Πριν απο λίγες μέρες στην Ψιλικατζού / Κωνσταντίνα, της οποίας το blog είναι συχνά ένα ποίημα:

Μείναμε πρώτη φορά μόνες με την Α. Την ρώτησα αν είναι ευχαριστημένη με το σπίτι. Για πρώτη φορά ήταν χείμαρος. Ήταν πολύ ευτυχισμένη, μου είπε . Η λέξη «ευτυχισμένη» δεν έχει βέβαια να κάνει με αυτό που νοιώθει ο καθένας μας ως ευτυχία. Η δική της ευτυχία δεν έφτανε ως τον ουρανό. Είχε ένα αόρατο ταβάνι που δεν την άφηνε να πάει παραπάνω. Το δικό της «ταβάνι» λεγόταν γονείς. Μου εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν ευτυχισμένη γιατί για πρώτη φορά ήταν μαζί με τα άλλα τέσσερα μικρότερα αδέλφια της και για πρώτη φορά τα έβλεπε χαρούμενα.

Να πάτε και να διαβάσετε όλο το post, είναι πολύ όμορφο.

btw, να διαβάσετε και την πρόταση νόμου για τις υιοθεσίες. Δεν γνωρίζω ούτε νομικά, ούτε το ισχύον καθεστώς – αλλά όσοι απο εσάς καταλαβαίνουν και συμφωνούν, μπορούν να υπογράψουν την σχετική αίτηση.

Έχω πάει σε συναυλία του Μίκη Θοδωράκη δύο φορές.

Η πρώτη, πριν κανα-δυο χρόνια, η δεύτερη την Παρασκευή.

Για όσους δεν έχουν πάει, το σενάριο λέει οτι προβάλλονται ταινίες για τις οποίες έχει γράψει μουσική ο Μίκης, και μετά παίζονται, ζωντανά ή ιστορικές σκηνές όπως η χούντα, η ιρλανδία και η παλαιστίνη, και ακούγονται τραγούδια του Μίκη εναρμονισμένα με το θέμα.

Και τις δύο φορές, δάκρυσα σε μία σκηνή.

Είναι, αν δεν κάνω λάθος απο την ταινία «ο θανάσης στην χωρα της σφαλιάρας» (ή της καρπαζιάς, ή κάτι τέτοιο), όπου ο Θανάσης Βέγγος κρατάει στα χέρια του ένα νεκρό παιδί, και κλαίει βουβά, μπροστά απο μία εκκλησία.

Δεν υπάρχει τίποτα άλλο στην σκηνή. Ο Θανάσης, το παιδί, η εκκλησία, και το βουβό κλάμα.

Δεν ξέρω αν καν ακούγεται τραγούδι εκει.

Δεν έχει και τόση σημασία άλλωστε.

Update: Κάποιος καλός άνθρωπος ανέβασε το video. Το βρήκα την ημέρα της είδησης του θανάτου του Θανάση Βέγγου. Στο 0:42» η σκηνή.

Το έγραψα στο blog του thas, σαν comment. Αλλά αυτός ο άνθρωπος έχει μία ανεξήγητη δύναμη να βγάζει τα καλύτερά μου – πράγμα εξόχως ενοχλητικό, ειδικά όταν προσπαθείς να τα καταχωνιάσεις.

Τέλος πάντων, σε τούτο το σχόλιο, βρήκα όλα αυτά που θα ήθελα να πω, για μετακομίσεις blog και διευθύνσεων, για τους παλιούς, για τα ουσιαστικά ποστ.

Μπλογκ, ποστ, κόμμεντς, βιζιτορς, βρυπάνες, γουορντπρές, μπλόγκερ, μούντς, μπλογκρολς, πίνγκς. Κάπως τούτο δω, απο μηδέν και ένα έγινε πολύ και ουσιαστικό.

Και ουσιώδες.

Σας παραθέτω το σχόλιο, και σας στέλνω και στο υπέροχο κείμενο που οδήγησε τούτη την κουβέντα.

Μα, έχεις δίκιο σύντροφε. Καθόλου δεν βρεθήκαμε. Χαθήκαμε, κάπου εκεί στα εγώ WordPress εσύ blogger – με ίδιο και απαράλλαχτο τεμπλέητ, συγκινούμαι.

Έτσι σε έμαθα, δεν άλλαξες. Σαν τα καφενεία της γειτονιάς, πάντα εκλυστικά στην συνέχειά τους, την χρονική.

Εγώ, του χρώματος δεν είμαι. Λευκός, σαν την αθωότητα που ποτέ δεν είχα, σαν να την φωνάζω πίσω πάλι. Αδίκως. Γελιέμαι.

Έβαλα και φατσούλες, τρομάρα μου, «όταν το έγραφα ήμουν…» γέλασες, δεν γέλασες; Καμία απορία στον αναγνώστη, μασημένη τροφή. Ουδέν μυστικό. Αμερικανιές.

Αλλά πάλι, έτσι είμαι εγώ φαίνεται. Μοντέρνος. Μέχρι και το τσιτάτο του kuk (το θυμάσαι; «Κάτι δεν πάει καλά μ’ αυτόν, τόσο νέος και να γράφει έτσι») άφησα στην μετακόμιση. Άφησα τα ουσιαστικά και έβαλα τα «μοντέρνα».

Μακάρι να ‘ναι για καλό.

Αλλά πάντως, στο λέω. Σέβομαι (και ας έκανα πλάκα πριν). Σε βάζω σ’ αυτούς που δεν πουλήθηκαν σε βρυπανες και τζούρναλς, ατόφιος, ίδιος.

Σε σένα η ξ πρέπει να δώσει την τιμή, όχι σε μένα. Αλλωστε, σ’ αγαπάει πιο πολύ, στο λέω.

Ματς στα μούτρα σου, με ανάμνησες μεσημεριάτικα.

(Ο Νικόλας είναι παλιότερος. Τον είδα και είπα «αχ – να ‘γραφα και εγώ έτσι. Μετά έγραψα (όχι έτσι) και με διάβασε, ο χαζός, και του άρεσα. Ακόμα περιμένω να (ξανα)διαβάσω κείνα τα αρώματα – αλλά τι να πεις, sripta δεν manem. Ουδεν αστειέστερο του προσωρινού της οθόνης)

Αν δεν καταλάβατε (οι καινούργιοι συνήθως) τι είναι αυτά τα ξ και Νικόλας και kuk και τέτοια, μην αγχώνεστε. Και ο δικός σας ο κόσμος, τέτοια έχει, απλώς εμείς γεράσαμε κοντά δυο χρόνια τώρα, και κάπου τα αρώματα μας ζαλίζουν…

Υστερόγραφο. Αν έρθεις και συ στο τσανάκι μου, ρε φίλε, πες μου πως καταφέρνεις να με κάνεις έτσι. Τέτοιον.

Περίεργο πράγμα, αλήθεια.

Δεν με αναγνωρίζω.

Είχα σκοπό να γράψω κάτι άλλο, αλλά τούτο δω είναι πρόσφατο, και δεν θέλω να το χάσω.

Φίλος ερωτεύτηκε πριν απο κανα χρόνο. Καλό παιδί, ήσυχο, λιγουλάκι περίεργος – όπως όλοι μας.

Βρήκε μια κοπέλα να δώσει τον έρωτά του.

Η κοπέλα του βέβαια, κουβαλούσε τα δικά της προβλήματα. Όπως όλοι μας.

Τα προβλήματά της είναι κυρίως με την οικογένεια (όπως όλοι μας) αλλά λίγο πιο σοβαρά, πιο επίμονα.

Και, κυρίως, εκνευριστικά.

Κρατάνε απο τότε που γνωριστήκανε τα παιδιά, και μάλλον αρκετό καιρό πιο πριν.

Τώρα λοιπόν, πρόσφατα, η κοπέλα (ας την πούμε Σωτηρία), πήγε στον φίλο μου (ας τον πούμε Ανέστη), και του είπε:

«Θέλω να χωρίσουμε, γιατί δεν μπορώ να σε κουράζω με τα προβλήματά μου.»

Ο Ανέστης το πάλεψε για λίγο καιρό, αλλά δεν κατάφερε να την πείσει, και πράγματι, χωρίσανε. Ο ίδιος μου έλεγε οτι έτσι και αλλιώς είχε κλονιστεί η εμπιστοσύνη του.

Είχα συναντήσει παρόμοια συμπεριφορά και στο παρελθόν, με άλλο ζευγάρι.

~

Συζητάω με γυναίκες για τούτο δώ, και φαίνεται πως, παρότι βγάζουμε άκρη, παραμένει ένα μυστήριο:

Γι’ αυτό τον χώρισε;

Εγώ λέω να εκτεθώ, και να καταθέσω την άποψή μου:

Ο έρωτας δεν είναι μόνο πράσινα λιβάδια, έρωτας με την πρώτη ματιά, τραπέζι με κεριά, μπάνιο με κεριά, υπέροχος έρωτας, και να γελάς με όλα τα αστεία του/της.

Ο έρωτας είναι και μαλάκας αφεντικό, ατύχημα με σπασμένο πόδι, να χάσεις το λεωφορείο, να βρέχεσαι και να κρυώνεις στο ραντεβού, μαλάκας πατέρας.

Κοινώς, ο έρωτας δεν είναι μόνο ηρεμία. Είναι και εγρήγορση.

Θέλω κάθε σχέση (δική μου, αλλονών) να είναι σχέση μεταξύ δύο εγωϊστών. Ο καθένας απο τους δύο να προσπαθεί να περνάει όσο καλύτερα γίνεται πρώτα αυτός – και μετά το ταίρι του. Δεν θέλω μία σχέση με θυσίες, με χρεωστικά, με «εγώ που στα έδωσα όλα». Θέλω μία σχέση (δική μου, αλλονών) με «στα έδωσα όλα γιατι γούσταρα πρώτα εγώ – άρα δεν μου χρωστάς μία».

Ετσι, θα περίμενα (θα ήλπιζα ίσως) η «Σωτηρία» να πει «άκου να δεις, αυτά τα προβλήματα έχω, άμα γουστάρεις κάτσε, άμα δεν γουστάρεις στο καλό«.

Και ότι και να έκανε ο «Ανέστης», μαγκιά του, αυτός ήξερε καλύτερα. Θα έβαζε τον δικό του εγωϊσμό να δουλέψει, και θα έλεγε «περνάω τόσο καλά μαζί της που δεν με ενοχλούν τα προβλήματα» ή «δεν το αντέχω, άντε γεια»

Δικός του λογαριασμός.

Αλλά τώρα, ποιά η επιλογή;

Δεν έχει δικαίωμα ο Ανέστης να πει «Μπορώ» ή «Δεν μπορώ». Η Σωτηρία αποφάσισε αυτή για πάρτη του: Δεν μπορείς.

Άδικο για τον «Ανέστη». Τον αδικεί η Σωτηρία. Του στερεί την ορμή, την προσπάθεια να αποδείξει σ’ αυτήν και στον εαυτό του πόσο πολύ την αγαπά. Και αυτό είναι ευνουχισμός, ανώτερος και βαθύτερος απο οποιονδήποτε άλλον έχει εφευρεθεί στην ιστορία.

Για να τον προστατέψει, τον ευνουχίζει.

~

Παλιότερα, προσπαθούσα να πείσω άλλον φίλο μου να ερωτευτεί. Πάει καιρός, αλλά το πνεύμα ήταν «Να πονέσεις ρε μαλάκα. Μην φοβάσαι να πονέσεις. Δεν θα αξίζει πάντα, αλλά όταν αξίζει, θα αναστηθείς«.

Δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ο έρωτας πρέπει να είναι πλήρης, με τα λιπαρά του και με τα όλα του.

Με τα πάνω του – και με τα κάτω του.

Μακάρι να μπορούσα να το εξηγήσω στην Σωτηρία.

Και στις Σωτηρίες όλου του κόσμου.

i Love U

Για τους μαζί:

Ετσι αποκτά την πλάκα του το blog. Όταν μπορείς να γυρίσεις έναν χρόνο πίσω, στο ίδιο γεγονός, και να δεις τι έγραφες τότε.

Ενα χρόνο πριν, το διασκέδαζα μονάχος. Φέτος, έχω και παρέα.

~

Δεν έχω πρόβλημα με το να αλλάξω γνώμη. Σήμερα πιστεύω έτσι, αύριο αλλάζουν τα πράγματα, προσαρμόζομαι, πιστεύω αλλιώς. Γι’ αυτό και δεν είμαι ποτέ απόλυτος στις απόψεις μου, γιατί δεν ξέρεις τί σου ξημερώνει αύριο.

Αλλά μ’ αρέσει πολυ να συμφωνώ με το παρελθόν μου. Όπως τότε που έλεγα «καλώς υπάρχει» όταν ήμουν μόνος μου, και λέω τώρα «καλώς υπάρχει» όταν είμαι με την καλή μου.

Και, βέβαια, τα έφερε η μοίρα η γιορτή του Βαλεντίνου να είναι στην περίπτωσή μου διήμερο. Ένας λόγος παραπάνω να έχει έξτρα νόημα αυτή η γιορτή: όταν όλοι οι άλλοι προετοιμάζονται, εμείς ήδη ήμαστε στα πανηγύρια :).


Για τους μόνους:

Απο έναν καμένο πάντως, που πέρασε (όχι λίγες) Βαλεντινοκαταστάσεις μόνος του, αξίζει πιστεύω μία κουβέντα για αυτούς που είναι μόνοι τους:

Ξέρω οτι περιμένετε. Και εγώ περίμενα, γι’ αυτό το ξέρω. Περίμενα κάτι να αξίζει. Όχι οτι τα άλλα δεν αξίζουν, αλλά να ρε γαμώτο, δεν ήθελα ούτε να κοροϊδεύω, ούτε να κοροϊδεύομαι.

Για αυτούς που περιμένουν κάτι να αξίζει, αξίζει να περιμένουν.

Αν υπάρχει κάτι που σε ενδιαφέρει, κυνήγησέ το. Αν όχι, περίμενε.

Δεν σου λέω τι να κάνεις, γιατί εσύ ξέρεις καλύτερα απο μένα. Αλλά σου λέω οτι αν είσαι τέτοιος άνθρωπος που νιώθεις την ανάγκη να δωθείς, είσαι τέτοιος άνθρωπος. Ούτε καλός ούτε κακός, ούτε εντός ούτε εκτός μόδας, ούτε άχρηστος ούτε Θεός. Αν περιμένεις να αξίζει, αξίζει να περιμένεις.

Εχω μάθει το εξής: ολοι έχουν κάποιον. Έχω α-θλι-ό-τα-τους φίλους που έχουν κάποιον. Άνθρωποι που δεν φαίνεται να το αξίζουν έχουν κάποιον. Και όσοι δεν έχουν, βρίσκουν.

Το ποιο πιθανό είναι και εσύ να βρεις. Οχι «κάποιον» αλλά εκείνον τον άνθρωπο που θα του τα δώσεις όλα. Που θα αξίζει να τα δώσεις όλα. Που ακόμα και αν κάποια στιγμή δεν μοιάζει να αξίζει, πάλι σου έκανε ένα δώρο: σε έπεισε οτι Ξέρεις (Μπορείς, Θέλεις, Γουστάρεις) να τα δώσεις όλα.

Περίμενε. Θα δεις. Εχεις ήδη το ποιο σημαντικό συστατικό (και μην αφήσεις κανέναν να σου πει το αντίθετο): Την ποιότητα στην επιλογή σου.

Αυτή η γιορτή είναι πιο δούναι παρά λαβείν.

Σε αντίστροφη μέτρηση, για να έχει αγωνία:

Μικρός ΑρκούδοςΤρία: άλλαξα, όπως όλοι βλέπετε, blog. Είναι περίεργο να αλλάζεις κάτι που έχεις συνηθίσει τόσο καιρό. Σαν να μετακομίζεις σε άλλο σπίτι – άντε να το βρουν οι φίλοι σου, άντε να μάθεις που έχει ΕΒΓΑ και τι ώρα κατεβάζεις εδώ σκουπίδια.

Θα το μάθεις, αλλά δεν θα πάρεις χαμπάρι πιο έντονα την αλλαγή απο την στιγμή που -διστακτικά ή με πάθος- πεις «ναι»

…ή στην περίπτωσή μας, πατήσεις το ok.

Δύο: νέο κινητό. Με επιδότηση απο την Cosmote 100€ (και άλλα 60€ κρυφά) απέκτησα το w800i. Πρώτη εντύπωση καλή, περισσότερα σε review.

