I'm thinking of...

Πολλές φορές στο παρελθόν, σε δύσκολες στιγμές, τα αφεντικά έλεγαν «σκεφθείτε λίγο την επιχείρηση». Ή οι πολιτικοί έλεγαν «σκεφθείτε λίγο την ελλάδα».

«Πρέπει να διώξουμε κόσμο«, έλεγε το αφεντικό. «Δηλαδή, σκέψου το λίγο και εσύ: αφού δεν έχουμε δουλειές. Δεν βγαίνουμε. Τι άλλο να κάνω;»

«Πρέπει να σου πάρουμε σε φόρους«, έλεγε η κυβέρνηση. «Σκέψου το λίγο και εσύ: αφού δεν έχουμε έσοδα. Τι άλλο να γίνει;»

«Σκέψου το λίγο και σύ. Μπες λιγάκι στην θέση μου.»

Περιέργως, άργησε πολύ να μου έρθει η ερώτηση: Μπαίνουν εκείνοι στην δική μας;

Θέλω να πω, υποψιάζεται κανείς οτι το αφεντικό του ξυπνά το πρώϊ και λέει «πω ρε φίλε, τι να κάνει αυτός ο Μήτσος, έχει να πληρώσει το νοίκι;» Ξυπνάει ο υπουργός των οικονομικών και λέει «ρε συ, η Μαρία έχει να πάει το παιδί στον γιατρό – έχει τα χρήματα;»

Μόλις όμως σκουρύνουν λίγο τα πράγματα, σφίξουν λίγο οι κώλοι, ξαφνικά αρχίζουν τα «σκέψου μας και εσύ λίγο».

«Σκέψου λιγο την ελλάδα ρε φιλαράκι. Σκέψου λίγο τα προβλήματα, την οικονομία, τους μετανάστες, έλα στην θέση μας, τι να κάνουμε;»

«Αφού έτσι είναι τα πράγματα, τι να κάνουμε;»

Η ευθύνη, τεχνηέντως, περνάει σε εσένα.

Δεν σε καλούν να σκεφτείς «ποιος φταίει που φτάσαμε μέχρι εδώ; μπας και το αφεντικό με τις λιμουζίνες και τα πολυέξοδα ταξίδια του; μπας και ο πολιτικός με τις λαμογιές και τα δωράκια; Μήπως ο διευθυντής της ΔΕΚΟ που έκανε περιττά, άχρηστα έξοδα;» αλλά «αφού φτάσαμε που φτάσαμε εδώ, τι άλλο να γίνει;»

Δεν καταλαβαίνεις; Σκέψου το λίγο.

Σκέψου ότι δεν έχει άλλες επιλογές. Εδώ που φτάσαμε θα σε απολύσει, θα σε χρεώσει παραπάνω στην φορολογία, θα σου στερήσει ήδη πληρωμένα συνταξιοδοτικά σου δικαιώματα, θα σου παρέχει λιγότερα προνόμια υγείας από αυτά που δικαιούσαι, θα σε εκβιάσει να δουλέψεις για λιγότερα, περισσότερες ώρες, θα σου στερήσει την ασφάλεια, την ελπίδα, το μέλλον.

Σκέψου το λίγο.

Και αν αρνηθείς; Και αν αντιδράσεις; Μα, σκέψου το λίγο. Είναι αναγκασμένος να σε απειλήσει, να σε χτυπήσει με τα ΜΑΤ, να σε ψεκάσει με χημικά, να σε διαπομπεύσει, να σε μειώσει, να σε πληγώσει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, δεν το καταλαβαίνεις; Εδώ που φτάσαμε, δεν γίνεται αλλιώς. Θα κάνεις μεγαλύτερη ζημιά αν αντιδράσεις. Στους τουρίστες, στην αγορά, στην οικονομία όλων μας. Δεν γίνεται αλλιώς.

Κάνε αυτό που πρέπει. Δέξου το.

Δεν καταλαβαίνεις; Τίποτα δεν καταλαβαίνεις πια;

Σκέψου το λίγο.

.
Photo via Davide Restivo, on Flickr

Replica sailing ship Niña leaving Morro Bay

Ήταν ένα μικρό καράβι, ήταν ένα μικρό καράβι…

Φανταστείτε ένα καράβι. Όχι όπως τα τωρινά – βαλτέ στο μυαλό σας ένα καράβι παλιό, σαν εκείνα τα πειρατικά, με κουπιά και καταστρώματα.

Έχει έναν καπετάνιο, καμιά δεκαριά αξιωματικούς -άλλος υπεύθυνος για την ρότα, άλλος για την πρόβλεψη του καιρού, άλλος για την αποθήκη και την σίτιση, άλλος για το νερό.

Όλοι, διαλεγμένοι από τον καπετάνιο.

Και, τέλος, το καράβι μας έχει ναύτες. Εκατό ναύτες που η δουλειά τους είναι, ας πούμε, να τραβάνε κουπί.

Οι ναύτες έχουν και αυτοί ειδικότητες. Άλλοι είναι έμπειροι και άλλοι όχι, άλλοι είναι δεξιόχειρες και άλλοι αριστερόχειρες, άλλοι έχουν δύναμη και άλλοι αντοχή.

Όλοι διαλεγμένοι από τους αξιωματικούς.

Κι έκανε ένα μακρύ ταξίδι, κι έκανε ένα μικρό ταξίδι…

Η αποστολή του καραβιού είναι να μεταφέρει εμπόρευμα, από το ένα λιμάνι στο άλλο. Μεταξύ των λιμανιών όμως, που τελειώνει η κάθε αποστολή, η απόσταση είναι μεγάλη και η πρόβλεψη για τις ανάγκες του ταξιδιού είναι κρίσιμη.

Και σε πεντέξι εβδομάδες, και σε πεντέξι εβδομάδες…

Στην ιστορία μας το καράβι είναι στην μέση μιας διαδρομής. Ο καπετάνιος βγαίνει και κάνει την εξής ανακοίνωση:

«Το καράβι έχει πάρει λάθος ρότα. Θα αργήσουμε να φτάσουμε στο λιμάνι – και αν. Αν συνεχίσουμε να μοιράζουμε μερίδες τροφής και νερού με τον ίδιο ρυθμό, θα πεθάνουμε τις πείνας. Δεν θα φτάσουμε ποτέ στον προορισμό μας.

Το πρόβλημα μας είναι οι μερίδες. Για αυτό, θα πετάξουμε μερικούς ναύτες στην θάλασσα, ας πούμε τους μίσους. Έτσι, μείον μια μερίδα για κάθε έναν από αυτούς, όσοι μείνουν, θα αντέξουν μέχρι το λιμάνι.»

Οι ναύτες είναι ανάστατοι. Ποιον θα πετάξουν στην θάλασσα; Είναι σαφές, το είπε ο καπετάνιος: αλλιώς δεν θα φτάσει κανείς.

Χαθήκαν ο – ο – όλες οι τροφές, χαθήκαν ο – ο – όλες οι τροφές..

Θα αναρωτηθεί όμως κάποιος:

Γιατί;

Γιατί να πετάξουμε πενήντα ναύτες; Αν ο κάθε ναύτης παίρνει μια μερίδα, ο κάθε αξιωματικός παίρνει δέκα ημερησίως. Ο καπετάνιος παίρνει πενήντα. Γιατί, αντί να πετάξουμε πενήντα ναύτες στην θάλασσα, δεν διώχνουμε καλυτέρα πέντε αξιωματικούς;

Μα οι αξιωματικοί είναι χρήσιμοι, λέει ο καπετάνιος. Είναι εκπαιδευμένοι. Δεν μπορούμε να διώξουμε αξιωματικούς!

Μα γιατί; Κάπως έγινε και φτάσαμε ως εδώ. Δεν φταίμε εμείς, όσο κουπί μας είπατε, κάναμε. Όσους είπατε να δουλέψουν δούλεψαν. Οι αξιωματικοί δεν ήταν υπεύθυνοι για την ρότα; Οι αξιωματικοί δεν ήταν υπεύθυνοι για τον προγραμματισμό της σίτισης; Και λάθος να μην έγινε, και απλώς να πέσαμε σε κακό καιρό, δεν είχατε υπευθύνους που η μονή τους ευθύνη ήταν να κοιτάνε τον καιρό; Δεν τραβούσανε κουπί ακριβώς επειδή δουλειά τους ήταν αυτή, να κοιτάνε τον καιρό. Έτρωγαν καλύτερα, γιατί οι ευθύνες τους ήταν αυξημένες.

Ναι, λέει ο καπετάνιος. Αλλά και εσείς, δεν τραβάτε κουπί. Να, κοιτάξτε; Είναι δέκα που δεν δουλεύουν. Έχουν αράξει και τρώνε τσάμπα τις μερίδες. Εσείς φταίτε λοιπόν. Δεν κάνατε το καλύτερο δυνατόν. Δεν μας σώσατε όταν έπρεπε.

Μα γιατί καπετάνιε; Αντιγυρίζουν οι ναυτικοί. Έχεις έναν αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τους ναύτες. Γιατί δεν ζητάς από αυτόν ευθύνες; Άλλωστε, αυτούς που κάθονται ποιος τους είπε, σε καιρούς που φαινόταν ότι θα φτάναμε ακόμα και νωρίτερα, «εσείς αράξτε»;

Μήπως αυτοί οι δέκα κάθονται επειδή είναι αδέλφια σας, παιδιά σας, ανίψια σας; Αν είχαν την άδειά σας, δεν έχετε την ευθύνη τους; Δεν έχετε την ευθύνη που όλοι μας δεν θα φτάσουμε εκεί;

Και αν κόψετε πενήντα από εμάς, πως πιστεύετε ότι θα φτάσουμε; Με τα μισά χέρια, πως θα πιάσουμε λιμάνι; Αν δεν φύγουν οι αξιωματικοί, γιατί περιμένεις ότι δεν θα ξαναγίνουν τα ίδια λάθη; Γιατί περιμένεις ότι ο αξιωματικός θα δει αυτήν την φορά την φουρτούνα να έρχεται, ότι ο άλλος θα υπολογίσει σωστά τις μερίδες, ότι ο τρίτος θα κάνει καλό κουμάντο στους άντρες του;

Τι αλλάζει σ’ αυτούς αν φύγουν πενήντα δικοί μας; Θα σταματήσουν οι αξιωματικοί σου να παίρνουν δέκα μερίδες ημερησίως; Θα σταματήσεις εσύ να παίρνεις πενήντα;

Άλλωστε, είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να φάει δέκα μερίδες ημερησίως – πόσο μάλλον πενήντα. Τρώτε μία, δύο οι καλοζωισμένοι, και τις άλλες τις φυλάτε. Υπάρχουν φυλαγμένες, για όταν πεινάσετε, για τις δύσκολες μέρες. Αυτές, δεν ήρθαν; Αυτές, τις φυλαγμένες, δεν μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε για να σωθούν οι πενήντα άνθρωποι; Αν όχι απ’ όλους τους αξιωματικούς, τουλάχιστον από αυτούς που ευθύνονται τόσο καιρό για την κακή διαδρομή, για τον κακό προγραμματισμό, για την κατάσταση που είμαστε τώρα.

Πως αποφασίσατε να πνίξετε τους μισούς ναύτες; Όλοι άνθρωποι δεν είμαστε; Γιατί παίζει ρόλο που κάθεσαι στο κατάστρωμα; Δεν είναι πιο σημαντικό να φάει ένας άνθρωπος (ότι και να ‘ναι, ναύτης, αξιωματικός ή καπετάνιος) από το να φάει καλά ένας λόγω του ρόλου του; Οι αξιωματικοί και οι καπετάνιοι, δεν είναι πάνω απ’ όλα άνθρωποι; Δεν είναι και αυτοί ναύτες του ίδιου καραβιού;

Και τότε ρίξανε τον κλήρο, και τότε ρίξανε τον κλήρο, να δούνε ποιος ποιος ποιος θα φαγωθεί…

[photo via flickr and Kevin Cole]

Συνήθως, κάτι απρόσμενο μου συμβαίνει, που με προβληματίζει. Και μετά σκέφτομαι γενικότερα, με βάση κάποια άλλα πράγματα, και βρίσκω συγκρίσιμα αποτελέσματα. Στρώνομαι λοιπόν στην καρέκλα μου, γράφω ένα ποστ για δύο τελείως ασύνδετα πράγματα που, σε κάποιο βαθμό, βρίσκω ομοιότητες.

Και έτσι εσύ διαβάζεις ένα ποστ για την τιμή της πορτοκαλάδας σε συνδιασμό με την τρέχουσα πολιτική σκηνή, και λες «που πάει και τα βρίσκει ο μπαγάσας».

Αλλά σήμερα δεν.

Για να είμαι ειλικρινής, και χρησιμοποιήσω ενδιαφέροντα κλισέ, τούτο το άρθρο το έχω γράψει (και σβήσει) δεκάδες φορές. Αν λοιπον το διαβάσεις τελικά, αν ανέβει, πάρε ψωμί να ‘χεις. Μπορεί να γκρεμιστεί κανένας φούρνος.

Προχθές, διαβάζω ένα tweet στο Twitter (πονεμένη ιστορία, άλλη φορά) που λέει «έχω σταματήσει να βλέπω ειδήσεις, και σώθηκα».

Σε διαβεβαιώ, το ίδιο ακριβώς κάνω και εγώ. Συνειδητά μάλιστα.

Μα, θα μπορούσα να κάνω και αλλιώς; Ξεκινάνε το δελτίο με εικασίες και μύχιες ελπίδες ως γεγονότα και κύριες ειδήσεις, φέρνουν τα ίδια και τα ίδια συννενοημένα παπαγαλάκια να ουρλιάξουν για να προσέξει η κυράτσα ή (ο κυράτσος) δύο να τσακώνονται και ασχοληθεί να κάτσει να δει, τους βάζουν μετά να μιλάνε όλοι μαζί για να σιγουρευτούν ότι δεν θα καταλάβεις την θέση κανενός (για μελλοντική χρήση), πετάνε ειδήσεις για νεκρούς, από οπουδήποτε στον κόσμο, για οποιονδήποτε λόγο, παγκόσμιες οικονομικές ειδήσεις καταστροφής, δείχνουν τα κοινωνικά τους (η Βαρδινογιάννη σε γκαλά, ο Παναθηναϊκός έπιασε ρεκορ ποιότητας στον καθαρισμό των καθισμάτων του, ο Κυριακού έγινε πρέσβης αθλητικού ιδεώδους, whatever), και «σας ευχαριστούμε που επιλέξατε εμάς για την ενημέρωσή σας. Καλό σας βράδυ.»

(*) Σε προκαλώ να δεις ένα ολόκληρο δελτίο. Είναι σίγουρο ότι ακούσεις είδηση για νεκρούς στο Ουτσαλιταντ, ή μία χ κυρία που δολοφονήθηκε στην Νέα Υόρκη, ή το τραγικό δυστύχημα στην Κοραμπία. Νεκροί να ‘ναι, και ότι να ‘ναι. Αρκεί να σε πιάσει η ψυχή σου. Ή να απονεκρωθεί κι αυτή.

Ξεκινάς να βλέπεις το δελτίο με κάποιας μορφής ηρεμία, και στο τέλος του, παρακαλάς να πάρεις μισό κιλό χάπια και να τελειώνεις με το μαρτύριο της ζωής.

Και, για να καταλάβεις που πάει όλο αυτό, παλιά ήταν καλύτερα! Παλιά είχες κανάλια της συμπολίτευσης, και της αντιπολίτευσης. Τι ήσουν παιδί μου; Κυβερνητικός; Δες τα κρατικά ή το τάδε και θα ένοιωθες ότι ζεις στον παράδεισο. Ήσουν αντικυβερνητικός; Η ζωή σου κρεμόταν σε μία κλωστή, αλλά όλα άλλαζαν αν ψηφιζες σωστά. Αν έκανες το καθήκον σου.

Απλά πράγματα. Μεταπολιτευτικά.

Τώρα όμως, γίναμε sci-fi. Τεχνολογία αιχμής. Σου λέει, αν πούμε στα συμπολιτευτικά κανάλια ότι ζούμε στον παράδεισο, και μετά πούμε στον κακομοίρη που μας κοιτάει ότι θα του φάμε τον 13ο, 12ο και όλους τους άλλους μισθούς, θα μας πάρει με τις πέτρες. Οπότε;

Οπότε, ότι κανάλι και να γυρίσεις, και δεις τις ειδήσεις, θα σου πουν ότι ζεις στην κόλαση. (Και μετά θα δεις Star, και θα σιγουρευτείς ότι πράγματι, στην κόλαση ζουμε).

Ο φυσιολογικός ανθρωπος έχει μία αντίδραση επιβίωσης. Αυτοσυντήρηση. Λέει «χριστέ μου, δεν μπορώ να ψυχοπλακώνομαι κάθε βράδυ» και κλείνει τις ειδήσεις. Βλέπει Νταντά Φράην και δεν ξέρω τι άλλο πρόχειρο, ή, στην χειρότερη, βλέπει Star και κάνει τον Μαλέλη που πρόβλεψε την αντίδραση στην παράνοια και έγινε καθηγητής δημοσιογραφίας.

Κάποιοι, περισσότερο πολιτικο/κοινωνικό/ποιημένοι, προσπαθούν να δουν μέσα από τα σκατά. Βλέπουν πχ τον Τράγκα να ουρλιάζει μενόμενος, και λένε «κάτσε να ακούσω πίσω από τις λέξεις τι θέλει να πει η δεξιά». Στην περίπτωσή μας βέβαια είναι «τι θέλει να πει ο Τράγκας να πει η δεξιά» αλλά θα μπλέξουμε με αυγά, κότες και πούπουλα και δεν χρειάζεται. Το ‘πιασες το νόημα.

Αυτοί είναι ήρωες. Όχι για μας τους υπόλοιπους, αλλά για τον εαυτό τους. Την επομένη, θα βγουν στις παρέες, στο twitter, στα blog, ακόμα και στα ίδια τα κανάλια, και θα πουν «να σας πω εγώ τι γίνεται». Και εσύ που έβλεπες Νταντά Φράην και δεν ξέρεις τι σου γίνεται, θα κάτσεις να τους ακούσεις. Πάλι Τράγκα θα ακούσεις, αλλά δεν θα φωνάζει ακαταλαβίστικα μέσα στ’ αυτί σου τουλάχιστον.

Και όταν πας να ψηφίσεις, εκείνο το γαμημένο τέταρτο που καλείσαι να δώσεις εξετάσεις για το τι άκουσες τέσσερα χρόνια τώρα (ξέχνα τι είδες με τα μάτια σου: τι άκουσες) θα προσπαθείς να θυμηθείς ποιος είναι ο κακός που γαμιέσαι ασύστολα, και θα θυμάσαι μόνο το γέλιο της Νταντας Φράην. Και θα ξανακάνεις την ίδια μαλακία.

Εγώ λοιπόν έχω κανα μήνα να δω ειδήσεις. Μπορεί και παραπάνω. Ψυχοπλακώνομαι. Και έτσι, ακολουθώ το ρεύμα.

Ναι, αλλά αντιδρώ;

Η παραίτησή μου αυτή είναι το καλύτερο δώρο γι’ αυτούς που προσποιούνται καθημερινά ότι κυβερνούν. Όχι την κυβέρνηση μόνο, όλους όσους προσποιούνται ότι κυβερνούν: Την αντιπολίτευση, τα τρίτα κόμματα, τους δημοσιογράφους, τους σχολιαστές, την Τζούλια, τον μανατζέρ της.

Όλους αυτούς που βγαίνουν στο γυαλί και είναι σίγουροι (και πιστοποιούνται από την μη-αντίδρασή μου) ότι αφού δεν μιλά κανείς άλλος, αφού ακούγονται αυτοί, αυτό θα γίνει.

