Κάνει λίγο κρύο. Μιλάς, με τους φίλους σου. Είσαι σκοπιά, έχεις ευθύνη. Μπορεί να συζητάς πως τσάκισες στο ξύλο την προηγούμενη εβδομάδα έναν μετανάστη, ή πόσο δύσκολα περνάει η αδελφή σου, δεν ξέρω.
Δεν νομίζω να μάθω ποτέ.
Κάποιοι πλησιάζουν, ίσως φωνάζουν, δεν έχει ήχο εδώ που είμαι, έχει μόνο ασπρόμαυρα πίξελ. Κάποια από αυτά τα πίξελ ασπρίζουν πολύ. Πρέπει να κάνει θόρυβο, κάποιος να σε λέει φασίστα, ο φίλος σου στο πάτωμα, ίσως μυρίζει η σφαίρα, πολύς θόρυβος, τρομαχτικός, απότομος, εκκωφαντικός, γυρίζεις πλάτη, σαν για να αποφύγεις, είναι το πιο ενοχλητικό πράγμα που θα κρατήσω, μια απόλυτα παράλογη εικόνα, μετά σωριάζεσαι, δεν πρέπει να πόνεσες καθόλου, δεν πρέπει καν να άκουσες..
~
Σιχαίνομαι τον φασισμό όσο ελάχιστα πράγματα στην ζωή μου. Την επιβολή, με την βία, την ανάδειξη του πιο ισχυρού με τα όπλα. Σιχαίνομαι τον ναζισμό, και κάθε ρατσισμό με την ίδια ένταση. Την θεωρία ότι κάποιοι άνθρωποι είναι ανώτεροι, και κάποιοι άλλοι είναι κατώτεροι. Και πάντα άλλοι είναι κατώτεροι από τον ρατσιστή, ανώτερος μόνο ο αρχηγός του, ο fuhrer του, ο καθοδηγητής του – αυτός που βολικά θα τον δείξει ανώτερο, σε άλλους.
Τα σιχαίνομαι αυτά. Και δεν ξέρω αν ο πόνος μου, ο αληθινός, φυσικός μου πόνος, αυτός που ένιωσα όταν πεντέξι δειλοί ατιμώρητα χτυπούσαν τον Αυγουστίνο Δημητρίου, όταν έσκαγε μία βόμβα σακατεύοντας τα αυτιά του Μανώλη Κυπραίου, όταν άνοιγαν το κεφάλι του ανώνυμου «μην με χτυπήσεις» στο Σύνταγμα, όταν «σιωπούσαν» τον Μοδέστο Σιώτο, όταν μάθαινα ότι ένας νέος άνθρωπος με όνειρα για ζωή βρισκόταν κρεμασμένος απ’ το πατάρι του για να κρατηθεί ένα φοβερό μυστικό, όταν έσφαζαν έναν μετανάστη σε ένα ποδήλατο, όταν ο Χριστούλας ξαποσταίνει, για πάντα σε ένα δένδρο, χτυπώντας τον εαυτό του αντί για άλλους, όταν δολοφονούσαν την Κατερίνα Γκουλιώνη για να μην μιλάει πια, όταν έσταζε αίμα από το χέρι του καθηγητή με τον φάκελο στο Σύνταγμα, όταν πνιγόταν μία έγκυος σε μία τράπεζα απ’ τους καπνούς, όταν μάθαινα για την κοπέλα που απέβαλλε στην Κερατέα, όταν χαράκωναν το πρόσωπο του μετανάστη στην Βικτώρια, όταν έσβηνε ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος στην αγκαλιά των φίλων του, όταν το παιδί του Νίκολα Τόντι δεν θα τον γνωρίσει ποτέ, όταν η Κούνεβα κατάπινε βιτριόλι, όταν ο ΜΑΤατζής καιγόταν στο Σύνταγμα, ή όταν ο Παύλος Φύσσας, στην αγκαλιά της κοπέλας του, σταματούσε να τραγουδά – δεν ξέρω αν αυτός ο πόνος μου για δύο χρυσαυγίτες, που δέχονται δύο σφαίρες στο κεφάλι, με κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που νομίζεις, ίσως, τόσο καιρό ότι είμαι.
