Βλέπω τις τελευταίες ημέρες μία κινητικότητα, μία ανασφάλεια και έναν εκνευρισμό, καθώς ο πρόεδρος της Τουρκίας και άλλοι τούρκοι πολιτικοί παράγοντες χρησιμοποιούν το όνομα του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού της Ελλάδας μαζί με τις διάφορες γνώμες τους και νουθεσίες τους, για το τι γνώμη έχουν σχηματίσει για τον ίδιο, ή τι γνώμη έχουν για τις εκλογικές μας συμπεριφορές και προτιμήσεις.
Γενικά, είναι μία σίγουρα άκομψη, ακόμα και αήθης θα έλεγε κανείς προσπάθεια παρέμβασης στα εσωτερικά άλλης χώρας – αλλά δεν θα μπω σε διάλογο για το αν κι εμείς, όχι απαραίτητα σε τόσο υψηλό επίπεδο βέβαια, δεν έχουμε στον δημόσιο διάλογό μας φερθεί με ανάλογο τρόπο. Ας το αποκαλέσουμε “εξωτερική πολιτική”, ας το καταδικάσουμε, και νομίζω του έχουμε φερθεί τίμια.
Όμως τίθεται ένα ερώτημα, που το βλέπω διαρκώς αυτές τις μέρες, και το θεωρώ και πολιτικά τίμιο:
Τι θα κάνουμε εμείς;
Θέλω να πω, αν ο Ερντογάν πει “διώξτε τον Μητσοτάκη δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του”, θα έπρεπε να μας επηρεάζει; Αν πει “τον προτιμώ από όλους τους άλλους πρωθυπουργούς που μίλησα μαζί του”; Σημαίνει ότι θέλει το καλό της χώρας μας, της χώρας του ή και των δύο; Όταν έλεγε “εθνικιστή” τον Τσίπρα, ήταν θετικό, ή αρνητικό για εμάς ως σχόλιο; Αν πει αύριο “προτιμώ τον τάδε ως συνομιλητή”, σημαίνει πως βλέπει έναν υποχωρητικό, ή έναν συζητήσιμο πρωθυπουργό που μπορεί να καταλήξει σε μία πολιτική με τους γείτονες όπου θα κερδίζουμε και οι δύο;
Δυστυχώς ή ευτυχώς, το να μιλάνε οι Τούρκοι για τα εσωτερικά μας είναι σαν τις δημοσκοπήσεις: ξέρουμε πως συχνά δεν είναι ιδιαίτερα τίμιες οι προθέσεις τους, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα για να τις αποφύγουμε.
Το θέμα λοιπόν είναι πως αντιδρούμε σ’ αυτό.
Ο καλύτερος τρόπος που έχω βρει εγώ, είναι να τις αγνοώ. Μπορεί να είναι κακός ο Μητσοτάκης για τον Ερντογάν γιατί δεν τον έχει παραμερίσει στις πολιτικές εξελίξεις, ή μπορεί να είναι βολικός και να ξέρει πως με τέτοιες δηλώσεις θα συσπειρώσει το κοινό του. Μπορεί να είναι καλός συνομιλητής ο Τσίπρας, ή μπορεί να ξέρει πως έτσι θα δημιουργήσει μία εσωτερική πολιτική αντιπάθεια στους αναποφάσιστους. Δεν ξέρω, και επειδή δεν ξέρω, προτιμώ να μην κοιτώ πια τι θέλει, ή τι δεν θέλει ο γείτονας από τον εκάστοτε ηγέτη μου:
Κοιτάω τι θέλω εγώ.
Τι θέλω πχ από την υγεία, από την παιδεία, από την κοινωνική πολιτική, κοιτάω τι θέλω από την δικαιοσύνη, από την ελευθερία του τύπου, κοιτάω τι θέλω από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Τι θέλω από την συμπεριφορά του κράτους, τι θέλω από την διαύγειά του και τι απαιτώ από την λειτουργία του.
Στην συνέχεια, κοιτάω τι μου υπόσχονται οι πολιτικοί για όλα αυτά.
Στο τέλος, χρησιμοποιώ την λογική μου, ή το ένστικτό μου, ή την καρδιά μου για το τι πιστεύω ότι μπορεί ο καθένας εξ αυτών να υπηρετήσει όσα υπόσχεται.
Ως πολίτης, οφείλω στον εαυτό μου, στα παιδιά μου και στους συμπολίτες μου να πρέπει να κάνω εγώ την δύσκολη δουλειά, και να μην αφήνω τα τσιτάτα των άλλων να με κατευθύνουν. Όχι μόνο γιατί δεν ξέρω τι σκοπούς και προθέσεις έχουν, αλλά κυρίως γιατί η ψήφος μου έχει την δική μου υπογραφή, και δεν θέλω να επιτρέψω σε κάποιον άλλον να μου την κατευθύνει – άμεσα ή έμμεσα.
Ο κάθε Ερντογάν λοιπόν, ας πει ο,τι θέλει.
Εγώ, σαν πολίτης, ξέρω τι πρέπει να κάνω.
Ραντεβού, όταν επιτέλους έρθει η άγια εκείνη ώρα, στις κάλπες 🙂