Αστυνομοκρατούμενη Αθήνα

Η σημερινή αποφυλάκιση των Κασιδιάρη, Παναγιώταρου και Μίχου, μου έφερε στο μυαλό μία παλαιότερη στιγμή μου, που την θυμάμαι, όταν την θυμάμαι, πολύ έντονα.

Δεν ξέρω αν έχω ξαναγράψει γι’ αυτό – δεν βρήκα κάτι – αλλά δεν πειράζει, καλή και η επανάληψη.

~

Μια φορά και έναν καιρό, εργαζόμουν κοντά στην Ομόνοια, το σπίτι μου ήταν στην Κάτω Κηφισιά, και έπαιρνα καθημερινά το τραίνο για να μετακινηθώ.

Εκείνη την ημέρα, Τετάρτη, έφυγα από το γραφείο γνωρίζοντας ότι έχει ντέρμπι στο Ολυμπιακό Στάδιο μεταξύ Παναθηναϊκού και Ολυμπιακού. Το ήξερα, αλλά παρόλα αυτά, επέλεξα να πάρω το τραίνο – αν είχε μέσα Παναθηναϊκούς θα έβγαζα χαριτωμένα τον σκασμό, αν είχε Ολυμπιακούς, ε, θα περνάγαμε ωραία.

Στην αποβάρθρα της Ομόνοιας, χαμός. ΧΑΜΟΣ. Πλήθος κόσμου, κυρίως Ολυμπιακοί, αλλά και άσχετοι, παππούδες, γιαγιάδες που από άγνοια ή από ανάγκη θα μπαίνανε στο επόμενο τραίνο. Παραταγμένα, εκεί, μπόλικα ΜΑΤ, που δεν μιλάνε, είναι απλωμένοι, και φροντίζουν υποθέτω να μην πετάξει κανένας μαλάκας από την πίεση του κόσμου ή για πλάκα κανέναν στις ράγες.

Το τραίνο έρχεται, σχεδόν άδειο. Έχει μέσα κόσμο, επίσης Ολυμπιακούς, που κάθονται – τόσο άδειο το τραίνο – και φωνάζουν συνθήματα βρίζοντας μάνες και γιους.

Κακώς-καλώς, δηλαδή, τυπική ατμόσφαιρα ντέρμπι.

Ο κόσμος μπαίνει, και μαζί τους και εγώ παρά τις όποιες επιφυλάξεις μου. Τι μπορεί άλλωστε να πάει στραβά;

Επόμενη στάση, Βικτώρια. Στην διαδρομή μέχρι εκεί, είμαστε τρομερά στριμωγμένοι, από την γαλαρία ζέχνει το ούζο, υπάρχουν κάτι άγριοι που βρίζουν πολύ, και βαράνε τους τοίχους στα συνθήματα, και μπόλικος κόσμος που απλώς πάει στο γήπεδο και δεν θέλει φασαρίες, ή πάει στο σπίτι του, και παρακαλάει να μην γίνει καμία στραβή.

Μπαίνουμε στον σταθμό της Βικτώριας, και βλέπουμε ΜΑΤ, παρατεταγμένα, σε όλη την απόσταση του σταθμού. Δεν έχει κόσμο, έχει μόνο ΜΑΤ. Όταν λοιπόν ανοίγουν οι πόρτες, γίνεται κάτι ασύλληπτο:

Μία κυρία, μπροστά μου, καλοντυμένη καλοστεκούμενη, βγάζει έξω το κεφάλι της, και λέει στα ΜΑΤ να συλλάβουν (μαζέψουν νομίζω είπε) έναν τύπο, γιατί βρίζει πολύ, και πως τα ανέχονται, και τέτοια.

Αψυχολόγητα, τρεις ΜΑΤατζήδες, βουτάνε μέσα στον χαμό – θυμήσου, φίσκα το τραίνο -, βουτάνε έναν τύπο, και ακριβώς έξω από την πόρτα, τον σακατεύουν στο ξύλο. Είναι τρεις, και τον έχουν σακατέψει, τον βαράνε αλύπητα όπου βρουν. Στο μεταξύ, ένας τέταρτος μιλάει με τον οδηγό (είμαι στο πρώτο βαγόνι) και του κάνει νόημα να μην κλείσουν τις πόρτες, η κυρία φωνάζει «όχι αυτόν, αυτόν!» δείχνοντας έναν άλλο(!), οι γκλομπιές και οι κλωτσιές πέφτουν βροχή, ο κόσμος έχει εντελώς σαστίσει, δεν το περίμενε κανείς.

Θαρρείς ότι τον βαράνε για μία αιωνιότητα -αν και πρέπει να περάσαν μόλις μερικά δεύτερα, αλλιώς ο κόσμος θα είχε αντιδράσει- και μετά, ο ένας από αυτούς κάνει κάτι που μου έχει μείνει χαραγμένο στο μυαλό:

Τον πετάει πάλι μέσα.

