπορώ εγώ να δώσω, είναι ότι ξέρουν.

Ξέρουν.

Ξέρουν ποιος τους ψήφισε. Ξέρουν γιατί τους ψήφισε. Ξέρουν πως τους ψήφισε.

Έχουν μία ξεκάθαρη εικόνα για εμάς, και έχουν μία ξεκάθαρη εικόνα γι’ αυτούς.

Δεν μπορούν να μας εμπιστευτούν, γιατί ψηφίσαμε σαν πρόβατα. Δεν μπορούν να μας εμπιστευτουν γιατί, σαν τους ιθαγενείς μαγευόμασταν με καθρεπτάκια και χάντρες.

Σοβαρά τώρα: Θα αφήνατε το μέλλον μιας χώρας σε κάποιον που θαμπώνεται από χάντρες;

Ξέρουν λοιπόν ποιος τους ψήφισε.

Ξέρουν ότι οι έλληνες βουλευτές βγήκαν, εν πολλοίς, είτε γιατί ήταν όμορφοι, έγραφαν ωραία στο γυαλί, είχαν λυρικό (όχι απαραίτητα πολιτικό) λόγο, γιατί ήταν παροχείς θέσεων, γιατί ήταν γνωστοί σε ένα χαρτί με τριάντα ονόματα. Ανίκανοι να κάνουν ζάφτι ακόμα και το σπίτι τους, παπάρες, φαμφάρες άσχετοι και με την πολιτική, και με την εξουσία, βγήκαν με άλλα κριτήρια, που τους καθιστούσε επικίνδυνους.

Ξέρουν λοιπόν γιατί τους ψήφισε.

Ξέρουν πως, η εξουσία τους είναι αποτέλεσμα συναλλαγών, κάθε άλλο παρά νόμιμων ή ηθικών, υποχωρήσεων που τώρα πληρώνουμε, ενός παράλογου υπερφίαλου κράτους που μεταφράστηκε σε γραφειοκρατεία που τώρα πληρώνουμε, παραθυράκια σε νόμους που τώρα πληρώνουμε.

Ξέρουν λοιπόν πως τους ψήφισε.

Ξέρουν.

Δεν λέω ότι ξέρουν την αλήθεια. Μπορεί ξεράδια να ξέρουν. Αλλά, τουλάχιστον, κάτι έχουν καταλάβει.

Και, με την αίσθηση ανωτερότητας που τους χαρίσαμε, είτε από τις άστοχες και επικίνδυνες επιλογές μας, είτε γιατί αδιαφορήσαμε για την διαδικασία, μας κοίταξαν σαν πρόβατα.

Και πήραν αποφάσεις για λογαριασμό μας.

Μας αγνόησαν, ως ηλίθιους ιθαγενείς, μας είπαν αδιαφορούμε για την γνώμη σας, έχουμε πολύ σπουδαιότερα πράγματα να λύσουμε, πιο μεγάλα από εσάς, έφεραν τα ΜΑΤ να μας βαρέσουν και να μας ψεκάσουν όταν, ξαφνικά, λίγοι από εμάς σήκωσαν κεφάλι, μας κοίταξαν ως κακομαθημένα όταν, ελάχιστοι από εμάς, τους πέταξαν γιαούρτια αγανάκτησης.

Για το καλό μας.

Μας;

Αφού δεν έχουμε λόγο, δεν έχουμε γνώση, δεν έχουμε γνώμη, δεν έχουμε εξουσία, δεν μπορεί να γίνεται για το καλό μας. Το σενάριο «τα κάνουμε όλα αυτά για το καλό σας, δεν σας ρωτάμε για το καλό σας, δεν σας λαμβάνουμε υπόψιν για το καλό σας, δεν θα σωθείτε όλοι για το καλό σας, κάποιοι θα πεινάσουν για το καλό σας, κάποιοι θα πεθάνουν για το καλό σας, θα καταστραφούν για το καλό σας, θα σας τρομοκρατήσουμε για το καλό σας, θα σας φέρουμε σε απόγνωση για το καλό σας», μου φαίνεται πιο τρομακτικό, πιο απεχθές, από οποιοδήποτε άλλο.

Με τρομάζει πολύ αυτό το καλό μας.

Υ.Γ.: Δεν διεκδικώ το αλάνθαστο στις σκέψεις μου. Τις μοιράζομαι περισσότερο από συναίσθημα, λιγότερο με λογική σκέψη. Οπότε σας ζητώ να διαφωνήστε με αντίστοιχο τρόπο με τις προθέσεις μου.