-“Είσαι γραφείο;” του έστελνα όταν μου περίσσευαν πέντε ευρώ, να πάω να του τα δώσω για το press.

-“Όχι, είμαι άνθρωπος” μου έλεγε κάθε φορά, «χαχαχα» – και γω τσαντιζόμουν μαζί του και ας μην το έδειχνα, γιατί θα έπρεπε να τον ξαναρωτήσω, αν είναι *στο* γραφείο, και μου στερούσε λίγο (πολύτιμο) χρόνο επικοινωνίας μας.

Γιατι αυτό ήταν ο Κώστας – είχε λίγο χρόνο, απίστευτα πολύτιμο. Θα σας το πουν όλοι. Δούλευε δεκαπέντε, είκοσι ώρες την ημέρα – καμιά φορά δεν κοιμόταν για μέρες, έφτιαχνε περίτεχνα project, σκεφτόταν την επόμενη μεγάλη ιδέα, όχι μία, πέντε μαζί, πολύπλοκα, έτρεχε τους σέρβερ, έφτιαχνε τον κώδικα, ετοίμαζε τις live συνδέσεις, σχεδίαζε τα εικαστικά, έγραφε τα κείμενα, έκανε συνεργασίες, έτρεχε σε εφορίες και τράπεζες, τσακωνόταν και τα έβρισκε μετά – ή δεν τα έβρισκε, μένανε τσακωμένοι και δεν μιλιόντουσαν, και σου έλεγε τον πόνο του, “μα έκανα λάθος;” γιατί τον πονούσε κάθε τσακωμός, κάθε κόντρα, βαθιά.

Και είχε και τα ρεπορτάζ. Την δημοσιογραφία. Δεν πάλευε, όπως ίσως νομίζουν πολλοί για μία αντικειμενική δημοσιογραφία – πάλευε για μία αδέσμευτη, μία ανεξάρτητη δημοσιογραφία. Τα άρθρα, οι ξένοι δημοσιογράφοι, το τρέξιμο, – γι’ αυτό ήταν πολύτιμα πέντε λεπτά μαζί του, γιατί ο Εφήμερος έζησε πέντε ζωές δικές μου στα σαρανταδύο του χρόνια.

Στο σχολείο μου σήμερα, είχαμε γιορτή. Επιλέγω να γράψω τούτο το κείμενο τώρα, ασυνάρτητα, μέσα από την καρδιά μου και όχι μέσα από το μυαλό μου – θα καταλάβεις γιατί. Στο σχολείο, τα παιδιά μου είχαν γιορτή. Ήταν η πρώτη στιγμή που βούρκωσα για τον Εφήμερο – κρατιόμουν, όλη την ημέρα. Διάβασα πεντακόσια tweet “πέθανε ο δημοσιογράφος Εφήμερος”, μόνο για να το πιστέψω, και ας μου το ΄χε πει ο μπαγάσας, σε όλους το χε πει, ότι θα πέθαινε, ότι ήταν εφήμερη η βόλτα του στα μέρη μας.

Στο σχολείο τα παιδιά είχαν γιορτή σήμερα. Και έκλαψα, όχι για τα δικά μου, που τραγουδούσαν αμέριμνα, αλλά για δύο άλλα παιδιά, δύο παιδιά που δεν έτυχε να γνωρίσω – παρότι πάντα το κανονίζαμε, δύο μικρά παιδιά που του άξιζε του Εφήμερου να τα δει να μεγαλώνουν, που του άξιζε να τα δει να τραγουδάνε αμέριμνα, περήφανα και φάλτσα, τραγούδια με τόσο νόημα, που μόνο ένας άνθρωπος που έχει παλέψει να τα κάνει αληθινά καταλαβαίνει.

