Σχετικά αργοπορημένα, γύρω στις 11 παρα λίγο (ας όψετε ο Κωνσταντάρας να παίζει -πολύ πετυχημένα- τον Μαυρογυαλούρο), φύγαμε με την Ελεάνα για την εκκλησία. Δεν θα πηγαίναμε στην συνοικιακή, αντιθέτως. Κάπου στα Λιόσσια, ο πνευματικός της, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής (και εκ παραδρομής και Αττικής) θα έψαλε το «Χριστός Ανέστη», και θα ήθελε, αφού πρώτη φορά δεν θα έκανε με την οικογένειά της ανάσταση, να το ακούσει απο εκείνον. Και καθώς συμπαθώ (πιο σωστή λέξη είνα το «σέβομαι» – όχι λόγω θέσης, αλλά λόγω κάποιων από τις απόψεις του) τον Νικόλαο, και κυρίως δεν ήθελα με τίποτα να της χαλάσω χατίρι, συμφώνησα ευχαρίστως.
Ήταν, όμως, ένα μικρό ταξίδι.
Με τα πολλά, σε μία άδεια Αθήνα, φτάνουμε στην αττική οδό. Απο εκεί, έξοδος επτά, λίγο μπέρδεμα με την Δημοκρατίας που γίνεται Αθηνών, σαν να χανόμαστε.
Πλησιάζει η ώρα στο μεταξύ, ε;
Βρίσκουμε ένα περίπτερο και ρωτάω.
«που θέλετε να πάτε;»
«στην Παναγία την Σουμελά»
«α, το υπόγειο που έχτισε ο ρώσος;»
«…ε, ναι, μάλλον…»
«ναι, ναι, εκεί» και μας δείχνει στον χάρτη που έχουμε τυπώσει απο την Μητρόπολη μία διαδρομή άντίστοιχη με την δικιά μας.
Αποφασίζουμε να ακολουθήσουμε την δική μας, αλλά… «το υπόγειο που έχτισε ο ρώσος;»
Λογικό, μου λέει η Ελεάνα, αφού λέγεται Παναγία Σουμελά. Ίσως είναι ρωσοπόντιος.
Ναι, αλλά το …υπόγειο;
Τέλος πάντων, πρωϊ φτιάχτηκε ο χάρτης, το βράδυ βολτάρουμε εμείς, που να δούμε Γρηγόρηδες και τράπεζες, πάλι ψιλοχανόμαστε, ρωτάμε, το βρίσκουμε.
Κόσμος πολύς. Όλοι μπροστά σε ένα γιαπί.
Παρκάρουμε, πλησιάζουμε.
Γύρω μας ακούμε μόνο ρώσικα. Υπάρχουν και ελληνικές φωνές, αλλά γύρω μας οι περισσότεροι ρώσοι, να συννενοούνται μεταξύ τους. Έχω την αίσθηση οτι οι υπόλοιποι έχουμε έρθει «προσκεκλημένοι» του πάτερ Νικόλαου.
Ο πάτερ Νικόλαος έχει φέρει και το άγιο φως κατ’ευθείαν απο τα Ιεροσόλυμα. Κάνει μία περιφορά γύρω απο το γιαπί, ο κόσμος ακολουθεί, πάμε να ακολουθήσουμε και εμείς, παίρνουμε χαμπάρι οτι πάνω στο γιαπί υπάρχει χώρος υποδοχής οπότε θα κάνει ανάσταση εδώ, δεν ακολουθούμε, πλησιάζουμε.
Πράγματι, επιστρέφουν.
Λειτουργία πριν την ανάσταση, με χωρωδία γυναικών, αντί για ψάλτες. Υπέροχες φωνές, μια διαφορετική εικόνα ήδη.
Απίστευτα χαλαρωτικό.
Έρχετε η ώρα, Χριστός Ανέστη, Χριστός Βασκριές. Χριστός Ανέστη στα ρώσικα. Απαντούν οι γύρω μας, Αληθώς ανέστη, και αντίστοιχα στα ρώσικα, δεν καταφέρνουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε.
Οι αυλικοί μας ανοίγουν πάλι, θα πάνε κάτω στον ναο, (κάτω;) το παίρνουμε χαμπάρι, πάμε; λέει η Ελεάνα, πάμε λέω και εγώ, κατεβαίνουμε κάτι σκαλιά. Μια μεγάλη υπογεια εκκλησία, πολύ λευκή, στους τοίχους βυζαντινές και αναγεννησιακές εικόνες δίπλα δίπλα, οι πιστοί μαζεύονται. Σχεδόν καμία ρωσίδα γυναίκα δεν μπαίνει στον ναό χωρίς μαντίλι, ξεχωρίζουν αμέσως.
Οι φωνές της χωρωδίας να συνοδεύουν τους ιερωμένους, κατάνυξη, διπλή λειτουργία – στα ρώσικα και στα ελληνικά, ο κόσμος κρατά καλαθάκια με κόκκινα αυγά και τσουρέκια. Μία κυρία λέει σε μία άλλη, οτι είναι έθιμο, εκ ρωσίας, να ευλογήσει ο παπάς τα αυγά και τσουρέκια μετά την λειτουργία.
Χαμογελάω συνέχεια, μ’ αρέσουν αυτά που βλέπω, απλός λαός να κάνει ανάσταση, νιώθω τουρίστας, ξένοι κώδικες, ξένα έθιμα, άνθρωποι που ζουν τις ζωές τους μακρυά απο τον τόπο τους και κουβαλούν τις παραδόσεις τους μαζί, σαν φυλαχτό.
Χαμηλοτάβανη εκκλησία, με ψιλοπλακώνει – αλλά ταυτόχρονα κάνει τους λίγους πολλούς, όλους μαζί, συννενώνει.
Συν αυτώ, μου θυμίζει την εικόνα που έχω για τα τεμένη στην ελλάδα, χαμηλοτάβανα υπόγεια και αυτά, νιώθω την αδικία στο πετσί μου, ό,τι διαφορετικό να μπαίνει υπόγεια, να εξαφανίζεται.
(Καταλάβατε γιατί σέβομαι τον Πάτερ Νικόλαο; Γιατί εκεί που άλλοι σπρώχνουν στο χώμα, τούτος το αναδυκνείει με την παρουσία του, το φωτίζει, μας το γνωρίζει. Λέει, όσοι νιώθετε πνευματικά παιδιά μου και θέλετε να κάνουμε Πάσχα μαζί, θα κάνουμε Πάσχα με τους υπόγειους).
Αληθινό Πάσχα.
Ο πατήρ Γρηγόριος, ο κινητήριος μοχλός της εκκλησίας, είναι φανερά ενθουσιασμένος. Πρέπει να φώναξε στους πιστούς Χριστός Ανέστη πάνω απο εκατό φορές, αλλες τόσες στα ρώσικά. Κάπου εκεί στο τέλος μάθαμε το Αληθώς Ανέστη και εμείς, και απαντάγαμε.
Μέχρι τις τέσσερις περίπου, δεν έφυγε (σχεδόν) κανείς. Περίμεναν την ευλογία των αυγών, των τσουρεκιών και των σοκολάτων τους, κάτι που έγινε με ενθουσιασμό, και μετά μας μοίρασαν αυγά.
Η πιο αξιομνημόνευτη ανάσταση της ζωής μου, δεν το συζητώ.
Βαΐσιμα Βασκριές, φίλοι μου 🙂