Είδα την σκηνή, και δάκρυσα.
Μπορεί να είμαστε σε πόλεμο, δεν ξέρω. Μπορεί. Μπορεί να είμαι ο αθώος αφελής νοικοκυραίος που δίνει συγχωροχάρτι στους φασίστες όταν τους εμφανίζει ανθρώπινους, να μυρίζουν το μπαρούτι και να τους τρυπά η σφαίρα, να τους κάνει αυτό που δεν πρέπει να γίνουν, να είμαι ο χειρότερος και από αυτούς, γιατί αυτοί είναι τίμιοι στο μίσος τους και γω, αφελώς, χώμα για να γίνουν και αυτοί «παιδιά» και όχι δολοφόνοι μεταναστών, όψιμοι ή μη -μπορεί.
Αποδέχομαι ότι μπορεί να κάνω χειρότερο κακό, να εξυπηρετώ αυτό ακριβώς που μπορεί να ήθελαν οι δολοφόνοι τους, να τους λυπηθούν κάποιοι, να πουν «έλα μωρέ, άνθρωποι είναι και αυτοί», το πρώτο βήμα για την αποδοχή τους –
– αλλά, έτσι είμαι εγώ, και μία σφαίρα με πονά, είτε πέφτει φαντάσου, στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, δεκαπέντε χρονών αθώο παιδί, είτε πέφτει στον φρουρό γυμνασμένο, μνησίκακο στρατιώτη φασίστα της γειτονιάς. Με πονά το ίδιο. Δεν ξέρω να κάνω αλλιώς. Δεν ξέρω να μην πονάω. Μακάρι να είχα την πυγμή κάποιων που λένε «κρεμάλες στους φασίστες», μα δεν είμαι έτσι, και δεν ξέρω πως, αν μπορώ, και αν θα έπρεπε να είμαι έτσι.
Και δεν μπορώ να μην σκέφτομαι ότι τους δύο νεκρούς, δεν τους σκότωσε ο φασισμός τους. Αν το δεχόμουν αυτό, θα δεχόμουν ότι τους μετανάστες τους σκότωσε η διαφορετική φυλή τους, ή το άλλο χρώμα τους, ή τους κομμουνιστές τους σκότωσε η ιδεολογία τους: τους δύο τους σκότωσαν δολοφόνοι. Άνθρωποι που με τα όπλα έγιναν πιο ισχυροί από τους άλλους, που με την βία διεκδίκησαν το όποιο δίκιο τους. Άνθρωποι που με μία σφαίρα στο κεφάλι, τερμάτισαν δύο ζωές.
Ο Βαλιανάτος, έγραψε «απόψε είμαστε όλοι Χρυσαυγίτες». Καταλαβαίνω τι λέει, και ας είναι όσο πιο λάθος μπορεί να είναι άνθρωπος. Εγώ ντρέπομαι να γράψω κάτι τέτοιο, ντρέπομαι να γράψω ότι είμαι χρυσαυγίτης, ντρέπομαι να γράψω ότι θα πάρω το μέρος αυτών που μισούν, που τρέφονται από αυτό το μίσος, και από τον φόβο που προκαλεί.
Δεν θα γίνω ποτέ χρυσαυγίτης. Ούτε «απλώς εθνικιστής», ούτε «απλώς έλληνας». Ποτέ.
Μα, από ότι φαίνεται, και αυτό είναι μία αποκάλυψη και για τους δύο μας, και για σένα που διαβάζεις, και για μένα που θα πρέπει να προσπαθήσω να ξεχάσω τα ασπρόμαυρα πίξελ από την οθόνη μου, αναγνωρίζοντας ότι είμαι ίσως επικίνδυνος και αφελής, θα με πληγώνει βαθιά ο θάνατός τους, αληθινά και ειλικρινά, θα με πονάνε αυτές οι εικόνες, και θα νιώσω τις σφαίρες στο κορμί τους σαν να ήμουν εγώ το θύμα.