Θα μάθουν πόσο πολύτιμη ήταν η φιλία μας; Θα μάθουν, άραγε, πόσοι άνθρωποι είπαν “κρίμα!” μέσα από την καρδιά τους, για έναν άγνωστό τους, που θα τον γνωρίσουν μόνο από τις περιγραφές μας; Πόσο τυχερά θα ήταν αν θα τους αφιέρωνε όταν μεγάλωναν, αυτόν τον τόσο πολύτιμό του χρόνο;

(Κοίτα που η πληκτρολόγηση στα τυφλά θα μου φανεί χρήσιμη στα σαράντατόσα μου)

Θα πουν άλλοι για την δημοσιογραφία που υπηρέτησε πιστά. Που την υπηρέτησε τίμια, με προσωπικό κόστος, όχι τα ξενύχτια, οι κόντρες, οι απειλές και τις τρικλοποδιές, όχι τις μικρές ή μεγάλες ήττες σε όσα πίστευε ότι μπορούσαν να πάνε καλύτερα και πάλευε γι’ αυτά – αλλά γιατί ήξερε ότι δεν έχει χρόνο, και πάλευε να ξεζουμίσει την ζωή μέχρι την τελευταία σταγόνα.

Θα πουν άλλοι για το πόσα έχασε υπερασπιζόμενος ότι θεωρούσε σωστό. Για τις χρόνιες φιλίες που θα τσαλάκωναν γιατί ένιωθε ότι έπρεπε να υπερασπιστεί μία δημοσίευση κειμένου ακόμα και αν δεν συμφωνούσε μ’ αυτό, για τους πελάτες που ήξερε ότι θα του έλεγαν εν μία νυκτί “όχι, δεν σε πληρώνουμε” αλλά παρόλα αυτά πόσταρε το κείμενό του – και ότι γίνει, για τις τράπεζες, που κάθε φορά “τελευταία στιγμή” κάτι στράβωναν στις πληρωμές και θα έπρεπε να τρέξει να βρει λεφτά για μισθούς, ή έξοδα, παρακαλώντας – πάλι, για το όνειρό του.

Άλλοι αυτά μπορούν να τα τεκμηριώσουν καλύτερα – θα σωπάσω για λίγο εδώ.

Εγώ θα κλείσω με τον δικό μου Εφήμερο. Το Εφήμερο που τον ρωτούσα τι έχει, και δεν μου έλεγε – υποψιάζομαι, τώρα που έμαθα τι έγινε με την εγχείρηση, ότι δεν μου έλεγε για να μην με στεναχωρήσει – πάντα πίστευε ότι ήμουν υπερβολικά ευαίσθητος. Τον Εφήμερο που, μόλις έφτιαχνε κάτι, πέντε λεπτά το αργότερο μετά μου έλεγε “το είδες; σ’ αρέσει;” και τσαντιζόταν που του έλεγα κατ’ ευθείαν τι να διορθώσει και όχι πόσο γαμάτο είναι. Και με έβριζε, και απογοητευόταν, και στο επόμενο project πάλι πέντε λεπτά μετά, σαν μικρό παιδί περήφανος, με ρώταγε. Τον Εφήμερο που με μάλωνε, γιατί έγραφα τεράστια κείμενα, και βαριόταν να τα διαβάσει. Τον δικό μου τον Εφήμερο που μου είπε περίπου πέντε χιλιάδες φορές ότι θα πεθάνει, και εγώ ήμουν βέβαιος ότι θα πάει αυτός τελικά στην δική μου κηδεία, και όχι εγώ στην δική του, και θα τον κοροΐδευα εκεί που ήμουν.

Τον δικό μου Εφήμερο, που με όλα τα περίεργά του, σε κέρδιζε τελικά ο μπαγάσας.

Θα μου λείψεις ρε φίλε, αλήθεια. Πολύ.

Υ.Γ: Κώστα, μεγάλο το κείμενο, ε; Θα βαρεθείς πάλι να το διαβάζεις, ε; Ε, έτσι πάει ρε Κώστα, τώρα δεν μπορείς να μου την πεις, όσο μεγάλο θέλω θα το γράφω.

Υ.Γ.2: Για τα παιδιά στο γραφείο. Χάσατε νιώθω έναν πατέρα, έναν φίλο, έναν μέντορα. Σας σκέφτομαι διαρκώς. Έχετε όλη την αγάπη μου.

Υ.Γ. 3: Γραννέτα, έχεις δίκιο. Από τα τελευταία πράγματα που μου είπε, είναι πόσο σε αγαπούσε, και πόσο χαρούμενος ήταν που περνούσε πλέον περισσότερο χρόνο μαζί σας. Καλή δύναμη και κουράγιο.

3 thoughts on “Τα πολύτιμα λεπτά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται.