Τι να πρωτογράψω, τι. Με όλη αυτήν την ιστορία του γάμου που έρχεται, όλο καλούδια μου σκάνε.
Αχ ατιμουτσικα. Αχ!
Το κορυφαίο, είναι η γειτόνισσα.
Όπου, κυρία περασμένων Μαΐων, θεόκουφη, βάζει τηλεόραση το βράδυ και τρίζει η εξώπορτα ένα πράμα.
Το οποίον, λόγος ικανός για να κάμεις φόνο, αλλά η έκπληξη είναι οτι ο μάστορας που το ‘κτισε το ρημάδι ήτο μάγκας με περικεφαλαία, και όξω απο την πόρτα ανατριχιάζεις, αλλά μέσα στο σπίτι, κιχ.
Τάφος (φτου).
Ας είναι το λοιπόν όσο θεόκουφη θέλει, με γεια της με χαρά της, μονάχη μένει με τον άντρα της μένει, ένα μήνα νοικάρηδες είμαστε, ίσα να μας έχει δεί μια άντε δυο φορές.
Γιατι να μας έχει ακούσει, ούτε λόγος. 😛
Μια φορά που την πέτυχα στο μπαλκόνι, μισή ώρα φώναζα ‘καλημέρα’, μέχρι τον Πειραιά με ακούσανε, η γειτόνισα τσου.
Εν πάσει περιπτώσει, αυτά με τα προκαταρτικά.
Πετυχαίνει το λοιπόν η γειτόνισσα την Ελεάνα, την βλέπει (σημαντικό), την χαιρετάει πρώτη.
«Γεια σας, είμαι η τάδε, χήρα τάδε (μια χαρά είναι ο άνθρωπος, φτου, φτου), πολύ καλός άνθρωπος ο άνδρας μου, θεός σχωρέστον, με την σύνταξή του τα βγάζω πέρα, (μονοκοπανιά όλα αυτά, ε; κιχ η Ελεάνα ακόμα), είμαι πολλά χρόνια εδώ, » και τέτοια.
«Εσείς;»
Λέει η Ελεάνα τα δικά της, καινούργιοι στην γειτονιά, αρραβωνιασμένοι (στραβομουτσουνιάζει η γειτόνισσα) θα παντρευτούμε στον μήνα πάνω (ηρεμεί η γειτόνισσα).
Εγώ, υπόψιν, σημαντικό, λείπω.
Γυρίζει λοιπόν η κυρα τέτοια, και της κάνει:
«Α, εσύ είσαι; Γιατι βλέπω και μία ξανθιά να μπαινοβγαίνει»
Κάγκελο η Ελεάνα, δεν τα χάνει πολύ όμως, κάνει έτσι, λύνει τα καστανόξανθα μαλλιά της που τα ‘χει πιασμένα κότσο:
«Εγώ είμαι»
«Μμμμμνννναααιι» της κάνει η γειτόνισσα.
Το οποίον, απατάσαι νεαρά μου, αλλά άντε, ας μην σου πω άλλα τώρα.
~
Είναι να μην σου μπει η αμφιβολία; Το κορίτσι, μου διηγείται την ιστορία, δεν μου λέει ‘βρε κερατά’ γιατι μου έχει εμπιστοσύνη – και γιατί είναι παράλογο, είκοσι μέρες πριν τον γάμο να μπάζω την Σκλεναρίκοβα σπίτι.
Μέχρι που μου μπήκε και μένα η αμφιβολία – βρε λές να υπνοβατώ και να την φέρνω στον ύπνο μου;
Διότι, μανδάμ, δέκα μέρες γειτόνοι, εγώ δεν την έφερα, άλλο σπίτι δίπλα να μπερδευτείς δεν έχει, καλεσμένη φίλη ξανθιά δεν μπήκε -ακόμα, ετοιμάσου Ξανθή να κάνεις πάταγο -, το σπίτι πριν απο μας είναι άδειο χρόνο και βάλε, που την είδες την οπτασία;
Και αντε και την είδες. Θες το ονειρεύτηκες, θες υπνοβατώ, θες είδες πολύ Πάνια, πας στην άλλη και της λες «μπαινοβγαίνει ξανθιά;»
Και μπαινοβγαίνει κιόλας; Επαναληπτικώς;
Και εμείς, άντε, είμαστε λίγο πριν τον γάμο. Στα ντουζένια του έρωτα. Φαντάζεσαι να σκάσει τέτοια ατάκα πέντε χρόνια μετά;
Θα κοιμάμαι στους καναπέδες για έξι μήνες.
Που και τώρα δηλαδή, στους καναπέδες κοιμάμαι.
Μυστήριο πράμα η γειτονιά ρε παιδί μου… 🙂
Καλά που μπαινοβγαίνει, μα να μη θυμάσαι τίποτα; Να το προσέξεις αυτό! =D
ΥΓ: Παντού υπάρχει μια κυρία Ξ. Παπαμήτρου.
Αρκούδε δεν μας τα λες καλά. Πιστεύω πως μας τα λες για το ξεκάρφωμα. Φτου σου! 😛
να σου πω… Εμένα μη με μπλέκεις στις βρωμοδουλειές σου, εντάξει; 😉
Ελεάνα δεν θέλω να σπείρω τη διχόνοια τώρα εγώ, αλλά από κουφό και από τρελλό μαθαίνεις την αλήθεια (όπως λέει και η λαϊκή ρήση 😉 )