Σε εμάς.

Στο φίσκα τραίνο.

Και δίνει εντολή το τραίνο να φύγει.

Η κυρία μέσα. Αυτός μέσα. Όλοι μέσα. Οι πόρτες κλείνουν. Το τραίνο φεύγει.

Ο τύπος ουρλιάζει «ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΙΟΛΑ ΝΑ ΤΗΝ ΓΑΜΗΣΩ», και εγώ δεν έχω ξαναακούσει τέτοιο μίσος, ποτέ, ούτε πριν, ούτε έκτοτε. Η γυναίκα κρύβεται πίσω από μένα, είναι μικροκαμωμένη, χωράει, τρέμει, δεν μιλάει καθόλου, οι άλλοι γύρω μου αμίλητοι κάνουν κύκλο και την εξαφανίζουν, τρέμει η ψυχή της. Ο τύπος ουρλιάζει, φτύνει ούζα και αίματα, έχει παρανοήσει, τον κρατάνε πέντε φίλοι του, όσο χωράει, και ψάχνει να την βρει.

Μέχρι τον σταθμό Αττική, και κάποιες απίστευτες στάσεις που μας έκοβαν την ψυχή μέσα στο τούνελ, συνεχίζεται αυτό το πράγμα. Κοιτάω έναν που είναι μαζί του και τον κρατάει, τον κοιτάω, είναι σοβαρός, είμαι σοβαρός, δεν μιλάμε, του δείχνω την πόρτα με το μάτι, πίσω μου για την γυναίκα, μου γνέφει αμυδρά ναι.

Μπαίνουμε στον σταθμό, ανοίγουν οι πόρτες, δεν υπάρχει ψυχή στην αποβάθρα, δεν βγαίνει κανείς, αυτός να ουρλιάζει «ΘΑ ΤΗΝ ΞΕΚΟΙΛΙΑΣΩ ΤΗΝ ΚΑΡΓΙΟΛΑΑΑΑΑΑΑ», ακούγεται το μπιπμπιπμπιπ ότι θα κλείσουν οι πόρτες, εν ριπη οφθαλμού του αλλάζουν θέση να κοιτάει μέσα στο βάθος του βαγονιού, «έλα ρε μαλάκα, ηρέμησε», αυτός ουρλιάζει, σπρώχνω με το σώμα τους μπροστινούς, κάνουμε άνοιγμα στην γυναίκα, εξαφανίζεται.

Δεν έχω δει άνθρωπο να εξαφανίζεται έτσι.

Ο τύπος δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα, και ουρλιάζει κλαίγοντας μέχρι την στάση του Ολυμπιακού Σταδίου. Κλαίει, αναρωτιέται γιατί, φωνάζει, την μισεί θέλει να την σακατέψει, ξανακλαίει στους φίλους του για την αδικία.

Όταν φτάνουμε Ειρήνη, τον κατεβάζουν σηκωτό. Έχει πια σχεδόν λιποθυμήσει από το ξύλο, τα ούζα και την ένταση. Τον αφήνουν σε ένα παγκάκι, και -μάλλον, ελπίζω και υποθέτω- πάνε να φωνάξουν βοήθεια, ή , παρ ελπίδα, τον αφήνουν να ξεμεθύσει στο παγκάκι.

Ο Ολυμπιακός κερδίζει την πρόκριση με γκολ στο 90+, και υπολογίζω ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είδε τίποτα απολύτως – είτε κοιμόταν σε ένα παγκάκι, είτε ανάρρωνε σε μία αίθουσα του σταθμού. Είναι 8 Απριλίου του 1992.

~

Ποτέ δεν κατάλαβα τι νόημα είχε να τον ξαναβάλουνε μέσα. Πότε, όσο και να το σκέφτομαι. Αν είχε κάνει παρανομία, έπρεπε να συλληφθεί – αν όχι, δεν έπρεπε να ασχοληθούν μαζί του, και σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να τον βαρέσουν, να τον σακατέψουν, και να μας τον ξαναδώσουνε μεσα, για να βγάλουμε εμείς τα κάστανα από την φωτιά για τον δικαιολογημένο ή όχι θυμό για την αδικία που του έγινε, σε έναν κλειστό χώρο, εγκλωβισμένοι, με όλους να είναι υποψήφια θύματα σε ένα θολωμένο μυαλό.

Εκτός και αν ήθελαν νεκρούς. Εκτός και αν ήθελαν ένταση, και άλλο θύμα, και άλλο αίμα.

Αυτήν την ιστορία μου θύμισε το σημερινό. Δεν πιστεύω να αναρωτιέσαι γιατί.