Και έτσι, η προηγούμενη κυβέρνηση θεωρεί ότι πράγματι είχε κάνει σωστό έργο, η τωρινή οτι παρέλαβε χάος, η Τζούλια ότι αν όλα τα κορίτσια γίνουν πουτάνες για 200.000 ευρώ η ίδια θα γίνει βασίλισσα, και ο αμετανόητος ακροδεξιός ότι αν σφάξουμε όλους τους μετανάστες θα βρούμε την υγεία μας.

Αφού δεν υπάρχει αντίλογος; Δεν δικαιούνται να το πιστεύουν;

Ο ένας υπουργός θεωρεί ότι μπορεί να βγάζει ιστορίες σαν και αυτή που έτρεχε με υπερβολική ταχύτητα σε εθνική οδό, τον πιάσανε, και τους είπε ότι τους τέσταρε, ο άλλος βουλευτής ότι μπορεί να ταξιδεύει χωρίς να πληρώνει εισιτήριο, ο τρίτος ότι μπορεί να σκίζει λάστιχα χωρίς τιμωρία.

Αφού δεν αντιδρά κανείς; Δεν δικαιούνται να το πιστεύουν;

Ο ένας δημοσιογράφος πιστεύει ότι τον κόσμο τον ενδιαφέρει να γελοιοποιήσει μία βλαμμένη πιτσιρίκα που αφέθηκε στην τύχη της να γίνει «μοντέλο» (αρπαχτή για τις εθνικές), ο άλλος ότι αν το πει πολλές φορές (ή καμία, αναλόγως) στο τέλος θα πιστέψουν όλοι ότι ο ιδιοκτήτης του δεν έχτισε στον αιγιαλό, ή δεν πήρε μίζες, ή δεν έχει πρόθεση να γλυτώσει την φυλακή, αλλά αντιθέτως, θέλει να χυθεί άπλετο φως.

Αφού κανεις τους σταμάτησε; Δεν δικαιούνται να το πιστεύουν;

Αναρωτιόμαστε όλοι πως πέσαμε τόσο χαμηλά. Πως φτάσαμε ως εδώ. Εχω μία υποψία ότι φταίει η Νταντά Φράην.

Δεν δικαιούμαι να το πιστεύω;

Τα blogs (αντίθετα με τα κανάλια) έχουν ισότιμα σχόλια.

(*) Όσο το ξαναδιαβάζω, τόσο είμαι σίγουρος ότι το χω ξαναγράψει. Δεν πειραζει. Προς εμπέδωση.

Είχα πάντα πρόβλημα με τους τιμητές της ηθικής. Ποιοι ήταν αυτοί; Γιατί ο κόσμος που πιστεύουν να είναι ο σωστός;

Συνάντησα, αρκετούς κυρίως στα κανάλια και δημοσιογράφους τώρα τελευταία. Στο ξεραμένο αίμα του Γκιόλια, μιλούν για έναν καθαρό, ηθικό, επώνυμο κόσμο.

Θα ήθελα και εγώ να είναι επώνυμος ο κόσμος. Να υπογράφουν όλοι με επώνυμο, να μην φοβούνται, να μην ντρέπονται να δείξουν το πρόσωπό τους.

Να υπογράφουν.

Αλλά όχι επειδή το ζητάνε αυτοί.

Θα ήθελα και εγώ έναν κόσμο χωρίς τρωκτικά. Να μην υπάρχει τίποτα υπόγειο, τρισάθλιο, μίζερο, κίτρινο. Να μην βρωμάει υπογείλα και σκατίλα το άρθρο του κόσμου.

Αλλά όχι επειδή το θέλουν αυτοί.

Εχω αλλεργία σ’ αυτούς που για να πετύχουν το καλύτερο, θυσιάζουν και από κάτι.

Είναι για μένα οι ίδιοι που για να πετύχουν ασφάλεια θυσιάζουν ελευθερία. Είναι οι ίδιοι που για να πετύχουν δικαιοσύνη, θυσιάζουν και μερικούς αθώους. Είναι οι ίδιοι που για να πετύχουν ηρεμία, θυσιάζουν την ειρήνη.

Είναι αυτός που σου λέει «Ας θυσιάσουμε μερικούς μισθούς, είναι για την ευημερία όλων μας». «Ας θυσιάσουμε μερικές αλήθειες, είναι για την ασφάλεια όλων μας». «Ας θυσιάσουμε λίγο αθωότητα, είναι για την τιμή όλων μας».

Σιχαίνομαι το τρωκτικό. Και θα σιχαθώ ακόμα περισσότερο αν κλείσει.

Γιατί ότι καλό και να γίνει, αν γίνει για τους λάθος λόγους, με τους λάθος τρόπους, τις λάθος αφορμές, δεν θα γίνει για καλό. Αν κλείσουν τα τρωκτικά από απειλές, δεν θα έχουν κλείσει για τους σωστούς λόγους.

Και εγώ θέλω να κλείσει. Αυτή η συγκάλυψη υποτίθεται δημιοσιογραφίας πίσω από την αγνότερη πλατφόρμα δημοκρατίας έχει πληγώσει, ίσως ανέπανόρθωτα, τον θεσμό των blogs. Γιατι κάθε πόστ που βγάζουν καθίκια που λυσσάνε για χρήμα, ή δόξα, ή φήμη, ή δύναμη, γραμμένη με τις φωτογραφίες εντέρων ξεκοιλιασμένων αφγανών, είναι ένα ακόμη καρφί σε άξιες πένες που τολμούν να γράψουν ποιοτικές -ίσως σωστές, ίσως όχι- σκέψεις.

Αλλά ποιος είμαι εγώ; Ποιός είμαι εγώ που θέλω να κλείσει; Που βρήκα την δύναμη, την εξουσία να το απαιτήσω; Ποιος αρχίδας είμαι εγώ που θα απαιτήσω κιόλας; Απο πότε εγώ ξέρω; Από πότε η ευχή μου έγινε ανάγκη; Από πότε ξέρω καλύτερα από τους αναγνώστες του;

Είμαι καλύτερος; τι είμαι, περοσσοτερο αγνός; ποιοτικός; Τι, ξαφνικά ξέρω καλύτερα; Εχω το θέσφατο; Ξαφνικά ο αρκούδος ξέρει περισσότερα;

Αντε γαμήσου αρκούδε. Αν δεν μπορείς να πείσεις τον κόσμο να μην το επισκέπτεται, αν δεν μπορείς να δείξεις πόσο λάθος είναι η ύπαρξή του, με λόγια, με επιχειρήματα – με την γαμημένη την λογική, δεν χρειάζεσαι κανέναν φωστήρα, σωτήρα, ΕΣΡ, κράτος, κυβέρνηση, δολοφόνους, μαφία, τρομοκράτη, αστυνομία να το κλείσει για λογαριασμό σου.

Αν δεν είναι η λογική αρκετή, μαλάκα μου, συνέχισε να προσπαθείς.

Και αν κάποιος πυροβολήσει, μαλάκα μου, ρώτα τον, όπως ρώτησες και σένα, «και ποιος είσαι εσύ ρε μαλάκα που καθαρίζεις για λογαριασμό μου;»

Και ποιος είσαι εσύ ρε καργιόλη που θα μου πεις τι να βλέπω και τι όχι; τι πρέπει να υπάρχει και τι όχι;

Αν μειδίασες στην είδηση για το κλείσιμο του τρωκτικού αρκούδο μου, είσαι πολύ μαλάκας. Όχι γιατί δεν έπρεπε να κλείσει. Αλλά γιατί βρέθηκε κάποιος να το κάνει για λογιαριασμό σου.

Είσαι πολύ λίγος αν κάποιος το κάνει για λογαριασμό σου.

Και εκεί που έλεγες οτι είσαι ‘ο τίποτα εγώ’ για να δείξεις ότι αν δεν ξέρουν όλοι, το να ξέρει ένας δεν αρκεί ποτέ, τώρα, μαλάκα μου, ήρθε κάποιος άλλος για να σου πει οτι είσαι ‘ο τίποτα εσύ’. Ο ‘εγώ ξέρω καλύτερα’.

Πιστεύεις ότι έχεις καλύτερο blogging σήμερα αρκούδο μου; Σκατά έχεις. Πιστεύεις ότι κέρδισες τίποτα σήμερα μαλάκα μου; Τίποτα δεν κέρδισες.

Αλλον έναν έχεις, που έχει όπλο, σε σημαδεύει, σε πυροβολά καμιά δεκαριά φορές, και σου λέει ‘εσύ είσαι τίποτα, εγώ ξέρω καλύτερα’.

Αυτό έχεις.

«Μιλάμε μαλάκα μου πολύ λέρα. Πολύ λέρα. Να καεί ρε! Να καεί ρε το μπουρδέλο η Βουλή! Με τα καθίκια εκεί μέσα! Από την άλλη βέβαια, να θυμηθώ να πάρω το αμάξι μου μαλάκα μου, το έχω εκεί κοντά, μην μου το κάψουν τα κωλόπαιδα.. Να πα να γαμηθούνε και αυτά. Δουλειά δεν έχουν, να καίνε την πόλη ξέρουνε. Γαμώ τον πάτερα σας τον πλούσιο. Τεσπα, και μένα ο γιος μου, έγινε ωραίος άντρας, μάγκας. Γαμάει. Του έσκασα προχθές δύο χιλιάρικα να ρίξει η μαλακισμένη του το μούλικο – αλλά χαλάλι του. Και ωραία η γκόμενα. Και ‘γω την ζαχαρώνω. Τις έχω ήδη σκάσει πέντε έξι χιλιάρικα και έχουμε κάνει κάτι παραλιακές, μούρλια. Σκέτη Τζούλια ρε μαλάκα! Δεν μου έχει κάτσει ακόμα, αλλά που θα πάει; όσα θέλει θα της σκάσω – αλλά θα την γαμήσω, να μου το θυμηθείς ρε! Και θέλει που λες το άλλο το μαλακισμένο η μικρή, η κόρη μου, να βγει μέχρι τις δώδεκα. Που να πας μωρή; Να έχουμε τίποτα τρεχάματα; Σπίτι ρε μαλακισμένο, σπίτι θα σε χτίσω. Να μην πας πουθενα. Πήρε προχθές και η τράπεζα. Μου έσπασε πάλι τα αρχίδια η καριόλα. «Να πληρώσετε αυτά που χρωστάτε», και παπαριές. «Να πα να γαμηθείτε ρε» της λέω. Που να τα βρω ρε μαλάκα; Μαζί τα κάναμε; Καθίκια. Κοιτάνε να δουν αν έχω; όλο τα λεφτά τους σκέφτονται. Σου ρουφάνε το αίμα οι καριόλες οι τράπεζες. Είναι και ο άλλος ο μαλάκας ο Μήτσος, που είχε έρθει προχθές μπας και του δώσω καμιά παράταση για τα εκατονπενήντα ευρώ που μου χρωστάει. Να πληρώσεις ρε μαλάκα! Δεν ξέρω που θα τα βρεις, να χέσεις ευρώ, δεν με νοιάζει: να πληρώσεις! Άκου έχασες την δουλειά σου.. και τι με νοιάζει εμένα ρε; Τι με νοιάζει μου λες; Όχι ρε μαλάκα, δεν τα χρειάζομαι, από εκατόνπενήντα θα σωθώ; αλλά δεν θέλω να μου χρωστάει, είναι λιγούρης, κακομοίρης. Να πα να γαμηθεί. Τι σου έλεγα; α, ναι, οι καριόλες οι τράπεζες. Ναι ρε μαλάκα. Να καούνε ρε! Να τις κάψουμε με τα καθίκια που είναι μέσα! Τώρα που λέω για φωτιές, μαλάκα, παρα τρίχα την γλύτωσα την μπεμβε τις προάλλες. Πήγανε λέει και σπάγανε ακριβά αμάξια, καλά που μου το πε ο περιπτεράς, θα μου την διαλύανε. Καθίκια ρε μαλάκα, κωλόπαιδα. Γαμώ την μάνα τους. Στο μεταξύ ρε μαλάκα, εχεις και τα άλλα τα καθίκια στα κανάλια να σου πρήζουν τα συκώτια στις ειδήσεις. Χρωστάμε, και να πληρώσουμε, και δεν-ξέρω-γω τι. Τι χρωστάμε ρε μαλάκα; Ε; Μαζί τα φάγαμε; Α γαμήσου δηλαδή! Και έχω και τον μαλάκα τον μάστορα από την άλλη που μου λέει για αυξήσεις. Εχω πέντε-έξι χρόνια να του κάνω λέει. Ναι ρε μαλάκα! Δεν βλέπεις τι γίνεται έξω; δεν βλέπεις πείνα; Να σε διώξω θέλεις; να σε διώξω να πεινάσεις; Τόσο μαλάκας είσαι; Τι να πεις ρε μαλάκα, τι να πεις να πούμε. Βλαμμένοι, όλοι τους. Ακου να δεις. Πήγανε οι άλλοι οι μαλάκες οι τρακόσιοι, και φάγανε, και θα πληρώσω λέει εγώ. Γιατί εγώ ρε μαλάκα; Τον έναν εντωμεταξύ, τον ξέρω. Καθίκι πρώτης. Μου είχε ζητήσει μίζα για ένα γιοφύρι που έφτιαξα. Διακόσια χιλιάρικα του έσκασα μαλάκα μου. Καθίκι. Τον βλέπεις στην βουλή να κάνει δηλώσεις, έτσι χοντρούλης που είναι, να σκάσεις στα γέλια. Μαλακάκος, μαλακάκος, αλλά τα διακόσια-διακόσια. Ε, εντάξει, μαλάκας είμαι; Οχτώ κατοστάρικα έκανε το γιοφύρι, δεκάξι τους χρέωσα. Τα διακόσια του και άλλα έξι κατοστάρικα έβγαλα. Χώρια οι άλλες οι μίζες για την άδεια, τέσσερα μαύρα καθαρά, όσο να πεις, μου μείνανε. Δεν γαμιέται, να ‘ναι καλά η ευρώπη που τα ‘σκασε. Θα τελειώσω το σπιτάκι μου στην Ηλειά, να πηγαίνουμε με την κυρά να αράζουμε. Ναι, ρε μαλάκα – χαζός είσαι; θα μεγαλώσουνε ρε τα δέντρα – έτσι είναι η φύση, σε πέντε έξι χρόνια να δεις κάτι πλατάνια που θα ‘χουμε γύρω γύρω. Και μετά, ακούω ένα μαλακισμένο στην δουλειά να λέει να γκρεμίσουνε τα αυθαίρετα. Από το δικό μου να ξεκινήσουνε ρε; Τόσων βουλευτών, δεν τα βλέπουνε; Δεν τα βλέπουνε; το δικό μου τους πείραξε; Ναι ρε μαλάκα. Ναι ρε. Απίστευτοι. Ερχεται και ο κάθε μαλάκας και λέει απεργία. Άκου ρε μαλάκα! Το κάθε καθίκι αριστερό, ο κάθε κωλοκουμουνιστής του κερατά, η Αλέκα και το κάθε σκατό, να μου πουν εμένα απεργία ρε μαλάκα! Που δεν έχουν δουλέψει μία μέρα στην ζωή τους! Ναι, ρε. Καριόληδες να πούμε. Κωλοκομούνια! Με νοιάζεστε εμένα ρε; Στα αρχίδια σας με έχετε γραμμένο! Μαλάκες! Να κατέβω και στην πορεία του ΠΑΜΕ και του δείνα! Εντωμεταξύ, άκους ρε μαλάκα; Είπανε θα κόψουν και άλλο τις συντάξεις. Άκου ρε. Δύο χιλιάρικα θα χάσει η μάνα μου ρε μαλάκα. Απο τις συντάξεις μόνο, ε; Το σπίτι πάλι από μένα θα ζητάει να το πληρώσω για να γίνει η κωλόγρια. Άκου ρε. Τι τις πειράζεις ρε μαλάκα τις συντάξεις; Αλλά έτσι είναι. Αφού δεν μιλάει ο κόσμος, δεν κατεβαίνει στους δρομους να σας κάψει, τέτοια θα κάνετε.

Δεν γαμιέται.

Τι άλλα νέα εσύ ρε;»

[…]«Μπαίνοντας στον προθάλαμο των κρατητηρίων σε ένα παγκάκι καθόταν ένας κρατούμενος, αν θυμάμαι καλά φορώντας χειροπέδες, και δύο αστυνομικοί τον χτυπούσαν με κλωτσιές, γροθιές και με μία ελαστική ράβδο σε διάφορα σημεία του σώματός του. Σε ερώτησή μας γιατί τον χτυπούν, απάντησαν ότι επιτέθηκε στον σκοπό, ήταν αντιδραστικός και προσπάθησε να φύγει. Μετά από αυτό με τον συνάδελφό μου αποχωρήσαμε διότι δεν είχαμε άλλη αρμοδιότητα εκεί θεωρώντας ότι όλες οι ενέργειες των αστυνομικών ήταν οι ενδεδειγμένες. […] [από τα Νέα]

Το πιο θλιβερό απ’ όλα πιστεύω, είναι ότι η κακοποίηση των κρατουμένων είναι… συνήθης, νόμιμη διαδικασία.

Είναι δηλαδή ενδεδειγμένο να χτυπούν δύο αστυνομικοί έναν κρατούμενο που φοράει χειροπέδες. Είναι φυσιολογικό, και απόλυτα νόμιμο.

~

Πριν από χρόνια, στην υπόθεση της ζαρντινιέρας, είχα πει πως το χειρότερο είναι όταν πιάστηκε η αστυνομία, επισήμως, να ψεύδεται.

Δεν ξέρω, μου μοιάζει αναγουλιαστικό να αποδεχόμαστε, ως κοινωνία, ότι η επίσημη αστυνομία ψεύδεται. Δεν λέω ότι δεν συμβαίνει, λέω ότι είναι τόσο «φυσιολογικό», που δεν μας προκαλεί, καν, έκπληξη.

Τώρα, η αστυνομία βρίσκεται να θεωρεί νόμιμο και «φυσιολογικό» τον βασανισμό κρατουμένων.

~

Ζούμε σε μυστήριους καιρούς. Η Vodafone είναι «φυσιολογικό» να γλυτώνει, τόσα χρόνια, το -μικρό συγκριτικά με την κατηγορία- πρόστιμο. Το The Mall είναι «φυσιολογικό» να συνεχίζει να εργάζεται παρά τις τόσες, σωρηδόν, καταδίκες. Η αστυνομία είναι «φυσιολογικό» να φοράει κουκούλες, και να βασανίζει κρατουμένους με χειροπέδες. Τα δύο μεγάλα κόμματα -τουλάχιστον- είναι «φυσιολογικό» να έχουν δεχθεί μίζες εκατομμυρίων ευρώ.

Το πρόβλημα, δεν είναι αυτή καθ’ αυτή η πράξη. Το άνομο δεν είναι που χτυπάει ένας μικροτσούτσουνος αστυνομικός δεμένους κρατούμενους, ή ένας μικροτσούτσουνος πολιτικός παίρνει μίζες.

Το άνομο είναι τα όρια του φυσιολογικού μας.

Και αυτά, ούτε εύκολα θα αλλάξουν, ούτε ανώδυνα.

Ο PC υπολογιστής μου τον τελευταίο μήνα, απλώς δεν άνοιγε. Τον κοίταγα και με κοίταγε – αλλά απλώς δεν άνοιγε.

Αν δεν είχα το Asus laptop μου, μπορεί και να έτρεχα να τον φτιάξω, αλλά, computer είχα, ο μεγάλος ήταν πια λίγο …γέρος, βρήκα και ένα εξάρτημα για να βάλω τον σκληρό και να δω ότι δεν είχα χάσει αρχεία, όλα καλά.

Όλα καλά, και ας πάμε για καινούργιο.

Ναι, να πάμε, αλλά α) με μία κόρη δεν υπάρχουν λεφτά, β) ποιόν;

Το ποιόν σημαίνει συνήθως, ιστορικά, να αγγαρέψω τον Βασίλη, που ξέρει πέντε πράγματα παραπάνω από μένα (που δεν ξέρω τίποτα). Το με τι λεφτά, σημαίνει «με δόσεις».

Πέρασε ο μήνας, κομπιούτερ είχα – άρα δεν βιαζόμουν, με τον Βασίλη δεν μιλούσα συχνά – άρα δεν είχα εναλλακτικές, οπότε, ο καιρός περνούσε και οι φελλοί έπεφταν μόνοι τους στα βαρέλια περιμένοντας να ωριμάσει ο καιρός.

Στην πραγματικότητα, αυτό που έπρεπε να ωριμάσει ήταν στο μυαλό μου η ιδέα «να πάρω κομπιούτερ», καινούργιο. Δεν είμαι εύκολος σε αλλαγές, δεν είμαι εύκολος σε έξοδα, αν η Ελεάνα δεν με πίεζε δεν θα το έπαιρνα απόφαση.

Πολλά δεν θα έκανα αν η Ελεάνα δεν μου έλεγε «κάντο» από τότε που γνωριστήκαμε.

Τεσπα, πριν από μερικές ημέρες, συνεργάζομαι με τον Γιάννη. Γνωστός Macας, με συνεντεύξεις σε περιοδικά, σε κανάλια, και γνώσεις στα μακ. Δουλεύει μόνο μακ, τα ξέρει, τα πιστεύει. Τα λατρεύει.

Ο Γιάννης καιρό τώρα μου λέει τι σπουδαία που είναι τα μακ. Ναι ρε Γιάννη, να του λέω εγώ, αλλά είναι ακριβά τα γαμημένα. Ναι ρε Γιάννη, να μου λέει αυτός, αλλά είναι καλά. Ναι ρε Γιάννη να του λέω εγώ αλλά είναι ακριβ… το πιάσατε το νόημα.

Το πιο φθηνό, μου έλεγε, κάνει 800 ευρώ – χωρίς οθόνες και πληκτρολόγια, μόνο το κουτί. Το όνομα αυτού; Mac mini.

Οχτακόσια για μηχάνημα δεν τα δίνω, που να πέσει το λόττο στα χέρια μου. Δεν-προβλέπεται.

Ρίχνουμε μία ματιά λοιπόν προχθές, πάλι με την ίδια κουβέντα, μπίρι-μπίρι, τι καλά που είναι, τι ακριβές οι μαλακίες, λέμε κάτσε να δούμε τιμές.

Πεντακόσια εβδομήντα.

Όπα;

Πεντακόσια εβδομήντα δεν είναι τόσα πολλά, με δόσεις κάτι γίνεται, αλλά από μηχάνημα; Κοιτάμε τα χαρακτηριστικά: Όχι σπουδαία, να σου συνταράξουν το μυαλό, αλλά σε συνδιασμό με το OS της Apple, ικανοποιητικό. Την δουλειά που θέλω με δυο λόγια (πολύς προγραμματισμός, αρκετό photoshop, ελάχιστα παιχνίδια), τα κάνει.

Ενδιαφέρον.

Το μηχάνημα, ένα μακ μίνι ενάμισι κιλό βάρος (δυόμισι με την τροφοδοσία), είναι σχεδόν φορητό (αν έχει οθόνη εκεί που το πας) – σε σύγκριση με το tower καμιά δεκαριά + κιλών του παλιού PC μου (ένας λόγος που δεν το πήγαινα για φτιάξιμο: η μέση μου).

Ρίχνω μία ματιά στο Shop21, το έχει, το έχει. Μιλάω στην Ελεάνα, μου λέει τα διαθέτουμε – κανόνισε μόνο τις δόσεις. Κανονίζω δώδεκα *άτοκες*, το οποίον, κουκλί για μένα.

Το ίδιο απόγευμα, το είχα στα χέρια μου. Συνήθως εδώ γράφουν «και τώρα που σας γράφω, από ένα mac σας γράφω» και γω δεν θα αποτέλεσω εξαίρεση:

Και τώρα που σας γράφω, από ένα mac σας γράφω.

Θα ακολουθήσει δεύτερο μέρος, με εντυπώσεις και σχόλια για τον καινούργιο, θαυμαστό κόσμο των μακ.

Υ.Γ.: Αμα μπείτε στον κόπο να αφήσετε σχόλιο σε τόσο ανούσιο ποστ, τουλάχιστον μην τσακωθείτε για το ποια είναι καλύτερα, τα Μακ ή τα Πισι.

Πρώτη ιστορία:

Περιδιαβαίνοντας το αξιόλογο protagon.gr έπεσα σε ένα άρθρο που δεν καταλάβαινα. Συντάκτης ο Παναγιώτης Μουζουράκης (μουσικός και ηθοποιός στους Singles όπως με ενημερώνουν και πρόσφατα στο 4 του Παπακαλιάτη) ο οποίος εξηγεί μία γκάφα. Διαβάστε το εδώ [Μην πυροβολείς τον κιθαρίστα], και επιστρέψτε για την συνέχεια.

Το εν λόγω video, για να έχετε αίσθηση των γεγονότων, εδώ: Το σκετς Μουζουράκη-Κάτσαρη για την 28η Οκτωβρίου

Υ.Γ.: Άξια λόγου είναι και η αντίδραση των επισκεπτών του PrezaTV σε αντίστοιχο άρθρο του….

Κρατάμε λοιπόν αυτό, σαν γεγονός.

Δεύτερη ιστορία:

Σήμερα διοργανώνεται στον Άγιο Παντελεήμονα συναυλία στήριξης των μεταναστών. Η οποία όμως αντιμετωπίζει ήδη προβλήματα από ομάδα ‘κατοίκων’ οι οποίοι είτε θα κάνουν ότι μπορούν για να μην γίνει, είτε θα φοβίσουν όσους θέλουν να παρευρεθούν. Ανταπόκριση από το indymedia.

Κρατάμε λοιπόν και αυτό, σαν γεγονός.

Τρίτη ιστορία

Λίγες ημέρες πριν, το βιβλιοπωλείο του Αδωνι Γεωργιάδη δέχθηκε άλλη μία φορά επίθεση και καταστράφηκε. Δεν χρειάζεται να πω ούτε ποιος είναι ο Άδωνις, ούτε τι βιβλία πουλάει. Ούτε καν τον αριθμό των καταστροφών του βιβλιοπωλείου του.

Κρατάμε λοιπόν και αυτό, σαν γεγονός.

Για να κάνουμε την σούμα:

Έχουμε στα χέρια μας τρία γεγονότα: Άλλα είναι αναγνωρισμένα λάθη, άλλα όχι. Άλλα γίνονται κατά λάθος, άλλα γίνονται επί τούτου. Από άλλα προσβαλλόμαστε και εμείς – με άλλα γελάμε.

Αλλά όλα έχουν κάτι κοινό: τις αντιδράσεις. Αυτοί κάποιοι από αυτούς που προβλήθηκαν σήκωσαν τις μπουνιές τους, τα ξύλα τους, τις απειλές τους – και εξέφρασαν την διαμαρτυρία τους προκαλώντας τον τρόμο.

Νιώθω κάπως αδικημένος όταν κάποιος που επιτίθεται στο κράτος και στην ανώνυμη μάζα του (ακόμα και αν είναι αστυνομικοί) τον χρωματίζουμε ως τρομοκράτη, αλλά αυτός που που επιτίθεται στον οποιονδήποτε εξωθεσμικό εκφέρει γνώμη, ακόμα και αν είναι σωστή ή λανθασμένη, τον υπογράφουμε ‘αντιδραστικό’.

Και νιώθω λίγο περίεργα όταν το κράτος σταματά ή αναστέλλει τις δικές μου ελευθερίες για τους μεν, αλλά αγνοεί (για να μην γράψω προστατεύει μερικές φορές εμφανώς) τους δεύτερους. Σαν να έχεις δικαίωμα να αντιδράς με τις μπουνιές σου σε οποιονδήποτε – αρκεί να μην εκφράζει το κράτος.

Και οι δεύτεροι είναι τρομοκράτες. Και ίσως, ίσως, ποιο ισχυροί από τους πρώτους.

Θα ήταν ενδιαφέρον ένα πείραμα: να αλλάξουν οι λέξεις. Οι τύποι με τα όπλα να ονομαστούν «αντιδραστικοί» και ο ανώνυμος αναρχικός ή φασίστας που επιτίθεται σε ότι διαφωνεί, να ονομαστεί «τρομοκράτης».

Νιώθω ένα περίεργο ρίγος τρόμου όταν σκέφτομαι τις επιπτώσεις ενός τέτοιου πειράματος…

Δεν άλλαξα, μόνο το blog άλλαξε λιγάκι…

Είναι δύσκολο να σας εξηγήσω, αλλά έχουμε προβληματάκια, και πρέπει να τα προσπεράσουμε. Προβληματάκια δεν έχουμε τυχαία, έχουμε γιατί εγώ πάω και πειράζω ότι δεν πρέπει, και μετά χαλάει, και μετά χαλιέμαι, και δεν ξέρω τι μ***κια έκανα, και άντε να το φτιάξω, και πάει λέγοντας… 🙂

Λίγο μαυρούλι το καινούριο look, (πρόλαβα να το κάνω λίγο πιο φωτεινό) αλλά πολύ-πολύ εύκολο και νόστιμο. Όχι του γούστου μου για να είμαι ειλικρινής, δεν είναι τόσο μαύρος γκρίζος ο αρκούδος – αλλά θα προσπαθήσω να τον ομορφήνω λιγουλάκι μόλις βρω τον χρόνο (αυτό βέβαια, μπορεί να είναι και σε κανα-δύο μήνες, οπότε βολευτείτε).

Σχόλια και παρατηρήσεις καλοδεχούμενα. Και ιδέες αν είσαστε του χώρου και βρείτε καμία.

Υ.Γ. Αυτό, πρέπει να είναι το πιο συνηθισμένο post σε παλιούς blogger που για τον ένα ή τον άλλο λόγο αλλάζουν το εικαστικό τους. Το ‘χω δει δεκάδες φορές, και γελάω πάντα με τον κακομοίρη τον blogger που παλεύει να εκπροσωπηθεί από ένα εικαστικό που δεν ελέγχει πλήρως. The joke is on me now, i guess 🙂

Το πόσο καλούς φίλους έχω, δεν λέγεται. Μόλις έμαθαν ότι μου έχει έρθει χαρτί για εφορευτική επιτροπή, αμέσως να μου προτείνουν τρόπους να ξεφύγω! Εκτός από αυτούς που μου έλεγαν απλώς «μην πας, κάνε ότι μπορείς να μην μπλέξεις», ήταν και πολλοί άλλοι που ήταν και χρήσιμοι, και είχαν και τρόπους για να γλυτώσω τον βραχνά.

Ο δε βραχνάς, ασήκωτος: πας από τις πέντε το πρωί, και δύσκολα ξεφεύγεις μέχρι τις πέντε το άλλο πρωί. Ούτε τουαλέτες έχεις εύκολες, ούτε φαγητό, για ύπνο δεν το συζητάμε, και κινητά να πεις καμία χαζομάρα, απαγορεύονται.

Φρίκη.

Οπότε, έπεσαν όλοι επάνω μου να με σώσουνε. Στην δουλειά μου ετοιμάζανε χαρτιά, πριν προλάβω να πω τίποτα – οι φίλοι μου έλεγαν δικά τους τερτίπια με τα οποία γλυτώσανε (γιατρούς και ταξίδια) και οι πολύ κολλητοί, συγγενείς και λοίπά, μου τονίζανε οτι αφού έκανε το κράτος κουταμάρα και το έστειλε στην παλιά μου διεύθυνση, απλώς να μην πάω.

Αν και θα χρειαστεί να μην πάω ούτε να ψηφίσω, γιατί θα με μπουζουριάσουνε εκεί, και θα μου φορτώσουν την δουλειά – στην καλύτερη, γιατί στην χειρότερη θα με μπουζουριάζανε – τελεία.

Μμμμάλιστα.

Όλα αυτά, φίλοι και γνωστοί. Που με ξέρουνε. Που μιλάμε μαζί για πολιτική. Που έχουν τον κακό και τον καλό λόγο για τον καθένα πολιτικό. Που μιλάμε μαζί για τα κόμματα, και για διοικηση, και για αποφάσεις, και για την Δημοκρατία.

Μάλιστα.

Και πως νομίζεις ότι φτιάχνετε η Δημοκρατία ρε μάγκα; Αν δεν πας εσύ να μετρήσεις την ψήφο, και εγώ, και όλοι, ποιος θα πάει; Για ποια κυβέρνηση σχολιάζεις, όταν, αν έρθει η σειρά σου να κάνεις το καθήκον σου, θα κοιτάξεις να κάνεις ότι μπορείς να το αποφύγεις;

Ρε με δουλεύεις; Αν δεν το κάνεις εσύ, ποιος περιμένεις να το κάνει; Σοβαρά, αν εσύ είσαι ευθυνόφοβος, και κακομοίρης, και φτηνόμαγκας, πως τολμάς να έχεις λόγο για τον κόπο των άλλων και αν το κάνουν καλά, ή άσχημα;

Δεν ντρέπεσαι λίγο;

Είπε κανείς οτι είναι εύκολο; Είπε κανείς οτι είναι εύκολη η δημοκρατία; όταν πας εσύ να βάλεις τον σταυρουδάκο σου (για να σου δώσουν καμία θεσούλα υποθέτω), δεν περιμενεις οτι κάποιος άλλος θα πρέπει να το μετρήσει, και να το ξαναμετρήσει, και να το καταχωρήσει; τι περιμένεις, οτι τον βάζεις και τον παίρνει ο Νικολακόπουλος και τον κάνει μπάρα μόνος του; αποφεύγεις να δεις οτι κάθονται δέκα κακομοίρηδες να κάνουν όλη την δουλειά;

Τυφλός είσαι; τι νομίζεις οτι είναι αυτοί; Αλβανοί που μαζεύουν τα πορτοκάλια, και τους φωνάζουμε να μετρήσουν και τις ψήφους;

Πάρτο χαμπάρι μάγκα μου: η δημοκρατία θέλει μικρές θυσίες. Θέλει εσένα και εμένα να μετράμε ψήφους και σταυρούς, από το πρωί, μέχρι το άλλο πρωί, νηστικοί, νυσταγμένοι και ξεθεωμένοι.

Δεν είναι τσάμπα η Δημοκρατία μάγκα μου.

Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ είμαι περήφανος που θα είμαι εκεί, σήμερα.

Το blog το θυμόσασταν αλλιώς, λίγο πιο πράσινο και με διαφορετικό στήσιμο.

Ναι, και γώ 🙂

Αλλά, όλο και κάτι χάλασε, όλο και κάτι δεν έπαιζε, ο μόνος τρόπος ήταν να το αλλάξω. Αυτό που θυμάστε, δεν.

Δεν βαριέσαι όμως, όλα για καλό είναι. Εμένα μ΄αρέσει το καινούργιο, σαν άλλο ρούχο στον ίδιο άνθρωπο.

Το θέμα είναι – εσάς σας αρέσει;

(κάτι λαθάκια, άσχετα κείμενα και τέτοια, θα διορθωθούν το συντομότερο δυνατόν)

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | ΝΤΙΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ (dida@enet.gr) | ΟΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΗ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ

Οκτώ μήνες προφυλακισμένος για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, τον τελευταίο και σε απεργία πείνας. Η αναμενόμενη αποφυλάκιση τον Ιούλιο δεν ήρθε, το θέατρο παραλόγου των κατηγοριών συνεχίστηκε και ο Θοδωρής παραμένει έγκλειστος. Αλλά αγωνιστής. Αυτή τη φορά «όπλο» του, το ίδιο του το σώμα. Μας μίλησε τηλεφωνικά από τις φυλακές Κορυδαλλού. Εκεί απ’ όπου βλέπει το εκδικητικό πρόσωπο του κράτους, την Ελλάδα της βίας και της καταστολής, αλλά και μια άλλη Ελλάδα της ανήσυχης νεολαίας, της αλληλεγγύης, της πίστης σε ιδανικά. Επιμένοντας στην αθωότητά του και στα πιστεύω του. Πληρώνοντας ακριβά και για τα δυο.

Ακούω τη φωνή του με διακοπές από μεγάφωνα που ουρλιάζουν διαταγές και παραγγέλματα στους φυλακισμένους του Κορυδαλλού. Είναι εξαιρετικά ευγενής, χαμηλών τόνων, δυνατός μέσα στην αδυναμία του. Εύθραυστος πια, αλλά αποφασισμένος, στην καρδιά του Αυγούστου που δεν υπάρχουν ειδήσεις, δίνει τη μάχη για την ελευθερία του με το μοναδικό όπλο που του έχει απομείνει: το ίδιο του το σώμα. Για πάνω από ένα μήνα, ο μοναδικός τώρα πια φυλακισμένος του Δεκέμβρη, είναι σε απεργία πείνας. Παρόλο που έχει χάσει 12 κιλά, η πίεσή του έχει πέσει και παθαίνει υπογλυκαιμικά σοκ και παρόλο που οι γιατροί επιμένουν πως τώρα πια μπορεί να πάθει μη αναστρέψιμες βλάβες σε ζωτικά όργανά του, η διεύθυνση των φυλακών αρνείται να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ο Θοδωρής Ηλιόπουλος δηλώνει αθώος. Ενας όμηρος.

– Το κράτος σε διώκει για ποινικά αδικήματα, κακουργήματα και πλημμελήματα, και σε θεωρεί τόσο επικίνδυνο που δεν σε αποφυλακίζει με περιοριστικούς όρους. Πώς νιώθεις γι’ αυτό;

«Από τις 18 Δεκεμβρίου βρέθηκα πρωταγωνιστής στο θέατρο του παραλόγου. Με συνέλαβαν στο σωρό, καθώς περπατούσα στην Ακαδημίας με τους φίλους μου. Πέντε διμοιρίες των ΜΑΤ κύκλωσαν καμιά 10αριά ανθρώπους. Αρχισα να τρέχω και δυο από αυτούς με πρόλαβαν, με πέταξαν κάτω κι άρχισαν να με κλωτσάνε στο κεφάλι ουρλιάζοντας «τώρα θα δεις τι θα πάθεις». Δεν είχα ιδέα τι θα μπορούσα να πάθω. Τελικά, αυτό που έπαθα είναι πως βρέθηκα κατηγορούμενος για τρία κακουργήματα. Σύμφωνα με την ανακρίτρια, ήμουν τη στιγμή της σύλληψής μου έξω από τη Νομική και πέταγα μολότοφ. Η μοναδική μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτό είναι των δυο ΜΑΤατζήδων που με συνέλαβαν. Οταν δε η ανακρίτρια τους ρώτησε αν θα με αναγνώριζαν στο δρόμο κι εκείνοι απάντησαν θετικά, η ανακρίτρια σήκωσε το δάχτυλο, με έδειξε και τους είπε «αυτός είναι;». Με έδωσε δηλαδή η ίδια. Φυσικά και οι ΜΑΤατζήδες… με αναγνώρισαν. Από τότε δεν με αποφυλακίζουν γιατί στην πραγματικότητα με χρειάζονται ως όμηρο. Από τους συλληφθέντες λίγοι είναι αυτοί που πήραν θέση για το Δεκέμβρη. Δεν λέω ότι ήταν υποχρεωμένοι. Εγώ πήρα θέση κι αντιμετωπίζω τα αντίποινα του κράτους».