Μέχρι όμως να το κάνω όπως ήταν το παλιό (τηλέφωνα, φωτογραφίες, contact’s, παιχνίδια και ήχους κλήσης) θα μου έχει περάσει η εντύπωση του καινούργιου 🙂

Ένα: Καινούργιο μέλος στον υπέροχο κόσμο που ζούμε. Η Γεωργία, καινούργια φίλη -είχε μείνει έγκυος τις ημέρες που γνώρισα την καλή μου- γέννησε εχθές ένα υγιέστατο μελλοντικό (στρουμπουλό) καταναλωτή.

Λέω στο μωρό να κάνω δώρο ένα blog. Είναι μικρό ακόμα για κινητά.

..σαν τις ταινίες.

Περιγράφω:

Μόλις είχε ξημερώσει. Το κουδούνι της πόρτας του χτύπησε. Το επάγγελμα του γαλατά είχε προ πολλού πεθάνει, οπότε ο νους του πήγε αυτόματα στο κακό. Δικαίως. Δυο τύποι τού ζήτησαν να έρθει στην Ασφάλεια για να του κάνουν κάποιες ερωτήσεις.
«Σχετικά με τι;».
«Σχετικά με την επίθεση στον Πρόεδρο της ΓΣΕΕ».

Το υπόλοιπο στο blog του Old-Boy.

Συχνά – πυκνά, χαίρομαι να σε διαβάζω, μπαγάσα.

Να ζητήσω συγνώμη απο τον Πιτσιρίκο για την 'διαφημιστική' φωτογραφία της Ζακύνθου. Ήθελα απλώς να δώσω στους επισκέπτες λίγο από νησί, από ελευθερία και από έξοδο.

Με όλη μου την καρδιά, γιατί πρέπει να ξέρουμε και να κλαίμε, όταν ξέρουμε και να γελάμε.

Σ’ ένα Παπόρο μέσα

Σ’ ένα Παπόρο μέσα
όλοι μέσα όλοι μέσα
σ’ ένα Παπόρο μέσα μας εμπαρκάρανε
γαλέτες παξιμάδια, γαλέτες παξιμάδια
γαλέτες παξιμάδια μας ετρατάρανε

Ζάκυνθος Κέρκυρα
δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ

Κ ένας Κεφαλλονίτης κι’ ένας Κεφαλλονίτης
Κι’ ένας Κεφαλλονίτης αφ’ την Κεφαλονιά
τα ρούχα του γυρεύει τα ρούχα του γυρεύει
τα ρούχα του γυρεύει δεν τά’ βρε πουθενά.

Ζάκυνθος Κέρκυρα δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ.

Καπέλο κροκιδένιο καπέλο κροκιδένιο
καπέλο κροκιδένιο και στρίλινο βρακί
πιστόλα καλαμένια πιστόλα καλαμένια
πιστόλα καλαμένια και βέργινο σπαθί.

Ζάκυνθος Κέρκυρα δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ

Περνάμε από Λευκάδα περνάμε από Λευκάδα
περνάμε από Λευκάδα και έχει ξαστεριά
μα εμείς επιθυμούμε μα εμείς επιθυμούμε
μα εμείς επιθυμούμε γρήγορα Λευτεριά

Ζάκυνθος Κέρκυρα
δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ

Στην Κέρκυρα μας πάνε στην Κέρκυρα μας πάνε
στην Κέρκυρα μας πάνε να μας δικάσουνε
μα εμείς θα τραγουδάμε μα εμείς θα τραγουδάμε
μα εμείς θα τραγουδάμε ώσπου να φτάσουμε

Ζάκυνθος Κέρκυρα δεν θα σας ξαναδώ
Ζάκυνθος Κεφαλονιά δεν θα σας ξαναδώ.

Το Σάββατο έκανα μία βόλτα στην παλιά μου γειτονιά.

Μέχρι τον σεισμό του ’99, έμενα στις εργατικές πολυκατοικίες της Κηφισιάς. Ο κόσμος συνήθως άκουγε μόνο το ‘Κηφισιά’ και έχανε το εργατικές πολυκατοικίες, που δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για κανέναν που δεν έχει μείνει εκεί.