Και, μετά λόγου γνώσεως, σχεδόν αναίσχυντα και θύτες και θύματα, όλοι θα γίνουν μία ταφή, και ένας πόνος, ανεξαρτήτως του ρόλου που έπαιξαν πριν. Και θα πονάνε, αν θες το πιστεύεις, το ίδιο.
Δεν ξέρω άλλον τρόπο: σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και δικαιοσύνη.
Είναι τα μόνα αντιναζιστικά φάρμακα που ξέρω. Μπορεί να έχεις δίκιο, και να εξιλεώνω. Μακάρι να έχω δίκιο, και για τους δύο μας μακάρι, και να κερδίζεται, με αυτά, ο φασισμός.
~
Σωριάζεσαι στο έδαφος. Δεν νιώθεις πια τίποτα. Κάποιος πάνω από το κεφάλι σου, με θυμό και οδύνη θα φωνάξει «Παναγία μου! Όχι Παναγία μου!». Θα χαθείς σε πίξελ μίας οθόνης που κοιτά αφ υψηλού, σαν θεός, σαν κριτής, βουβή και ασπρόμαυρη.
Τι περίεργο τέλος, να τελειώνεις, εσύ, ασπρόμαυρα.
~
Υ.Γ.: Τα blog είναι προσωπικές καταθέσεις. Δεν γίνεται αλλιώς, είναι όσο πιο εγωιστικά και εγωκεντρικά γίνεται. Σε τούτο το post δεν μοιράζομαι σκέψεις για παγκόσμια ειρήνη, ή τι κοινωνικά μαθήματα αφήνει σε όλους αυτό το γεγονός, αλλά πως βιώνω εγώ μία δολοφονία. Σε προλαβαίνω, λοιπόν: ναι, γύρω από μένα γυρίζει το ποστ. Και από την δική μου αλήθεια. Έτσι πάει, φίλε. Έτσι είναι τα προσωπικά ημερολόγια.
Υ.Γ.: Με πολύ σκέψη, αφήνω τα σχόλια ανοικτά. Δεν θέλω αυτό το ποστ να γραφτεί χωρίς αντίλογο. Μα να κάνουμε μία συμφωνία: αν είσαι θυμωμένος, ασ’ τους απέξω. Για μένα γράψε ο,τι θες. Γι’ αυτούς τους δύο, όχι τώρα, και όχι εδώ.
Υ.Γ.: ο @auzenakos στο περιοδικό Unfollow διαφωνεί. Καλό είναι να διαβάσετε και την δική του άποψη.
Μαλλον το πιο αντιφασιστικό μήνυμα που διαβασα εδω και καιρο. Μπραβο αδελφε.
Το σημείο με το οποίο διαφωνώ: «Μακάρι να είχα την πυγμή κάποιων που λένε ‘κρεμάλες στους φασίστες'». Δεν είναι πυγμή – είναι βλακεία.
Σωστά όλα.
«όταν έσταζε αίμα από το χέρι του καθηγητή με τον φάκελο στο Σύνταγμα» Εννοείς αυτή τη φωτό στο άρθρο; http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=393851
Για το θέμα του ποστ: Μήπως, έστω και με συναισθηματικό σοκ, παράλληλα επιτυγχάνουν εξοικείωση με τη βαρβαρότητα; Θυμίσου το Κουρδιστό Πορτοκάλι.
@cool ναι, αυτόν εννοώ. Τον ήξερα όπως τον περιγράφω, μέχρι που έμαθα το όνομά του όταν πέθανε, αλλά προτίμησα να κρατήσω την αρχική εικόνα που είχα γι’ αυτόν.
Πάντα λυπάμαι όταν κάποιος σκοτώνεται είτε από ατύχημα είτε από βία.
Αλλά ξέρω ένα πράγμα όταν ζω μέσα στην βία κάποια στιγμή θα γυρίσει η βία πάνω μου.
Ναι μεν με λυπεί ο θάνατος ατόμων νέων (που παραπλανήθηκαν – έτσι νομίζω ότι παραπλανήθηκαν – ) αλλά είναι αναμενόμενο
Το λινκ προς την «άλλη άποψη» δεν ισχύει.
Thanks @cghera – αν βρώ το άρθρο αλλού, θα ενημερώσω το link.