– Πώς έζησες τα γεγονότα του Δεκέμβρη;

«Ο πατέρας μου είναι στα τελευταία του κι έχει αλτσχάιμερ κι η μάνα μου είναι 83 χρόνων και δεν μπορεί να τον φροντίσει. Για αυτό μπόρεσα να κατέβω στους δρόμους δυστυχώς μόνο δυο φορές. Ηταν μια πολύ καλή ευκαιρία να συζητήσεις και να προβληματιστείς, να προτείνεις λύσεις, να ανταλλάξεις ιδέες. Κάποιοι, άδηλων συμφερόντων, διαβάζουν τα γεγονότα σαν τις κλαίουσες ιτιές, κλαυθμηρίζουν για τον όλεθρο και την καταστροφή. Ομως ο Δεκέμβρης γέννησε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης και, κυρίως, ξεκόλλησε τα παιδιά από τα playstations και τα internet cafe. Είναι αφελές κι άδικο να λες πως τα παιδιά βγήκαν στο δρόμο μόνο για να εκτονώσουν την οργή τους. Τα ιδανικά και τα όνειρά τους διεκδίκησαν».

– Ποια ήταν η αντίληψή σου για το κράτος πριν και ποια είναι τώρα;

«Αν σου πω, θα με κλείσουν ισόβια… Αστειεύομαι. Δεν θέλω να βάζω ταμπέλες στον εαυτό μου τύπου αναρχικός ή αντιεξουσιαστής. Είμαι οραματιστής της άμεσης δημοκρατίας, του συν-αποφασίζειν και συν-πράττειν. Κατά την εφηβεία μου, είχα γοητευτεί με τη φιλοσοφία του αναρχισμού από τον Ζήνωνα και τους κυνικούς φιλόσοφους μέχρι τον Ενρίκο Μαλατέστα. Ακόμη και σήμερα, παραμένω γοητευμένος. Αγωνίζομαι για έναν διαφορετικό κόσμο. Οχι με μολότοφ και πέτρες, αλλά με ιδέες και κείμενα. Δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος στον οποίο το κράτος δείχνει το εκδικητικό του πρόσωπο. Αυτό που τους ενοχλεί, αυτό που καταστέλλουν δεν είναι η δράση μου, αλλά η στάση μου και η άποψή μου. Μου φόρτωσαν ένα κατασκευασμένο κατηγορητήριο, αγνόησαν τις αποδείξεις που προσκόμισα για την αθωότητά μου. Το θέμα για το κράτος είναι ότι επιμένω να σκέφτομαι. Και να σκέφτομαι διαφορετικά. Υπό αυτή την έννοια, αύριο το πρωί μπορείς να βρεθείς στη θέση μου, εσύ κι ο οποισδήποτε».

– Φοβάσαι τώρα πια τη χώρα που τη λένε Ελλάδα;

«Οχι. Είναι τρομακτικό να περπατάς στην Ακαδημίας και μετά να βρίσκεσαι σε ένα κελί για μήνες, αλλά έχω τόσο μεγάλη επιθυμία να ζήσω που δεν φοβάμαι. Κι επίσης, εκτός από την Ελλάδα της βίας και της καταστολής, βλέπω και μια άλλη Ελλάδα της ανήσυχης νεολαίας, της αλληλεγγύης, της πίστης σε ιδανικά».

– Γιατί επέλεξες την απεργία πείνας;

«Οταν κάποιος ξεκινάει απεργία πείνας, κανονικά πρέπει να τον εξετάσει οδοντίατρος -τα δόντια παθαίνουν πρώτα ζημιά- και ψυχίατρος για να αποδειχθεί ότι δεν είναι αυτοκαταστροφικός. Παρόλο που αυτό δεν έγινε στην περίπτωσή μου, θέλω να σας διαβεβαιώσω πως δεν είμαι αυτοκτονικός, δεν θέλω καθόλου να πεθάνω. Ούτε θέλω να πάθω κάποια ανήκεστο βλάβη που θα με αφήσει ανάπηρο για όλη μου τη ζωή. Βεβαίως, όπως μου εξήγησε η γιατρός που με παρακολουθεί, μετά την 30ή ημέρα απεργίας, αρχίζουν τα πολύ σοβαρά προβλήματα, μπορεί να εκπέσουν ζωτικά σου όργανα. Ομως πραγματικά δεν μου έχει μείνει άλλος τρόπος. Το σώμα μου είναι το ύστατο όπλο».

– Η απεργία πείνας φλερτάρει με το θάνατο;

«Κάθε τι φλερτάρει με το θάνατο. Αν είσαι μετανάστης, μια επίσκεψη στην παιδική χαρά του Αγίου Παντελεήμονα μπορεί αυτομάτως να σημάνει και το θάνατό σου. Ή αν είσαι εργάτης σε κάποιο εργοστάσιο. Ή αν είσαι ποδηλάτης στους δρόμους της Αθήνας. Η απεργία πείνας σε φέρνει μερικά βήματα πριν το θάνατο, αλλά και πιο κοντά στην ελευθερία. Ως ξένος που είμαι στον κόσμο των αφεντικών, ως εργάτης, ως ποδηλάτης δεν φοβήθηκα το θάνατο. Ως απεργός πείνας ζω με την ελπίδα της απελευθέρωσης κι όχι με το φόβο του θανάτου».

– Είσαι ερωτευμένος, ετοιμαζόσουν για την απελευθέρωσή σου τον Ιούλιο κι ένα κοινό σπίτι με την αγαπημένη σου. Τι λέτε τώρα;

«Μιλάμε καθημερινά ατελείωτες ώρες, μου γράφει και της γράφω, σχεδιάζουμε τη ζωή μας μετά. Είμαστε πολύ δεμένοι οι δυό μας, τα αντιμετωπίζουμε σαν ομάδα. Η φυλακή ορίζει την ελευθερία του σώματος, όχι της ψυχής σου. Κάθε φορά που κλείνουμε το τηλέφωνο, εκείνη μου λέει venceremos. Είμαστε νέοι, ερωτευμένοι κι έχουμε τόσα όμορφα πράγματα να ζήσουμε μαζί. Και θα νικήσουμε».

– Τι όνειρα βλέπεις;

«Στην αρχή έβλεπα εφιάλτες. Με καθημερινό αγώνα, κατάφερα όχι μόνο να αποβάλω οτιδήποτε θα μπορούσε να με τσακίσει, αλλά να βλέπω όνειρα με δύναμη και χαρά. Εχω επιλέξει να ζήσω δημιουργικά αυτό το επεισόδιο της ζωής μου».

– Τι έμαθες στη φυλακή;

«Κάθε φυλακή είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Βλέπεις από καταδικασμένους για οικονομικά εγκλήματα που κι εδώ τους ενδιαφέρει να κάνουν μπίζνες, μέχρι παιδεραστές. Αλλά βλέπεις και πολλούς αθώους, ανθρώπους που δεν είχαν χρήματα για έναν καλό δικηγόρο ή για να πληρώσουν την εγγύηση. Πριν μπω μέσα ήμουν απόλυτος, πίστευα πως… οι κακοί είναι στη φυλακή. Εδώ όμως αναγκάζεσαι να καταλάβεις πως το κακό είναι σχετικό, να παραδεχθείς πως δυνητικά φονιάς θα μπορούσε να είναι ο καθένας σε μια δοσμένη συγκυρία.

»Υπάρχουν τα πάντα μέσα μας. Στη φυλακή μαθαίνεις καινούριους κώδικες και, κυρίως, να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Και μερικούς τρόπους οι οποίοι σου διευκολύνουν τη ζωή. Εδώ ζεις με τα ελάχιστα. Αυτά που έξω θεωρούμε σκουπίδα, μέσα είναι χρήσιμα. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι για να καλύψεις τα ράφια με κουρτίνα, χρησιμοποιείς αντί για κόλλα καμμένες μπατονέτες;»

– Οι συγκρατούμενοί σου πώς σε αντιμετωπίζουν;

«Ανέκαθεν υπήρχε σεβασμός για τους πολιτικούς κρατούμενους από τους ποινικούς, αν και δεν θέλω να κάνω διαχωρισμό. Ολοι είμαστε έγκλειστοι κι έχουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τα ίδια προβλήματα. Κι εμείς, αν και πολιτικοί, αντιμετωπίζουμε το ποινικό δίκαιο. Οι συγκρατούμενοί μου μού συμπαρίστανται.

»Ο Νίκος Τσουβαλάκης άρχισε κι αυτός απεργία πείνας την ίδια μέρα με εμένα σε ένδειξη αλληλεγγύης. Αλλοι κρατούμενοι κάνουν αποχή συσσιτίου. Οι περισσότεροι με στηρίζουν με απλές καθημερινές πράξεις: με επισκέπτονται στο κελί, μου δανείζουν βιβλία, μου παραχωρούν τη σειρά τους στο τηλέφωνο».

– Πώς είναι το κελί σου;

«Είσαι 18 ώρες το 24ωρο κλεισμένος μέσα σε ένα χώρο το πολύ 8 τετραγωνικά μέτρα μαζί με άλλους τρεις. Η θέρμανση δεν επαρκεί. Κατσαρίδες και αρουραίοι κάνουν συχνά την εμφάνισή τους. Οι τουαλέτες βρίσκονται σε ένα υπόγειο με σπασμένα τζάμια και κρύο νερό».

– Οι κρατούμενοι λένε πως ο μεγαλύτερος αντίπαλος είναι ο χρόνος. Πώς περνάς τις μέρες σου;

«Υπάρχει η θεωρία πως όσο πιο πολύ κοιμάσαι, τόσο πιο γρήγορα φυλακή βγάζεις. Εγώ υποστηρίζω ότι όσο πιο πολύ κοιμάσαι, τόσο λιγότερο ζεις. Τώρα πια που δεν μπορώ να περπατήσω, διαβάζω στο κελί, γράφω, ζωγραφίζω, ακούω μουσική, φτιάχνω χειροποίητες κατασκευές από φθηνά υλικά».

– Τι σε εμπνέει;

«Οι διάδρομοι, τα κάγκελα και τα συρματοπλέγματα. Ολα αυτά μ’ έβαλαν στη διαδικασία να δημιουργήσω μια άλλη πραγματικότητα από λέξεις και ζωγραφιές».