Έτσι, κάθε φορά που το έλεγα, έπρεπε να το τονίζω: Εργατικές Πολυκατοικίες.

Πέρασα εκεί αρκετά απο τα εφηβικά μου χρόνια – της Αθήνας τουλάχιστον.

Υπάρχει ακόμα εκεί ένα γήπεδο μπάσκετ, που με έκανε πολύ περήφανο για τα τρίποντα που βάραγα, ο «Κυριάκος» ένα mini market που με έκανε να αντιληφθώ τον ανταγωνισμό των «μικρών» με τους «μεγάλους» – και συγκεκριμένα με τον Βερόπουλο που έχει εκεί κοντά, τον παραλογισμό να βλέπεις δίπλα-δίπλα ένα ντάτσουν και μία μερσεντές, και, πάνω απο όλα, την αξία να έχεις ησυχία και λίγα αυτοκίνητα κάτω απο τον δρόμο σου.

Και το κόστος που έχει αυτό.

Το νοίκι ήταν καλό, αλλά η υγρασία εμφανιζόταν κάθε βράδυ, έκανε τα αυτοκίνητα να ποτίζουν και τα κόκκαλα να τρίζουν. Κεντρική θέρμανση δεν υπήρχε, χρησιμοποιούσαμε σόμπα πετρελαίου, που δεν την χώνευα πολύ, λόγω της μυρωδιάς – αλλά ζέσταινε καλά η ρουφιάνα.

Τα σπίτια ήταν τετραόροφα, οπότε δεν υπήρχε θέμα ασανσέρ.

Η απόσταση απο τον σταθμό της Κηφισιάς είναι περίπου 20 λεπτά με τα πόδια, σε μικρά, στενά πεζοδρόμια, και απο εκεί χρειαζόμουν μισή ώρα με το τραίνο (τριαντα πέντε λεπτά απο την ώρα που ξεκίναγε) για να φτάσω Ομόνοια.

Μετρημένα πράματα.

Πήγαμε λοιπόν εκεί, και κάναμε βόλτα σε -ακόμα χιονισμένα- δρομάκια. Δεν θυμόμουν τίποτα.

Μετά τον σεισμό, είχαν αλλάξει πολλά. Στο πίσω μέρος του σπιτιού είχε μία τεράστια αλάνα, χωράφια σκέτα – μετά τον σεισμό, ασφαλτωθήκανε ωστε να μπουν τα κοντέινερ των σεισμοπαθών.

Ένας μεροκαματιάρης πρωην γειτονας μου (δεν τον ηξερα καν) μου είπε οτι εκείνα τα χρόνια μετά τον σεισμό, ήταν πολύ δύσκολα…

Αρκετοι δικαιούχοι πάντως έχουν φύγει, και τα νοικιάζουν.

~

Τώρα μένω σε μία πολύ καλύτερη γειτονιά, στα Πατήσια. Πιο ζεστά, πιο κοντά, πιο εύκολα. Το σπίτι το νοίκιασα μόνος μου, και το επίπλωσα μόνος μου.

~

Παρόλα αυτά, οι αναμνήσεις κάνουν αυτό το μέρος πολύ ρομαντικό, και απο αναμνήσεις, άλλο τίποτα…

~

Το point? μία μέρα, θα φύγω απο τα Πατήσια. Θα πάω κάπου αλλού, θα τα ξεχάσω (όπως έχω ξεχάσει την Κίου, εκεί που έμενα πιτσιρικάς) και θα μ’ αρέσει πολύ περισσότερο εκεί.

Ας φροντίσω τώρα να θυμάμαι τα πάντα απο εδώ, να γελάω με τα πάντα απο εδώ και να χαίρομαι τα πάντα απο εδώ. Γιατί κάποτε θα τα νοσταλγώ.

~

Δεν είχα σκοπό να μου βγεί έτσι αυτό το post αλλά το αφιερώνω απο καρδιάς στα παιδιά που (νομίζουν οτι) κακοπερνάνε στην Ινδία 🙂 Πάρτε τα καλύτερα παιδιά, μία μέρα (σας εγγυώμαι ότι) θα νοσταλγείτε τις στιγμές που περάσατε εκεί…