– Τι θα έλεγες αν είχες μπροστά σου τον υπουργό Δικαιοσύνης;

«Ενα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: «Ξεριζώνω τις λέξεις μία μία απ’ το λαρύγγι μου/ αν στάζουν αίμα/ τύλιξτες στο μαντήλι σου/ τύλιξτες με μπαμπάκι/ ή πάλι πιάσε τις με τη λαβίδα και πες: ‘έτσι τα λέει, για εντύπωση’/ Κάνε επιτέλους ό,τι θες / Ομως δεν φτάνει πια η σιωπή / Δεν φτάνουν πια τα λόγια / Ξεριζώνω μία μία σκέτες λέξεις / και σου τις στέλνω»».

– Πώς ονειρεύεσαι τη ζωή σου μετά τη φυλακή;

«Απλή ως προς το ζην, πολύπλοκη ως προς τη σκέψη, και θέλω να κάνουμε ένα πιτσιρίκι που δεν θα μ’ αφήνει σε ησυχία!»

– Επειτα από όλη αυτή την ταλαιπωρία, θα ξαναβγείς στους δρόμους;

«Φυσικά. Με τη μόνη διαφορά ότι θα είμαι πανέτοιμος να αντιμετωπίσω το στημένο κατηγορητήριο. Αλλωστε, πάντα έβγαινα στο δρόμο με μοναδική κουκούλα το πρόσωπό μου».

Όλα αυτά, από την εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Το βρήκα από πρόταση του Αστέριου Μασούρα (twitter).

Γιατί το βάζω; Δεν τον ξέρω τον άνθρωπο. Δεν ξέρω με τι κατηγορείται, αν ευσταθούν οι κατηγορίες, ή αν είναι αδικημένος. Tον βάζω γιατί αυτή η συνέντευξη κοσμεί το blog μου.

Και έτσι μου φάνηκε καλός λόγος να το κάνω.

Το γράφει η Σοφία Σακοράφα, το υπογράφω άνετα και εγώ:

Κυρίες και κύριοι συνάδερφοι,

Περνώ απευθείας στο τρίτο κεφάλαιο του νομοσχεδίου και στις διατάξεις 25 και 26, διατάξεις που υποτίθεται ότι διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση δεν κατάλαβε και δεν έχει ούτε την πολιτική βούληση, αλλά ούτε και την κοινωνική ευαισθησία να καταλάβει τί είναι αυτό που διασφαλίζει την κοινωνική ειρήνη και αντιστοίχως τί είναι αυτό που κλονίζει την κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν απαξιώνει τους θεσμούς και τους μετατρέπει σε όχημα διατήρησης της στην εξουσία, κλονίζει την κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν η κοινοβουλευτική πλειοψηφία μετατρέπεται κατά συνείδηση και κατ΄επιταγή σε πλυντήριο σκανδάλων, δυναμιτίζεται η κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν γονατίζει τα ελληνικά νοικοκυριά, το μέσο Έλληνα και εξοντώνει τις ασθενέστερες ομάδες, υπονομεύει την κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν υποδέχεται την παγκόσμια κρίση με σχέδιο στήριξης μόνο των μεγάλων και των ισχυρών και μάλιστα άνευ όρων, ενώ παραδίδει τον ελληνικό λαό βορρά στους μεγαλοτραπεζίτες και στα τραστ, αδιαφορεί για την κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν η ελληνική γη γίνεται αντικείμενο μπίζνας μεταξύ υπουργών και Βατοπαιδίου, με κέρδη για τους υπουργούς και το Βατοπαίδι, σαμποτάρεται η κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν η υγεία και η παιδεία από παρεχόμενα αγαθά μετατρέπονται σε προιόντα αγοράς, διαλύεται η κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν η ακρίβεια ελέγχεται από τα οικονομικά λόμπι και η περιφέρεια υφίσταται πολιτικές ερήμωσης και εγκατάλειψης, ανατρέπεται η κοινωνική ειρήνη.

Δεν καταλαβαίνει ότι όταν οι συνταξιούχοι αιμορραγούν, οι πτυχιούχοι απογοητεύονται, οι 15άρηδες οργίζονται, σπάει η κοινωνική ειρήνη.

Καταλαβαίνει όμως πολύ καλά τί σημαίνει το ιδιώνυμο της κουκούλας.

Αναρωτιέμαι τί θα έκανε ένα καθεστώς στρατιωτικό για την τήρηση της τάξης.

Ακριβώς ό,τι και η κυβέρνηση.

Δηλαδή : τη θεσμική στοχοποίηση και το στιγματισμό της φιγούρας του πιθανού «εχθρού», περιφρονώντας προκλητικά όλα τα δικαιώματα, ανάμεσα στα οποία η ελευθερία της έκφρασης, η ελευθερίας της αμφίεσης με ανάδειξη πολιτικού συμβολισμού, η ελευθερία αυτοπροστασίας των διαδηλωτών από απαγορευμένα κι επικίνδυνα χημικά αέρια κ.λπ.

Κάποτε ήταν τα μακριά μαλλιά σήμερα οι κουκούλες.

Και προχωράτε ακάθεκτοι επαναφέροντας και την «περιύβριση αρχής», έναν επικίνδυνο δίαυλο διά του οποίου θα καθίσταται τιμωρητή η άσκηση της όποιας οξείας κριτικής κατά δημοσίων προσώπων. Με κίνδυνο να επανέλθει σε ισχύ ουσιαστικά ένα νέο είδος περιύβρισης αρχής, αδίκημα που παραπέμπει σε εποχές που όλοι θέλουμε να ξεχάσουμε οριστικά. Όλοι πλην της κυβέρνησης.

Λοιπόν σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα, σε ό,τι αφορά την κουκούλα.

Το Δεκέμβρη συνόδεψα τα παιδιά μου στις μεγαλειώδεις μαθητικές διαδηλώσεις.

Συγκρούστηκα όταν μια ολόκληρη διμοιρία χτυπούσε 14χρονα και ανηλεώς τους πετούσε χημικά και στο εξής συμβουλεύω τα παιδιά μου, καθώς και όλα τα παιδιά που συμμετέχουν σε ειρηνικές διαδηλώσεις να φορούν ό,τι μπορούν για να προστατευθούν, για να αντιμετωπίσουν ασύλληπτες ποσότητες χημικών που υπάγονται στις απαγορευμένες ουσίες.

Και ξέρετε γιατί κύριοι της κυβέρνησης?

Γιατί μετατρέπετε ειρηνικές διαδηλώσεις σε καταστάσεις ανάγκης!!!

Το ίδιο κάνατε και στους Κρητικούς αγρότες στο Λιμάνι του Πειραιά, και δε διστάσατε να το κάνετε παρουσία και του Προέδρου μας, Γιώργου Παπανδρέου.

Αντίστοιχα όμως δε διέκρινα καμία θεσμική πρωτοβουλία όταν καταυλισμοί των Ρομά διαλύονται από αστυνομικές δυνάμεις, όταν μετανάστες κατεξευτελίζονται καθημερινά σε απαράδεκτους μαζικούς ελέγχους εγγράφων στο δρόμο , όταν χειροβομβίδες εκτοξεύονται σε Στέκια Μεταναστών ή όταν ακροδεξιές συμμορίες λυμαίνονται ανενόχλητες τα δυτικά προάστια ψάχνοντας τη λεία τους.

Κυρίες και κύριοι συνάδερφοι,

Όλα αυτά τα μέτρα είναι μέτρα φόβου.

Και φυσικά και η διάταξη της περιύβρισης αρχής.

Να φοβήσετε θέλετε το μαζικό κίνημα, να φοβήσετε όσους ακολουθούν την πρακτική των διαδηλώσεων, να φοβήσετε όσους ακολουθούν την πρακτική της αντιπαράθεσης, ακόμη και της σύγκρουσης.

Και θέλετε να φοβήσετε γιατί πρώτοι από όλους φοβάστε εσείς, οι θύτες.

Και φοβάστε γιατί το σύστημά σας εξάντλησε όσες δυνατότητες ενσωμάτωσης είχε, εξάντλησε όσα κοινωνικά αποθέματα είχε και τώρα βλέπετε ότι μόνον εχθρούς μπορείτε να δημιουργήσετε, τώρα ξέρετε πώς μόνον συγκρούσεις σας περιμένουν.
Ο φόβος που έχετε αφορά στην ίδια την επόμενη ημέρα σας.

Και αυτός ακριβώς είναι ο πιο επικίνδυνος φόβος, ο απελπισμένος, ο απεγνωσμένος φόβος του θύτη.

Δεν ξέρω ακόμη και πού αλλού μπορείτε να φτάσετε.

Όταν ακόμη και στα πλημμελήματα που τελούνται με κουκούλα ο κατηγορούμενος που μπορεί λόγω ελαφρυντικού ή λόγω του νεαρού της ηλικίας του να τιμωρηθεί ακόμη και με μια μικρή ποινή φυλάκισης, δεν έχει δικαίωμα ούτε να ανασταλεί η ποινή του ούτε να μετατραπεί σε χρηματική, ούτε να τύχει ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση, ενώ ταυτόχρονα στο άρθρο 14 έως 17 του ίδιου νόμου αποφυλακίζετε εμπόρους ναρκωτικών, εγκληματίες που τέλεσαν κακουργήματα κάθε φύσης και που τους επιβλήθηκαν ποινές κάθειρξης ακόμη και που δίνετε την δυνατότητα σε κάθε μεγαλοκακοποιό να ζητήσει μετατροπή της ποινής του προς 3 ευρώ και μετά μετατροπή σε κοινωφελή εργασία.

Είστε επικίνδυνοι κύριοι της κυβέρνησης.

Επικίνδυνοι για την κοινωνική ειρήνη, για το μαζικό κίνημα, για τις κατακτήσεις του ελληνικού λαού.

Είστε επικίνδυνοι για τη δημοκρατία.